Ὑπόθεση ΙΒ΄(12)

«ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ

ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ»

 Ἀπό τόν βίο τοῦ ἁγίου μάρτυρα Κλήμεντος,

 ἐπισκόπου Ἀγκύρας

 Ὁ ἅγιος Κλήμης ἦταν ἀκόμη μωρό, ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του. Ἡ μητέρα του λοιπόν, μένοντας ἔτσι χωρίς τόν ἄντρα της καί στηρίζοντας τίς ἐλπίδες της, μετά ἀπό τόν Θεό, μόνο στό παιδί της, τόσο ἀκούραστα τό φρόντιζε, ὥστε ἦταν γι᾿ αὐτό τά πάντα, καί πατέρας καί παιδαγωγός καί μητέρα.

Ἐνῶ λοιπόν αὐτή ἦταν ἡ κατάσταση γιά τόν Κλήμη καί ἔτσι ἀνατρεφόταν σωστά ἀπό τή στοργική μητέρα καί μεγάλωνε, ἐκείνη προαισθάνθηκε ὅτι πλησιάζει τό τέλος της. Τότε, πῆρε μέ στοργή καί ἀγάπη στήν ἀγκαλιά τό παιδί, πού δέν εἶχε κλείσει ἀκόμη τά δέκα, καί θέλοντας νά τό κάνει κληρονόμο ὄχι τόσο τῆς περιουσίας της, ὅσο τῶν οὐράνιων θησαυρῶν, τό γλυκοφιλοῦσε καί τοῦ ἔλεγε:

«Παιδί μου, παιδί πολυαγαπημένο, παιδί πού εἶδες τήν ὀρφάνια πρίν νά δεῖς τόν πατέρα σου, ἀπέκτησες ὅμως γιά πατέρα τόν Θεό καί ἔτσι χρησιμοποίησες τήν ὀρφάνια γιά τήν εὐτυχία σου. Ἐγώ σέ γέννησα σωματικά, ὁ Χριστός ὅμως σέ γέννησε πνευματικά· γνώρισε τόν Πατέρα σου καί μή διαψεύσεις τό ὄνομα τοῦ γιοῦ. Μόνο τόν Χριστό λάτρευε· στόν Χριστό νά ἔχεις τήν ἐλπίδα σου. Αὐτός εἶναι ἀληθινά ἡ ἀθανασία· αὐτός ἡ σωτηρία· αὐτός γιά χάρη μας κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό καί ἀνύψωσε καί ἐμᾶς μαζί του καί μᾶς ἔκανε παιδιά του καί θεούς. Ὅποιος λοιπόν μπαίνει στήν ὑπηρεσία τέτοιου Κυρίου, θά ξεπεράσει ὅλα τά δεινά, καί ὄχι μόνο θά νικήσει τούς ἡγεμόνες καί βασιλιάδες πού λατρεύουν τά εἴδωλα, ἀλλά θά ντροπιάσει καί τούς δαίμονες πού ἐκεῖνοι τιμοῦν, καί τόν ἴδιο τόν ἀρχηγό καί ἐπικεφαλῆς τους, τόν διάβολο».

Λέγοντας αὐτά, τά μάτια της γέμισαν δάκρυα· εἶδε θεία θεωρία μέ τόν φωτισμό τῆς χάρης καί ἄρχισε νά λέει προφητικά ὅσα θά τοῦ συνέβαιναν στό μέλλον:

«Σέ παρακαλῶ, πολυαγαπημένο μου παιδί, σέ παρακαλῶ, γιά ὅλα ὅσα ἔκανα, μία χάρη νά μοῦ κάνεις. Ἐπειδή ἔφτασε δύσκολος καιρός καί μανιάζει σάν θύελλα ὁ διωγμός ἀπό τούς ἀσεβεῖς, καί ξέρω ὅτι καί ἐσύ, ὅπως λέει ὁ Κύριος μας1, θά ὁδηγηθεῖς γιά χάρη του μπροστά σέ βασιλιάδες καί ἡγεμόνες, αὐτή τήν τιμή, παιδί μου, νά μοῦ δώσεις, τό νά σταθεῖς γενναῖα γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ καί νά μοῦ κρατήσεις ὥς τό τέλος ἀκλόνητη τήν ὁμολογία σου. Καί μέ πεποίθηση, πού μοῦ δίνει ὁ Χριστός μου, σπλάχνο μου, εἶμαι βέβαιη ὅτι σύντομα θά στολίσει καί τό δικό σου κεφάλι τό μαρτυρικό στεφάνι.«

»Νά ἑτοιμάζεις λοιπόν τόν ἑαυτό σου καί νά παρακινεῖς τήν ψυχή σου νά ἔχει ἀνδρεία, γιά νά μή βρεθεῖς στούς ἀγῶνες ἀπροετοίμαστος. Γιατί ἡ πάλη δέν εἶναι μέ τυχαίους ἀντιπάλους οὔτε γιά τυχαῖα πράγματα. Ἀντίπαλοι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ διάβολος μέ τούς δικούς του ἀνθρώπους καί ὑπηρέτες, καί ὁ ἀγώνας γίνεται γιά τήν αἰώνια ζωή καί δόξα ἤ τήν ἀτέλειωτη ντροπή καί τιμωρία. Ἤ λοιπόν τά καλά νά σέ παρακινοῦν, ἤ νά σέ φοβίζουν τά κακά.«

»Εἶναι ντροπή, παιδί μου, οἱ στρατιώτες νά πεθαίνουν θεληματικά γιά χάρη τοῦ βασιλιᾶ πού εἶναι καί αὐτός ἄνθρωπος καί θνητός, καί ἐμεῖς νά μή δεχόμαστε ὅμοια μέ ἐκείνους τόν θάνατο γιά χάρη τοῦ ἀθάνατου Βασιλιᾶ. Καί αὐτοί βέβαια δέν παίρνουν ἀπό τόν βασιλιά ἐκεῖνον τίποτε ἀντάξιο αὐτῆς τῆς ἀφοσίωσής τους –γιατί ποιό δῶρο ἀξίζει ὅσο ἡ ζωή, ἤ ποιά αἴσθηση αὐτῶν τῶν δώρων ὑπάρχει μετά τόν θάνατο; Ἄν ὅμως πεθάνεις γιά τόν Χριστό, τόν κοινό Κύριο ὅλων, στή θέση τῆς πρόσκαιρης ζωῆς θά πάρεις τήν ἀθάνατη, καί ἀντί γιά ἀπόλαυση καί δόξα καί πλοῦτο πού χάνεται, θά ἀπολαύσεις τήν αἰώνια μακαριότητα. Τί νομίζεις; Καί ἄν δέν πεθάνουμε τώρα, δέν θά πεθάνουμε ὁπωσδήποτε μετά ἀπό λίγο, καί δέν θά πληρώσουμε τό χρέος αὐτό, τό κοινό σέ ὅλους; Ἄλλωστε, ὁ θάνατος γιά τόν Χριστό δέν ταιριάζει νά θεωρεῖται θάνατος, γιατί ἡ αἴσθησή του ἀμβλύνεται μέ τήν καλή ἐλπίδα τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν.«

»Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, παιδί μου, πρέπει νά σκεφτεῖς τά ἑξῆς: Ὁ ἴδιος ὁ κτίστης τοῦ κόσμου καί δημιουργός τοῦ ἀνθρώπινου γένους ἔγινε ἄνθρωπος γιά χάρη μας καί ἦρθε στή γῆ καί συναναστρεφόταν τούς ἀνθρώπους2. Καί γιατί δέν ἀναφέρω τό μεγαλύτερο; Ὅτι δηλαδή γιά ἐμᾶς τούς ἀχαρίστους δούλους ὁ Κύριος καταδικάστηκε σέ θάνατο καί δέχτηκε ράπισμα καί τελικά πέθανε. Καί ὅλα αὐτά τά ἔπαθε γιά ἐμᾶς καί γιά τή δική μας σωτηρία· γιά νά καταλυθεῖ ἡ τυραννική ἐξουσία τῆς ἁμαρτίας· γιά νά ἀκυρωθεῖ ἡ παλιά μας καταδίκη· γιά νά ἀνοίξουν καί πάλι γιά ἐμᾶς οἱ πύλες τοῦ οὐρανοῦ. Πῶς λοιπόν δέν θά εἶναι ἀσυγχώρητο, παιδί μου, ἐνῶ αὐτός, πού μάλιστα εἶναι Κύριος, ἔπαθε ὅλα αὐτά γιά ἐμᾶς, πού μέ θράσος διαπράξαμε ἀνεπανόρθωτα κακά, ἐμεῖς γι᾿ αὐτόν οὔτε λίγα νά ὑποφέρουμε;«

»Αὐτά νά σκέφτεσαι, παιδί μου, καί τίποτε νά μή σέ χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ· οὔτε οἱ ἀπειλές τῶν ἡγεμόνων οὔτε τά βασανιστήρια οὔτε ὁ φόβος τῶν πρόσκαιρων αὐτῶν βασιλιάδων, τῶν ὁποίων ἡ μανία χάνεται μαί μέ τήν ἀλαζονεία τους καί ἡ φωτιά τους σβήνεται καί τό ξίφος σκουριάζει. Ἀλλά μᾶλλον νά σέ παρακινοῦν τά ἀγαθά τά ἑτοιμασμένα γιά τούς μάρτυρες καί ὁ ἴδιος ὁ οὐρανός, πού σέ περιμένει ὡς βραβεῖο τοῦ μαρτυρίου».

Μέ αὐτά ἡ μητέρα τόν ἐμψύχωνε ὅλη τή μέρα, ἔχοντας τό Πνεῦμα τῆς ἀληθινῆς σοφίας νά μιλᾶ μέσω αὐτῆς, ἀφοῦ καί τό παιδί, παρά τή μικρή ἡλικία του, εἶχε γεροντική σύνεση καί χρειαζόταν βαθύτερες συμβουλές. Καί στό τέλος πρόσθετε:

«Τέτοια ἀνταπόδοση, παιδί μου, νά κάνεις σ᾿ ἐμένα τή μητέρα σου γιά τό ὅτι σέ ἀνέθρεψα· αὐτή νά εἶναι ἡ ἀνταμοιβή μου γιά τούς πόνους τῆς γέννας, γλυκύτατό μου παιδί, ὥστε καί ἐγώ ἡ μητέρα νά σωθῶ μέ τήν τεκνογονία, ὅπως λέει ὁ Παῦλος3, καί νά δοξαστῶ μέ τά μέλη τοῦ παιδιοῦ μου.«

»Ἐγώ, παιδί μου, φεύγω πιά –γιατί μέ τή δύναμή τῆς χαρης καταλάβαινε ὅτι πεθαίνει– καί τό αἰσθητό αὐτό φῶς δέν θά μέ φωτίσει τό πρωί. Ἐσύ ὅμως εἶσαι, μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ, φῶς καί ζωή γιά ἐμένα, καί ἐσένα τό σπλάχνο μου παρακαλῶ, νά μή διαψευστοῦν οἱ ἐλπίδες μου γιά σένα. Μία Ἑβραία κάποτε ἔδωσε τούς ἑπτά γιούς της γιά μάρτυρες, καί μαρτύρησε καί ἡ ἴδια μέ τά ἑπτά σώματά τους4. Ἐσύ ὅμως καί μόνος μοῦ φτάνεις γιά νά δοξαστῶ, καί θά εἶμαι μακάρια ἐγώ ἀνάμεσα στίς μάνες πού θά γίνω ἔνδοξη ἐξαιτίας σου. Ἐγώ τώρα, παιδί μου, πηγαίνω στόν οὐρανό πρίν ἀπό ἐσένα, καί σήμερα χωρίζομαι πλέον σωματικά ἀπό τά ποθητά σου μάτια. Νά τό ξέρεις ὅμως, ἀπό τή στιγμή πού θά πεθάνω, ἡ ψυχή μου θά ἐξαρτᾶται πάντοτε ἀπό τή δική σου ψυχή καί μαζί της θά προσκυνήσω μέ θάρρος στόν θρόνο τοῦ Χριστοῦ, μέ πολλή καύχηση γιά τούς κόπους σου, μέ στολίδι μου τίς μαρτυρικές πληγές σου· καί θά γίνω συμμέτοχη στά πολύτιμα βραβεῖα σου καί στή λαμπρότητά σου».

Τέτοια λόγια ἔλεγε ἡ μητέρα στό παιδί, καί καταφιλοῦσε ὅλα τά μέλη του, ἐπαναλαμβάνοντας:

«Εἶμαι μακαρία γιατί φιλῶ μέλη μάρτυρα· μέλη πού θά προστεθοῦν θυσία στόν Χριστό».

Καθώς λοιπόν ἔτσι τόν ἀγκάλιαζε καί τοῦ μιλοῦσε μέ πολλή εὐχαρίστηση, ἀναπαύτηκε μέ τέλος πραγματικά μακάριο, ἀφήνοντας τό πνεῦμα της στόν Θεό καί τό σῶμα στά γλυκά χέρια τοῦ παιδιοῦ της. Καί ἐκεῖνο ἐκπλήρωσε ὅσα ὀφείλει ἕνας καλός γιός σέ στοργική μητέρα. Κήδεψε τό σῶμα της καί ἔπειτα ἀκολούθησε τή μοναχική ζωή. Μέ αὐτό δηλαδή πρῶτα ὑπάκουσε στίς ἐντολές τῆς μητέρας, μέ τό νά φύγει ἀπό τόν κόσμο γιά τόν Χριστό, γιά χάρη τοῦ ὁποίου ἀργότερα θά ἔφευγε καί ἀπό τή ζωή.

Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα λοιπόν, σέ ὅλη του τή ζωή εἶχε γιά τροφή μόνο τά ὄσπρια, γιατί πάντοτε θυμόταν τούς τρεῖς Παῖδες, τῶν ὁποίων τά σώματα ἡ νηστεία τά χαλύβδωσε, ὥστε νά μείνουν ἄτρωτα ἀπό τή φωτιά τῶν παθῶν καί ἀπείραχτα ἀπό τίς φλόγες τοῦ αἰσθητοῦ καμινιοῦ5.

  Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι

κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Ἀμήν.

 

 Εὐεργετινός τόμος α΄

Ἐκδόσεις: « ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ »

Εὐχαριστοῦμε θερμά τίς ἐκδόσεις « ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ » γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδουν.Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτηςhttp://HristosPanagia3.blogspot.com

1Λουκ. Κα΄: 12.

2Πρβλ. Βαρούχ 3 : 38.

3Α΄ Τιμ. Β΄ : 15.

4Πρβ. Δ΄ Μακ. 14, 12. Πρόκειται γιά τήν ἁγία Σολομονή, τή μητέρα τῶν ἑπτά Μακκαβαίων. Ἡ μνήμη τους ἑορτάζεται τήν 1η Αὐγούστου.

5Δαν. 1 : 16· 3 : 23.