Του κ. Αχιλλέως Β. Πιτσίλκα, Δρ, Θεολογίας
Μασονικαί επιδράσεις εις τα έργα του Ν. Καζαντζάκη
ΜΕΡΟΣ Ι
Οι γενικές αρχές της Μασονίας, που παρατηρούνται και στα έργα του Νίκου Καζαντζάκη
Η Μασονία, όπως και κάθε άλλη θρησκεία και αίρεση, έχει οπωσδήποτε κάποιες γενικές αρχές, που τη διέπουν, παρόλο που αυτές είναι συνήθως μυστικές και ανομολόγητες. Μεταξύ των αρχών αυτών είναι και η απόκρυψη ή το καμουφλάζ, ο παγανισμός, ο κρυφός σατανισμός και η καταφρόνηση της γυναίκας, για τις οποίες θα γίνει λόγος ιδιαίτερος πιο κάτω.
Κεφ. Α’. Η απόκρυψη ή το καμουφλάζ
Σύμφωνα με τις διακηρύξεις των ίδιων των οπαδών της, η Μασονία δεν είναι κάτι άλλο, παρά ένα «φιλοσοφικός, προοδευτικός και φιλανθρωπικός» σύλλογος, ευεργετικός δήθεν για κάθε κοινωνία και έθνος. Στην πραγματικότητα όμως η Μασωνία δεν είναι αυτό, που οι διδάσκαλοί της διασαλπίζουν, προσπαθώντας με το πιο πάνω καμουφλάρισμα να ρίξουν στάκτη στα μάτια των αφελών, αλλά η νέα μορφή της ειδωλολατρίας και αθεΐας, που έχει άμεση σχέση με τις μυστηριακές θρησκείες της αρχαιότητας, εφόσον οι ίδιοι οι Μασόνοι ομολογούν ότι η Μασωνία «είναι η μόνη επιζήσασα των αρχαίων μυστηρίων και δύναται ν’ αποκληθή ο φύλαξ αυτών» (Ward, Freemasonry and the Ancient Gods, σ. 347-350). Δεν είναι, με άλλα λόγια, η Μασονία μια αθώα φιλανθρωπική οργάνωση, αλλά αυτό που διαβεβαιώνεται από τον Ν. Ψαρουδάκη, δηλ. «η μυστική γιάφκα της πλουτοκρατίας» και «διεθνής του Καπιταλισμού» (Βλ. Ν. Ψαρουδάκη, Σκοτεινές δυνάμεις και Χριστιανισμός, Αθήνα 1996, σ. 192).
Όπως, λοιπόν, η Μασονία κρύβεται πίσω από τη μάσκα της δήθεν φιλανθρωπίας και της φιλοσοφίας, κατά παρόμοιο τρόπο και ο Ν. Καζαντζάκης έβαζε κάθε τόσο την «καλόβολη μάσκα» («Αναφορά στον Γκρέκο», σελ. 85) του χριστιανού ή του πιστού, που επιζητεί δήθεν την κάθαρση της Εκκλησίας, ενώ εντελώς διαφορετικά ήταν τα όσα έκρυβε στην καρδιά του. Η πιο πάνω απόκρυψη, για παράδειγμα, γίνεται φανερή στο τέλος πολλών επιστολών του, στις οποίες προσθέτει το «ο Θεός μαζί σας». Στην πραγματικότητα, όμως, Θεός του Καζαντζάκη δεν ήταν ο Θεός των χριστιανών, όπως θα φανεί και πιο κάτω, αλλά εντελώς διαφορετικός. Για τούτο στο βιβλίο του «Αναφορά στον Γκρέκο» γράφει χαρακτηριστικά, ότι «δε θέλω να πουλήσω την ψυχή μου στο Θεό, σε αυτό που λέτε εσείς Θεό» (σ. 420), φανερώνοντας σε μία στιγμή ειλικρίνειας ότι τις πιο πολλές φορές έκρυβε την απιστία του στο Θεό. Κατά παρόμοιο τρόπο κάνει λόγο και για την ψυχή. «Η ψυχή σας –αυτό που λέτε εσείς ψυχή– βυθισμένη στη βουδική κοσμοθεωρία», γράφει φανερώνοντας την πραγματική του άποψη ή ακριβέστερα αιρετική κοσμοθεωρία, «θαρρεί πως να κοιμηθείς με γυναίκα είναι αμαρτία θανάσιμη» (Αναφορά στον Γκρέκο, 426).
Από τις πιο πάνω και άλλες αποκαλύψεις του Νίκου Καζαντζάκη καθώς και κάποια αποκαλυπτικά χωρία της Αγίας Γραφής γίνεται φανερό ότι τόσο η Μ., όσο και ο Νίκος Καζαντζάκης μεταχειρίζονταν την απόκρυψη, για να μην ελεγχθούν τα έργα τους, που ήταν πονηρά. «Πᾶς ὁ φαῦλα πράσσων, δίδασκε για τούτο ο Κύριος, μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ» (Ιω. 3, 20).
Κεφ. Β’. Ο Παγανισμός
Ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της Μασονίας είναι αναμφίβολα και ο παγανισμός της, που κρύβεται γενικότερα κάτω από το όνομα και τη λατρεία του Θεού, που οι οπαδοί της πιστεύουν, δηλ. του Μεγάλου Αρχιτέκτονα του Σύμπαντος (ΜΑΤΣ). Ο ΜΑΤΣ, όμως, αυτός στην πραγματικότητα δεν είναι ο Θεός των χριστιανών, αλλά ο αποστάτης Άγγελος, δηλ. ο Εωσφόρος, ή η Φύση, που περιβάλλει τον άνθρωπο, δηλαδή η δημιουργία, ή οι κάθε μορφής θεοί της αρχαίας ειδωλολατρίας, που προσπαθούν να ανασυστήσουν, υπενθυμίζοντας τις προσπάθειες του Ιουλιανού του Παραβάτη, ή και ο ίδιος ακόμη ο άνθρωπος με τις αρετές και τα πάθη του.
Παρόμοιες, όμως, ακριβώς είναι οι αντιλήψεις και του Νίκου Καζαντζάκη, που δεν πίστευε στο Θεό των χριστιανών, αλλά στους θεούς της αρχαίας ειδωλολατρίας, που έτρωγαν, έπιναν και ασώτευαν, σύμφωνα με τη Μυθολογία, στις κορυφές του Ολύμπου. «Ετούτοι είναι, γράφει, για τούτο, οι ντόπιοι, οι αληθινοί θεοί μας, οι αθάνατοι· πώς μπόρεσαν κάτω από τέτοιο φως, εμπρός σε τέτοια θάλασσα, ανάμεσα σε τέτοια βουνά, να γεννηθούν και να προκόψουν άλλοι θεοί, χωρίς κοιλιά, χωρίς χαρά, χωρίς αμπελόφυλλα στα μελίγγια; Και πώς μπόρεσαν οι γιοι και οι θυγατέρες της Ελλάδας να πιστέψουν σ’ ένα Παράδεισο διαφορετικό από τον Παράδεισο ετούτης της γης;» (Αναφορά στον Γκρέκο,σελ. 583).
Οι παγανιστικές αντιλήψεις, δηλαδή, του Νίκου Καζαντζάκη, που, κατά τη διαβεβαίωση και του αρχιεπισκόπου της Αλβανίας κ. Αναστασίου Γιαννουλάτου, έβλεπε τον Χριστό «μέσα στο ημίφως ενός είδους ασιατικού πανθεϊσμού και παραφροϋδικών προσωπικών βιωμάτων» (Βλ. Εφημ. «Μεσημβρινή» της 17.11.1988), ιδιαίτερα εξεταζόμενες, διακρίνονται, εκτός πολλών άλλων, εμφαντικότερα στα εξής:
α) Στο μπέρδεμα του Θεού με τον άνθρωπο
Μία από τις πιο βασικές θέσεις του Νίκου Καζαντζάκη είναι πρωταρχικά το μπέρδεμα του Θεού με τον άνθρωπο ή ακριβέστερα η τοποθέτηση του ανθρώπου στον κενό θρόνο του Θεού, που για τον ίδιο δεν υπάρχει. «Χαίρουμαι», έλεγε, « για τον λόγο αυτό, τα φυτά, τα ζώα, τους ανθρώπους, τους θεούς, τα παιδιά μου» (Ασκητική, σελ. 14). Ο άνθρωπος, με άλλα λόγια, γι’ αυτόν είναι πιο δυνατός από το Θεό, γιατί έχει δήθεν τη δύναμη να κατασκευάζει και να κυβερνά τον Θεό ή τους θεούς. «Δεν έχει ανάπαψη, δεν έχει ησυχία, λέγει για τούτο η καρδιά καρδερίνα στο θεό–νου, μη κοιμηθείς. Μέρα νύχτα θα κάθουμαι από πάνω σου και θα φωνάζω: Δεν έχει ανάπαψη, δεν έχει ησυχία, μη κοιμηθείς. Δε θα σ’ αφήσω να κοιμηθείς, είμαι η καρδιά τ’ ανθρώπου» (Ο Φτωχούλης του Θεού, σ. 342).
Από τα πιο πάνω λόγια και από πολλά άλλα, ακόμη, σχετικά γίνεται φανερός ο παγανισμός του Νίκου Καζαντζάκη, που υποστήριζε άλλωστε και κατά τρόπο φιλοσοφικό κάθε τόσο ότι «Ἓν τὸ πᾶν», υπενθυμίζοντας τις αντιλήψεις των Προσωκρατικών Φιλοσόφων, και «τὸ Ἕνα τοῦτο δὲν ὑπάρχει» («Αναφορά στον Γκρέκο», σελ. 601). Ένα έγινε για τούτο και ο άγιος της Δύσης Φραγκίσκος της Ασίζης, όταν πέθαινε, με τον Θεό ή με τον μαύρο Αρχάγγελο, που, κατά τον Νίκο Καζαντζάκη, ήρθε να τον πάρει («Ο Φτωχούλης του Θεού», σελ. 368). Ένα με τον Θεό γίνονται επίσης, γι’ αυτόν και όσοι βυθίζονται στη μακαριότητα του βουδιστικού Νιρβάνα, που τον είχε κατακυριεύσει στα τελευταία χρόνια της ζωής του. «Μακάριοι» έλεγε «για τούτο, όσοι σε λύτρωσαν και σμίγουν μαζί σου, Κύριε, και λεν Εγώ και συ είμαστε ένα» (Επίλογος «Ασκητικής»).
β) Στο μπέρδεμα των ζώων και των φυτών με το Θεό και τον άνθρωπο
Θεός, κατά τον Νίκο Καζαντζάκη, δεν είναι μονάχα ο νους του ανθρώπου ή η καρδιά–καρδερίνα ή ο όλος γενικότερα άνθρωπος, αλλά και όλα τα ζώα και τα φυτά της Δημιουργίας ή ακριβέστερα ολόκληρη η Δημιουργία, που καταλαμβάνει τη θέση του Θεού. «Αδελφή μου αυλή», έλεγε για το λόγο αυτό με το στόμα του «αγίου» της Δύσης, Φραγκίσκου της Ασσίζης, «αδέλφια μου κρίνα και τριαντάφυλλα, καλώς σας βρήκα! Να δώσει η χάρη του Θεού στη Δευτέρα Παρουσία ν’ ανεβείτε και σεις από τη γη και να μπείτε μαζί με την αδερφή Κλάρα στον Παράδεισο» («Ο Φτωχούλης του Θεού», σελ. 243).
Από όλα τα δημιουργήματα, όμως, φαίνεται ότι ο Νίκος Καζαντζάκης αγαπούσε πιο πολύ τα πουλιά και για τούτο αποδίδει κατ’ εξοχήν σ’ αυτά θεϊκές ιδιότητες. «Αδέρφια μου πουλιά», λέει για τούτο και πάλι με το στόμα του “Αγίου” Φραγκίσκου της Ασσίζης « ο Θεός πολύ σας αγαπάει και το ξέρετε· γι’ αυτό, … όταν οι φωλιές σας γεμίσουν αυγά και καθίζετε, μανάδες, από πάνω τους και τα κλωσσάτε, γίνεται ο θεός αρσενικό πουλί, καθίζει στο αντικρινό κλαρί και κελαηδάει να σας ξεκουράζει» («Ο Φτωχούλης του Θεού», σελ. 184)
γ) Στη θεοποίηση της φωτιάς και άλλων στοιχείων της φύσης
Το ότι ο Νίκος Καζαντζάκης λάτρευε «την Κτίσιν μάλλον ή τον Κτίσαντα» φαίνεται καθαρά και στη θεοποίηση της φωτιάς, που συναντάται και στις γιορτές του Νηπιαγωγείου του Μασονισμού, δηλ. των Προσκόπων. Για τούτο, άλλοτε χαρακτηρίζει τη Φλόγα ως «αδερφή» (Ο Φτωχούλης του Θεού, σ. 217), άλλοτε παρουσιάζει τη φωτιά ως «θυγατέρα του Θεού» (όπ. π., 228), το πυρωμένο σίδερο ως « αδερφό» (όπ. π., 238) κ.ο.κ.
Από τα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω και πάρα πολλά άλλα, που θα μπορούσαν να παρατεθούν, γίνεται ολοφάνερο ότι για τον Νίκο Καζαντζάκη, «αυτός θα ‘ναι ο Θεός, το κεντημένο με ανθούς, πουλιά, ανθρώπους παραπέτασμα» (Αναφορά στον Γκρέκο,σελ. 562), δηλ. η Κτίση, που λάτρευε σαν θεότητα. Για το λόγο αυτό υποστηρίζεται από το Ν. Ανδριώτη πολύ σωστά ότι «Κανένα θρησκευτικό δόγμα, καμιά πολιτική ιδεολογία δεν μπορεί να θεωρήσει τον Καζαντζάκη δικό της. Τα έργα του θα είναι πάντα μια αίρεση για κάθε πολιτική είτε θρησκευτική πίστη…»(Βλ. Έλλη Αλεξίου, όπ.π., 344-345).
Κεφ. Γ’. Ο κρυφός δαιμονισμός
Μία τρίτη γενική και ανομολόγητη αρχή, που διέπει τη Μασονία, είναι ο δαιμονισμός, τον οποίο πρέπει σιγά–σιγά να ανακαλύψουν μόνοι τους οι οπαδοί της. Ο δαιμονισμός, δηλ., στον οποίο καταντούν, γίνεται φανερός από πολλά σημεία της διδασκαλίας τους και μάλιστα από τους επαίνους και τους ύμνους προς τον Εωσφόρο, στον οποίο αφιερώνονται και ειδικές προσευχές.
Ο δαιμονισμός αυτός, ακριβώς, κατά τρόπο απαράλλακτο παρατηρείται και σε κάθε σελίδα των έργων του Καζαντζάκη, που άλλοτε βεβαιώνει ότι «ο Εωσφόρος έλαμπε στο μυαλό μου» («Αναφορά στον Γκρέκο», σ. 270) και ότι «ένας δαίμονας αντάρτης τινάζεται μέσα μου» («Σόδομα», σ. 317) και άλλοτε πάλι ότι «μια μέρα ο πιο ένδοξος αρχάγγελος, που θα στέκεται στο πλάι του Θεού, δεν θα είναι, μήτε ο Γαβριήλ, μήτε ο Ραφαήλ· θα ‘ναι ο Εωσφόρος» («Ο Φτωχούλης του Θεού», σ. 19). Ήταν τόσο μεγάλη, δηλ., η επίδραση των πονηρών πνευμάτων μέσα του, που τον έσπρωχνε «ν’ αυθαδιάζει με τον προαιώνιο αντίμαχό του, τον Θεό» (Αναφορά στον Γκρέκο, σ. 303), ώστε να «ψυχανεμίζεται με τρόμο» ότι δεν ήταν αυτός, αλλά κάποιος άλλος (Βλ. Έλλη Αλεξίου, Για να γίνει μεγάλος, 185-186), ενώ ταυτόχρονα διαβεβαίωνε ότι «μου αρέσει, κι ας χαθώ να παλεύω με τον Θεό» (Αναφορά στον Γκρέκο, σ. 175).
Ο Θεός, που πίστευε άλλωστε ο Ν. Καζαντζάκης δεν ήταν, όπως είπαμε, ο λατρευόμενος από τους χριστιανούς, αλλά ο ίδιος ο Σατανάς, που χαρακτήριζε ως θεό ή ακριβέστερα μπέρδευε με το Θεό. «Αιώνια παλεύουν, έλεγε για τούτο, μέσα μου οι δυο τους…, Θεός και Σατανάς» («Ο Φτωχούλης του Θεού», σ. 280). Έχοντας συμμαχήσει, δηλ., σύμφωνα με τα δικά του λόγια, με όλες τις σκοτεινές και φωτερές δυνάμεις, για να γκρεμίσει από τον θρόνο του τον Θεό («Αναφορά στον Γκρέκο», σ. 575), ήταν επόμενο να τοποθετήσει στη θέση Του τον ίδιο το Σατανά, που τον υποδαύλιζε να πράττει τα εντελώς αντίθετα από εκείνα, που δίδαξε ο ενανθρωπήσας Θεός, δηλ., ο Χριστός. «Καταχωνιασμένος μέσα μου ο αδιάντροπος δαίμονας», βεβαιώνει ο ίδιος ο Καζαντζάκης, «περίμενε να ξεβιδώσουν μία στιγμή τα μελίγγια μου, να παρατήσει τα κλειδιά ο νους μου, για… ν’ αρχίσει αυτός ν’ αυθαδιάζει με τον προαιώνιο αντίμαχό του, το Θεό» (Αναφορά στον Γκρέκο, σ. 303). Στη διαστροφή, ακριβώς, αυτή βρίσκεται, για μας, η ουσία του σατανισμού του Νίκου Καζαντζάκη, του οποίου «η παθολογική φαντασία…» όπως βεβαιώνεται και από το Δ. Καραχάλιο, «φθάνει… εις τα όρια του παρανοϊκού και της σατανοπληξίας» («Ορθόδοξος Τύπος», 8 Αυγούστου 1997). Για τούτο άλλωστε ο ίδιος διαβεβαίωνε ότι «ένας δαίμονας είναι μέσα μας, ας τον πούμε Εωσφόρο, γιατί φέρνει το Φως» (Αναφορά, σελ. 599).
