ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΩΝ ΑΚΥΛΑ ΚΑΙ ΠΡΙΣΚΙΛΛΑΣ
ΟΜΙΛΙΑ ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
με θέμα το εδάφιο «Ἀσπάσασθε Πρίσκιλλαν καὶ Ἀκύλαν»[Ρωμ.16,3]
Σκέπτομαι πως πολλοί από σας απορείτε για την περικοπή αυτού του αποστολικού αναγνώσματος, ή καλύτερα θεωρείτε ασήμαντο και περιττό αυτό το μέρος της επιστολής, γιατί έχει μόνο χαιρετισμούς συνέχεια και μάλιστα τον ένα ύστερα από τον άλλο. Γι΄αυτό λοιπόν κι εγώ, ξεκινώντας από αλλού σήμερα, άφησα εκείνο το θέμα και ετοιμάζομαι να ασχοληθώ με αυτό, για να μάθετε ότι από τις θείες Γραφές τίποτε δεν είναι περιττό ούτε ασήμαντο, έστω και αν είναι ένα γιώτα ή μία οξεία αλλά και ένας απλός χαιρετισμός μας ανοίγει μεγάλο πέλαγος νοημάτων.
Και γιατί λέγω ένας απλός χαιρετισμός; Πολλές φορές και η προσθήκη ενός γράμματος πρόσφερε ολόκληρη δύναμη νοημάτων. Και αυτό μπορεί να το δει κανείς στο όνομα του Αβραάμ[βλ. Γέν.17,5: «Καὶ οὐ κληθήσεται ἔτι τὸ ὄνομά σου Ἅβραμ, ἀλλ᾿ ἔσται τὸ ὄνομά σου Ἁβραάμ, ὅτι πατέρα πολλῶν ἐθνῶν τέθεικά σε(:Και το όνομά σου δεν θα είναι όπως μέχρι τώρα ‘’Άβραμ’’ –το οποίο σημαίνει πατέρας μεγάλος ή υψηλός· ή περάτης, διότι πέρασες από την Μεσοποταμία στην γη Χαναάν- · από τώρα και στο εξής θα ονομάζεσαι ‘’Αβραάμ’’(:πατέρας λαών) διότι σε κατέστησα πατριάρχη και σε όρισα γενάρχη πολλών εθνών)»]. Γιατί, πώς δεν είναι παράλογο, όταν παίρνει κανείς επιστολή από φίλο να μη διαβάζει μόνο το κύριο μέρος της επιστολής, αλλά και τον χαιρετισμό που βρίσκεται στο τέλος, και από εκεί μάλιστα να συμπεραίνει την διάθεση εκείνου που την έγραψε, όταν όμως γράφει ο Παύλος, ή, καλύτερα, όχι ο Παύλος, αλλά όταν η χάρη του Πνεύματος υπαγορεύει την επιστολή σε ολόκληρη πόλη και τόσο λαό και μέσω εκείνων σε όλη την οικουμένη, να θεωρεί πως είναι περιττό κάτι από τα περιεχόμενα και να το προσπερνάει επιπόλαια και να μην καταλαβαίνει ότι όλα αυτά έχουν κάνει τα άνω κάτω;
Γιατί αυτό, πραγματικά αυτό είναι που μας γέμισε πολλή αδιαφορία, το ότι δηλαδή δεν εξετάζουμε με ακρίβεια τις Γραφές, αλλά αφού διαλέγουμε αυτά που θεωρούμε πως είναι σαφέστερα, για τα άλλα δεν κάνουμε κανένα λόγο. Αυτό εισήγαγε και τις αιρέσεις, το να μη θέλουμε να εξετάσουμε όλο το σώμα, το να θεωρούμε πως υπάρχει κάτι περιττό και ασήμαντο. Γι’ αυτό όλα τα άλλα τα φροντίζουμε πάρα πολύ, όχι τα περιττά μόνο, αλλά και τα ανώφελα και βλαβερά, ενώ έχουμε παραμελήσει και παραβλέψει την γνώση των Γραφών. Και όσοι συγκινούνται από το θέαμα των ιπποδρομιών μπορούν να πουν με κάθε ακρίβεια και για τα ονόματα, την αγέλη, το γένος, την πατρίδα και την εκπαίδευση των αλόγων, για την ηλικία τους και για τους αγώνες τους, και σε ποιο στηριζόμενος κανείς μπορεί για να κερδίσει την νίκη, και ποιο άλογο από ποια αφετηρία ξεκινώντας και ποιον έχοντας αναβάτη θα νικήσει στον δρόμο και θα ξεπεράσει τον αντίπαλο. Και όσοι ασχολούνται με τη σκηνή, όχι λιγότερη από αυτούς αλλά περισσότερη μανία δείχνουν γι’ αυτούς που ασχημονούν στα θέατρα, εννοώ τους ηθοποιούς και τις χορεύτριες, αναφέροντας και την καταγωγή τους και την πατρίδα τους και την εκπαίδευσή τους και όλα τα άλλα.
Εμείς, όμως, όταν μας ερωτούν πόσες και ποιες είναι οι επιστολές του Παύλου, ούτε τον αριθμό τους ξέρουμε να πούμε. Και αν μερικοί γνωρίζουν τον αριθμό, όταν τους ερωτούν για τις πόλεις που έλαβαν τις επιστολές, δεν ξέρουν να απαντήσουν στην ερώτηση. Αντίθετα, κάποιος ευνούχος και βάρβαρος, αν και είχε άπειρες φροντίδες για άπειρα πράγματα, τόσο ασχολούνταν με τα βιβλία, ώστε ούτε και κατά την ώρα του ταξιδιού του δεν ησύχαζε, αλλά καθισμένος επάνω στην άμαξα είχε συγκεντρωμένη όλη την αφοσίωση και την προσοχή του στην ανάγνωση των θείων Γραφών[βλ. Πράξ. 8,27-28: «Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ Αἰθίοψ εὐνοῦχος δυνάστης Κανδάκης τῆς βασιλίσσης Αἰθιόπων, ὃς ἦν ἐπὶ πάσης τῆς γάζης αὐτῆς, ὃς ἐληλύθει προσκυνήσων εἰς Ἱερουσαλήμ. ἦν τε ὑποστρέφων καὶ καθήμενος ἐπὶ τοῦ ἅρματος αὐτοῦ, καὶ ἀνεγίνωσκε τὸν προφήτην Ἡσαΐαν(:Και να, ένας άνθρωπος Αιθίοπας, ευνούχος, ανώτερος αξιωματικός και αυλικός της Κανδάκης, της βασίλισσας των Αιθιόπων. Αυτός ήταν διευθυντής και διαχειριστής σε όλο τον θησαυρό και τα οικονομικά της, και είχε έλθει για να προσκυνήσει στην Ιερουσαλήμ, διότι φαίνεται ότι ήταν προσήλυτος. Επέστρεφε λοιπόν τη στιγμή εκείνη στην πατρίδα του. Καθόταν πάνω στην άμαξά του και διάβαζε μεγαλόφωνα τον προφήτη Ησαΐα)»· για τη συνέχεια, βλ. Πράξ.8,29-39]. Εμείς όμως, αν και δεν έχουμε ούτε στο ελάχιστο μέρος από την ασχολία εκείνου, παραξενευόμαστε και από τα ονόματα των επιστολών, και αυτό παρόλο που συγκεντρωνόμαστε εδώ κάθε Κυριακή και απολαμβάνουμε θεία ακρόαση.
