ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ
 
ΣΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ ΚΑΝΤΙΩΤΗ
 
1907-2010
 
ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΝ ΠΡ. ΦΛΩΡΙΝΗΣ, ΠΡΕΣΠΩΝ ΚΑΙ ΕΟΡΔΑΙΑΣ ΚΥΡΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΝ ΚΑΝΤΙΩΤΗΝ
 
(παραθέτουμε ένα απόσπασμα)
 
του π. Ιερωνύμου Νικολοπούλου, β’ γραμματέως της Ιεράς Συνόδου
 
«Ηγούμενος μέγας πέπτωκεν εν τη ημέρα ταύτη» (Β’ Βασιλ. γ’ 38).
 
«Αναπεσών εκοιμήθη ως λέων, τις εγερεί αυτόν;» (Γεν. μθ’ 9).
 
Όντως Ηγούμενος μέγας πέπτωκεν εν τη ημέρα ταύτη! Ηγού­μενος και όχι ηγεμών. Ηγούμενος και όχι άρχων. Ηγούμενος, αλλά ποτέ εξουσιαστής, καθώς ο άπας χρόνος της ζωής αυτού χαρακτηρί­ζεται από μίαν ασταμάτητον πάλην προς ό,τι νομιζόμενον ως κυρίαρ­χον, κραταιόν, κρατούν, ενεργούν τα της εξουσίας του κόσμου τού­του και συνάμα μεθ’ υψηλού φρο­νήματος παραθεωρούν τα ευαγγελικά προστάγματα και τας χριστοπαραδότους ηθικάς επιταγάς. Ηγούμενος, δηλονότι Πνευματι­κός Ηγέτης, εμφορούμενος υπό της έναντι του Χριστού ευθύνης δια την διαποίμανσιν των λογικών Αυτού προβάτων, αφιστάμενος πά­σης ιδιοτέλειας ή καιροσκοπισμού, ενεργών ως λόγον αποδώσων και ήδη πλέον την καλήν απολογίαν παρέχων ενώπιον του Φοβερού Βήματος του Δικαιοκρίτου Θεού!

 
To σκήνωμα του μακαριστού πρ. Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό Αγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης.
 
Πως άραγε δύναταί τις να εκφέρει τον προσήκοντα εις την περίστασιν λόγον; Και πως άραγε επι­χειρεί τις να προσεγγίση το όντως πρόσωπον και ποτέ προσωπείον μιας εκ των δυναμικωτέρων επισκοπικών μορφών του παριππεύσαντος αιώνος; Αλλά και πως αποπειράται τις να περιθριγκώση μέσα εις τα δέκα λεπτά μιας εκ προοιμί­ου ελλιπούς προσλαλιάς το θυσια­στικόν και αγωνιστικόν, το κοπιώ­δες και εργώδες, το έμπονον και έντονον, αλλά και πολύκαρπον και καλλίκαρπον της ολοκληρωθείσης ήδη επιγείου πορείας του πατρός Αυγουστίνου; Δύνανται μήπως τα εκ του βιογραφικού του χρονικά ορόσημα να μας υποβοηθήσουν εις την σκιαγράφησιν του μεγέ­θους της μορφής του; Εκ προοιμί­ου όχι, δεδομένου ότι η εκδήλωσις μιας ενέργειας ή η πραγμάτωσις ενός γεγονότος εις την ζωήν του ανθρώπου αποτελεί την εξωτερίκευσιν μιας προηγηθείσης εσωτερικής, αδιακριβώτου εν πολλοίς, διεργασίας, συναρτωμένης προς την πνευματικήν προετοιμασίαν και συγκρότησιν, τας αποφάσεις ζωής και κυρίως τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Η επιχειρουμένη χρονολογική αναφορά των κυριωτέρων σημείων της ζωής του κεκοιμημένου Επισκόπου μόνον ως ευλαβική υπόμνησις κάποιων σταθμών δύναται να λογισθή, επαφιεμένης της συστηματικής εξετάσεως και της αναλυτικής ερεύνης εις χείρας των ειδικών.
 
Ο κατά κόσμον Ανδρέας Καντιώτης του Νικολάου και της Σο­φίας εγεννήθη το 1907 εις Λεύκας Πάρου, όπου και έλαβε την στοι­χειώδη εκπαίδευσιν. Τα εγκύκλια γράμματα διήκουσεν εις το
 
 
Γυμνάσιον Σύρου ως υπότροφος, από όπου αριστούχος αποφοίτησε το 1925. Η βαθεία πίστις του, την οποίαν παιδιόθεν καλλιεργεί η Κυκλαδίτισσα μητέρα του, τον οδηγεί εις την Θεολογικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου αποφοιτά τον Δεκέμβριον του 1929, λαβών το πτυχίον του μετά βαθμού «Άριστα». Κατόπιν και έως του 1934 διαμένει εις την Ίον των Κυκλάδων, όπου η διδασκάλισσα μητέρα του διδάσκει, ενώ ο ίδιος μελετά και προσεύχεται προετοι­μαζόμενος δια την οδόν, την οποίαν εβάδισεν εις τα επόμενα έτη. Προσκληθείς υπό του αοιδίμου Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρ­νανίας κυρού Ιεροθέου μεταβαίνει τα Χριστούγεννα του 1934 εις Μεσολόγγιον, όπου άχρι της χειροτονίας του υπηρετεί ως Γραμματεύς της ως άνω Ιεράς Μητροπόλεως και περιοδεύων λαϊκός Ιεροκήρυξ. Το 1935 κείρεται Μοναχός, λαβών το όνομα, δια του όποιου κατεχωρήθη εις τας Εκκλησιαστικός Δέλτους, εις τας Δέλτους του ουρανού: Αυγουστίνος. Το αυτό έτος δια των χειρών του Αιτωλίας και Ακαρνανίας Ιεροθέου χειροτο­νείται Διάκονος και μετ’ ολίγον διορίζεται Πρωτοσύγκελλος της αυτής Μητροπόλεως. Παρά τον όγκον της εργασίας, πνευματικής, οργανωτικής και διοικητικής, παρά την τεραστίαν ευθύνην, παρά την ακριβή επιτέλεσιν των
 
 
καθηκόντων αυτού, ο Διάκονος Αυγουστίνος Καντιώτης το 1940 θέλγεται υπό του πνεύματος του μετώπου, και δια τηλεγραφήματος δηλοί ότι τί­θεται εις την διάθεσιν της Πατρίδος, έφ’ όσον κριθή κατάλληλος να υπηρετήση εις τον μαχόμενον στρατόν. Αντιδρών ο Μητροπολί­της Αιτωλίας και Ακαρνανίας κύ­ρος Ιερόθεος, δι’ ιδιοχείρου σημει­ώματος προς την Ιεράν Σύνοδον, δηλοί, ότι λόγω επιστρατεύσεως των λαϊκών υπαλλήλων μόνος εναπομείνας εις τα γραφεία της Μητροπόλεώς του ήτο ο Πρωτοσύγ­κελλος Αυγουστίνος Καντιώτης, όστις ως Διάκονος δεν ηδύνατο να επιτελέση Μυστήρια και επομένως θα ήτο περιττός εις το στράτευμα.
 
Τον Αύγουστον του 1941 μετατί­θεται εις την Ιεράν Μητρόπολιν Ιωαννίνων και συνδέεται μετά του εκεί Μητροπολίτου Σπυρίδωνος, του μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πόσης Ελλάδος, όστις αργότερον ως Αρχιεπίσκοπος θα μεριμνήση δια την εν Αθήναις ως Ιεροκήρυκος τοποθέτησιν του πατρός Αυγουστίνου. Αποκαλύπτων δι’ άλλην μίαν φοράν το άφοβον ή και παράτολμον του χαρακτήρος του, εν επισήμω ημέρα, χοροστατούντος του Ιωαννίνων Σπυρίδω­νος και παρούσης ιταλικής στρα­τιωτικής αντιπροσωπείας των αρχών κατοχής, εκφωνεί πύρινον υπέρ της σκλαβωμένης Πατρίδος λόγον. Oι Ιταλοί εκδίδουν πάραυτα ένταλμα συλλήψεώς του, ο δε Ιωαννίνων Σπυρίδων, προκειμένου να τον προστατεύση, ενεργεί τα δέ­οντα παρά τη Ιερά Συνόδω και ο πατήρ Αυγουστίνος αποσπάται ως Ιεροκήρυξ παρά τη Ιερά Μητροπόλει Εδέσσης και Πέλλης. Μόλις αφικνείται εις τα Γιαννιτσά πληρο­φορείται, ότι οι Ιταλοί μη ευρόντες τον ίδιον συνέλαβον την υπερήλικα μητέρα του, την οποίαν όμως εν τη απουσία του ανέλαβε να προσ­τατεύση και πάλιν ο Ιωαννίνων Σπυρίδων. Εκεί εις τα Γιαννιτσά το 1942 ο αοίδιμος Μητροπολίτης Εδέσσης και Πέλλης κύρος Παντελεήμων τον χειροτονεί εις Πρεσβύτερον και τον χειροθετεί Αρχι­μανδρίτην.
 
Ο Ιεροδιάκονος Αυγουστίνος διακρίνεται δεξιά του Μητροπολίτου Ιεροθέου (καθιστός). Στη μεσαία σειρά όρθιος, πρώτος από αριστερά, διακρίνεται και ο πατήρ του Σεβ. Μη­τροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Κοσμά Ιερεύς Ευστράτιος Παπαχρήστος.
 
Ως Αρχιμανδρίτης πλέον ο π. Αυγουστίνος περιοδεύει τας Μη­τροπόλεις της Μακεδονίας άλλοτε αποσπώμενος, άλλοτε μετατιθέμε­νος εις αυτάς, εξ αιτίας πάντοτε του ελεγκτικού κηρύγματος του. Τοιουτοτρόπως αποσπάται εις την Ιεράν Μητρόπολιν Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων, όπου όμως δεν κατέστη δυνατόν να μεταβή, εις την Θεσσαλονίκην, κατόπιν εις την Ιεράν Μητρόπολιν Κασσανδρείας, και τέλος εις την Ιεράν Μητρόπολιν Σερβιών και Κοζάνης, όπου πραγματοποιεί εν μεγαλειώ­δες έργον εις τον τομέα της φιλαν­θρωπίας με μόνον εφόδιον το ψυχεγερτικόν κήρυγμα και θαυμα­στόν αποτέλεσμα την λειτουργίαν συσσιτίου εν μέση κατοχή, το οποίον εις το απώγειον της προσ­πάθειας προσέφερεν εις την πόλιν της Κοζάνης οκτώ χιλιάδες (8.000) μερίδες σπιτικού φαγητού ημερησίως! Τον Μάρτιον του 1944 προτείνεται η απόσπασίς του δια την Ιεράν Μητρόπολιν Σισανίου και Σιατίστης, ενώ μετά την απελευθέρωσιν μετατίθεται εις την Ιεράν Μητρόπολιν Γρεβενών. Την 1-7-1947 εν τω μέσω του αδελφοκτόνου πολέμου κατατάσσεται ως στρατιωτικός Ιεροκήρυξ και τοπο­θετείται εις την XV Μεραρχίαν Κο­ζάνης, όπου υπηρετεί με τον βαθ­μόν του Λοχαγού έως την 23-8­-1950, οπότε και απολύεται. Αμέ­σως του προτείνεται η κενή θέσις Ιεροκήρυκος της Ιεράς Μητροπόλεως Καρυστίας και Σκύρου, την οποίαν αποδέχεται από 29-8-1950.
 
 
Εν χαρακτηριστικόν περιστατι­κόν, το οποίον αποδεικνύει τον υπεράνω διακρίσεων χριστοκεντρικόν τρόπον του σκέπτεσθαι του π. Αυγουστίνου εσημειώθη εν Κο­ζάνη. Τον καλεί ο Γερμανός φρού­ραρχος και τον επιπλήττει, διότι μεταξύ των υπ’ αυτού σιτιζομένων είναι και κατά τον Γερμανόν «πεν­τακόσια παιδιά κομμουνιστών». Η απάντησις του αοιδίμου αυθόρμητος και αποστομωτική: «Κύριε Διοικητά, επάνω εις το βουνό είναι μία βρύση. Από το νεράκι της πίνουν και το πρόβατο και ο λύκος, και το σπουργίτι και το γεράκι. Δεν είναι δουλειά της βρύσης να ελέγχει ποιος πίνει από το νερό της. Δου­λειά της βρύσης είναι μόνο να βγάζη νερό». Έκτοτε συχνάκις γερμανικοί περίπολοι έσπευδαν να τον αναζητήσουν με εντολήν και σκοπόν να τον φονεύσουν. Πάν­τοτε όμως, φρουρούμενος υπό της Θείας Προνοίας και των προσευ­χών του λαού του Θεού, εφυλάττετο αβλαβής. Αυτό εις απάντησιν των όσων αργότερον έσπευσαν να τον εκμεταλλευθούν ή να τον χα­ρακτηρίσουν επιδιώκοντες ίδια, κοσμικά οφέλη. Ωσαύτως, δια την ανωτέρω δράσιν του η Ιερά Σύν­οδος της Εκκλησίας της Ελλάδος του απένειμε το Παράσημον του Αποστόλου Παύλου εις ειδικήν τε­λετήν εις την εν Αθήναις αίθουσαν του Πολεμικού Μουσείου.
 
 
Το σημαντικώτερον όμως γε­γονός της ζωής του φαίνεται ότι ήτο η εν Αθήναις ως Ιεροκήρυκος τοποθέτησίς του. Μερίμνη του προστάτου του, Αρχιεπισκόπου πλέον Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σπυρίδωνος, ο Αρχιμανδρίτης Αυγουστίνος Καντιώτης το 1951 κα­λείται κατ’ αρχήν και εν συνεχεία διορίζεται Ιεροκήρυξ της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Επί πλέ­ον δε, του παραχωρείται ο Ιερός Ναός Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Ομονοίας, όπου πραγμα­τοποιεί επί έτη σειράν εσπερινών ομιλιών κατά τας Κυριακάς και όπου συγκεντρώνει δυσαρίθμητα πλήθη λαού. Είναι η περίοδος κατά την οποίαν από πολλούς ηγαπήθη και από μερικούς εμισήθη. Ταυτοχρόνως απεκδύεται και εις το οργανωτικόν έργον δια της Ιερα­ποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός», της οποίας ο μεταστάς υπήρξεν ιδρυτής και επί πολλά έτη Προϊστάμενος. Δια των εκδόσεων της ως άνω Αδελφότητος ο πύρι­νος λόγος του Αρχιμανδρίτου Αυγουστίνου Καντιώτου αποτυπούται εις πλήθος βιβλίων, φυλλαδίων, αλλά και περιοδικών, ως το ομώνυ­μον όργανον της Αδελφότητος η «Χριστιανική Σπίθα», ή «Σάλπιγξ Ορθοδοξίας» κλπ.
 
Κατά τα έτη αυτά σημαντική ήτο η εμπειρία εκ της ασθενείας του το 1964. Τότε εισαχθείς εις το Νοσοκομείον «Ευαγγελισμός» δι’ εγχείρησιν υφίσταται μόλυνσιν και φθά­νει εν βήμα προ του θανάτου. Οι θεράποντες ιατροί είναι τόσον βέ­βαιοι δια τον επερχόμενον θάνα­τον, ώστε προσδιορίζουν ακόμη και την ώραν. Την ιδίαν εκείνην ώραν θαυμαστώς άρχεται η βελτίωσις της υγείας του π. Αυγουστίνου και μετά από εξήκοντα ημερών νοση­λείαν εξέρχεται του νοσοκομείου προβληματισμένος δια το τι αποζητεί απ’ αυτόν ο Θεός και του επέτρεψε να ζήση.
 
Με παιδιά του ορφανοτροφείου
 
Το 1967, κατά την ιδικήν του έκφρασιν, ανέτειλε ο ήλιος από την δύσιν, και ο πεπαρρησιασμένος Ιεροκήρυξ εκλέγεται και την 25-6­-1967 εις τον Ιερόν Ναόν Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Ομονοίας χειροτονείται Επίσκοπος δια την Μητρόπολιν Φλωρίνης, όπου ενθρονίζεται μέσα εις κλίμα ενθουσιασμού. Θα ήτο μάλλον παρά­δοξον να αναμένετε από εμέ, ερχόμενον εξ’ Αθηνών, να περιγράφω εις Υμάς, κυρίως τους κατοίκους της Φλωρίνης, το τι έπραξεν εν Φλωρίνη ο Μητροπολίτης της Αυγουστίνος Καντιώτης, το τι ενήργησε, το πως επολιτεύθη! Επιπλέ­ον τούτο θα ήτο και περιττόν, καθώς ο αοίδιμος Μητροπολίτης εξέδιδεν ανά τετραετίαν απολογισμόν των πεπραγμένων του, λογο­δοτών ούτως ενώπιον ανθρώπων, έτοιμος ων εις απολογίαν παντί τω αιτούντι. Επιτρέψατέ μου όμως να αναφέρω στοιχειά τινά εκ του αρχείου της Ιεράς Συνόδου, τα οποία ως άλλαι ψηφίδες συμπληρώνουν την γνώσιν μας περί του προσώπου του μεταστάντος. Πολλοί εθεώρουν, και ουχί αδίκως, τον Αυγουστίνον Καντιώτην μέτοχον της θύ­ραθεν και της εκκλησιαστικής παι­δείας. Η βαθεία του μόρφωσις αποδεικνύεται εξ άλλου και εκ των τίτλων των ογδοήκοντα δύο (82) εκδεδομένων βιβλίων του. Και ό­μως, ο βαθύς γνώστης πολλών πραγμάτων δεν εδίσταζε να υποβάλλει αναφοράς εις την Ιεράν Σύνοδον προκειμένου να ερωτήση περί του τρόπου ενεργείας του εις πλείστας περιπτώσεις. Εις το αρχείον της Επιτροπής Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων σώ­ζονται είκοσι εξ (26) ερωτήματά του, εκ των οποίων τα δώδεκα (12) μόνον τυπικά, τα δε δεκατέσσαρα (14) ουσιαστικά, κυρίως σχέσιν έχοντα μετά της διευθετήσεως νο­μοκανονικών προβλημάτων εκ της βαπτίσεως ενηλίκων…
 
…Η ως Μητροπολίτου πορεία του ωλοκληρώθη τον Αύγουστον του 2000, οπότε και υπέβαλε την παραίτησίν του εις την Ιεράν Σύν­οδον, αναγνωρίζων την εκ του γή­ρατος αδυναμίαν, αλλά και προκει­μένου άλλαι χείρες, έμπλεοι δυνάμεως, να αντικαταστήσουν τας ιδικάς του γεροντικάς και απισχνασμένας εις την πηδαλιουχίαν της Ιεράς Μητροπόλεως ταύτης. Έκτοτε ο προ μικρού μεταστάς έζησεν εν τη μοναστική ησυχία την νήψιν και την προσευχήν, εις εν εκ των δημιουργημάτων του, την Ιεράν Μονήν Αγίου Αυγουστίνου, Επισκόπου Ιππώνος, προετοιμαζό­μενος δια την φοβερόν ταύτην ώραν του θανάτου.
 
Με τους συνεργάτες του πρώτος από αριστερά διακρίνεται ο κ. Νικόλαος Σωτηρόπουλος
 
Έχομεν την αίσθησιν, ότι εκουράσαμεν, χωρίς να κατορθώσωμεν έστω να πλησιάσωμεν το μέγεθος του προσώπου και της προσφοράς του αοιδίμου Μητροπολίτου Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας κυρού Αυγουστίνου Καντιώτου. Και τούτο διότι, εάν τα χρονολογικά ορόσημα του βίου του οριοθετούν μίαν πορείαν, εάν οι αριθμοί (των μερίδων του συσσιτίου, των μα­θητών των κατηχητικών σχολείων, των ακροατών των κηρυγμάτων του, των περιοδειών του, των εξομολογουμένων εις αυτόν κ.λπ.) αποτελούν μίαν ένδειξιν του κό­που και της ευλογίας, ειπέτε μου, παρακαλώ, πως δύναται να κατα­γραφή η συντριβή της μετανοούσης καρδίας και της ψυχής όσων έκαμπτον τον αυχένα υπό το επιτραχήλιον του Πνευματικού Αυγουστίνου Καντιώτου, ή πάλιν εις ποιαν στατιστικήν δύναται να καταχωρηθή η ψυχεγερτική διεργα­σία εις τους ακροατάς των κηρυ­γμάτων του Ιεροκήρυκος Αυγουστίνου Καντιώτου, και τέλος ποιος έχει την ικανότητα να σημειώση τους αλαλήτους στεναγμούς της υπέρ της Εκκλησίας και του Ποι­μνίου του αγωνίας του Μητροπολί­του Αυγουστίνου Καντιώτου; Δια τούτο και είναι δύσκολον να κρίνωμεν τον οιονδήποτε, μάλιστα δε τον Κληρικόν, και δη τον Επίσκο­πον. Δια τούτο και επαφιέμεθα εις την δικαίαν κρίσιν του Αγωνοθέ­του Χριστού, χαίροντες διότι τελικώς θα μας κρίνη ο Παντογνώ­στης Θεός και όχι οι άνθρωποι.
 
Ό Επίσκοπος Αυγουστίνος κατά την χειροτονίαν του
 
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΘΙΜΟΥ
 
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΥ
 
Σεβασμιώτατε άγιε Εδέσσης.
 
Εξοχότατοι και ευλαβέστατοι αγαπητοί αδελφοί και αδελφές της σημερινής αυτής ιεράς συνάξεως, με την οποίαν συνοδεύομεν εις την τελευταίαν επί γης κατοικίαν τον αοίδιμον μητροπολίτην της πόλεως και της περιοχής αυτής, της Φλωρίνης, ο οποίος, καθώς φεύγει, όπως είπαν και οι προηγούμενοι ομιληταί, εκ της παρούσης ζωής, αφήνει πίσω του μίαν μεγάλην δύναμιν πνευματικήν δια την παρουσίαν και την δυνατότητα των εργατών της Εκκλησίας, όταν με τέτοιο ήθος, με τέτοια δύναμι, με τέτοια ανιδιοτέλεια, με τόσον θάρρος, με τόσην υπομονήν, με τόσην καρτερίαν, και τόσην αντίστασιν εις το κακόν ενεργούν, οπότε φέρουν αποτέλεσμα εγκρινόμενο μέσα εις την συνείδησιν του ποιμαινομένου λαού μας. Εγώ δεν έχω προετοιμάσει τί­ποτε ειδικώς και δεν θα σάς κουρά­σω καθόλου, αλλά θα σάς πω μόνο, συμπληρώνοντας, ή μάλλον όχι συμπληρώνοντας, αλλά παραλλήλως λέγοντας με όσα ελέχθησαν δύο περιστατικά.
 
Παιδιά φροντίζουν τον τάφον του Γέροντος
 
Το πρώτον είνε ότι, όταν ήσαν οι Γερμανοί εις την Αθήνα και πρωτοσύγκελλος εις την Αρχιεπισκοπή Αθηνών ήτο ο μετά ταύτα Μητρο­πολίτης Ναυπακτίας Χριστοφόρος, επήγε στρατιωτικός διοικητής και του είπε: «Ξέρετε στο χώρο ιδιαίτε­ρα της Βορείου Ελλάδος ο κληρι­κός σας Αυγουστίνος Καντιώτης ενεργεί και δρα εις βάρος των αρχών κατοχής και η απόφασις των αρχών, που πρόκειται να εκδοθή, είνε να καταδικασθή εις θάνατον». Ο μέγας πρωτοσύγκελλος, όπως ελέγετο τότε, Χριστοφόρος, καθώς γράφει ο ίδιος, εξήγησε, αφού χρησιμοποίησε και σε δεύτερη συνάντησι διερμηνέα, ποιος είνε ο άνδρας αυτός και ότι δεν μπορεί να είνε κίνδυνος για την ειρήνη, αλλά είνε απλώς παρηγοριά και ελπίδα για τον λαόν, που έχει δεχθή την κατάστασι της ήττας του από την χώρα σας. Τότε λέγει εκείνος: «Θα του δώσουμε ένα περιθώριο, αλλά πρέπει να τον ενημερώσετε, ότι, εάν επαναλάβη την ίδια δράσι, θα εκτελεσθή». Ο πρωτοσύγκελλος, εν γνώσει και του Αρχιεπισκόπου, ενημερώνει τον τότε νεαρόν ιερο­κήρυκα και του λέει τι πρόκειται να συμβή. Και ο πατήρ Αυγουστίνος του απαντά (είνε δημοσιευμένο το γράμμα) και του λέει με δυο απλά λόγια: «Εγώ τη ζωή μου την έχω για το Χριστό, για την Εκκλησία και για το λαό μας. Εάν για τα όσα θα προσ­παθήσω να κάνω, και προσπαθώ να κάνω για να παρηγορήσω το λαό μας υποστώ μια τέτοια καταδίκη, θα την δεχθώ ευχαρίστως, θα πάω συντομώτερα εις τον Θεόν, και νο­μίζω, ότι έτσι θα υπηρετήσω και μ’ αυτό τον τρόπο τον λαόν μας, για να πάρη δύναμι και αντοχή και καρ­τερία στις ώρες της κατοχής»! Είνε από Θεού το γεγονός, ότι τα πράγματα έγιναν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μη εκτελεσθή αυτή η εντολή.
 
 
Το δεύτερον, που είπε ο πανοσιολογιώτατος αρχιμανδρίτης, είνε τούτο: Κατά την περίοδο ’47 με ’50 κατά τον λεγόμενον εμφύ­λιον πόλεμον, τον οποίον ημείς ως παιδιά τότε ζήσαμε παρά πολύ φρικτά, η προσφορά του εις τον στρα­τό ήταν μία προσφορά, την οποίαν δεν μπόρεσε να επαναλάβη κανείς πλέον στρατιωτικός ιερεύς, κανείς. Και ήταν αι αποφάσεις και τα εύγε της ηγεσίας των ενόπλων δυνάμε­ων συνεχή, από την κορυφή μέχρι των αμέσων προϊσταμένων του, για όλα όσα προσέφερε,— που; Σε όλον τον χώρο, ιδιαίτερα της Μακε­δονίας. Διότι όλο το μεγάλο αυτό κακό του εμφυλίου πολέμου, που εγίνετο τότε στην Ελλάδα και επεξετάθη και έφθασε και μέχρι την Πελοπόννησο, εις τον Βορειο­ελλαδικό χώρο δη και εις την Μακε­δονία εγίνετο με σκοπό την αρπαγή της Μακεδονίας και την έξοδο του υπό κατασκευήν κράτους εις τον Αιγαίον, για να μπορέση να γίνη εις βάρος της Ελλάδος το Αιγαιακόν κράτος. Αυτήν την προσφορά ο π. Αυγουστίνος την κράτησε σ’ όλη του την ζωή. Υπηρέτησε όλα του τα χρόνια σχεδόν εις την Μακεδο­νία. Προσέφερε τα πάντα. Εάν θέλετε να δήτε την αγάπη του διά­σπαρτη σε κείμενα, έχει εκδώσει ένα βιβλίο του το 1988 με την επωνυμία «Η Μακεδονία μας». Ήταν κάτι που τον συγκλόνιζε, τον συγκινούσε, του δημιουργούσε αισθήμα­τα ευθύνης. Εκείνοι οι άμεσοι συνεργάται του, ιδίως τα χρόνια της διακονίας του εδώ την Ιεράν Μητρόπολιν Φλωρίνης, που υπήρξαν ξέρουν τι ακριβώς αισθανόταν, τι σκεπτόταν, τι εγνώριζε, τι προσπα­θούσε να κάνη. Γι’ αυτό νομίζω, ότι σημέρα, στην ώρα αυτή εδώ της εκδημίας και της προσευχής, τουλάχιστον έτσι απλά πρέπει να του αναγνωρίσωμε αυτή την προ­σφορά, γιατί η προσφορά παντός Έλληνος πολίτου, όποιο υπούργημα και όποια αποστολή και εάν εκτελή, η προσφορά στην Πατρίδα είνε αυτό, που είπε ο αρχαίος ποιη­τής: «Εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί Πάτρης». Τούτο δεν το ακύρωσε ποτέ κανείς μέσα εις την ιστορία. Γι’ αυτό λοιπόν είμαι βέ­βαιος, ότι η ιστορία θα καταγράψη αυτήν του την προσφορά, τη θυσία του στο χώρο της Μακεδονίας, το φρόνημά του, τα όσα εκείνος έχει καταγράψει και έχει μεταφέρει στις ψυχές των ανθρώπων σε μια εποχή σαν αυτή, που αν σάς έλεγα, το είπα χθες δημοσία, και διαβάζαμε τις 60 σελίδες των αντιτιθεμένων ή των επιχειρούντων την άλωσι της Μακεδονίας, τώρα, έστω θεωρητι­κά, 60 σελίδες στο διαδίκτυο, νομίζω, ότι την ίδια στιγμή θα ήσασταν εις θέσιν να πάτε και εμπόλεμοι για να υπερασπιστείτε, να πάμε όλοι για την Μακεδονία μας και για όλη την Πατρίδα μας. Διότι, όπως έχουμε πει, και χαίρεται η ψυχή του τώρα, είμαι βέβαιος, ότι Μακεδονία ίσον Ελλάδα, Ελλάδα ίσον Μακεδονία. Άγιε Γέροντα, να αναπαύεται η ψυ­χή σου, να παρακαλής τον Θεόν εκεί που θα βρεθής για όλους εμάς, να μας καταξιώνη ο Θεός για να μπορούμε να ανταποκρινώμεθα στις μεγάλες μας ευθύνες απέναντι του Θεού και απέναντι του λαού μας. Σε παρακαλούμε, άγιε Γέρον­τα, να προσεύχεσαι για την ειρήνη σ’ όλο τον κόσμο, αλλά ιδιαίτερα στην περιοχή μας, για την ασφάλεια της Πατρίδος μας, και ιδιαίτε­ρα για την ακεραιότητα της Ελλά­δος, της οποίας μέρος είναι η Μα­κεδονία, που είναι εδώ και 3000 χρόνια ελληνικός τόπος ιερός, γε­μάτος από τα αίματα και τις θυσίες των ηρώων Ελλήνων. Μέσα από την ψυχή μας σε ευχαριστούμε για όσα έκανες για την Εκκλησία μας, για την Πατρίδα μας, και ιδιαιτέρως για τη Μακεδονία. Και νομίζω, ότι το είπε ήδη ο λαός μέσα του το «ευχαριστούμε». Και ας αναφωνήσωμε ένα δυνατό: Καλό ταξίδι, και, Ζήτω η Μακεδονία! Ζήτω η Ελλάδα μας! Ζήτω η Πατρίδα μας!
 
 
Ο Σπάρτης Ευστάθιος για τον π. Αυγουστίνο
 
Τι με έκανε να φτάσω μέχρις εδώ; Η ευγνωμοσύνη μου. Και το λέω αυτό με όλη τη δύναμι της ψυχής μου. Ζούμε σε μια εποχή που υπάρχει έλλειμμα ευγνωμοσύνης.
 
Ο Γέροντας μας εδίδαξε την ακλόνητη πίστι. Μας εδίδαξε το ή­θος, την αγνότητα, την καθαρότη­τα του σώματος και της ψυχής. Διό­τι ήταν υπεράνω υποψίας ο Γέρον­τας. Και αντέγραφε την καθαρή ζωή των αγγέλων, έστω και αν αυτός σάρκα φορούσε και τον κό­σμον οικούσε. Και τότε, που ήμεθα φοιτηταί, τον κοιτάζαμε κατάματα, και θαυμάζαμε και αυτήν την αρετή. Και αυτή η αρετή της αγνότητάς του και της καθαρότητάς του ήταν αυτή, που εβάραινε σε πολύ δύσκολες στιγμές, που πέρασε η Ελλαδική Εκκλησία.
 
Πιστεύω, ότι ο Γέροντας δεν ήταν άνθρωπος ΑΚΡΟΤΗΤΩΝ. Αυτά, που έλεγε, είνε λόγος Ευαγγελικός. Εμείς δεν μπορούμε να κηρύξουμε άλλο Ευαγγέλιο εκτός απ’ αυτό, που μας παρέδωσαν οι άγιοι Απόστολοί. Επομένως πρέ­πει να λέμε το ναι ναι και το ου ου. Εάν κάνουμε συμβιβασμούς ή έχουμε την εσφαλμένη αντίληψη να τα βολέψουμε τα πράγματα ή να συμβιβάσουμε τα διεστώτα, εγώ πι­στεύω, ότι ζημιά κάνουμε και στην υπόθεση της Εκκλησίας. Όλοι οι άνθρωποι, αν ήξεραν από την αρχή ποιο είναι το Ευαγγέλιο και πως πρέπει ατόφιο να το δεχθούμε, και ατόφιο να το πιστέψουμε, και μέχρι λεπτομερειών να το εφαρμόσουμε, δεν θα είχαμε όλα αυτά τα παρα­τράγουδα, τα οποία πιστεύω, ότι προήλθαν από την μεγάλη επιείκεια και από την υποχωρητικότητα και ενδοτικότητα, την οποία δεί­χνουμε.
 
Ο Γέροντας δεν ήταν ΣΚΛΗΡΟΣ.
 
Πάτρα 4 Μαρτίου 1954. Ερχόμενος στην Πάτρα να άγωνισθή κατά του Καρναβάλου συλλαμβάνεται από την Ασφάλεια.
 
Απεναντίας ήταν πολύ-πολύ αγαθός στην ψυχή, πολύ καλοσυ­νάτος, γελούσε εύκολα, έκλαιγε εύκολα, ήταν ένα μεγάλο παιδί.
 
Επομένως αυτοί, που τον έλε­γαν πολύ ΣΚΛΗΡΟ και ΑΚΡΑΙΟ, ήταν αυτοί, που δεν τον γνώρισαν. Ή θα άκουγαν κάποιους τοποθετη­μένους εχθρικά απέναντι της Εκκλησίας.
 
Για μας ο Γέροντας ήταν το ΙΝ­ΔΑΛΜΑ. Ήταν η εικόνα του καλού ποιμένος με ένα λόγο. Ο π. Αυγουστίνος δεν ζούσε για τον εαυτό του, ζούσε για την Εκκλησία και τον πονούσε ό,τι ζημίωνε την υπόθεση της Εκκλησίας. Γι’ αυτό πήρε αυτή τη θέσι και δεν μπορούσε να γίνη αλλιώς. Και ο Χριστός μας πήρε βούρδουλα επανειλημμένως και ανέτρεψε και τα τραπέζια στο ναό του Σολομώντος, διότι θιγόταν η ιερότης του χώρου. Έχουμε λοιπόν το παράδειγμα αγιογραφικά θεμελιωμένο και δεν θα μπορούσε εκείνος να ζήση και να ενεργήση διαφορετικά.
 
Σαν διδάσκαλος χρησιμοποιούσε και την επιείκειά του και την αυστηρότητά του. Πιστεύω, ότι τον π. Αυγουστίνο ο Θεός τον έδωσε ως δώρο και στην μητρόπολι αυτή και σε όλη την Ορθοδοξία. Γι’ αυτό και τον άφησε να ζήση 104 χρόνια. Ο Θεός έδωσε αυτήν την εκκλησιαστική προσωπικότητα ως δώρο εις τον λαό του. Να τον παρακαλούμε να προσεύχεται για όλους μας εκεί κοντά στον θρόνο του Θε­ού, που από τώρα και στο εξής θα βρίσκεται.
 
 
Ο κ. Ν. Σωτηρόπουλος για τον π. Αυγουστίνο
 
Σε ηλικία 104 ετών αναχώρησε για την αιωνιότητα ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης, πρώην Μητροπολίτης Φλωρίνης. Πρόσωπο καταπλημμυρι­σμένο από τη χάρι του Θεού. Ανα­φέρουμε μερικά μόνο από τα πολλά και μεγάλα προσόντα του.
 
Συναρπαστικός Ιεροκήρυξ, ο συναρπαστικώτερος όλων των ιερο­κηρύκων των ημερών μας. Μιλούσε από την καρδιά του, που περιέκλειε Χριστό και Ελλάδα, και συγκινούσε και συγκλόνιζε τις καρδιές των ακροατών του και των αναγνωστών του.
 
Είχε ζήλο για το Θεό και την Εκ­κλησία του Θεού, ζήλο που υπενθύμιζε τον ζήλο Ηλιού του προφήτου. Ζηλών εζήλωκε Κυρίω Παντοκράτορι.
 
Είχε πάρα πολύ δυνατή θέλησι. Κοπιούσε και μοχθούσε υπερανθρώπως, θα λέγαμε. Ήταν αγωνιστής πρώτης τάξεως. Ελεγκτής των ισχυρών του κόσμου. Ασυμβίβαστος σε θέματα αρχών. Ούτε μία φορά δεν συμβιβάστηκε με τον κόσμο και με τους ισχυρούς του κόσμου. Ούτε μία ημέρα δεν έζησε με σκοπιμότητα, αλλά πάντο­τε με ανώτερο σκοπό.
 
Ατρόμητος απέναντι Ιταλών, Γερμανών, ανταρτών, Επισκόπων, Αρχιεπισκόπων, Πατριαρχών, Συν­όδων, βασιλέων, δικτατόρων, κακο­ποιών στοιχείων. Πολλές φορές έπαιξε τη ζωή του, κατά το κοινώς λεγόμενο, κορώνα-γράμματα. Και επειδή ήταν αγνός αγωνιστής, ο Θεός πάντοτε τον προστάτευε και του χάρισε μακρότητα ημερών.
 
Ως Επίσκοπος δημιούργησε υποδειγματική Μητρόπολη και κα­τέστησε την μικρή ακριτική πόλι Φλώρινα γνωστή πανορθοδόξως. Ανεδείχθη ο καλύτερος Επίσκοπος των ημερών μας. Τώρα που απήλθε απ’ αυτό τον κόσμο και δεν θα προσκρούσωμε πλέον στη μετριο­φροσύνη του, λέγουμε με μία λέξι, ότι ο Αυγουστίνος υπήρξε άγιος. Ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Χριστό­δουλος, όταν ήταν Μητροπολίτης Δημητριάδος, είπε στον υποφαινόμενο: «Εμείς οι άλλοι Επίσκοποι, όταν πεθάνωμε, θα σβήσωμε. Αλλ’ ο Γέροντάς σου Αυγουστίνος θ’ ανακηρυχθή άγιος».
 
Βεβαίως, λέγουμε εμείς, και άλλοι Επίσκοποι είνε ενάρετοι και άγιοι. Αλλ’ ο Επίσκοπος Αυγουστίνος υπέρκειται όλων, είνε ο με­γαλύτερος Επίσκοπος των ημερών μας, πρώτος στη συνείδησι των πι­στών ανά την οικουμένη, σύγχρο­νος Πατήρ της Εκκλησίας.
 
 
O αείμνηστος Αρχιμανδρίτης Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος συνέταξε ύμνον δια το Ιωβηλαίον (50 έτη Ιερωσύνης) του π. Αυγουστίνου. Ο ύμνος δεν εδημοσιεύθη άλλοτε, αλλά δημοσιεύεται τώρα, οπότε και ο συντάκτης του ύμνου και ο εξυμνούμε­νος ευρίσκονται εις την αιωνιότητα και η δημοσίευσις του ύμνου δεν προσκρούει εις την μετριοφροσύνην των.
 
ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΩ ΕΠΙΣΚΟΠΩ ΑΡΧΙΘΥΤΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΦΛΩΡΙΝΑΝ
 
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
 
ΕΠΙ ΤΩ ΕΥΦΡΟΣΥΝΩ ΤΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΑΥΤΟΥ ΙΩΒΗΛΑΙΩ
 
(Δεν ψάλλεται κατά το «Χαίροις ασκητικών αληθώς»)
 
Χαίροις η ιερά κεφαλή, της Ορθοδόξου Εκκλησίας το σέμνωμα, αστήρ σελαγίζων και καταυγάζων ψυχάς.
 
Φρουρός ο ακοίμητος Ποίμνης Χριστού της αγίας και των πιστών τροφοδότης αέναος.
 
Κηρύκων ο πρύτανις, Επισκόπων ευπρέπεια, λύκων, Θηρών τε άγριων ελατήρ ισχυρότατος.
 
Φύλαξ ο δυσμαχώτατος, πατρώων θεσμών τε και ιερών παραδόσεων.
 
Χαίροις, πολυπαθέστατε, εν διωγμοίς καρτερήσας, πολυποικίλοις τε θλίψεσι.
 
Βλεφάροις ουκ έδωκας νυσταγμόν ουδεπώποτε και τοις κροτάφοις ελαχίστην ανάπαυσιν, κόποις πολλοίς τε και μόχθοις βίον ανύσας σον άπαντα. Κινδύνους ηγάπησας, εν παρρησία ηρίστευσας, την δε ψυχήν σου τιμίαν ουκ ελογίσω παντάπασιν.
 
Ει δε μικρόν που ή μέγα ηστόχησας ή σφάλμα τι πέπραχας, ουδένα λανθάνει ότι ταύτα τη ανθρωπίνη φύσει συνέπονται.
 
Και νυν, ω θεσπέσιε, ανδρίζου και ίσχυε και αιωνόβιος γίνου εις Εκκλησίας ωφέλειαν.
 
Διδότω σοι ο Φιλάνθρωπος αλκήν έως τέλους σου, διακονίαν πληρούν σε, ην εκ χειρών Αυτού είληφας– ώστ’ εν ημέρα μεγάλη λαβείν σε το στέφος, ο επηγγείλατο.
 
+ Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος ο ευτελής πρεσβύτερος
 
8-7-1985
 
 
ΜΗΝΙΑΙΟΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΟΡΓΑΝΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ- ΑΦΙΈΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΠΡ. ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ – I907-2010 – ΕΤΟΣ ΝΗ’ ΑΘΗΝΑΣ· ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ – 2010 – ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΕΥΧΟΥΣ 559
 
 
 
Αυγουστίνος Ν. Καντιώτης
 
Σύντομος Βιογραφία
 
«Απέστειλεν έμπροσθεν χυτών άνθρωπον»
(Ψαλμ. 104,17)
 
Πρόλογος
 
Το να κλείσης τη ζωή ενός ανθρώπου μέσα σε μερικές σελίδες αποτελεί δύσκολο έγχείρημα. Όταν δε αυτός ο άνθρωπος είνε κάποιος ο οποίος «ουκ έδωκεν ύπνον τοις βλεφάροις», αλλά νυχθημερόν εργάσθηκε με πρωτοφανή ζήλο για τη δόξα της Εκκλησίας του Χριστού, και στο πρόσωπο του συναντώνται σπάνια χαρίσματα, τότε το εγχείρημα αποβαίνει ασφαλώς ακατόρθωτο. «Όταν γυρίση κανείς προς τα πίσω να κοιτάζη τα έργα του κοντόσωμου ιεροκήρυκα, απορεί πως ένας άνθρωπος κατάφερε τόσα πολλά», διεπίστωνε η εφημερίδα «Μεσημβρινή» στις 12 Απριλίου 1965, προτού δηλαδή ακόμη γίνη επίσκοπος. Και η απορία ασφαλώς μεγαλώνει, όταν έχης μπροστά σου και το υπόλοιπο έργο του επισκόπου πλέον Αυγουστίνου.
 
Η ιστορία όμως δεν πρέπει να λησμονήται, και μάλιστα όταν πρόκειται για εξέχουσες μορφές σαν τον βιογραφούμενο, ο οποίος πολύ παρεξηγήθηκε και σφόδρα πολεμήθηκε. Γι’ αυτό αξίζει οπωσδήποτε τον κόπο να περιγραφούν συνοπτικά οι κυριώτερες φάσεις της ζωής του. Η περιγραφή θα στηριχθή σε στοιχεία που παρέχουν αυτόπτες μάρτυρες, σε δημοσιευμένα η ανέκδοτα κείμενα επιφανών η ασήμων ανθρώπων, και τέλος σε μαρτυρίες του ιδίου του βιογραφουμένου. Πιστεύουμε δε ότι η έκθεσι αυτή δείχνει τελικώς τούτο· η παρουσία του π. Αυγουστίνου ήταν όχι μόνο κινουμένη από την πίστι αλλά και δυναμουμένη από την θεία χάρι. Γι’ αυτό ότι γράφεται εδώ αποβλέπει κατά πρώτον προς δόξαν αυτής της χάριτος, προς δόξαν Θεού του ενεργούντος εν ημίν «και το θέλειν και το ενεργείν υπέρ της ευδοκίας» (Φιλ. 2,13), και κατά δεύτερον προς τιμήν του σκεύους που εδέχθη αυτή την χάρι.
 
Α. Ιδιωτική Ζωή
 
α’. Καταγωγή – γέννησις – παιδική ηλικία στις Λεύκες Πάρου
 
«Είδον το γλυκύ της ημέρας φως το έτος 1907. Εγεννήθην εις μίαν των Κυκλάδων νήσων, την Πάρον. Οι κατά σάρκα προγονοί μου, κατά την παράδοσιν καταγόμενοι εκ της μεγαλονήσου Κρητης η οποία την περίοδον της ενετικής κατοχής ωνομάζετο Κανδία, ωνομάζοντο Καντιώται. Ως παις έζησα εις το ευσεβές περιβάλλον του χωρίου μου Λεύκες, του οποίου την ευσέβειαν των κατοίκων μαρτυρούν πλην των άλλων και 20 περίπου ιεροί ναοί, εξωκκλήσια και παρεκκλήσια. Λόγω της διδασκαλίσσης μητρός μου έζησα από νηπιακής ηλικίας εις σχολικόν περιβάλλον, το οποίον διηύθυνεν έξοχος διδάσκαλος, υπενθυμίζων πως τους διδασκάλους του Γένους, ο αείμνηστος Ιωάννης Γαϊτάνος, του οποίου βιογραφίαν έγραψεν ο εκ των μαθητών του αρχιμανδρίτης π. Νικόλαος Αρκάς. Ήμουν ζωηρόν και άτακτον παιδίον, το οποίον πολλάκις εδοκίμασα την παιδαγωγικην ράβδον του διδασκάλου και των γονέων μου. Ω καλοί μου γονείς και διδάσκαλοι, δια την επιδειχθείσαν αυστηρότητά σας, η οποία ενέκλειε πλούτον στοργής, πόσον σας είμαι ευγνώμων!
 
Την πρώτην όμως ώθησιν δια την πνευματικήν ζωήν οφείλω εις τον αείμνηστον πατέρα μου, όστις ήτο ολίγων μεν γραμμάτων, αλλ’ άνθρωπος ειλικρινούς μετανοίας και βαθείας πίστεως. Δεν ήτο εξ αρχής ούτω. Πώς μετεστράφη; Ακούσατε. Ως έμπορος εταξίδευε συχνά. Ευρισκόμενος δε εις Αθήνας κατά Φεβρουάριον του 1920 ένα πρωί επεσκέφθη κεντρικόν κατάστημα των Αθηνών, εκ του οποίου επρομηθεύετο τα αναγκαιούντα δια το μικρόν κατάστημά του είδη. Εισελθών εις το κατάστημα είδεν όλους, διευθυντήν και υπάλληλους, να κλαίουν γοερώς. Εις ερώτησίν του, διατί κλαίουν, απήντησαν “Κυρ-Νικολάκη, απέθανεν ο πνευματικός μας πατέρας, ο πατήρ Διονύσιος Φαραζουλής, ο ιεροκήρυξ του Μητροπολιτικού Ναού. Σήμερον θα γίνη η κηδεία του…”. Οι υπάλληλοι συνέστησαν εις τον πατέρα μου να υπάγη και αυτός εις την κηδείαν, και επήγεν. Ο, τι δε είδε και ήκουσε κατά την κηδείαν εκείνην του αειμνήστου π. Διονυσίου, τον συνεκίνησε βαθύτατα.
 
Ένας τότε χριστιανός, άγνωστος, του συνέστησε το περιοδικόν “ΖΩΗ”, του οποίου συντάκτης ήτο ο αοίδιμος ιεροκήρυξ. Από την ημέραν εκείνην ο αείμνηστος πατήρ μου υπέστη μεγάλην αλλοίωσιν. Επέστρεψεν εις το χωρίον. Μετέβη εις πνευματικόν πατέρα, εξωμολογήθη, και έκτοτε μέχρι τέλους της ζωής του ανεγίνωσκε τον λόγον του Θεού, εκκλησιάζετο τακτικώς, προέτρεπε δε και άλλους εις μετάνοιαν. Ο πατέρας ωδήγησε και εμέ, μαθητήν όντα, εις την Ιερόν Μονήν Λογγοβάρδας και δια πρώτην φοράν εξωμολογήθην εις τον αείμνηστον αρχιμ. π. Φιλόθεον Ζερβάκον, με τον οποίον έκτοτε συνεδέθην πνευματικώς. Ύστερον από την εξομολόγησιν εκείνην ο ζωηρός χαρακτήρ ήρχισε να τιθασεύεται».
 
Χαρακτηριστικό της μετανοίας και πνευματικής ζωής που επέδειξε ο Νικόλαος Καντιώτης είνε το γεγονός ότι, όταν ο π. Φιλόθεος επεσκέπτετο τις Λεύκες για να εξομολογήση, έμενε στο σπίτι του. Εκεί, σε ένα δωμάτιο, γινόταν η εξομολόγησι των χωρικών, πολλούς από τους οποίους είχε προτρέψει σ’ αυτό ο ίδιος ο σπιτονοικοκύρης.
 
Ο π. Αυγουστίνος διηγείται σχετικώς· «Ολίγων γραμμάτων ήταν ο πατέρας μου. Μικρός εμποράκος ήταν στο χωριό. Είχε πάει σ’ ένα πνευματικό πατέρα, αείμνηστο πλέον, άγιο κατ’ εμέ, τον π. Φιλόθεο, τον ηγούμενο της Λογγοβάρδας -ας είνε αιωνία του η μνήμη. Πήγε, εξωμολογήθη, και επέστρεφε πλέον στο σπίτι του πολύ διαφορετικός. Και μόνο αυτό; Στο εξής τι έκανε; Κάθε Μεγάλη Σαρακοστή πήγαινε ο ίδιος στο μοναστήρι, έπαιρνε τον πνευματικό πατέρα του, το γέροντα Φιλόθεο, και τον έφερνε στο σπίτι. Τον έβαζε στο σαλόνι και τον επεριποιείτο μόνος του. Έπειτα έβγαινε στη γειτονιά, πήγαινε από σπίτι σε σπίτι, και έφερνε όλο σχεδόν το χωριό στην εξομολόγησι. Ας είνε αιωνία του η μνήμη». Ο δε π. Φιλόθεος σε επιστολή του ομολογεί για τον Νικόλαο Καντιώτη· «Ως πνευματικός του επί εικοσαετίαν περίπου εγνώρισα, ότι και σωματικώς και πνευματικώς ήτο υγιέστατος και εις πολλούς εφάνη ιατρός πνευματικός, διότι τους καθοδήγει εις την εξομολόγησιν, την μετάνοιαν, την αρετήν».
 
Σημαντική για τον μικρό Ανδρέα (όπως ήταν το κοσμικό όνομα του π. Αυγουστίνου) είνε και η επίδρασι του κατηχητικού, που έκανε τότε ο απλοϊκός μα πιστός ιερεύς του χωριού του παπα-Νικόλας.
 
Από μικρός ο π. Αυγουστίνος έδειχνε τί δρόμο επρόκειτο να ακολουθήση· ζωγράφιζε αγίους, κατασκεύαζε ξύλινους σταυρούς, έκανε πρόβες για κηρύγματα στο περιβόλι η στο δωμάτιό του, ενώ 14 ετών φιλοτεχνούσε ξύλινες σφραγίδες οι οποίες εδήλωναν –υποτίθεται- περιοδικά τα οποία θα εξέδιδε με τους τίτλους «Πνεύμα», «Αναγέννησις» κ.λπ.. Ασφαλώς σημαντική επίδρασι είχε επάνω του η μελέτη του περιοδικού «ΖΩΗ». Η υπογραφή του, ως μαθητού ακόμη, καλλιτεχνικώτατη και επιμελέστατη. Είνε χαρακτηριστικό, ότι σε φωτογραφία της τάξεώς του στο Δημοτικό είνε το μόνο παιδί που τα χείλη του κοσμεί ένα χαριτωμένο χαμόγελο! «Το πρόσωπο του πάντοτε έλαμπε».
 
Από τον Σεπτέμβριο του 1919 μέχρι το 1921 αποχωρίζεται το οικογενειακό περιβάλλον για να συνέχιση τις σπουδές του στο Σχολαρχείο της Παροικίας, μοναδικό σχολαρχείο της Πάρου, που εφιλοξενείτο στα κελλιά του ιστορικού παλαιοχριστιανικού ναού της Παναγίας Εκατονταπυλιανής. Στο χωρίο τα παιδιά επέστρεφαν κάθε Σάββατο.
 
β’. Μαθητής στο Γυμνάσιο Σύρου
 
«Με την βοήθειαν του Θεού ετελείωσα το Δημοτικόν Σχολείον Λευκών ως και το Σχολαρχείον Πάρου. Εξεδήλωσα επιθυμίαν να συνεχίσω εις τα γράμματα. Ο νομός Κυκλάδων, όπου σήμερον λειτουργούν άνω των 30 γυμνάσια και λύκεια, είχε τότε ένα μόνον γυμνάσιον, το περίφημον Γυμνάσιον Σύρου, εις το οποίον συνέρρεον μαθηταί εξ όλων των Κυκλάδων νήσων. Εις το Γυμνάσιον τούτο εφοίτησα τα έτη 1921-1925. Ήμουν επιμελής μαθητής και εις όλας τας τάξεις ηρίστευα. Ηυτύχησα δε να έχω λαμπρούς γυμνασιάρχας, τους αείμνηστους Ιωάννην Ρώσσην, σοφόν συγγραφέα σχολικών βιβλίων και δη του Λεξικού Ανωμάλων Ρημάτων, και τον Κωνσταντίνον Γαβράν, οι οποίοι, ερασταί της αρχαίας ελληνικής γλώσσης, μετέδιδον εις τους μαθητάς την αγάπην προς τα ελληνικά γράμματα. Κατά το διάστημα δε αυτό την Ερμούπολιν επεσκέπτετο και ο π. Φιλόθεος, ο οποίος με τα κηρύγματά του και προ παντός με την αγίαν ζωήν του μας ενέπνεε.
 
Αισίως ετελείωσα το γυμνάσιον. Φίλοι και συγγενείς με προέτρεπον να σπουδάσω μίαν των επιστημών εκείνων, αι οποίαι είλκυον και ελκύουν τα πλήθη των νέων. Αλλ’ εγώ απεφάσισα να σπουδάσω θεολογίαν. Όταν ύστερον από μίαν εξομολόγησιν εις τον π. Φιλόθεον ανεκοίνωσα την απόφασίν μου εις τον αείμνηστον πατέρα μου, ούτος συνεκινήθη βαθέως, εδάκρυσε και μου είπε· “Παιδί μου, αν και εις το σπίτι μας έχουμε τρία ανύπανδρα κορίτσια που έχουν ανάγκην προστασίας, εν τούτοις δεν σου φέρω κανένα εμπόδιον. Μόνον πρόσεξε πολύ να φανής αντάξιος της κλήσεώς σου…”».
 
Μέσα σε ένα περιβάλλον που ήδη ειχε αρχίσει να διαβρώνεται από διάφορες άντιχριστιανικές ιδέες και ήθη, ο Ανδρέας κρατα σταθερά τη γραμμή πλεύσεως που είχε χαράξει. Σε κάθε τάξι πρωτεύει και βραβεύεται μάλιστα με το περίφημο Κοσκορόζειο βραβείο. Πρώτος και στις συζητήσεις, οπού έβγαινε πάντα νικητής, χωρίς να του λείπη και το χιούμορ. Ζούσε λιτή ζωή με πολλή μελέτη και τήρησι των νηστειών, έστω και αν ήταν μακριά άπο το σπίτι· αυτό είχε ως αποτέλεσμα συχνές γρίππες. Ίσως αυτές οι νηστείες και η υπερβολική μελέτη επιβάρυναν ακόμη περισσότερο την υγεία του. Σπάνια έβγαινε τις ελεύθερες ώρες στους δρόμους με τους συμμαθητάς του. Κι αυτές πήγαινε η στα δικαστήρια η σε ήσυχα μέρη η στο νεκροταφείο, για να φιλοσοφήση επάνω στην ματαιότητα του κόσμου αλλά και να θαυμάση τα έργα τέχνης που στόλιζαν τάφους μεγάλων ευεργετών. Διάβαζε τότε έφημερίδες που περιέγραφαν τα συνταρακτικά νέα από το μικρασιατικό μέτωπο. Παραλλήλως διεκπεραίωνε με επιτυχία εμπορικές υποθέσεις του πατέρα του. Είνε η περίοδος που οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία φτάνουν και στην Πάρο· μεγάλη είνε η εντύπωσι που προξένησε η άφιξί τους στο νεαρό τότε μαθητή.
 
Την περίοδο εκείνη ειχε αλληλογραφία και με τον π. Φιλόθεο Ζερβάκο (παραλλήλως με την προσωπική επαφή) και με τον Δημήτριο Παναγιωτόπουλο της αδελφότητος «Ζωή», στον οποίο εξέθετε τις άνησυχίες του για την διασπορά στην κοινωνία αθεϊστικών ιδεών και κοσμικών ηθών . Διψά επίσης να διαβάζη και κάθε άλλο χριστιανικό περιοδικό και βιβλίο καθώς και το μεγάλο βιβλίο της φύσεως. Επί πλέον νοιάζεται για την σωστή αγωγή των τριών αδελφών του. Οι παρέες του ακόμη και στις διακοπές στην Πάρο είνε λιγοστές, η δε τάσι προς τα θεία έντονη. Μέσα στην εκκλησία στέκεται πραγματικά με φόβο Θεού· ακίνητος, προσηλωμένος, χωρίς να στριφογυρίζη. Ζη σαν κοσμοκαλόγηρος· καλλιεργεί ιδιαίτερα την προσευχή. Επάνω σε ένα βιβλίο του γράφει: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον ημάς”. Συντομωτάτη προσευχή, την οποίαν ο κάθε χριστιανός πρέπει να λέγη νοερώς καθ’ έκάστην πολλάκις· ωφελεί πολύ. Α.Ν. Καντιώτης». Και προς τους γονείς του επιστέλλει· «…Πολλάκις τα λόγια της πίστεώς μας χαροποιούν τον άνθρωπον περισσότερον κατά πολύ από τα χρήματα και άλλα» . Νοιάζεται όμως να τους ευχαριστήση, διότι κοπιάζουν δι’ εκείνον.
 
Η προσωπικότης του ήδη έχει διαμορφωθή και αφήνει γύρω του «ζωηρές εντυπώσεις και με θαυμασμό και έπαινο εκφράζονται γι’ αυτόν μέχρι σήμερα». Ένας γυμνασιάρχης του μάλιστα έλεγε: «Δύο προσωπικότητες πέρασαν από το Γυμνάσιο Σύρου· ο Βενιζέλος και ο Καντιώτης» (κατά μαρτυρία της Αικατερίνης Άλιπράντη-Χατζηνικολάου). Μπορούμε να πούμε, ότι ο π. Αυγουστίνος ήταν αφωρισμένος εκ κοιλίας μητρός. Η, όπως απλά το είπε μία φίλη της μητέρας του, «ο Αυγουστίνος ήτανε σφραγισμένος από μικρός» .
 
γ’. Φοιτητής στην Αθήνα
 
«Ο αείμνηστος πατήρ μου, μετά την απόφασιν να σπουδάσω θεολογίαν εις Αθήνας, αγωνιών δια την ζωήν μου εντός της πρωτευούσης, με ωδήγησεν εις την Αδελφότητα “ΖΩΗ”, με την οποίαν συνεδέετο όχι μόνον ως συνδρομητής αλλά και ως αντιπρόσωπος των συνδρομητών της Πάρου. Εγενόμην δεκτός. Παρέμεινα υπό την στέγην του οικοτροφείου της “ΖΩΗΣ” επί μίαν τετραετίαν, το κατά δύναμιν εργαζόμενος και σπουδάζων. Περίοδος εξαιρετικών ευλογιών δι’ εμέ η, περίοδος των φοιτητικών μου χρόνων. Πρώτη ευλογία ήτο το ότι ηξιώθην να ίδω τον άγιον εκείνον κληρικόν, τον ιδρυτήν της Αδελφότητας “ΖΩΗ”, τον π. Ευσέβιον Ματθόπουλον, συγγραφέα του περίφημου βιβλίου: “Ο προορισμός του ανθρώπου”. Του π. Εύσεβίου τα κηρύγματα των τελευταίων ετών εις τον ιερόν Ναόν Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μοναστηρακίου παρηκολούθουν ανελλιπώς. Άλλη ευλογία ήτο ότι επί διετίαν περίπου διετέλεσα υπογραφεύς του αειμνήστου Παναγιώτου Τρεμπέλα, κορυφαίου θεολόγου, όστις όρθρου βαθέος ηγείρετο και συνέγραφε. Ιδιαιτέρως ενθυμούμαι ότι το επί τη κοιμήσει του αειμνήστου π. Ευσεβίου (29 Ιουλίου 1929) άρθρον υπηγόρευεν εις εμέ διακοπτόμενος από λυγμούς και δάκρυα. Άλλη ευλογία, διά την οποίαν ευγνωμονώ τον Θεόν, είνε ότι ως φοιτητής υπήρξα ακροατής πανεπιστημιακών παραδόσεων και άλλων βεβαίως καθηγητών, αλλ΄ όλως ιδιαιτέρως του αειμνήστου Χρήστου Ανδρούτσου, κορυφαίου ορθοδόξου θεολόγου και φιλοσόφου».
 
Στην Αθήνα ο π. Αυγουστίνος ρουφά σαν τη μέλισσα ο,τι καλό του προσφέρει το περιβάλλον. Η ζωή του, όπως των δύο μεγάλων αγίων πατέρων Βασιλείου και Γρηγορίου όταν σπούδαζαν εκεί, περικλείεται ανάμεσα στο πανεπιστήμιο, την εκκλησία, το οικοτροφείο. Διακρίνει τις μεγάλες μορφές και αντλεί από αυτές. Στο οικοτροφείο της «Ζωής» θα συνδεθή στενώς και με τον κατοπινό συνοδοιπόρο του στους εκκλησιαστικούς αγώνες π. Χριστοφόρο Καλύβα.
 
Εάν για έναν άπόστολο Παύλο ήτο αναγκαία η έρημος της Δαμασκού, εάν για έναν Ιωάννη Χρυσόστομο χρειάστηκε η θητεία κοντά σε ερημίτας της Συρίας, και για τον π. Αύγουστΐνο η θεία πρόνοια οικονόμησε ένα καιρό που θα παρέμενε μακριά από τον κόσμο, για να γνωρίση τον εαυτό του και να κατασταλάξη στον προορισμό του.
 
«Τον Δεκέμβριον του 1929, εις ηλικίαν 22 ετών, έλαβα το πτυχίον της Θεολογίας με βαθμόν “άριστα”. Αλλά καλύτερον να μη το ελάμβανον με “άριστα”. Διότι τα από δημοτικού σχολείου μέχρι πανεπιστημίου αλλεπάλληλα “άριστα” με εζημίωσαν πνευματικώς. Το ομολογώ δημοσίως. Αλαζονεία τις με κατέλαβεν επί τη θεολογική γνώσει. Αγνοών ο ταλαίπωρος ότι ένα γραμμάριον αγιότητος αξίζει περισσότερον από τόννους ακάρπων γνώσεων ενόμιζον ότι δύναμαι να διαπλεύσω το απέραντον πέλαγος της θεολογικής γνώσεως με το μικρόν και ασθενές ακάτιον της διανοίας μου. Εμέθυσα μέθην άνευ οίνου, μέθην γνώσεως. Και ως μεθύων δεν ήκουον τας συμβουλάς των ειλικρινώς αγαπώντων με πνευματικών πατέρων. Ακάθεκτος ωρμών προς την γνώσιν. Και ο Θεός με εταπείνωσε δια την αλαζονείαν μου αυτήν. Εγκατέλειψα περιβάλλον ανεκτιμήτου πνευματικής αξίας αντί πινακίου γνώσεως, περιβάλλον του οποίου την αξίαν και ο αγαπητός μου ιεροκήρυξ π. Χριστόφορος Καλύβας, συμφοιτητής μου τότε εν τω κύκλω της Αδελφότητος, ομολογεί εις το εσχάτως εκδοθέν βιβλίον του περί μοναχισμού και αδελφοτήτων.
 
Υπό της αφροσύνης μου λοιπόν εξεσφενδονίσθην πολύ μακράν τοπικώς αλλά και πνευματικώς. Εξεσφενδονίσθην εις την νήσον Ίον των Κυκλάδων, η οποία ήτο τότε τόπος εξορίας. Η μακρά εκεί παραμονή μου υπήρξεν η Σαχάρα του βίου μου. Επιστήμων(!) εγώ, έγινα διδάσκαλος διδάσκων εις τα αθώα παιδία της νήσου το ελληνικόν αλφάβητον! Ζουν και σήμερον εν Ίω εκείνοι που με ενθυμούνται ως διδάσκαλόν των. Κύριε, “αγαθόν μοι ότι εταπείνωσάς με, όπως αν μάθω τα δικαιώματά σου” (Ψαλμ. 118,71)».
 
Ο πατέρας του είχε κοιμηθή το 1929 -το ετος που ο Ανδρέας πήρε το πτυχίο- σε ήλικία 59 έτών. Έτσι η ευθύνη για την οικογένεια βάρυνε τώρα περισσότερο στους δικούς του ώμους. Στην Ίο παρέμεινε πέντε χρόνια βοηθώντας τη μητέρα του στο έργο της διδασκαλίας. Παραλλήλως φρόντιζε για την αποκατάστασι των τριών αδελφών του μένοντας πιστός στην πατρική εντολή.
 
Β’. ΔΗΜΟΣΙΑ ΖΩΗ
 
α’. Η κλήσις
 
«Ο δαίμων της υπερηφανείας προς καιρόν με εγκατέλειψεν, αλλ’ ήρχισε να με πειράζη άλλος δαίμων, χειρότερος, ο δαίμων της απελπισίας. Και εκινδύνευσα ν’ απολεσθώ πνευματικώς. Αλλ’ ο Κύριος έστειλεν εις την Ίον τον άγγελόν του, ο οποίος με επαρηγόρησε τα μέγιστα και με ενεθάρρυνεν. Ήτο ο αείμνηστος Λάζαρος Χατζηθέμελης, περιοδεύων ιεροκήρυξ-θεολόγος. Ούτος αποχαιρετών με εις την αποβάθραν του λιμένος της νήσου μου υπενθύμισε χωρίον του αποστόλου Πέτρου’ “Ταπεινώθητε υπό την κραταιάν χείρα του Θεού, ίνα υμάς υψώση εν καιρώ. Πάσαν την μέριμναν υμών επιρρίψαντες επ’ αυτόν, ότι αυτώ μέλει περί υμών.
 
Και όντως τω Κυρίω μέλει περί ημών! Ενώ οι άνθρωποι με είχον λησμονήσει και έζων έρημος και άγνωστος, ο Κύριος δεν με ελησμόνησεν. Εκ βάθους με ανέσυρε. Πώς; Μίαν βροχεράν ήμέραν του Δεκεμβρίου του έτους 1934, ενώ μετέβαινον εις το Δημοτικόν σχολείον, βλέπω εις τον δρόμον ένα μικρόν γράμμα – επισκεπτήριον. Άλλος τις ίσως δεν θα το επρόσεχε. Αλλά κάτι με έσπρωξε μέσα μου να σκύψω και να το ανασύρω από την λάσπην. Το ανοίγω και διαβάζω· “Ανδρέα (αυτό ήτο το ονομά μου ως λαϊκού), η θέσις του Γραμματέως της Μητροπόλεώς μου εκενώθη. Σπεύσε. Σε αναμένω…”. Ήτο γράμμα, το οποίον εκ Μεσολογγίου μου απέστειλεν ο αείμνηστος Μητροπολίτης Αιτωλοακαρνανίας Ιερόθεος. Το γράμμα τούτο κατ’ εμέ ήτο μία κλησις, μία πρόσκλησις του Θεού, διά ν’ αναλάβω διακονίαν εν τη Εκκλησία. Και πως ευρέθη εις την λάσπην; Είχε πέσει από τας χείρας του γέροντος ταχυδρομικού διανομέως κατά την ψυχράν εκείνην ημέραν του χειμώνος. Και εις την περίπτωσιν αυτήν είδον διά μίαν ακόμη φοράν εν τοις πράγμασι την άληθειαν που διεκήρυξεν ο Κύριος ειπών “Και αι τρίχες της κεφαλής υμών πάσαι ηριθμημέναι εισίν”. Ο δε Μέγας Βασίλειος, ομιλών σχετικώς λέγει· “Πολλάκις και εν τοις μικροτάτοις η σοφία και η πρόνοια του Θεού διαφαίνονται”».
 
β’. Η στράτευσις στο εργο της Εκκλησίας· πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας
 
Ο π. Αύγουστίνος, παρ’ ότι ως αριστούχος της θεολογίας είχε διορισθή καθηγητής σε γυμνάσιο, προτίμησε εν τούτοις να υπηρέτηση την Εκκλησία, μολονότι οικονομικώς οι απολαβές ήταν πολύ λιγώτερες.
 
Γράφει· «Εις την ούτω πως θαυμαστώς διαβιβασθείσαν πρόσκλησιν δεν εφάνην απειθής. Υπήκουσα προθύμως. Την πρώτην ημέραν του έτους 1935 εις το ατμόπλοιον της αγόνου γραμμής ουδείς υπήρχεν επιβάτης πλην εμού, προξενούντος την απορίαν του πλοιάρχου, πως μίαν τοιαύτην ημέραν εγώ εταξίδευον. Επειγόμην να φθάσω εις τον προορισμόν μου. Και έφθασα την επομένην εις Μεσολόγγιον.
 
Ω Μεσολόγγιον! Ιερά πόλις του Ελληνισμού, περι της οποίας οι καλοί μας διδάσκαλοι και καθηγηται όταν ωμίλουν ανελύοντο εις δάκρυα! Και μόνον η θέα της πόλεως αυτής με συνεκίνησε βαθύτατα. Ο Μητροπολίτης Ιερόθεος, εις τον οποίον ήμην γνωστός εκ της προηγηθείσης ποιμαντορίας του ως Μητροπολίτου Παροναξίας, με εδέχθη με ανοικτάς αγκάλας. Εις το Μοναστήριον Αγγελοκάστρου εκάρην μοναχός και έλαβον το όνομα Αυγουστίνος. Εις το χωρίον Παραβόλα εχειροτονήθην διάκονος. Εις την Ιεράν Μητρόπολιν υπηρέτησα ως γραμματεύς, πρωτοσύγκελλος και ιεροκήρυξ επί μίαν 6ετίαν περίπου. Αι αναμνήσεις μου εκ της υπηρεσίας αυτής είνε πολλαί. Εις πόλεις και χωρία εκήρυξα τον λόγον του Θεού. Από ταπεινόν χωρικόν ήκουσα σπουδαιότατον μάθημα ομιλητικής, το οποίον επέδρασεν εις την ζωήν μου. Άλλος δε χωρικός μοι έδωκε βιβλίον που περιείχε τας διδαχάς του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, βιβλίον το οποίον ως πολύτιμον θησαυρόν έφύλασσεν εις την καλύβην του.
 
Εις την πόλιν του Μεσολογγίου εκήρυξα τα περισσότερα κηρύγματά μου. Αλησμόνητος θα μείνη εις εμέ η προθυμία των ευσεβών κατοίκων της πόλεως αυτής, ανδρών, γυναικών και παίδων, οι οποίοι ως εις άνθρωπος καθ’ εκάστην Κυριακήν συνέρρεον εις τον ευρύχωρον ναόν της Αγίας Παρασκευής και ήκουον το κήρυγμα. Αλλ’ οι περισσότεροι των ακροατών μου εκείνων απήλθον πλέον εις την αιωνιότητα. Ζουν όμως ακόμη άρκετοί, τους οποίους οσάκις συναντώ μου υπενθυμίζουν τας ημέρας εκείνας και συγκινούμαι. Η εν γένει διακονία μου εις την Ιεράν Μητρόπολιν Αιτωλοακαρνανίας υπήρξε δι’ εμέ ένα δεύτερον πανεπιστήμιον, διότι ο,τι εδιδάχθην εις την Θεολογικήν Σχολήν ως θεωρίαν έπρεπε να γίνη εκεί πράξις. Αλλ’ οποίοι κόποι και μόχθοι διά να φθάση τις εις το ιδεώδες!».
 
Το όνομα «Αυγουστίνος» το διάλεξε ο ίδιος, κινώντας μάλιστα την περιέργεια του επισκόπου, για την επιλογή του αυτή. Ο -ακόμη τότε- Ανδρέας του εξήγησε, ότι το είχε επιλέξει, διότι του είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωσι η μετάνοια του ιερού Αυγουστίνου και αυτήν ήθελε να μιμηθή και να προβάλη.
 
Το κήρυγμα του π. Αυγουστίνου στις αρχές της διακονίας του είχε ως επί το πλείστον οικοδομητικο χαρακτήρα. Και έτσι ωφελούσε ασφαλώς. Χρειαζόταν όμως, ως φαίνεται, και κάτι άλλο. Τότε ήταν που άκουσε και δέχθηκε το μάθημα του ταπεινού χωρικού που αναφέρει ο ίδιος παραπάνω· «Κάποια μέρα, μετά από ενα κηρυγμά του, τον πλησιάζει ένας χωρικός και του λέει θυμόσοφα· “Καλά μας τα είπες, αλλά τίποτα δεν έκανες. Εμείς θέλουμε βουκέντρα για να ξυπνήσουμε!”. “Ετσι αρχίζει το ελεγκτικό κήρυγμα. Όταν εκήρυττε επικρατούσε νεκρική σιγή, ενώ κατά την εξέλιξι του κηρύγματος τόση ήταν η επίδρασι στο εκκλησίασμα, ώστε πολλοί έκλαιγαν. Κατά τις περιοδείες του στα χωριά το κήρυγμα συνοδεύεται και από εξομολόγησι από έμπειρο πνευματικό με ιδιαίτερη επιτυχία.
 
Κατά την διακονία του στην μητρόπολι αυτή ο π. Αυγουστίνος θα πρωτοφανερώση τις αναζητήσεις και τις προτάσεις του για την πορεία της Εκκλησίας. Εδώ θα θελήση να θέση σε εφαρμογή όσα έμαθε κατά την περίοδο της θεολογικής του συγκροτήσεως (τα οποία δεν θεώρησε απλώς «γνώσι», αλλά θέλησε να τα θέση σε πράξι) και όσα όνειρα είχε για την ανασυγκρότησι της Εκκλησίας.
 
Αναλαμβάνει την διεύθυνσι της «Εκκλησιαστικής Προπαρασκευαστικής Σχολής» στο Μεσολόγγι, οπού διδάσκει Ποιμαντική. Προσπαθεί να εμπνεύση στους υποψηφίους κληρικούς την πίστι στο ύψος της αποστολής τους. Συγκαλούνται ιερατικά συνέδρια και συνέδριο πνευματικών πατέρων. Συνεργάζεται -ως πρωτοσύγκελλος- με τους ιερείς μέσα στα πλαίσια του σεβασμού και της εύθύτητος που τον διακρίνει. Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις όπου αναγκάζεται να χρησιμοποίηση «γλώσσαν δριμείαν» προσπαθώντας να περιστείλη το κακό το ψεύδος την απάτη την επιβολή της αδικίας, ήταν «ουκ ολίγοι οι ιερείς, οι οποίοι ομολογούν πόσον ωφεληθησαν πνευματικώς». Σκοπός του πάντοτε είνε να υπηρέτη την Εκκλησία εν καθαρά συνειδήσει.
 
Οργανώνει την κατηχητική κίνησι με κατηχητικά σε πόλεις και χωριά· μεγάλη κατηχητική δραστηριότητα αναπτύσσεται στις πόλεις με εορτές, εκμάθησι τραγουδιών και ύμνων από μουσικούς, φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, διαγωνισμούς εκθέσεων, δημιουργία βιβλιοθήκης, ειδικώς προγραμματισμένη ιερά εξομολόγησι, ειδικές αγρυπνίες («νυκτολειτουργίες») με μεγάλη συμμετοχή παιδιών (εκατοντάδες παιδιά στους ναούς που διακονεί ο ίδιος αλλά και αλλού). Στους στρατώνες, τις φυλακές, τις επαγγελματικές σχολές ακούγεται επί τόπου ο λόγος του Θεού.
 
Πρωτοστατεί στη δημιουργία διαφόρων συλλόγων, οι οποίοι αναπτύσσουν δραστηριότητα ιεραποστολική και φιλανθρωπική· «Χριστιανική Ένωσις Νεανίδων Μεσολογγίου», «Ένωσις Ορθοδόξων Μεσολογγίου», «Χριστιανική Ένωσις Νεανίδων Αιτωλικού» κ.ά.. Δημιουργεί τα «Φιλόπτωχα Ταμεία» σε ενοριακή βάσι και ένα «Γενικό Φιλόπτωχο» στην έδρα της Μητροπόλεως για τον συντονισμό και την προώθησι του συνολικού έργου. Προχωρεί στην σύστασι νέου. Γηροκομείου εντός μοναστηρίου. Εκδηλώνεται ενεργός συμπαράστασι της Μητροπόλεως στους φυλακισμένους και τους αποφυλακισθέντες. Επαναδραστηριοποιεί το περιοδικό της Μητροπόλεως «Ποιμήν ο Καλός», το οποίο αργότερα -μετά την προσωπική γνωριμία του με τον βίο και το κήρυγμα του αγίου Κοσμά- μετονομάζεται σε «Κοσμάς ο Αιτωλός» . Στο περιοδικό αυτό είνε διευθυντής συντάξεως και παραλλήλως αρθρογραφεί με σειρές άρθρων (περί κατηχήσεως, περί ιεροκατηγορίας κ.ά.), με γραπτά κηρύγματα επάνω στα αγιογραφικά αναγνώσματα των Κυριακών, με σημειώματα επάνω στην τρέχουσα επικαιρότητα, και με έκθεσι των χρονικών της Μητροπόλεως. Τα γραπτά του διακρίνουν ήδη το πατερικό βάθος, η πρωτοτυπία, η επικαιρότης. Το περιοδικό αποτελεί ζωντανή έπαλξι Ορθοδοξίας. Εκδίδει επίσης με έδρα το Μεσολόγγι το μικρό περιοδικό «Ευαγγελικά Σαλπίσματα», το οποίο κυκλοφορεί και διανέμεται δωρεάν. Φροντίζει για την οργάνωσι των ενοριών και την δραστηριοποίησι των εφημερίων. Δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στον αγώνα κατά του φαινομένου της βλασφημίας· τυπώνονται αντιβλασφημικές πινακίδες και φυλλάδια, ενώ παραλλήλως εκδίδονται και σχετικές εγκύκλιοι της χωροφυλακής και, του στρατού. Ακόμη την περίοδο αυτή γίνεται προσπάθεια για ανασυγκρότησι των ιερών μονών έστω και με συγχώνευσι, ιδρύονται «Κύκλοι αναγνωστών της αγίας Γραφής» κατά τόπους με την προοπτική να επεκταθούν σε κάθε ενορία κ.λπ..
 
Πριν να κάνη κανείς μία γενική αξιολόγησι του έργου του π. Αυγουστίνου θα πρέπη να επισημάνη σε αδρές γραμμές τα κυριώτερα σημεία της προσφοράς του.
 
Εκκλησιαστικοί αγώνες
 
Από την αρχή της εκλογής του, ο π. Αυγουστίνος είχε δηλώσει, ότι θα μείνη ανυποχώρητος στις αρχές του για μία Εκκλησία ελευθέρα και ζώσα. Έτσι, πρώτος διεμαρτυρήθη εντόνως όταν επί μακαριστού αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου διεγράφησαν από το Σύνταγμα και τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος οι ι. κανόνες «περί το ήθος και την διοίκησι της Εκκλησίας», καθώς επίσης και για την επιχειρούμενη τότε κάθαρσι της Εκκλησίας χωρίς την τήρησι των προβλεπομένων απαραιτήτως από τους ι. κανόνας διατάξεων.
 
Επεσήμανε ακόμη τις αρνητικές επιπτώσεις από την προσπάθεια εισαγωγής «μοντέρνων» συνηθειών στην Εκκλησία (κατάργησις του ράσου κ.ά.), την δυνατότητα που έδινε στην Πολιτεία εκείνος ο καταστατικός χάρτης να έχη ηυξημένες αρμοδιότητες στα εκκλησιαστικά θέματα, ενώ περιώριζε τα δικαιώματα των επισκόπων υπέρ της αρχιεπισκοπικής εξουσίας και χάριν διαφόρων επιτροπών κ.λπ..
 
Η σύγκρουσις αυτή κορυφώθηκε με την προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας εκ μέρους του π. Αυγουστίνου και του μακαριστού Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου κατά της συγκροτήσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου όχι κατά τα πρεσβεία (όπως προέβλεπε ο Πατριαρχικός Τόμος του 1851) αλλά αριστίνδην, και την δικαίωσι των προσφυγόντων.
 
Αλλά και μετά την κατάλυσι της τότε κυβερνήσεως από τον δικτάτορα Ιωαννίδη, την οριστική παραίτησι του Ιερωνύμου (ο οποίος είχε διαμαρτυρηθή μυστικώς αλλά εντόνως για τα βασανιστήρια που ο δικτάτωρ ενεργούσε στην Ε.Σ.Α.) και την άνοδο του νέου αρχιεπισκόπου κυρού Σεραφείμ, ο οποίος ανήλθε με την υπόσχεσι της παλινορθώσεως των ι. κανόνων, ο π. Αυγουστίνος δεν έπαυσε να ελέγχη τις παρεκκλίσεις από το ορθό. Συγκεκριμένως, επέκρινε εντονώτατα την αντικανονική εισπήδησι του πρώτου στην αρχιεπισκοπή Αθηνών, την αντικανονική εκθρόνισι δώδεκα (12) τιμίων ιεραρχών διά της εφαρμογής των Συντακτικών Πράξεων 3 και 7/1974 της δικτατορίας Ιωαννίδη, και τον διχασμό του σώματος της Ιεραρχίας. Στο θέμα της αποκαταστάσεως των ιεραρχών αυτών θα επανέλθη πολλές φορές χωρίς να υπολογίζη τις απειλές και για δική του εκθρόνισι. Το 1988 το ξαναφέρνει στην Ιεραρχία με την ευκαιρία της προσφυγής —και εν συνεχεία δικαιώσεως— των εναπομεινάντων εξ αυτών στο Συμβούλιο της Επικρατείας και της χηρεύσεως της ι. μητροπόλεως Λαρίσης, και διαρκώς αγωνίζεται για την αποκατάστασί των, που πιστεύει ότι αποτελεί και τον μόνο τρόπο ειρηνεύσεως της Εκκλησίας. Εξ αιτίας των θέσεών του τού απαγορεύεται το κήρυγμα, η ιερουργία και η δράσις «καθ’ οιονδήποτε τρόπον» μέσα στα όρια της αρχιεπισκοπής Αθηνών. Υπερασπίσθηκε ακόμη το έργο των ιεραποστολικών αδελφοτήτων, ήλεγξε την δίωξι ευσεβών —λαϊκών και κληρικών— ιεροκηρύκων, την υποχωρητικότητα —παρά τις αρχικές συμφωνίες της Ιεραρχίας— απέναντι στις εκάστοτε Κυβερνήσεις για την εισαγωγή νέου οικογενειακού δικαίου (αυτόματο και συναινετικό διαζύγιο κ.ά.), τον παραμερισμό της Ιεραρχίας στην λήψι αποφάσεων ζωτικής σημασίας, την μείωσι της σημασίας της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου κ.ά..
 
Όταν το 1987 έγινε προσπάθεια από την τότε Κυβέρνησι με το νόμο Τρίτση να επέμβη στα της Εκκλησίας —προς κομματικήν εκμετάλλευσιν—, αγωνίσθηκε σθεναρά παίρνοντας μέρος στα συλλαλητήρια που διωργάνωσε τότε η Ιεραρχία και απευθύνοντας πυρίνους λόγους· απεδείχθη έτσι εκ των πραγμάτων, πόσο είχαν παρεξηγηθή οι θέσεις του, τις οποίες προσπάθησαν να εκμεταλλευθούν οι τότε κρατούντες. Αντέδρασε δε όταν ο αρχιεπίσκοπος υπαναχωρών προχώρησε σε συμφωνία με τον τότε πρωθυπουργό Α. Παπανδρέου, διά της παραχωρήσεως της μοναστηριακής περιουσίας. Εθεωρήθη μάλιστα γι’ αυτό και υποκινητής της διαμαρτυρίας των μοναστηριών.
 
Όλες αυτές οι προσπάθειες αποτυπώνονται γλαφυρά σε διάφορα βιβλία του και περιοδικά (ιδίως στην «ΧΡΙΣΤ. ΣΠΙΘΑ»).
 
Κινείται επίσης δραστηρίως στον τομέα της καταπολεμήσεως των αιρέσεων τόσο στην επαρχία του όσο και πανελλαδικώς και πανορθοδόξως. Αγωνίζεται σθεναρά έργω και λόγω, προφορικώς και γραπτώς, εκτός και εντός της Ιεράς Συνόδου, εναντίον του παπισμού, του χιλιασμού (παρ’ όλες τις προσπάθειες των χιλιαστών ελάχιστοι από αυτούς υπάρχουν στην Φλώρινα, οι πρώτοι δε από αυτούς ήρθαν από άλλες περιοχές), της μασονίας και των παραφυάδων της (ρόταρυ κ.λπ.), κακοδοξιών τύπου Χ.Ο.Ε., της μαγείας, και προπάντων εναντίον της συγκρητιστικής παναιρέσεως του οικουμενισμού ακόμη και όταν εκδηλώνεται μέσα στην Εκκλησία με φορείς υψηλά ιστάμενα πρόσωπα. Γι’ αυτό μαζί με άλλους δύο μητροπολίτας των «νέων χωρών» της Βορείου Ελλάδος (τους μακαριστούς Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιο και Παραμυθίας Παύλο) έπαυσε το μνημόσυνο του οικουμενικού πατριάρχου Αθηναγόρα το 1970 λόγω φιλοπαπικών και αντορθοδόξων δηλώσεών του, ενώ αργότερα (1989) θα μηνύση τον αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας στην εκκλησιαστική του αρχή για κακόδοξες δηλώσεις και ενέργειες. Ακόμη αντιδρά εντόνως στις προσπάθειες ενώσεως με τους μονοφυσίτας χωρίς την αποκήρυξι προηγουμένως εκ μέρους τους των αιρετικών διδασκαλιών τους, και ζητεί την παύσι όλων των σχετικών διαλόγων με αιρετικούς ως άκαρπων και ανωφελών. Προειδοποιεί επίσης για τους κινδύνους που μπορεί να προέλθουν από μία πανορθόδοξο σύνοδο χωρίς τις κατάλληλες προϋποθέσεις.
 
Αντιθέτως, έντονη ήτο η προσπάθεια του για γεφύρωσι του χάσματος και απόσβεσι του σχίσματος με τους παλαιοημερολογίτας —φθάνοντας να προτείνη στην Ιερά Σύνοδο την επαναφορά του παλαιού εορτολογίου στην Εκκλησία— , χωρίς παραλλήλως να διστάζη να υποδείξη και σ’ εκείνους τα σφάλματα των.
 
Εφιστά στην Πολιτεία την προσοχή για δικές της ευθύνες, ιδίως όσον αφορά σκανδαλώδεις ευνοϊκές διατάξεις —όπως της μη στρατεύσεως των χιλιαστών— καθώς και για την σύναψι κογκορδάτου με το Βατικανό. Διαμαρτυρήθηκε επίσης για την ελεύθερη κυκλοφορία και προβολή διαφόρων κινηματογραφικών και θεατρικών έργων που προσπαθούσαν να βεβηλώσουν τα άγια της πίστεώς μας ή να προσβάλουν τον ιερό κλήρο («Ιησούς Χριστός υπέρλαμπρο άστρο», «Ο τελευταίος πειρασμός» κ.ά.). Απεχώρησε από επίσημη εκδήλωσι στις Πρέσπες, όταν ομιλητής βουλευτής εξεφράσθη μειωτικώς για τον χριστιανισμό.
 
Κοινωνική εργασία
 
Επειδή όμως αποτελεί πεποίθησί του, ότι η πίστις φαίνεται εμπράκτως στο ήθος, ει δ’ άλλως δεν υπάρχει, αγωνίσθηκε για την εξάλειψι αντιχριστιανικών συνηθειών.
 
Πολέμησε την ανηθικότητα αλλά και εκείνα που οδηγούν σ’ αυτήν τις διασκεδάσεις (νυκτερινά κέντρα κ.λπ.) και τα θεάματα (κινηματογράφο, τηλεόρασι, βίντεο) που εκτρέπονται από τον καθαυτό σκοπό τους, την ψυχαγωγία. Ειδικά ως προς την τηλεόρασι, το «κουτί» που κατά την προφητεία νεωτέρου αγίου «θα τρελλάνη την ανθρωπότητα», επισήμανε εγκαίρως στα κηρύγματά του τη διαφθορά της και ζήτησε την κάθαρσί της, έρριξε το σύνθημα «Κλείστε τις τηλεοράσεις» —το οποίο πολλοί ειρωνεύθηκαν αλλά υπήρξαν και πιστοί ακόμη και στο εξωτερικό που το ασπάσθηκαν και μερίδα του τύπου το υιοθέτησε—, διενήργησε τον καιρό της δικτατορίας δημοψήφισμα στην Μητρόπολί του, χωρίς άδεια των αρχών, κατά το οποίο 21.853 άτομα αβίαστα υπέγραψαν σχετική διαμαρτυρία, ζήτησε άδεια λειτουργίας τηλεοράσεως για την Μητρόπολί του, κατήγγειλε το μονοπώλιο της πληροφορήσεως που επικρατεί, ζήτησε την δραστηριοποίησι της Εκκλησίας για την αναχαίτισι του κακού (με τον έλεγχο του κακού θεάματος και με παραγωγή δικών της κινηματογραφικών έργων) κ.λπ.
 
Προσπάθησε να σταματήση τις παράνομες συμβιώσεις, τις συνοικήσεις των μνηστευμένων πριν το γάμο, την αποφυγή της τεκνογονίας, τις εκτρώσεις (για τις οποίες ήλεγξε και τις κυβερνήσεις και τους προέδρους δημοκρατίας που τις νομιμοποίησαν, διωργάνωσε ειδικό συλλαλητήριο στην Φλώρινα, αρνήθηκε να δεχθή στην εκκλησία τον τότε πρόεδρο της δημοκρατίας Χρ. Σαρτζετάκη, συμπαραστάθηκε σε ιατρό της Φλωρίνης που μηνύθηκε για την άρνησί του να συνεργήση σε έκτρωσι και αθωώθηκε κ.ά.), τα καρναβάλια (αντιτάσσοντας σ’ αυτά λιτανείες που γίνονταν την ίδια ώρα), τα καλλιστεία (που κατόπιν έντονων διαμαρτυριών δεν κατώρθωσαν να πραγματοποιηθούν στην περιφέρεια του παρά τις προσπάθειες ωρισμένων επιχειρηματιών), τη χαρτοπαιξία, τον αλκοολισμό, τη βλασφημία, τον όρκο κ.λπ.. Διαμαρτυρήθηκε έντονα σε κυβερνητικές απόπειρες πλήρους καταργήσεως της αργίας της Κυριακής και αμνηστεύσεως της βλασφημίας. Κατεδίκασε ως ορθόδοξος ιεράρχης την καύσι των νεκρών. Στάθηκε σταθερά αντιμέτωπος, και μάλιστα τα τελευταία χρόνια, στις προσπάθειες της Κυβερνήσεως να στήση καζίνο στην Φλώρινα, και κατώρθωσε να αφυπνίση και τους άλλους τοπικούς παράγοντας για τις ολέθριες συνέπειές του. Χαρακτηριστικές είνε ακόμη οι προσπάθειές του για την συμφιλίωσι κλονιζόμενων ζευγών, ενώ πάντοτε ερχόταν σε προσωπική επαφή με όλους τους μελλονύμφους δίδοντάς τους μαζί με την άδεια γάμου και τις πατρικές του συμβουλές. Παρ’ όλη την πολεμική των μέσων ενημερώσεως, παρέμεινε σταθερός στην αρχή του ότι όσοι τέλεσαν πολιτικό «γάμο», εάν δεν μετανοήσουν, δεν μπορούν να μετέχουν εκκλησιαστικών μυστηρίων και ακολουθιών (λ.χ. να παραστούν ως ανάδοχοι ή και να κηδευθούν).
 
Δεν αδιαφόρησε ούτε για την οικονομική ανάπτυξι του τόπου, στηριζομένη όμως επάνω στον σεβασμό προς τα ήθη και την κτίσι – περιβάλλον. Γι’ αυτό εξαίρει την προσφορά των γεωργών, ενώ στηλιτεύει τους κερδοσκόπους μεσάζοντας. Καταβάλλει προσπάθειες, τιθέμενος επικεφαλής τοπικών φορέων, για την ίδρυσι εργοστασίου της Δ.Ε.Η. μετά την Πτολεμαΐδα και στην Φλώρινα, την ίδρυσι νοσοκομείου στην Πτολεμαΐδα (πραγματοποιήθηκαν και τα δύο), την σύνταξι και υποβολή στον τότε (1993) πρωθυπουργό της χώρας ειδικού υπομνήματος για το νομό Φλωρίνης που προέβλεπε απορρόφησι κοινοτικών κονδυλίων προς όφελος της περιφερείας, την διάνοιξι δρόμων και τη βελτίωσι της σιδηροδρομικής συγκοινωνίας, την δημιουργία έδρας μεραρχίας (επετεύχθη) κ.ά.. Αντιδρά στην δημιουργία τεραστίου υπερκαταστήματος στα σύνορα («καρχαρίας εν όψει») που θα απορροφούσε όλη την εμπορική κίνησι της περιοχής, στην μετακίνησι της Παιδαγωγικής Ακαδημίας από την Φλώρινα (απεφεύχθησαν και τα δύο), στην εγκατάστασι πλαζ γυμνιστών στις Πρέσπες. Παραλλήλως προσπαθεί ν’ αποτρέψη τοπικές συρράξεις ή συγκρούσεις με την αστυνομία, ενώ στηρίζει ενεργώς τα αιτήματα χωριών να μην απαλλοτριωθούν – μετακινηθούν από τις θέσεις τους επειδή η Δ.Ε.Η. ήθελε να εκμεταλλευθή το υπέδαφός των. Δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την καταπολέμησι της ανεργίας και για την στήριξι των τοπικών επιχειρήσεων. Συμπαρίσταται επίσης με παρεμβάσεις του προς την Κυβέρνησι για απολυόμενους εργάτες της Α.Ε.Β.Α.Λ., συμβασιούχους της Δ.Ε.Η. κ.λπ..
 
Μέσα στον αγώνα του να κρατηθή καθαρό το περιβάλλον προς όφελος του ανθρώπου, αγωνίζεται να τοποθετηθούν ειδικοί καπνοσυλλέκτες στα ιδιαιτέρως ρυπογόνα θερμοηλεκτρικά εργοστάσια της Πτολεμαΐδος, συμμετέχει σε σχετικό συλλαλητήριο. Ενδιαφέρεται για την προστασία των σπανίων λιμνών της περιφερείας, των δασών από τις πυρκαϊές, και παροτρύνει για έμπρακτη συμμετοχή του κλήρου και του λαού στην κατάσβεσί τους κ.ά.. Απέναντι στο μεγάλο καύσωνα και τη λειψυδρία του 1990 αντιπαρατάσσει τα εκκλησιαστικά όπλα· καλεί σε μετάνοια και πάνδημη λιτανεία, ο Θεός ευλογεί και «ο ουρανός έδωκε βροχήν». Ενδιαφέρεται για τη συντήρησι των χριστιανικών αρχαιολογικών μνημείων (ιδίως των Πρεσπών) επειδή αποτελούν ζωντανές μαρτυρίες πίστεως, ενώ αντιτίθεται στη μεταφορά εικόνων σε μουσεία.
 
Εθνική προσφορά
 
«Ο π. Αυγουστίνος υπήρξε όχι μόνο εκκλησιαστικός άνδρας αλλά και εθνικός. Χριστός και Ελλάς ήταν οι δύο πόλοι του κηρύγματός του. Συνέχισε σ’ αυτό τη μακραίωνα παράδοσι των Ελλήνων κληρικών, οι οποίοι αρκετές φορές “εκένωσαν” την εκκλησιαστική τους διακονία, για να στηρίξουν το έθνος μας». Γι’ αυτό το σκοπό συνέταξε άρθρα, εγκυκλίους, εξέδωκε βιβλία, ωμίλησε επ’ εκκλησίας, σε στρατόπεδα, σε συλλαλητήρια, προχώρησε ακόμη και σε αφορισμό. Όταν οι πολλοί έρεγχαν, εκείνος ήδη μιλούσε για τους κινδύνους που απειλούν τη Μακεδονία και για την καταπίεσι των Βορειοηπειρωτών, όπως και απεδείχθησαν. Επεσήμανε από την αρχή τον κίνδυνο αφελληνισμού της Β. Ηπείρου με τη φυγή των Βορειοηπειρωτών στην Ελλάδα, ενώ παραλλήλως υπέδειξε την ευκαιρία επανδρώσεως της ερημωμένης υπαίθρου από τους νέους έλληνες πρόσφυγες από τις άλλες χώρες. Εξαίρει την παρουσία των Μικρασιατών προσφύγων και την ευλάβεια τους — ιδίως των Ποντίων— , κτίζει ναό προς τιμήν των νεομαρτύρων της μικρασιατικής καταστροφής, μνημονεύει διαρκώς τους πεσόντας κατά τους αγώνας του έθνους μετά δακρύων έχοντας προσωπικά βιώματα και αναμνήσεις. Κατά την ενθρόνισί του παίρνει μαζί του και οδηγεί όλες τις αρχές και το λαό να μεταβούν εν σώματι στο στρατιωτικό κοιμητήριο της πόλεως για την τέλεσι τρισάγιου. Έκανε δύο συλλαλητήρια για τη Β. Ήπειρο (1981 και 1987· τη δεύτερη φορά για να μη πραγματοποιηθή εκδήλωσι αλβανικού μουσικοχορευτικού συγκροτήματος). Συμμετείχε σε άλλα συλλαλητήρια για τη Β. Ήπειρο (στην Αθήνα) και τη Μακεδονία (στην Φλώρινα και την Πτολεμαΐδα), για την οποία και διαρκώς κηρύττει ότι «ήταν, είνε και θα είνε Ελληνική», τονώνοντας έτσι το ψυχικό απόθεμα των εγκαταλελειμμένων από την Πολιτεία ακριτών. Θρήνησε για την έκπτωσι της ελληνικής γλώσσης, που διενεργήθηκε εις βάρος του έθνους και της Εκκλησίας, και με το λόγο του έδωσε δείγματα ορθής εκφράσεως χωρίς γλωσσικές ακρότητες. Επεσήμανε εκ των πρώτων τις τραγικές επιπτώσεις του δημογραφικού προβλήματος —αποτέλεσμα της αθετήσεως του νόμου του Θεού—, που οδηγεί σταδιακά στην εξαφάνισι της Ελλάδος, ενώ χάρις στις προτροπές του πολλά παιδιά γεννήθηκαν και νέες πολύτεκνες οικογένειες δημιουργήθηκαν. Αλλά και η στάσι του απέναντι σε κινηματογραφική ταινία του Θ. Αγγελοπούλου είχε άμεση σχέσι με την διαφήμισι, μέσω του σεναρίου, της «καταργήσεως των συνόρων» και της προβολής της Ελλάδος ως φυλακής για τους πολίτες της και κακοποιού για τους πρόσφυγες.
 
Στηλίτευσε την προσπάθεια φακελλώματος με τις νέες ηλεκτρονικές ταυτότητες, την πιθανή αναγραφή του «δυσωνύμου» αριθμού (χξς’=666) σ’ αυτές χωρίς καμμία διάθεσι αριθμοφοβίας, και την κατάργησι της αναγραφής του θρησκεύματος σ’ αυτές. Προμήνυσε την προσπάθεια ισοπεδώσεως των πάντων μέσω της παγκοσμιοποιήσεως. Ακόμη και σήμερα, με την ανακίνησι του θέματος της υποχρεωτικής μη αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, στρατεύθηκε στον αγώνα της Εκκλησίας για την διατήρησι της ορθοδόξου και ελληνικής παραδόσεως του γένους μας αποστέλλοντας θερμό ηχογραφημένο μήνυμα για την συγκέντρωσι της Θεσσαλονίκης (14-6-2000), το οποίο και μετεδόθη επανειλημμένως ενισχύοντας τον αγώνα των πιστών.
 
Αποτελέσματα
 
«…Το συντελεσθέν υλικόν έργον είνε ορατόν τοις πάσι και αναμφισβήτητον. Αλλά το πνευματικόν έργον εν πολλοίς είνε αόρατον, συντελούμενον μυστικώς εις τα βάθη του εσωτερικού των ανθρώπων, των οποίων τας καρδίας γνωρίζει μόνον ο καρδιογνώστης Κύριος. Το πνευματικόν έργον θα φανερωθή εν ημέρα κρίσεως, ότε το πυρ θα δοκιμάση τι είδος πνευματικόν υλικόν έκαστος των εργατών του ευαγγελίου προσέφερε. Αλλά και δι’ αυτό εξ ωρισμένων εκδηλώσεων δύνανται να συναχθούν συμπεράσματα από αμερόληπτους βεβαίως κριτάς… Ενώ προηγουμένως ουδείς λόγος εγίνετο περί Εκκλησίας, ύστερον από τα κηρύγματα εις προαύλια ναών, εις καφενεία, εις κέντρα, εις οδούς, εις πλατείας πόλεων και χωρίων, αλλά και πέρα των ορίων της ιεράς Μητροπόλεως, μέχρις Αθηνών, ήρχισαν ζωηραί συζητήσεις. Και οι πλέον αδιάφοροι ελάμβανον μέρος εις αυτάς». Επήλθε ένας άγιος διχασμός (πρβλ. Ιωάν. 7,43), που μπορεί να φέρη την αληθινή ειρήνη. «Η Εκκλησία εγένετο πλέον αισθητή εις την περιφέρειαν, ως σπουδαίος αναγεννητικός, κοινωνικός και εθνικός παράγων».
 
Άλλες φανερές αποδείξεις των αποτελεσμάτων είνε οι εξής.
 
«Η πύκνωσις του εκκλησιάσματος, το οποίον από 2% έφθασε 10, 20, 30% και βαίνει διαρκώς αυξανόμενον.… Ενώ η περιφορά δίσκων εντός των ι. ναών κατά τας εορτάς και πανηγύρεις κατηργήθη ολοτελώς, τα έσοδα των ι. ναών εδιπλασιάσθησαν και ετριπλασιάσθησαν [σ.τ.σ.·κατάλογος εσόδων και εξόδων όλων των ενοριών δημοσιεύεται σε κάθε τετραετή απολογισμό, ενώ έλεγχος του Υπουργείου Οικονομικών το 1988 διεπίστωσε, ότι «οι διαχειρίσεις… ήταν κανονικές και διακρίνονταν για την επικρατούσα λογιστική τάξη και συνέπεια», ως και αι δωρεαί υπέρ των ι. ναών και των ευαγών ιδρυμάτων.
…Η αύξησις των εξομολογουμένων.
Η κατάργησις ή μείωσις ειδωλολατρικών εορτών και πανηγύρεων και άλλων πονηρών έξεων και συνηθειών, ως και η δημιουργία χριστιανικού κλίματος εις πολλάς οικογενείας. •…Η αποστροφή του λαού προς τον πολιτικόν “γάμον”, όστις εις την περιφέρειάν μας δεν υπερβαίνει το 2%…
…Αι επιστολαί αγνώστων ως επί το πλείστον προσώπων του εσωτερικού και του εξωτερικού, αι οποίαι μαρτυρούν οποίαν επίδρασιν είχεν εις τας ψυχάς των και η από μαγνητοφώνου ακρόασις κηρύγματος. Συγκλονιστικαί επιστολαί. Ακριβώς δε δι’ αυτόν τον λόγον, επειδή μαρτυρούν την επίδρασιν του θείου λόγου εις τας ψυχάς των, πολλαι εξ αυτών δημοσιεύονται εις το περιοδικόν της ιεράς Μητροπόλεως “Σάλπιγξ Ορθοδοξίας”. Τολμώ δε να είπω και εγώ, ότι οι ακροαταί, οι αναγνώσται των βιβλίων και των περιοδικών μας εινε “η σφραγίς της εμής αποστολής” (Α’Κορ. 9, 2).
 
 
 
Διωγμοί
 
Αλλ’ ας προσθέσωμεν και μίαν ακόμη απόδειξιν της γνησιότητος του επισκοπικού κηρύγματος. Είνε οι διωγμοί μας, οι ένεκεν αληθείας και δικαιοσύνης διωγμοί, που υπέστημεν κατά το διάστημα της εικοσαετίας. Τί πρώτον και τί δεύτερον να σημειώσω εξ όσων υπέφερα εκ μέρους των αντιτιθεμένων τω ημετέρω λόγω; Καθ’ εκάστην, δύναμαι να είπω, υπέμενον την σφοδράν αντιλογίαν! Αλλ’ εξ όλων των περιπτώσεων σημειώνομεν τεσσάρας, τας κυριωτέρας, κατά τας οποίας, με την βοήθειαν του Θεού, παρεμείναμεν συνεπείς προς δήλωσίν μας εις τον ενθρονιστήριον λόγον, ότι “δεν θα θυσιάσω τας ιδέας χάριν του θρόνου, αλλά τον θρόνον χάριν του Ευαγγελίου”.Η πρώτη περίπτωσις συνέβη επί δικτατορίας, όταν διά σφοδρόν έλεγχον εδιώχθην, ο δε τότε υπουργός Βορείου Ελλάδος έλεγε θριαμβολογών, ότι τρεις ημέρας ακόμη ο Καντιώτης θα είνε επίσκοπος. Μετά τρεις ημέρας ή εις μοναστήριον ή εις ψυχιατρείον… Οστις θέλει να πληροφορηθή περισσότερα διά τον διωγμόν αυτόν, με τον οποίον ησχολήθη ακόμη και ο τύπος του εξωτερικού, ας ανάγνωση το εξ 140 σελίδων βιβλίον μας “Εξέστημεν;”.
Το δεύτερον εδιώχθην όταν, επειδή ήλεγχον την αγρίαν προπαγάνδαν των Σκοπίων κατά της ελληνικότητος της Μακεδονίας, τινές κακόβουλοι, διαστρέφοντες πλήρως το νόημα των λόγων μου, διέσπειραν, ότι υβρίζομεν τους εντοπίους.
Το τρίτον εδιώχθην, όταν επί κυβερνήσεως Ράλλη ησκήθη ποινική δίωξις εις βάρος μου, διότι ηρνήθην να υπογράψω αυτόματον διαζύγιον και παρεπέμφθην εις δικαστήριον παρά το Ρούφ – Αθηνών, με απώτερον σκοπόν ίνα, καταδικαζόμενος, εκπέσω του θρόνου.
Την δε τετάρτην φοράν επί της σημερινής κυβερνήσεως εγενόμην αντικείμενον αγριωτάτου μίσους εξ αφορμής ελέγχου της αντιχριστιανικής προπαγάνδας, που διενεργείται εις τα σχολεία. Τότε η Ε.Α.Μ.Ε. Φλωρίνης διήγειρε και άλλα σωματεία και έφερε και ειδικόν ομιλητήν εξ Αθηνών. Μέγας ερεθισμός πνευμάτων υποδαυλιζόμενος υπό του τότε νομάρχου. Σκοπός ήτο η βιαία εκθρόνισίς μας. Αλλά και αι τέσσαρες προσπάθειαι απέτυχον οικτρώς. Διότι ο λαός πόλεων και χωρίων, διαφωτισθείς διά προφορικών και γραπτών κηρυγμάτων, εξεδηλώθη κατά των κατηγόρων και ετάχθη υπέρ του επισκόπου, και οι διώκοντες κατησχύνθησαν. Είνε δε ευχάριστον, ότι αρκετοί εξ εκείνων, οι οποίοι κατά ποικίλους τρόπους συνετέλεσαν εις τους ανωτέρω διωγμούς, μετεμελήθησαν και ωμολόγησαν προφορικώς και γραπτώς την άδικον συμπεριφοράν των».
 
Μεταξύ των διωγμών είνε και οι πολλές και ποικίλες προσπάθειες σπιλώσεως. Προσπάθησε να μην αφήση αναπάντητες τις κατηγορίες και συκοφαντίες εις βάρος του, χωρίς να εκτρέπεται σε ύβρεις και προσωπικές επιθέσεις προς τους κατηγόρους, ακόμη και όταν προήρχοντο από τον χώρο των πνευματικών του τέκνων. Και όλα αυτά σηκώνοντας παραλλήλως επάνω στο γεροντικό του σαρκίο και τα στίγματα ασθενειών. Μεταξύ των άλλων υπεβλήθη σε δύο εγχειρήσεις· εγχείρησι χολής στις 3-3-1988, και καταρράκτου και στα δύο μάτια το 1995. Ο επίσκοπος όμως έχει πάντοτε κατά νουν το ποίμνιό του· γι’ αυτό και λίγες μέρες μετά την ανάρρωσι σπεύδει πάλι κοντά του. Και γενικά έμεινε κοντά στο ποίμνιο του όσο λίγοι αρχιερείς.
 
 
Συνεργάτες
 
Όπως σημειώνει ο ίδιος, «το πολύπλευρον τούτο έργον δεν θα ηδυνάμην μόνος να επιτελέσω. Συνεργάται μου εστάθησαν πολλοί, τους οποίους έχω καθήκον ν’ αναφέρω». Μεταξύ αυτών συγκαταλέγει τους αρχιμανδρίτες και τους αφοσιωμένους λαϊκούς που συγκατοικούσαν μαζί του στο κοινόβιο που ίδρυσε εξ αρχής στο μητροπολιτικό οίκημα (αναβιώνοντας έτσι τον πατερικό τρόπο ζωής των επισκόπων), τους έγγαμους ζηλωτάς κληρικούς, τους θεολόγους που κηρύττουν ανιδιοτελώς, τα δεκάδες ιεραποστολικά πρόσωπα που διακονούν στα έργα και τους κύκλους της μητροπόλεως, τους απλούς πιστούς από την Ελλάδα και το εξωτερικό που συνεισφέρουν προαιρετικώς στο έργο της ί. Μητροπόλεως.
 
«Συνετελέσθη έργον!», λέει ο π. Αυγουστίνος. Αλλά δεν το θεωρεί αυτό αφορμή καυχήσεως. Αντιθέτως, συγκρίνοντας το με το έργο των μεγάλων πατέρων και διδασκάλων, το θεωρεί σχεδόν μηδέν… Μαζί δε με τον προστάτη του άγιο, τον ι. Αυγουστίνο, αναφωνεί· «Ευλογητός ο Θεός!… Ό,τι κακόν διέπραξα, ω Θεέ, ιδικόν μου είνε· ει τι δε καλόν έπραξα, ιδικόν σου. Χιλίας δόξας να έχης, Κύριε! Άλλοι ας θαυμάζουν τον Θεόν διά το μεγαλείον του, που είνε εγκατεσπαρμένον μέσα εις την πλάσιν. Εγώ σε θαυμάζω, Κύριε, διά το άπειρον έλεος, που επέδειξες και επιδεικνύεις εις εμέ, τον οποίον ανέσυρες εκ του βυθού και ανύψωσες επί της αρχιερατικής καθέδρας» (έ.ά.). Και με ταπεινοφροσύνη καταλήγει·
 
«Συνετελέσθη έργον! Κάποια αρχή εγένετο. Κάποιο βήμα εσημειώθη. Αλλά διά να φθάσωμεν εις την κορυφήν, την τελειότητα της ευαγγελικής πολιτείας, πόσοι κόποι και μόχθοι υπολείπονται! Ας καταβάλουν τούτους οι διάδοχοί μου διά την συμπλήρωσιν και επέκτασιν του έργου» (έ.ά.).
 
Γι’ αυτό και όταν πλέον ένιωσε τις δυνάμεις του να μειώνωνται αισθητώς, υπέβαλε παραίτησι (την 9-12-1999, που ενεργοποιείτο από της 15-1-2000), αφήνοντας πράγματι στους διαδόχους την ολοκλήρωσι του έργου.
 
Αλλά και σήμερα, μετά την παραίτησί του από το θρόνο, η φωνή του δεν έπαυσε ν’ ακούεται. Εξακολουθεί να επαναλαμβάνη τα λίγα αλλά πατρικά και πατερικά λόγια του προς τους πιστούς στις εκκλησίες και σε όσους ζητούν τις συμβουλές του, ενώ συνεχίζεται η έκδοσις της «ΧΡΙΣΤ. ΣΠΙΘΑΣ», του κηρυκτικού φυλλαδίου «ΚΥΡΙΑΚΗ», καθώς και νέων βιβλίων του που αντλούν από τον ανεξάντλητο πλούτο των δημοσιευμάτων και των ηχογραφημένων ομιλιών του.
 
 
Επίλογος
 
«Από που ν’ αρχίσω και που να τελειώσω; Για ποιους εκκλησιαστικούς αγώνες, για ποιά ποιμαντικά έργα, για ποιες πολυσέλιδες συγγραφές να ομιλήσω;» († Διονύσιος Λ. Ψαριανός μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης, εν Έν Ιωβηλαίο ν έ.ά. σελ. 226). Επειδή πράγματι ο λόγος δεν έχει τέλος, πρέπει να βάλουμε μόνοι μας κάπου τέλος.
 
Διαρκές μέλημα του π. Αυγουστίνου το ρηθέν υπό του Κυρίου· «ο υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;» (Λουκ. 18,8). Γι’ αυτό πάλεψε σ’ όλη του τη ζωή, για να αναζωπύρωση την φλόγα της πίστεως, σύμφωνα με το άλλο εκείνο ρητό που προβάλλει κάτω από τον τίτλο σε κάθε φύλλο της «ΧΡΙΣΤ. ΣΠΙΘΑΣ»· «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τι θέλω ει ήδη ανήφθη;» (Λουκ. 12,49). Πρώτα όμως ο ίδιος έζησε αυτή την πίστι, τοποθετώντας την πάνω από όλα τα άλλα, και αυτή η πίστις τον ωδήγησε σαν φάρος σε όλο του τον βίο, που τον κατεδαπάνησε «για τον Χριστό και την Ελλάδα».
 
Ίσως επάνω στον αγώνα να έγιναν και λάθη. Ο ίδιος δεν διεξεδίκησε ποτέ το αλάθητο· εξ άλλου, όπως είπε κάποιος, μόνο οι νεκροί δεν σφάλλουν. Όμως τα κριτήρια του πάντοτε στάθηκαν αγνά· γι’ αυτό και ο Κύριος δεν τον άφησε από την σκέπη του. Αμετακίνητος γνώμων της πορείας του στάθηκε η τήρησις του θελήματος του Θεού ανεπηρέαστα από τη γνώμη των ανθρώπων. Γι’ αυτό και στο πρόσωπο του δεν ευδοκίμησαν μερικές μόνο αρετές, αλλά η καθολική αρετή, η -κατά την Γραφή- «δικαιοσύνη» (η πλήρωσις του θείου θελήματος) που καθιστά τον άνθρωπο ευάρεστο ενώπιον του Θεού και πραγματικό άνθρωπο, χαριτωμένο για τους ανθρώπους. Κάθε άνθρωπος βέβαια έχει τα δικά του χαρίσματα, γνωρίσματα, κλίσεις. Ο π. Αυγουστίνος είχε το σπάνιο για τις μέρες μας χάρισμα του ελέγχειν, αλλά κι αυτό παρέμεινε ενταγμένο μέσα στην κατενώπιον του Θεού βιωτή του. Έτσι ερμηνεύονται και αυτά που εμείς μερικές φορές θεωρούμε ως «ακρότητες».
 
«Πάρετε τον Ηλίαν τον Θεσβίτην. Υποχρεώσατε τον ορεσίβιον αυτόν να ζη εις τας πόλεις, αφαιρέσατε και τον έλεγχον και ιδού. Δεν θα είναι πλέον Ηλίας… Ας μη ζητώμεν λεπτότητας και μέτρον από τους ζηλωτάς ανθρώπους. Φαίνονται υπέρμετροι εις ημάς διότι αντί των πτήσεων προτιμώμεν την έρπυσιν» ή ίσως διότι -ας μας επιτραπή η κρίσις- άλλαξαν οι εποχές και η αμαρτία απονεύρωσε το ανθρώπινο γένος.
 
Όμως «ας μας συγχωρηθή η απόφανσις, ο π. Αυγουστίνος έχει πίστιν. Και όταν έλθη ο Κύριος επί της γης, νομίζω “ευρήσει την πίστιν” εις τον άνδρα. Και τα έργα του είναι έργα πίστεως εν μέσω γενεάς απίστου ή ολιγοπίστου» (ε.α.).
 
«…η Ορθοδοξία είναι πηγή και “άρτος ζωής”. Δεν είναι στυγνή μόνωση και στείρα ηθικολογία. Είναι μέθεξη αιωνίων αληθειών. Αλλαγή ζωής, “άλλη βιωτή”, αιώνια. Αυτής της “άλλης βιωτής”, χρόνια και χρόνια, ο Αυγουστίνος Καντιώτης, αγωνίζεται να μας κάνει κοινωνούς… Μια ζωντανή Ομολογία Πίστης. Αυτός είναι ο Αυγουστίνος Καντιώτης, μια μορφή κι ένα ανάστημα της Ελληνικής Ορθοδοξίας. Και σε καιρούς χειμωνικούς».
 
 
Πηγή: Αυγουστίνος Ν. Καντιώτης, Σύντομος Βιογραφία, Ιερά Κοινοβιακή Μονή «Ζωοδόχος Πηγή» Λογγοβάρδας, Πάρος 2010, Ημερολόγια – Εκδόσεις «Κυπρής», 1η Ανατύπωσις Σεπτέμβριος 2010 – Αποτίμησις του έργου του μακαριστού Μητροπολίτου Αυγουστίνου Καντιώτη ( Μέρος Δ΄- τελευταίο) | Διακόνημα (diakonima.gr)
 
 
 
 
https://aktines.blogspot.com/2024/08/1907-2010.html