Μοναχός Γερόντιος Γρηγοριάτης (+1909-2000)
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ἕνα ἀνοιξιάτικο μεσημέρι τοῦ ἔτους 1997 κατέβηκε στήν ἀποβάθρα τῆς Μονῆς μας ἕνας ἡλικιωμένος μοναχός. Ὑποβασταζόμενος ἀπό κάποιον νεώτερο μπῆκε στό Μοναστήρι μας. Ἐμάθαμε γι᾿ αὐτόν ὅτι εἶναι Γρηγοριάτης Μοναχός, πνευματικό τέκνο τοῦ ἀοιδίμου Γέροντος Παπᾶ Ἀθανασίου καί γιά πολλά χρόνια ζοῦσε μέχρι σήμερα σάν ἐρημίτης σ᾿ ἕνα κελλί πού ὀνομάζεται “Ὁ Ἅγιος Νικόλαος” τῆς Καψάλας.
Ἀπό τό Μοναχολόγιο τῆς Μονῆς ἀντιγράφουμε τά ἑξῆς βιογραφικά του στοιχεῖα. Κατά κόσμον ὀνομαζόταν Γεώργιος Μοῦτσος τοῦ Νικολάου. Γεννήθηκε στόν Πύργο τῆς Ἠλείας στίς 9 Μαΐου 1909 καί σέ ἡλικία 23 ἐτῶν, τό 1932 ἦλθε στήν Μονή μας νά κοινοβιάση.
Μεγαλόσχημος μοναχός ἐκάρη ἀπό τόν περιβόητον στήν ἀρετή ἡγούμενο παπᾶ Ἀθανάσιον τό 1935.
Ὑπηρέτησε σέ διάφορα διακονήματα τῆς Μονῆς. Τό 1937 ἀρρώστησε βαρειά ἀπό φυματίωσι καί μετέβη γιά ἐξετάσεις καί θεραπεία στό νοσοκομεῖο Ἀσβεστοχωρίου Θεσσαλονίκης.
Ἐπέστρεψε στό Ὄρος καί, ἐπειδή, δέν ἠμποροῦσε νά ἀκολουθήση τό αὐστηρό πρόγραμμα τῆς Μονῆς, ἐζήτησε τήν εὐλογία νά ἡσυχάση γιά νά τρώγη τίς κατάλληλες τροφές καί νά οἰκονομῆται στίς ἀκολουθίες.
Στό Καλυβάκι του πού ἔμεινε μέχρι τά βαθειά γεράματά του, στόν Ἅγιο Νικόλαο Καψάλας, γιά νά ἐξοικονομῆ τά πρός τό ζῆν ἀναγκαῖα, ἔπλεκε καί πωλοῦσε κομποσχοίνια. Ἐπειδή φαίνεται νά ἔζησε ὑψηλές πνευματικές καταστάσεις, γιά νά κρύψη τόν ἀρετή του προσεποιεῖτο τόν κατά Χριστόν σαλόν.
Ἔλεγε λοιπόν, ὅτι περιμένει νά τόν καλέσουν νά γίνη πατριάρχης Ἰεροσολύμων, ἄλλοτε ὅτι ἦτο φίλος καί ἀκόλουθος τοῦ Ἰ. Μεταξᾶ, ἄλλοτε ὅτι ἦτο σύζυγος τῆς Πριγκήπισσας τάδε τῆς βασιλικῆς οἰκογενείας καί ὑποψήφιος Διοικητής τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Καί ἄλλες τέτοιες φλυαρίες καί ἀσυναρτησίες μέ τίς ὁποῖες κατώρθωνε λίαν ἐπιτυχῶς νά κρύβη τήν ἀρετή του.
Μέ αἴτησί του στήν Μονή μας, ἐζήτησε νά ἐπανέλθη στήν Μετάνοιά του γιά νά παραδώση τό σῶμα του στόν τόπο ὅπου ἔδωσε τίς ὑποσχέσεις τῆς κουρᾶς του ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀγγέλων. Ἔτσι τό 1997 ἐπέστρεψε καί εἰσήχθη στό νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς μας.
Μᾶς ἐντυπωσίαζε ἡ σιωπή του, ἡ ἁπλότης του καί ἡ ὑπακοή του στό πρόγραμμα τοῦ φαγητοῦ τῆς Μονῆς. Μᾶς ἔλεγε συχνά ἀπό φαγητό “ὅ,τι ἔχει ἡ τράπεζα”. Ὁσάκις τόν πλησιάζαμε νά τόν ρωτήσουμε κάτι, μᾶς πετοῦσε τίς γνωστές του σαλότητες, ὁπότε σταματοῦσε μαζί του καί ὁ διάλογος.