Αλλ΄ όμως για να μην ξοδέψουμε τον λόγο μόνο για επιτίμηση, εμπρός ας φέρουμε στη μέση προς εξέταση τον χαιρετισμό αυτόν που φαίνεται πως είναι περιττός και παρενοχλεί. Γιατί αφού αναπτυχθεί αυτός και δειχθεί πόσο κέρδος παρέχει σε αυτούς που το προσέχουν με ακρίβεια, τότε θα γίνει μεγαλύτερη η κατηγορία για εκείνους που αμελούν τόσο μεγάλους θησαυρούς και πετούν από τα χέρια τους τον πνευματικό πλούτο. Ποιος, λοιπόν, ο χαιρετισμός; «Ἀσπάσασθε (:Χαιρετήστε εγκάρδια)», λέει, «Ἀσπάσασθε Πρίσκιλλαν καὶ Ἀκύλαν τοὺς συνεργούς μου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ (:την Πρίσκιλλα και τον Ακύλα, οι οποίοι είναι συνεργάτες μου εν Χριστώ Ιησού)» [Ρωμ.16,3]. Άραγε δεν φαίνεται πως είναι ένας απλός χαιρετισμός, χωρίς να μας φανερώνει τίποτε το μεγάλο και σπουδαίο; Εμπρός, λοιπόν, ας αφιερώσω σε αυτόν μόνο όλη την ομιλία μου, ή καλύτερα δεν θα κατορθώσω σήμερα, όσο και αν προσπαθήσω, να ανασύρω για σας όλα τα νοήματα που βρίσκονται μέσα στα λίγα αυτά λόγια, αλλά είναι ανάγκη και για άλλη ημέρα να σας φυλάξω τον πλούτο των εννοιών που γεννιούνται από τον σύντομο αυτό χαιρετισμό. Ούτε βέβαια ετοιμάζομαι να τον εξετάσω ολόκληρο, αλλά ένα μέρος του και μάλιστα την αρχή και το προοίμιό του μόνο: «Χαιρετήστε εγκάρδια την Πρίσκιλλα και τον Ακύλα».
Πρώτα πρέπει να θαυμάσουμε την αρετή του Παύλου, γιατί αν και είχε αναλάβει ολόκληρη την οικουμένη και περιέφερε μαζί του και γη και θάλασσα και όλες τις πόλεις της υφηλίου και βαρβάρους και Έλληνες και τόσο πολλούς λαούς, έδειχνε τόσο μεγάλη φροντίδα για έναν άνδρα και μια γυναίκα. Και ύστερα ας θαυμάσουμε και αυτό, πως δηλαδή είχε άγρυπνη και γεμάτη μέριμνα ψυχή, ενθυμούμενος όχι μόνο όλους μαζί, αλλά και ιδιαίτερα τον καθένα από τους δοκιμασμένους και γενναίους. Τώρα βέβαια δεν είναι καθόλου θαυμαστό να το κάνουν αυτό οι προϊστάμενοι των Εκκλησιών, αφού έχουν ηρεμήσει οι ταραχές εκείνες και έχουν αναλάβει την φροντίδα μόνο μίας πόλης, τότε όμως όχι μόνο το μέγεθος των κινδύνων, αλλά και η απόσταση του δρόμου και το πλήθος των φροντίδων και τα αδιάκοπα κύματα και το ότι δεν μπορούσαν να βρίσκονται συνεχώς με όλους πάντοτε και πολλά άλλα περισσότερα απ’ αυτά, ήταν ικανά να τους κάνουν να ξεχάσουν ακόμη και τους πολύ φίλους. Αλλ΄ όμως δεν τους ξέχασε αυτούς. Πώς λοιπόν δεν ξεχάσθηκαν; Εξαιτίας της μεγαλοψυχίας του Παύλου και της θερμής και της γνήσιας αγάπης του. Γιατί τόσο τους είχε στη σκέψη του, ώστε και στις επιστολές του να τους θυμάται πολλές φορές.
Αλλά ας δούμε ποιοι και τι είδους ήταν αυτοί, που τόσο αιχμαλώτισαν τον Παύλο και απέσπασαν τον δικό του πόθο. Μήπως ήταν κάποιοι ύπατοι και στρατηγοί και ύπαρχοι ή είχαν κάποια άλλη σημαντική θέση ή ήταν κάτοχοι μεγάλου πλούτου και από τους άρχοντες της πόλης; Τίποτε απ’ αυτά δεν μπορούμε να πούμε, αλλά εντελώς το αντίθετο, ήταν φτωχοί και άποροι και κέρδιζαν την ζωή τους από την εργασία των χεριών τους. Γιατί, λέγει, «ἦσαν σκηνοποιοὶ τῇ τέχνῃ(:ήταν σκηνοποιοί στο επάγγελμα)»[Πράξ.18,3]. Και δεν ντρεπόταν ο Παύλος, ούτε θεωρούσε κακό πράγμα, προτρέποντας μια πόλη τόσο τιμημένη από τον ίδιο τον βασιλιά και ένα λαό που είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, να χαιρετήσουν εκείνους τους χειροτέχνες, ούτε νόμιζε πως τους προσβάλλει με τη φιλία του προς εκείνους· έτσι τους είχε μάθει τότε όλους να φιλοσοφούν. Αν και βέβαια εμείς πολλές φορές έχοντας συγγενείς λίγο φτωχότερους αποξενωνόμαστε από την συγγένειά τους και θεωρούμε πως είναι προσβολή αν αποδειχθεί κάποτε ότι είμαστε συγγενείς τους. Ο Παύλος όμως δεν έκανε αυτό, αλλά και καυχιέται για το πράγμα και όχι στους τότε μόνο, αλλά και σε όλους τους μεταγενεστέρους έκαμε φανερό πως οι σκηνοποιοί εκείνοι ήταν από τους πρώτους φίλους του.
Και ας μη μου λέγει κάποιος : «Και γιατί είναι σπουδαίο και θαυμαστό και αυτός που είχε την ίδια τέχνη να μην ντρέπεται τους ομοτέχνους του;» [Όπως είναι γνωστό, ο Παύλος ασκούσε την τέχνη του σκηνοποιού]. Τι λέγεις; Μα αυτό ακριβώς είναι το πάρα πολύ σπουδαίο και αξιοθαύμαστο. Γιατί δεν ντρέπονται τους κατωτέρους τους τόσο εκείνοι που μπορούν να αναφέρουν ένδοξους προγόνους, όσο εκείνοι που υπήρξαν κάποτε το ίδιο ασήμαντοι και έπειτα ξαφνικά ανέβηκαν σε κάποια λαμπρή και σημαντική θέση. Και ότι τίποτε δεν ήταν πιο λαμπρό και πιο ένδοξο από τον Παύλο, αλλά και ότι από τους ίδιους τους βασιλείς ήταν πιο ονομαστός, είναι στον καθένα φανερό. Γιατί αυτός που διέταζε δαίμονες και ανάσταινε νεκρούς και με μια προσταγή μπορούσε να τυφλώσει και να θεραπεύσει τους τυφλούς, του οποίου τα ενδύματα και η σκιά του θεράπευαν κάθε είδος αρρώστιας, είναι ολοφάνερο πως δεν θεωρούνταν τότε άνθρωπος, αλλά κάποιος άγγελος που κατέβηκε από τον ουρανό. Αλλ’ όμως παρόλο που απολάμβανε τόση δόξα και θαυμαζόταν παντού και όπου αν εμφανιζόταν όλους τους έφερνε στην πίστη, δεν ντρεπόταν τον σκηνοποιό ούτε θεωρούσε πως μειώνονταν αυτοί που είχαν τόσο μεγάλα αξιώματα. Γιατί βέβαια ήταν φυσικό στην Εκκλησία της Ρώμης να υπήρχαν και πολλοί επίσημοι, τους οποίους ανάγκαζε να χαιρετήσουν εκείνους τους φτωχούς.
Γιατί ήξερε, και μάλιστα ήξερε καλά, ότι την ευγένεια συνήθως δεν την κάνει η λάμψη του πλούτου ούτε η αφθονία των χρημάτων, αλλά η ευγένεια των τρόπων, ενώ αντίθετα εκείνοι που στερούνται αυτήν και υπερηφανεύονται από την δόξα των γονέων τους, στολίζονται μόνο με το απλό όνομα της ευγένειας και όχι με την ουσία του πράγματος· ή καλύτερα το ίδιο αυτό το όνομα αποκαλύπτεται πολλές φορές χωρίς σημασία αν κανείς ανατρέξει στους παλαιότερους προγόνους αυτών των ευγενών. Γιατί αν με προσοχή εξετάσεις τον ξακουστό και λαμπρό, που μπορεί να αναφέρει και διάσημο πατέρα και παππού, πολλές φορές θα βρεις να έχει κάποιον προπάππο ασήμαντο και ανώνυμο· όπως ακριβώς αν ερευνήσουμε ολόκληρο το γένος εκείνων που φαίνονται ασήμαντοι, ανατρέχοντας στο παρελθόν σιγά σιγά θα βρούμε πολλές φορές τους παλαιότερους προγόνους τους να ήταν ύπαρχοι και στρατηγοί και που κατάντησαν αυτοί να γίνουν ιπποτρόφοι και χοιροτρόφοι. Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά ο Παύλος, δεν έδινε μεγάλη σημασία γι’ αυτά, αλλά ζητούσε την ευγένεια της ψυχής και δίδαξε τους άλλους αυτή να θαυμάζουν. Δεν είναι λοιπόν μικρό αυτό που τώρα κερδίζουμε από εδώ, δηλαδή το να μην ντρεπόμαστε για κανέναν από τους πιο ασήμαντους, το να επιζητούμε την αρετή της ψυχής, το να θεωρούμε περιττά και ανώφελα όλα τα πράγματα που μας περιβάλλουν από έξω.
Είναι δυνατό και άλλο κέρδος, όχι μικρότερο απ΄αυτό, να καρπωθούμε από εδώ και το οποίο, αν το επιτύχουμε, περισσότερο από καθετί συγκρατεί την ζωή μας. Και ποιο είναι αυτό; Το να μην κατηγορούμε τον γάμο, ούτε να θεωρούμε πως είναι εμπόδιο και πρόσκομμα στον δρόμο που οδηγεί στην αρετή το να έχει κανείς γυναίκα και να ανατρέφει παιδιά και να φροντίζει για σπίτι και να ασκεί κάποια τέχνη. Να και εδώ ήταν άνδρας και γυναίκα, που και εργαστήρια διεύθυναν και τέχνη ασκούσαν και επέδειξαν πολύ πιο αυστηρή εγκράτεια απ’ αυτούς που ζουν στα μοναστήρια. Από πού είναι φανερό αυτό; Απ΄αυτά που είπε γι’ αυτούς ο Παύλος αναφέροντάς τους, ή καλύτερα όχι απ’ αυτά που είπε αναφέροντάς τους, αλλά και απ’ αυτά που στη συνέχεια επιβεβαίωσε γι’ αυτούς. Γιατί αφού είπε «Χαιρετήστε εγκάρδια την Πρίσκιλλα και τον Ακύλα», πρόσθεσε και το αξίωμά τους. Ποιο λοιπόν είναι αυτό; Δεν είπε τους πλούσιους, τους διάσημους, τους αριστοκράτες, αλλά τι; «Τοὺς συνεργούς μου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ (: τους συνεργάτες μου εν Χριστώ Ιησού)». Τίποτε μ’ αυτό δεν μπορεί να εξισωθεί μιλώντας για την αρετή τους. Και όχι μόνο από εδώ αλλά και από το ότι έμεινε κοντά τους όχι μία ημέρα και δύο και τρεις, αλλά δύο ολόκληρα χρόνια, είναι δυνατό να δει κανείς την αρετή τους.
Όπως λοιπόν οι κοσμικοί άρχοντες, δεν θα προτιμούσαν ποτέ να καταλύσουν σε ασήμαντους και ταπεινούς, αλλά επιζητούν λαμπρά σπίτια κάποιων διασήμων ανθρώπων, ώστε η μηδαμινότητα αυτών που τους υποδέχονται να μην καταστρέψει το μεγάλο τους αξίωμα, έτσι έκαναν και οι απόστολοι. Δεν κατέλυαν σε τυχαίους ανθρώπους, αλλά, όπως εκείνοι –οι κοσμικοί άρχοντες- επιζητούσαν λαμπρό σπίτι, έτσι αυτοί – δηλαδή οι απόστολοι- επιζητούσαν την αρετή της ψυχής και αφού εξέταζαν με μεγάλη προσοχή τους δικούς τους, σ’ αυτούς κατέλυαν. Γιατί πραγματικά υπήρχε και εντολή του Χριστού που το πρόσταζε αυτό. «Εἰς ἣν δ᾿ ἂν πόλιν ἢ κώμην εἰσέλθητε (:Σε όποια λοιπόν πόλη ή χωριό πάτε)», λέγει, «ἐξετάσατε τίς ἐν αὐτῇ ἄξιός ἐστι, κἀκεῖ μείνατε ἕως ἂν ἐξέλθητε(:εξετάστε ποιος από τους κατοίκους της έχει καλή υπόληψη και είναι άξιος να σας φιλοξενήσει. Και μείνετε μόνο στο δικό του το σπίτι, μέχρι να αναχωρήσετε απ’ την πόλη εκείνη)» [Ματθ.10,11] . Επομένως αυτοί ήταν άξιοι του Παύλου· και αν ήταν άξιοι του Παύλου, ήταν άξιοι των αγγέλων. Εγώ το δωμάτιο εκείνο θα τολμήσω να το ονομάσω ουρανό και Εκκλησία. Γιατί όπου ήταν ο Παύλος, εκεί ήταν και ο Χριστός· γιατί λέγει: «Ἐπεὶ δοκιμὴν ζητεῖτε τοῦ ἐν ἐμοὶ λαλοῦντος Χριστοῦ, ὃς εἰς ὑμᾶς οὐκ ἀσθενεῖ, ἀλλὰ δυνατεῖ ἐν ὑμῖν(:Θα κάνω χρήση της εξουσίας μου, αφού ζητάτε να λάβετε πείρα και απόδειξη του Χριστού, ο Οποίος μιλάει μέσα από μένα. Ο Χριστός λοιπόν δεν φάνηκε σε σας αδύνατος, αλλά δείχνει την δύναμή Του μεταξύ σας με τα ποικίλα θαύματα που εργάστηκε με όργανά Του εμάς τους Αποστόλους Του και με τα πολλά χαρίσματα που λάβατε)» [Β΄Κορ.13,3]. Και όπου ήταν ο Χριστός, εκεί σύχναζαν συνέχεια και οι άγγελοι.
Και αυτοί, αφού από πριν παρουσιάστηκαν ως άξιοι για την περιποίηση του Παύλου, κατάλαβαν ποιοι έγιναν, επειδή έμειναν μαζί του δύο χρόνια και πρόσεχαν και την εμφάνισή του και το βάδισμά του και το βλέμμα του και τον τρόπο του ντυσίματός του και τον τρόπο της εισόδου και της εξόδου του από το σπίτι και όλα τα άλλα. Γιατί στην περίπτωση των αγίων όχι μόνο τα λόγια αυτά, ούτε οι διδασκαλίες και οι παραινέσεις, αλλά και όλη η υπόλοιπη συμπεριφορά της ζωής τους μπορεί να γίνει σε όσους προσέχουν αποτελεσματική διδασκαλία σωφροσύνης. Σκέψου πόσο μεγάλο πράγμα ήταν να δει κανείς τον Παύλο και να τρώει και να επιτιμάει και να παρηγορεί και να προσεύχεται και να δακρύζει και να βγαίνει και να μπαίνει στο σπίτι. Αν λοιπόν εμείς, έχοντας μόνο δεκατέσσερις επιστολές του, τις περιφέρουμε σε όλα τα μέρη της οικουμένης, εκείνοι που είχαν την πηγή των επιστολών, την γλώσσα της οικουμένης, το φως των Εκκλησιών, το θεμέλιο της πίστης, τον στύλο και το στήριγμα της αλήθειας, ποιοι δεν θα γίνονταν, ζώντας μαζί με τέτοιον άγγελο; Αν τα ρούχα του προκαλούσαν φόβο στους δαίμονες και είχαν τόσο μεγάλη δύναμη, πόση χάρη του Πνεύματος δεν θα αποσπούσε η συγκατοίκηση μαζί του; Γιατί το να βλέπουν το κρεβάτι του Παύλου, το στρώμα του, τα υποδήματά του, δεν θα τους ήταν αρκετή αφορμή για αδιάκοπη κατάνυξη; Γιατί, αν οι δαίμονες βλέποντας τα ρούχα του έτρεμαν, πολύ περισσότερο οι πιστοί που έζησαν μαζί του, συγκινούνταν βαθιά όταν τα έβλεπαν.
Αξίζει όμως να εξετάσουμε και αυτό, για ποιον λόγο όταν τους ανέφερε, έβαλε την Πρίσκιλλα πριν από τον άνδρα της. Γιατί δεν είπε «Χαιρετήστε εγκάρδια τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα», αλλά : «την Πρίσκιλλα και τον Ακύλα». Ούτε βέβαια το έκαμε αυτό τυχαία, αλλά μου φαίνεται πως της αναγνώριζε περισσότερη ευλάβεια από τον άνδρα της. Και ότι δεν είναι εικασία αυτό, είναι δυνατό να το μάθουμε και από τις Πράξεις. Γιατί τον Απολλώ, που ήταν λόγιος άνδρας, ήξερε καλά τη Γραφή και που γνώριζε μόνο το βάπτισμα του Ιωάννη, αυτή τον πήρε και του δίδαξε τον δρόμο του Θεού και τον έκανε τέλειο διδάσκαλο[βλ. Πράξ.18,24-26: «᾿Ιουδαῖος δέ τις ᾿Απολλὼς ὀνόματι, ᾿Αλεξανδρεὺς τῷ γένει, ἀνὴρ λόγιος, κατήντησεν εἰς ῎Εφεσον, δυνατὸς ὢν ἐν ταῖς γραφαῖς. Οὗτος ἦν κατηχημένος τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου, καὶ ζέων τῷ πνεύματι ἐλάλει καὶ ἐδίδασκεν ἀκριβῶς τὰ περὶ τοῦ Κυρίου, ἐπιστάμενος μόνον τὸ βάπτισμα ᾿Ιωάννου· οὗτός τε ἤρξατο παρρησιάζεσθαι ἐν τῇ συναγωγῇ. Ἀκούσαντες δὲ αὐτοῦ ᾿Ακύλας καὶ Πρίσκιλλα προσελάβοντο αὐτὸν καὶ ἀκριβέστερον αὐτῷ ἐξέθεντο τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ(:Στο μεταξύ ήλθε στην Έφεσο κάποιος Ιουδαίος που λεγόταν Απολλώς και καταγόταν από την Αλεξάνδρεια. Ο άνθρωπος αυτός είχε ευγλωττία, γνώριζε πολύ καλά την Αγία Γραφή και είχε μεγάλη ικανότητα να την ερμηνεύει. Είχε κατηχηθεί σχετικά με τη συμπεριφορά και τον δρόμο που πρέπει κανείς να ακολουθεί για να ευαρεστήσει τον Κύριο. Κι επειδή η ψυχή του εμπνεόταν από άγιο ενθουσιασμό και είχε μεγάλο πνευματικό ζήλο και θερμά συναισθήματα και διαθέσεις, μιλούσε ιδιαιτέρως και δίδασκε δημόσια τις αλήθειες της πίστεως για τον Κύριο Ιησού με σχετική ακρίβεια, αν και γνώριζε μόνο το βάπτισμα και το κήρυγμα του Ιωάννη. Άρχισε λοιπόν να κηρύττει με παρρησία και θάρρος στη συναγωγή. Όταν τον άκουσαν ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα, τον πήραν κοντά τους με μεγάλη οικειότητα και του εξέθεσαν με μεγαλύτερη ακρίβεια τον δρόμο της αλήθειας και σωτηρίας, τον οποίο αποκάλυψε ο Θεός)»]. Γιατί οι γυναίκες της εποχής των αποστόλων δεν φρόντιζαν γι’ αυτά που φροντίζουν οι σημερινές, πώς να φορέσουν λαμπρά ενδύματα και να καλλωπίσουν το πρόσωπό τους με καλλυντικά και βαψίματα, πιέζουν τους άνδρες τους και τους αναγκάζουν να αγοράζουν πιο ακριβό ντύσιμο από της γειτόνισσας και μιας ισότιμής τους, καθώς και λευκούς ημιόνους, στολισμένους με χρυσά χαλινάρια, και περιποίηση ευνούχων και πλήθος μεγάλο από υπηρέτριες και όλη την άλλη τη γελοία εμφάνιση, αλλά απορρίπτοντας όλα αυτά και αποφεύγοντας την κοσμική επίδειξη, ένα μόνο επιζητούσαν, πώς να γίνουν συνεργάτες των αποστόλων και να πάρουν μέρος στο ίδιο με εκείνους κυνήγι.
Γι’αυτό όχι μόνο αυτή ήταν τέτοια, αλλά και όλες οι άλλες. Γιατί και για κάποια Περσίδα λέγει, «η οποία πολύ κοπίασε στο έργο του Κυρίου» [Ρωμ.16,12: «Ἀσπάσασθε Περσίδα τὴν ἀγαπητήν, ἥτις πολλὰ ἐκοπίασεν ἐν Κυρίῳ(:Χαιρετήστε την Περσίδα την αγαπητή, η οποία υποβλήθηκε σε πολλούς κόπους στη διακονία του Κυρίου)»], αλλά και τη Μαρία[Ρωμ.16, 6: «Ἀσπάσασθε Μαριάμ, ἥτις πολλὰ ἐκοπίασεν εἰς ἡμᾶς(:Χαιρετήστε τη Μαριάμ, που υποβλήθηκε σε πολλούς κόπους για μας)»] και την Τρύφαινα και την Τρυφώσα [Ρωμ. 16,12: «Ἀσπάσασθε Τρύφαιναν καὶ Τρυφῶσαν τὰς κοπιώσας ἐν Κυρίῳ(:Χαιρετήστε την Τρύφαινα και την Τρυφώσα, οι οποίες κοπιάζουν στη διακονία του Κυρίου)»] απ΄αυτούς τους κόπους τις θαυμάζει, γιατί κόπιαζαν μαζί με τους αποστόλους και ανέλαβαν τους ίδιους αγώνες.
Και πώς γράφοντας στον Τιμόθεο λέγει: «Γυναικὶ δὲ διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω, οὐδὲ αὐθεντεῖν ἀνδρός, ἀλλ᾿ εἶναι ἐν ἡσυχίᾳ(:Δεν επιτρέπω σε γυναίκα να διδάσκει στις συνάξεις της λατρείας, ούτε να εξουσιάζει και να γίνεται το αφεντικό στον άνδρα της, αλλά να μένει ήσυχη, χωρίς να αντιμιλά ή να προκαλεί θόρυβο)»;[ Α΄Τιμ. 2,12]. Όταν και ο άνδρας είναι ευσεβής και έχει την ίδια πίστη και μετέχει την ίδια σοφία. Όταν όμως είναι άπιστος και πλανημένος δεν της στερεί την εξουσία της διδασκαλίας. Γράφοντας λοιπόν στους Κορινθίους λέγει: «Καὶ γυνὴ εἴ τις ἔχει ἄνδρα ἄπιστον, καὶ αὐτὸς συνευδοκεῖ οἰκεῖν μετ᾿ αὐτῆς, μὴ ἀφιέτω αὐτόν(:Και εάν μια γυναίκα χριστιανή έχει άνδρα άπιστο και αυτός πρόθυμα δέχεται να συγκατοικεί μαζί της, ας μην τον αφήνει)»[ Α΄Κορ.7,13]. Λέγει: «Τί γὰρ οἶδας, γύναι, εἰ τὸν ἄνδρα σώσεις; (: Εάν όμως μπορεί το πιστό μέλος να ζήσει ειρηνικά με το άπιστο μέλος, ας μην χωρίζει από αυτό. Γιατί που ξέρεις χριστιανή γυναίκα, εάν ζώντας με τον άπιστο σύζυγο σου ελκύσεις στην πίστη και τελικά σώσεις στο τέλος τον άπιστο άνδρα σου;)»[Α΄Κορ.7,16]. Και πώς μπορούσε να σώσει η πιστή γυναίκα τον άπιστο άνδρα; Κατηχώντας ασφαλώς και διδάσκοντας και οδηγώντας αυτόν στην πίστη, όπως ακριβώς λοιπόν και αυτή η Πρίσκιλλα τον Απολλώ. Άλλωστε όταν λέγει «Δεν επιτρέπω σε γυναίκα να διδάσκει», αναφέρεται στην διδασκαλία από τον άμβωνα, στην ομιλία σε σύναξη και που ταιριάζει σε ιερωμένους, ενώ δεν εμπόδισε τις παραινέσεις και συμβουλές κατ’ ιδίαν. Γιατί, αν αυτό εμποδιζόταν, δεν θα την επαινούσε που το έκανε.
