Στήν ἱστορία ἐμφανίσθηκε ἀπό πολλούς ἡ θεωρία ὅτι ἡ Μόσχα εἶναι ἡ Τρίτη Ρώμη, ἀφοῦ ἡ Πρώτη Ρώμη εἶναι ἡ ἀρχαία Ρώμη, πού ἦταν πρωτεύουσα τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, ἡ Δεύτερη Ρώμη εἶναι ἡ Κωνσταντινούπολη, τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, καί ἡ Τρίτη Ρώμη εἶναι ἡ Μόσχα τῆς Ρωσίας.

Ἡ ἰδέα περί τῆς Τρίτης Ρώμης γεννήθηκε μετά τήν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-39) καί ἐπισημοποιήθηκε μέ τήν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό 1453, ὅταν ἡ Βασιλεύουσα κυριεύθηκε ἀπό τούς Ὀθωμανούς, ὁπότε ἀρχίζει, κατά τήν θεωρία αὐτή, ἡ Τρίτη Ρώμη
μέ τήν Χριστιανική Αὐτοκρατορία τῶν Ρώσων, ἀφοῦ ὁ νέος Ρῶσος Αὐτο­κρά­τορας προστατεύει τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς πού βρίσκον­ται κάτω ἀπό τήν Ὀθωμανική Αὐτοκτρατορία.
Ἔτσι, κατά τήν θεωρία αὐτή ἡ Πρώτη, Δεύτερη καί Τρίτη Ρώμη εἶναι συνδεδε­μένες μέ τήν πολιτική καί τήν δημιουργία τῆς Πρω­τεύουσας τῶν Αὐτοκρατοριῶν, ἡ ὁποία ἐπηρεάζει καί τούς ἐκκλησιαστικούς θρόνους πού βρίσκονται στίς Πρωτεύου­σες αὐτές.
Γιά τό θέμα τῆς θεωρίας περί τῆς Τρίτης Ρώμης θά παρου­σιάσω μερικά στοιχεῖα τά ὁποῖα παραθέτει ὁ διάσημος βυζαντι­νολόγος Στῆβεν Ράνσιμαν.
Κατά τόν μεγάλο αὐτόν βυζαντινολόγο «τό πιό περήφανο κατόρθωμα τῆς Βυζαντινῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε ὁ ἐκχριστια­νισμός τῶν Ρώσων». Παρά τό ὅτι διάφοροι ἱστορικοί λόγοι συνετέλεσαν στό νά ἀλλάξουν οἱ σχέσεις μεταξύ Βυζαντίου καί Ρωσίας στήν πορεία τοῦ χρόνου, ἐν τούτοις «τό Βυζάντιο ἐξακολουθοῦσε νά διατηρεῖ ἄμεσο ἔλεγχο ἐπί τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας», ἀφοῦ ὁ Μητρο­πολίτης Ρωσίας ἐκλεγόταν ἀπό τό Πατριαρχεῖο Κων­σταν­τι­νουπόλεως.
Αὐτό ἔγινε καί μέ τόν Μητροπολίτη Κιέβου Ἰσί­δωρο, ὁ ὁποῖος συμπεριελήφθηκε στήν συνοδεία τοῦ Αὐτο­κρά­τορα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καί τοῦ Πατριάρχου Κωνσταν­τι­νουπόλεως στίς συνομιλίες πού γίνονταν μέ τούς Λατίνους στήν Φερράρα-Φλωρεντία (1438-39). Ὁ Ἰσίδωρος ὑπέγραψε τήν ψευδένωση καί αὐτό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά ἀποδοκιμασθῆ ἀπό τόν Ρωσικό λαό, νά καθαιρεθῆ ἀπό Σύνοδο στήν Μόσχα τό 1441, νά φύγη ἀπό τήν Ρωσία, καί στήν συνέχεια νά γίνη Καρδινάλιος τοῦ Πάπα.