Μιά ἄλλη φορά πού τόν ἐπισκέφθηκα μοῦ μιλοῦσε μέ πολλή χαρά γιά τόν παράδεισο καί τήν δόξα τοῦ οὐρανίου κόσμου. Συγκεκριμένα μοῦ ἔλεγε: “Ἔχω χαρά πού θά πεθάνω. περιμένω μέ ἀγαλλίασι τήν ὥρα τῆς ἀναχωρήσεώς μου γιά τόν παράδεισο. Δέν φοβᾶμαι τόν θάνατο, γιατί εἶμαι μέ τόν Χριστό. Ἀπορῶ. Γιατί ὁ Χριστός καθυστερεῖ νά μέ πάρη. Τόν ἐρωτῶ: “Χριστέ μου, μήπως μέ ξέχασες; Ἄλλοτε τόν ἐρωτοῦσε:”Τί κακό ἔκαμα καί δέν ἔρχεσαι νά μέ πάρης;”.
Παρά τά 90 χρόνια του, ἐπιθυμοῦσε νά ἐνημερώνεται γιά τά θέματα καί προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας μας. Μέ κάποια δυσκολία ἐδιάβαζε θρησκευτικά περιοδικά καί ἐφημερίδες. Καί κἄπου κἄπου πετοῦσε: “Καί γιά μένα θά γράψουν ὅταν θά γίνω πατριάρχης Ἱεροσολύμων…”.
Δύο ἑβδομάδες πρίν κοιμηθῆ, τοῦ διεκόπη ἡ ὄρεξις γιά φαγητό. Δέν ἠθέλησε νά τόν ταΐζουν οἱ ἰατροί καί νοσοκόμοι τῆς Μονῆς μέ σωληνάκι ἀπό τήν μύτη, ὅπως ἔκαναν σέ ἄλλους Πατέρες.
Τελειώθηκε μέ ἅγιο τέλος στίς 12 Νοεμβρίου 2000 καί συναριθμήθηκε μέ τίς ἀγγελικές χοροστασίες, τῶν ὁποίων τήν ζωή ἐμιμήθη κατά τό ἀνθρωπίνως δυνατόν.
Στήν κηδεία του ὁ σεβαστός μας Γέροντας καί Καθηγούμενος π. Γεώργιος ὡς ἑξῆς διεζωγράφισε συνοπτικά τήν ὁσία βιοτή καί ἀρετή τοῦ μακαριστοῦ π. Γεροντίου.
“Οὐδείς στεφανοῦται ἐάν μή νομίμως ἀθλήσῃ, λέγει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος. Καί ὁ προκείμενος νεκρός, ὁ ἀείμνηστος ἀδελφός μας π. Γερόντιος, ἤθλησε νομίμως. Ἀγωνίσθηκε καί γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος θά τόν στεφανώσῃ.
Τά τελευταῖα αὐτά χρόνια, πού ἔζησε μαζί μας, εἴδαμε τόν ἀγῶνα του.
Ἀγωνίσθηκε στήν πτωχεία.
Ἀγωνίσθηκε στήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό.
Ἀγωνίσθηκε στήν προσευχή.
Ἀγωνίσθηκε στήν ταπείνωσι. Ἔζησε στήν ἀφάνεια. Δέν ἐπεδίωξε καμμία τιμή, καμμία ἀναγνώρισι ἀπό τούς ἀνθρώπους. Γιά νά ταπεινώνεται, ἔλεγε μερικά πράγματα πού ἔδιναν τήν ἐντύπωσι ὅτι δέν ἦταν καλά εἰς τάς φρένας.
Ὅμως, 45 ἡμέρες πρίν ἀπό τήν κοίμησί του, εἶπε στόν ἀδελφό πού τόν διακονοῦσε, ὅτι θά φύγη. Στήν ἐρώτησι τοῦ ἀδελφοῦ γιά τά “ἄλλα” πού ἔλεγε, ἀπήντησε: “Ἔτσι τά ἔλεγα”.
Πράγματι, ἔτσι, τά ἔλεγε. Δέν εἶχε πρόβλημα εἰς τάς φρένας. Τά ἔλεγε γιά περισσοτέρα ταπείνωσι. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Χριστός τόν ἀξίωσε πνευματικῶν χαρισμάτων.
Ἔλαβε τό χάρισμα τῆς εἰρήνης.
Ἔλαβε τό χάρισμα τῆς χαρᾶς. Ἀκόμη καί στίς ὧρες τῆς ἀδυναμίας του εἶχε χαρά.
Ἀξιώθηκε νά μή φοβᾶται τόν θάνατο. Ἔλεγε: “Δέν φοβοῦμαι τόν θάνατο, διότι θά πάω στόν Παράδεισο νά συναντήσω τόν Χριστόν”.
Πιστεύω ὅτι ἡ ψυχή του τώρα ἀναπαύεται στόν Χριστό. Καί ἐπειδή ἔχει παρρησία, θά προσεύχεται γιά μᾶς.
Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἀδελφέ μας, πάτερ Γερόντιε.
Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον Ὅρος Ἄθω
2005
http://anavaseis.blogspot.gr/2013/07/1909-2000.html
_______________________________________________