Ας τα ακούνε οι άνδρες, ας τα ακούνε και οι γυναίκες αυτά. Αυτές για να μιμηθούν μια ομόφυλη και συγγενή τους και εκείνοι για να μην φαίνονται πιο αδύναμοι από γυναίκα. Γιατί ποια δικαιολογία θα έχουμε, ποια συγνώμη, όταν οι γυναίκες δείχνουν τόσο μεγάλη προθυμία και τόσο μεγάλη πίστη, ενώ εμείς είμαστε συνέχεια δεμένοι με τα πράγματα του κόσμου; Αυτά ας τα πληροφορούνται και οι άρχοντες και οι πολίτες και οι ιερείς και οι λαϊκοί· εκείνοι, για να μη θαυμάζουν τους πλουσίους, ούτε να επιδιώκουν τα πολυτελή σπίτια, αλλά να επιζητούν την αρετή μαζί με τη φτώχεια και να μην ντρέπονται τους φτωχότερους από τους αδελφούς, ούτε να παραβλέπουν τον σκηνοποιό και τον βυρσοδέψη και τον πορφυροπώλη και τον χαλκουργό και να κολακεύουν τους δυνατούς· και οι πολίτες, για να μην νομίζουν πως υπάρχει εμπόδιο στην υποδοχή των αγίων, αλλά έχοντας στον νου τους την χήρα που υποδέχθηκε τον Ηλία έχοντας μόνο μία χούφτα αλεύρι, καθώς και αυτούς που φιλοξένησαν τον Παύλο για μια διετία, να ανοίγουν τα σπίτια τους σε εκείνους που έχουν ανάγκη και να έχουν τα πάντα κοινά με τους ξένους.
Μη μου πεις λοιπόν αυτό, ότι δεν έχεις υπηρέτες να σε εξυπηρετούν. Γιατί και αν ακόμη έχεις δέκα χιλιάδες, ο Θεός σε προστάζει να τρυγάς από μόνος σου τον καρπό της φιλοξενίας. Γι’αυτό ο Παύλος, μιλώντας σε χήρα γυναίκα και προτρέποντας αυτήν να φιλοξενεί, πρόσταζε να το κάνει αυτό όχι με άλλους, αλλά από μόνη της. Γιατί, αφού είπε «εἰ ἐξενοδόχησεν(:εάν φιλοξένησε)», πρόσθεσε: «εἰ ἁγίων πόδας ἔνιψεν(:εάν έπλυνε πόδια Χριστιανών που έρχονταν από οδοιπορία ή περιοδεία)» [Α΄Τιμ.5,10]. Δεν είπε «αν ξόδεψε χρήματα», ούτε «αν πρόσταξε τους υπηρέτες να το κάμουν αυτό», αλλά αν το έκαμε αυτό μόνη της.
Γι’αυτό και ο Αβραάμ, αν και είχε τριακόσιους δεκαοκτώ υπηρέτες στο σπίτι του, ο ίδιος έτρεχε στο κοπάδι και κουβαλούσε το μοσχάρι και σε όλα τα άλλα εξυπηρετούσε, κάνοντας και την γυναίκα του συμμέτοχο στους καρπούς της φιλοξενίας[βλ. Γέν. 18, 1-15]. Γι’αυτό και ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός και σε φάτνη γεννιέται και σε σπίτι γεννημένος τρέφεται και όταν μεγάλωσε δεν είχε πού να γείρει το κεφάλι του, για να σε διδάξει με όλα να μην αφοσιώνεσαι στα λαμπερά πράγματα της ζωής αυτής, αλλά να είσαι παντού εραστής της λιτότητας, να επιδιώκεις την φτώχεια και να αποφεύγεις τον πλούτο, καλλωπίζοντας τον εαυτό σου εσωτερικά. «Πᾶσα ἡ δόξα τῆς θυγατρὸς τοῦ βασιλέως(: Γιατί όλη η δόξα της Νύμφης, η οποία είναι συγχρόνως και θυγατέρα που γεννήθηκε από Αυτόν τον Νυμφίο Βασιλέα)», λέγει, «ἔσωθεν (:προέρχεται από τον πλούσιο εσωτερικό στολισμό της αρετής και των πνευματικών της χαρισμάτων)» [Ψαλμ.44,14].
Αν έχεις διάθεση φιλόξενη, έχεις όλη την ετοιμασία της φιλοξενίας, έστω και αν έχεις ένα μόνο οβολό. Αν όμως μισείς τους ανθρώπους και τους ξένους, και αν ακόμη έχεις γύρω σου όλα τα πράγματα, στο σπίτι σου δεν υπάρχει χώρος για τους ξένους. Δεν είχε αυτή κρεβάτια στολισμένα με ασήμι, αλά είχε σωφροσύνη πολλή· δεν είχε στρώμα, αλλά είχε διάθεση καταδεκτική και φιλόξενη· δεν είχε κολόνες αστραφτερές, αλλά είχε λαμπερή ομορφιά ψυχής· δεν είχε τοίχους καλυμμένους με μάρμαρα ούτε δάπεδο στολισμένο με ψηφιδωτά, αλλά ήταν η ίδια ναός του Πνεύματος. Αυτά επαίνεσε ο Παύλος, αυτά αγάπησε πολύ. Γι’ αυτά έμεινε δύο χρόνια στο σπίτι της και δεν σηκωνόταν να φύγει· γι’ αυτά τους θυμάται πάντοτε και τους πλέκει εγκώμιο μεγάλο και θαυμαστό, όχι για να τους κάνει αυτούς πιο λαμπρούς, αλλά για να οδηγήσει και τους υπόλοιπους στον ίδιο ζήλο και να τους πείσει να μακαρίζουν όχι τους πλουσίους, ούτε εκείνους που έχουν αξιώματα, αλλά τους φιλόξενους, τους ελεήμονες, τους φιλάνθρωπους, εκείνους που δείχνουν φιλική διάθεση για τους αγίους.
