Ήταν ένας μοναχός και είχε πέσει εις αμέλεια πολλή, τόσον ώστε και τον κανόνα του άφησε και εστρέφετο προς τον κόσμο.
Επήγε εις την πατρίδα του Κεφαλληνία, όπου ως γνωστόν προστρέχουν οι δαιμονιζόμενοι χάριν θεραπείας εις τον Άγιο Γεράσιμο.
Και λοιπόν, πηγαίνοντας και αυτός να προσκυνήσει τον Άγιον, αφού ευρέθη εις την πατρίδα του, τον συναντά μια δαιμονισμένη εις τον δρόμο και του λέγει:
-Ξέρεις τι κρατάς στο χέρι σου; Αχ, να ήξερες ταλαίπωρε, τι κρατάς στο χέρι σου! Να ήξερες πόσον με καίει εμένα αυτό το κομποσχοίνι σου. Και συ το κρατάς έτσι από συνήθεια, για τον τύπο!
Εμβρόντητος έμεινε ο μοναχός Από Θεού ήτο να ομιλήση έτσι το δαιμόνιο. Συνήλθε. Τον εφώτισε ο Θεός και λέγει εις τον εαυτό του:
-Για ιδές τι κάνω ο ανόητος! Κρατώ στο χέρι μου το δυνατώτερο όπλο και δεν ημπορώ να χτυπήσω ένα διάβολο. Και όχι μόνο να τον κτυπήσω δεν ημπορώ, αλλά με σύρει και αιχμάλωτο όπου θέλει. Ήμαρτον Θεέ μου!

Και την ιδίαν εκείνη στιγμή αναχωρεί μετανοημένος δια το Μοναστήρι του…
Και ερχόμενος έβαλε πάλιν καλή αρχή. Και τόσον επρόκοψε εις την ευχή και την άλλη μοναχική πολιτεία, όπου έγινε υπόδειγμα ωφέλειας εις πολλούς.
Τον επρόλαβε και η ταπεινότης μου αυτόν τον Γέροντα. Δεν άκουες από το στόμα του άλλο, παρά το : Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με! Ακατάπαυστα.
Του έλεγες κάτι, σου έλεγε δύο λέξεις και η γλώσσα του εγύριζε ευθύς εις την ευχή. Τόσον την είχε συνηθίσει. Τόσον τον είχε αλλοιώσει.
Και να σκεφθή κανείς ότι την αξία της ευχής και του κομποσχοινιού του την απεκάλυψε, χωρίς βέβαια να θέλη, ο δίαβολος κατά τα κρίματα και τις ανεξιχνίαστες βουλές του Υψίστου!
 
 
Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου