Εἰς τήν Νάξον, τό 1749, οἱ εὐλαβέστατοι σύζυγοι Ἀντώνιος καί Ἀναστασία Καλλιβούρση (ἡ ὁποία ἀργότερα μόνασε στήν μοναδικήν ἐπί ἑλληνικοῦ ἐδάφους Μονή τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου στή Νάξο, μέ τό ὄνομα Ἀγάθη) ἔφεραν στόν κόσμο τόν υἱό τους τόν ὁποῖον ἀργότερα ἐβάπτισαν Νικόλαον. Από μικρό το παιδί έδειχνε τις πνευματικές εφέσεις του, τις οποίες εκμυστηρευόταν στον Ιερέα του χωριού, τον οποίο βοηθούσε στις ιερές Ακολουθίες διδασκόμενος την λειτουργική ζωή κι εντασσόμενος εις αυτήν. Η μελέτη πνευματικών βιβλίων ήτο η μεγάλη ευχαρίστησή του. Ο Θεός του είχε αφειδώλευτα χαρίσει το δώρο του αφομοιώνειν, όπως και μνήμην εξαιρετικήν, ώστε να ρουφά σαν σφουγγάρι ο,τιδήποτε υπέπιπτε στην αντίληψή του. Οι γονείς, ο δάσκαλος και ο Ποιμενάρχης Νάξου Άνθιμος διέκριναν τα μεγάλα χαρίσματά του και φρόντισαν –ενώ ήτο 16 ετών- να τον βοηθήσουν να κάμη ευρύτερες σπουδές στην περιώνυμη Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης, που ήτο πνευματικό καθίδρυμα πανεπιστημιακού επιπέδου με λαμπρούς καθηγητάς. Ο νεαρός Νικόλαος εσπούδασε ιατρική, φυσική, αστρονομία, φιλοσοφία, ψυχολογία! Πάνω και πέρα όμως από τις επιστήμες αυτές, εσπούδασε την ιεράν επιστήμη της Θεολογίας η οποία ιδιαιτέρως τον εφήλκυε. Βαθύτατος γνώστης της ελληνικής γλώσσης, σε όλες τις εκφράσεις και τις εκφάνσεις της, απέκτησε την δυνατότητα να έχη άνετη γνωστική πρόσβαση στους θησαυρούς της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Ύστερα από λαμπρές σπουδές επέστρεψε στην Νάξον, όπου συνήντησε τρεις Αγιορείτες τους πατέρας Γρηγόριο, Νήφωνα και Αρσένιον, οι οποίοι λόγω του κολλυβαδικού ζητήματος είχαν αναχωρήσει από τον Άθωνα, καταφυγόντες εκεί. Οι τρεις αυτοί πατέρες απετέλεσαν τα όργανα της θείας Προνοίας για τον νεαρό Νικόλαον ο οποίος στα εικοσιπέντε του αναζητούσε υπεύθυνες απαντήσεις για τον προορισμό της ζωής κ.τ.τ.. Μετά τις αλλεπάλληλες συζητήσεις απεφάσισε -μετά και την υπόδειξή τους- να μεταβή στην Ύδραν όπου παρεπιδημούσε ο λίαν ενάρετος και πεπαιδευμένος Επίσκοπος Κορίνθου Μακάριος Νοταράς ο εν Χίω ασκήσας, στις ανατολικές υπόρροιες του περιφήμου Αίπους. Μαζί του ευρίσκετο και ο Γέρων Σίλβεστρος ο οποίος του εθέρμανε τον ζήλο για την μοναχική ζωήν. Όταν επανέκαμψε στη Νάξο, ανεκοίνωσε την απόφασή του στην μητέρα του και τον Επίσκοπον ο οποίος προσεπάθησε να τον κρατήση κοντά τους, όμως ανεπιτυχώς, οπότε και τον προέπεμψε με τις πατρικές ευχές του να μεταβή στα Θεοτοκοβάδιστα Αθωνικά σκηνώματα. Τότε εγκαταβίωσε και η μητέρα του στην Μονή του Ιερού Χρυσοστόμου.