Αυτά λοιπόν και εμείς, αφού τα μάθαμε από τον χαιρετισμό αυτό, ας τα δείξουμε με τα ίδια τα έργα μας· και ούτε τους πλουσίους να μακαρίζουμε απλώς, ούτε τους φτωχούς να εξευτελίζουμε, ούτε να ντρεπόμαστε τις τέχνες, ούτε να θεωρούμε ντροπή την εργασία, αλλά την αργία και το να μην έχουμε να κάνουμε τίποτε. Γιατί αν ήταν ντροπή η εργασία, δεν θα την έκανε ο Παύλος ούτε θα υπερηφανευόταν γι’ αυτήν, λέγοντας αυτά: «Ἐὰν γὰρ εὐαγγελίζωμαι, οὐκ ἔστι μοι καύχημα (:Διότι εάν κηρύττω το ευαγγέλιο, αυτό δεν μου δίνει το δικαίωμα να καυχιέμαι)»[Α΄Κορ.9,16]· «Τίς οὖν μοί ἐστιν ὁ μισθός; ἵνα εὐαγγελιζόμενος ἀδάπανον θήσω τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ μὴ καταχρήσασθαι τῇ ἐξουσίᾳ μου ἐν τῷ εὐαγγελίῳ(: Ποιο λοιπόν έργο μένει σε εμένα για να μου ανήκει γι’ αυτό μισθός και δικαίωμα να καυχιέμαι; Μου μένει αυτό: Όταν κηρύττω το χαρμόσυνο μήνυμα της σωτηρίας, να εναποθέσω ως πολύτιμο θησαυρό στις καρδιές των ακροατών το ευαγγέλιο του Χριστού, χωρίς να τους υποβάλλω σε δαπάνες και έξοδα, ώστε να μην κάνω χρήση καθόλου της εξουσίας που μου παρέχει το ευαγγέλιο να τρέφομαι από τους Χριστιανούς)» [Α΄Κορ.9,18] . Αν όμως η τέχνη ήταν ντροπή, δεν θα παράγγελνε εκείνοι που δεν εργάζονται ούτε και να τρώγουν. Γιατί ντροπή είναι μόνο η αμαρτία· και αυτή συνήθως την γεννάει η αργία, και όχι μόνο μία και δύο και τρεις, αλλά όλη μαζί την κακία. Γι’ αυτό και κάποιος σοφός δείχνοντας πως όλη την κακία την δίδαξε η αργία και μιλώντας για δούλους λέγει: «Ἒμβαλε αὐτὸν εἰς ἐργασίαν. ἵνα μὴ ἀργῇ, πολλὴν γὰρ κακίαν ἐδίδαξεν ἡ ἀργία(:Βάλε τον σε εργασία, για να μη μένει αργός· διότι η αργία έγινε διδάσκαλος πολλής κακίας)»[Σοφ.Σειρ.33,28]. Ό,τι δηλαδή είναι το χαλινάρι για το άλογο, αυτό είναι η εργασία για τη δική μας φύση.
Αν ήταν καλό πράγμα η αργία, όλα θα τα βλάσταινε η γη άσπαρτα και ακαλλιέργητα· αλλά τίποτε τέτοιο δεν κάνει. Στην αρχή λοιπόν πρόσταξε ο Θεός να τα βλαστήσει όλα ακαλλιέργητα, μετά όμως δεν έκαμε το ίδιο, αλλά όρισε στους ανθρώπους και βόδια να ζέψουν και άροτρο να τραβήξουν και αυλάκι να ανοίξουν και σπόρους να ρίχνουν και με πολλούς άλλους τρόπους να περιποιηθούν και αμπέλι και δέντρα και σπόρους, για να απομακρύνει η ασχολία της εργασίας από κάθε κακία την σκέψη των εργαζομένων. Στην αρχή λοιπόν, για να φανερώσει την δύναμή Του, έκανε να φυτρώσουν όλα χωρίς τους δικούς μας κόπους· γιατί λέγει «Βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου(:Ας φυτρώσει η γη χλόη και ποώδεις θάμνους)» [Γέν.1,11] και αμέσως όλα αναπτύσσονταν. Ύστερα όμως δεν γινόταν το ίδιο, αλλά πρόσταξε να φυτρώνουν αυτά από τη γη και με τους δικούς μας κόπους, για να μάθεις ότι όρισε τον κόπο γιατί μας είναι πράγμα χρήσιμο και ωφέλιμο. Και φαίνεται βέβαια πως είναι ποινή και τιμωρία το να ακούσουμε: «Ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου(: Σε όλη τη διάρκεια της ζωής σου με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα κερδίζεις και θα τρως το ψωμί σου)» [Γέν.3,19], στην πραγματικότητα όμως είναι κάποια νουθεσία και φρονηματισμός και φάρμακο για τις πληγές που προξενήθηκαν από την αμαρτία.
Γι΄αυτό και ο Παύλος εργαζόταν συνέχεια, όχι μόνο την ημέρα αλλά και την νύχτα. Και αυτό φωνάζει λέγοντας: «Νυκτὸς γὰρ καὶ ἡμέρας ἐργαζόμενοι πρὸς τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαί τινα ὑμῶν ἐκηρύξαμεν εἰς ὑμᾶς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ(:Νύχτα και ημέρα εργαζόμασταν για να μη γίνουμε βάρος σε κανέναν από σας. Και με τόσους κόπους σας κηρύξαμε το Ευαγγέλιο του Θεού)»[Α΄Θεσ.2,9]. Και δεν εργαζόταν απλώς για ευχαρίστηση και ψυχαγωγία, όπως ακριβώς πολλοί από τους αδελφούς, αλλά κατέβαλε τόσο πολύ κόπο, ώστε να μπορέσει να βοηθήσει και άλλους. Λέγει : «Αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται (:Εσείς οι ίδιοι γνωρίζετε ότι για τις ανάγκες τις δικές μου και για τις ανάγκες εκείνων που ήταν μαζί μου υπηρέτησαν τα ροζιασμένα αυτά χέρια)»[Πράξ. 20,34]. Άνθρωπος που πρόσταζε τους δαίμονες, που ήταν διδάσκαλος της οικουμένης, που του είχε ανατεθεί η ευθύνη για όλους τους ανθρώπους της γης και που φρόντιζε με μεγάλη επιμέλεια για όλες τις εκκλησίες της υφηλίου και για τους λαούς και τα έθνη και τις πόλεις, εργαζόταν νύχτα και ημέρα και δεν ξεκουραζόταν καθόλου από τους κόπους αυτούς. Ενώ εμείς, χωρίς να έχουμε ούτε το ελάχιστο από την φροντίδα του, ή καλύτερα χωρίς να μπορούμε ούτε και να την σκεφτούμε, ζούμε συνέχεια χωρίς εργασία. Πες μου λοιπόν ποια απολογία θα έχουμε ή ποια συγνώμη;
Από εδώ έχουν εισαχθεί όλα τα κακά στη ζωή, γιατί πολλοί νομίζουν πως είναι σπουδαιότατο πράγμα το να μην ασκούν τις τέχνες τους και η χειρότερη κατηγορία το να φανούν πως γνωρίζουν κάποια τέχνη. Και ο Παύλος βέβαια δεν ντρεπόταν και την φαλτσέτα να μεταχειρίζεται και δέρματα να ράβει και συγχρόνως να μιλάει σε κατέχοντες αξιώματα, αλλά και καυχιόταν για το πράγμα αυτό, και μάλιστα ενώ έρχονταν σε αυτόν πάρα πολλοί σπουδαίοι και ονομαστοί άνθρωποι. Και όχι μόνο δεν ντρεπόταν κάνοντας αυτά, αλλά και με τις επιστολές του, σαν σε χάλκινη στήλη, έκανε γνωστό σε όλους το επάγγελμά του. Αυτό, λοιπόν, που από την αρχή έμαθε, αυτό ασκούσε και αργότερα, και μάλιστα και μετά τον αρπαγμό του στον τρίτο ουρανό και μετά την οδήγησή του στον παράδεισο, όπου άκουσε τα ανείπωτα εκείνα λόγια του Θεού. Εμείς όμως, που δεν αξίζουμε ούτε όσο τα υποδήματά του, ντρεπόμαστε γι’ αυτά για τα οποία εκείνος καμάρωνε και, κάθε ημέρα σφάλλοντας, ούτε αλλάζουμε γνώμη ούτε θεωρούμε πως αυτό είναι ντροπή, ενώ το να ζούμε από τους δίκαιους κόπους μας το αποφεύγουμε σαν αισχρό και καταγέλαστο πράγμα.
Ποια λοιπόν ελπίδα σωτηρίας, πες μου, θα έχουμε; Γιατί αυτός που ντρέπεται, πρέπει να ντρέπεται την αμαρτία, το να εναντιωθεί στον Θεό και το να κάνει κάτι από εκείνα που δεν πρέπει, ενώ για τις τέχνες και την εργασία πρέπει ακόμη και να υπερηφανεύεται. Γιατί έτσι και την πονηρή σκέψη θα βγάλουμε με την απασχόληση της εργασίας από τον νου μας και εκείνους που έχουν ανάγκη θα βοηθήσουμε και τις πόρτες των άλλων δεν θα κτυπήσουμε και τον νόμο του Χριστού θα εκπληρώσουμε, εκείνον που λέγει: «Μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν(:Είναι καλύτερο να δίνει κανείς παρά να παίρνει, ακόμη και όταν δικαιούται να πάρει. Αυτό καθιστά τον άνθρωπο ευτυχή)» [Πράξ.20,35]. Γι’αυτό λοιπόν έχουμε χέρια, για να βοηθούμε τον εαυτό μας και σε εκείνους που είναι ανάπηροι στο σώμα να προσφέρουμε από τα δικά μας όλα όσα μπορούμε. Γιατί αλλιώς, αν κάποιος μένει αργός, ενώ είναι υγιής, είναι πιο αξιολύπητος και από εκείνους που υποφέρουν από πυρετό. Γιατί εκείνοι συγχωρούνται εξαιτίας της αρρώστιας τους και θα βρουν κατανόηση, ενώ αυτοί, καταντροπιάζοντας την ευεξία του σώματος, εύλογα θα μισούνται από όλους, γιατί και τους νόμους του Θεού παραβαίνουν και λυμαίνονται το τραπέζι των αρρώστων και κάνουν πιο αισχρή την ψυχή τους.
Και δεν είναι βέβαια αυτό μόνο το φοβερό, το ότι δηλαδή, ενώ έπρεπε να τρέφονται από μόνοι τους και από τα δικά τους, χτυπούν τις πόρτες των άλλων, αλλά και επειδή γίνονται απ’ όλους χειρότεροι. Γιατί δεν υπάρχει, πραγματικά δεν υπάρχει απολύτως τίποτε που να μην καταστρέφεται από την αργία. Γιατί και το νερό, εκείνο που είναι στάσιμο χαλάει, ενώ εκείνο που τρέχει και πάει παντού διατηρεί την ιδιότητά του. Και το σίδερο, εκείνο που μένει αχρησιμοποίητο γίνεται πιο μαλακό και πιο αδύνατο, επειδή το τρώει η πολλή σκουριά, ενώ εκείνο που χρησιμοποιείται γίνεται πολύ πιο χρήσιμο και πιο εμφανίσιμο, αστράφτοντας όχι λιγότερο από το ασήμι. Και την ακαλλιέργητη γη μπορεί να την δει κανείς να μην βλαστάνει τίποτε το καλό, αλλά μόνο άγρια χόρτα και αγκάθια και τριβόλια και άκαρπα δέντρα, ενώ εκείνη που καλλιεργείται να είναι γεμάτη ήμερους καρπούς. Και κάθε πράγμα γενικά από την αργία παθαίνει φθορά, ενώ από την κατάλληλη εργασία γίνεται πιο χρήσιμο.
Γνωρίζοντας, λοιπόν, καλά όλα αυτά και ακόμη πόση είναι η ζημία από την αργία και πόσο το κέρδος από την εργασία, την πρώτη ας αποφεύγουμε και την δεύτερη ας την επιδιώκουμε, για να περάσουμε και την παρούσα ζωή όμορφα και να βοηθήσουμε από τα δικά μας όσους έχουν ανάγκη και αφού κάνουμε καλύτερη την ψυχή μας να επιτύχουμε τα αιώνια αγαθά, τα οποία εύχομαι να επιτύχουμε όλοι μας με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη, και συγχρόνως στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
· https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-illud-salutate-priscillam-et-aquilam.pdf
· Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Ομιλίες αγιογραφικές- ερμηνευτικές, Εἰς τό «Ἀσπάσασθε Πρίσκιλλαν καὶ Ἀκύλαν», ομιλία Α΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1987, τόμος 27, σελίδες 20 -47.
· Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
· Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
· Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
· Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
· Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
· http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm