Ἀκούστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:http://hristospanagia3.blogspot.gr/2015/03/blog-post_90.html
Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς εὐχές τοῦ Γέροντα, εἴχαμε ἀρχίσει νά λέμε ὅτι ἀπό τή στιγμή πού κανείς θέλει νά εἶναι κοντά στόν Χριστό, πρέπει νά προσέχει μέ ποιούς συναναστρέφεται. Αυτό βέβαια ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τό ἀναφέρει ὡς ἐξῆς: «ἄν σέ σκανδαλίζει τό μάτι σου, καλύτερα εἶναι νά τό βγάλεις. Σέ συμφέρει νά πᾶς μέ ἕνα μάτι στόν Παράδεισο, παρά νά πᾶς καί μέ τά δύο μάτια στήν κόλαση,» (Ματθ. 18,9).
Ὅταν λέει ‘μάτι’ τί ἐννοεῖ; Οἰ Ἅγιοι Πατέρες ἐρμηνεύουν τό μάτι, ὡς ἕνα πρόσωπο, πού εἶναι πολύτιμο γιά μᾶς καί πολύ οἰκεῖο, συγγενικό ἤ ἔστω τοῦ στενοῦ περιβάλλοντός μας. Ὁ Χριστός μᾶς συμβουλεύει ὅτι ἄν αὐτό το μάτι -τό πρόσωπο- σέ σκανδαλίζει, δηλαδή σέ παρακινεῖ στήν ἁμαρτία καί σέ ὠθεῖ πρός τήν κόλαση, νά τό βγάλεις ἀπό τή ζωή σου. Εἶναι προτιμότερο νά εἶσαι χωρίς αὐτό, μονόφθαλμος -καί ἄς φαίνεσαι καί λίγο ἄσχημος- λίγο στερημένος δηλαδή καί ταλαιπωρημένος καί νά πᾶς ἔτσι στόν παράδεισο, παρά νά πᾶς καί μέ τά δυό σου μάτια στήν κόλαση. Λέει δηλαδή ὁ Χριστός μας ὅτι προκειμένου νά πᾶνε δύο ἄτομα στήν κόλαση, τουλάχιστον ἄς πάει ὁ ἕνας, ἐφόσον εἶναι ἀμετανόητος.Δέν εἶναι ἀγάπη νά πεῖς ὅτι θά μείνεις κοντά του μέχρι τέλους, ἐπειδή εἶναι φίλος σου. Αὐτό εἶναι ἁμάρτημα. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει εὐθύνη γιά τήν ψυχή καί τό σῶμα του καί δέν μπορεῖ νά τά κάνει ὅ,τι θέλει. Ἡ ψυχή καί τό σῶμα μας ἀνήκουν στόν Χριστό, ὄχι σ’ ἐμᾶς.
Ὁ Χριστός μας, μᾶς ἐξαγόρασε μέ τό αἷμα Του. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ὀφείλουμε, ἄν ἀγαπᾶμε τόν ἑαυτό μας σωστά, νά τά προφυλάξουμε καί ἀπό τή φθορά καί ἀπό τήν αἰώνια κόλαση. Ὅταν λοιπόν ἔχεις ἕναν φίλο ἤ ἔναν συγγενή, μπορεῖ νά εἶναι ἀκόμα καί οἱ γονεῖς σου ἤ τ’ ἀδέλφια σου, οἱ οποῖοι σέ τραβοῦν πρός τήν κόλαση, πρέπει νά τούς βγάλεις ἀπό τή ζωή σου. Αὐτό δέν εἶναι σκληρό, εἶναι ἡ σωτηρία μας.
Στό κεφάλαιο τοῦ Εὐεργετινοῦ «ὅποιος θέλει νά σωθεῖ, πρέπει νά ἐπιδιώκει τίς συναναστροφές μέ ἐναρέτους ἀνθρώπους», γίνεται λόγος γι’ αὐτά. Ἡ Παλαιά Διαθήκη λέει «νά ἐπιδιώκεις καί νά τρίβεις τά σκαλοπάτια τῶν συνετῶν» (Σοφ.Σειρ. 6,36). Νά ἀνεβαίνεις δηλαδή καί νά ἐπισκέπτεσαι συχνά τά σκαλοπάτια τῶν Ἁγίων ἀνθρώπων, πού εἶναι κοντά στόν Θεό. Ὄντως οἱ Ἅγιοι Πατέρες τό θεωροῦν σπουδαία πνευματική ἐργασία, τό νά πηγαίνεις καί νά βρίσκεις ἀνθρώπους πνευματικούς καί νά συνομιλεῖς μαζί τους. Ἀκόμα καλύτερα, ὅταν εἶναι πνευματικοί, ἱερεῖς, νά ἐξομολογεῖσαι, ἔχοντας ἕναν πνευματικό ὁδηγό ἤ ὅταν βρίσκεις ἄλλους ἀνθρώπους πνευματικούς, ὅπως Γέροντες, μοναχούς κ.λ.π., οἱ ὁποῖοι μποροῦν νά σέ βοηθήσουν.
Ὁ Ἀββᾶς Κασσιανός, εἶναι αὐτός πού ἔφερε, πού θεμελίωσε τόν μοναχισμό στήν δύση καί διηγεῖται τά ἑξῆς:
Ἕνας Γέροντας, πού ἀσκήτευε στήν ἔρημο, παρακάλεσε τόν Θεό νά τοῦ δώσει αὐτό τό χάρισμα. Ὅταν γίνεται πνευματική συζήτηση, νά μή νυστάζει ποτέ. Ὅταν ὅμως κανείς ἀργολογεῖ ἤ κατακρίνει, τότε νά τόν παίρνει ὁ ὕπνος, γιά νά μήν μολύνονται τ᾿ αὐτιά του μέ τέτοιο δηλητήριο. Καί πραγματικά, τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός αὐτό πού ζητοῦσε.
Συνήθως συμβαίνει τό ἀντίθετο! Δηλαδή ὅταν λέμε τά πνευματικά, μᾶς παίρνει ὁ ὕπνος. Αὐτή εἶναι ἐπήρεια τοῦ δαίμονα. Ἔλεγε κάποιος ἀστειευόμενος, ἀλλά εἶχε μιά δόση ἀλήθειας, αὐτό πού ἔλεγε: «δέν μπορῶ νά κοιμηθῶ. Διάβασέ μου κάτι πνευματικό νά κοιμηθῶ». Ὄντως, ὁ διάβολος φέρνει νύστα, ὅταν διαβάζουμε πνευματικά. Ἐνῶ ὅταν λέμε διάφορα φαιδρά, ἀμέσως ξυπνᾶμε. Αὐτό δείχνει, ὅτι ὑπάρχουν πονηρά πνεύματα, πού ἐμποδίζουν τόν ἄνθρωπο καί νά ἀκούσει ἀκόμα, ἤ καί ἄν ἀκούσει, κάνουν τό πᾶν, ὥστε νά μήν μπεῖ στήν καρδιά του καί τό βάλει σέ πράξη. Γιατί νά μήν τό βάλει σέ πράξη; Διότι μετά θ’ ἀνοίξει πόλεμο μαζί τους. Ἐξάλλου αὐτά πού λέμε ‘τά πνευματικά’ εἶναι ν’ ἀρχίσουμε νά διώχνουμε τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι εἶναι μέσα στήν καρδιά μας. Οἱ δαίμονες, ὅσο εἴμαστε ἀβάπτιστοι, εἶναι στό κέντρο τῆς καρδιᾶς καί ἀπό τή στιγμή πού βαπτιζόμαστε αὐτή ἡ δαιμονική ἐνέργεια βγαίνει στήν περιφέρεια. Ὁ Χριστιανός μέ τήν νοερά, τήν ἀδιάλειπτη προσευχή τούς διώχνει ἀπό τήν καρδιά του κι ἔτσι καθαρίζεται ἡ καρδιά. Οἱ δαίμονες δέ θέλουν νά τό ξέρουμε αὐτό, γιά νά μήν τούς πολεμᾶμε. Γι’ αὐτό ἐμποδίζουν τίς πνευματικές συζητήσεις καί φέρνουν νύστα.
Ὁ Γέροντας παρακάλεσε λοιπόν ὁ Θεός νά τοῦ δώσει αὐτό τό χάρισμα. Νά μή νυστάζει στίς πνευματικές κουβέντες καί νά νυστάζει, ὅταν λέγονται κατακρίσεις καί ἀργολογίες.
Ἔλεγε λοιπόν αὐτός ὁ Γέροντας πώς «ὁ διάβολος εἶναι θιασώτης τῆς ἀργολογίας καί ἀντίπαλος κάθε πνευματικῆς διδαχῆς». Τοῦ ἀρέσει ἰδιαίτερα δηλαδή ἡ ἀργολογία καί ἡ κατάκριση καί πολεμάει πάρα πολύ κάθε πνευματική διδαχή.
Ἔφερε ὁ Γέροντας αὐτό τό παράδειγμα, ἀπό τή δική του εμπειρία: «Μιά φορά μιλοῦσα καί οἱ ἀδελφοί τόσο πολύ νύσταξαν, πού δέν μποροῦσαν οὔτε τά βλέφαρά τους νά κουνήσουν (κατά τή διάρκεια πού τούς μιλοῦσε). Τότε, θέλοντας νά φανερώσω, πώς αύτό συμβαίνει ἀπό δαιμονική ἐνέργεια, ἄρχισα ν’ ἀργολογῶ (τούς ἔλεγε διάφορα περί ἀνέμων καί ὑδάτων). Στή στιγμή ξενύσταξαν κι ἔγιναν ὁλόχαροι. Ἀναστέναξα καί τούς εἶπα: ‘Δέστε, ἀδελφοί μου. Ὅσο μιλούσαμε γιά οὐράνια πράγματα, τά μάτια ὅλων σας, τά ἔκλεινε ὁ ὕπνος. Μόλις ὅμως ἀκούστηκαν λόγια μάταια, ὅλοι ξενυστάξατε καί ἀκούγατε πρόθυμα’».
Εἶχε ἀποτραβηχτεῖ ὁ δαίμονας, πού τούς ἔφερνε νύστα καί τοὐς ξύπνησε γιά ν’ ἀκούσουν τίς ἀργολογίες. Ὅποιος ἀργολογεῖ, οὐσιαστικά ἁμαρτάνει. Ὁ Χριστός μας εἶπε πώς «γιά κάθε περιττό καί μάταιο λόγο, τόν ὁποῖο θά ποῦν οἱ ἄνθρωποι, θά λογοδοτήσουν κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως» (Ματθ. 12,36). Εἶχαν ρωτήσει κάποτε ἕναν Γέροντα, τί εἶναι ματαιότητα καί ἐκεῖνος ἀπάντησε πώς ὅ,τι εἶναι κάτω ἀπό τόν οὐρανό, εἶναι μάταιο, ἐφόσον δέν εἶναι πνευματικό.
Συνέχισε λοιπόν ὁ Γέροντας λέγοντας: «Σᾶς παρακαλῶ λοιπόν, ἀδελφοί, νά συναισθανθεῖτε τήν ἐνέργεια τοῦ πονηροῦ δαίμονα, κι ἔτσι νά εἶστε προσεκτικοί καί νά φυλάγεστε ἀπ’ τό νυσταγμό, κάθε φορά πού κάνετε ἤ ἀκοῦτε κάτι πνευματικό». Ὁ νυσταγμός ἔρχεται καί στήν ἀκολουθία, στή Θεία Λειτουργία, στήν προσευχή πού προσπαθεῖς νά κάνεις τό βράδυ. Εἶναι κι αὐτό δαιμονική ἐπήρεια. Γι’ αὐτό οἱ Ἅγιοι ἔκαναν μεγάλους ἀγῶνες νά πολεμήσουν τόν ὕπνο. Μερικοί Ἅγιοι, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶχαν κάτι σκοινιά, πού τά ὀνόμαζαν ΄΄κρεμαστῆρες΄΄. Κρεμιόντουσαν σ’ αὐτά τά σκοινιά καί προσεύχονταν, γιά νά μήν πέσουν κάτω καί κοιμηθοῦνε. Βίαζαν δηλαδή πολύ τόν ἑαυτό τους.
Τρεῖς πατέρες εἶχαν τή συνήθεια νά πηγαίνουν κάθε χρόνο στόν μακάριο, τόν Μέγα Ἀντώνιο. Ἀπό αὐτούς οἱ δύο τοῦ ἔκαναν διάφορες ἐρωτήσεις γιά τούς λογισμούς καί τή σωτηρία τῆς ψυχῆς. Ὁ τρίτος ὅμως σώπαινε καί δέν ρωτοῦσε τίποτα. Ἀφοῦ λοιπόν ἦρθαν πολλές φορές καί ὁ ἀδελφός ἐκεῖνος, ἔτσι πάντα σώπαινε, μή ρωτώντας τό παραμικρό, τοῦ λέει κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος: «Μά τόσο καιρό ἔχεις πού ἔρχεσαι ἐδῶ καί δέν μέ ρωτᾶς τίποτα; Ἐκεῖνος τοῦ ἀποκρίθηκε: «μοῦ φτάνει μόνο πού σέ βλέπω, πάτερ».
Αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία. Μπορεῖ δηλαδή νά πᾶς σ’ ἔναν γέροντα καί νά μή ρωτήσεις. Ἀλλά καί μόνο πού τόν βλέπεις, βλέπεις τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, οὐσιαστικά βλέπεις τόν Χριστό. Γιατί ὁ κάθε ἄνθρωπος πού ἔχει μετανοήσει καί ἔχει καθαριστεῖ, ἔχει φωτιστεῖ, εἶναι ζωντανή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ἀκριβῶς καί μόνο ἡ θέα αὐτοῦ τοῦ προσώπου, σέ ὠφελεῖ. Γι’ αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό νά ἐπιδιώκουμε τίς συναναστροφές μέ ἁγίους καί μέ πνευματικούς ἀνθρώπους. Βοηθάει πολύ ἐπίσης νά πηγαίνουμε στίς πνευματικές συνάξεις, στίς πνευματικές εὐκαιρίες καί κατεξοχήν στίς λατρευτικές εὐκαιρίες.
Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος, ὅτι ὅσο ζοῦσαν οἱ Γέροντες, πού ἔμεναν δώδεκα μίλια (περίπου 18 χιλιόμετρα) μακριά ἀπό τό κελί του, πήγαινε καί τούς συναντοῦσε δυό φορές τόν μῆνα. Πήγαινε λοιπόν αὐτός -ἠλικιωμένος- δυό φορές τόν μῆνα 18 χιλιόμετρα καί ἄλλα τόσα νά γυρίσει, γιά νά συναντήσει τούς Γεροντάδες του. Κι ἐκεῖνοι δέν τοῦ ἔλεγαν τίποτε ἄλλο, παρά μόνο τοῦτο :«Ὅπου κι ἄν βρεθεῖς, μή λογαριάζεις τόν ἑαυτό σου καί θά ἔχεις ἀνάπαυση».
Μήν ὑπολογίζεις τόν ἑαυτό σου, τοῦ ἔλεγαν. Πολέμησε δηλαδή τή φιλαυτία σου καί σ’ ὅλα νά κατηγορεῖς τόν ἑαυτό σου. Νά ἔχεις αὐτομεμψία, μήν προσπαθεῖς νά δικαιώσεις τόν ἑαυτό σου, νά σώσεις τήν ἀξιοπρέπειά σου. Τότε θά ἔχεις ἀνάπαυση. Γιατί ἐκεῖνο κυρίως πού μᾶς κάνει δυστυχισμένους, εἶναι αὐτή ἡ ἄρρωστη ἀγάπη στόν ἑαυτό μας. Φοβόμαστε μή μᾶς θίξουν, μή στεναχωρηθοῦμε, μήν κουραστοῦμε. Ἀπεναντίας ἐδῶ οἱ Γέροντες τόν συμβουλεύουν νά μή λογαριάσει τόν ἑαυτό του, γιά νά βρεῖ ἀνάπαυση.
Διηγήθηκαν γιά ἕναν Γέροντα, ὅτι νήστεψε ἑβδομήντα ἑβδομάδες (περίπου ἑνάμιση χρόνο), τρώγοντας μόνο μιά φορά τήν ἑβδομάδα (κάθε ἕξι μέρες δηλαδή) και παρακαλώντας στό διάστημα αὐτό τόν Θεό, νά τοῦ φανερώσει τή σημασία ἑνός χωρίου τῆς Γραφῆς. Ἀλλά ὁ Θεός δέν τοῦ τό ἀποκάλυψε.
Ἔκανε δηλαδή ὅλον αὐτόν τόν ἀγῶνα γιά νά τοῦ ἐξηγήσει ὁ Θεός κάτι ἀπό τήν Γραφή. Ὁ Θεός ὅμως δέν ἐκβιάζεται. Δέν ἀποκαλύπτει κάτι, ἄν δέν κρίνει ὅτι αὐτό θά εἶναι γιά τό καλό μας. Λέει τότε μέσα του: «Νά, τόσους κόπους ἔκανα, καί τίποτα δέν κατόρθωσα. Ἄς πάω λοιπόν στόν ἀδελφό μου καί ἄς τόν ρωτήσω». Φεύγοντας ὅμως, καθώς ἔκλεινε πίσω του τήν πόρτα, ἔστειλε ὁ Κύριος ἕναν ἄγγελο, πού τοῦ εἶπε: «Οἱ ἑβδομήντα ἑβδομάδες τῆς νηστείας σου δέν ἔφτασαν στόν Θεό. Ὅταν ὅμως ταπεινώθηκες καί κίνησες νά πᾶς στόν ἀδελφό σου, Ἐκεῖνος μ’ ἔστειλε γιά νά σοῦ ἐξηγήσω τό ρητό καί ἀφοῦ τόν πληροφόρησε γιά τή σημασία τοῦ χωρίου πού ζητοῦσε, ἀναχώρησε ὁ ἄγγελος.
Βλέπετε πότε μᾶς ἀκούει ὁ Θεός; Ὅταν ταπεινωνόμαστε καί πηγαίνουμε στόν συνάνθρωπο, στόν σύνδουλό μας, στόν ἀδελφό μας. Γι’ αὐτό, εἶναι ὑπερηφάνεια ὅταν μερικοί ἀρνοῦνται νά πᾶνε σέ πνευματικό καί άντί γι’ αὐτό μιλᾶνε στίς εἰκόνες γιατί κατ’ αὐτούς μιλᾶνε ἀπευθείας στόν Θεό. Αὐτό εἶναι λάθος, εἶναι ὑπερηφάνεια. Ὁ Γέροντας αὐτός ἔκανε ἑβδομήντα ἑβδομάδες νηστεία, ἔλιωσε τόν ἑαυτό του. Μεγάλη ἄσκηση νά τρῶς κάθε ἕξι μέρες! Παρά τήν προσπάθειά του ὅμως δέν πῆρε ἀπάντηση. Ὅταν ὅμως ἀποφάσισε νά ρωτήσει τόν ἀδελφό του, τότε ταπεινώθηκε και πῆρε ἀπάντηση. Ἔτσι θέλει ὁ Θεός νά ἐνεργοῦμε. Ὁ Θεός δέν εὐαρεστεῖται στήν ἄσκηση, ἀλλά στήν ταπείνωση. Ὅταν ἡ ἄσκηση δέν ἔχει ταπείνωση, μπορεῖ νά σέ κάνει δαιμονισμένο, εἶναι δαιμονικό πράγμα. Σοῦ τρέφει τήν ὑπερηφάνεια, τήν ἰδέα ὅτι εἶσαι ξεχωριστός, ὅτι δέν εἶσαι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους, πού δέν κάνουν ἄσκηση. Τότε γίνεσαι σάν τούς δαίμονες. Μέ ἀφορμή αὐτό, ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος λέει ὅτι «τό κλειδί γιά τή σωτηρία μας εἶναι στά χέρια τοῦ ἀδελφοῦ μας». Ὁ Θεός ἔτσι ἔχει κάνει τά πράγματα, ὥστε ὁ ἕνας νά ἔχει τήν ἀνάγκη τοῦ ἄλλου. Κανένας νά μή μπορεῖ νά ὑπάρξει μόνος του, μέσα στήν κοινωνία. Τό ἴδιο ἰσχύει καί στά πνευματικά. Δέν μπορεῖς νά πάρεις νά διαβάσεις τήν ‘’Φιλοκαλία’’, νά τά ἐφαρμόσεις καί νά γίνεις ἅγιος. Πρέπει νά ἔχεις ἕναν ἄνθρωπο νά ταπεινωθεῖς, νά ἐξομολογηθεῖς, νά γονατίσεις μπροστά του, νά κλάψεις, γιά νά προχωρήσεις. Εἶναι ἀπαραίτητη αὐτή ἡ ταπείνωση, νά πᾶς σ’ ἕναν σύνδουλό σου, γιατί ἔτσι τό ἔχει ὁρίσει ὁ Θεός. Οὔτε θά πᾶς ἀπευθείας στόν Θεό, οὔτε θά ζητήσεις ἄγγελο, γιά νά σέ καθοδηγήσει. Θά πᾶς σ’ ἕναν συναμαρτωλό ἄνθρωπο κι ἔτσι θά καθαρισθεῖς.
Εἶπε κάποιος Γέροντας: «Αὐτός πού μπαίνει σέ ἀρωματοπωλεῖο, κι ἄν ἀκόμα δέν ἀγοράσει τίποτα, παίρνει πάντως ἐπάνω του κάποια εὐωδία». Μόνο δηλαδή πού μπαίνεις μέσα, πιάνουν τά ροῦχα καί τό πρόσωπό σου κάτι ἀπό τό ἄρωμα, πού εἶναι διάχυτο στό κατάστημα. «Ἔτσι συμβαίνει καί μ’ αὐτόν πού ἐπισκέπτεται τούς Πατέρες». Ὅποιος πάει κοντά σέ ἅγιους ἀνθρώπους δηλαδή. Σέ ἀνθρώπους πού εὐωδιάζουν, ὄχι πλέον μέ ἀρώματα τεχνητά, ἀλλά μέ τήν εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού εἶναι τό πραγματικό ἄρωμα. Μέ τή συναναστροφή καί μόνο μαζί τους, παίρνεις κι ἐσύ ἀπό τό ἄρωμα καί τήν εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ἄν θελήσει νά ἐργαστεῖ πνευματικά, τοῦ δείχνουν τόν δρόμο τῆς ταπεινώσεως, πού τόν προστατεύει σάν τεῖχος ἀπό τίς ἐπιδρομές τῶν δαιμόνων».
Πήγε κάποτε στόν ἀββᾶ Φήλικα ἕνας ἀδελφός, ἔχοντας μαζί του μερικούς κοσμικούς. Παρακάλεσε λοιπόν τόν ἀββᾶ (τόν Γέροντα), νά τούς πεῖ ἕναν ὠφέλιμο λόγο. Ὁ Γέροντας ὅμως σώπαινε. Ὁ ἀδελφός συνέχισε νά τόν παρακαλεῖ ὥρα πολλή (νά πεῖ κάτι στούς ἀνθρώπους πού ἦρθαν ἀπό πολύ μακριά), ὁπότε ἐκεῖνος τούς εἶπε: «Θέλετε ν᾿ ἀκούσετε ψυχωφελῆ λόγο; «Ναί, ἀββᾶ», ἀποκρίθηκαν.
«Δέν ὑπάρχει πιά λόγος», εἶπε ὁ Γέροντας. «Γιατί ὅταν οἱ ἀδελφοί ρωτοῦσαν τούς Γέροντες καί ἔκαναν ὅσα ἐκεῖνοι τούς συμβούλευαν, ὁ Θεός ἔδινε λόγο, γιά νά ὠφεληθοῦν ἐκεῖνοι πού ρωτοῦσαν. Τώρα ὅμως, ἐπειδή ρωτᾶνε, ἀλλά δέν ἐφαρμόζουν ὅσα ἀκοῦνε, πῆρε ὁ Θεός τή Χάρη τοῦ λόγου ἀπό τούς Γέροντες. Δέν βρίσκουν πιά τί νά ποῦν, γιατί δέν ὑπάρχει ἐργάτης τῆς ἀρετῆς».
Ὁ Γέροντας ἐδῶ λέει τό ἑξῆς πολύ σπουδαῖο: Ἁγιάζεται κανείς ἀνάλογα μέ τή διάθεση πού ἔχει καί ὄχι μέ τό πόσο ἅγιος εἶναι αὐτός τόν ὁποῖο θά ἐπισκεφθεῖ. Μπορεῖ νά πᾶς στόν πιό ἅγιο ἄνθρωπο καί νά μήν πάρεις τίποτα. Ἐσύ φταῖς ἐπειδή δέν ἔχεις διάθεση ν’ ἀκούσεις καί νά ἐφαρμόσεις.
Τό ἴδιο συνέβαινε καί μέ τόν Κύριο. Πολλοί ἄνθρωποι πήγαιναν νά Τόν ἀκούσουν χωρίς ὅμως νά ἔχουν σκοπό νά τά ἐφαρμόσουν. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός μας ἔλεγε μιά παραβολή καί δέν τούς ἀποκάλυπτε τί ἐννοοῦσε. Τούς μιλοῦσε πάντα μέ παραβολές γιατί δέν εἶχαν διάθεση νά τά ἐφαρμόσουν. Ὅσοι εἶχαν διάθεση νά προχωρήσουν, ὅταν ἔφευγαν οἱ πολλοί, οἰ ἀδιάφοροι, ἔμεναν καί Τόν ρωτοῦσαν «σαφήνησον ὑμῖν». Τοῦ ζητοῦσαν νά τούς ἐξηγήσει τί ἐννοοῦσε μέ τίς παραβολές. Ὁ Χριστός δέν ἔλεγε παραμύθια. Ἀπλῶς τά ἔλεγε ἔτσι συγκεκαλυμμένα, γιατί οἱ ἄνθρωποι ναί μέν πήγαιναν, ἀλλά δέν εἶχαν διάθεση νά ἐφαρμόσουν, ἄν τούς μιλοῦσε ξεκάθαρα καί θά ἔπεφτε ὁ λόγος Του στό κενό.
Οἱ Ἅγιοι ἐπειδή εἶναι ἀφενός πνευματοφόροι καί ἀφετέρου πνευματοκίνητοι (κινοῦνται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα), πληροφοροῦνται ἄν αὐτός πού τούς πλησιάζει, ἔχει διάθεση ν’ ἀκούσει καί νά ἐφαρμόσει. Ἔτσι καί αὐτοί ἀνάλογα ἀνοίγονται. Ἄν δέν ὑπάρχει διάθεση καί αὐτοί δεν ἀνοίγονται, δέν ὑπάρχει κανένας λόγος νά ποῦν κάτι, δέν ἔχουν κάτι νά ποῦν. Εἶναι αὐτό πού λέει ἐδῶ ὁ Γέροντας ὅτι δέν μπορῶ νά πῶ τίποτα. Πῶς δέν μπορεῖ νά πεῖ; Τόσα χρόνια στήν ἔρημο καί δέν ἔχει κάτι νά πεῖ; Δέν ἔχει. Γιατί οἱ Γέροντες δέν μιλᾶνε ἀπό τό μυαλό τους, ἀλλά ἀπό τήν καρδιά τους. Ὁ λόγος τους εἶναι λόγος καρδιακός. Ξεκινάει ἀπό τό κέντρο τῆς ὕπαρξής τους, τό ὁποῖο κοινωνεῖ συνεχῶς μέ τόν Θεό. Ἔχουν τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ ὁποία γίνεται μέ τήν καρδιά. Ἡ καρδιά τους -ὁ Θεός δηλαδή- τούς ἔλεγε πότε δέν πρέπει νά ποῦν κάτι, γιατί ἄν ἔλεγαν κάτι, ὁ λόγος τους θά ἔπεφτε στό κενό.
Ὁ Χριστός μᾶς ἔχει πεῖ «μή βάλητε τούς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων»(Ματθ. 7,6). Δέν μπορεῖς νά ἔχεις μαργαριτάρια καί νά τά βάλεις μπροστά στούς χοίρους νά τά ποδοπατᾶνε. Ἐφόσον κάποιος μοιάζει μέ χοῖρο, δηλαδή εἶναι ἀκάθαρτος καί δέν μπορεῖ νά σηκώσει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι μαργαριτάρι, δέ θά τοῦ τό δώσεις.
Ὅταν λοιπόν τόν ἄκουσαν οἱ ἐπισκέπτες τοῦ εἶπαν «προσευχήσου γιά ἐμᾶς ἀββᾶ». Αὐτό τό εἶπαν γιατί τούς εἶπε ὁ Γέροντας ὅτι τώρα δέν ἔχει νά τούς πεῖ κάτι, γιατί δέν ἐφαρμόζουν τίποτα. Τό Ἅγιο Πνεῦμα πληροφορεῖ τούς Ἁγίους γιά τό ποιός εἶναι ἀπέναντί τους, γιά τό ἄν πρέπει νά τοῦ ποῦν κάτι, ἀκόμα καί τί νά τοῦ ποῦν. Οἱ Ἅγιοι ἔχουνε ἐπίπεδα μέσα τους -θά λέγαμε- καί δέν ἀποκαλύπτονται. Σοῦ ἀποκαλύπτουν ἕνα μόνο ἐπίπεδο, μέχρι ἐκεῖ πού μπορεῖς ν’ ἀντέξεις. Δέν σοῦ τά λένε ὅλα.
Ἔτσι ἔκανε καί ὁ Χριστός μας. Δέν τά ἀποκάλυπτε ὄλα, σέ ὅλους. Στόν πολύ κόσμο μιλοῦσε μέ παραβολές. Ἀκούγανε μιά ὡραία ἱστορία καί ἔφευγαν, γιατί μέχρι ἐκεῖ ἤθελαν πραγματικά ν’ ἀκούσουν, δέν εἶχαν διάθεση ν’ ἀκούσουν κάτι ἄλλο. Δέν ἄντεχαν τίποτα ἄλλο. Ἄν ὁ Χριστός τούς ἔλεγε περισσότερα, θά τά ἄκουγαν, θά τά πετοῦσαν καί θά εἶχαν καί τήν ἐπιπλέον ἁμαρτία ὅτι καταπάτησαν τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ. Οἱ Ἀπόστολοι πού ἦταν πιό βαθιά εἰλικρινεῖς καί ἐνδιαφερόμενοι, περίμεναν καί τό βαθύτερο νόημα. Ἀκόμα κι ἀπό τούς Ἀποστόλους αὐτοί πού ἦταν πιό κοντά Του, οἱ τρεῖς, ἄκουσαν πιό πολλά άπό τούς δώδεκα. Οἱ Ἅγιοι ἑπομένως ἀποκαλύπτονται ἀνάλογα μέ τό ποιοί εἴμαστε ἐμεῖς. Ἐμεῖς ὠφελούμαστε ἀνάλογα μέ τή διάθεσή μας νά μάθουμε.
Συνεπῶς δέν ἔχει τόση σημασία τό ἄν θά βλέπεις ἤ ὄχι συχνά τόν Πνευματικό σου, ἀλλά μέ τί διάθεση θά πᾶς, τί ἀγγεῖο μικρό ἤ μεγάλο θά κρατᾶς. Ἄν ἔχεις μεγάλο ἀγγεῖο, ἀκόμα καί μιά φορά νά πᾶς, θά στό γεμίσει ὅλο. Βλέπετε οἱ ἄνθρωποι πήγαιναν στόν Ἅγιο Ἀντώνιο μιά φορά τόν χρόνο, κι ὅμως γεμίζανε. Ὁ ἕνας μοναχός δέ ρωτοῦσε τίποτα κι ὅμως γέμιζε. Παρόλο πού τόν ἔβλεπε μιά φορά τόν χρόνο, δέν εἶχε ἀπορίες νά ρωτήσει. Αὐτό συνέβαινε γιατί πήγαινε μέ τέτοια διάθεση ψυχῆς, πού τοῦ ἀρκοῦσε μόνο νά τόν βλέπει, τόν ρουφοῦσε, χωρίς κἄν νά ρωτάει καί γέμιζε. Ἄρα σημασία ἔχει ἐμεῖς τί εἴμαστε καί ὄχι ὁ Γέροντάς μας. Ἐπίσης δέν ἔχει τόση σημασία πόσο συχνά τόν βλέπουμε. Θά πεῖ κανείς, ‘καλά δέν παίζει ρόλο κι αὐτό’; Ἔχει ἐνδεχομένως κάποια σημασία, ἀλλά τό βασικό εἶναι τό πῶς ἐμεῖς πᾶμε, μέ τί διάθεση ψυχῆς καί μέ τί ὄρεξη νά ἐργαστοῦμε στόν ἑαυτό μας. Τελικά, ἡ ἐργασία θά γίνει ἀπό μᾶς, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμα καί τόν πιό Ἅγιο Γέροντα νά ἔχεις καί νά τόν βλέπεις κάθε μέρα, εἶναι δυνατό νά καταλήξεις ὅπως ὁ Ἰούδας. Ὁ Ἰούδας εἶχε τόν πιό καλό Γέροντα, τόν Χριστό κι ὅμως ἀπέτυχε.
– Σήμερα πῶς ἐξηγεῖται τό ὅτι ἐνῶ ὑπάρχουν τόσο πολλά βιβλία, δέν ὑπάρχει ἁγιότητα βίων; Εἶναι ἐγκεφαλική ἡ μελέτη τῶν βιβλίων;
– Τό λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὅτι εἴμαστε ἐγκεφαλικοί. Μέχρι τή διάνοια φτάνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, δέν κατεβαίνει στήν καρδιά γιά νά μπεῖ σέ πράξη. Ἐνῶ πλήθυναν οἱ γνώσεις καί τά βιβλία, ἔλλειψε τό βίωμα. Παλαιότερα, οἱ χριστιανοί ἐπειδή ζοῦσαν καρδιακά καί ὄχι ἐγκεφαλικά, εἶχαν καί βιώματα. Εἶχαν ἁπλότητα. Πήγαιναν στά ξωκλήσια καί ἄκουγαν ἀγγέλους νά ψέλνουν. Βλέπανε ἁγίους, συνομιλοῦσαν καί τό θεωροῦσαν φυσιολογικό. Στήν ἐποχή μας αὐτά τά ἔχουμε χάσει γιατί ἔχουν κλείσει τά πνευματικά μας αἰσθητήρια, ἔχουμε γίνει πολύπλοκοι (ἀπό ἁπλοί), ἔχουμε γίνει πολυδιασπασμένοι, ἀσχολούμαστε μέ πολλές -ἄχρηστες- βιοτικές, γήινες μέριμνες καί μέ τήν ὑποδούλωση στόν καταναλωτισμό, ὁ νοῦς μας ἔχει σκοτιστεῖ. Δέν βλέπουμε καί δέν ἀκοῦμε πνευματικά.
Φυσικά ἔχουμε πάψει νά προσευχόμαστε! Πόσοι προσεύχονται πραγματικά καί ὄχι τυπικά –πέντε λεπτά τό πρωί καί πέντε λεπτά τό βράδυ; Πόσοι προσπαθοῦν νά κάνουν ἀδιάλειπτη προσευχή, ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ Χριστός γιατί εἶναι τό ὀξυγόνο τῆς ψυχῆς; Δέν λέει κανείς, ἀρκεῖ μιά ὥρα τήν ἡμέρα ν’ ἀναπνέω, ἄρα σταματάω. Ἔλεγε κάποιος «ἡ ὀρθοδοξία, ἡ πίστη μας εἶναι ὁ πολιτισμός τῆς ἀνάσας». Δηλαδή κάθε ἀνάσα σου νά εἶναι γιά τόν Χριστό. Ἐπίσης ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέει: «µνηµονευτέον Θεοῦ µᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον». Πιό συχνά νά θυμᾶσαι τόν Θεό, παρά ν’ ἀναπνέεις. Βάσει τῆς ἰατρικῆς ἀναπνέουμε 16 φορές τό λεπτό, ἑπομένως πρέπει νά λέμε τουλάχιστον δεκαέξι φορές τό λεπτό τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ἐάν λίγο παραλείψουμε τήν εὐχή, ἐμφανίζονται οἱ δαιμονικές ἐνέργειες γιατί ἀκριβῶς ἡ προσευχή εἶναι τεῖχος καί σέ προστατεύει ἀπό τίς ἐνέργειες τοῦ πονηροῦ.
– Πῶς μποροῦν οἱ βιοτικές μέριμνες ἤ ἡ διάσπαση πού ἔχουμε στήν καθημερινότητά μας, νά μήν ἀποτελοῦν ἐμπόδιο;
– Εἶναι ἀπαραίτητο νά μειώσουμε τίς μέριμνες γιατί εἴμαστε ἀδύναμοι ἄνθρωποι. Ἄλλωστε αὐτό μᾶς παραγγέλλει καί ὁ Κύριος «μή μεριμνᾶτε» (Ματθ. 6,25). Ἄρα ἡ μέριμνα εἶναι ἁμαρτία. Ἀκόμα κι ἕνα σφουγγαράκι, λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, νά ἔχεις, ἀναρωτιέσαι ποῦ νά τό βάλω, ποῦ νά τό κρεμάσω, σοῦ ἀπασχολεῖ τόν νοῦ. Οὐσιαστικά, πρέπει νά τίς ἐξαλείψουμε τίς μέριμνες. Δηλαδή, δέν θά κάνουμε τίποτα; Ὄχι, θά κάνουμε, ἀλλά ὁ νοῦς, ἡ καρδιά θά εἶναι στό Θεό καί ὄχι σ’ αὐτά πού κάνουμε.
Πῶς θά τό καταφέρουμε αὐτό; Καταρχάς ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἔχει ἕναν πνευματικό. Ἔπειτα, νά τοῦ κάνει ὑπακοή καί νά ἔχει πίστη. Ὁ Χριστός μας μᾶς ἔδωσε πρότυπο ἀπό τή δημιουργία, δηλαδή τά πουλάκια καί τά λουλούδια. Πόσο ὄμορφα εἶναι κι ἄς μήν ἀγωνιοῦν γιά τίποτα! Πόσο τά φροντίζει ὁ Θεός ἄν καί ἔχουν πολύ μικρή διάρκεια ζωῆς. Γιά σένα, πού εἶσαι αἰώνιος καί ἔχεις ἀθάνατη ψυχή, δέν θά φροντίσει ὁ Θεός; Ἐκεῖνος πού σοῦ ἔδωσε τό σῶμα, θά σοῦ δώσει καί τήν τροφή γιά νά τό θρέψεις. Συνεπῶς ὅταν ἐμεῖς μεριμνᾶμε, μπαίνουμε στήν περιοχή τῆς ἀπιστίας καί χωριζόμαστε ἀπό τόν Θεό.
Ὁ Χριστός δέν μᾶς εἶπε βέβαια νά μήν ἐργαζόμαστε, ἀλλά νά μή μεριμνᾶμε, νά μήν ἀγωνιᾶμε καί νά μήν ὑποδουλωνόμαστε. Γνωρίζει ὁ Κύριος ὅλες μας τίς ἀνάγκες, ἀλλά μᾶς προτρέπει νά ζητᾶμε μόνο τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τή δικαιοσύνη Αὐτοῦ καί ὅλα τά ἄλλα θά μᾶς προστεθοῦν. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀναγκαῖο νά πιστέψει ὅτι τό κύριο ἔργο του εἶναι νά ζητᾶ τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι πρέπει νά ζητάει νά βασιλέψει ὁ Χριστός στήν καρδιά του, νά κατευθύνει τή σκέψη, τίς ἐπιθυμίες καί τά συναισθήματά του, σ’ Αὐτόν. Νά ζητάει νά γίνει Κύριος τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς του, ὁ Χριστός. Ἄν ἐπιδοθεῖ σ’ αὐτό κάποιος καί παρακαλάει κάθε στιγμή μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή τόν Χριστό νά βασιλέψει καί νά κυριαρχήσει στό σῶμα καί τήν ψυχή του, τότε ὁ Χριστός θά ἀναλάβει ὅλα τ’ ἄλλα, τό φαγητό, τά ροῦχα, τό σπίτι, ὅλα.
Ἐμεῖς κάνουμε τό ἀνάποδο καί φροντίζουμε γιά τό φαγητό, τό σπίτι, τά ροῦχα καί ὁ Θεός δέν εἶναι πλέον ὁ κυρίαρχος. Ὁ Θεός, πού εἶναι τόσο διακριτικός, σέβεται τήν ἐπιλογή μας. Ὅταν μόνοι μας μεριμνᾶμε γιά τά βιοτικά ἀγαθά, χωρίς εὐτυχῶς νά μᾶς ἐγκαταλείπει, ἀπομακρύνεται. Προσπαθεῖ γιά τό καλό μας, νά μᾶς φέρει σέ συναίσθηση, ἐπιτρέποντας τίς θλίψεις, γιά νά ζοριστοῦμε καί νά Τοῦ ζητήσουμε βοήθεια.
Ὁ Χριστός ἔχει μεριμνήσει ἀκόμα καί γιά τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς τῶν πιστῶν (Ματθ. 10,30). Φροντίζει καί γνωρίζει ἀκόμη καί γιά τίς πιό μικρές λεπτομέρειες πού ἀφοροῦν τόν κάθε ἄνθρωπο. Ποιός ἀπό ἐμᾶς ἔχει καθίσει νά μετρήσει τίς τρίχες του; Κανένας. Κι ὅμως ὁ Χριστός μεριμνᾶ γιά τά πάντα.
Δέν εἶναι σοφό λοιπόν νά τ’ ἀφήσουμε ὅλα σ’ Αὐτόν; Νά τηρήσουμε αὐτό πού λέμε στή Θεία Λειτουργία: «Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Παράθεσέ τα ὅλα μέ ἐμπιστοσύνη στόν Χριστό. Ὅχι μόνο τόν ἑαυτό σου, ἀλλά καί τούς ἄλλους, τή γυναίκα, τά παιδιά σου, τούς γονείς, διότι πολλές φορές μᾶς ἀπασχολεῖ τί θά ἀπογίνει ἡ οἰκογένειά μας. Γιατί κάνεις τέτοιες σκέψεις; Δέν ἔχουν Θεό αὐτοί, δέν ἔχει ὁ Χριστός μέριμνα γι’ αὐτούς; Ὁ Θεός θά τούς φροντίσει.
Ἑπομένως καί τούς ἄλλους καί τόν ἑαυτό μας, ἄν τ’ ἀφήσουμε στόν Θεό, μετά ἐλευθερώνεται ὁ νοῦς. Μπορεῖ στή συνέχεια νά δέχεται τίς ἐλλάμψεις τοῦ Θεοῦ, νά τρυφᾶ συνεχῶς, νά δέχεται τήν εἰρήνη, τή χαρά καί τή γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅλα ξεκινοῦν ἀπ’ αὐτή τήν πίστη, ὅτι ὁ Χριστός ὄχι μόνο μᾶς ἔπλασε, ἀλλά καί προνοεῖ γιά μᾶς. Προνοεῖ καί γιά τίς λεπτομέρειες ἀκόμα. Αὐτά πού ἐμεῖς θεωροῦμε ἀνάξια ν’ ἀσχοληθοῦμε.
Ἀπό κεῖ καί μετά, ὅταν μπεῖς σ’ αὐτή τή διαδικασία, ἀρχίζεις καί έρευνᾶς τί σημαίνει νά ζητᾶς κάθε στιγμή τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μ’ αὐτό τόν τρόπο μπαίνεις στή διαδικασία τῆς ὑπακοῆς. Διαλέγεις ἕναν πνευματικό ὁδηγό καί τοῦ κάνεις ὑπακοή. Ἡ σωστή πορεία δέν εἶναι ἀπλῶς ἡ ἐξομολόγηση. Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι ἡ ἀρχή τῆς πορείας. Ἡ πορεία μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι ἀνάλογη μέ τήν πορεία πού κάνει ἕνας ἄρρωστος μέσα στό νοσοκομεῖο. Ὑπάρχει περίπτωση ἄν εἶναι βαριά ἄρρωστος ἡ θεραπεία νά κρατήσει μῆνες ἤ καί χρόνια. Ἔτσι καί ἡ θεραπεία, πού εἶναι ἡ κάθαρση καί ὁ φωτισμός, μπορεῖ νά πάρει χρόνο. Συνήθως ἔτσι γίνεται. Δέν γίνεσαι αὐτόματα φωτισμένος. Πρέπει νά ἔχεις ἕναν πνευματικό γιατρό πού θά σέ ὁδηγήσει σ’ αὐτήν τήν πορεία καί θά σέ καθοδηγεῖ σέ κάθε βῆμα.
Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος εἶναι πνιγμένος μέ τίς βιοτικές μέριμνες, συναντᾶ ἐμπόδιο καί ἀποφασίζει νά μπεῖ σ’ αὐτήν τήν πορεία. Ἀναβάλλει διαρκῶς τήν ἐξομολόγηση καί καταλήγει νά ἐξομολογεῖται μιά ἤ δυό φορές τόν χρόνο. Ἔτσι δέν γίνεται θεραπεία. Καί ὑπενθυμίζουμε τό νά ἐξομολογηθεῖς εἶναι ἁπλά ἡ ἀρχή. Πρέπει νά βάλεις σέ πράξη αὐτά πού θά σοῦ πεῖ ὁ πνευματικός. Κάθε στιγμή, κάθε ἀνάσα μας συντελεῖ στή θεραπεία ἤ στή μή θεραπεία. Κάθε στιγμή σέ πηγαίνει ἐμπρός ἤ σέ πηγαίνει πίσω. Δέν εἶναι κάτι οὐδέτερο. Κάθε στιγμή πού περνάει δηλαδή, ἄν ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται πνευματικά καί εἶναι μέ τόν Χριστό, προχωράει. Ἄν ἀμελήσει καί δέν κάνει κάτι γιά τόν Χριστό, δέν θά μείνει ἐκεῖ πού εἶναι, ἀλλά θά πάει πίσω. Τό βῆμα πού ἔκανε δηλαδή πρίν, τό ἔχασε τώρα. Εἶναι ὅπως ἕνας ἄνθρωπος πού ἀνεβαίνει τήν κοίτη ἑνός ποταμοῦ. Ἄν κάποια στιγμή θελήσει νά χαλαρώσει γιά λίγο και σταματήσει ν’ ἀνεβαίνει, θά τόν πάρει πίσω τό ποτάμι.
Τό εἶπε ξεκάθαρα ὁ Χριστός: «Ὁ μή ὤν μετ᾽ ἐμοῦ κατ᾽ ἐμοῦ ἐστι»(Λουκ. 11,23). Ὅποιος δηλαδή δέν εἶναι μαζί μου, εἶναι ἐναντίον μου. Στή συγκεκριμένη στιγμή, πού πῆρες τήν ἀνάσα σου, ἡ ἀνάσα σου ἦταν γιά τόν Χριστό; Ἄν ἦταν, εἶσαι μέ τόν Χριστό. Ἄν δέν ἦταν, εἶσαι ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ νά ἔχεις κάνει μεγάλους κόπους καί σέ πολύ λίγο χρόνο ἄν κουραστεῖς καί ἀμελήσεις, νά τά χάσεις ὅλα καί νά πᾶνε χαμένοι οἱ κόποι σου. «Ὁ μή συνάγων μετ᾿ ἐμοῦ σκορπίζει» (Λουκ. 11,23).
– Μποροῦμε καθημερινά νά νιώθουμε ὡς διακόνημα, τήν ἐργασία μας;
– Μά ἔτσι πρέπει νά τό νιώθουμε. Ὄχι σάν δουλειά, δηλαδή σάν δουλεία. Ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι στίς μέριμνες, τό νιώθει σάν δουλειά καί τό λέει κιόλας. Ἡ γλώσσα πολλές φορές ἀποκαλύπτει τήν ἀλήθεια. Δέν λέμε ἔχω ἐργασία, ἀλλά ἔχω δουλειά, δηλαδή εἶμαι δοῦλος σέ κάτι. Ὅσο κι ἄν δέν τό καταλαβαίνουμε λέμε τήν ἀλήθεια, ὅτι εἴμαστε δοῦλοι στίς βιοτικές μέριμνες. Σκεφτόμαστε «ἄν δέν φροντίσω ἐγώ, ποιός θά φέρει τό φαΐ τό μεσημέρι, ποιός θά φέρει τά λεφτά στό σπίτι;». Ἔτσι ἔχεις γίνει ἐσύ κύριος, δέν βασιλεύει ὁ Χριστός μέσα σου. Οὐσιαστικά ἔχεις ἀρνηθεῖ τόν Χριστό. Ἄν ὅμως ἔχουμε πίστη, δουλέψουμε γιά τόν Χριστό και γίνουμε δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, ὅλα θά μᾶς ἔρθουν ἔτοιμα καί δέν θά κουραστοῦμε γι’ αὐτά καθόλου.
Εἶπε ὁ Χριστός: «Ἐγώ δέν τρέφω τά πουλάκια; Ἐσεῖς δέν εἶστε πολύ πιό πολύτιμοι ἀπό τά πουλάκια» (Ματθ. 6,26); Γιατί ἐνεργοῦμε πολύ πιό ἀνόητα ἀπό τά πουλάκια; Γινόμαστε χειρότεροι ἀπό τά ἄλογα ζῶα σ’ αὐτό τό θέμα. Τά ζωάκια ἔχουν μιά ἀμεριμνία.. Ἐμεῖς πού ἔχουμε λογική καί τόση Χάρη ἀπό τόν Θεό εἴμαστε σέ χειρότερη κατάσταση ἀπό αὐτά καί ἀγχωνόμαστε ἄνευ λόγου. Ἀφοῦ μᾶς διαβεβαιώνει ὁ Χριστός ὅτι ὡς Πατέρας μας, πού μᾶς ἔφτιαξε, θά φροντίσει γιά ὅλα, ἀρκεῖ ν’ ἀφεθοῦμε σ’ Αὐτόν. Βλέπετε τά μωράκια πού εἶναι στήν ἀγκαλιά τοῦ πατέρα τους; Ἔχουν ἄγχος; Κανένα ἄγχος. Ἔτσι εἴμαστε κι ἐμεῖς -ἄν θελήσουμε βέβαια νά μείνουμε στήν ἀγκαλιά τοῦ Πατέρα μας. Ὠστόσο ἐμεῖς ἐπιλέγουμε νά ξεφύγουμε ἀπό τήν ἀγκαλιά τοῦ Πατέρα μας καί θέλουμε ὅλα νά τά φτιάξουμε μόνοι μας. Τότε καί ὁ Θεός μᾶς ἀφήνει, ἀλλά εὐτυχῶς μᾶς παρακολουθεῖ, δέν μᾶς ἐγκαταλείπει τελείως γιατί εἶναι Πατέρας μας.
– Εἴπατε γιά τόν χριστιανό ὅτι ἡ ἐξομολόγηση εἶναι ἡ ἀρχή. Σκέφτομαι λοιπόν ὅτι οἱ μοναχοί ἔχουν τόν Γέροντά τους, μποροῦν πολύ τακτικά νά ἐπικοινωνοῦν μαζί του. Ἐμεῖς βλέπουμε τούς πνευματικούς τό πολύ μιά – δυό φορές τόν μήνα. Τί νά κάνουμε, ὥστε νά μήν ἁμαρτάνουμε;
– Τό βασικό εἶναι νά ἔχουμε ἕνα πρόγραμμα. Μή νομίζετε ὅτι καί στό Ἅγιο Ὄρος ἔχουμε τή δυνατότητα νά βλέπουμε συνέχεια τόν Πνευματικό μας. Κι ἐκεῖ ὑπάρχουν δυσκολίες. Γιά παράδειγμα, σ’ ἕνα μοναστήρι μέ 60 μοναχούς, δέν μποροῦν νά βλέπουν συνέχεια τόν Γέροντά τους. Ὑπάρχει ὅμως ἕνα καθημερινό πρόγραμμα. Εἶναι πολύ σημαντικό ὁ χριστιανός νά βάλει ἕνα πνευματικό πρόγραμμα στή ζωή του. Νά ξέρει ὅτι κάθε μέρα ἀπό τήν ὥρα πού θά ξυπνήσει θά κάνει αὐτές τίς προσευχές, τίς μετάνοιες, τό κομποσκοίνι, τίς μελέτες. Ἴσως εἶναι λίγα αὐτά πού θά κάνει, δέν πειράζει. Ἀρκεῖ νά εἶναι σταθερό καί καθημερινό τό πρόγραμμα. Εἶναι ὅπως ὁ ἀθλητής πού κάνει τήν προπόνησή του κάθε μέρα. Ἄν δέν τήν κάνει, ξέρει ὅτι θά χάσει τή φόρμα του. Εἶναι μιά πορεία. Εἶναι ὅπως ἕνα φάρμακο, πού ἀκόμα και ἄν κοινωνήσεις, μπορεῖς νά τό πάρεις. Γιά τήν ψυχή σου δέν πρέπει νά παίρνεις φάρμακο; Κάθε πρωί πού ξυπνᾶς, θά πάρεις φάρμακο. Διαφορετικά πῶς θά ἀντιμετωπίσεις τίς δυσκολίες τῆς ἡμέρας;
Παρατηρήστε τόν ἑαυτό σας. Ἄν ξεκινήσετε τήν ἡμέρα σας μέ προσευχή καί μελέτη, πόσο καλά θά πάει ἡ ἡμέρα σας. Φυσικά θά ὑπάρξουν καί οἱ πειρασμοί. Ὅμως θά μπορέσουμε νά τούς ἀντιμετωπίσουμε σωστά, χωρίς νά θυμώσουμε ἤ νά στρεσαριστοῦμε. Ἄν ἡ μέρα ξεκινήσει χωρίς προσευχή καί πνευματική μελέτη, θά εἴμαστε ὅλη τήν ἡμέρα μέσα στή θλίψη, τά νεῦρα καί τή στεναχώρια.
Ὁ πνευματικός αὐτό θά κάνει. Θά σέ βοηθήσει νά φτιάξεις ἕνα καθημερινό πρόγραμμα, τί πνευματικά θά κάνεις κάθε στιγμή τῆς ἡμέρας, ἀλλά μετά χρειάζεται νά προχωρήσεις καί μόνος σου. Δέν ἔχει σημασία νά τόν βλέπεις συνέχεια. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι γίνεται αὐτό, ἄν δέν κάνεις αὐτά πού σοῦ λέει, δέν θά προχωρήσεις καθόλου. Θα πηγαίνεις ἔπειτα ὅσο μπορεῖς πιό τακτικά, νά τοῦ λές γιά τήν πορεία τῆς θεραπείας σου. Εἶναι ὅπως ὁ γιατρός πού σοῦ δίνει μιά ἀγωγή καί σοῦ λέει νά πᾶς γιά ἐπανεξέταση μετά ἀπό κάποιες μέρες. Ὁπότε δέν εἶναι ἐμπόδιο πού ἐνδεχομένως δέν βλέπουμε συχνά τόν πνευματικό μας. Τό ἐμπόδιο εἶναι ἡ ἀκαταστασία καί ἡ ραθυμία μας. Τό παίρνουμε κάπως ἀνέμελα τό θέμα. Ἀφήνουμε γιά παράδειγμα τόν κανόνα μας γιά τήν ἑπόμενη μέρα ἐξαιτίας τῆς κούρασης. Δέν πρέπει νά τό κάνουμε αὐτό. Ἐδῶ χρειάζεται βία στόν ἑαυτό μας. Ἀκόμα κι ἄν δέν μποροῦμε νά κάνουμε ὅλον τόν κανόνα, νά κάνουμε ἔστω ἕνα μέρος.
– Πῶς γίνεται ἡ προσευχή μέ τό κομποσκοίνι;
– Πιάνουμε ἕναν ἕναν κόμπο καί λέμε τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Βέβαια μποροῦμε νά ποῦμε τήν εὐχή χωρίς τό κομποσκοίνι. Ἁπλά μᾶς τό ἔχουν παραδώσει οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἔχει φτιαχτεῖ μέ προσευχή καί ἔχει κάθε κόμπος ἐννέα σταυρούς. Ἐπίσης γίνεται μιά σύνδεση -ἀντανακλαστικό τόξο λέγεται στήν ἰατρική- καί ὅταν κάποιος ἀγγίξει τό κομποσκοίνι, ὁ νοῦς του πάει αὐτόματα στό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με». Γίνεται σύνδεση ἀφῆς μέ προσευχή καί διευκολύνεται κανείς νά συνεχίσει τήν προσευχή του. Εἶναι λοιπόν μιά ἅγια συνήθεια καί σέ βοηθάει νά συγκεντρωθεῖς στήν προσευχή.
– Τό νά λέμε τήν εὐχή συνέχεια ἀπό τήν μιά εἶναι τό σωστό. Ἀπό τήν ἄλλη εἶναι κατά κάποιον τρόπο καταναγκαστικό, δέν ἔχει μέσα του τήν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας. Μπορεῖ βέβαια νά τό κρύβει μέσα του καί νά τό πετύχω μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά εἶναι κουραστικό κάθε ἀνάσα νά εἶναι καί μιά εὐχή.
– Ὅπως δέν κουράζεται κάνεις ν’ ἀναπνέει, ἔτσι συμβαίνει καί μέ τήν εὐχή. Στήν ἀρχή τό ἔμβρυο ὅταν βγαίνει ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας του, μπορεῖ νά χρειαστεῖ λίγη βοήθεια, γιά νά πάρει τίς πρῶτες του ἀνάσες καί κλαίει. Ἔτσι εἴμαστε και ’μεῖς. Εἴμαστε στό ξεκίνημα. Ἄν ξεκινήσει ἡ καρδιά, μετά δέν θά κουραζόμαστε. Θά τό λέει μόνη της ἡ καρδιά κι ἐμεῖς θά τήν ἀκοῦμε. Τό λέμε ἐμεῖς ἀρχικά γιά νά δώσουμε τίς πρῶτες ‘τεχνητές ἀναπνοές’ στήν καρδιά. Μετά θά ἐνεργεῖ μόνη της ἡ εὐχή μέσα μας. Ἀυτή εἶναι ἡ πνευματική ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου, πού θά ἀκολουθήσει. Λέει «τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κράζει ἐντός ὑμῶν ἀββᾶ ὁ πατήρ» (Γαλ. 4,6).
Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, πού εἶναι μέσα μας, δίνει μαρτυρία στό πνεῦμα τό δικό μας καί κράζει μέσα μας «ἀββᾶ ὁ πατήρ», ὅτι «εἶστε Ὑιοί». Ἀπό τή στιγμή πού βαπτιζόμαστε ἔχουμε τό ἅγιο Πνεῦμα μέσα μας καί μαρτυρεῖ στό πνεῦμα μας ὅτι εἴμαστε οἱ Ὑιοί. Γιατί ὅμως δέν τό ἀκοῦμε τό Ἅγιο Πνεῦμα πού κράζει ἀββᾶ ὁ Πατήρ; Γιατί ἀκριβῶς ἔχει μπεῖ τό σκοτάδι μέσα μας. Δέν εἶναι ἡ συνείδηση, εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἡ νοερά προσευχή εἶναι θέμα ἐμπειρίας καί οἱ ἄνθρωποι πού τήν ἔχουνε, ζοῦνε μιά ἐμπειρική κατάσταση. Ὅπως ἀναπνέεις καί ζεῖς, ἔτσι κάνεις καί τή νοερά προσευχή. Ἐμεῖς τό ἔχουμε χάσει αὐτό ἐν πολλοῖς, ἀλλά ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού τό ἀπέκτησαν. Γιά νά ξεκινήσει κανείς τήν εὐχή, πρέπει νά κάνει αὐτά πού ἤδη ἀναφέραμε. Νά ἡσυχάσει, νά κόψει τίς μέριμνες, νά συγκεντρώσει τόν νοῦ του, πού εἶναι χίλια κομμάτια σ’ ὅλα τά πράγματα πού βρίσκονται ἐκτός καρδίας, ἐκτός ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου, νά συμμαζευτεῖ στό ἐσωτερικό τοῦ ἀνθρώπου, στό κέντρο τῆς καρδιᾶς καί ἐκεῖ ν’ ἀρχίσει νά μιλᾶ μέ τόν ἐνδιάθετο λόγο καί νά ἐπικαλεῖται τόν Χριστό. Ὅταν αὐτό χρονίσει, τότε γίνεται ἀπό μόνο του καί ἀκούει ὁ ἄνθρωπος μέσα του τό Ἅγιο Πνεῦμα πού κάνει πλέον τήν προσευχή.
Αὐτό δέν εἶναι καταναγκαστικό, οὔτε κουραστικό, εἶναι τό φυσιολογικό. Ἔτσι εἴμαστε φτιαγμένοι. Ὁ Ἀδάμ ἔτσι ἦταν φτιαγμένος, εἶχε αὐτήν τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Αὐτό τό χάσαμε μέ τήν πτώση καί τώρα κάνουμε τό δύσκολο, δηλαδή δέν «ἀναπνέουμε ἤ ἀναπνέουμε ἀραιά». Εἴμαστε μεταξύ θανάτου καί ζωῆς. Ὅπως ἕνας ἄνθρωπος πού δέν ἀναπνέει, γίνεται μώβ ἀπό τήν ἀσφυξία. Ἔτσι ζοῦμε καί γι’ αὐτό νιώθουμε αὐτήν τήν ἀσφυξία, αὐτό τό σφίξιμο καί ἀναρωτιόμαστε τί φταίει. Αὐτό συμβαίνει γιατί λείπει ἀκριβῶς ἡ νοερά ἐργασία. Ἡ νοερά ἐνέργεια, ἡ ἐνέργεια πού ἔχει ἡ ψυχή μας δέν διοχετεύεται, δέν ἐκφράζεται καί δέν ἐνεργεῖ σωστά. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μπεῖ στή διαδικασία αὐτῆς τῆς συνεχοῦς ἐπίκλησης τοῦ Χριστοῦ, σταδιακά τότε ἀποκαθίσταται αὐτή ἡ νοερά ἐργασία καί προσευχή, πού εἶναι τό φυσιολογικό γιά τόν ἄνθρωπο.
Κουραστικό εἶναι νά μήν κάνεις αὐτήν τήν ἐργασία. Ἡ ἁμαρτία δηλαδή εἶναι τό δύσκολο. Εἶναι ὅπως ἕνας ἄνθρωπος πού περπατάει μέ τά χέρια. Θά ἔρθει κάποια στιγμή πού θά γυρίσει καί θά περπατάει μέ τά πόδια. Δηλαδή ἄν κάποιος ἐργαστεῖ στόν ἑαυτό του, θά ἔρθει κάποια στιγμή πού θά καθαρισθεῖ καί θά φωτιστεῖ, πού τότε ὄχι μόνο θά εἶναι πολύ δύσκολο, ἀλλά θά εἶναι ἀδύνατο νά ἐπαναλάβει τήν ἁμαρτία. Τώρα μᾶς φαίνεται πολύ εὔκολο ν’ ἁμαρτάνουμε, γιατί εἴμαστε σ’ αὐτήν τήν κατάσταση πού δέν ἔχουμε ἀρχίσει νά θεραπευόμαστε. Αὐτό εἶναι τό δύσκολο. Ἕνας ἄνθρωπος πού θά φτάσει στόν φωτισμό εἶναι σάν ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπο πού περπατοῦσε μέ τά χέρια καί ξαφνικά ἄρχισε νά περπατᾶ μέ τά πόδια. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος πού κατάλαβε τό λάθος του, πολύ δύσκολα θά ἁμαρτήσει ξανά.
Νά μποῦμε στή διαδικασία νά καθαρίσουμε τόν ἑαυτό μας καί θά ἔρθει αὐτή ἡ εὐλογημένη κατάσταση, πού ὁ ἄνθρωπος δέν ἁμαρτάνει πιά. Αὐτό εἶναι τό φυσικό μας, τό νά μήν ἁμαρτάνουμε. Καί οἱ Ἅγιοι -ὄχι ὅτι ἦταν ἀδύνατον- ἀλλά ἦταν πολύ δύσκολο ν’ ἁμαρτήσουν, γιατί ἀκριβῶς κατάλαβαν ποιό ἦταν τό φυσιολογικό τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό πού λέμε νοερά προσευχή, δέν εἶναι κάτι ἔξω ἀπό τή φύση μας. Εἶναι ἡ φύση μας, ἡ φυσιολογική μας λειτουργία. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος ἀκριβῶς γιά νά σκέφτεται τόν Θεό πιό συχνά ἀπό ὅ,τι ἀναπνέει. Νά κοινωνεῖ συνεχῶς μέ τόν Χριστό.
– Στήν ἀρχή κάνουμε μηχανικά αὐτά πού πρέπει. Ἔρχεται ὅμως κάποια στιγμή πού γίνεται ἕνα ταρακούνημα καί τότε ὁ ἄνθρωπος καταφέρνει νά λέει τήν εὐχή συνειδητά. Τό πιό κρίσιμο σημεῖο ὅμως εἶναι αὐτό τῆς ἀλλαγῆς.
– Χρειάζεται νά βιάζουμε τόν ἑαυτό μας, ὅπως μᾶς λέει τό Εὐαγγέλιο: «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν» (Ματθ. 11,12).
– Πότε θά βάζουμε τήν αρχή;
– Κάθε στιγμή μποροῦμε νά βάζουμε ἀρχή καί νά μήν ἀπελπιζόμαστε. Νά ζητᾶμε τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί μάλιστα ἐξακολουθητικά. Πρέπει συνεχῶς νά τή ζητᾶμε. Δέν μᾶς εἶπε νά ζητήσουμε μία φορά τή Βασιλεία Του. «Συνεχῶς νά ζητᾶτε τή Βασιλεία Μου, νά γίνω Ἐγώ βασιλιάς σας». Αὐτό τό «συνεχῶς» τό ἐκφράζουμε μ’ αὐτήν τήν ἀδιάλειπτη ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με».
Ἐκφράζεις τή θέλησή σου νά εἶναι ὁ Θεός, Κύριός σου. Ὅτι δέν θέλεις νά εἶσαι ἐσύ ὁ κυβερνήτης, ἀλλά ὁ Θεός. Αὐτό δέν διαλύει τήν προσωπικότητά μας. Ἀκούγεται στήν ἐποχή μας ἐξευτελιστικό γιατί ἔχει «καταργηθεῖ» κατά κάποιο τρόπο ὁ Θεός, ἀλλά δέν εἶναι. Ἡ Ἐκκλησία μας λέει «Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ». Τό νά εἶσαι δοῦλος στόν Δεσπότη Χριστό δέν εἶναι ἐξευτελιστικό. Τό νά εἶσαι δοῦλος σ’ ἕναν ἄνθρωπο ἐνδεχομένως εἶναι. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός μας «μὴ γίνεσθε δοῦλοι ἀνθρώπων» (Α΄ Κορ. 7,23). Τό νά εἶσαι δοῦλος σέ μιά ἀνάγκη, σέ μιά ἡδονή, ὅπως τό χρῆμα, αὐτό φυσικά σέ ἐξευτελίζει. Τό νά εἶσαι δοῦλος στόν ἑαυτό σου, στή φιλαυτία σου καί νά τρέμεις μήπως κάποιος σέ προσβάλει καί χάσεις τήν ἀξιοπρέπειά σου καί αὐτό σέ ἐξευτελίζει. Ἀναμφίβολα αὐτό εἶναι δουλεία, εἶναι βάσανο. Ὅταν ὅμως εἶσαι δοῦλος στόν Χριστό, αὐτή ἡ δουλεία σ’ ὁδηγεῖ στήν ἐλευθερία.
Ἡ ὑπακοή εἶναι ἡ ὁδός γιά τήν ἐλευθερία, γιατί εἶναι ἡ ὁδός πού σέ ἐλευθερώνει ἀπό τά πάθη σου. Ἐκεῖνο πού μᾶς ὑποδουλώνει καί μᾶς κάνει δούλους, δέν εἶναι ὁ Χριστός. Εἶναι τά πάθη πού ὑποβάλει ὁ διάβολος. Ὅταν λοιπόν μπεῖς στήν ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ, ἐλευθερώνεσαι ἀπό τόν διάβολο καί βρίσκεις τήν ἀληθινή ἐλευθερία «οὗ δὲ τὸ Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία» (Β΄Κορ. 3,17). Ὅπου ἔρχεται τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἐκεῖ εἶναι καί ἡ ἀληθινή ἐλευθερία. Ἀλλά τό Ἅγιο Πνεῦμα δέ μπορεῖ νά ἔρθει σέ μιά καρδιά πού βασιλεύεται ἀπό τά πάθη, δηλαδή ἀπό τόν διάβολο. Αὐτή ἡ καρδιά εἶναι ἀκάθαρτη. Γι’ αὐτό ζητᾶμε τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ εἴμαστε βασιλευόμενοι ὑπό τοῦ διαβόλου -ἀφοῦ κυριαρχούμαστε ἀπό τά πάθη καί βασιλιάς μας εἶναι ὁ διάβολος.
Ὁρμώμενος ἀπ’ αὐτό, ἔλεγε ἕνας Ἅγιος ὅτι εἴμαστε κατώτεροι ἀπό τόν διάβολο. Αὐτή εἶναι ἡ δουλεία. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι μακριά ἀπό τόν Χριστό, εἶναι δοῦλος στόν διάβολο γιατί τοῦ κάνει ὑπακοή. Σοῦ λέει ὁ διάβολος, γιά παράδειγμα, ν’ ἀνοίξεις τό ψυγεῖο γιά νά φᾶς, ἐνῶ δέν εἶναι ὥρα φαγητοῦ καί δέν πεινᾶς. Ἄν τό κάνεις, τοῦ κάνεις ὑπακοή. Ἄρα εἶσαι κατώτερός του. Ἄν ὅμως ἔκανες ὑπακοή στόν Χριστό, ὁ ὁποῖος σοῦ λέει νά μήν εἶσαι λαίμαργος καί γαστρίμαργος καί νά προσεύχεσαι ἀδιάλειπτα τότε δέν θά ἔκανες ὑπακοή στόν διάβολο. Τότε θά ἔβρισκες τήν ἐλευθερία. Ἀλλιῶς εἶσαι δοῦλος στίς σαρκικές σου ὀρέξεις, πού εἶναι δουλειές τοῦ διαβόλου.
Ἡ ὑπακοή λοιπόν στόν Χριστό μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τήν πραγματική δουλεία. Λέγεται μέν καί αὐτή δουλεία, ἀλλά εἶναι ἀπελευθερωτική. Ὁ Χριστός μας μᾶς τό εἶπε ξεκάθαρα: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ, καί ἀκολουθείτω μοι» (Μαρκ. 8,34). Ἀρνοῦμαι τόν ἑαυτό μου σημαίνει κυρίως τό νά ἀρνηθοῦμε τό θέλημά μας καί νά ταυτίζουμε τό θέλημά μας μέ τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι γίνεσαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἐλευθερώνεσαι ἀπό ὅλες τίς δουλεῖες, τίς καταπιέσεις, τούς καταναγκασμούς τοῦ πονηροῦ, πού ὑπάρχουν μέσα σου. Ὅλα αὐτά τά ψυχαναγκαστικά, πού ἔχουν οἱ ἄνθρωποι μέσα τους, εἶναι ἡ κυριαρχία τῶν παθῶν.
– Μέ ποιά ἔννοια γίνεσαι δοῦλος Χριστοῦ;
– Μέ τήν ἔννοια ὅτι ἐσύ πλέον δέν ἔχεις θέλημα. Αὐτό δέ σημαίνει ὅτι τό νεκρώνεις, ὅτι κάνεις μιά λοβοτομή στήν ψυχή σου καί εἶσαι ἀνάπηρος. Σημαίνει ὅτι τό θέλημά σου, τό δίνεις ἑκούσια στό θέλημα τοῦ Χριστοῦ. Ἀκολουθεῖς τόν Χριστό, πού εἶπε στή Γεθσημανή «οὐχ ὡς ἐγώ θέλω ἀλλ’ ὡς σύ» (Ματθ. 26,39). Αὐτό δέν σοῦ στερεῖ τίποτα. Ἀντιθέτως σε βγάζει στήν ἀληθινή ἐλευθερία, στήν ἀπόλυτη ἐλευθερία τοῦ Χριστοῦ. Γιατί ὁ μόνος ἀληθινά ἐλεύθερος εἶναι ὁ Θεός. Ὅταν λοιπόν κάνεις αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός «μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγὼ ἐν ὑμῖν» (Ἰωαν. 15,4) καί μπεῖς μέσα στόν Χριστό μέ τήν ὑπακοή, τότε ἀνοίγεις τήν ἀληθινή ἐλευθερία καί ἐλευθερώνεσαι ἀπ’ ὅλες τίς ἐξαρτήσεις τοῦ διαβόλου. Μ’ αὐτήν τήν ἔννοια λέμε ὅτι εἴμαστε δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ.
– Τό ἀφεντικό δηλαδή ἔχει δικαίωμα νά χτυπήσει, νά σκοτώσει, νά κάνει ὁτιδήποτε…
– Φυσικά καί ἔχει δικαίωμα. Καί ὀ Ἀβραάμ δέν ἄκουσε τόν Θεό, ὅταν τοῦ εἶπε νά σκοτώσει τό παιδί του; Ἐκεῖνος τό ἔκανε. Ἦταν ἔτοιμος νά τό κάνει. Ὁ Θεός ἔχει δικαίωμα νά κάνει ὁτιδήποτε. Ὅπως λέει καί ἡ Ἁγία Γραφή «οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν, ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς» (Α΄Κορ. 6,19-20). Δέν ἀνήκουμε δηλαδή στόν ἑαυτό μας, ἐξαγοραστήκαμε ἀπό τόν Χριστό μέ τό αἷμα Του. Ἄν πεῖ ὁ Χριστός νά πεθάνουμε, θά πεθάνουμε.
Ὁ Χριστός μας -ὡς ἄνθρωπος- δέν ἤθελε τόν θάνατο γιατί ὁ θάνατος δέν εἶναι στή φύση τοῦ ἀνθρώπου. Δέν θά πεθαίναμε, ἄν δέν ἁμαρτάναμε. Ὁ Θεός μέ τήν ἀγάπη Του καί τήν φιλανθρωπία Του, ἄφησε νά μπεῖ ὁ θάνατος μέσα στή ζωή μας, γιά νά μή γίνει τό κακό ἀθάνατο. Μέ τήν ἁμαρτία, μπήκαμε στήν περιοχή τοῦ κακοῦ κι ἄν δέν πεθαίναμε, τό κακό θά γινόταν ἀθάνατο, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Γιά νά μή γίνει λοιπόν ἀθάνατο τό κακό, ὁ Θεός ἔφερε τόν θάνατο, ἔβαλε ἕνα στόπ, τό ὁποῖο εἶναι πολύ καλό. Διότι, ὅποιος εἶναι καλός πηγαίνει στόν Παράδεισο, ὅποιος εἶναι κακός, σταματάει νά κάνει τό κακό.
– Τή δουλεία ἐγώ τήν ἐκλαμβάνω ὡς ‘δουλεύω ἐν Κυρίω’, δηλαδή ἐργάζομαι γιά τήν ψυχή μου, βγάζοντας τά μπάζα. Συνεργάζομαι, δουλεύω μέ τόν Θεό, γιά νά καθαρίσει ἡ ψυχή μου. Αὐτή εἶναι ἡ δουλεία, δέν εἶναι αἰχμαλωσία.
– Οὐσιαστικά σπάζω τά δεσμά μου, ἐλευθερώνομαι ἀπό τά πάθη μου μέ τή δουλεία.
Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου
«Ὁ ἄνθρωπος συμβουλεύει τόν πλησίον του καθώς γνωρίζει». Ἀνάλογα δηλαδή μέ τίς γνώσεις, πού ἔχει, δίνει καί τίς ἀντίστοιχες συμβουλές. «Ὁ Θεός πάλι ἐνεργεῖ σ᾿ αὐτόν πού ἀκούει ἀνάλογα μέ τήν πίστη του». Ὁ Θεός ἐνεργεῖ μέσα μας, ἀνάλογα μέ τό πῶς ἐμεῖς εἴμαστε ἀπέναντί του. Γιά παράδειγμα, κάνει κάποιο θαῦμα ὁ Χριστός, ὅταν Τόν πιστεύουμε. Ἐνεργεῖ στή ζωή μας, ὅταν ἐμεῖς Τόν ἐμπιστευτοῦμε. Θυμηθεῖτε ἐκεῖνον τόν πατέρα πού τό παιδί του ἦταν ἄρρωστο. Ὁ πατέρας αὐτός πῆγε στούς Ἀποστόλους τό παιδί του, γιά νά τό γιατρέψουν καί ἐκεῖνοι δέν τά κατάφεραν. Τότε ζήτησε ἀπό τόν Χριστό ἄν μπορεῖ νά κάνει κάτι Αὐτός καί ὁ Χριστός τοῦ ἀπάντησε «πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι» (Μαρκ. 9,23). Δηλαδή ἄν μπορεῖς ἐσύ νά πιστέψεις, τότε ὅλα εἶναι δυνατά γι’ αὐτόν πού πιστεύει. Τό πρόβλημα δέν εἶναι στό Θεό, ἀφοῦ ὡς Παντοδύναμος, μπορεῖ νά κάνει τά πάντα. Τό πρόβλημα εἶναι σέ σένα πού δέν τά δέχεσαι. Ὁ Θεός μπορεῖ ν’ ἀλλάξει τή ζωή μας πρός τό καλύτερο. Τό πρόβλημα εἶναι σ’ ἐμᾶς. Ὁ Θεός ἐνεργεῖ ἀνάλογα μέ τήν πίστη μας.
Ἄν δέν Τόν παρακαλέσουμε σωστά γιά κάτι, δέν θά τό κάνει. Δηλαδή ἄν δέν τηροῦμε αὐτά πού λέει, ἄν δέν Τόν ἐμπιστευόμαστε, ἄν δέν Τόν παίρνουμε ὁδηγό στή ζωή μας, τότε δέν θά μᾶς βοηθήσει. Ὁ Θεός δέν θέλει νά μᾶς δώσει κάποια δῶρα, νά τά πάρουμε καί μετά νά Τόν ξεχάσουμε, γιατί αὐτό θά εἶναι ἡ καταστροφή μας. Ἡ ζωή μᾶς δόθηκε γιά νά εἴμαστε συνέχεια μαζί Του. Ἀπό τή στιγμή πού ἐμεῖς δέν τό κάνουμε αὐτό, ἐμποδίζουμε τόν Θεό νά μᾶς δώσει ἔστω καί τά μικρά δῶρα πού Τοῦ ζητᾶμε. Αὐτό τό κάνει γιατί δέν θά μᾶς ὠφελήσουν. Ἀπεναντίας θά μᾶς κάνουν ἀκόμα πιό ὑπερήφανους. Ἔπειτα καλοπερνώντας ἐδῶ θά ξεχάσουμε τελείως τόν Θεό καί θά καταστραφοῦμε. Ἄρα ὁ Θεός δέν μᾶς τά δίνει γιά νά ἐπιμείνουμε ἀκόμα μέ προσευχή, νά ζητᾶμε συνέχεια. Μέσα ἀπ’ αὐτήν τή συνεχή ζήτηση, ὑπάρχει ζωή. Καί ἡ ζωή μας δέν εἶναι τά δῶρα, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ δωρεοδότης. Τό εἶπε ὁ Χριστός, ὅτι «ἐγώ εἰμι ἡ ζωή» (Ἰωαν. 14,6). Ἐμεῖς ὅμως κοιτᾶμε τά δῶρα, πῶς θά φᾶμε, πῶς θά ζήσουμε καλά.. Σκεφτόμαστε ‘νά φᾶμε γιά νά ζήσουμε’. Ὅμως καί χωρίς τό φαγητό μποροῦμε νά ζήσουμε, ἄν τό θέλει ὁ Θεός. Ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ζωή. Δέν εἶπε ὅτι αὐτά πού φτιάχνω, εἶναι ἡ ζωή. Ἐμεῖς λοιπόν μέ αὐτόν τόν τρόπο πού πᾶμε στόν Θεό κάνουμε τήν Ὀρθοδοξία θρησκεία.
Ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι θρησκεία, εἶναι ἡ ζωή μας, εἶναι τό πᾶν, εἶναι ἡ θεραπεία τῆς θρησκείας. Ἡ θρησκεία εἶναι ἀρρώστια καί οἱ θρησκευόμενοι εἶναι οἱ πιό ἄρρωστοι ἄνθρωποι, γιατί ἀκριβῶς πᾶνε στόν Θεό, γιά νά πάρουν κάτι καί νά φύγουν. Στίς θρησκεῖες αὐτό συμβαίνει. Στόν σιντοϊσμό, λόγου χάριν, ὁ παπάς ὁ σιντοϊστής σοῦ κάνει ‘ἁγιασμό’ γιά τό αὐτοκίνητο καί μένουν σ’ αὐτό. Κάτι ἀντίστοιχο κάνουμε κι ἐμεῖς δυστυχῶς οἱ Ὀρθόδοξοι. Πολλές φορές οἱ ἄνθρωποι πού ἐκκλησιάζονται ἔχουν αὐτό τό φρόνημα. Πηγαίνουν στήν ἐκκλησία γιά νά πᾶνε καλά οἱ δουλειές τους, νά παντρέψουν τά παιδιά τους, νά ἀποκτήσουν χρήματα κ.τ.λ. Ἀνάβουν καί λαμπάδες, παρακαλοῦν καί Γεροντάδες νά προσευχηθοῦν για να ἐκπληρωθοῦν οἱ ἐπιθυμίες τους. Αὐτό εἶναι θρησκεία. Ὁ Χριστός δέν μᾶς δίδαξε αὐτό. Εἶπε ὅτι θέλει μόνο Αὐτόν νά σκεφτόμαστε, Αὐτόν μόνο νά ζητᾶμε καί ὄχι τά δῶρα Του. Γι’ αὐτό τόν λόγο δέν μᾶς δίνει ὅλα ὅσα θέλουμε, γιά νά Τοῦ τά ζητήσουμε. Δέν μᾶς τά δίνει γιά νά καταλάβουμε ὅτι χτυπᾶμε λάθος πόρτες. Πρέπει νά χτυπήσουμε τήν πόρτα Ἐκείνου μόνο, νά ζητήσουμε Αὐτόν καί μόνο Αὐτόν, γιατί Αὐτός εἶναι ἡ ζωή μας.
– Γιατί τότε ὁ Κύριος ὑμῶν Ἰησούς Χριστός ἔκανε τά θαύματα;
– Ἐδῶ ὑπάρχει μιά λεπτομέρεια. Πρίν κάνει ὁ Χριστός τό θαῦμα ρωτοῦσε «πιστεύεις ὅτι μπορῶ νά τό κάνω τό θαῦμα;». Ἄν κάποιος ἀπαντοῦσε ὅτι πίστευει, τότε ἔκανε τό θαῦμα. Ἔχει τεράστια σημασία αὐτό. Ἄν δέν πίστευε, δέν ἔκανε τό θαῦμα. Ἐφόσον κάποιος πιστεύει, ὅλα εἶναι δυνατά.
Ἄκουσε νά προσεύχονται οἱ τυφλοί ἄνθρωποι νά τούς γιατρέψει καί φώναζαν «Ὑιέ Δαβίδ ἐλέησέ μας». Ὁ Χριστός τούς ρώτησε τότε «τί φωνάζετε;». Ἐκεῖνοι Τοῦ εἶπαν ὅτι φωνάζουν γιατί θέλουν νά τούς κάνει καλά. Ἡ ἑπόμενη ἐρώτηση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἄν πιστεύουν ὅτι μπορεῖ νά τούς θεραπεύσει. Τά Εὐαγγέλια εἶναι συνοπτικά, δέν μᾶς λένε ὅλες τίς λεπτομέρειες. Ὁ Χριστός ρωτοῦσε «μέ ἀποδέχεσθε ὅτι εἶμαι ὁ Ὑιός τοῦ Θεοῦ;». Τό ὅτι φώναζαν τόν Χριστό «Ὑιέ Δαβίδ», δηλαδή ἀπόγονο τοῦ Δαβίδ, εἶναι θεολογία. Ὅταν ὁμολογοῦσαν ὅτι Τόν ἀναγνώριζαν ὡς Ὑιό τοῦ Θεοῦ, σάν τόν ἀναμενόμενο Μεσσία, τότε τούς ἔκανε καλά.
Ὁ Χριστός βρίσκει τρόπους μέ τούς ὁποίους θά ἀποκαταστήσει τήν κοινωνία μας μαζί Του, πῶς θά θεραπευτεῖ ἡ ψυχή μας, γιατί τότε ζοῦμε πραγματικά. Ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς μας εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τῆς νοερᾶς ἐνέργειας τῆς ψυχῆς μας. Νά ἔχουμε αὐτήν τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τήν ἀδιάλειπτη κοινωνία μαζί Του. Νά ἀρχίσουμε ν’ ἀναπνέουμε. Νά παίρνει ἡ ψυχή μας περισσότερες ἀνάσες, ἀπ’ ὅσες παίρνει τό σῶμα μας. Νά ἔχουμε ζωή. Αὐτό θέλει ὁ Χριστός. Τό νά μᾶς ἐξασφαλίσει τό φαγητό μας, δέ σημαίνει τίποτα. Θά ζήσουμε πενήντα χρόνια καί μετά θά πεθάνουμε. Τό θέμα εἶναι νά μήν πεθάνουμε, ὅταν πεθάνουμε. Ἄν δέν τό κάνεις ἐδῶ, «ἐν τῷ Ἅδη οὐκ ἔστι μετάνοια». Αὐτό εἶναι βασικό δόγμα τῆς πίστης μας. Δέν μπορεῖς νά ἀλλάξεις στόν Ἅδη, ἄν δέν ἔχεις μάθει τή νοερά λειτουργία, οὐσιαστικά ν’ ἀναπνέεις. Τότε λέμε ὅτι χάσαμε τήν ψυχή μας.
Ἡ ζωή μας δέν εἶναι τά ἑβδομήντα χρόνια σ’ αὐτόν τόν κόσμο. Ὠστόσο τά ἑβδομήντα χρόνια ἐδῶ παίζουν καθοριστικό ρόλο γιά τή ζωή μας τήν αἰώνια. Τά χρόνια πού ζοῦμε ἐδῶ πρέπει νά τά χρησιμοποιήσουμε γιά νά μετανοήσουμε. Εἶναι ἀναγκαῖο νά δοῦμε τόν Θεό ἀπό ἐδῶ, νά ἔχουμε αὐτήν τή νοερά ἐνέργεια ἀποκατεστημένη μέσα μας. Τώρα μέσα μας ὑπάρχει σκοτάδι καί ὁ νοῦς, ἡ ψυχή μας δηλαδή δέν λειτουργεῖ σωστά. Εἶναι ὅλα μπερδεμένα μέσα μας καί ἔχουμε ἕνα σωρό λογισμούς. Ἡ φυσιολογική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά μήν ἔχει κανέναν λογισμό στήν καρδιά του. Οἱ λογισμοί νά μένουν στόν ἐγκέφαλο, στίς σκέψεις, στή διάνοια. Ὁ νοῦς, πού εἶναι τό κέντρο τῆς ψυχῆς μας, πρέπει νά εἶναι καθαρός. Ὁ μόνος λογισμός πού πρέπει νά ὑπάρχει ἐκεῖ εἶναι τοῦ Χριστοῦ, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με».
Πῶς θά ἐπιτευχθεῖ αὐτό; Ξεκινᾶς μέ αὐτήν τήν ἀδιάλειπτη ‘ἐπίθεση’. Συνεχῶς νά θυμᾶσαι τόν Θεό. Σιγά σιγά παίρνεις ‘ἀνάσες’ καί ἀποκαθίσταται αὐτή ἡ κοινωνία μέ τόν Χριστό. Αὐτή εἶναι ἡ ζωή μας. Ἄν δέν τό κάνει κάποιος σ’ αὐτήν τή ζωή, δέ θά μπορέσει νά μετανιώσει μετά στόν Ἅδη. Μετάνοια εἶναι ἀκριβῶς αὐτό: τό νά μεταθέσεις τόν νοῦ σου ἀπό ἐκεῖ πού δέν πρέπει νά εἶναι καί νά τόν βάλεις στήν καρδιά, ὅπου θά κοινωνεῖ μέ τόν Θεό. Ἐμᾶς ὁ νοῦς μας τώρα εἶναι σκορπισμένος σέ βιοτικές μέριμνες. Ὁλα αὐτά εἶναι τό σκοτάδι τοῦ νοῦ καί δέν λειτουργεῖ σωστά ἡ ψυχή μας. Αὐτή εἶναι ἡ ἀρρώστια μας.
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά καταλάβει τό πόσο κρίσιμος εἶναι ὁ ἀγῶνας πού θά κάνει σ’ αὐτήν τή ζωή. Πρέπει νά διορθωθεῖ καί νά καταφέρει νά βασιλέψει ὁ Χριστός μέσα του. Ἡ περίοδος τῆς θεραπείας εἶναι σ’ αὐτήν τή ζωή.
– Σέ ὅλες τίς λειτουργίες καί τίς παρακλήσεις ἀναφέρεται ἡ προσευχή γιά μετάνοια σ’ αὐτήν τή ζωή..
– Εἶναι πλάνη αὐτό πού λέγεται ὁτι ἡ Ἐκκλησία ἀσχολεῑται μέ τήν μετά θάνατον ζωή. Ἡ Ἐκκλησία ἀσχολεῖται μέ αὐτήν τή ζωή. Εἶναι ἐνδοκοσμική καί σκοπεύει στό νά θεραπεύσει τόν ἄνθρωπο σ’ αὐτήν τή ζωή. Στήν ἄλλη ζωή θά εἶσαι ὅπως θά εἶσαι τήν τελευταία στιγμή ἐδῶ. Ἔτσι θά εἶσαι καί στήν αἰωνιότητα. Ἄν μέχρι τήν τελευταία στιγμή τῆς ζωῆς σου δέν ἔχεις καταφέρει νά εἶσαι ὑγιής, τότε καί στήν αἰώνια ζωή θά εἶσαι αἰώνια ἄρρωστος, γιατί στόν Ἄδη δέν ὑπάρχει μετάνοια. Ἡ Ἐκκλησία στοχεύει νά μᾶς θεραπεύσει σ’ αὐτήν τή ζωή. Νά μᾶς μάθει νά ζητᾶμε παντού καί σέ ὅλα τόν Χριστό, νά ζοῦμε γιά τόν Χριστό καί ἀπό τόν Χριστό.
Ἐπιβάλλεται νά ζητᾶμε τά καλά. Ποιά εἶναι ὅμως τά καλά; Τά καλά εἶναι ὁ Θεός. Ἡ ὑγεία εἶναι πάλι ὁ Θεός. Ὁλα εἶναι ὁ Θεός. Ἐμεῖς αὐτονομοῦμε τά καλά, τά ξεχωρίζουμε ἀπό τόν Θεό καί ζητᾶμε τά δῶρα. Αὐτό εἶναι θρησκεία, εἶναι εἰδωλολατρία. Λατρεύουμε τά εἴδωλα, τά κτίσματα, ἀντί τόν Κτίστη. Ὅλα εἶναι ὁ Θεός καί μᾶς καθησυχάζει λέγοντάς μας πώς θά μᾶς τά δώσει ὅλα, ἀρκεῖ νά Τόν ζητᾶμε. Ἐμεῖς ἀφήνουμε στήν ἄκρη τόν Θεό καί ζητᾶμε τά ὑπόλοιπα. Εὐτυχῶς ὅμως ὁ Θεός δέν μᾶς τά δίνει γιατί ἔτσι δέν θεραπευόμαστε. Γιατί ἡ θεραπεία εἶναι μόνο ὁ Θεός.
– Ὁ ὅρος ‘θρησκεία’ γιατί εἶναι θετικός ὅταν ἀναφέρεται στήν Καινή Διαθήκη;
– Ἐκεῖ ἔχει ἄλλη ἔννοια. Ἐνῶ ὁ τρόπος ζωῆς τῶν ἀνθρώπων φανερώνει αὐτή τήν λανθασμένη ἔννοια τῆς θρησκείας πού ἀναφέραμε προηγουμένως. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι θρησκεία. Εἶναι βίωμα, εἶναι ἡ φανέρωση, ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς.
– ……….. (ἐρώτηση)
– Ἡ διαφορά μέ τ’ ἄλλα θρησκεύματα εἶναι ὅτι, ἄν ἔχουν κοινωνία καί ἐμπειρίες, αὐτές τίς ἔχουν ἀπό τόν δαίμονα, ἀφοῦ τά εἴδωλα τῶν ἐθνῶν εἶναι δαιμόνια. Ἀκόμα κι ἄν ἰσχυρίζονται ὅτι κοινωνοῦν μέ τόν Θεό, δέν εἶναι ἀλήθεια. Οὔτε οἱ μονοθεϊστικές θρησκεῖες δέν κοινωνοῦν μέ τόν Θεό, γιατί δέν ἔχουν δρόμο νά πᾶνε στόν Θεό, ἀφοῦ μόνο ὁ Χριστός εἶναι ὁ δρόμος. «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός»( Ἰωαν. 14,6), πρός τόν Πατέρα, εἶπε ὁ Κύριος. Τόν Χριστό ὅμως Τόν ἀρνήθηκαν καί οἱ μουσουλμάνοι καί οἱ Ἑβραίοι.
Τά θρησκεύματα καί ἡ θρησκεία τί εἶναι; Εἶναι ἕνας τρόπος ὄχι νά κοινωνήσεις μέ τόν Θεό, ἀλλά νά πάρεις τά δῶρα Του. Ἔτσι πηγαίνουν σέ μάγους καί κάνουν ἐπικλήσεις γιά νά τούς δοθοῦν ὅσα θέλουν (π.χ. νά πάει καλά ἡ φετινή σοδειά). Δυστυχῶς αὐτό τό πνεῦμα περνάει καί στούς Ὀρθόδοξους. Πολλοί, γιά παράδειγμα, νομίζουν ὅτι, ἄν γράψουν τά ὀνόματα χωρίς νά δώσουν χρήματα, δέν θά πιάσουν οἱ προσευχές. Πιστεύουν ὅτι ὅσο πιό πολλά δώσεις στόν Θεό, τότε εἶναι ὑποχρεωμένος νά σοῦ δώσει ὅ,τι Τοῦ ζητᾶς. Ἔτσι ὅμως κάνουμε τήν Ὀρθοδοξία, θρησκεία. Ὁ Θεός δέ θέλει τά χρήματά μας, ἀλλά ἐμᾶς τους ἴδιους.
– Μήπως εἶναι ὁ ἐγωισμός καί ἡ πλεονεξία πού φταίει στόν σύγχρονο κόσμο;
– Αὐτό εἶναι, ὁ ἐγωισμός. Ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Ὁ ἄνθρωπος δέν θέλει νά πάει στόν Θεό, γιατί δέν θέλει νά ταπεινωθεῖ, νά κάνει ὑπακοή, δέν θέλει νά βασιλέψει ὁ Θεός μέσα του. Θέλει νά εἶναι κυρίαρχος ὁ ἴδιος. Εἶναι αὐτή ἡ ἀπάτη τοῦ διαβόλου πού εἶχε ὑποβάλει καί στούς πρωτόπλαστους, νά μποῦν στή θέση τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτήν τήν πλάνη πέφτουμε κι ἐμεῖς. Στούς πρωτόπλαστους ἔβαλε τή σκέψη ὅτι ὁ Θεός εἶναι πονηρός καί γι’ αὐτό δέν ἀφήνει νά φᾶνε ἀπό τό δέντρο. Τούς ἔπεισε ὅτι ἄν φᾶνε θά μποῦν στή θέση τοῦ Θεοῦ. Συκοφάντησε τόν Θεό καί ἐκεῖνοι ἔπεσαν στήν παγίδα. Ἔτσι καί σήμερα ὁ πονηρός μᾶς βάζει λογισμούς γιά τούς ἱερεῖς ὅτι εἶναι πονηροί καί πώς ὅ,τι μᾶς λένε, τό κάνουν γιά νά μᾶς πάρουν τά λεφτά. Εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἴδια ’ἔκδοση’ τοῦ πονηροῦ. Μᾶς πλανᾶ λέγοντάς μας νά κάνουμε ὅ,τι καί οἱ πολλοί, νά κρατήσουμε καί κάτι στήν ἄκρη… Ὁπότε μᾶς ὁδηγεῖ στό νά πιστέψουμε ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε οἱ κύριοι, ὄχι ὁ Θεός καί συνεπῶς ἐμεῖς πρέπει νά πάρουμε στά χέρια μας τή ζωή μας, χωρίς ν’ ἀκοῦμε τί λένε οἱ παπάδες καί ἡ Ἐκκλησία. Αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ βλασφημία, ἡ ὑπερηφάνειά μας. Δέν δεχόμαστε τόν Κύριο καί Θεό μας ὡς κύριο νά βασιλεύει στή ζωή μας. Ἔτσι αὐτονομούμαστε καί φεύγουμε ἀπό τόν Θεό.
Ἀντίθετα ὁ ἁπλός, ὁ ταπεινός ἄνθρωπος σκέφτεται σάν ἕνα παιδάκι και κάνει ὑπακοή στόν πνευματικό του. Μπορεῖ ἀκόμα νά εἶναι καί ἀγράμματος καί νά ἔχει νοερά προσευχή, ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καί νά νιώθει ὅτι δεν εἶναι τίποτα. Αὐτός μπορεῖ νά φτάσει στό σημεῖο νά κάνει θαύματα, ἐνῶ οἱ ἄλλοι οἱ μορφωμένοι, νά μήν κάνουν τίποτα.
– ……….. (ἐρώτηση)
– Τουλάχιστον νά ἀναγνωρίζουμε τήν ὁλιγοπιστία μας καί νά ζητᾶμε ἀπό τόν Κύριο βοήθεια.
Πρέπει κάθε στιγμή ν’ ἀνανεώνουμε τήν πίστη μας. Πρέπει νά ἐπιβεβαιώνουμε τή θέλησή μας νά βασιλέψει ὁ Θεός στή ζωή μας. Κάθε στιγμή ὑπάρχει ἡ ἀντίρροπη δύναμη τοῦ πονηροῦ, τοῦ κόσμου, τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου πού μᾶς ἀπειλεῖ, ὅτι θά μᾶς πάρει πίσω. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός μᾶς μίλησε γιά ἐγρήγορση καί προσευχή, ὄχι μόνο γιά προσευχή. Μπορεῖ νά προσεύχεσαι καί νά τό κάνεις μηχανικά. Τότε δέν κάνεις τίποτα. Πρέπει νά καταλαβαίνεις τί λές καί νά τό λές μέ ἀγάπη, νά κάνεις καρδιακή προσευχή, νά τό λές μέ πόνο, νά τό νιώθεις, νά τό λές μέ λαχτάρα, ἁπλά, άλλά παρακλητικά, ἀπό τήν καρδιά σου.
– Εἶναι κακό ἄν λέμε ἄλλες προσευχές καί ὄχι τήν προσευχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»;
– Ὄχι δέν εἶναι κακό. Ἁπλῶς οἱ Πατέρες μᾶς δίδαξαν αὐτήν τήν προσευχή πού τά περικλείει ὅλα. Ὅμως δέν ἀποκλείονται καί οἱ ἄλλες προσευχές. Ἡ Ἐκκλησία μας τίς χρησιμοποιεῖ. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔλεγε τήν προσευχή «φώτισόν μου τό σκότος». Ὁ καθένας ἄς λέει ὅποια προσευχή τόν ἐξυπηρετεῖ καί τόν βοηθάει. Καλό θά εἶναι πάντως νά μήν ἀλλάζουμε. Νά ἔχουμε μιά σταθερή προσευχή μέσα μας καί νά βιάζουμε τόν ἑαυτό μας, νά ἐλέγχουμε κάθε στιγμή τόν νοῦ καί τήν καρδιά μας, ἄν εἶναι στόν Χριστό. Αὐτό κανείς πρέπει νά τό μαθαίνει καί στά παιδιά του. Ἡ ἀγωγή ἔτσι γίνεται. Τό πιό σπουδαῖο πράγμα πού πρέπει νά μάθει ὁ ἄνθρωπος, πού τόν θεραπεύει, εἶναι νά μάθει νά κινεῖται πρός τόν Θεό. Αὐτό εἶναι πού θεραπεύει τήν ψυχή μας. Οἱ ἄνθρωποι πού παθαίνουν κατάθλιψη εἶναι λόγω τοῦ ὅτι ἡ ψυχή τους ἔχει τελματώσει, ἀφοῦ δέν κινοῦνται πρός τόν Θεό. Ἄν ὁ ἄνθρωπος λίγο κινηθεῖ στόν Θεό, θά ἀναπνεύσει ἀμέσως καί θά αἰσθανθεῖ ὑγιής.
Κάποιος πού εἶχε κατάθλιψη βρισκόταν κοντά στόν Ἅγιο Πορφύριο καί τοῦ ζήτησε νά φύγει ἀπό τό μοναστήρι. Τότε ὁ Ἅγιος τοῦ ἔδωσε νά διαβάσει λίγο ἀπό τό Ψαλτήρι καί κατευθείαν ἄλλαξε γνώμη κι ἔμεινε.
Τό Ψαλτήρι εἶναι φάρμακο γιά τήν κατάθλιψη, τό ἴδιο καί ἡ βυζαντινή μουσική. Οἱ ψυχολόγοι καί οἱ ψυχίατροι ὅμως δέν τό ξέρουν αὐτό. Ἄν ἦταν ἔντιμοι ἐπιστήμονες, θά ἔπρεπε τουλάχιστον νά εἶχαν διαβάσει αὐτά τά ἀσκητικά κείμενα, γιατί ὁ ἐπιστήμονας ὑποτίθεται ὅτι πρέπει νά ἔχει μελετήσει ὅλη τήν προηγούμενη βιβλιογραφία. Ὅλα αὐτά τά κείμενα τά νηπτικά, τά ἀσκητικά (ὁ Εὐεργετινός -πού διαβάζουμε τώρα- ἡ Φιλοκαλία, ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος..) εἶναι στήν κυριολεξία φάρμακα γιά τήν ψυχή.
Τί θά δώσεις στήν ψυχή χάπια; Ἀφοῦ ἡ ψυχή εἶναι ἄυλη, εἶναι πνεῦμα, εἶναι λόγος. Θά δώσεις πνευματικό λόγο. Τήν ψυχή τήν θεραπεύουν κατεξοχήν ἡ νοερά προσευχή καί τό Ψαλτήρι. Οἱ Πατέρες ἔκαναν νοερά προσευχή μέ τό Ψαλτήρι, ὄχι μέ τήν εὐχή. Τό ἤξεραν ἀπ΄ ἔξω τό Ψαλτήρι. Αὐτή ἦταν ἡ φυσιολογική λειτουργία τῆς ψυχῆς. Ὅλα αὐτά τά ἔχουμε χάσει σήμερα, γι’ αὐτό καταλήγουμε σ’ ὅλες αὐτές τίς φοβίες καί τίς καταθλίψεις καί τίς ἀνασφάλειες. Βλέπεις τούς ἀνθρώπους μετά τά 30-35 νά ἔχουν κι ἕνα σακουλάκι ψυχοφάρμακα μαζί τους..
– Σέ μιά ὁμιλία ἄκουσα ψυχιάτρους καί ψυχολόγους νά ἐπιβεβαιώνουν ὅτι τήν κατάθλιψη τήν καλυτερεύει ἡ πίστη στὀν Θεό. Ὅμως ἀναφέρονταν σέ ὅλες τίς θρησκεῖες.
– Ἐμεῖς λέμε ὅτι αὐτό δέν ἰσχύει. Ἄν αὐτοί ἰσχυρίζονται κάτι τέτοιο πρέπει νά προσκομίσουν καί ἀποδείξεις. Ἐμεῖς εἴπαμε τί ἰσχύει γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τίς ἄλλες θρησκεῖες. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει θεραπεία μέ τόν διάβολο. Αὐτοί ἄς λένε ὅτι θέλουνε. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι γνωρίζουμε τήν ἀλήθεια. Ὁ διάβολος μπορεῖ νά κάνει καί ψευτοθεραπεῖες. Στήν πραγματικότητα δέν θέλει ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι ὑγιής σωματικά και πνευματικά. Ἔτσι φροντίζει νά τόν ἀνακουφίζει λίγο ἀπό αὐτές τίς φοβίες -πού ὁ ἴδιος εἶχε προκαλέσει- γιά νά νομίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι θεραπεύτηκε. Αὐτό ὅλο ὅμως εἶναι μιά ἀπάτη. Κάνει τέτοια τερτίπια ὁ διάβολος προκειμένου νά περάσει τό μήνυμα τῆς νέας ἐποχῆς.
Ἡ νέα ἐποχή αὐτό προωθεῖ: ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες πιστεύουν στόν ἴδιο Θεό καί δέν πειράζει ἄν προσευχόμαστε ἄλλοι στόν Βούδα, ἄλλοι στόν Μωάμεθ, ἄλλοι στόν Χριστό, ἀφοῦ εἶναι ὁ ἴδιος Θεός μέ διαφορετικά ὀνόματα. Πίσω ἀπό αὐτά κρύβεται ὁ διάβολος.
Εἶναι ψέμα ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες καταπολεμοῦν τήν κατάθλιψη. Ἄν εἶναι δυνατόν ὁ διάβολος νά πολεμήσει τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Μήν ξεχνᾶτε ὅτι ἡ κατάθλιψη καί τό ἄγχος εἶναι ἀπό τόν διάβολο. Αὐτό τό κάνει φαινομενικά γιά νά ἐμπεδώσουμε αὐτό τό μήνυμα ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι τό ἴδιο.
Αὐτό γίνεται γιά παράδειγμα καί στήν ὁμοιοπαθητική. Πηγαίνει κάποιος καί γίνεται καλά, ὅμως αὐτό εἶναι φαινομενικό. Δέν θεραπεύεται πραγματικά. Φαινομενικά στήν ἀρχή γίνεσαι καλά, ἀφοῦ τραβιέται λίγο τό πονηρό πνεῦμα, ὅμως μετά ἀπό κάποια χρόνια γίνεται χειρότερη ἡ κατάσταση. Συνήθως σέ τέτοια ψυχοσωματικά νοσήματα γίνονται καλά, ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀπογοητευτεῖ ἀπό τήν ἰατρική καί ἀπευθύνονται στήν ὁμοιοπαθητική ἔχοντας στόν νοῦ τους ὅτι εἶναι φάρμακα ἀπό τή φύση. Ὅμως αὐτό εἶναι μιά κοροϊδία. Τά ὁμοιοπαθητικά φάρμακα εἶναι ἤ ἕνα νεράκι σκέτο μέ μιά τεράστια ἀραίωση ἤ εἶναι διαβασμένα ἀπό μάγους. Εἶναι σάν νά παίρνεις δαιμονικό ‘ἁγιασμό’, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος. Δαιμονίζεσαι καί μετά νιώθεις γιά λίγο καλά, ἐπειδή ἀποτραβιέται τό δαιμονικό πνεῦμα καί πιστεύεις σ’ αὐτή τή δαιμονική ἐνέργεια.