Τώρα πλέον αρχίζει η νέα περίοδος στην ζωή του, στα πλαίσια της οποίας θα αναδειχθή Άγιος της Εκκλησίας μας και σπουδαιοτάτη μορφή του Έθνους, διδάχος άριστος με ακτινοβολία ζηλευτή!.. Το πλοίο τον απεβίβασε στην Μονή Διονυσίου, που βρίσκεται μεταξύ των Μονών Γρηγορίου και Αγίου Παύλου, στις νότιες αθωνικές ακτές. Έχοντας μαζί του συστατική επιστολή του Γέροντος Σιλβέστρου, εκάρη Μοναχός με το όνομα Νικόδημος και τοποθετήθηκε Γραμματεύς και Αναγνώστης-Διαβαστής της Μονής. Δύο χρόνια περίπου παρέμεινε στο Μοναστήρι αγωνιζόμενος να τελειώνεται καθημερινώς, μέχρι την στιγμή που επισκέφθηκε τον Αγιοτόκον Άθωνα ο πνευματικός πατήρ του Άγιος Μακάριος ο Νοταράς, ο οποίος του ανέθεσε τις διορθώσεις και την γενικότερη επιμέλεια των χειρογράφων της περιφήμου Φιλοκαλίας. Οι Διονυσιάτες πατέρες του έδωσαν ευλογία να εγκαταβιώση με τον Άγιο Μακάριο σε κελλί των Καρεών. Ο Άγιος Νικόδημος ήτο δεξαμενή γεμάτη γνώσεις! Επίσης εργάσθηκε στον «Ευεργετινό» και στο περιώνυμον έργο «Περί της συνεχούς Θείας Μεταλήψεως». Ασχολούμενος επισταμένως με τη νοερά προσευχήν, επεθύμησε να μεταβή στην Μολδαβία για να συναντήση τον Άγιο Παϊσιο Βελιτσκόφσκυ, να πληροφορηθή την διδασκαλία του την σχετική με την άσκηση της φυλακής του νοός, καθώς και της απερισπάστου καρδιακής προσευχής. Οι εντονότατες όμως καιρικές συνθήκες ματαίωσαν το ταξίδι του και απλώς μετεκόμισε στο Κελλί του Αγίου Αθανασίου στην έρημο της Καψάλας, για να κάνη το αυστηρό πρόγραμμά του. Εκεί υποτάχθηκε στον Άγιο Γέροντα Αρσένιο τον Πελοποννήσιο, που είχε πρωτογνωρίσει στη Νάξο. Τα μεγάλα μέτρα αρετής, η αγιότης του βίου, συν την πανθομολογούμενη σοφία του απετέλεσαν ισχυρούς πόλους έλξεως για τους ενασκουμένους εις τον Άθωνα Μοναχούς, αλλά και τους προσκηνυτάς που άρχισαν να συρρέουν προς τον Νικόδημον, ο οποίος τότε ήτο μόλις τριάντα ετών!.. Για να αποφύγη τις συνεχείς επισκέψεις, οι οποίες μάλιστα ηυξάνοντο, ανεχώρησε με τον Γέροντά του προς την ερημόνησο Σκυροπούλαν, έναντι της Σκύρου. Οι μεγάλες δυσκολίες επιβιώσεως ηνάγκασαν ευθύς αμέσως τον Γέροντα Αρσένιο να επανακάμψη στο Άγιον Όρος, ενώ ο υποτακτικός Νικόδημος -με την ευλογία του Γέροντος- παρέμεινε μόνος στην φίλη του περισυλλογή και στην φιλτάτη του προσευχή. Στην Σκυροπούλα έγραψε το «Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον περί φυλακής των πέντε αισθήσεων και λογισμών και περί της ενεργείας του νοός». Όταν ολοκλήρωσεν, επέστρεψε στο Περιβόλι της Παναγίας, όπου δέχθηκε το Μέγα και Αγγελικόν Σχήμα, κατά κυριολεξίαν μονάζων στο Κελλί του Αγίου Θεωνά, στην Καψάλα. Εκεί τον επισκέφθηκε πάλι ο Κορίνθου Άγιος Μακάριος ο Νοταράς και τον παρεκάλεσε να μεταφράση τα άπαντα του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, όπερ προθύμως έπραξε. Ακολούθησε το περίφημον «Εξομολογητάριον», για να βοηθήση τους εξομολογούντας και τους εξομολογουμένους, το «Θεοτοκάριον», ο «Αόρατος Πόλεμος» και τα «Πνευματικά Γυμνάσματα». Κατόρθωσε να συγκεντρώση χειρόγραφα όλων των έργων του Γρηγορίου Παλαμά, να συγγράψη προοίμιο και σημειώσεις σε όλα και τα απέστειλε στο τυπογραφείο Πουλίου στην Βιέννη, προς εκτύπωσιν. Δυστυχώς τα χειρόγραφα εξηφανίσθησαν, γιατί στο ίδιο τυπογραφείον εκτυπώνονταν και οι επαναστατικές προκηρύξεις του Ρήγα Βελεστινλή και η αυστριακή αστυνομία το κατέστρεψεν εξ ολοκλήρου. Ακολουθεί το «Πηδάλιον», όπως ονόμασε την συλλογή των θείων και ιερών κανόνων μαζί με την ερμηνεία τους. Ακολούθως στην Καλύβη του Αγίου Βασιλείου, με την συντροφιά των αδελφών του Κολλυβάδων συνέγραψε τα περισσότερα και σπουδαιότερα εκ των έργων του, όπως την «Χρηστοήθειαν», τον «Κήπον των Χαρίτων», το «Εκλόγιον» και το «Νέον Μαρτυρολόγιον». Ακαταπαύστως συνέγραφε, ακαταπαύστως εδίδασκε τους προσερχομένους, ακαταπαύστως… παραθεωρούσε την διατροφή και περίθαλψή του! Λάμβανε ελαχίστη τροφή και μονίμως ήτο ρακένδυτος. Πλουτίζων πνευματικώς και ηθικώς τους άλλους, ο ίδιος ετέλη εν εσχάτη υλική ενδεία, εξ’ αιτίας δε του έργου του περί συνεχούς Θείας Μεταλήψεως, οι αντίπαλοι των Κολλυβάδων τον κατηγόρησαν ως… αιρετικόν!!!
