Ὑπόθεση ΙΑ΄(11)
«ΛΟΓΟΙΚΑΙΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ
ΑΓΙΩΝΠΑΤΕΡΩΝ»
Τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ
Ὁ Σωτήρας ὀνόμασε “πολλούς τόπους διαμονῆς”1 στόν οἶκο τοῦ Πατέρα τίς διαβαθίσεις τοῦ νοῦ αὐτῶν πού κατοικοῦν σέ ἐκείνη τή χώρα, ἐννοῶ τίς διαφορές ἐκείνων πού ἀπολαμβάνει ὁ νοῦς τους. Ὄχι δηλαδή τίς διαφορές τῶν τόπων, ἀλλά τίς διαβαθμίσεις τῶν χαρισμάτων ὀνόμασε “πολλούς τόπους διαμονῆς”.
Ὅπως ἀκριβῶς καθένας ἀπό ἐμᾶς ἀπολαμβάνει τόν αἰσθητό ἥλιο ἀνάλογα μέ τό πόσο καθαρή εἶναι ἡ ὅρασή του, ἐνῶ ὁ ἥλιος δέν μοιράζεται σέ πολλές λάμψεις, ἀλλά λάμπει σέ ὅλους τό ἴδιο, ἔτσι καί στή μέλλουσα ζωή οἱ δίκαιοι: ὅλοι θά κατοικοῦν σέ ἕναν τόπο, ὁ καθένας ὅμως ἀνάλογα μέ τόν βαθμό τῆς κάθαρσής του θά ἑλκύει ἐπάνω του καί θά κατέχει τή λαμπρότητα τοῦ νοητοῦ Ἡλίου2 καί τήν εὐφροσύνη, ὅση δηλαδή εἶναι σέ θέση νά χωρέσει καί νά πάρει. Τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου
Πέτρος: Ἐπειδή, ἅγιε δέσποτα, τό ἀνθρώπινο γένος ἔχει ὑποδουλωθεῖ σέ πολλά καί ἀμέτρητα πάθη, ὑποθέτω ὅτι στό μεγαλύτερο μέρος της ἡ ἐπουράνια Ἱερουσαλήμ θά γεμίσει ἀπό νήπια.
Γρηγόριος: Δέν ἀμφιβάλλουμε ὅτι ὅλα τά βαφτισμένα νήπια, τά ὁποῖα πεθαίνουν σέ ἡλικία πού ἀκόμη δέν μιλοῦν, πηγαίνουν στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Δέν πρέπει ὅμως νά πιστέψουμε τό ἴδιο καί γιά ὅσα ἀρχίζουν νά μιλοῦν· γιατί σέ πολλά τέτοια νήπια ἡ θύρα τῆς οὐράνιας βασιλείας κλείνει καί ἐξαιτίας τῶν γονιῶν τους, ἄν τά ἀνατρέφουν μέ κακό τρόπο.
Κάποιος ἀπό τήν πόλη μας, γνωστός σέ ὅλους, πρίν ἀπό τρία χρόνια εἶχε ἕναν γιό, πέντε χρόνων νομίζω. Τοῦ εἶχε μεγάλη ἀδυναμία καί τόν ἀνέτρεφε χωρίς αὐστηρότητα· ἔτσι τό παιδί αὐτό πῆρε τή συνήθεια, ὅποτε ἤθελε κάτι, νά βλαστημᾶ –καί μόνο πού τό ἀναφέρω εἶναι ἐπικίνδυνο– τή μεγαλοσύνη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό λοιπόν τό παιδί χτυπήθηκε ἀπό τό θανατικό πού ἔγινε πρίν ἀπό τρία χρόνια στήν πόλη μας καί κόντευε νά πεθάνει. Καθώς τό κρατοῦσε ὁ πατέρας του στήν ἀγκαλιά, ὅπως ἀναφέρουν ὅσοι ἦταν ἐκεῖ παρόντες, τό παιδί εἶδε νά ἔρχονται σέ αὐτό τά πονηρά πνεύματα καί ἄρχισε νά φωνάζει, τρέμοντας καί κλείνοντας τά μάτια: «Προστάτεψέ με, πατέρα, προστάτεψέ με». Καί μέ τίς φωνές αὐτές γύρισε τό πρόσωπο στό στῆθος τοῦ πατέρα, θέλοντας νά κρυφτεῖ.
Βλέποντάς το ὁ πατέρας νά τρέμει, τό ρώτησε τί βλέπει, καί τό παιδί ἀποκρίθηκε: «Μαῦροι ἄνθρωποι ἦρθαν καί θέλουν νά μέ πάρουν». Καί λέγοντας αὐτά, ἀμέσως βλαστήμησε τό ὄνομα τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί στή συνέχεια ξεψύχησε. Θέλοντας δηλαδή ὁ παντοδύναμος Θεός νά δείξει γιά ποιό ἁμάρτημα τό παιδί παραδόθηκε σέ τέτοιους δεσμοφύλακες, τό ὁποῖο, ὅσο ζοῦσε, ὁ πατέρας του δέν θέλησε νά τό ἐμποδίσει, παραχώρησε νά τό ἐπαναλάβει ὅταν πέθαινε. Καί τό παιδί αὐτό ὁ Θεός, πού μέ τήν εὐσπλαχνία του τό ἀνεχόταν νά ζεῖ βλαστημώντας, παραχώρησε μέ δίκαιη κρίση νά βλαστημήσει καί ὅταν πέθαινε, γιά νά καταλάβει τή δική του ἁμαρτία ὁ πατέρας, ὁ ὁποῖος, ἀδιαφορώντας γιά τήν ψυχή τοῦ μικροῦ του γιοῦ, ἀνέθρεψε γιά τή γέεννα τῆς φωτιᾶς ἕναν ἁμαρτωλό ὄχι μικρό, ἀλλά μεγάλο.
Ἀπό τό Γεροντικό
Ἔλεγαν οἱ γέροντες: «Παιδαγωγῆστε τά παιδιά, ἀδελφοί, γιά νά μή σᾶς παιδέψουν αὐτά».
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Εὐεργετινός τόμος α΄
Ἐκδόσεις:«ΤΟΠΕΡΙΒΟΛΙΤΗΣΠΑΝΑΓΙΑΣ»
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
1Ἰω. ιδ΄ : 2.
2Ἐννοεῖ τόν Χριστό. Πρβλ. Μαλ. Γ΄ : 20 καί ἀπολυτίκιο Χριστουγέννων.