Τη σατανοπληξία, ακριβώς, αυτή του Νίκου Καζαντζάκη παραδέχεται και ο Νικ. Βρεττάκος, που την αποδίδει στο τραγικό άγχος της ζωής του άπιστου αυτού συγγραφέα. «Η μεταφυσική αγωνία του», γράφει χαρακτηριστικά, « και η αίσθηση της ασημαντότητάς του απέναντι στο χώρο και τον χρόνο μεταβλήθηκε σ’ ένα τραγικό άγχος, που μέσα του ούρλιαζαν όχι μόνο όλοι οι δαιμονισμένοι του Ντοστογιέφσκι, αλλά όλοι οι δαιμονισμένοι από καταβολής κόσμου» (Ν. Καζαντζάκης, Η αγωνία του και το έργο του, σ. 149-158).
Εάν, όμως, κανένας δεν πιστεύει στα πιο πάνω, τότε δεν απομένει άλλο, παρά να μελετήσει με προσοχή το έργο του Νίκου Καζαντζάκη «Τελευταίος Πειρασμός», που, κατά τον Κ. Μουρατίδη, «γράφηκε με ανθρώπινο χέρι καθ’ υπαγόρευση του σατανά» («Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», Αθήνα, 1988, σ. 12), για να διαπιστώσει «ιδίοις όμμασιν» αυτό, που διαπίστωσε και ο Αρχιμ. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος και για τούτο χαρακτήρισε τον Νίκο Καζαντζάκη ως «σατανόπληκτο και σατανοκίνητο» (Άρθρα–Μελέται–Επιστολαί, τ. Α, Αθήναι 1981, σ. 488).
Κεφ. Δ’. Η καταφρόνηση της γυναίκας
Στη Μασονία, όπως είναι γνωστό, οι γυναίκες δε γίνονται δεκτές, εξαιτίας και μόνο του φύλου τους. Για το λόγο αυτό οι γυναίκες των Μασόνων εντάσσονται σε κάποιες άλλες θυγατρικές οργανώσεις τους (Ζόντα κ.λπ.). Η καταφρόνηση ακριβώς αυτή και υποτίμηση της γυναίκας παρατηρείται και στα έργα του Ν.Καζαντζάκη (Έλλη Αλεξίου, «Για να γίνει μεγάλος», σ. 415), από τα οποία, κατά την Έλλη Αλεξίου, σαν πρωταγωνίστριες, «λείπουν οι γυναίκες. Μόνο μια υπάρχει, για να δίνεται στους άνδρες κι αυτή τη γυναίκα τη σκοτώνει πάντοτε χωρίς να χρειάζεται ο σκοτωμός της ούτε στην πλοκή, ούτε στη δράση της αφήγησης» (όπ. π., σ. 81).
Την ίδια άποψη σχημάτισε και ο Δ. Πόθος, που γράφει ότι στα έργα του Ν.Καζαντζάκη «η γενετήσια πρόκληση καλεί στο φόνο, φέρνοντας στο νου του αναγνώστη τα “σεξουαλικά” εγκλήματα των ανωμάλων τύπων» (όπ. π., σ. 84). Οι γυναίκες δηλ. για τον Ν.Καζαντζάκη , «καμιά δεν έχουν αυτόφωτη λάμψη» (Πρεβελάκη, 400 γράμματα, σ. 372), ενώ το φαρμάκι, που στάζει μέλι, παραλληλίζεται από αυτόν με τη γυναίκα («Ζορμπάς», σ. 52 ή 144). Για τον Ν.Καζαντζάκη , με άλλα λόγια, είναι «μαρτύριο και ντροπή να ‘σαι γυναίκα» (Ιουλιανός…, σ. 125), ενώ η κοιλιά της μάνας χαρακτηρίζεται κατά τον πλέον απεχθή τρόπο από τον ίδιο ως «υπόνομος» («Ζορμπάς», σ. 127). Αν ήθελε να ακριβολογήσει, δηλ., κανένας περισσότερο, οι γυναίκες για τον Ν.Καζαντζάκη «δεν είναι άνθρωποι, ισότιμοι με τους άνδρες, αλλά “παράσιτα” της κοινωνίας» (Έλλη Αλεξίου, Για να γίνει μεγάλος, σ. 117), που οφείλουν να υπηρετούν μονάχα τους άνδρες, σαν δεύτερης κατηγορίας όντα (Έλλη Αλεξίου, όπ. π., σ. 115) ή «σκεύη ηδονής» των ανδρών (Ζορμπάς, σ. 109).
Για τούτο η αδελφή της πρώτης συζύγου του Γαλάτειας σημειώνει με παράπονο ότι η αδελφή της είχε προσφέρει στο σύζυγό της τα πάντα, ενώ εκείνος δε στάθηκε στο πλευρό της ούτε στις αρρώστιες της, ούτε σε καμιά άλλη ανάγκη (Έλλη Αλεξίου, όπ. π., σ. 189). «Τι βοήθεια πρόσφερες εσύ», γράφει η Έλλη Αλεξίου για τη σχέση του Ν.Καζαντζάκη με τις δύο γυναίκες του, «στον αγώνα το δικό τους; Σε ποιες θυσίες ατομικής απάρνησης αποδύθηκες, για να γλυκάνεις τις δύσκολες ώρες τους;» (όπ. π., σ. 196). Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι ασφαλώς «ουδεμία». Την καταφρόνηση που ένοιωθε άλλωστε, για κάθε γυναίκα την συναντά κανένας όχι μονάχα στα λόγια των άλλων ηρώων των έργων του, αλλά και στον «άγιο» Φραγκίσκο ακόμη της Ασίζης, που λέει σε κάποια στιγμή ότι «δεν έχει εμπιστοσύνη στη γυναίκα· το φίδι της Εύας αγλείφει αιώνια τ’ αυτιά σας και τα χείλια» («Ο Φτωχούλης του Θεού», σ. 222), γιατί η γυναίκα γι’ αυτόν είναι ένα «άγριο θεριό», που μονάχα ο Θεός μπορεί να δαμάσει (όπ.π., 237), ενώ η αγάπη είναι κάτι το αποτρόπαιο και φευκτέο, από το οποίο «πρέπει να λυτρωθούμε» (Αδερφοφάδες, σ. 84).
* * *
Όποιες σελίδες των έργων του και να μελετήσει τελικά κανένας, θα αντιληφθεί πολύ σύντομα ότι οι γυναίκες για το Ν.Καζαντζάκη είναι «διπλοκάπουλες φοράδες» και «παράσιτα» της κοινωνίας, που «παίζουν πάντα βοηθητικό ρόλο» (όπ.π.), γιατί είχε ένα σατανικό εγωισμό, ώστε να βλέπει όλους τους άλλους και ιδιαίτερα τις γυναίκες σαν σκιές (Έλλη Αλεξίου, όπ.π., 189). Για τούτο είναι απορίας άξιο το πώς βρίσκονται στον κόσμο αυτό γυναίκες, που υπερασπίζονται με μανία τη μνήμη του μεγαλύτερου υβριστή όχι μονάχα του Χριστού, αλλά και του φύλου τους, εφόσον «Από τα πρώτα έργα ως τα υστερνά (τις γυναίκες) τις μεταχειρίζεται με συγκατάβαση· σαν δεύτερης κατηγορίας όντα» (Έλλη Αλεξίου, όπ.π., σ. 115).
Ένα μονάχα πρέπει να σημειώσουμε, όμως, εδώ ιδιαίτερα, ότι, δηλ., η καταφρόνηση της γυναίκας από τον Νίκο Καζαντζάκη , δεν οφειλόταν μονάχα στο σατανικό εγωισμό του, αλλά, κατά τη διαβεβαίωση της Έλλης Αλεξίου, και στη διεστραμμένη από την πλευρά της ηθικής ζωή του. «Νίκος – Γαλάτεια», σημειώνει αυτή, που ήξερε τα πράγματα από κοντά, «δέκα χρόνια είχαν ερωτικό δεσμό, χωρίς συμβίωση. Δεκαέξι χρόνια κάνανε παντρεμένοι. Εικοσιέξι χρόνια συνολικά, χωρίς σαρκικό δεσμό» (όπ.π., 192).
Συνεχίζεται….
Δημοσιεύτηκε σε 11 συνέχειες στον Ορθόδοξο Τύπο
Από τις 9 Οκτωβρίου 1998 μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου 1998
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Μασονικαί επιδράσεις εις τα έργα του Ν. Καζαντζάκη
Του κ. Αχιλλέως Β. Πιτσίλκα, Δρ, Θ.
ΜΕΡΟΣ Β’
Ίδιοι στόχοι Μασονίας και Νίκου Καζαντζάκη
Η άμεση σχέση του Ν.Καζαντζάκη με τη Μασονία γίνεται φανερή πιο καθαρά από τους ίδιους στόχους που είχε ως συγγραφέας, με τη σκοτεινή αυτή οργάνωση. Οι στόχοι αυτοί, δηλ. θα λέγαμε γενικότερα ήταν τρεις, το ξερίζωμα της Χριστιανικής πίστης από τις καρδιές των πιστών, η προβολή των μασονικών αρχών και η πολιτική σκοπιμότητα, για τους οποίους θα γίνει πιο κάτω λόγος.
Κεφ. Α’. Το ξερίζωμα της χριστιανικής πίστης από τις καρδιές των πιστών
Ο σκοπός, που προβάλλεται από τους ίδιους τους Μασόνους είναι, όπως ήδη σημειώσαμε, η δήθεν φιλανθρωπία και η πρόοδος της ανθρωπότητας. Ο πραγματικός, όμως, σκοπός τους είναι αρχικά το ξερίζωμα της πίστης από τις καρδιές των πιστών και η τοποθέτηση των ανθρώπων τους σε θέσεις-κλειδιά, ώστε να εργάζονται ύπουλα για την επικράτηση της πλουτοκρατίας και ιδιαίτερα για την εξάπλωση του διεθνούς Σιωνισμού και των αρχών του στον κόσμο. Τους κρυφούς αυτούς σκοπούς, βέβαια, δεν τους φανερώνουν οι ίδιοι οι Μασόνοι. Αναφέρονται, όμως, ρητά, στα «Πρωτόκολλα των σοφών της Σιών», δηλ. των Σιωνιστών, και τα πιο κάτω αποκαλυπτικά: «Αναμένοντας την ανάρρησή μας, θα δημιουργώμεν και πολλαπλασιάζωμεν τα μασονικάς στοάς εις πάσαν χώραν της οικουμένης. Θα προσελκύωμεν εν αυταίς όλους εκείνους, οίτινες είναι ή δύνανται να γίνωσιν υπέροχοι πράκτορές μας. Αι στοαί αυταί θ’ αποτελώσι το κυριώτερον γραφείον πληροφοριών μας» (Κεφ. 15ο). Σύμφωνα με τα «Πρωτόκολλα των σοφών της Σιών», δηλ., σκοπός της Μασονίας είναι: «η εκρίζωσις ή χαλάρωσις της θρησκευτικής ζωής, η καταφρόνησις της οικογενείας, η ψύξις του πατριωτισμού, η λήθη των πατρίων παραδόσεων, η καταφρόνησις των ηθικών ενταλμάτων» (Μ. Γαλανού, Το μυστικόν της Μασωνίας, Αθήναι 1909, σελ. 26-29). Κατά τον τρόπο αυτό, κάτω από το πρόσχημα των νέων ιδεών και της χειραφέτησης της επιστήμης πολεμείται κατά το Ν. Ψαρουδάκη, «η ιδέα της θρησκείας ως δεισιδαιμονία, η οικογενειακή αλληλεγγύη ως στενή αντίληψις του ανθρωπισμού,… η παραδεδεγμένη θρησκευτική ηθική ως υπόχρεος να υποχωρήση εις τη φυσικήν ηθικήν, την οποίαν εφαρμόζουν τα ζώα» (Σκοτειναί δυνάμεις και Χριστιανισμός, Αθήναι 1966, σελ. 47).
Παρόμοιος, όμως, με τον πιο πάνω αναφερόμενο ήταν και ο σκοπός του Ν.Καζαντζάκη, που επιζητούσε το ξεθεμελίωμα της πίστης από τις καρδιές των χριστιανών, ώστε «να μη καταφεύγουν στη θρησκεία σαν σε μοναδικό αποκούμπι» (Πρβλ. 400 Γράμματα, σ. λβ’). Το ξερίζωμα, δηλ., αυτό γίνεται από το Ν.Καζαντζάκη με πολλούς τρόπους και μάλιστα με τους εξής:
α) Με τη διαστροφή και ειρωνεία όλων των χριστιανικών διδαγμάτων
Ο πιο συνηθισμένος, ίσως, τρόπος καταπολέμησης των χριστιανικών ενταλμάτων από το Ν.Καζαντζάκη είναι η ειρωνεία και η διαστροφή. Εάν μελετήσει, δηλ. κανένας με προσοχή τα έργα του, θα παρατηρήσει ότι δεν υπάρχει σχεδόν σελίδα τους, που να μην ειρωνεύεται τον Χριστιανισμό και να μη διαστρέφει κάποια από τις διδασκαλίες και τις παραδόσεις του. Για τούτο βεβαιώνεται από τον π. Ιω. Βράνο ότι «Όλα τα ιστορικά πρόσωπα παραμορφώνονται (από τον Ν.Καζαντζάκη ) αλλά προς το ίδιο πρότυπο:το “Εγώ” του Καζαντζάκη» (όπ. π., 102).
Για να κτυπήσει το «πιστεύω», δηλ. των χριστιανών, ο Ν.Καζαντζάκης. σε πολλές περιπτώσεις αναφέρει το «δεν πιστεύω τίποτα» (Βλ. « Ζορμπάς», 76 κ.ά.)
Για να καταπολεμήσει τη θεοσέβεια, παρουσιάζει το Λωτ ως αντάρτη απέναντι του Θεού και ασεβή (Αναφορά στον Γκρέκο,σελ. 302), διαστρέφοντας τελείως τη διήγηση της Αγίας Γραφής.
Για να ξεριζώσει την πίστη στην αιώνια ζωή και τον Παράδεισο, παρουσιάζει την Κόλαση σαν «την πιο γλυκιά παρηγοριά τ’ ανθρώπου» (Νικ. Φωκά, 396) και τον Θεό σαν «απόγονο του ανθρώπου» (Αναφορά στον Γκρέκο, σελ.387).
Για να καταπολεμήσει τη μελέτη της Αγ. Γραφής, που την παραλληλίζει με τα παραμύθια της Χαλιμάς (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, 154-157) και με τους θρύλους των λαών (Αναφορά 333), συνιστά τη μελέτη του Ροβινσώνα (Καπετάν Μιχάλης 270-271), γιατί η Αγία Γραφή είναι, γι’ αυτόν, γεμάτη εκδίκηση και κεραυνούς (Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 308) αντάξιους με τα γκαρίσματα των γαϊδάρων (Καπετάν Μιχάλης 270-271).
Τόσο μεγάλη, δηλ., ήταν η μανία της διαστροφής, που τον είχε κυριέψει, ώστε να παρουσιάζει όλα τα ξύλα ως Τίμια (Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 252), τη Β’ Παρουσία ως επίγεια (Αναφορά στον Γκρέκο,σελ. 525), το μυστήριο του Βαπτίσματος ως απλό μπάνιο (Αναφορά στον Γκρέκο, σελ.573), την Αγία Τράπεζα ως παχνί (Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 369) κ.ο.κ., ενώ ο ίδιος ο Χριστός παρουσιάζεται στα έργα του ως νεραϊδοπαρμένος (Τελευταίος Πειρασμός,σελ. 32), η Παναγία ως άρρωστη, ώστε «να κράζει τον Θεό παιδί της» (Αναφορά στον Γκρέκο,σελ. 293), οι Άγγελοι ως κατεργασμένοι διάβολοι (Αναφορά στον Γκρέκο,σελ. 362), ο άσωτος γιος ως αμετάνοιωτος (Αναφορά στον Γκρέκο,σελ. 268-327), η Ανάσταση του Χριστού ως φαντασία της Μαρίας Μαγδαληνής (Αναφορά στον Γκρέκο,σελ. 288) και των ιερέων (Αναφορά στον Γκρέκο, σελ.529) κ.ο.κ.
Ό,τι όμως δεν πασχίζει να ξερριζώσει με την απ’ ευθείας διαστροφή, ο Καζαντζάκης προσπαθεί να το αμαυρώσει με την ειρωνεία του, που αναφέρεται στα πλέον ιερά θέματα της χριστιανικής πίστης. Ειρωνευόμενος, για παράδειγμα, τη δύναμη της μετάνοιας, γράφει ότι το επιτίμιο που επιβάλλεται από τον πνευματικό για τη συγχώρηση γίνεται εδώ ταρίφα: «Βαριά», λέγει ο παπα-Φαταούλας, «αρρώστια, κακομοίρη, θα πάρεις το βράδυ… 5 δράμια Χριστό,… αλλιώς θα πας στον πάτο της κόλασης» («Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», σ. 28). «Αν υπάρχει άλλη ζωή», λέει ειρωνικά και στην «Αναφορά του στο Γκρέκο», «πρόφτασα και μετάνοιωσα την τελευταία στιγμή· δεν έδωκε ο Χριστός τον λόγο του, πως ένα δευτερόλεπτο πριν πεθάνεις να μετανοήσεις, σώθηκες;» (Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 359).
Για να ειρωνευτεί μάλιστα, περισσότερο τον χριστιανικό Παράδεισο, και τη Β’ Παρουσία, παρουσιάζει με τον δικό του τρόπο και τα ποντίκια, «που έρχονται από τον Παράδεισο… και κατέχουν πολλά μυστικά» (Ο Φτωχούλης του Θεού, σ. 29), ενώ το γκάρισμα του γαϊδάρου του Μανολιού παραλληλίζεται με το σάλπισμα του Αρχαγγέλου κατά τη Β’ Παρουσία («Ο Χριστός ξανασταυρώνεται»,σελ. 403).
Εξαιτίας των πιο πάνω θέσεων του Ν.Καζαντζάκη και μάλιστα των παρουσιαζομένων στον «Τελευταίο Πειρασμό» βεβαιώνεται από το Δ. Καραχάλιο ότι «ολόκληρον σχεδόν το περιεχόμενον του εν λόγω έργου (δηλ. του «Τελευταίου Πειρασμού»), αν το αντιπαραβάλη κάποιος με τας αντιστοίχους Ευαγγελικάς διηγήσεις, είναι εν σκοτεινόν, δυσώδες και αηδιαστικόν τέλμα» («Ορθόδοξος Τύπος» της 8 Αυγούστου 1997) και γενικότερα «νεκροταφείον» (όπ.π.).
β) Με την αμφιβολία
Για το ξεθεμελίωμα της πίστης ο Κ. μεταχειρίζεται ταυτόχρονα με τα πιο πάνω και το σαράκι της αμφιβολίας, με το οποίο κατατρώγεται ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου κατά τρόπο έμμεσο, αλλά επικινδυνότερον, φθάνοντας στο δικό του σατανικό συμπέρασμα, ότι, δηλαδή, «άλλη ανάσταση δεν υπάρχει» (Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 551).
Την αμφιβολία, για παράδειγμα, προσπαθεί να ενσπείρει στο θέμα της αμαρτίας, απορώντας, δηλ., «μπας κι είναι αυτή στη δούλεψη του Θεού» (Αναφορά στον Γκρέκο,σελ. 278).
Την αμφιβολία πασχίζει ο Καζαντζάκης να διαχύσει στις ψυχές των αναγνωστών του και σε πολλά άλλα θέματα και μάλιστα στη Γέννηση και στην Ανάσταση του Χριστού, δηλ. στα πιο κεφαλαιώδη δόγματα της χριστιανικής πίστης.
«Γεννήθηκε ο Χριστός, σοφέ Σολομών», λέγει στο “Ζορμπά”, «καλαμαρά μου! Μη ψιλοκοσκινίζεις: γεννήθηκε, δε γεννήθηκε; μωρέ γεννήθηκε, μη είσαι κουτός. Αν πιάσεις το φακό να δεις το νερό που πίνουμε, θα δης ότι είναι γεμάτο σκουλήκια… και δεν θα πιεις. Δεν θα πιεις και θα πεθάνεις της δίψας. Σπάσε το φακό, αφεντικό, σπάσε το άτιμο ν’ αφανισθούν ευθύς τα σκουλήκια να πιεις νερό να δροσερέψης» (Ζορμπάς,σελ. 149).
Το σαράκι της αμφιβολίας, για την ανάσταση και τη σταύρωση του Χριστού βάζει με σατανική μαεστρία και στο στόμα του Απ. Παύλου, που, κατά τη γνώμη του, κατασκεύασε δήθεν το Χριστιανισμό. «Δεν νιάζουμαι εγώ (λέει δήθεν ο Απ. Παύλος) για τις αλήθειες και τις ψευτιές, τον είδα δεν τον είδα, σταυρώθηκε δε σταυρώθηκε· εγώ με το πείσμα, με τη λαχτάρα, με την πίστη, δημιουργώ την αλήθεια· δε μάχουμαι να τη βρω, τη φτιάνω… Είναι ανάγκη, το ακούς; ανάγκη μεγάλη, για να σωθεί ο κόσμος, να σταυρωθείς, κι εγώ θα σταυρώσω, θες δε θες· είναι ανάγκη ν’ αναστηθείς, κι εγώ θα σε αναστήσω, θες δε θες» (Τελευταίος Πειρασμός,σελ. 478).
Την αμφιβολία προσπαθεί να ενσπείρει επίσης και στο θέμα του Παραδείσου, που παρουσιάζει σατανικά ως «πιθανό».
«Τι να σου πω, καλόγερε, λέει με το στόμα κάποιου χωρικού, δε λέω όχι (για την ύπαρξη της βασιλείας των ουρανών)· μπορεί. Μα μπορεί αν προλάβω την τελευταία στιγμή να μεταλάβω, να πάω στη βασιλεία των ουρανών· κι η αφεντιά σου κι εγώ το ”μπορεί” αυτό το πιπιλίζουμε σε όλη μας τη ζωή και παρηγούμαστε· δεν είναι λοιπόν, πιο συμφέρον να τρώμε και να πίνουμε και να φιλούμε, μπας και χάσουμε και την επίγεια ετούτη και την αιώνια ζωή;» (Ο Φτωχούλης του Θεού, σ. 287).
Από το «μπορεί» όμως, αυτό της ύπαρξης του Παραδείσου, ο Ν.Κ. έρχεται σιγά-σιγά και στο τίποτα. «Αρσένιε, τέκνον μου», λέει με το στόμα του εκατοχρονίτη αγίου Νείλου, «την πάθαμε· μήτε Παράδεισος μήτε Κόλαση!
Τι λοιπόν; Το χάος; –Μήτε το χάος. –Μα τότε τι; –Τίποτα» (Ο Φτωχούλης του Θεού, σ. 300).
Την αμφιβολία αυτή, που έμαθε από τον Νίτσε (Αναφορά στον Γκρέκο,σελ. 404), ο Ν.Κ. διασπείρει τελικά και στο θέμα της θρησκείας γενικότερα γιατί σκοπός του ήταν η κατάργηση όλων των γνωστών θρησκειών του κόσμου και η διάδοση της υπερθρησκείας της Μασονίας. «Κάθε θρησκεία, γράφει, που υπόσχεται στον άνθρωπο ό,τι αυτός επιθυμεί άρχισε να του φαίνεται καταφύγι για τους φοβητσιάρηδες, ανάξιο του αληθινού ανδρός. Είναι ο δρόμος του Χριστού», έλεγε, «αυτός που φέρνει τη λύτρωση του ανθρώπου; Ή μπας και είναι ένα καλά οργανωμένο παραμύθι, που υπόσχεται τον Παράδεισο και την αθανασία έξυπνα πολύ, με τέχνη πολλή, ποτέ ο πιστός να μην μπορέσει να μάθει, ο Παράδεισος ετούτος αντικαθρεφτισμός της δίψας μας»; (Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 404-405).
Για τους πιο πάνω λόγους, γράφει χαρακτηριστικά η Λιλή Ζωγράφου ότι ο Καζαντζάκης ήταν ένας «τραγικός», που «από σελίδα σε σελίδα σταλάζει το φαρμάκι της αμφιβολίας και του σαρκασμού του στην ευλογημένη ευπιστία τους (δηλ. των αναγνωστών του) και τους προετοιμάζει να φθάσουν ανυποψίαστοι στην άβυσσο της ολοκληρωτικής άρνησης» (σελ. 272).
γ) Με τη θεοσοφία
Ακόμα πιο επικίνδυνη από τα πιο πάνω γίνεται η διδασκαλία του Ν. Καζαντζάκη με τη χρήση της θεοσοφίας, με την οποία ο Χριστός παρουσιάζεται σαν ένας μεγάλος μύστης, ενώ σε όλα τα κοσμοϊστορικά γεγονότα δίνεται ένα νόημα τελείως διαφορετικό από τη χριστιανική πίστη, για να συνταιριάξει με τους μύθους και τις διδασκαλίες της αρχαίας ειδωλολατρίας.
Κατά τον τρόπο αυτό, δηλ., ο Λυτρωτής για τον Ν.Καζαντζάκη «δεν είναι ένας άνθρωπος, παρά ολάκερος Λαός» (Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 492). Επάνω στο Σταυρό δεν έπαθε γι’ αυτόν, ο Χριστός, αλλά «ο άνθρωπος, κάθε δίκαιος, κάθε άγιος, που προδίνουνταν, μαστιγώνονταν, σταυρώνονταν, χωρίς ν’ απλώσει ο Θεός το χέρι να του δώσει βοήθεια» (Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 295). Ο Λόγος δε δημιούργησε, για τον Ν.Κ., τον κόσμο, αλλά ο άνθρωπος δημιουργεί μέσα του τον Λόγο (Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 329).
Η Σταύρωση ταυτίζεται από το Ν.Κ. με την Άνοιξη (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σελ. 174), ενώ η Ανάσταση του Χριστού γίνεται μονάχα στις καρδιές (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σελ. 268), η Παρθένα Μάνα ταυτίζεται με τη φωτιά, που γεννάει το γιο τον αθάνατο, το φως (Αναφορά, σελ. 614), ο Γολγοθάς είναι διανοητικός! (Αναφορά, σελ. 531), ο Χριστός «σταυρώνονταν, ανασταίνονταν, ξανακατέβαινε τον άλλο χρόνο από τον ουρανό, ξανασταυρώνονταν» (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σελ. 317), «σταυρός είναι το κορμί του ανθρώπου… κι απάνω του είναι σταυρωμένος ο Θεός» (Ο Φτωχούλης του Θεού, σελ. 309), δηλ. ο νους, κ.ο.κ.
Με τον πιο πάνω τρόπο, τον πραγματικά σατανικό, ο Χριστιανισμός ολόκληρος διαστρεβλώνεται όχι μονάχα στη μορφή, αλλά και στην ουσία του, ώστε να συνταιριάζει στα μέτρα της αρχαίας ειδωλολατρίας, της οποίας διάδοχο σχήμα είναι και ο Μασονισμός. Όπως, δηλ., στα αρχαία Μυστήρια γινόταν λόγος για τον μυθικό Διόνυσο και τα κομματιασμένα μέλη του, έτσι και από τον Ν.Κ., γίνεται λόγος για τον Νίτσε, που χαρακτηρίζεται ως «σταυρωμένος Διόνυσος» (Αναφορά, σελ. 394), γιατί πίστευε «στη διονυσιακή ζωή και στην αναγέννηση της διονυσιακής τραγωδίας» (Αναφορά, σελ. 388). Όπως, επίσης, στην Κοίμησή της η Παναγία παριστάνεται «ξαπλωμένη», «όμοια κοιμάται, για τον Ν.Κ., το χινόπωρο, και η γης, η Παρθένα» (Ο Φτωχούλης του Θεού, σελ. 268). Για τους λόγους αυτούς έχει απόλυτα δίκιο, για μας, ο Δ. Πόθος, όταν αναφέρει ότι «όλα τα χαρακτηριστικά της Θεοσοφίας, από τα πιο κεντρικά ως τα λεπτομερειακά, θα τα συναντήσει κανείς στο βιβλίο αυτό (δηλ. στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», όπ.π. 37) και ότι «με την πίστη στη Θεοσοφία έγινε το πρώτο βήμα στον κατήφορο της αποστασίας από τη μία Αλήθεια του Θεού και, αντίθετα, της προσφυγής σε ανθρώπινα εφευρήματα, υποκατάστατά της» (όπ.π. 38).
δ) Με την «απελπισία»
Ένα μαχαίρι πάρα πολύ κοφτερό για την πνευματική ζωή του ανθρώπου είναι αναμφίβολα και η βουδιστική απελπισία, που παρατηρείται όχι μονάχα στην παγανιστική Μασονία, αλλά και στο εκλεκτό μέλος της Ν.Καζαντζάκη, εξαιτίας της βουδιστικής μπόρας, που είχε περάσει από πάνω του και τον είχε αφήσει «εξαντλημένο και αδειανό» (Ζορμπάς, σελ.88). Μη πιστεύοντας, δηλ., στο Χριστό-Λυτρωτή, όλοι οι Μασόνοι ζουν στον κόσμο αυτό ως άθεοι, «ἐλπίδα μὴ ἔχοντες» (Εφεσ. 2, 12). Για τούτο την απελπισία συναντά ο αναγνώστης των έργων του Ν.Καζαντζάκη , που πίστευε σε ένα νέο Ραβί (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σελ. 64), δηλ. στο Βούδα, σε κάθε σχεδόν σελίδα του.
«Ένα καράβι είναι το σώμα μας, γράφει για τούτο στην “Ασκητική” του, που μόνο Ασκητική δεν είναι, και πλέει απάνω σε βαθυγάλαζα νερά. Ποιος είναι ο σκοπός μας; Να ναυαγήσουμε» (σελ. 25). Τόσο πολύ μεγάλη, δηλ., ήταν η επιθυμία του για το σβήσιμο της ελπίδας μέσα του, ώστε να ζητεί σε κάποια στιγμή βοήθεια και του Θεού σ’ αυτό, παρότι ο ίδιος δεν πίστευε στον Θεό των χριστιανών. «Θεέ μου», λέει στο «Φτωχούλη του Θεού», «δώσε μου τη δύναμη μια μέρα ν’ απαρνηθώ και την ελπίδα· την ελπίδα, Θεέ μου, να σε δω» (σελ. 155).
Τότε όμως, θα έλεγε κανένας, γιατί αγωνίζεσαι στη ζωή, εφόσον δεν ελπίζεις σε τίποτα;
«Πολεμούμε, γράφει στην “Ασκητική“ του ο Ν.Καζαντζάκης, γιατί έτσι μας αρέσει· πολεμούμε κι ας μη υπάρχει αφέντης να μας πλερώσει το μεροκάματο» (Ασκητική, σελ. 21).
Όπως είναι όμως γνωστό, ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς το Θεό, που χαρακτηρίζεται από τον Απόστολο Παύλο, ως «Θεός της ελπίδος» (Ρωμ. 15, 13). «Μακάριος ἀνήρ», λέγει για τούτο και ο Ψαλμωδός, «οὗ ἔστι τὸ ὄνομα Κυρίου ἐλπὶς αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐπέβλεψεν εἰς ματαιότητας καὶ μανίας ψευδεῖς» (39, 5). Πώς είναι λοιπόν δυνατόν, θα έλεγε κανένας, να ζήσει ο άνθρωπος χωρίς τον Θεό; Ο Κ. όμως, που, κατά το φίλο του Πρεβελάκη, είχε θέσει σαν βάση της κοσμοθεωρίας του τον ηρωικό πεσιμισμό (βλ. «Ο Ποιητής…», σελ. 63), δεν πίστευε στον Θεό των χριστιανών, δηλ. τον «Θεό της ελπίδος», αλλά σ’ ένα Θεό που αυτός κατασκεύαζε (Ασκητική, σελ. 88), και που «δεν είναι παντοδύναμος… Δεν είναι πανάγαθος… Δεν είναι πάνσοφος» (Ασκητική, σελ. 66-67). Για το λόγο αυτό έλεγε ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να μεθά «στις ταβέρνες της ελπίδας» (Αναφορά, σελ. 412). Δεν πίστευε επίσης, σε λύτρωση και σε Λυτρωτή (Ασκητική, σελ. 93-94, Αναφορά, σελ. 231), αλλά, κατά τρόπο αφύσικο και διεστραμμένο, στη λύτρωση (Αναφορά, σελ. 592). Για τον λόγο αυτό δίδασκε, κατά τρόπο σατανικό, το ξερρίζωμα κάθε ελπίδας. «Νίκησε το στερνό, γράφει χαρακτηριστικά, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα» (Ασκητική, σελ. 21).
* * *
Όταν όμως ο άνθρωπος ξερριζώνει από μέσα του την ελπίδα, φθάνει στην άκρη της αβύσσου (Αναφορά, 328), όπου έφθασε και ο ίδιος ο Ν.Καζαντζάκης, που έλεγε το «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος» (Ασκητική, σελ. 25). Όταν πιστέψει κανένας, δηλ., στον ισχυρισμό του Κ. ότι «η ελπίδα ξευτελίζει τον άνθρωπο» (Συμπ., σελ. 31) και αρνηθεί όλες τις παρηγοριές -«θεούς, πατρίδες, ηθικές, αλήθειες» (Αναφορά, σελ. 394)- τότε, κατά τη διεστραμμένη πραγματικά αντίληψή του, δεν φοβάται πλέον το Θεό ή «τη ζωή την άλλη» (Αναφορά, σελ. 421), αλλά αρχίζει να πλάθει πλέον μόνος του τον θεό, όπως αυτός τον θέλει (βλ. Αναφορά, σελ. 394). Για το λόγο αυτό, όπως είναι γνωστό, εξέφρασε και την επιθυμία, ώστε να γραφεί και επάνω στην πλάκα του τάφου του το «Δεν ελπίζω τίποτα…», που είναι τελείως αντίθετο προς τις επιτάφιες επιγραφές των χριστιανών όλων των αιώνων, ενώ, κατά τη διάρκεια της ζωής, είχε εκλείψει από τον εσωτερικό του κόσμο «το αγωνιστικό θάρρος», που γίνεται πηγή κάθε μεγαλείου στη ζωή (βλ. Γράμμα Γαλάτειας στο Σουηδό Γκούνορ Άντερσον). Για το λόγο αυτό χαρακτήριζε ο ίδιος τον εαυτό του σαν μια στάμνα τρυπημένη, που «όλοι οι ποταμοί της γης να χυθούν μέσα της, απομένει αδειανή και διψασμένη» (Έλλης Αλεξίου, όπ.π., σελ. 206).