Ὁ Ρῶσος Πρίγκιπας Βασίλειος Β΄ ἀπέστειλε ἐπιστολή στόν Οἰκου­μενικό Πατριάρχη καί παρακαλοῦσε νά ἐπικυρώση τόν διορισμό τοῦ Μητρο­πολίτου Ἰωνᾶ σέ διαδοχή τοῦ Ἰσιδώρου. Στήν ἐπιστολή αὐτή καυχᾶται «γιά τήν μακρά παράδοση ὀρθοδοξίας στή Ρωσία ἀπό τόν καιρό τοῦ νέου Μεγάλου Κωνσταντίνου, τοῦ εὐσεβοῦς τσάρου τῆς ρωσικῆς χώρας, Βλαδιμήρου». Ἡ ἐπιστολή αὐτή εἶναι σημαντική, γιατί ὁ Βλαδίμηρος πού ἔγινε Χριστιανός, χαρακτη­ρίζεται ὡς νέος Κωνσταντῖνος καί σαφῶς δείχνει ὅτι ὁ Πρίγ­κιπας Βασίλειος Β΄ «ἦταν ἕτοιμος νά διεκδι­κή­ση τήν κληρονομία καί τήν διαδοχή τοῦ Κωνσταντίνου».
Σέ ἄλλη ἐπιστολή ὁ Πρίγκιπας Βασίλειος δικαιολογεῖ τήν πρότασή του νά διορίση τόν Ἰωνᾶ ὄχι ἀπό ὑπερηφάνεια ἤ αὐθάδεια, ἀλλά γιατί «ὡς τόν αἰώνα τόν ἅπαντα θά παρα­μείνουμε πιστοί στήν ὀρθοδοξία πού μᾶς δόθηκε». Σαφῶς ὑπενίσσεται τήν ἔκπτωση τῶν Ρωμαίων Ὀρθοδόξων ἀπό τήν ἀλήθεια μέ τήν ὑπογραφή τους στήν Σύνοδο Φερράρας-Φλω­ρεντίας, πού σημαίνει ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή ἔπαιξε ἀρνητικό ρόλο στήν ἑνότητα μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ὁ Μητροπολίτης Ἰωνᾶς σέ ἐπι­στολή του πού ἔγραψε τό ἔτος 1451, μετά τήν Σύνοδο Φερ­ράρας-Φλωρεντίας, καί δύο χρόνια πρίν τήν πτώση τῆς Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως στούς Ὀθωμανούς, «προεῖπε τήν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῆς Δεύτερης Ρώμης. Κινού­μαστε τώρα πρός τήν ἀντίληψη τῆς Μόσχας ὡς τῆς Τρίτης Ρώμης καί τοῦ Μεγάλου Πρίγκιπα τῆς Μοσχοβίας ὡς Ἁγίου Αὐτοκράτορα».
Ἑπομένως, ἡ θεωρία περί τῆς Τρίτης Ρώμης συνελήφθη με­τά τήν ψευδένωση μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν στήν Φερράρα-Φλωρεντία (1438-1439) καί ἄρχισε νά κυοφορεῖται πρίν τήν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό 1453, καί τό ἔτος αὐτό θεωρεῖται ὡς ἡ γενέθλια ἡμέρα τῆς Τρίτης Ρώμης.
Μετά λίγα χρόνια, καί συγκεκριμένα τό 1470, ἐνῶ ὁ Ἰβάν Γ΄ «διεκήρυξε ὅτι τό πατριαρχεῖο (Κωνσταντινουπόλεως) εἶχε στερηθεῖ παντός δικαιώ­ματος ἐπί τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας» ἐν τούτοις «ὁ ἐκλεγόμενος μητροπολίτης ἐξακολουθοῦσε νά ζητάει ἐπικύρωση ἀπό τόν Πατριάρχη, τόν ὁποῖον ἀνεγνώριζε ὡς ἀνώτερό του». Ὅμως, ἐπειδή ἔπαυσε νά ὑπάρχη ἕνας χριστιανός αὐτοκράτορας πού θά στηρίζη τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, αὐτό τό κενό θέλησε νά καλύψη ὁ Ρῶσος ἡγεμόνας. Αὐτό προσδιορίσθηκε στό πρόσωπο τοῦ Ἰβάν Γ΄, ὁ ὁποῖος νυμφεύθηκε τό 1472 «τήν Ζωή Παλαιολογίνα, ἀνεψιά τοῦ τελευταίου Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα», καί ἔτσι χαρακτηρίσθηκε «νέος Κωνσταντῖνος». Ὁ Ρῶσος Μητροπολίτης Ζώσιμος τό ἔτος 1492 γράφει: «Ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος ἔκτισε τήν Νέα Ρώμη, τό Τσάριγκραδ, ἀλλά ὁ ἡγεμών καί κυρίαρχος πασῶν τῶν Ρωσιῶν, Ἰβάν Βασίλιεβιτς, ὁ νέος Κωνσταντῖνος, ἔθεσε τά θεμέλια γιά μιά νέα Κωνσταντι­νού­πολη, τῆς Μόσχας».
Τό 1498 ὁ Ἰβάν Γ΄ στέφθηκε «Τσάρος, Μέγας Πρίγκιπας καί Αὐτοκράτορας Πασῶν τῶν Ρωσιῶν» ἀπό τόν Μητροπολίτη Συμεών. Ἡ τελετή στέψεως ἦταν ἀντιγραφή τῆς στέψεως τῶν Ρωμαίων Αὐτοκρατόρων καί ὁ Μητροπολίτης τοῦ ἀνέθεσε «νά φροντίζει γιά ὅλες τίς ψυχές καί γιά τήν ὀρθόδοξη χριστια­νωσύνη». Ἀπό τότε χρησιμοποιεῖται ὁ τίτλος τοῦ Τσάρου.
Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Θεόληπτος ὁ Α’ τό ἔτος 1516 ἔγραφε στόν Ρῶσο Ἡγεμόνα Βασίλειο Γ΄καί τόν χαρακτήριζε ὡς «τόν ὑψηλότατο καί εὐμενέστατο Τσάρο καί μέγα Βασιλέα ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων χωρῶν τῆς Μεγάλης Ρωσίας», καί ἄφηνε νά νοηθῆ ὅτι θά μποροῦσε νά δημιουργηθῆ ἕνα «ρωσο-βυζαν­τινό Κράτος».
Τό 1511 ἕνας μοναχός ἀπό τό Πσκώφ πού ὀνομαζόταν Φιλόθεος, σέ μία προσφώνησή του στόν Τσάρο ἐξέ­φραζε αὐτές τίς διεκδικήσεις. Ἔλεγε:
«Χάρη εἰς τήν παντοδύναμη καί τά πάντα στηρίζουσαν δεξιάν τοῦ Θεοῦ χεῖρα, βασιλεύουν οἱ αὐτοκράτορες …καί αὐτή σέ ἀνύψωσε, Γαληνότατο καί Ὑπέρτατο Ἡγεμόνα, Μεγάλο Πρίγκιπα Ὀρθόδοξο Χριστιανό, Τσάρο καί Κυρίαρχο ὅλων, ἐσένα πού εἶσαι ὁ κάτοχος τῶν κτήσεων τῶν ἱερῶν θρόνων τοῦ Θεοῦ, τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν καί ἀποστολικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς ἁγιοτάτης Μητέρας τοῦ Θεοῦ… ἀντί τῆς Ρώμης καί τῆς Κωνσταντινουπόλεως … Τώρα λάμπει μέσα στήν οἰκουμένη, ὅπως ὁ ἥλιος στόν οὐρανό, ἡ Τρίτη Ρώμη, τῆς κυρίαρχης αὐτοκρατορίας Σου καί τῆς ἁγίας συνοδικῆς ἀποστολικῆς Ἐκ­κλη­σίας, ἡ ὁποία εἶναι στήν ὀρθόδοξη Χριστιανική πίστη… Ἐπίβλεψε καί φρόντισε εὐσεβέστατε Τσάρε, ὥστε ὅλες οἱ χριστιανικές αὐτοκρατορίες νά ἑνωθοῦν μέ τή δική σου. Γιατί δύο Ρῶμες ἔπεσαν, ἀλλά ἡ τρίτη στέκεται ὄρθια καί τέταρτη δέν θά ὑπάρξει. Γιατί ἡ χριστιανική σου αὐτοκρατορία δέν θά περιέλθει σέ κανένα ἄλλον, σύμφωνα μέ τό παντοδύναμο λόγο τοῦ Θεοῦ».
