Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φυλάει ἀπ’αὐτούς…
Ἔλεγε ἕνας ἁγιορείτης, ὅταν ἔκαμνα μιὰ φορὰ λειτουργία καὶ λέγαμε «Κύριε σῶσον τοὺς εὐσεβεῖς», λέει ἀστειευόμενος: «Κύριε σωσον ἠμᾶς ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς», δηλαδὴ ὁ Θεὸς νὰ σὲ φυλάει ἀπὸ τοὺς θρήσκους ἀνθρώπους, διότι θρῆσκος ἄνθρωπος σημαίνει μία προσωπικότης διεστραμμένη, ἡ ὁποία οὐδέποτε εἶχε προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν Θεό. Ἁπλῶς μόνον κάμνει τὰ καθήκοντα τῆς ἀπέναντί Του, ἀλλὰ καμιὰ σοβαρὴ σχέση δὲν εἶχε, γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς δὲν λέει αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τίποτε. Καὶ σᾶς ὁμολογῶ καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὴν πείρα μου ὅτι δὲν εἶδα χειρότερους ἐχθρούς της ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς θρήσκους ἀνθρώπους.
Ὅταν παιδιὰ θρήσκων ἀνθρώπων, ποὺ μεσ’ τὴν ἐκκλησία ἢ καὶ παπάδων ἀκόμα καὶ θεολόγων καὶ ἀνθρώπων ποὺ κάνουν τοὺς θρήσκους καὶ τοὺς πολλούς, ἐδοκίμασαν τὰ παιδιά τους νὰ γίνουν μοναχοὶ ἢ ἱερεῖς, αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν χειρότεροι καὶ ἀπὸ δαίμονες. Ἐξανέστησαν ἐναντίον τῶν πάντων. Ἔγιναν οἱ χειρότεροι ἐχθροὶ τῶν ἀνθρώπων. Θυμᾶμαι γονεῖς ποὺ ἔφερναν τὰ παιδιὰ τοὺς εἰς τὶς ὁμιλίες καὶ, ὅταν τὸ παιδὶ τοὺς κάποια στιγμὴ ἔκαμε ἕνα βῆμα παραπάνω, ἔγιναν οἱ χειρότεροι ἄνθρωποι, ποὺ ἔλεγαν τὰ χειρότερα λόγια. Καὶ ἐγὼ τοὺς λέω: μὰ ἐσὺ ἔφερες τὸ παιδί σου στὴν ὁμιλία, δὲν τὸ ἔφερα ἐγώ. Καὶ μία φόρα εἶπα σὲ ἕναν πατέρα, ὅταν ἔβλεπα ὅτι ἡ κόρη τοῦ, τέλος πάντων, εἶχε ζῆλο στὴν ἐκκλησία, τοῦ λέω: Κοίταξε, μὴν τὴν ξαναφέρεις στὴν ὁμιλία. Μὴν τὴν ξαναφέρεις νὰ τῆς μιλήσω, διότι ἡ κόρη σου θὰ γίνει μοναχὴ καὶ….