Αὐτό ὄντως ἴσως τό ὑιοθετοῦν Γέροντες, ἱερεῖς καί Πατριάρχες! Δέν ἔχει σημασία τί κάνουν μεμονωμένα ἄτομα, ἀλλά τί λέει ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία ὡς σύνολο καί τί λένε οἱ φωτισμένοι ἅγιοι καί Γέροντες, ὅπως ὁ Ἅγιος Παΐσιος καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος. Εἶχε πάει στόν Ἅγιο Παΐσιο ἕνας πατέρας γιά ἕνα πρόβλημα τῆς κόρης του καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος τοῦ εἶπε νά μήν πάρει ἡ κόρη του αὐτά τά ὁμοιοπαθητικά φάρμακα, γιατί πρῶτον ἦταν ἁπλό νερό καί γιατί ἦταν διαβασμένο ἀπό μάγους στήν Ὁλλανδία.
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἔλεγε ξεκάθαρα ν’ ἀκολουθοῦμε μόνο τήν κλασική ἰατρική. Ὅλα αὐτά ἐντάσσονται στό κίνημα αὐτό πού λέγεται ‘νέα ἐποχή’. Ἡ νέα ἐποχή ξεκινᾶ ἀπό τούς γκουρού τῆς Ἰνδίας. Ἕνας μεγάλος γκουρού στά 1920 εἶχε γυρίσει στήν Ἰνδία ἀπό ἕνα ταξίδι καί εἶχε πεῖ στούς ὀπαδούς του νά κυριεύσουν ὅλον τόν κόσμο μέ τήν πνευματικότητά τους. Αὐτό ὅλο εἶναι ἕνα σχέδιο. Ἔχουμε γεμίσει καί στήν πατρίδα μας μέ τέτοιες ἀνατολικές αἱρέσεις.
Πίσω ἀπό τίς πολεμικές τέχνες πάλι αὐτοί κρύβονται. Στήν λέξη taekwondo τό ‘do’ σημαίνει δρόμος. Δρόμος γιά ποῦ; Αὐτές οἱ ἐπικλήσεις, οἱ κραυγές, πού ἔχουν καί τά προσκυνήματα πού κάνουν, εἶναι οὐσιαστικά προσκυνήματα στόν γκουρού. Εἶναι θρησκευτικές πρακτικές ὅλα αὐτά πού κάνουν στίς πολεμικές τέχνες.
Οἱ θεραπεῖες, ὅπως ἡ ἀρωματοθεραπεία, ἡ ρεφλεξολογία, ἰριδολογία, ὁ βελονισμός καί ἄλλες, εἶναι θρησκευτικές πρακτικές πού ἔχουν μπεῖ στή Δύση καί σ’ ὅλον τόν κόσμο δῆθεν μέ ἐπιστημονικό ‘ἔνδυμα’ καί ἐπιστημονική κάλυψη καί προωθοῦν οὐσιαστικά τίς ἀνατολικές θρησκεῖες. Σκέφτεται κάποιος ὅτι θά μάθει τό παιδί του καράτε γιά νά μάθει νά κάνει αὐτοάμυνα. Δέν ξέρει ὅμως ὅτι τό εἰσάγει ἔτσι στόν ἀνατολικό μυστικισμό καί στίς ἀνατολικές θρησκεῖες. Μέσα σ’ αὐτό τό κίνημα συμπεριλαμβάνονται καί ἡ ὁμοιοπαθητική καί ὅλες οἱ ἐναλλακτικές θεραπεῖες.
– Ὅλες αὐτές οἱ πρακτικές προέρχονται ἀπό τήν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου ν’ ἀμυνθεῖ μόνος του. Ἡ Ὀρθοδοξία ὅμως διδάσκει πώς ὅποιος θέλει νά εἶναι ἐλεύθερος ἀπό τά σαρκικά πράγματα πρέπει νά λέει στόν Θεό νά γίνει τό θέλημά Του.
– Ἡ θρησκεία εἶναι ἡ προσπάθεια πού κάνει ὁ ἄνθρωπος ν’ ἀνέβει στὀν Θεό. Ὅμως αὐτό δέν μπορεῖ νά τό κάνει ὁ ἀνθρωπος γιατί εἶναι κτίσμα. Τό κτίσμα – τό κτιστό δέν μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μέ τό ἄκτιστο, τό δημιούργημα μέ τόν Δημιουργό. Ἡ Ὀρθοδοξία διδάσκει τό ἀντίθετο. Διδάσκει ὅτι ὁ Θεός ἔρχεται καί ἑνώνεται μέ τόν ἄνθρωπο. Αὐτό εἶναι ἐφικτό, ἀφοῦ ὁ Θεός, ὡς ἄκτιστος, παίρνει τή μορφή τοῦ κτιστοῦ, μέσω τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ὁ δρόμος καί ἑνώνεται μέ τόν ἄνθρωπο. Ἕνας εἶναι ὁ δρόμος, μοναδικός καί ὄχι πολλοί. Δέν ἰσχύει ὅτι ὅλοι οἱ δρόμοι πᾶνε στόν Θεό, άφοῦ εἶναι ἀδύνατον ὁ ἄνθρωπος νά πάει στόν Θεό, γιατί εἶναι δημιούργημά Του, εἶναι κτιστό. Ἄν ἀρνηθεῖς τόν Χριστό, δέν μπορεῖς νά ἑνωθεῖς μέ τόν Θεό.
– ……….. (ἐρώτηση)
– Δέν πρέπει νά πιστέψουμε τούς ὁμοιοπαθητικούς. Ὑπάρχουν πολλοί λόγοι. Πρῶτον, ὁ ἴδιος ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ ΕΟΦ δήλωσε ἐπίσημα ὅτι τά φάρμακα τά ὁμοιοπαθητικά εἶναι σκέτο νερό, γιατί οἱ ἀραιώσεις εἶναι τεράστιες. Εἶναι χτυπημένο νερό, ἄρα δέν μπορεῖ νά γίνει φάρμακο. Ὅλο αὐτό εἶναι μιά φιλοσοφία.
– ……….. (ἐρώτηση)
– Στόν βελονισμό χτυπᾶνε καί νεκρώνουν τά νεῦρα, γι’ αὐτό δέν πονᾶνε οἱ ἄνθρωποι.
Τό κάπνισμα εἶναι δουλεία σ’ ἕνα πονηρό πνεῦμα. Οἱ ἴδιοι οἱ δαιμονισμένοι -πού ἀπό μέσα τους μιλάει ὁ διάβολος- ὁμολογοῦν ὅτι τό κάπνισμα εἶναι τό λιβάνι (τοῦ διαβόλου). Ἄν εἶσαι δοῦλος σέ μιά οὐσία, εἶσαι δοῦλος τοῦ πονηροῦ πνεύματος, μέ τήν ἔννοια τῆς δαιμονικῆς ἐπήρειας.
– ……….. (ἐρώτηση)
– Στήν Ἰατρική ὑπάρχει τό φαινόμενο τοῦ ‘placebo’. Αὐτό τί εἶναι; Παίρνουν ἕνα φάρμακο, πού οὐσιαστικά δέν εἶναι φάρμακο, ἀλλά ψωμάκι. Τό δίνουν αὐτό σέ ἑκατό ἀνθρώπους, πού ἔχουν ἕναν πόνο, χωρίς νά τούς ποῦν ὅτι αὐτό εἶναι ψωμί καί ὄχι φάρμακο. Ἀπό αὐτούς τό 30% θά γίνει καλά, θά τούς περάσει ὁ πόνος. Αὐτό γίνεται καί σ’ αὐτές τίς θεραπεῖες.
Αὐτοί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, πού ἔφτιαξαν τίς θεραπεῖες, ὅπως ὁ Xάνεμαν, πού εἰσήγαγε τήν ὁμοιοπαθητική, δέν ἔχουν ἐρείσματα, δέν εἶναι σχετικοί, εἶναι αὐτοδίδακτοι, καμία ἰατρική σχολή δέν τούς ἀναγνωρίζει.
Ὁ ἀββᾶς Μᾶρκος λέει: «ὁ ἄνθρωπος πού μακροθυμεῖ ἔχει πολλή φρόνηση. Τό ἴδιο κι ἐκεῖνος πού τεντώνει τό αὐτί του γιά ν’ ἀκούει λόγους πνευματικῆς σοφίας. Μήν ἀρνεῖσαι νά μαθαίνεις κι ἄς τυχαίνει νά ξέρεις πάρα πολλά. Γιατί αὐτό πού μπορεῖ νά οἰκονομήσει ὁ Θεός εἶναι πολύ πιό ὠφέλιμο ἀπό τή δική μας φρόνηση. Αὐτός πού θέλει νά σηκώσει τόν σταυρό του καί ν’ ἀκολουθήσει τόν Χριστό, πρέπει πρῶτα πρῶτα νά ἐπιδιώξει τήν ἀληθινή γνώση καί μάθηση, ἐξετάζοντας ἀκατάπαυστα τούς λογισμούς του καί μεριμνώντας συνεχῶς γιά τήν σωτηρία του και ρωτώντας τούς δούλους τοῦ Θεοῦ, πού ἔχουν τό ἴδιο φρόνημα καί ἀγωνίζονται τόν ἴδιο ἀγῶνα μ’ αὐτόν, ἔτσι ὥστε νά μήν ἀγνοεῖ ποῦ καί πῶς βαδίζει καί νά μήν προχωράει μέσα στό σκοτάδι χωρίς λύχνο νά τοῦ φέγγει. Ἐκεῖνος πού βαδίζει ἰδιόρρυθμα, χωρίς εὐαγγελική γνώση, χωρίς διάκριση καί χωρίς τήν καθοδήγηση κάποιου, σκοντάφτει συχνά καί πέφτει σέ πολλούς λάκκους καί παγίδες τοῦ πονηροῦ. Ἔτσι πλανιέται, κοπιάζει πολύ, μπαίνει σέ πολλούς κινδύνους καί δέν γνωρίζει τί τέλος θά ἔχει. Γιατί δέν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι, πού πέρασαν ἀπό πολλούς κόπους καί ἀσκήσεις καί κακοπάθειες καί πού ὑπέφεραν πολλούς μόχθους γιά τόν Θεό, ἀλλά ἡ ἰδιορρυθμία, ἡ ἀδιακρισία καί ἡ ἔλλειψη πνευματικῆς βοήθειας ἀπό τόν πλησίον ἔκαναν τούς τόσους καί τόσους κόπους τους ἀνίσχυρους καί μάταιους. Γι’ αὐτό ἄν εἶναι δυνατόν, πρέπει κανείς νά φροντίζει καί ν΄ ἀγωνίζεται νά εἶναι συνεχῶς μαζί μέ ἄνθρώπους πού ἔχουν πνευματική γνώση, μέ σκοπό, ἄν ὁ ἴδιος δέν ἔχει φωτισμό ἀληθινῆς γνώσεως, βαδίζοντας μαζί μ΄ ἐκεῖνον πού ἔχει, νά μήν περπατάει στό σκοτάδι, νά μήν κινδυνεύει ἀπό βρόχια καί παγίδες καί νά μήν πέφτει πάνω στά νοητά θηρία, πού ζοῦν στό σκοτάδι καί πού ἀρπάζουν καί ἀφανίζουν ὅσους περπατοῦν μέσα σ΄ αὐτό χωρίς τόν νοητό λύχνο τοῦ θείου λόγου».
Διαπιστώνουμε πόσο τεράστια σημασία ἔχει ἕνας πνευματικός ὁδηγός, πού πρέπει νά ἔχει κανείς καί νά τόν συμβουλεύεται ρωτώντας τον ἄν εἶναι δυνατόν γιά ὅλα. Λέει κάπου, ὁ ἀββᾶς Βαρσανούφιος, «πάντα μετά ἐρωτήσεως ποίει». Ὅλα εἶναι πνευματικά καί ἔχουν σχέση μέ τήν πνευματική μας ζωή. Ἀκόμα καί μιά βόλτα μπορεῖ νά ἔχει συνέπειες, εἴτε θετικές, εἴτε ἀρνητικές, στήν πνευματική σου πορεία. Μ’ αὐτόν τον τρόπο βρίσκει κάποιος τόν Θεό, μέσα ἀπό ἕναν συναμαρτωλό, σύνδουλο πνευματικό ἄνθρωπο. Ὅσες φορές ὑποφέρουμε, ἡ αἰτία εἶναι γιατί δεν συμβουλευτήκαμε τόν πνευματικό ὁδηγό μας. Εἶναι σάν κάποιον πού θέλει νά περάσει μέσα ἀπό τή ζούγκλα. Ἄν δέν ἀκολουθήσει ἕναν ὁδηγό, πού νά ξέρει τόν δρόμο τῆς ζούγκλας καί πάει μόνος του, θά τόν φᾶνε τά θηρία. Ὑπάρχουν πολλά θηρία, εἶναι οἱ πονηροί δαίμονες, ὁ κόσμος, τό κοσμικό πνεῦμα, τά πάθη πού κουβαλᾶμε μέσα μας. Κάθε στιγμή κανείς σχοινοβατεῖ, προσπαθεῖ νά κρατήσει ἰσορροπία. Ἔτσι εἶναι ἡ πνευματική ζωή. Ἀνά πάσα στιγμή κινδυνεύεις νά πέσεις. Χρειάζεται ἡ βοήθεια τοῦ πνευματικοῦ ὁδηγοῦ. Γι’ αὐτό πρέπει νά εἶσαι ἔτοιμος νά τεντώνεις τό αὐτί σου γιά ν’ ἀκοῦς λόγους πνευματικῆς σοφίας. Ἔτσι θά γλυτώνει ὁ ἄνθρωπος ἀπό πολλές ταλαιπωρίες καί σ’ αὐτήν τή ζωή, ἀλλά κυρίως στήν αἰώνια.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐνδοκοσμική, ὄχι μελλοντολογική ἤ ἐσχατολογική. Ἐνδιαφέρεται γι’ αὐτήν τή ζωή. Πρέπει νά ζοῦμε τόν Χριστό ἐδῶ καί τώρα, ὄχι στήν ἄλλη ζωή. Πολλοί ἄνθρωποι ἔχουν αὐτήν τήν πλάνη μέσα τους καί περιμένουν νά πεθάνουν γιά νά ζήσουν μιά καλή ζωή. Ζοῦμε ἐδῶ, γιατί εἴμαστε σ’ αὐτήν τήν πορεία τῆς θεραπείας, τῆς κάθαρσης καί τοῦ φωτισμοῦ. Τό ἄλλο λάθος πού κάνουμε εἶναι τό ὅτι πᾶμε στόν Θεό γιά νά πάρουμε μόνο τά δώρα Του, ὥστε νά περάσουμε καλά σ’ αὐτήν τή ζωή μόνο. Καί τά δύο εἶναι λάθος. Εἴμαστε ἐδῶ γιά νά ἐτοιμαστοῦμε γιά τήν αἰώνια ζωή, ἀλλά καί γιά νά ζήσουμε ἀπό ’δῶ τήν αἰώνια ζωή. Ἡ ζωή εἶναι μία, ἑνιαία καί ἄν δέν μπεῖς ἀπό τώρα στή Βασιλεία, οὔτε στήν ἄλλη ζωή θά μπεῖς.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
http://hristospanagia3.blogspot.gr/