Κλείνοντας την παράγραφο αυτή, θα έλεγα μαζί με τον Ι. Κορδορούμπα ότι δεν υπάρχει σχεδόν θέση υγιής στον Νίκο Καζαντζάκη, γιατί όλα τα διαποτίζει στα έργα του η υγρασία της άρνησης και του μηδενισμού (Πρβλ. Ι. Κορδορούμπα, όπ.π., 10). Όλα τα έργα του Κ. χαρακτηρίσθηκαν για τούτο από τον φίλο του Πρεβελάκη ως «ένα βουνό χαλάσματα» (Ο ποιητής και το ποίημα της Οδύσσειας, σ. 186), από τα οποία το πιο ανέλπιδο είναι η Οδύσσεια, ή ακριβέστερα η χωρίς Ιθάκη Οδύσσεια, που δίκαια χαρακτηρίσθηκε «σαν ένα τερατώδες μνημείο απελπισίας» (Βλ. Ν. Βρεττάκου, Ο Καζαντζάκης, σελ. 545), εφόσον δημιουργεί μονάχα ναυάγια στη ζωή.
ε) Με τις βλάσφημες εκφράσεις
Ένα από τα πιο σκληρά μέσα του Κ., για το ξερρίζωμα της χριστιανικής πίστης ήταν και οι βλάσφημες εκφράσεις, που παρατηρούνται σε όλα τα έργα του και που, κατά τρόπο αντινομιστικό, δεοντολογούνται και δικαιολογούνται.
Οι βλάσφημες εκφράσεις του Κ., δηλ., που αναφέρονται γενικότερα στο Θεό ή στο πρόσωπο του Χριστού και ειδικότερα στα πρόσωπα της Παναγίας, του αγίου Μηνά, κ.ο.κ., είναι τόσο πολλές, ώστε να υπενθυμίζουν το φρέαρ της αβύσσου, από το οποίο εξήλθε καπνός, «ως καπνός καμίνου καιομένης», που εσκότισε τον ήλιο (Αποκ., σελ. 9, 2), ή τον Αντίχριστο, που, σύμφωνα με τα λόγια της Αγίας Γραφής, «ἤνοιξε τὸ στόμα αὐτοῦ εἰς βλασφημίαν πρὸς τὸν Θεόν» (Απ., σελ. 13,6).
Όταν αναφέρεται, δηλ., στο Θεό, τον παρουσιάζει άλλοτε σαν ελέφαντα (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σελ. 156), άλλοτε σαν ανθρωποφάγο (Ο Φτωχούλης του Θεού, σελ. 308), αίτιο όλων των κακών (Αναφορά, σελ. 270), αφιλότιμο (Οδυσ. Ε., σελ. 170-178), Χατζηαβάτη ανήλεο (Αναφορά, σελ. 315), αιμοβόρο (Αναφορά, σελ. 316-317), κοκορόμυαλο (Ζορμπάς, σελ. 164), άδικο (Αναφορά, σελ. 227), πανούργο (Αναφορά, σελ. 344), «ουράνιο τέρας» (Ρουσία, Διφρ. 1956, σελ. 275) κ.ο.κ., ενώ τον εαυτό του τον παρουσιάζει σαν σκορπιό, που σηκώνει την ουρά του με το πιο φοβερό φαρμάκι, για να «φάει» τον Θεό (Σοδ., σελ. 439). Από την παιδική του ηλικία άλλωστε, όπως διηγήθηκε ο ίδιος στον Πρεβελάκη, είχε σηκώσει τη γροθιά του απειλητικά προς τον ουρανό (Βλ. Λ. Ζωγράφου, όπ.π. σελ. 161).
* * *
Όταν αναφέρεται ιδιαίτερα στο πρόσωπο του Χριστού, που βλέπει μονάχα σαν άνθρωπο και μάλιστα, αμαρτωλό(!), χύνει όλο το δηλητήριο του μίσους του, χαρακτηρίζοντας Αυτόν πάντοτε βλάσφημα όχι μονάχα ως «νεραϊδοπαρμένο κι αχαΐρευτο» (Τελευταίος Πειρασμός, σελ. 32, 36), αλλά και «τρελό» (Τελευταίος Πειρασμός, σελ. 311), «δειλό», «μπάσταρδο» (Καπετάν Μιχάλης, σελ. 198) και γενικότερα παθιασμένο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ζητεί βοήθεια από τον Ιούδα (Τελευταίος Πειρασμός, σελ. 411, 386, 408, 412). Το άκρο άωτο των βλασφημιών αυτών, όμως αναφέρονται ασφαλώς, στις δήθεν σχέσεις του Χριστού με τη Μαγδαληνή Μαρία (όπ.π. σ. 34-35, 147), που συνετέλεσαν, ώστε να χαρακτηρισθεί δίκαια ως ο μεγαλύτερος βλάσφημος συγγραφέας όλων των αιώνων και από τον Δ. Καραχάλιο, ως «ο μεγαλύτερος αντίχριστος της παγκοσμίου λογοτεχνίας όλων των αιώνων» (Ορθόδοξος Τύπος, 8ης Αυγούστου 1997). «Από τους κρατήρες που προκαλεί η απιστία του, γράφει για τούτο χαρακτηριστικά και ο Ι. Κορδορούμπας, «εκτινάσσεται με δύναμη η καυστική λάβα των φρικτών του βλασφημιών κατά του προσώπου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της πανάγνου και αειπαρθένου Μητρός Του, που όμοιές των μόνον ο Σατανάς θα μπορούσε να εμπνευσθή» (Ο Καζαντζάκης ως διανοούμενος και συγγραφεύς, Αθήναι 1976, σελ. 10).
Με την ίδια μανία καταφέρεται, όπως είδαμε, και κατά του προσώπου της Παναγίας, που στον Καπετάν Μιχάλη την τοποθετεί στην ίδια θέση με τη φοράδα του Καπετάν Πολυξίγκη.
«Δίνεις εσύ τη φοράδα σου, λέγει, Καπετάν Πολυξίγκη;… Όχι· ε λοιπόν, μήτε κι εγώ την Παναγία μου» (Καπετάν Μιχάλης, σελ. 95).
Για να μη αναφέρουμε όμως, τις χιλιάδες βλαστήμιες, που παρουσιάζονται στα έργα του Ν.Κ., θα λέγαμε τελικά ότι την ακατάσχετη τάση που είχε για τη βλαστήμια από μικρό παιδί (που είχε σηκώσει τη γροθιά του προς τον ουρανό) την παραδέχεται και ο ίδιος, αλλά την αποδίδει στο Σατανά ή στο Χριστό, που χαρακτηρίζει «Άγιο Βλασφημίωνα»! «Μια φοβερή υποψία», γράφει για τούτο στην Αναφορά στον Γκρέκο, «έσκισε το νου μου: μπας και με σπρώχνει και μένα ο Άγιος αυτός Βλασφημίων να βλαστημώ;» (Αναφορά, σελ. 302).
Ύστερα από τα πιο πάνω, θα μπορούσαμε να πούμε βάσιμα ότι οι βλάσφημες εκφράσεις στα έργα του Ν.Κ., είναι τόσο πολλές, ώστε να χαρακτηρίζεται δίκαια ως υπηρέτης του σατανά, εφόσον κατά το Δ. Πόθο «εργάστηκε τις περισσότερες φορές έργο σατανά» (Ν. Καζαντζάκης, Αθήναι 1978, σελ. 127). Η μεγαλύτερη βλαστήμια του, δηλ., είναι αναμφίβολα η αναφερόμενη στο Πνεύμα το Άγιο, εφόσον μέχρι και τις τελευταίες της ζωής του στιγμές παρέμενε αμετανόητος και αδιόρθωτος. Για τούτο είχε δίκαιο, για μας, ο Ι. Κορδορούμπας, όταν έγραφε ότι ο Κ. «Έγραψε αποκλειστικώς και μόνο έργα αντιχριστιανικά και ο μοναδικός σκοπός του ήταν όχι απλώς να κλονίσει την πίστη, αλλά κυριολεκτικώς να γκρεμίσει και να ξεθεμελιώσει τη θρησκεία του Χριστού» (Ο Καζαντζάκης ως διανοούμενος και συγγραφεύς, εκδ. Γ’, Αθήναι, σελ. 36).
Συνεχίζεται….
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Δημοσιεύτηκε σε 11 συνέχειες στον Ορθόδοξο Τύπο
Από τις 9 Οκτωβρίου 1998 μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου 1998
Μασονικαί επιδράσεις εις τα έργα του Ν. Καζαντζάκη
Του κ. Αχιλλέως Β. Πιτσίλκα, Δρ, Θ.
ΜΕΡΟΣ Γ’
Κεφ. Β’. Η προβολή των μασονικών αρχών του
Ο κύριος σκοπός του Νικολάου Καζαντζάκη, όμως, δεν ήταν το γκρέμισμα του Χριστιανισμού, αλλά η θεμελίωση της δικής του ειδωλολατρικής θρησκείας, που στην πραγματικότητα ταυτιζόταν με τις επιδιώξεις της Μασονίας. Όλες οι αρχές της μασονίας, δηλ. (συγκρητισμός, ορθολογισμός, φυσιολατρία κ.λπ.), προβάλλονται στα έργα του Ν.Κ. με τόση δύναμη, ώστε να είναι δυνατόν να χαρακτηρισθούν εύστοχα ως «Ευαγγέλιο της Μασονίας», ο δε Ν.Κ. ως ο κατ’ εξοχήν εκφραστής και απόστολος της νέας αυτής «θρησκείας». Για τις κυριότερες από τις αρχές αυτές γίνεται λόγος ειδικότερα πιο κάτω.
α) Ο συγκρητισμός
Το χειρότερο, ίσως, κακό στο Ν.Κ. δεν ήταν οι φρικτές βλαστήμιες, που προκαλούν την αντίδραση στις καρδιές των πιστών, αλλά ο σατανικός συγκρητισμός του, δηλ. το μπέρδεμα που συστηματικά επιχείρησε, ώστε να αποπροσανατολίσει σιγά-σιγά τους αναγνώστες του από την ορθόδοξη αλήθεια.
Το μπέρδεμα αυτό, δηλ. αναφέρεται πρωταρχικά στο Θεό και τον σατανά. «Φώναζα πότε το Θεό», λέγει χαρακτηριστικά στο Φτωχούλη του Θεού, «πότε τον Σατανά, όποιος και νάναι από τους δυο τους να προβάλει» (σελ. 36), γιατί, γι’ αυτόν, «δεν μπορείς να ξεχωρίσεις το Θεό από τον Δαίμονα» (Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σελ. 135) ή ακριβέστερα γιατί, γι’ αυτόν, «Θεός και ο διάβολος είναι ένα» (Ζορμπάς, σελ. 279).
Κατά παρόμοιο, θα έλεγε κανένας, τρόπο με τον πιο πάνω ο Κ. μπερδεύει τον Χριστό με τον Βούδα, με τον Αντίχριστο και με τους θεούς της Ελλάδας, εφόσον, γι’ αυτόν, ο Χριστός, όπως ακριβώς και για τη Μασονία, δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά ένας μεγάλος μύστης.
«Ο Χριστός», γράφει χαρακτηριστικά στην Αναφορά του στο Γκρέκο, «έκρυβε μέσα του, βαθειά χωμένο, τον σπόρο του Βούδα» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 480).
Ο Αντίχριστος για το Ν.Κ. υποφέρει, όπως και ο Χριστός (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 382), γιατί, γι’ αυτό, «έσμιξαν» (όπ.π.).
«Ήρθε ο καιρός», γράφει για τούτο στο τελευταίο έργο της ζωής του, «να κάμουμε τον Χριστό… ν’ αφομοιώσει τους δυνατούς χαρούμενους θεούς της Ελλάδας. Ήρθε ο καιρός ο Ιουδαίος Χριστός να γίνει Έλληνας» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 250), δηλ. ειδωλολάτρης.
Για να κτυπήσει μάλιστα, πιο καίρια το μυστήριο της θεανθρωπότητας του Χριστού, γράφει με σατανική πονηριά στον «Τελευταίο Πειρασμό» ότι δήθεν «Κάθε άνθρωπος είναι θεάνθρωπος» (σελ. 9).
Από το μπέρδεμα αυτό Θεού και Σατανά ή Χριστού και Βούδα, ο Ν.Κ. έρχεται τελικά «φυσιολογικά» και στο μπέρδεμα προσευχής και βλαστήμιας, αρετής και κακίας, αλήθειας και ψευτιάς, Παραδείσου και Κόλασης, κ.ο.κ., για να αποδεικνύεται ότι το σκοτάδι, που υπήρχε στο μυαλό του, το έβλεπε σατανικά σαν φως.
«Πότε βλαστημούσα», γράφει για το λόγο αυτό στο Φτωχούλη του Θεού, «πότε τό ‘ριχνα στο Κύριε ελέησον» (Αθήναι 1964, σελ. 14).
«Έξι μέρες του Διαβόλου», γράφει και στον Καπετάν Μιχάλη, « μια του Θεού, άναβε λαμπάδα και στους δυο, για να ‘σαι μέσα» (Καπετάν Μιχάλης, σελ. 91).
«Κι η Κόλαση, λέει με το στόμα του “αγίου Φραγκίσκου της Ασσίζης”, τίποτ’ άλλο δεν είναι, παρά ο προθάλαμος της Παράδεισος» (Ο Φτωχούλης του Θεού, 322).
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι, όπως στη Μασονία, που, κατά τον Π. Τρεμπέλα, «σύγκειται εξ όλων των θρησκειών του κόσμου» (Ο Μασον., σελ. 118), Θεός ή Σατανάς ή Έρωτας «το ίδιο πράγμα είναι» (P. Naudon, Ο Ελευθεροτεκτονισμός, μετ. Γ. Ζωγραφάκη, Αθήναι 1966, σελ. 94), έτσι ακριβώς και στον Κ. «Έρωτας, Θάνατος, Θεός… είναι ένα» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 171). Όπως στον Μασονισμό, δηλ., μπερδεύονται οι αλήθειες με τους μύθους, έτσι ακριβώς και ο Ν.Κ. μπέρδευε εσκεμμένα «αλήθειες με ψευτιές» (Πρεβελάκη, 400 Γράμματα, σελ. ογ) κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην ξέρει τελικά ούτε ο ίδιος να τα διαχωρίζει. Για τους λόγους αυτούς είχε δίκιο, κατά τη γνώμη μας, ο π. Ιωάννης Βράνος, όταν έγραφε ότι ο Κ. «έφυγε όξω από τα σύνορα της πατρίδος μας, και μάζωξε του κόσμου τις αρρώστιες, γυρίζοντας σ’ Ευρώπη κι Ανατολή» (όπ.π.6).
β) Ο ορθολογισμός
Ένα άλλο βασικό δόγμα της Μασονίας, που διακρίνεται ολοκάθαρα και στο Ν.Κ., είναι ο ορθολογισμός. Όπως, δηλ. στη Μασονία ο ορθός λόγος, που θεοποιείται, λατρεύεται (Βλ. Χ. Καλύβα, Εβραϊσμός και Τεκτονισμός, Αθήναι 1955, σελ. 143), κατά παρόμοιο τρόπο και από το Ν.Κ. ο νους του ανθρώπου χαρακτηρίζεται ως μεγαλοδύναμος Θεός. Για τούτο βεβαιώνει, ότι «άμα σβήσει ο νους, όλα, ουρανός και γη, αφανίζονται» (Ασκ., σελ. 11).
Η ζωή, δηλ., για το Ν.Κ. μοιάζει με ένα καράβι, που πλέει στα βαθυγάλαζα νερά, έχοντας σαν κυβερνήτη και θεό τον νου του ανθρώπου. (Βλ. Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 569. Πρβλ. Ασκ., σελ. 25). Διαστρέφοντας μάλιστα, για πολλοστή φορά τα πράγματα κατά τρόπο βλάσφημο, παρουσιάζει το δήθεν Θεό-Νου να γεννά, «σαν της γης γυναίκα», το γιο Λόγο (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 557, 542, κ.ά.). «Αχ, να μπορούσα, συλλογιζόμουν», λέγει στη συνέχεια, «στο Λόγο αυτό να σαρκώσω όλες τις αγωνίες μου, όλες τις ελπίδες μου, κι όταν θ’ ανοίξω την πόρτα της γης, να φύγω, ν’ αφήσω πίσω μου έναν τέτοιο γιο!» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 557).
Σαν θεός-Λυτρωτής δε παρουσιάζεται ο νους του ανθρώπου σε όλα τα έργα και ιδιαίτερα στην «Οδύσσεια» του Ν.Κ. «Ο νους μου ανέβηκε, γράφει, στην πιο αψηλή κορφή της γης και ξέρει -εγώ ‘μαι ο λυτρωτής και λύτρωση του κόσμου δεν υπάρχει» (Οδύσσεια, σελ. 650, Ραψωδία Σ, σελ. 504-505).
Σαν θεός παρουσιάζεται ο νους του ανθρώπου και στο Φτωχούλη του Θεού με το στόμα μάλιστα του «αγίου» Φραγκίσκου της Ασσίζης: «Φράτε Λεόνε, λέγει σε κάποια στιγμή ο “άγιος” Φραγκίσκος, το κορμί του ανθρώπου είναι η Κιβωτός της Διαθήκης, και μέσα του ταξιδεύει ο Θεός» (Ο Φτωχούλης του Θεού, σελ. 250), δηλ., ο νους του ανθρώπου.
