Γράφει ὁ Φώτης Μιχαήλ, ἰατρός 
Τρόμος καί φόβος ἔχει καταλάβει ὁλόκληρη τήν ὑφήλιο.
Αἰτία; Ἕνας ἰός. Ἕνα τόσο δά μικροσκοπικό σωματίδιο, πού, ὅπως λένε οἱ εἰδικοί, τό μέγεθός του εἶναι μόλις μερικά χιλιοστά τοῦ χιλιοστοῦ! Σωματίδιο κυριολεκτικά ἀόρατο! Τόσο μικρό, πού στα συνήθη μικροσκόπια οὔτε κἄν διακρίνεται! Μονάχα μέ ἠλεκτρονικά μικροσκόπια οἱ ἐρευνητές μποροῦν νά τό ἐντοπίσουν καί νά τό περιγράψουν.
Καί ὅμως! Αὐτό τό μικροσκοπικό ψευτοσωματίδιο ἔχει προκαλέσει παγκοσμίως φόβο καί τρόμο καταμέγα.
Καί συλλογιέται κανείς: Πόσο μικρός καί ἀδύναμος εἶναι τελικά ὁ ἄνθρωπος! Πόσο ἀνήμπορος ἀποδεικνύεται ὁ ἄνθρωπος μπροστά σέ ἀπειλή προερχόμενη ὅχι ἀπό ἐπικείμενους βομβαρδισμούς, ἀλλά ἀπλῶς καί μόνον ἀπό ἐνδεχόμενη μόλυνση ἀπό ἔνα ἀπειροελάχιστο παρασιτικό μόριο!
Αὐτός, πού ἔφτιαξε οὐρανοξύστες, μπροστά σέ ἔναν ἰό κατάντησε νάνος. Αὐτός, πού νίκησε τήν βαρύτητα καί πέταξε στό φεγγάρι, αὐτοεγκλείστηκε μέσα σέ τέσσερις τοίχους. Αὐτός, πού οἱ ὑφιστάμενοί του τόν τρέμουν, τώρα τρέμει ὁ ἴδιος σάν τό φύλλο, ἁπλά καί μόνον στήν ἰδέα ὅτι τόν ἔχει ἀκουμπήσει τό μικροσκοπικό αὐτό ψευτοοργανίδιο.
Κάθε μέρα, οἱ ὑπεύθυνοι γιά τήν διαχείρηση αὐτῆς τῆς ἀπρόσμενης ἀπειλῆς, μετρᾶνε κρούσματα καί θανάτους. Ἡ ἀγωνία τους, ἡ ζωγραφισμένη στά προσωπά τους, μεταρέπεται στίς ψυχές τῶν ἀπλῶν ἀνθρώπων σέ θλίψη καί ἀπόγνωση. Σέ πανικό καί σέ ἰδέες αὐτοκτονικές.
Τό πρόβλημα ἀναδεικνύεται ὡς μέγα καί ἀναγκαστικῶς παίρνονται μέτρα. Ἡ μετάδοση τοῦ ἰοῦ ἀπό ἄνθρωπο σέ ἄνθρωπο πρέπει, λένε, μέ κάθε τρόπο νά ἀναχαιτισθεῖ. Ἔτσι: Ἡ πολιτεία διατάζει ἀπαγόρευση τῆς κυκλοφορίας. Οἱ γιατροί ὁρίζουν νά μείνουμε κλεισμένοι μέσα στά σπίτια μας. Ἡ διοικοῦσα ἐκκλησία συναποφασίζει μέ τήν πολιτεία νά σφραγιστοῦν οἱ Ἱεροί Ναοί καί νά σταματήσουν οἱ πιστοί νά λειτουργοῦνται καί νά κοινωνοῦν. Ἡ Δικαιοσύνη προαναγγέλλει κυρώσεις γιά τούς παραβάτες. Ἠ ἀστυνομία ἐπιβάλλει πρόστιμα καί πραγματοποιεῖ ἐφόδους σέ σταυροδρόμια καί στίς εἰσόδους τῶν ἐκκλησιῶν.