Εικοσιδύο χρόνια ταλαιπωρήθηκε ο Άγιος, έως ότου η Ιερά Κοινότης τον εκήρυξεν «ορθοδοξώτατον και των δογμάτων της του Χριστού Εκκλησίας τρόφιμον».
Από το συγγραφικόν έργο του εξάγεται ότι πέραν της σωτηρίας της ψυχής, τον απασχολούσε ο πόθος για την ελευθερία των υποδούλων αδελφών.
Οι σκληροί αγώνες και οι μεγάλες πνευματικές αγωνίες, η διαρκής νηστεία, η αδιάκοπη καταπόνησή του με την μελέτη και την συγγραφήν υπέσκαψαν την ευαίσθητον υγεία του. Συν τω χρόνω ένιωσε ανήμπορος και προς τούτο εγκαταστάθηκε στις Καρυές, στο Κελλί των Σκουρταίων, όπου επί δύο χρόνια διόρθωνε τον περίφημο «Συναξαριστή» του ενιαυτού. Ταυτοχρόνως βρίσκει την δύναμη και συγγράφει το ογκώδες «Εορτοδρόμιον» και την «Νέαν Κλίμακα»! Σε διάστημα τριών μηνών, η κατάσταση της υγείας του επιδεινούται αισθητώς. Βεβαίως ο ίδιος με χαρά βλέπει να πλησιάζη το επίγειο τέλος του, το οποίο θα τον εισοδεύση στους ουρανούς. Μετά δυσκολίας επαναλάμβανε την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ Θεού, ελέησόν με». Τέλεσαν Ευχέλαιον, εξομολογήθηκε και κοινώνησε, όπως καθημερινώς τις τελευταίες ημέρες. Με οσιακό τρόπον, αφού ευχήθηκε και προσευχήθηκε για τους αδελφούς που τον φρόντιζαν και προσκύνησε τα τίμια λείψανα των Αγίων που βρίσκονταν στο κελλί, κοινώνησε για τελευταία φορά και μακαρίως ανέμενε την συνάντησή του μετον Κύριο. Τα τελευταία λόγια του ήσαν η απάντηση που έδωσε στους μαθητάς του, όταν τον ρώτησαν αν ησυχάζη: «Τον Χριστόν έβαλα μέσα μου! Πώς να μην ησυχάζω;!». Εκοιμήθη τις πρώτες πρωινές ώρες της 14ης Ιουλίου 1809. Όλον το Άγιον Όρος επένθησε και θρήνησε, ανθρωπίνως, γιατί αισθάνθηκε ορφανεμμένο. Ένας απέριττος τάφος έξω από το Κελλί των αδελφών του Σκουρταίων έγινε αγιοδέγμων φιλοξενών τον Άγιο του Θεού, ύστερα από 60 χρόνια επιγείου αγωνιστικής παρουσίας.
Το πνευματικό-συγγραφικόν Έργο που μας εκληροδότησε ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης -ο οποίος ανεκηρύχθη επισήμως Άγιος το 1955- είναι πολύτομο και πολύτιμο.
Να έχουμε τις θεοπειθείς ευλογίες τού Κυκλαδίτη Αγίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα…
Σοφίας χάριτι, Πάτερ κοσμούμενος, σάλπιγξ θεόφθογγος, ὤφθης τοῦ Πνεύματος καὶ ἀρετῶν ὑφηγητής, Νικόδημε θεηγόρε, πάσι γὰρ παρέθηκας, σωτηρίας διδάγματα, βίου καθαρότητος, διεκφαίνων τὴν ἔλλαμψιν, τῷ πλούτῳ τῶν ἐνθέων σου λόγων, δι’ ὧν ὡς φῶς τῷ κόσμῳ ἔλαμψας.
M α ν ώ λ η ς M ε λ ι ν ό ς
Θεολόγος Συγγραφεύς
Διευθυντής τῆς Bιβλιοθήκης
τῆς ῾Iερᾶς Συνόδου
τῆς ᾿Eκκλησίας τῆς ῾Eλλάδος
e-mail: ManolisMelinos@gmail.com
http//: www.manolismelinos.com
https://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/07/1749.html