Η θεοποίηση, όμως, αυτή του νου του ανθρώπου και ιδιαίτερα του νου του ίδιου του Ν.Κ., που τοποθετούσε τον εαυτό του στη θέση του Θεού, έκανε χείριστη εντύπωση στην πρώτη σύζυγό του Γαλάτεια, που έγραψε αργότερα χαρακτηριστικά ότι «οι αγαθοί… άνθρωποι μεταβάλλουν αδιάκοπα τη ζωή και την χτίζουν, λιθάρι το λιθάρι, την ώρα που οι υπεράνθρωποι (εδώ εννοεί προφανώς και τον Ν.Κ.), μακριά από τις κοινές έννοιες, συνεχίζουν το μάταιο και αδειανό διάλογό τους με τους θεούς, που οι ίδιοι φτιάνουν, και οι ίδιοι καταλιούνε, σαν τα παιδιά τους πύργους τους με χαρτάκια» (Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι, Θεσσαλονίκη, 267).
γ) Η φυσιολατρία
Βασικό γνώρισμα της Μασονίας και του Ν.Κ. είναι και η μελέτη και έρευνα των καλλονών της φύσης, που παίρνει και αυτή τη μορφή της λατρείας, εφόσον και αυτή η φύση θεοποιείται και λατρεύεται ως θεότητα. Στον Τεκτονισμό, δηλ. η Φύση λατρεύεται κάτω από το όνομα του Αιγυπτιακού θεού Όσιρι, που συμβολίζει «την τάξη και την αρμονία στο Σύμπαν» (P. Naudon, όπ.π. 77-78), ενώ στο Ν.Κ. η Φύση παρουσιάζεται ως ανώτερη από τον Παράδεισο των χριστιανών και ταυτόσημη με τη θεότητα. «Τι ‘ναι ο κόρφος του Αβραάμ», γράφει χαρακτηριστικά, «και τ’ άυλα εκτοπλάσματα του χριστιανικού Παραδείσου, μπροστά στην ελληνική τούτη, καμωμένη από νερό, πέτρα και δροσερό μελτέμι, αιωνιότητα;» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 561-562). Η Φύση, με άλλα λόγια, είναι για τον Ν.Κ., το «παραπέτασμα» εκείνο, που είχε ζωγραφίσει κάποιος ζωγράφος, και που στην πραγματικότητα ταυτίζεται με την εικόνα, δηλ. με τον Θεό (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 562). «Αλήθεια, βεβαιώνει για τούτο, αυτός θα ‘ναι ο Θεός, το κεντημένο με ανθούς, πουλιά, ανθρώπους, παραπέτασμα· δεν είναι ο κόσμος ετούτο το φόρεμά του (δηλ. του Θεού), όπως μια φορά θαρρούσα, είναι αυτός ο ίδιος μορφή και ουσία είναι ένα» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 563). «Τόσα χρόνια, γράφει για τον ίδιο λόγο, ζητούσα το Θεό και δεν έβλεπα πως (αυτός ο Θεός που ζητούσα, δηλ. η Φύση) ήταν μπροστά μου» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 563).
Στη θεότητα αυτή ο Ν.Κ. αφιερώνει στην πραγματικότητα τη λατρεία όλων των ηρώων των έργων του, εκφράζοντας, όπως είναι ευνόητο, τις δικές του παγανιστικές αντιλήψεις. Στην καρδιά του αγίου της Δύσης Φραγκίσκου, για παράδειγμα, υπήρχε κατά το Ν.Κ. «ο ύμνος στον αδελφό μας τον Ήλιο (που εδώ θεοποιείται), στις αδερφάδες μας Σελήνη, τη Θάλασσα, τη Φωτιά» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 451, 452).
Αντί για την ίδια τη Φύση όμως, που έβλεπε μπροστά του σαν θεότητα (όπ.π.), σε άλλες στιγμές λάτρευε πανθεϊστικά τους νόμους της Φύσης ή την αρμονία, όπως ακριβώς και οι Μασόνοι όλου του κόσμου, που διακρίνονται πάντοτε για τη Φυσιολατρία τους. «Ζεύτηκα στην αιώνια ρόδα κι εγώ, λέγει για τούτο, σαν πιστός Ινδουιστής μάλλον ή πανθεϊστής, μαζί με τα πουλιά και με τ’ άστρα, κι ένοιωθα θαρρώ, για πρώτη φορά ποια η αληθινή λευτεριά: να μπεις στον ζυγό του Θεού, θέλω να πω της αρμονίας» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 563). Για τούτο αμαρτία γι’ αυτόν είναι το να «χαλνάει (κανένας) την αρμονία» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 561), που «υψώνεται ανάμεσα στους αντιμαχόμενους κομματιασμένους ήρωες της σημερινής τραγωδίας» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 542).
Από τη λατρεία της Φύσης, όμως δεν έμεινε ικανοποιημένη ουσιαστικά η ψυχή του Κ. Για τούτο ο ίδιος ο Κ. παρομοίαζε, όπως είπαμε, την ψυχή του ανθρώπου, παίρνοντας παράδειγμα από τον εαυτό του, με μία στάμνα τρυπημένη, που μένει πάντα αδειανή, έστω και αν χυθούν μέσα της όλοι οι ποταμοί της γης (Έλλη Αλεξίου, όπ.π., σελ. 206). Εξαιτίας των πιο πάνω και γενικότερα όλων των αιρετικών απόψεων του Κ. έλεγε χαρακτηριστικά ο εμβριθέστατος ερευνητής των έργων του Ι. Κασσομενάκης, ότι «αλίμονο στα παιδιά του ελληνικού λαού, που θα πέσουν στα χέρια διδασκάλων, εμπνεόμενων από τα αντιχριστιανικά έργα του Κρητικού αυτού συγγραφέα» (Ο Καζαντζάκης και η κοσμοθεωρία του, Ν. Υόρκη 1988, σελ. 226).
δ) Το «κατά φύσιν» ζην ή ο αμοραλισμός
Αποτέλεσμα της άκρατης φυσιολατρίας των Μασόνων είναι και η «φυσική» ηθική ζωή τους. Σαν γνήσια παιδιά της Φύσης, δηλ., οι Μασόνοι ζουν πάντοτε «κατά φύσιν», εφαρμόζοντας την ηθική ζωή των ενστίκτων τους ή ακριβέστερα των ζώων, μη θέτοντας «ουδένα περιορισμό» και στο σημείο αυτό στη ζωή τους, γιατί η φυσική ζωή, κατ’ αυτούς, «εξευγενίζει τον άνθρωπον, εξευγενίζει το ήθος τους και ευρύνει την νοητικήν του ικανότητα, ωθούσα αυτόν διαρκώς εις την μεγάλην λεωφόρον του ανθρωπισμού» (Π. Τρεμπέλα, Μασονία, σελ. 129).
Τη «φυσική» αυτή ηθική, που, κατά το Ν. Ψαρουδάκη, «εφαρμόζουν τα ζώα» (Σκοτειναί δυνάμεις και Χριστιανισμός, Αθήναι 1966, σελ. 47), ζούσε και συνιστούσε πάντοτε και ο Νίκος Καζαντζάκης, που άλλοτε παρουσιάζει τον εαυτό του ως συνουσιαζόμενο με μία Ιρλανδέζα μέσα σ’ ένα ταπεινό εκκλησάκι, ενώ «από το ταπεινό τέμπλο τους κοίταζαν ο Χριστός και η Παρθένα» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 156-157), άλλοτε διαζωγραφίζει το φανταστικό ταβερνάκι του Κυρηναίου Σίμωνα, «όπου οι Άγιοι Απόστολοι», κατά την αρρωστημένη φαντασία του, «γλεντοκοπούσαν με σαχλά ευφυολογήματα» (Τελευταίος Πειρασμός, σελ. 297-300), άλλοτε βεβαιώνει ότι η ελπίδα του ανθρώπου δε βρίσκεται στο κεφάλι, ούτε στην καρδιά, αλλά «παρακάτω» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 518) κ.ο.κ.
«Αν με ρωτήσεις», γράφει στο Ζορμπά, «ποιος είναι ο δρόμος του Θεού, θα σου έλεγα ο δρόμος που πάει στη Μαρία. Μαρία είναι η χήρα» (Ζορμπάς, σελ. 145). Ο ιδανικός τύπος, δηλ., του Ν.Κ. ήταν, σύμφωνα με δικές του διαβεβαιώσεις, ο φίλος του ο Ζορμπάς, που χαρακτηρίζεται ως «εξαίσιος φαγάς, πιοτής, δουλευταράς, γυναικάς κι αλήτης» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 552). Ο Θεός βέβαια, στον οποίο πίστευε ο Ν.Κ., ήταν στην πραγματικότητα η Φύση ή ο ίδιος ο εαυτός του. Για τούτο ήθελε να χτίζει μαζί με το πρότυπό του, τον Ζορμπά, ένα μοναστήρι «χωρίς Θεό, χωρίς διάολο, με λεύτερους (από κάθε ηθική) ανθρώπους», στο οποίο τα κλειδιά θα τα κρατούσε ο θαυμαζόμενος από αυτόν Ζορμπάς (Ζορμπάς, σελ. 352).
Όταν όμως ο άνθρωπος δεν πιστεύει στο Θεό, τότε, κατά τη διαβεβαίωση του Ντοστογιέφσκυ, «τα πάντα επιτρέπονται». Αυτό ακριβώς γίνεται για τούτο φανερό σε πολλά σημεία των έργων του Κ. Στο έργο του, δηλ. «Σόδομα και Γόμορα» παρουσιάζει για τούτο έναν Άγγελο διαστρέφοντας τελείως τη διήγηση της Αγίας Γραφής, που φλέγεται δήθεν από επιθυμία για τις κόρες του Λωτ, ενώ στη συνέχεια υποκύπτει στις λάγνες επιθυμίες της διεφθαρμένης βασίλισσας (Σόδομα και Γόμορα, σελ. 426).
Σε άλλα έργα του πάλι δικαιολογεί την πορνεία, ακόμη και μεταξύ των συγγενών, δηλ. την προσωρινή άρση της κοινωνικής δήθεν συμβατότητας (βλ. Ι. Κορδ., όπ.π., σελ. 59), εφόσον θεός, γι’ αυτόν, ήταν η σαρκολατρία. «Ανάμεσα στα σπλάχνα μου», έγραφε για το λόγο αυτό, «χλιμιντράει ένας θεός όμοιος με μένα, πανάρχαιος, όλος τρίχα, μουκανητό και λάσπη» (Συμπόσιο, Αθήνα 1971, σελ. 45).
Ο αμοραλισμός του Ν.Κ. όμως, πέρα από τα όσα αναφέραμε, σε πολλές περιπτώσεις διδάσκεται και έμμεσα με τη θεωρία της αποκατάστασης των πάντων ή γενικότερα των αντινομισμό. Για τούτο με πολλή πονηριά διδάσκει με το στόμα του «αγίου» Φραγκίσκου της Ασσίζης, ότι και οι αμαρτωλοί θα φτάσουν μία μέρα κοντά στο Θεό με τον τέλειο αμοραλισμό. «Ακολουθούν κι αυτοί το δρόμο τους, φράτε Λεόνε», λέγει σε κάποια στιγμή ο άγιος Φραγκίσκος στον υποθετικό σύντροφό του Λέοντα, «για να φτάσουν στο Θεό· εμείς από τη φτώχεια και τη παρθενιά, αυτοί από το μπόλικο φαΐ και το αγκάλιασμα» (Ο Φτωχούλης του Θεού, σ. 152). Όταν όμως διδάσκει ότι «όλες οι αμαρτίες θα σβηστούν» και ότι «όλοι οι αμαρτωλοί θα σωθούν κι ο Σατανάς το ίδιο» (Ο Φτωχούλης του Θεού, σελ. 322) είναι φανερό ότι οδηγεί στον τέλειο αμοραλισμό, κατά τον οποίο πιστεύουν ότι «και η Κόλαση τίποτ’ άλλο δεν είναι, παρά ο προθάλαμος της Παράδεισος» (όπ.π.).
Για τους πιο πάνω λόγους σημειώνει χαρακτηριστικά ο Ν. Τυπάλδος, ότι «πλημμυρίζει ο αέρας πτωμαΐνη, όντας υποχρεωμένος να επιχειρήσει… το περιδιάβασμα του κόσμου της αλαζονείας του τραγικού αυτού λογοτέχνη» (Ν. Καζαντζάκης, Αθήναι, 1989, σελ. 94-95)
ε) Η μυθολογία
Σε κάθε προσεκτικό μελετητή των έργων του Ν.Κ. γίνεται φανερή η έξαρση της Μυθολογίας έναντι της Ιστορίας, όπως ακριβώς συμβαίνει και στον Τεκτονισμό. Όπως, δηλ., εξαίρεται στη Μασονία ο μύθος του Χιράμ, κατά παραποίηση των διηγήσεων της Π. Διαθήκης, για την κατασκευή του ναού του Σολομώντα, κατά παρόμοιο τρόπο εκθειάζεται και από το Ν.Κ., που σύμφωνα με την άποψη της δεύτερης γυναίκας του, είχε το χάρισμα του παραμυθά (Έλλη Αλεξίου, όπ.π., σελ. 147), ο μύθος πιο πολύ από κάθε αλήθεια.
–«Υπάρχει», ρωτάει ο ίδιος, «τίποτα αληθινότερο από την αλήθεια;»
–«Ναι», απαντά ο ίδιος, «το παραμύθι· αυτό δίνει νόημα αθάνατο στην εφήμερη αλήθεια» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 567).
Στις μασονικές στοές άλλωστε γίνεται, όπως είναι γνωστό, λόγος όχι μονάχα για τη Μυθολογία των Ελλήνων, αλλά και για τις μυήσεις των αρχαίων Μυστηρίων, από τις οποίες παρέλαβαν πολλά στοιχεία. Για τέτοιες ακριβώς Μυθολογίες γίνεται πολλές φορές λόγος και από τον Ν.Κ., που σαν πιστό μέλος του Τεκτονισμού που ήταν, γράφει και τα εξής:
«Στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες οι ήρωες δεν ήταν παρά τα σκορπισμένα μέλη του Διόνυσου, που συγκρούονταν μεταξύ τους…, γιατί ήταν κομμάτια, αντιπροσώπευε ο καθένας ένα μέρος μονάχα της θεότητας, δεν ήταν ακέραιος θεός· ο ακέραιος θεός, ο Διόνυσος, στέκονταν αόρατος στο κέντρο της τραγωδίας και κυβερνούσε τη γένεση, την εξέλιξη και την κάθαρση του μύθου. Για τον μυημένο θεατή, τα σκόρπια αλληλομαχόμενα μέλη του θεού έχουν κιόλας μυστικά εντός του σμίξει και συμφιλιωθεί κι έχουν συνθέσει το ακέραιο σώμα του Θεού· έχουν γίνει αρμονία» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 542). Το ίδιο ακριβώς πρέπει να γίνεται, κατά τον Ν.Κ., που, κατά δική του ομολογία, ανακάτευε «αλήθειες και ψευτιές» (Βλ. Πρεβελάκη, «400 Γράμματα», σελ. ογ), και «ανάμεσα στους αντιμαχόμενους κομματιασμένους ήρωες της σημερινής τραγωδίας» (όπ.π.).
Με τη βοήθεια του παραμυθιού, με άλλα λόγια, ο Κ. έδινε στις διηγήσεις του το νόημα που αυτός κάθε φορά ήθελε, οδηγώντας τους αναγνώστες του στο βουδιστικό «Παράδεισο της ανυπαρξίας, όπου σβήνουν μαζί με τους πόθους κι οι πόνοι, μαζί με τα όνειρα και οι καημοί…» (Έλλη Αλεξίου, όπ.π., σελ. 149).
Από την ευρύτατη, όμως αυτή χρήση του μύθου γίνεται φανερό, ότι ο Κ. στην πραγματικότητα δεν πατούσε ποτέ σε σταθερό «έδαφος» στα θέματα της πίστης και της σωτηρίας και γενικώτερα της ζωής. Για το λόγο αυτό έχει δίκιο, κατά τη γνώμη μας, ο Γ. Βαλέτας, όταν αναφέρει, ότι ο Ν.Κ. «από λογοτεχνική πλευρά στέκει σαν αδρή, γεμάτη χυμούς αφήγηση, αλλά κλονίζεται στη σύλληψη σωστών τύπων και μορφών, ανακατεύοντας τα πιο ανομοιογενή και αντιφατικά στοιχεία…» (Έλλη Αλεξίου, όπ.π., σελ. 353). Μπερδεύοντας με άλλα λόγια τα μασονικά ψεύδη και τους μύθους με κάποιες παραποιημένες χριστιανικές αλήθειες, ο Κ. δε διέστρεψε μονάχα τις αλήθειες του Χριστού, αλλά «αναποδογύρισε» κυριολεκτικά το Ευαγγέλιο (Ι. Βράνου, όπ.π., σελ. 161), σαν νέος Μωάμεθ, κάνοντας εν γνώσει του έργο σατανά.
στ) Η μετενσάρκωση
Ένα βασικό κεφάλαιο της Μασονίας, που αποτελεί συνονθύλευμα όλων των ανθρώπινων φιλοσοφιών της γης, είναι και η Ινδουιστική δοξασία της μετενσάρκωσης, στην οποία πίστευε αδιαμφισβήτητα και ο Ν.Κ.
«Και τώρα μάχεται (ο Βούδας)», γράφει χαρακτηριστικά για το θέμα αυτό, «να θυμηθεί τα κορμιά που πέρασε, τι ζώο ήταν, τι θεός ήταν, προτού να πατήση τη γης, φορώντας το στερνό του κρανίο — το κρανίο του Γαουτάμα (Βούδας, σελ. 658). Από τα πιο πάνω γίνεται φανερό ότι κατά τον Ν.Κ. στον τροχό των γεννήσεων (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 416) και τον κύκλο των μετενσαρκώσεων λαμβάνουν μέρος όχι μονάχα οι άνθρωποι, που μπορούν να φερθούν καλύτερα «σε (μια) άλλη ζωή» (Ζορμπάς, σελ. 155), αλλά και οι χαρακτηριζόμενοι ως θεοί.
Σύμφωνα με κάποια άλλα χωρία των έργων του μάλιστα, στον κύκλο αυτό περιλαμβάνονται και τα ζώα και τα φυτά, από τα οποία εξελικτικά και κατόπιν μετενσαρκώσεων προήλθε κατά το Ν.Κ. ο άνθρωπος. «Αγάπα», λέγει «για τούτο», κατά τρόπο υπενθυμίζοντας το μασονικό Δεκάλογο των Προσκόπων, « τα ζώα και τα φυτά, γιατί ήσουνα συ» (Ασκητ., σελ. 83).
Στο άκρο άωτο της ασέβειας, όμως, φθάνει ο Κ., όταν στον κύκλο αυτό των μετενσαρκώσεων συμπεριλαμβάνει και τον ίδιο τον Κύριο, που βλέπει πάντοτε σαν άνθρωπο και μάλιστα αμαρτωλό.
«Ξέρω, γράφει στον Τελευταίο Πειρασμό, είπε ο Ιησούς χαμογελώντας· μια φορά ήμουν κι εγώ γυναίκα, σε άλλη ζωή, και ύφαινα» (σελ. 280).
Για να βγει ένας άνθρωπος από τον κύκλο αυτό των μετενσαρκώσεων, πρέπει, κατά τον Ν.Κ., που σύμφωνα με τη μαρτυρία της κουνιάδας του Έλλης, σχεδίαζε κάθε τόσο τον ουροβόρο όφι της Μασονίας, δηλ., το σύμβολο των διαρκών μετενσαρκώσεων («Για να γίνει μεγάλος», σελ. 85), να υψωθεί πάνω από την «πεθυμιά» και την ελπίδα. «Υψώστε το νου σας», γράφει και στην Αναφορά του στο Γκρέκο, «απάνω από την πεθυμιά και την ελπίδα -και τότε, ζωντανοί ακόμα, μπορείτε να μπείτε στη μακαριότητα της ανυπαρξίας. Και με το μπράτσο σας θα σταματήσετε τον τροχό των γεννήσεων» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 416).
Από τα πιο πάνω γίνεται φανερός ο άμεσος επηρεασμός του Κ. από το Βουδισμό, στον οποίο «η ιδέα της μετενσωματώσεως αποτελεί βασικόν δόγμα» (ΘΗΕ 8, 1073), και από τις θρησκευτικές δοξασίες των αρχαίων Ελλήνων, που εγκολπώθηκε, όπως είναι γνωστό, η σύγχρονη μορφή της αρχαίας ειδωλολατρίας, δηλ. η Μασονία.
ζ) Η χρήση της Μαγείας
Ένα άλλο κοινό σημείο της Μασονίας και του Νικολάου Καζαντζάκη ήταν και η χρήση της Μαγείας. Στη Μασονία, δηλ., γίνεται χρήση της Μαγείας, εξαιτίας του εωσφορισμού της και γενικότερα των δαιμονικών δυνάμεων, τις οποίες πιστεύουν και προσκυνούν, για να έχουν τις απολαύσεις και τις δόξες της γης αυτής. Η χρήση, άλλωστε, αυτή γίνεται φανερή από πολλές εκδηλώσεις των Μασόνων και μάλιστα, από τις σχέσεις τους με γνωστούς μάγους της Ιστορίας (Καλλιόστρο κ.λπ.), από την ευρύτατη χρήση του βιβλίου του εβραϊκού μυστικισμού, δηλ. της Καμπάλλας, από τη μαγική των αριθμών και την αριθμολογία, γύρω από τα οποία ενδιατρίβουν, και μάλιστα από τις προσευχές, που απευθύνουν προς τον αγαπητό σ’ αυτούς Εωσφόρο, που στην πραγματικότητα λατρεύουν ως θεό.
«Ελθέ», λέγουν σε μια από τις προσευχές αυτές, «ω Εωσφόρες, ελθέ… Συ, τον οποίον οι ιερείς εσυκοφάντησαν! Συ, τον οποίον οι ιερείς καταδίκασαν! Ελθέ! Ελθέ, να σ’εναγκαλισθώμεν, να σε σφίξωμεν εις τας αγκάλας μας…» (Leo Taxil, Τα μυστήρια των Μασόνων, σελ. 373-374).
Στη χρήση της Μαγείας όμως κατέφυγε πολλές φορές και ο Ν.Κ., αποδεικνύοντας για πολλοστή φορά τη μασονική ιδιότητά του. Το 1907, δηλ., που έγινε μέλος της Μασονικής Στοάς των Αθηνών (Πρεβελάκη, Τα 400 γράμματα, σελ. 4), κατέφυγε σε μία μάγισσα, που τον διαβεβαίωσε ότι θα ζήσει δήθεν 84 χρόνια, γιατί, κατά την Έλλη Αλεξίου, αυτό «πίστευε σταθερά» (Για να γίνει μεγάλος, σελ. 390), δηλ. πίστευε σταθερά στα μάγια. Τον γοήτευαν, δηλ. πάντοτε «οι ψυχικές καταστάσεις, που μετέχουν της μαγείας και του φανταστικού» (όπ.π., σελ. 336). Για τούτο βεβαιώνεται και πάλι από την αδελφή της πρώτης γυναίκας του ότι «Μέσα σ’ όλα τα υλικά, που μαζεύει με μανία είναι λόγου χάρη οι γητειές και τα ξόρκια», ενώ «όσους γνωρίζει τους ρωτάει να του πούνε αν ξέρουν κανένα ξόρκι»(όπ.π., σελ. 336-337).
η) Η πίστη στη Μοίρα
Στην παγανιστική Μασονία, που είναι συνέχεια και αναβίωση των αρχαίων Μυστηρίων, δηλ. της αρχαίας ειδωλολατρίας, κυριαρχεί σαν ανώτατη θεότητα η Μοίρα. Στη Μοίρα, δηλ., ή στην ανάγκη, σύμφωνα με την πίστη των Ελλήνων της προχριστιανικής εποχής, «και θεοί πείθονται». Κατά παρόμοιο όμως, ακριβώς, τρόπο στην υπερθεότητα αυτή των αρχαίων ειδωλολατρών και των συγχρόνων Μασόνων πίστευε στην πραγματικότητα και ο Ν. Καζαντζάκης, που έλεγε χαρακτηριστικά ότι «δεν πιστεύω στη σύμπτωση, πιστεύω στη μοίρα» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 551).
Η Μοίρα, δηλ., γι’ αυτόν, τον βοήθησε να γνωρίσει «ένα γέρο-εργάτη μιναδόρο, τον Ζορμπά» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 534).
Η Μοίρα, κατά δική του διαβεβαίωση, είχε φέρει σε κάποια στιγμή, που βρέθηκε στο Μπατούμ της Αρμενίας, μπροστά του μια νέα γυναίκα, την Βαρβάρα Νικολάεβνα, για την οποία «εκατομμύρια χρόνια δούλεψαν αναρίθμητες περιπέτειες, συμπτώσεις, τύχες, μοίρες για να γεννηθεί» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 514-515).
Από τα πιο πάνω γίνεται ασφαλώς φανερό ότι η Μοίρα τόσο στη Μασονία, όσο και στο Ν.Κ., αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μια απρόσωπη θεότητα ή Αόρατη Δύναμη, που κανονίζει τη ζωή και την πορεία του κάθε ανθρώπου. «Κι όταν λέω Αόρατο, βεβαιώνει για τούτο ο Κ., δεν εννοώ κανένα παπαδίστικο Θεό, μήτε καμιά μεταφυσική συνείδηση ή κανένα τέλειο όντως Ον, παρά τη δύναμη τη μυστικιά, που μεταχειρίζεται εμάς τους ανθρώπους -και πριν από μας τα ζα, τα φυτά και την ύλη- φορείς της, υποζύγιά της, και βιάζεται σα να ‘χε ένα σκοπό και ν’ ακολουθούσε ένα δρόμο» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 483).
Τη δύναμη της Μοίρας μάλιστα δεν μπορούν, κατά το Ν.Κ., να συντρίψουν οι ισχυροί Ταύροι ούτε οι Αρκούδες, παρά μονάχα «η καρδιά μιας περιστέρας» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 478). Ποια είναι βέβαια, η περιστέρα αυτή, δε διευκρινίζεται στο σημείο αυτό. Σε άλλα, όμως, σημεία των έργων του και μάλιστα στο έργο «Ο Καποδίστριας» γίνεται φανερό ότι αυτή ήταν η απελπισία του ανθρώπου (Βλ. Καποδίστριας, σελ. 64, 107, 115, 121, κ.ά.), εφόσον αυτή ελευθερώνει, γι’ αυτόν, και καταξιώνει τον άνθρωπο. Η μαύρη αυτή απελπισία του Καζαντζάκη, όμως είναι φανερό ότι δεν οδηγεί στην κατάφαση της ζωής, δηλ. στο Θεό, αλλά στην άρνηση και στο θάνατο.
Για τούτο, εξαιτίας της απελπισίας του αυτής, ο Ν.Κ. δεν κατέφευγε ποτέ στην Εκκλησία, αλλά στις μάντισσες και στους Μάγους, για να του φανερώσουν τα «γραπτά» της Μοίρας του. Για τον λόγο αυτό και όταν ακόμη κατέφυγε σε κάποια στιγμή στο Άγιο Όρος, αναφέρει χαρακτηριστικά, παρουσιάζοντας τις πεποιθήσεις του και διαστρεβλώνοντας τα πράγματα, ότι ένας καλόγερος πήρε δήθεν το χέρι του «και κοίταξε την απαλάμη του, για να του πει τη μοίρα του» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 303).
Κεφ. Γ’. Η πολιτική διάσταση της Μασονίας και του Ν.Κ.
Η Μασονία, όπως είναι γνωστό, έχει και την πολιτική της διάσταση, παρά τις διαβεβαιώσεις των ίδιων των Μασόνων για το αντίθετο, που δίδονται «δίκην καπνού», για την εξαπάτηση των απλοϊκών. Οι διασυνδέσεις, δηλ. των μασονικών στοών της Ελλάδας με άλλες του εξωτερικού (βλ. Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, κεφ. 15ο), η συγκέντρωση πληροφοριών «προς χάριν τρίτων» (όπ.π.) και προπάντων η κατάληψη θέσεων-κλειδιών στις κυβερνήσεις των κρατών από τους Μασόνους, με κάθε τρόπο αποδεικνύουν περίτρανα την άμεση σχέση της Μασονίας όχι μονάχα με την πλουτοκρατία αλλά και με την πολιτική. Για τούτο γράφει χαρακτηριστικά ο Π. Τρεμπέλας, ότι «Πάντες οι επίσημοι εν Αγγλία κύκλοι τυγχάνουσι μεμυημένοι εις την στοάν» (Μασ., σελ. 140), ενώ οι Μασονικές στοές θεωρούνται συνήθως «κέντρα φιλοβασιλικά» (όπ.π.).
Η διάσταση αυτή, ακριβώς παρατηρείται και στη ζωή και διδασκαλία του Ν.Κ., αποδεικνύοντας όχι μονάχα τη μασονική ιδιότητά του για πολλοστή φορά, αλλά και στη συγγραφή όλων των έργων του κάτω από την επίδραση αυτή, που τα καθιστά για το λόγο αυτό όχι απλώς αιρετικά, αλλά πέρα για πέρα αντιχριστιανικά ή ακριβέστερα εκφράσεις της σύγχρονης ειδωλολατρίας, της αντιστρατευόμενης με μανία και λύσσα εναντίον των ευαγγελικών διδαχών.
Οι σπουδαιότερες από τις εκδηλώσεις της πολιτικής διάστασης του Ν.Κ., που τιμάται ευκαίρως-ακαίρως από τους μασόνους και τους ροταριανούς με κάθε τρόπο, ήταν η κατάληψη θέσεων, ο κοσμοπολιτισμός και ο ανθελληνισμός, για τις οποίες θα γίνει λόγος πιο κάτω.
α) Η κατάληψη καίριων θέσεων
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της Μασονίας, όπως είπαμε, είναι η κατάληψη καίριων θέσεων με τη βοήθεια των πλουτοκρατών «αδελφών» της Στοάς. Την κατάληψη τέτοιων θέσεων, ακριβώς, με μέσα όχι αξιοκρατικά παρατηρεί ο καθένας εύκολα και στη ζωή του Ν.Κ., που, όπου εύρισκε «κορμό», προσπαθούσε με κάθε μέσο, νόμιμο ή παράνομο, να αναρριχηθεί (Βλ. π. Ιω. Βρ., όπ.π., σελ. 105), γιατί, κατά την Έλλη Αλεξίου, «είχε μεγάλη αδυναμία στη συγκέντρωση τίτλων» (όπ.π., σελ. 236). Έτσι, το 1919 έγινε, ελέω Μασονίας και γενικότερα των φίλων της ισχυρών της ημέρας, Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Περιθάλψεως, ώστε να ενδιαφερθεί για τον επαναπατρισμό των Ελλήνων του Καυκάσου. Κατά τον τρόπο αυτό ταξίδεψε το 1919 στον Καύκασο, το 1920 στη Γαλλία, Γερμανία και την Ιταλία, το 1921 στην Αυστρία, τη Γερμανία και την Ιταλία και αργότερα και σε άλλες χώρες (Ρωσσία, Κίνα, Ισπανία κ.ά.). Κατά τα ταξίδια του αυτά, δηλ., που πραγματοποιούσε πάντοτε μόνος του, ζούσε σύμφωνα με τα ιδεώδη και τις αρχές της Μασονίας, δηλ. το «φάγωμεν, πίωμεν και ασωτεύσωμεν», όπως διηγείται ο ίδιος στις ταξιδιωτικές του αναμνήσεις.
Το 1923, εξάλλου παρακάλεσε με τη μεσολάβηση της Γαλάτειας τον Γ. Παπανδρέου να τον διορίσει Γενικό Πρόξενο στην Ισπανία ή στην Ιταλία ή στη Σκανδιναυΐα ή στην Ιερουσαλήμ ή στην Αβησσυνία, γιατί τα μέρη αυτά τον ενδιέφεραν για τη δουλειά του, ενώ ο Γ. Παπανδρέου του αντιπρότεινε να αναλάβει τη διεύθυνση της Εθνικής Βιβλιοθήκης, που εκείνος δε δέχθηκε (Έλλης Αλεξίου, σελ. 217).
Το 1926 συναντήθηκε, με τη μεσολάβηση προφανώς των φίλων του Μασόνων, με τον εξόριστο βασιλιά της Χετζάζης, στη συνέχεια με τον δικτάτορα Μουσολίνι, με τον Πρίμο ντε Ριβέρα, με τον δικτάτορα της Ισπανίας Φράνκο και με άλλους μεγάλους κατά κόσμον, ενώ ταυτόχρονα επιδίωκε «επίσημες προσκλήσεις και φιλοξενίες από προσωπικότητες, από οργανισμούς, από κυβερνήσεις» (Έλλης Αλεξίου, σελ. 218). Δεν μας αναφέρει βέβαια, η Έλλη Αλεξίου με τη βοήθεια ποιων φίλων του κατώρθωσε τα πιο πάνω, αλλά αυτό είναι προφανές. Δεν ήταν δυνατόν, δηλ., να επιτυγχάνει τις πιο πάνω επαφές με δικτάτορες και αυτοκράτορες και γενικότερα με τους μεγάλους του κόσμου, παρά μονάχα με την υποστήριξη της ισχυρής κατά κόσμον Μασονίας.
Με τη βοήθεια των φίλων του Μασόνων και γενικότερα των ισχυρών στη συνέχεια εκλέχθηκε το 1944 Πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, «ύστερα από προηγούμενη συνεννόηση» (Έλλης Αλεξίου, όπ.π., σελ. 229), χωρίς να αναφέρεται ρητά με ποιους ισχυρούς.
Με την ίδια υποστήριξη, μάλιστα και με τιμητικό διάταγμα της κυβέρνησης Παπανδρέου έγινε αργότερα και Ακαδημαϊκός (όπ.π.).
Το 1945, που νυμφεύθηκε για δεύτερη φορά, έγινε για ένα διάστημα, ελέω και πάλι Μασονίας, Πρόεδρος, της «Σοσιαλιστικής Εργατικής Ένωσης» (14.8.1945) και υπουργός Παιδείας, παρότι στην πραγματικότητα ήταν εχθρός λυσσαλέος της χριστιανικής Εκκλησίας.
Την ίδια χρονιά διορίσθηκε και μέλος της επιτροπής διαπιστώσεως ωμοτήτων στην Κρήτη (Έλλης Αλεξίου, όπ.π., σελ. 255).
Το 1947 έγινε με τη βοήθεια των φίλων του Μασόνων Γραμματέας της Ουνέσκο στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του Ελένη Σαμίου (Έλλης Αλεξίου, Για να γίνει μεγάλος, Αθήνα 1988, σελ. 176). Τη μεσολάβηση των πολιτικών για την κατάληψη της θέσης αυτής σημειώνει ήδη και η αδελφή της πρώτης συζύγου του Έλλης Αλεξίου, γράφοντας τα εξής: «Για την Ουνέσκο πρέπει να κινητοποιηθούν όχι πνευματικοί άνθρωποι, αλλά πολιτικοί… Και πάλι όχι μόνο αυτοί, κι όχι μόνο γι’ αυτό το σκοπό» (Για να γίνει μεγάλος, σελ. 250).
Το 1955 προτάθηκε από τους ισχυρούς φίλους του να δοθεί σ’ αυτόν το βραβείου Ειρήνης από το Συμβούλιο της Ειρήνης του Εξωτερικού. Για το σκοπό αυτό ο Ν.Κ. μετέβη στη Βιέννη της Αυστρίας, όπου στις 28 Ιουνίου του 1956 έγινε η βράβευση και η επίδοση σ’ αυτόν του Βραβείου της Ειρήνης (Έλλης Αλεξίου, όπ.π., σελ. 270), αν και, κατά τη μαρτυρία της ίδιας της κουνιάδας του, «Ο πόλεμος ή η ειρήνη ποτέ δεν τον απασχόλησε στα κείμενά του, ως πρωταρχικό θέμα» (όπ.π.). Στον λόγο δε, που ο Κ. εκφώνησε κατά την απονομή του βραβείου αυτού, γίνεται φανερή για άλλη μία φορά η μασονική ιδιότητά του, εφόσον μίλησε για τον πιθηκάνθρωπο, που προσπάθησε να φθάσει στην ανώτατη αποκορύφωσή του, στον άνθρωπο, για τις σκοτεινές δυνάμεις, που λυσσούν εντός του, για τις δυνάμεις του Κακού και του Καλού, δηλ. για τη δυαρχία, για την ανθρώπινη μοίρα και για το μυστηριώδη νόμο που κυβερνά τον κόσμο, για να κλείσει με ένα ανατολίτικο θρύλο, που εκφράζει το μυστηριώδη νόμο της ξαναγέννησης στη ζωή (Έλλης Αλεξίου, όπ.π., σελ. 275-278), δηλ, της μετεμψύχωσης.
β) Ο κοσμοπολιτισμός
Η Μασονία, όπως είναι γνωστό, δεν ευνοεί τα εθνικιστικά κινήματα και γενικότερα την προσήλωση σε οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα, γιατί θέλει να στρέψει τους ανθρώπους στη δική της πολιτική, δηλ. στη στήριξη της πλουτοκρατίας. Για το σκοπό αυτό παρουσιάζεται συνήθως ως υπερκομματική, κοσμοπολιτική και φιλοσοφική θεωρία, βλέποντας όλα τα πολιτικά κινήματα και τις τάσεις επικριτικά. Τη στάση αυτή ακριβώς βλέπει ο καθένας και στο Νίκο Καζαντζάκη, που δεν ήθελε να ανήκει αποκλειστικά σε οποιοδήποτε κόμμα, για να βλέπει, όπως έλεγε, καθαρά (Έλλης Αλεξίου, όπ.π., σελ. 285).
Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν ήθελε να αναμιχθεί στα γνωστά τότε κόμματα, γιατί ανήκε ήδη στην οργάνωση της Μασονίας εδώ και πολλά χρόνια και για τούτο η Έλλη Αλεξίου βεβαιώνει ότι στην υπογραφή του κολλούσε και τις τρεις κουκίδες, που βάζουν οι Μασόνοι (Έλλης Αλεξίου, όπ.π., σελ. 286).
Άλλωστε «το επικινδύνως ζην» δεν ήταν το πιο αγαπημένο του γνωμικό» (όπ.π.). Για το λόγο αυτό παρουσιαζόταν συνήθως ως οπαδός όλων των κομμάτων, ενώ ταυτόχρονα έκανε συνήθως λόγο για την αναγκαιότητα της προσαρμογής «της Μικρής μας πραγματικότητας προς την Μεγάλην» (όπ.π., σελ. 300). Τη μια στιγμή, δηλ., παρουσιαζόταν ως ένθερμος υποστηρικτής του Κομμουνισμού, ενώ λίγο αργότερα συνεργαζόταν «επ’ αμοιβή» στο περιοδικό της νεολαίας του Μεταξά, δηλ. της ΕΟΝ (όπ.π., σελ. 302). Με τα λόγια του παρουσιαζόταν εξάλλου πολλές φορές ως κομμουνιστής, ενώ στην πραγματικότητα «ποτέ του δεν στρατεύτηκε» (όπ.π. 285), γιατί δήθεν «δεν ήταν από φυσικού του». Όταν τα πράγματα πήγαιναν καλά, ήθελε όλοι να τον υπηρετούν και να τον δοξάζουν σα θεό, ενώ στις δύσκολες στιγμές της Κατοχής κατέφυγε στην Αίγινα, από την οποία ξαναγύρισε στην Αθήνα μετά την απελευθέρωση (όπ.π., σελ. 305), για να φύγει, ύστερα από το νέο αλυσόδεμα της Ελλάδας στο εξωτερικό, όπου μπορούσε να παριστάνει τον κοσμοπολίτη. Και την ώρα δε που πολλοί φυλακίζονταν και κινδύνευαν για τη δράση και τις ιδέες τους, ο ίδιος ρωτούσε και ξαναρωτούσε την κουνιάδα του «Ποιος θα επικρατήσει», για να πάει με το μέρος του. Για τούτο η σκανδαλισμένη από τη συμπεριφορά αυτή Έλλη Αλεξίου γράφει χαρακτηριστικά τα πιο κάτω:
«Λένε κείνα τα πενιχρά και τετριμμένα «αγάπησε τον άνθρωπο»… «οπαδός και κήρυκας της ειρήνης και της ευτυχίας του ανθρώπου…», «με αγιάτρευτο πάντα τον πόνο για τον πάσχοντα άνθρωπο…» κλπ., κλπ… . Όλα ξένα από την ψυχοσύνθεσή του» (όπ.π., σελ. 308), δηλ. όλα ψέμματα. Ο κοσμοπολιτισμός, δηλ., δεν έκανε το Ν.Κ. ούτε πιο ενάρετο ούτε πιο δίκαιο, αλλά περισσότερο υποκριτή, εφόσον ο ίδιος διαβεβαίωσε ότι οι τρεις λέξεις, που αποτελούσαν το σύνθημα της Γαλλικής επανάστασης, δηλ. το Liberté, Egalité και Fraternité (Ελευθερία, ισότητα και αδελφοσύνη) «είναι ένα δόλωμα για τους αμαθείς και τους ηλίθιους» (Βλ. Εφημερίδα «Νέον Άστυ», Ιούνιος 1989). Ο ίδιος επίσης διαβεβαίωσε ξεκάθαρα, καταστρατηγώντας τον τίτλο του κομμουνιστή και του ανώτερου ανθρώπου, ότι «δικαιοσύνη θα πει: ο φύσει δούλος να εχτελή χρέη δούλου και ο φύσει άρχοντας χρέη άρχοντα. Γιατί πιστεύω ακλόνητα στην ανισότητα των ανθρώπων» (Ιαπωνία – Κίνα, σελ. 102). Τους ανθρώπους, με άλλα λόγια, του λαού, ο Κ. δεν ήθελε ούτε να τους βλέπει, γιατί του προκαλούσαν «αηδία» (Λ. Ζωγράφου, όπ.π., σελ. 238). Για τούτο τους χαρακτήριζε ως «άθλιους» και «τιποτένιους».
γ) Ο ανθελληνισμός
Πέρα από κάποιες σπάνιες εκφράσεις του φιλικές για την Ελλάδα, ο Ν.Κ. παρουσιάζεται σε πάρα πολλά σημεία των έργων του και ιδιαίτερα στις επιστολές του σαν ένας από τους χειρότερους ανθέλληνες της Ιστορίας. Όταν, δηλ., βρέθηκε στη Μόσχα, έγραψε στις 28.10.1927, μια επιστολή στο φίλο του Πρεβελάκη, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει και τα εξής: «Πόσο μακριά βρίσκεσαι εδώ απ’ την επιπόλαιη, φτενή, μικρόμυαλη, μικρόψυχη Ελλάδα. Τι ντροπή ν’ ανήκης σε μια ράτσα ξεπεσμένη, ξεπλυμένη, φελάχα! Πρέπει όλα αυτά να τα νικήσουμε, να ξεφύγουμε, να πολεμήσουμε μέσα μας ό,τι μας σμίγει με το ρωμέικο αίμα» (Γράμμα 41, Πρεβελάκη, 400 Γράμματα, σελ. 56).
Κατά παρόμοιο δε τρόπο έγραψε και στις 9.4.1929 και πάλι από τη Μόσχα τα εξής: «Προτιμώ τη Γερμανία απ’ τη Γαλλία. Το Παρίσι μυρίζει πολλή Ελλάδα και η Ελλάδα -οι Έλληνες- μου είναι μισητή» (Γράμμα 79, Πρεβελάκη, 400 Γράμματα, σελ. 121).
Τόσο μεγάλη, δηλ., ήταν η αποστροφή που ένοιωθε για την Ελλάδα, ώστε να εύχεται να του κοπεί «κάθε πιθανότητα εργασίας στην Ελλάδα», γιατί «δεν τη θέλει» (Γράμμα 83, Πρεβελάκη, 400 Γράμματα, σελ. 133). Κατά παρόμοιο, άλλωστε, τρόπο γράφει και στην επιστολή της 23.3.1932 ότι «πρέπει να κάνωμε τα πάντα να μη γυρίσουμε στην Ελλάδα. Η επιστροφή μας εκεί θάναι σίγουρα ένα μεγάλο βήμα προς τα πίσω» (Γράμμα 150, Πρεβελάκη, 400 Γράμματα, σελ. 311-312).
Για την Ελλάδα ακριβέστερα ο Ν.Κ. δεν ένοιωθε μονάχα αποστροφή και δυσφορία (Γράμμα 117, Πρεβελάκη, 400 Γράμματα, σελ. 216), αλλά και οργή και αηδία. «Τώρα που τη συλλογούμαι (την Ελλάδα)», γράφει στο γράμμα 204, που έγραψε στην Αίγινα στις 8.8.1934, «με κυριεύει η οργή και η αηδία για τους Ρωμιούς. Ποτέ δεν τους μίσησα και δεν τους σιχάθηκα τόσο» (Πρεβελάκη, όπ.π., σελ. 429). Δικαιολογώντας μάλιστα την οργή αυτή και την αηδία, που ένιωθε για την Ελλάδα, γράφει χαρακτηριστικά σε μια άλλη επιστολή του, ότι «τίποτε απ’ ό,τι τους ενδιαφέρει δεν μ’ ενδιαφέρει. Κανένα απ’ τα προβλήματά τους τα πνευματικά δεν με απασχολεί» (Γράμμα 372, Πρεβελάκη, όπ.π., σελ. 642). Επεξηγώντας δε ακόμη περισσότερο το γιατί σιχαινόταν και μισούσε την Ελλάδα, από την οποία πάσχισε με κάθε τρόπο να λυτρωθεί (Γράμμα 400, Πρεβελάκη, όπ.π., σελ. 62), αναφέρει σε κάποια στιγμή στο «Ζορμπά», ότι «γλύτωσα από την πατρίδα, γλύτωσα από τους παπάδες» (Ζορμπάς, σελ. 268). Η Ελλάδα, δηλ., ήταν συνδεδεμένη αδιάρρηκτα με την Ορθοδοξία και τους ιερείς της, που δίδασκαν το Ευαγγέλιο, το οποίο ο Ν.Κ. είχε, ως Μασόνος, απαρνηθεί για πάντα. Στην Ελλάδα, με άλλα λόγια, δεν έπιασε η προσπάθειά του για την ίδρυση της νέας θρησκείας του πανσεξουαλισμού και των διαστροφών, που ο ίδιος πάσχισε να στεριώσει. Για τον λόγο αυτό έμεινε συνήθως αδιάφορος για την Ελλάδα και τα προβλήματά της κατά τρόπο, θα έλεγε κανένας, εγκληματικό και εξοργιστικό.
«Αν μάθω (πως) πήραν την Πόλη οι Έλληνες», γράφει για τούτο στο Ζορμπά, «είναι το ίδιο για μένα, αν πάρουν την Αθήνα οι Τούρκοι» (Ζορμπάς, σελ. 179).
Σαν κοσμογυρισμένος που ήταν, δηλ., ήθελε να παρουσιάζεται ως κοσμοπολίτης, βάζοντας στην ίδια θέση τους Έλληνες με τους Τούρκους και τους Βούλγαρους (Βλ. Ζορμπάς, σ. 268), δηλ. με εκείνους, από τους οποίους έμαθε το μίσος. Στην πραγματικότητα όμως προτιμούσε, ως Μασόνος που ήταν, πάντοτε τους Εβραίους.
«Ας είναι καλά η μοίρα μου», γράφει χαρακτηριστικά στο Γκρέκο, ‘…ας είναι καλά με ρίχνει πάντα μέσα σε οβραίικες ψυχές· θαρρώ πως πολύ καλύτερα από τις χριστιανικές, αυτές μου ταιριάζουν» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 443).
Ενώ όμως του ταίριαζαν οι «οβραίικες» ψυχές και για τούτο αγαπούσε τους «Οβραίους», μεταξύ των οποίων βρήκε αρχικά κάποια ανταπόκριση στη διάδοση των ιδεών του, για τους Έλληνες δε βρίσκει κανένα καλό λόγο να πει, παρά μονάχα ότι «είναι χοντροί, αναίσθητοι, πρόστυχοι» (Έλλης Αλεξίου, Για να γίνει μεγάλος, σελ. 381) και ότι η βρωμερή γενιά τους «θα ψοφήσει» (Έλλης Αλεξίου, όπ.π., σελ. 136). Εκδηλώνοντας μάλιστα πιο καθαρά τη φρίκη που του προξενούσαν «οι άτιμοι ομόφυλοι» (Έλλης Αλεξίου, σελ. 136), γράφει χαρακτηριστικά ότι δε θέλει τίποτε άλλο, παρά να χαθεί ήσυχα, «πολεμώντας, παλεύοντας τους άθλιους Ρωμιούς» (Έλλης Αλεξίου, σελ. 136), τους οποίους σιχάθηκε και δεν τους θέλει (Καποδ. 34) με κανένα τρόπο.
Παρά τις πιο πάνω ύβρεις του όμως για την Ελλάδα και παρά την προσπάθειά του να «χτυπήσει» τον Ελευθέριο Βενιζέλο (Ι. Κασσομενάκη, όπ.π., σελ. 230), πολλοί Έλληνες τίμησαν και τιμούν το Ν.Κ. εξαιτίας της μασονικής και μόνο ιδιότητάς του. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, δηλ. ακόμη είχε διαδοθεί η φήμη ότι είχε αρνηθεί «Τα πάτρια» (Αναφορά στο Γκρέκο, σελ. 516), ότι ήταν φιλογερμανός και μετέφερε τις ειδήσεις στο Γερμανό φίλο του Βέλτερ (Έλλης Αλεξίου, όπ.π., σελ. 228), ενώ «δεν είχε το θάρρος να συγκρουσθεί με την εξουσία» (όπ.π., σελ. 271) ποτέ, λέγοντας την αλήθεια. Παρόλα αυτά όμως, τιμάται σήμερα από τους εκπροσώπους της πατρίδας, σαν να αποτελεί μία νέα θεότητα, γιατί είχε, κατά τον π. Ιωάννη Βράνο, τη «μασονική υποστήριξη, το χρήμα τους, τα πρόσωπα κλειδιά τους και πολιτικές υποστηρίξεις» (όπ.π., σελ.11).
Αν ζυγοσταθμίσει, δηλ., κανένας ιδιαίτερα τον εγκληματικό ρόλο της Γερμανίας στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τις προδοτικές αναφορές του φιλογερμανού Ν.Κ. σε Γερμανούς, σαν τον Βέλτερ, τότε θα έπρεπε να διαγράψει για πάντα το όνομά του από τον κατάλογο των Ελλήνων και να τον κατατάξει στον κατάλογο όχι μονάχα των μεγαλυτέρων αιρετικών και αθέων, αλλά ταυτόχρονα και μισελλήνων και προδοτών, που άφησαν, σαν τον Ιούδα, αποτρόπαιο όνομα μέσα στην Ιστορία.
Αν δώσει επίσης ιδιαίτερη βαρύτητα στην εκτίμηση που έτρεφε προς όλους τους μεγάλους δικτάτορες και εγκληματίες πολέμου (Χίτλερ, Μουσολίνι, Φράνκο κλπ), τότε θα αντιληφθεί ότι δεν έπρεπε να πάρει το βραβείο ειρήνης αυτός, που «δούλευε με ταυλικά του φασισμού» (Λ. Ζωγράφου, όπ.π., σελ. 312), αλλά του υμνητή των μεγαλυτέρων σφαγέων της ανθρωπότητας και της αδιαφορίας για την πατρίδα. Ο ίδιος άλλωστε ο Κ., που χαρακτηρίσθηκε από πολλούς ως νέος Μωάμεθ, διαβεβαίωσε ότι «όποιος δεν έκλεψε, δεν πρόδωσε ποτέ του και δεν νογάει βαρύ φονιά του νου, να σηκωθή να φύγη» (Οδύσσεια, 342).
Επίλογος
Κλείνοντας το όλο θέμα, θα λέγαμε ότι ο Νικόλαος Καζαντζάκης δεν υπήρξε μονάχα, ως μασόνος, άθεος, αντινομιστής και εωσφοριστής από κάθε άποψη, αλλά και αντιπαιδαγωγός συγγραφέας, εφόσον σαν ιδανικό και στόχο της ζωής και ταυτόχρονα αποτρόπαιο μυστικό παρουσιάζει το «τίποτα», ενώ όλοι οι ήρωες των έργων του παρουσιάζονται από αυτόν «απάνθρωποι» (Έλλης Αλεξίου, σελ. 415) και γενικότερα τύποι εμπαθείς και αρρωστημένοι. Για τούτο βεβαιώνεται από την Λιλή Ζωγράφου, που δε χαρακτηρίζεται δυστυχώς για την πίστη της, ότι «ο Καζαντζάκης θα κλείσει με πάταγο την πόρτα του μέλλοντος στα μούτρα της ανθρωπότητος» (όπ.π., σελ. 303).
Το ιδανικό του Ντεσπεράντος, δηλ., του Ν.Κ., που δεν ελπίζει σε τίποτα και κυριεύεται από μία λύσσα καταστροφής, ή της άκρας απελπισίας, που διακατείχε τον ίδιο (Καπετάν Μιχάλης, σελ. 441), δεν ενθαρρύνει με κανένα τρόπο τους νέους σε αγώνες ηρωικούς για την καταξίωση των ονείρων τους και γενικότερα στην καταξίωση της ζωής, αλλά «στο γκρέμισμα παντός ιερού και οσίου της φυλής μας» (Ι. Κασσομενάκη, Ο Καζαντζάκης και η κοσμοθεωρία του, Ν. Υόρκη 1988, σελ. 273) και στη νέκρωση της ζωής, στην οποία άλλωστε παρακινεί και απ’ ευθείας ο «τραγικός απελπισμένος» συγγραφέας της Οδύσσειας, συνιστώντας την αυτοκτονία (Ραψ. Ο’).
Με την απαισιόδοξη, δηλ., αυτή θεωρία του, κατά τη σωστότατη έκφραση του π. Ιωάννου Βράνου, ο Ν.Κ. υπήρξε «ένας από τους μεγαλύτερους δολοφόνους της νέας Ελλάδας» (Το πικρό πορτ., του Ν.Κ., Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 93), οδηγώντας με τα αντίχριστα και πεσσιμιστικά βιβλία του στο έγκλημα και στη διαφθορά τους νέους, σύμφωνα με τους κρυφούς στόχους της Μασονίας και του πάτρωνά της διεθνούς Σιωνισμού (όπ.π.). Για τον λόγο αυτό κατατάσσεται και από τον Ν. Τυπάλδο στους καλαμαράδες εκείνους, που είναι «χειρότεροι κι από φονιάδες» (Ν. Καζαντζάκης, Αθήναι 1989, σελ. 95), ενώ και από τον π. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο, παρουσιάζεται σαν ένα δυστυχισμένο πλάσμα ή ακριβέστερα «ψυχικό τέρας» (Άρθρα-Μελέται-Επιστολαί, τ. Α’, Αθήναι 1981, σ. 636).
Κάθε χριστιανός επομένως, που επιζητεί την «ἐν Χριστῷ» ζωή και σωτηρία, πρέπει να φεύγει μακρυά από τις δηλητηριώδεις διδασκαλίες του Ν.Κ., εφόσον πιστεύει στα θεόπνευστα λόγια του Αποστόλου Παύλου, ότι, δηλ., «ἡ σοφία τοῦ κόσμου μωρία παρὰ τῷ Θεῷ ἐστι» (Α’ Κορ. γ’, 19), και στα επίσης θεόπνευστα λόγια Ιακώβου του Αδελφοθέου, ότι, δηλ., «ὁ πταίσας ἐν ἑνὶ γέγονε πάντων ἔνοχος» (Ιακ. β’, 10), αν και ο Ν.Κ. δεν έπταιε μονάχα «ἐν ἑνί», αλλά σε όλα, διαπράττοντας «τὴν βλασφημίαν κατὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος», στην οποία περιπίπτουν και όλοι οι αμετανόητοι Μασόνοι.
* * *
Για τους λόγους αυτούς, κατά τη γνώμη μας, είχε απόλυτο δίκιο, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος (που δεν αφώρισε το Ν.Κ. εξαιτίας της ζωηρότατης παρέμβασης της τότε βασίλισσας Φρειδερίκης και γενικότερα του παλατιού, που στήριζε με κάθε τρόπο τη Μασονία), όταν με έγγραφό της ζητούσε την απαγόρευση της κυκλοφορίας των βιβλίων του αιρετικού Καζαντζάκη, που πρέπει, κατά τους Πατέρες, να καταδικάζονται για τις αιρετικές διδασκαλίες και μετά το θάνατό του συγγραφέα τους, αναφέροντας μεταξύ άλλων και τα εξής: «Εις το έργον “Καπετάν Μιχάλης” διασύρεται η Εκκλησία και διαπομπεύονται οι θεσμοί της και το τριαδικόν του Θεού ασεβέστατα καθυβρίζεται. Εις το κυκλοφορήσαν γερμανιστί έργον ”Τελευταίος Πειρασμός”, περιέχονται ανήκουστοι ύβρεις κατά του θεανδρικού προσώπου του Ιησού Χριστού, επιδιώκεται να καταρριφθή η θεότης αυτού και η χριστιανική ηθική και διαστρεβλούται η ευαγγελική αλήθεια διά της φαντασιοκοπίας, δι’ αχαλινώτου δε αυθαιρεσίας παραποιείται η σωτήριος διδαχή του Ευαγγελίου».
Είχαν κάθε δίκιο επίσης και οι αλλόθρησκες ακόμη χώρες, όπως η Ινδία, που απαγόρευσαν την προβολή κινηματογραφικών ταινιών, βασισμένων σε έργα του Ν.Κ., «με το αιτιολογικό της προσβολής γνωστής θρησκείας» (Γ. Λιακούτσος, «Ορθόδοξος Τύπος» της 6.6.97), εφόσον «θίγεται (σ’ αυτές) βάναυσα το πρόσωπο και η ζωή του Προφήτη (όπως τον δέχεται ο Μωαμεθανισμός) Ιησού από τον Προκρούστη αυτόν της Ελλάδας του εικοστού αιώνα, που χαρακτηρίσθηκε δίκαια ως «ο ανυπέρβλητος εχθρός του Χριστού» και ταυτόχρονα «ο μεγαλύτερος κοινωνικός διαφθορέας» (π. Ιω. Βράνου, όπ.π., σελ. 179), «ο υπ’ αριθμόν 1 βλάσφημος συγγραφέας», ο Προκρούστης των χριστιανικών δογμάτων, ο τέλειος διαστροφέας όλων των χριστιανικών αληθειών και ανατροπέας των ευαγγελικών διδαγμάτων (βλ. π. Ιω. Βρ., όπ.π., σελ. 211 κ.α.), ενώ τα βιβλία του χαρακτηρίσθηκαν εύστοχα ως «ο απόπατος του σύμπαντος» (Ι. Κορδάτου, όπ.π., σελ. 59).
Είχε απόλυτο δίκιο τελικά και ο ανεψιός του Βενιζέλου Σαριδάκης, που βεβαίωνε ότι ο Ν.Κ. δεν αποτελούσε τη δόξα, αλλά «το αίσχος της Ελλάδος», εφόσον η δόξα του σύγχρονου αυτού Ιούδα, όσον αφορά τη χριστιανική διδασκαλία, είναι «Ηροστράτειος» (Αρχιμ. Επιφ. Θεοδωρόπουλος, όπ.π., σελ. 488). Πέτυχε βέβαια, με την υποστήριξη της Μασονίας στη ζωή του «την οικονομική άνεση, την επιβολή, την παγκόσμια προβολή, τη δόξα» (Έλλης Αλεξίου, όπ.π., σελ. 389), δηλ. όλα εκείνα, που προσφέρει συνήθως ο σατανάς στους υποτακτικούς του. Έχασε όμως την ίδια την ψυχή του, εφόσον έμεινε αμετανόητος σατανολάτρης μέχρι και τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, ενώ ταυτόχρονα έγινε και γίνεται αφορμή σκανδάλου για πολλούς απλοϊκούς, που δεν μπορούν να ξεχωρίζουν τους συρίζοντες όφεις, που κρύβονται στα βιβλία του, και τα δηλητηριασμένα άνθη του κακού τα θεωρούν πολλές φορές ως ευώδη. Για τούτο χαρακτηρίζεται από τη γλώσσα της Αγίας Γραφής ως άνθρωπος «μωρός», εφόσον διδάσκει ακατάπαυστα στα βιβλία του ότι «οὐκ ἔστι Θεός» (βλ. Ψαλμ. 52, 1. 131), μη πιστεύοντας ότι μια μέρα «πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός» (Φιλ. 2, 10-11).
Κατόρθωσε επίσης με την υποστήριξη της Μασονίας να εκδόσει και να διαδώσει τα βιβλία του, των οποίων η κυριότερη αρετή είναι η «ύβρις» κατά του Θεού και γενικότερα της θρησκείας, στον κόσμο ολόκληρο, τον ευρισκόμενο στην πλάνη και προσκυνούντα ως θεό τον άρχοντα του κόσμου τούτου, «τοῦτ’ ἔστι τὸν διάβολον» (Εβρ. β’, 14), εξαιτίας «του κατευθυνόμενου και γι’ αυτό διαιωνιζόμενου σκοταδισμού» (Λ. Ζωγράφου, όπ.π., σελ. 312).
Τα βιβλία όμως του Ν.Κ., όπως καταδείξαμε, είναι τέλματα απαισιοδοξίας, βάλτοι αθεΐας και βόθροι του πιο βρώμικου αμοραλισμού, στους οποίους συμπνίγονται οι ελπίδες των αστήρικτων αναγνωστών, που οδηγούνται στα ηθικά ναυάγια και την αυτοκτονία. Για το λόγο αυτό χαρακτηρίσθηκαν ως «κατάλληλα μόνο για ανθρώπους της τελευταίας υποστάθμης» (Δ. Πόθου, όπ.π., σελ. 39-40), ενώ από πολλούς υποστηρίχθηκε η παντελής εξαφάνιση των βιβλίων αυτών – δηλητηρίων από το πρόσωπο της γης. Όπως, δηλ., στα χρόνια του Αποστόλου των Εθνών τα μαγικά βιβλία καίγονταν (βλ. Πρ. 19, 19), κατά παρόμοιο τρόπο πρέπει, κατά τη γνώμη ασκητών του Αγίου Όρους, να ρίχνονται στη φωτιά και τα βιβλία του μεγαλύτερου διά μέσου των αιώνων αιρετικού και διαστροφέα των Γραφών και ιδιαίτατα ο «Τελευταίος Πειρασμός», που, όπως σωστά παρατηρήθηκε, γράφηκε με το χέρι του Ν.Κ. «καθ’ υπαγόρευσιν του σατανά» (Κ. Μουρατίδου, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Αθήνα 1988, σελ. 12).
Ύστερα από όλα τα πιο πάνω, ένα μονάχα πρέπει να τονισθεί, κατά τη γνώμη μου, ιδιαίτερα στο σημείο αυτό, ότι δηλ., υπάρχουν, κατά τη γνώμη ορισμένων «προοδευτικών», στα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη και κάποια σημεία «καλά». Στα λεγόμενα, όμως, «καλά» στοιχεία υποκρύπτεται, κατά κανόνα, εύσχημα ο παγανισμός του συγγραφέα τους, που εξυμνεί συνήθως, ως γνήσιος μασόνος, ως θεό τον Ήλιο ή γενικότερα τη Φύση και τον Άνθρωπο. Για το λόγο αυτό, τα λεγόμενα αυτά «καλά» στοιχεία, που γίνονται, ως παγανιστικά, αφόρμηση ανεπίγνωστης νεοειδωλολατρείας και αιώνιας απώλειας, πρέπει να αποφεύγονται με μεγαλύτερη προσοχή, όπως ακριβώς και οι καλοστημένες παγίδες, γιατί σαν καλοστημένες παγίδες χαρακτηρίζονται και από τον ίδιο το συγγραφέα τους. Όπως, άλλωστε, δεν εκθειάζεται ένας ζωγράφος, όσο ωραία χρώματα και πινελιές και αν μεταχειρίζεται, αν τα περιεχόμενα των θεμάτων του είναι σωροί ακαθαρσιών, κατά παρόμοιο τρόπο δεν πρέπει να εκθειάζεται, σαν μεγάλος δήθεν λογοτέχνης ή συγγραφέας, και ο Ν.Κ., εφόσον ντύνει με τα χρυσόχαρτα της λογοτεχνίας τα βρωμερότερα «χοιροκόπρανα» των αντιχριστιανικών αιρέσεων, εργαζόμενος «εν γνώσει» έργο του σατανά (Βλ. Ιβ. Βράνου, Το πικρό πορτραίτο του Ν.Κ., Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 28-29). Για τους πιο πάνω λόγους θα έλεγα τελικά και εγώ μαζί με τον π. Ιω. Βράνο, ότι δεν υπάρχουν καλά σημεία στη ζωή και στα έργα του Ν.Κ., αλλά μονάχα «αιρέσεις απωλείας» (2 Πετρ. β’ 1), γιατί έζησε μακρυά από την πηγή του Καλού, δηλ. το Θεό.
Την ίδια άποψη διατύπωσε άλλωστε, στη σημείο αυτό και η πρώτη γυναίκα του Γαλάτεια, που υποστήριξε για τούτο, ότι «σ’ όλη τη ζωή ο Καζαντζάκης ώργωνε μια ατέλειωτη Σαχάρα, που επάνω της δεν άνθισε ούτε ένα πράσινο φυλλαράκι» (Γράμμα της Γαλάτειας προς το Σουηδό Γκούναρ Άντερσον, 15.8.59). Οι δήθεν φωτεινές πλευρές του Ν.Κ., ερευνώμενες περισσότερο, και κατά τον Ι. Κασσομενάκη, «αποκαλύπτονται σκοτειναί…» (όπ.π., σελ. 12).
* * *
Εάν όμως, παρόλα τα πιο πάνω, κάποιοι από τους αναγνώστες μας δεν έχουν ακόμη πεισθεί για τη μασονική ή σατανική επίδραση στα έργα του Ν.Κ., που αναδείχθηκε από τους Μασόνους «μεγάλος» εξαιτίας των μεγάλων βλασφημιών του στο πρόσωπο του Χριστού, είναι ανάγκη να οδηγηθούν στο άνοιγμα του τάφου του, κατά το οποίο το σώμα του βρέθηκε τυμπανιαίο και άλυωτο (Γ. Γιολετζόγλου, «Ορθόδοξος Τύπος», αρ. 802), πράγμα που προσπάθησαν να αποκρύψουν «επιμελώς» οι τυφλωμένοι από τα πάθη οπαδοί του.
Αν δεν πιστεύουν και στον τυμπανισμό του σώματος του ινδάλματός τους, ας πιστέψουν στην μαρτυρία του αγιορείτου π. Παϊσίου Εζνεπίδη, συγχρόνου αγίου, που βεβαίωνε ότι οι δαίμονες ήταν πρόθυμοι να αφήσουν ήσυχο κάποιο χριστιανό ασκητή από κάθε πόλεμο, αν αντικαθιστούσε στις προσευχές του το όνομα του Ιησού Χριστού με το όνομα «Καζαντζάκης».
Αν δεν πιστεύουν δε και στη διαβεβαίωση του π. Παϊσίου, ας μελετήσουν τότε, έστω και για λίγο, τις επιστολές του Αποστόλου των Εθνών, που βεβαιώνει απερίφραστα ότι «εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα» (Α’Κορ. ιστ’, 22), ώστε να αποκολλήσει από την επιτήδεια κόλλα του σατανά, που μεταχειρίσθηκε, ως προπομπός του Αντιχρίστου, ο Ν.Κ., γράφοντας τα σατανοκίνητα έργα του.
Αν όμως θεωρεί κανένας και τα θεόπνευστα λόγια του Αποστόλου Παύλου υπερβολικά, ας προσέξει τελικά στα λόγια του ίδιου του Κυρίου, που διαβεβαίωσε κατηγορηματικά ότι «Ὁ μὴ ὢν μετ’ έμοῦ, κατ’ ἐμοῦ ἐστι» και «ὁ μὴ συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει», ώστε να μη παρασυρθεί, μελετώντας τα έργα του Κ., μακρυά από το Χριστό, έξω και μακρυά από τον Οποίο δεν υπάρχει, κατά το μεγάλο απολογητή Pascal, παρά μονάχα σκοτάδι και σύγχυση (βλ. Σκέψεις, μετ. Π. Αντωνοπούλου, Αθήνα, σ. 171).
Αν δεν πιστεύει δε και στα λόγια του Χριστού, τότε δεν είναι χριστιανός, αλλά αντίχριστος, όπως ακριβώς ήταν και ο Ν.Κ., που δίκαια χαρακτηρίστηκε από το Δ. Καραχάλιο «ο μεγαλύτερος αντίχριστος της παγκοσμίου λογοτεχνίας όλων των αιώνων» («Ορθόδοξος Τύπος», 8 Αυγούστου 1997).
__________________________________________________________________
Δημοσιεύτηκε σε 11 συνέχειες στον Ορθόδοξο Τύπο
Από τις 9 Οκτωβρίου 1998 μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου 1998
ΠΗΓΗ: https://www.impantokratoros.gr/742D78B8.el.aspx