Τί κακό μᾶς βρῆκε μέ τοῦτον τόν ἰό! Νά μήν ὑπάρχει φάρμακο εἰδικό, νά μήν ὑπάρχει διαθέσιμο ἐμβόλιο, νά μή μᾶς φτάνουν τά κρεβάτια στίς ΜΕΘ, νά μήν ἔχουμε μάσκες, νά μή βρίσκουμε ἀντισηπτικά, νά μή βγαίνουμε ἀπό τό σπίτι, νά μήν ἀγκαλιάζουμε τούς γονεῖς μας, νά μή φιλᾶμε τά παιδιά μας, νά μήν ἐκκλησιαζόμαστε, νά μήν ἐξομολογούμαστε, νά μή κοινωνοῦμε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων!
Πάντες οἱ ἰθύνοντες, πολιτικοί καί ἐκκλησιαστικοί ἀξιωματοῦχοι, ἀποδεικνύονται ἐκ τῶν πραγμάτων ἀνήμποροι νά μᾶς προστατέψουν ἀποτελεσματικά.
Ἀπό παντοῦ ἀδιέξοδα.

 Κραυγή ἀγωνίας βγαίνει ἀπό τά κατάβαθα τῆς ψυχῆς μας: Μά δέν ὑπάρχει ἐλπίδα πουθενά;
«Ἀπό φωνῆς τοῦ στεναγμοῦ μου ἐκολλήθη τό ὀστοῦν μου τῇ σαρκί μου»(*). Ἀπό τήν ἀπόγνωσή μου, ἀπό τίς φωνές τοῦ στεναγμοῦ μου, οἱ σάρκες μου ἔλιωσαν καί τά κόκκαλά μου κόλλησαν μέ τό δέρμα μου.
«Ἀπό προσώπου τῆς ὀργῆς σου καί τοῦ θυμοῦ σου, ὅτι ἐπάρας κατέρραξάς με». Κύριε, ὅλα αὐτά τά λυπηρά, πού συμβαίνουν σ’ ἐμένα, συμβαίνουν ἐξ’ αἰτίας τῆς δικῆς σου ὀργῆς. Ὀργίσθηκες, διότι σέ παρεπίκρανα μέ τίς ἁμαρτίες μου.
«Σύ ὠργίσθης καί ἡμεῖς ἡμάρτομεν». Ὀργίσθηκες, διότι ἐμεῖς ἁμαρτήσαμε. Ὅλα τοῦτα τά δεινά, Κύριε, τά ὁποῖα συμβαίνουν σ’ ἐμένα, συμβαίνουν, διότι σέ περιφρόνησα. Ἐνῷ ἐσύ πρότερον, ὅταν ζοῦσα σύμφωνα μέ τό θέλημά σου, μέ ὕψωσες, τώρα ἐπέτρεψες νά πέσω καί νά συντριβῶ, διότι περιέπεσα στήν ἀποστασία καί στόν βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας. «Ὑψωθείς δέ ἐταπεινώθην».
«Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, καί ἡ κραυγή μου πρός σέ ἐλθέτω». Κύριε, σέ ἐγκατέλειψα, σέ πρόδωσα, λάτρεψα ἄλλους θεούς ψεύτικους, ‘’αὐτοείδωλον ἐγενόμην’’. Τό πῦρ τῶν παθῶν κατέκαυσε τήν ψυχή μου. Δέν ἔσπευσα ἐγκαίρως στήν φιλανθρωπία σου τήν ἀνεξιχνίαστο, νά βρῶ δροσιά καί ταχεία πυρόσβεση. Κατάντησα ἀπόκαυμα. Ξύλο, πού κάηκε βαθιά καί εἶναι ἕτοιμο νά σπάσει καί νά συντριβεῖ. Κύριε, κραυγάζοντας σέ παρακαλῶ, ἄκουσε τήν προσευχή μου.
«Ἐπλήγην ὡσεί χόρτος καί ἐξηράνθη ἡ καρδία μου». Κύριε, ὅπως τό χορτάρι ὅταν πληγωθεῖ μαραίνεται, ἔτσι καί ἐγώ, ἐπειδή πληγώθηκα ἀπό τά πάθη, ἡ καρδιά μου μαράθηκε.
Κύριε, βαρύ τό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας. Βαρύτερη, ὅμως, καί ἡ προδοσία τῆς Πίστεως, στήν ὁποία περιπέσαμε.
Τό ἦθος τό κάναμε ἀγνώριστο: Δέν ἔμεινε ἀμαρτία, πού δέν τήν διαπράξαμε. Ἀλλά καί τό δόγμα δέν τό κρατήσαμε ἀναλλοίωτο. Τό παραμορφώσαμε ὑβριστκῶς: Ὀνομάσαμε τίς ψεύτικες καί δαιμονικές θρησκεῖες ‘’ἐκκλησίες’’. Ἀναγνωρίσαμε ἱερωσύνη καί μυστήρια σέ αἱρετικούς, καταδικασμένους ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους. Συλλειτουργήσαμε μέ ἀχειροτόνητους καί καθηρημένους ρασοφόρους. Προχωρήσαμε σέ γάμους μεικτούς, περιφρονῶντας τίς ἐκκλησιολογικές καί πνευματικές προϋποθέσεις, πού ἔθεσαν οἱ Πατέρες.
«Μή ἀποστρέψῃς τό πρόσωπόν σου ἀπ’ ἐμοῦ». Εἶμαι ἔνοχος ἐνώπιόν σου. Σέ παρακαλῶ, μή μέ ἀποστραφεῖς.
«Σύ δέ, Κύριε, εἰς τόν αἰῶνα μένεις καί τό μνημόσυνόν σου εἰς γενεάν καί γενεάν». Κύριε, οἱ δικές μου ὑποθέσεις, τά πράγματα τά δικά μου εἶναι εὐκολομετάβλητα καί ἀνώμαλα. Ἐσύ, ὅμως, εἶσαι πάντοτε ἀναλλοίωτος, αἰώνιος καί ἀθάνατος. Καί ἡ ἐνθύμισή σου εἶναι παντοτινή, τόσο στήν γενεά τοῦ παλαιοῦ λαοῦ τῶν Ἰουδαίων, ὅσο καί στήν γενεά τοῦ νέου λαοῦ τῶν Χριστιανῶν.
«Σύ ἀναστάς οἰκτειρήσεις τήν Σιών, ὅτι καιρός τοῦ οἰκτειρῆσαι αὐτήν, ὅτι ἥκει καιρός». Κύριε, στήν εὐσπλαχία σου μονάχα στηρίζουμε τήν ἐλπίδα μας. Συγχώρεσέ μας καί ἐξαπόστειλον τό Ἔλεός Σου ἐπί πάντας ἡμᾶς. Σέ παρακαλοῦμε, ὅπως εὐλόγησες καί στήριξες τήν Ἐκκλησία τῶν Ἀποστόλων, ἀναστάς ἐκ τῶν νεκρῶν, ἔτσι καί τώρα βοήθησέ μας. Ἦρθε ἡ ὥρα νά μᾶς βοηθήσεις. Δέν ἔχουμε ποῦ ἀλλοῦ νά καταφύγουμε. Ὅλοι οἱ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας, αἰσθητοί καί νοητοί, ἄνθρωποι πονηροί καί συνεπίκουροι δαίμονες, ἔχουν πέσει ἐπάνω της νά τήν κατασπαράξουν.
Κύριε, ἁμαρτήσαμε καί ἀνομήσαμε ἐνώπιόν σου.
Ἐλεῆμον ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.
5.4.2020, δεκαπέντε ἡμέρες πρίν ἀπό τό Πάσχα.
(*) Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου: Ἑρμηνεία εἰς τούς Ψαλμούς τοῦ Προφητάνακτος Δαβίδ. (Ἐκδόσεις ‘’Ὀρθόδοξος Κυψέλη’’).
πηγή:ἠλεκτρονικό ταχυδρομεῖο