Παρά τίς διεργασίες αὐτές στήν Ρωσία, καί παρά τήν δουλεία στούς Ὀθωμανούς ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἐξακο­λου­θοῦσε νά ἔχη θέση ἀνώτερη στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Γρά­­φει ὁ Ράνσιμαν:
«Ἀκόμα καί ὁ πιό φανατικός ὑποστηρικτής τῆς Τρίτης Ρώμης δέν ἤξερε πῶς νά τόν ὑποβιβάσει. Ὁ ἴδιος ὁ Τσάρος ὄχι μόνο ἐπιθυμοῦσε ἀναγνώριση ἀπό τόν Πατριάρχη, χάρη στό παραδοσιακό του γόητρο, ἀλλά καί ἀντιλαμβανόταν ὅτι δέν μποροῦσε νά γίνει κληρονόμος τῶν Βυζαντινῶν Καισάρων καί νά βρίσκεται ἐπικεφαλῆς τῆς ὀρθόδοξης οἰκουμένης χωρίς τήν καλή θέληση καί τήν ὑποστήριξη τοῦ Πατριάρχη».
Στήν συνέχεια ἀκολούθησαν διάφορα γεγονότα, ἀφοῦ οἱ Ρῶσοι στηρίζονταν στήν Ὀρθοδοξία τους, καί ζητοῦσαν νά λάβουν τήν πατριαρχική τιμή καί ἀξία.
Ἐν ὄψει αὐτῶν τῶν γεγονότων ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας ὁ Β΄, πού ἦταν «εὐέλικτος καί ρεαλιστής διπλωμάτης», σέ μιά περιοδεία του στήν Ρωσία ἔδωσε τήν Πατριαρχική τιμή καί ἀξία τό 1589, ὡς πέμπτο κατά σειράν μετά τόν Πατριαρχεῖο τῶν Ἱεροσολύμων καί ὄχι τρίτο μετά τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας ὅπως ἤθελαν ἐξ ἀρχῆς οἱ Ρῶσοι, καί ἐξελέγη πρῶτος Πατριάρχης ὁ Ἰώβ.
Ὁ Τσάρος, κατά τήν ἀνταλλαγή προσφωνήσεων πού ἀκολούθησαν τῆς ἐκλογῆς, χαρακτήρισε τόν Πατριάρχη Ἱερεμία Β΄ ὡς «Πατριάρχη μέ τήν χάρη τοῦ ἁγίου καί ζωο­ποιοῦ Πνεύματος, προερχόμενον ἀπό τόν ὑψηλότερο ἀποστο­λικό θρόνο, κληρονόμο καί ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κων­σταν­τινουπόλεως, Πατέρα τῶν Πατέρων».
Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἱερεμίας Β΄ προσεφώνησε τόν Τσάρο ὡς «ὀρθόδοξο καί φιλόχριστο θεοστεφάνωτον τσάρο, τιμώμενον ἀπό τόν Θεό καί στολισμένον ἀπό τόν Θεό … γαληνότατο καί ἐνδοξότατο ἀπό τούς κυρίαρχους ἡγεμόνες». Ἔπειτα πρόσθεσε:
«Ἐφ’ ὅσον ἡ πρώτη Ρώμη ἔπεσε ἀπό τήν Ἀπολλινάρια αἵρεση καί ἡ δεύτερη Ρώμη, πού εἶναι ἡ Κωνσταντινούπολη, κατέχεται ἀπό τούς ἄπιστους Τούρκους, τότε λοιπόν ἡ μεγάλη σου ρωσική αὐτοκρατορία, εὐλαβέστατε τσάρε, ἡ ὁποία εἶναι εὐσεβέστερη ἀπό προηγούμενα βασίλεια, εἶναι ἡ Τρίτη Ρώμη καί σύ μόνος κάτω ἀπό τόν οὐρανό ὀνομάζεσαι τώρα Χριστια­νός Αὐτοκάτωρ γιά ὅλους τούς Χριστιανούς σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο∙ γι’ αὐτό ἡ πράξη μας τῆς ἱδρύσεως τοῦ Πατριαρχείου θά γίνει σύμφωνα μέ τήν θέληση τοῦ Θεοῦ, τίς προσευχές τῶν Ρώσων ἁγίων, τῆς δικῆς σου προσευχῆς πρός τόν Θεό καί σύμφωνα πρός τή γνώμη σου».
Ὁ Ράνσιμαν παρατηρεῖ:
«Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Ἱερεμίας διασαφηνίζει ὅτι ἀνα­γνω­ρίζει τόν ἰσχυρισμό τῆς Ρωσίας ὅτι εἶναι ἡ τρίτη Ρώμη πολιτικῶς, ἀλλ’ ὄχι ἐκκλησιαστικῶς. Τά δικαιώματα καί τά καθήκοντα τῆς κοσμικῆς κεφαλῆς τῆς οἰκουμένης πέρασαν ἀπό τούς αὐτοκράτορες τῆς Παλιᾶς Ρώμης καί τούς αὐτοκράτορες τῆς Νέας Ρώμης στούς αὐτοκράτορες τῆς Μοσχοβίας. Ἀλλά ἡ ἀνώτατη ἐκκλησιαστική ἀρχή ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ἡ Πενταρχία τῶν Πατριαρχῶν μέ τήν Κωνσταντινούπολη ὡς κεφαλή της καί τή Μόσχα στήν οὐρά τοῦ καταλόγου, γιά νά συμπληρώσει τήν πεντάδα τώρα πού ἡ Ρώμη εἶχε διαγραφεῖ γιά αἵρεση.
Ἡ λύση τοῦ Ἱερεμία ἦταν εὔστοχη καί ἔξυπνη. Ἔδωσε στούς ὀρθοδόξους ἕναν ἰσχυρό κοσμικό προστάτη μέ ἀρκετά κολακευτικούς ὅρους γιά τόν προστάτη ὥστε νά ἐγκαταλείψει μεγαλύτερες ἐκκλησιαστικές διεκδικήσεις. Οἱ Ρῶσοι δέν ἐγκα­τέλειψαν τελείως τήν πίστη τους στήν ἀνώτερη ἁγιότητά τους, ἀλλά οἱ σχέσεις τους μέ τούς Ἕλληνες ἔκτοτε διορθώ­θηκαν. Οἱ ὑπό τουρκική κυριαρχία ὀρθόδοξοι ἔνιωθαν τώρα ὅτι δέν ἦταν ἐντελῶς χωρίς φίλους. Ἡ ἐμπιστοσύνη τους ἀναζωογο­νήθηκε. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι αὐτή ἡ φιλία δέν διευκόλυνε τίς σχέσεις τους μέ τούς Τούρκους κυριάρχους τους, οἱ ὁποῖοι τήν ἔβλεπαν μέ ὑποψία, οὔτε στό μέλλον τούς βοήθησε στίς σχέσεις τους μέ τίς δυτικές δυνάμεις. Ἀλλά βοήθησε στήν διάσωση τῆς ὀρθοδο­ξίας».
Τά στοιχεῖα αὐτά προέρχονται ἀπό τόν Βυζαντινολόγο Στῆβεν Ράνσιμαν, καί στά ὁποῖα φαίνεται ἡ σύλληψη τῆς ἰδέας τῆς Ρωσίας ὡς Τρίτης Ρώμης, πού ἄρχισε μετά τά τραγικά γεγονότα τῆς Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-39), κυοφορήθηκε τό διάστημα μεταξύ 1439-1453, καί τελικά γεννή­θηκε τό 1453 μέ τήν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως στούς Ὀθω­­μα­νούς. Οἱ Ὀρθόδοξοι Ρῶσοι ἔβλεπαν τόν Τσάρο τους ὡς τόν μόνον Ὀρθόδοξο Αὐτοκράτορα, καί οἱ ὑπόδουλοι Ρωμηοί τόν θεωροῦσαν προστάτη τους.
Κάπως ἔτσι ἀναπτύχθηκε ἡ ἰδέα τῆς Τρίτης Ρώμης, ἀπό ἀπόψεως πολιτικῆς, ὄχι ὅμως ἐκκλησιαστικῆς. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου τήν ἰδέα τῆς Τρίτης Ρώμης τήν ἐγκολπώθηκε καί τό Πατριαρχεῖο Ρωσίας.
Τό ἐρώτημα εἶναι: Ὑπάρχει Τρίτη Ρώμη;
Φυσικά ὑποστηρίζω ὅτι δέν ὑπάρχει Τρίτη Ρώμη, γιά τρεῖς βασικούς λόγους.
Ὁ πρῶτος λόγος, γιατί ποτέ δέν ὑπῆρξε Δεύτερη Ρώμη. Ἡ ἱστορία γνωρίζει τήν Ρώμη τῆς Ἰταλίας, τήν πρωτεύουσα τοῦ ἀρχαίου Ρωμαϊκοῦ Κράτους, πού ἀργότερα ὀνομάστηκε Παλαιά Ρώμη, ἀλλά καί τήν Νέα Ρώμη, πού εἶναι ἡ Κωνσταντινούπολη μετά τήν μεταφορά τῆς Πρω­τεύουσας τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο ἀπό τήν Ρώμη τῆς Ἰταλίας, στό Βυζάντιο τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, πού ὀνομάσθηκε Νέα Ρώμη. Ἑπομένως ἐφ’ ὅσον δέν ὑπάρχει Δεύτερη Ρώμη (καί κακῶς λέγεται ἔτσι ὅπου λέγεται) δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη Τρίτη Ρώμη.
Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ἡ ἑνωμένη Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία εἶχε κατ’ ἀρχάς Πρω­τεύουσα τήν Ρώμη τῆς Ἰταλίας καί ἔπειτα τήν Νέα Ρώμη τῆς Θράκης. Τό δυτικό τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας κυριεύ­θηκε ἀπό τά Γερμανικά φῦλα, μέ τελευταῖο τούς Φράγ­κους, καί ἀργότερα καί τό ἀνατολικό τμῆμα κυριεύθηκε ἀπό τούς Ὀθω­μανούς. Ἐφ’ ὅσον καταλύθηκε ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία ὡς Κράτος-Αὐτοκρατορία, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη κάποια ἄλλη Τρίτη Ρώμη. Αὐτό ἐνδεχομένως θά προϋπέθετε ὑπάρχουσα Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία ὡς κρατικό μόρφωμα.
Ὁ δεύτερος λόγος πού δέν ἰσχύει ἡ θεωρία περί Τρίτης Ρώμης εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία στηρίζεται στό Κανονικό της δίκαιο, ἔχει ἄλλους ρυθμούς, καί μάλιστα στηρίζεται στούς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Κυρίως μνημονεύω τόν 28ο Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἔχει οἰκουμενικό κῦρος. Ἔτσι, ὁ Πατριάρχης Νέας Ρώμης-Κωνσταν­τι­νουπόλεως, καί μάλιστα μετά τήν ἀπομά­κρυνση τοῦ Πα­τριάρχου τῆς Παλαιᾶς Ρώμης-Πάπα, λόγῳ τῆς αἱρέσεως εἶναι ἡ Πρωτόθρονη Ἐκκλησία μέ ἀποφάσεις Πατέρων πού καθοδη­γοῦνταν ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, καί κανείς δέν μπορεῖ νά ὑπο­νομεύση αὐτό τόν θεσμό τῆς Πενταρχίας.
Ὁ τρίτος λόγος γιά τόν ὁποῖον δέν ἰσχύει ἡ θεωρία περί Τρίτης Ρώμης ἐκκλησιαστικῶς εἶναι ὅτι ἡ Ρωσική Ἐκκλησία, κατά τόν 19ο αἰώνα ἀνέπτυξε μιά ἰδιαίτερη θεολογία, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ ρωσική θεολογία εἶναι ἀνώτερη τῆς θεολογίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τῶν ὀκτώ πρώτων αἰώνων.
Νά θυμίσω τήν θεωρία τοῦ Ἀλέξη Χομιακώφ καί ἄλλων ὁμοϊδεατῶν του, ὁ ὁποῖος δημιούργησε τήν θεωρία ὅτι ὁ πολι­τισμός διαιρεῖται σέ δύο μεγάλες κατευθύνσεις, ἤτοι τόν Ἰρανιανισμό, πού ἐκδηλώθηκε στό Ἰράν, εἶναι γεωργικός πολιτισμός καί διακρίνεται ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἐλευθερίας τῆς κοινότητος, καί τόν Κουσιτισμό, πού ἀναπτύχθηκε στήν Αἴγυπτο, τήν Βαβυλώνα, τήν Νότια Ἰνδία, τήν Κίνα, καί διακρίνεται γιά τήν ἀνάλυση, τήν λογική, τά μεγάλα οἰκοδομήματα.
Ὁ Χομιακώφ ὑποστήριζε ὅτι οἱ κουσιτικές ἀρχές ἐπηρέασαν τόν δυτικό Χριστιανισμό καί ἐν μέρει τόν ἀνατολικό Χριστιανισμό μέ τίς ἰσχυρές ἐπιδράσεις τῆς Ρωμαϊκῆς πολιτικῆς ὀργάνωσης, τοῦ νόμου πάνω στόν χαρακτῆρα τοῦ ἀνθρώπου καί τήν λογικοκρατία, ἐνῶ ἡ ρωσική ζωή καί θεολογία διακρίνεται ἀπό τίς ἰρανιανικές ἀρχές, δηλαδή τήν ἐλευθερία καί τήν ἀγάπη. Αὐτές οἱ ἰδέες γέννησαν τήν μεταπατερική θεολογία, τήν ὁποία θεωροῦν ὡς ἀνώτερη ἀπό τήν πατερική θεολογία καί τόν σχολαστικισμό.
Κατά συνέπεια οἱ θεωρίες περί Τρίτης Ρώμης εἶναι ἀπαράδεκτες ἀπό κάθε πλευρᾶς. Ἄν αὐτό κατανοηθῆ, τότε πιθανόν νά λυθοῦν καί ἄλλες κατά καιρούς ἀναφυόμενες διενέξεις. Ὅποιος ὑπονομεύει τόν ἱερό θεσμό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μέ ὁποιονδήποτε τρόπο, ὁ ὁποῖος θεσμός καθιερώθηκε ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, αὐτός θά ἀποτύχη σέ ὅλους τούς χρόνους καί σέ ὅλα τά ἐπίπεδα. Γιατί δέν πρέπει νά ὑπερ­βαίνουμε τά ὅρια «ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν».
Ὀκτώβριος 2018