αὔριο θὰ σοῦ φταίω ἐγώ. Ὄχι, πάτερ μου, ἀλίμονο, ἐμεῖς σὲ λατρεύουμε. Καὶ ἔγινε ἡ κόρη τοῦ μοναχὴ· ἑφτὰ χρόνια καὶ δὲν μοῦ μιλᾶ ἀκόμα! Ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχαναν ὁμιλία, ἔτσι; …δὲν ἔχαναν ὁμιλία! Ἦταν πάντοτε οἱ πρῶτοι. Ὁμιλίες, ἀγρυπνίες, βιβλία, ξέρω ‘γῶ, τὰ πάντα… Καὶ ἔφερναν καὶ τὰ παιδιά τους, καὶ ὅταν ἦρθεν ἡ ὥρα ποὺ τὸ παιδὶ τοὺς μέσα στὴν ἐλευθερία του, τέλος πάντων, ἀποφάσισε ἕναν δικό του δρόμο, τότε οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔγιναν τελείως στὸ ἀντίθετο στρατόπεδο καὶ ἀπέδειξαν ὅτι γιὰ αὐτοὺς ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε μιλήσει ποτὲ μὲς στὴν δική τους τὴν καρδιά. Ἁπλῶς ἦταν θρῆσκοι ἄνθρωποι. Γιὰ αὐτὸ οἱ θρῆσκοι ἄνθρωποι εἶναι τὸ πιὸ δύσκολο εἶδος μέσ’ στὴν ἐκκλησία. Γιατί, ξέρετε κάτι; Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι καμμιὰ φορὰ δὲν θὰ θεραπευθοῦν. Γιατί νομίζουν ὅτι εἶναι κοντὰ στὸν Θεό. Ἐνῶ οἱ ἁμαρτωλοί, ξέρω ΄γῶ, οἱ χαμένοι ἂς ποῦμε, ἔτσι;… αὐτοὶ ξέρουν ὅτι εἶναι ἁμαρτωλοί. Γιὰ αὐτὸ ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι οἱ τελῶνες καὶ οἱ πόρνες θὰ πᾶν στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ εἶπε στοὺς Φαρισαίους: Ἐσεῖς, ἐσεῖς ποὺ εἴστε θρῆσκοι, δὲν θὰ πᾶτε ποτὲ στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιατί οὐδέποτε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἄλλαξε τὴν καρδιά τους. Ἁπλῶς ἀρκοῦνταν στὴν τήρηση τῶν θρησκευτικῶν τύπων.
Ἔτσι λοιπὸν ἐμεῖς ἂς προσέξουμε τὸν ἑαυτόν μας, νὰ καταλάβομε ὅτι ἡ ἐκκλησία εἶναι ἕνα νοσοκομεῖο ποὺ μᾶς θεραπεύει, μᾶς κάμνει νὰ ἀγαποῦμε τὸν Χριστὸν, καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία φλόγα ποὺ ἀνάβει μέσ’ στὴν καρδιά μας, καὶ νὰ ἐξετάζομε τὸν ἑαυτόν μας ἐὰν βρισκόμαστε στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν βλέπομε μέσα μᾶς ὅλες αὐτὲς τὶς κακίες καὶ τὶς ἀνιδιοτέλειες καὶ τὶς πονηρίες, τότε πρέπει νὰ ἀνησυχοῦμε. Γιατί δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ Χριστὸς νὰ εἶναι μέσα στὴν καρδιά μας καὶ νὰ ’μαστε γεμάτοι ξύδι.
Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ εἶσαι γεμάτος χολὴ ἐναντίον τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου. Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ διαβάζεις τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ μὴν δέχεσαι τὸν ἀδερφόν σου. Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ λὲς “ἔχω τόσα χρόνια στὴν ἐκκλησία”, ἔχω τόσα χρόνια ποὺ ’μαι μοναχὸς κληρικὸς ἡ ὁτιδήποτε, καὶ ὅμως τὸ ἄλφα τῆς πνευματικῆς ζωῆς… Ποῦ ’ναι ἡ ἀγάπη. Ποῦ ’ναι τὸ νὰ ὑπομένεις τὸν ἀδερφόν σου, νὰ κάνεις λίγο ὑπομονὴ; Μὲ τὸ νὰ μὴν τὸ δέχεσαι, σημαίνει τίποτα δὲν ἔκαμες· τίποτα· ἀπολύτως τίποτα. Τίποτα ἀπολύτως.
Ἐδῶ ὁ Χριστὸς ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ πεῖ -γιὰ τὶς παρθένες ἐκεῖνες- ὅτι δὲν εἶχε καμμιὰ σχέση μαζί τους. Τοὺς πέταξε ἔξω ἀπὸ τὸν νυμφώνα, παρ’ ὅλα ποὺ ‘χαν ὅλες τὶς ἀρετὲς, γιατί δὲν εἶχαν τὴν ἀγάπη. Διότι ἤθελε νὰ τοὺς πεῖ ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχετε ἀρετὲς ἐξωτερικὲς, μπορεῖ νὰ μείνατε παρθένες, μπορεῖ νὰ κάματε χίλια πράματα, ἀλλὰ δὲν κατορθώσατε τὴν οὐσία αὐτοῦ ποὺ εἶχε σημασία πάνω ἀπ’ ὅλα. Ἐὰν αὐτὸ δὲν τὸ καταφέρεις, τί τὰ θέλεις τὰ ἄλλα ὅλα; Τί τὰ θέλω ἐγὼ τώρα: ἂν τρώω λάδι σήμερα καὶ δὲν τρώω λάδι. Μπορεῖ νὰ μὴν τρώω λάδι, ἂς ποῦμε, καὶ νὰ τρώω τὸν ἀδερφό μου ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὴν νύχτα.
Ἔλεγαν εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος, λέει, “μὴν ρωτᾶς ἂν τρώω ψάρι”… “τὸν ψαρὰ νὰ μὴν φαεῖς καὶ ψάρι φάε” ἤ “τὸν λαδὰ νὰ μὴν φαεῖς καὶ φάε μία σταξιὰ λάδι”. Τὸ νὰ φάεις τὸν ἄλλον ἀπὸ τὴν γλώσσα εἶναι πολὺ χειρότερο ἀπὸ τὸ νὰ φᾶς μία κουταλιὰ λάδι. Καὶ ὅμως, στέκομεν ἐκεῖ: τρῶμε λάδι, δὲν τρῶμε λάδι, τρῶμε ψάρι, δὲν τρῶμε ψάρι, ξέρω ‘γῶ, βούτηξε τὸ κουτάλι στὸ ἄλλο φαγὶ καὶ μπορεῖ νὰ τσακωθοῦμε, ἐκεῖ, νὰ σκοτωθοῦμε μὲ τὸν ἄλλον ἄνθρωπο, γιατί ἐβούτηξε τὸ κουτάλι προηγουμένως σὲ ἕναν ἄλλο φαΐ. Καταλαβαίνετε πόσο γελοία εἶναι ἐτοῦτα τὰ πράγματα;… καὶ μᾶς κοροϊδεύουν καὶ οἱ δαίμονες ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας…
Καὶ, ὅταν μπαίνουν κοντά μας, ἀντὶ νὰ βλέπουν τοὺς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας μεταμορφωμένους σὲ Χριστὸ Ἰησοῦ, νὰ ’ναι γλυκεῖς ἄνθρωποι καὶ νὰ ’ναι ὥριμοι ἄνθρωποι, ἰσορροπημένοι, ὁλοκληρωμένοι ἄνθρωποι, ἄνθρωποι γεμάτοι ἁρμονία, ἂς ποῦμε, μέσα τους, μᾶς βλέπουν, δυστυχῶς, μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ πάθη μας καὶ ὅλες ἐκεῖνες τὶς ξινίλες μας, καὶ λένε: Ἔ, νὰ γίνω ἔτσι; Καλύτερα νὰ μοῦ λείπει.
Ἐσὺ ποὺ πᾶς στὴν ἐκκλησία… τί σὲ ὠφέλησε ἡ ἐκκλησία;
Ὅπως λέγαμε χτὲς: Πῆγες στὰ προσκυνήματα, εἶδες τοὺς πατέρες, εἶδες τὰ ἅγια λείψανα, εἶδες τὸ Ἅγιον Ὅρος, τὴν Παναγία τῆς Τήνου, ὅλα αὐτὰ· πήγαμε-ἤρθαμε. Ποιὸ τὸ ὄφελος, τελικὰ, ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα; Μεταμορφώθηκε ἡ καρδιά μας; Γίναμε πιὸ ταπεινοὶ ἄνθρωποι; Γίναμε πιὸ γλυκεῖς ἄνθρωποι; Γίναμε πιὸ πραεῖς ἄνθρωποι εἰς τὸ σπίτι μας, εἰς τὴν οἰκογένειά μας, στὸ μοναστήρι μας, ξέρω ’γῶ, ἐκεῖ ποὺ ἐργαζόμαστε; Αὐτὸ ἔχει σημασία.
Ἐὰν δὲν τὰ καταφέραμε αὐτὰ τὰ πράγματα, τουλάχιστον ἂς γίνομεν ταπεινοί.
Μέσα ἀπὸ τὴν μετάνοια. Ἂς γίνομε ταπεινοί. Ἐὰν οὔτε καὶ αὐτὸ τὸ καταφέραμε, τότε εἴμαστε ἄξιοι πολλῶν δακρύων, ἔτσι; Εἴμαστε γιὰ κλάματα. Διότι δυστυχῶς ὁ χρόνος περνᾶ καὶ χάνεται καὶ ἐμεῖς μετροῦμε χρόνια.
Ἔλεγε ὁ γέρων Παίσιος, ὅταν τὸν ρωτοῦσαν “Γέροντα πόσα χρόνια ἔχεις ἐσὺ στὸ Ἅγιο Ὅρος;” Λέει: Ἐγὼ ἦρθα τὴν ἴδια χρονιὰ ποὺ ἦρθε τὸ μουλάρι τοῦ γείτονα. Ὁ γείτονάς του, ὁ γερὸ-Ζῆτος, εἶχε ἕνα μουλάρι, καὶ, ξέρετε, στὸ Ἅγιον Ὅρος κάθε κελὶ ἔχει καὶ ἕνα ζῶο, ἕνα μουλάρι, ποὺ κουβαλοῦν τὰ πράγματά τους. Ἔ, τὸ ζῶο αὐτὸ ζεῖ πολλὰ χρόνια· δὲν ἀγοράζεις κάθε μέρα μουλάρια· εἶναι ἀκριβά. Λοιπόν, τὴν χρονιὰ ποὺ ἦρθα ἐγὼ, λέει, στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀγόρασε καὶ ὁ γείτονας τὸ μουλάρι του. Ἔχομε τὰ ἴδια χρόνια στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀλλὰ τὸ καημένο ἐκεῖνο ἔμεινε μουλάρι καὶ ἐγὼ τὸ ἴδιο ἔμεινα. Δὲν ἄλλαξα.
Λοιπὸν, λέμε, πολλὲς φορὲς, ἐγὼ ἔχω σαράντα χρόνια, καὶ τὸ λέμε ἐμεῖς οἱ παπάδες καὶ οἱ καλόγεροι αὐτὰ τὰ πράγματα… Ἔχω σαράντα χρόνια στὸ μοναστήρι. Μὰ, τὰ χρόνια εἶναι εἰς βάρος σου. Ὁ Θεὸς θὰ σοῦ πεῖ: Σαράντα χρόνια, καὶ ἀκόμα δὲν κατάφερες νὰ γίνεις τίποτα; Ἔχεις σαράντα χρόνια· ἀκόμα θυμώνεις, ἀκόμα κατακρίνεις, ἀκόμα ἀντιλογεῖς, ἀκόμα ἀνθίστασαι, ἀκόμα δὲν ὑποτάσσεσαι; Ἔχεις σαράντα χρόνια καὶ δὲν ἔμαθες τὸ ἄλφα, τὸ πρῶτο πράγματα τῆς μοναχικῆς ζωῆς, τῆς χριστιανικῆς ζωῆς; Τί νὰ κάμω τὰ χρόνια σου; Τί νὰ σὲ κάμω, ἂν ἔχεις πενήντα χρόνια μὲ ψωμολογῆσαι καὶ δὲν μπορεῖς νὰ ἀπαντήσεις στὸν ἄλλον μὲ ἕναν καλό του λόγο; Τί νὰ κάμω ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα;
http://agathan.wordpress.com
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2014/02/blog-post_1936.html#more