Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:«Οἱ πανουργίες τοῦ διαβόλου
καί ἡ ὑπερνίκηση τῆς δειλίας» (Ἁγίου Ἀντωνίου)
Σήμερα, πού γιορτάζουμε τή Σκέπη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, εὐχόμαστε ἐκ βάθους καρδίας ὁ Θεός νά σκεπάζει ὅλους καί ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος νά μᾶς προστατεύει καί προσωπικά καί οἰκογενειακά καί ἐθνικά καί πανορθοδόξως καί παγκοσμίως. Γιατί ὅλοι ἔχουμε ἁμαρτίες καί ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό μετάνοια, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τή θεία βοήθεια καί ἀπό τή μεσιτεία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Σήμερα θά συνεχίσουμε ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, πού εἶναι ἀποθησαυρισμένη μέσα στόν βίο, πού ἔχει γράψει καί μᾶς ἔχει διασώσει ὁ μέγας Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, πού ἦταν καί μαθητής του.
«Οἱ πανουργίες τοῦ διαβόλου καί ἡ ὑπερνίκηση τῆς δειλίας»1 καί τῆς φοβίας πού δημιουργοῦν οἱ δαίμονες. Ἔχουμε πεῖ κι ἄλλες φορές γιά τό ὅτι ὁ ἄγγελος μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός2, ὅπως τό λέει ἡ Ἁγία Γραφή καί χρησιμοποιεῖ πάρα πολλές μεθοδίες καί τρόπους γιά νά πλανήσει τόν ἄνθρωπο. Κατεξοχήν μάλιστα, προσπαθεῖ νά μᾶς πλανήσει ἀπό τά δεξιά, ὅπως λένε οἱ Ἅγιοι, δηλαδή μέ ἕναν τρόπο, ὁ ὁποῖος φαίνεται καλός, ὅτι πάει γιά τό καλό, θέλει τό καλό μας καί μᾶς διδάσκει καλά πράγματα. Γι’ αὐτό καί ὁ Δαβίδ λέει «πεσεῖται ἐκ τοῦ κλίτους σου χιλιάς καί μυριάς ἐκ δεξιῶν σου»3. Δηλαδή, πιό πολλοί πειρασμοί καί παγίδες ἔρχονται στούς χριστιανούς ἀπό τά δεξιά. Φαίνονται δηλαδή σάν κάτι καλό, ἐνῶ εἶναι κακό, καί πέφτουμε πολλές φορές σ’ αὐτή τήν παγίδα. Λόγου χάρη, νά ποῦμε ἕνα παράδειγμα ἀπό τά σύγχρονα δεδομένα, διαμαρτυρόμαστε γιά τά ἀπαράδεκτα θρησκευτικά πού ἐπιβάλλουν οἱ ἰνστρούχτουρες τῆς Νέας Ἐποχῆς μέ τή συνεργία -δυστυχῶς- τοῦ Ὀρθοδόξου Κράτους καί, νά τό ποῦμε κι αὐτό -δυστυχῶς-, καί μέ κάποια ὀλιγωρία(;), ὑπαναχώρηση(;), προδοσία(;) κάποιων ἐκ τῆς Ἱεραρχίας. Διαμαρτυρόμαστε καί τί ἀκοῦμε; «Καλά, κακό εἶναι νά μάθει τό παιδί καί τίς ἄλλες θρησκεῖες;». Φαίνεται, δηλαδή, στήν ἀρχή σάν κάτι καλό, ἀλλά ὅταν τό δοῦμε στό βάθος του, θά διαπιστώσουμε ὅτι πράγματι εἶναι κακό, γιατί τό παιδάκι τῶν 7-8 χρονῶν δέν ἔχει τήν κρίση, ὅπως λέει ἡ ψυχολογία, νά διακρίνει τό καλό ἀπό τό κακό καί ἁπλῶς μιμεῖται, ἀντιγράφει καί υἱοθετεῖ αὐτά πού τό διδάσκεις καί κάνει ἔτσι μία τελετουργία πολλές φορές ἀκριβῶς μιμούμενο αὐτό πού βλέπει νά τοῦ διδάσκει ἡ δασκάλα στό σχολεῖο ἤ ἡ μητέρα ἤ ὁ πατέρας.
Ἑπομένως, δέν εἶναι κάτι καλό νά γνωρίσει κανείς τό κακό παράλληλα μέ τό καλό καί νά διαλέξει. Γιατί δέν μπορεῖ πολλές φορές νά διαλέξει. Καί οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀπαγορεύουν νά διαβάζει κανείς τά συγγράματα τῶν αἱρετικῶν. Κατεξοχήν, βέβαια, ἀπαγορεύεται νά τά διαβάζουν οἱ ἀρχάριοι στήν πνευματική ζωή. Ἄν κάποιος ἔχει φτάσει σέ πολύ ὑψηλά ἐπίπεδα καί ἔχει γίνει πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, τότε βεβαίως τά διαβάζει γιά νά τά ἀντικρούσει. Ξέρει ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια, εἶναι στερεωμένος στήν ἀλήθεια, ἔχει μεγάλη διάκριση καί φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί αὐτός βέβαια δέν βλάπτεται. Ἀλλά ἕνας πού εἶναι πρωτάρης στήν πνευματική ζωή, ὅπως εἶναι τά παιδιά μας στό σχολεῖο, δέν ἔχει τέτοια διάκριση. Ἑπομένως δέν εἶναι καθόλου καλό, αὐτό πού μᾶς σερβίρουν γιά καλό, νά μάθουν τά παιδιά μας καί τίς ἄλλες θρησκεῖες.
Ἔτσι, λοιπόν, ὑπάρχουν πάρα πολλές πανουργίες τοῦ διαβόλου καί ὑπάρχει, ὅπως ἔχουμε πεῖ κι ἄλλη φορά, καί πολλή τρομοκρατία ἐκ μέρους τοῦ διαβόλου. Ὁ διάβολος δηλαδή, ἐπειδή δέν ἔχει δύναμη, προσπαθεῖ νά ἐκμεταλλευτεῖ τήν ἄγνοιά μας καί τήν δειλία μας καί προσπαθεῖ ἔτσι μέ φόβους, μέ φοβικά τεχνάσματα, νά μᾶς τρομοκρατήσει, ὥστε νά πάψουμε πλέον νά προσευχόμαστε, νά πάψουμε νά ἀγωνιζόμαστε πνευματικά καί νά τόν προσκυνήσουμε.
Γιά αὐτό θά δεῖτε πόσο ὡραῖα τά λέει ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος καί πῶς δέν πρέπει νά δειλιάζουμε καί νά φοβόμαστε τόν διάβολο. «Οἱ πανουργίες», λοιπόν, «τοῦ διαβόλου. Θά ἤθελα», λέει ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, «νά σιωπήσω καί νά μήν εἰπῶ τίποτε δικό μου -ἀπό τόν ἑαυτό μου- καί νά ἀρκεσθῶ μόνον σ’ αὐτά»4, δηλαδή σ’ αὐτά πού μᾶς εἶχε πεῖ προηγουμένως. Μᾶς εἶχε πεῖ ἕναν λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, μέ τόν ὁποῖο εἴχαμε κλείσει τήν προηγούμενή μας ὁμιλία «Ἀγαπητοί, μή παντί πνεύματι πιστεύετε»5. Εἶναι ἀπό τήν πρώτη καθολική ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Νά μήν πιστεύετε, νά μήν ἐμπιστεύεστε ὁποιοδήποτε πνεῦμα, κάτι πού σᾶς ἐμφανίζεται ἤ μία φωνή πού ἀκοῦτε. Γιατί δέν εἶναι ὅλα τά πνεύματα ἀγαθά. Ὑπάρχουν οἱ Ἄγγελοι, τά ἀγαθά πνεύματα, ἀλλά ὑπάρχουν καί τά πονηρά πνεύματα, τά ὁποῖα μποροῦν νά μᾶς ἐπηρεάζουν, νά ἀκοῦμε φωνές καί νά βλέπουμε πράγματα καί νά μήν εἶναι ἀπό τόν Θεό. «Ἀλλά δοκιμάζετε τά πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν»6, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης στή συνέχεια. Νά ἐξετάζετε δηλαδή, ἐάν τό πνεῦμα πού σᾶς μιλάει, πού σᾶς ἐμφανίζεται, εἶναι ἀπό τόν Θεό.
Μᾶς μιλάει τό πνεῦμα καί μέ τόν λογισμό, καί μέ τήν σκέψη, μέσα μας. Δέν εἶναι πάντοτε ὅρασις, ὅπως βλέπουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ἀλλά μπορεῖ νά εἶναι καί μία σκέψη, ἕνας λογισμός. Πρέπει νά ἐξετάζει ὁ ἄνθρωπος, ἄν αὐτός ὁ λογισμός εἶναι ἀπό τό ἀγαθό πνεῦμα, ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἤ ἀπό τό πονηρό πνεῦμα. «Ὅτι πολλοί ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τόν κόσμον»7, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Ἀπό ἐκεῖνα τά χρόνια ἀκόμα, πάρα πολλοί ἄνθρωποι ψευδῶς προφήτευαν. Καί σήμερα, ἡ ἐποχή μας, ἔχει πολλούς ψευδοπροφῆτες, δηλαδή προφῆτες πού λένε ψεύτικα πράγματα γιά τόν Χριστό, γιά τήν ἀλήθεια, γιά τό φῶς, γιά τή χαρά, γιά τήν ἀγάπη… Πάρα πολλοί ψευδοπροφῆται. Ὅπως εἶναι ἡ σύγχρονη αἵρεση, ἡ λεγόμενη μεταπατερική θεολογία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ συνέχεια τῶν λεγόμενων νεορθοδόξων, πού ἦταν στή δεκαετία τοῦ ’60 στή Θεολογία καί μεσουρανοῦσαν, οἱ ὁποῖοι πρόβαλαν τήν σαρκική ἡδονή. Καί ἡ συνέχειά τους, οἱ μεταπατερικοί σήμερα, τά ἴδια προωθοῦν, μιά ζωή πού νά ἔχει σαρκικές ἀπολαύσεις, νά μήν ἔχει καθόλου ἄσκηση καί μάλιστα-μάλιστα κάποιοι ἀπό αὐτούς λένε οὔτε μετάνοια! Νά μή μιλᾶτε λέει κἄν γιά μετάνοια… καί νά τό λέει αὐτό τώρα ὀρθόδοξος ἱερέας! Εἶναι φοβερό πράγμα πού ἔχουμε φτάσει.. Αὐτά εἶναι ψευδοπροφητεῖες καί αὐτοί πού τά λένε εἶναι ψευδοπροφῆτες. Δηλαδή ψεύτικα διδάσκουν τάχατες γιά τόν Χριστό καί γιά τό καλό καί γιά τήν ἀγάπη, ἀλλά οὐσιαστικά προωθοῦν διδασκαλίες δαιμονικές.
Λοιπόν, λέει ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, θά ἤθελα νά ἀρκεστῶ σ’ αὐτά, «γιά νά μή νομίσετε ὅμως, ὅτι αὐτά τά λέγω ἁπλῶς θεωρητικά, ἀλλά γιά νά πιστέψετε ὅτι αὐτά πού διηγοῦμαι εἶναι ἀπό πείρα δική μου»8, τά ἔχω δηλαδή καί ἐγώ ζήσει στήν πράξη αὐτά πού λέει ἡ Ἁγία Γραφή, ὅτι ὁ διάβολος μετασχηματίζεται σέ ἄγγελο φωτός καί προσπαθεῖ νά μᾶς πλανήσει καί εἶναι αὐτός πού πλανᾶ τήν οἰκουμένη ὅλη, γι’ αὐτό, λέει ὁ Ἅγιος, γιά νά καταλάβετε ὅτι σᾶς μιλάω ἀπό δική μου πείρα καί σᾶς λέω ἀλήθεια «πάλιν θά σᾶς πῶ ὅσα εἶδα νά ἐπιτηδεύονται οἱ δαίμονες, ἔστω κι ἄν γίνω σάν ἀνόητος». «Καί ἄν γίνω ἄφρων»9, ὅπως καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πού μέ ἀναγκάζετε νά μιλήσω γιά τόν ἑαυτό μου γιά νά ὑπερασπιστῶ τόν ἑαυτό μου καί νά δεῖτε ὅτι ἐγώ εἶμαι ἀπόστολος κ.λ.π. Φαίνομαι μπροστά σας σάν ἀνόητος, ἀλλά ἐσεῖς μέ ἀναγκάζετε. Ἔτσι λέει ἐδῶ καί ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, θά πῶ αὐτά πού ἔχω ζήσει ἐγώ, ἀκόμα κι ἄν κάποιοι μέ ποῦνε ἄφρονα, ἀνόητο, ἤ ἀκόμα ἴσως καί ὑπερήφανο καί ἄνθρωπο πού θέλει νά ἐπιδεικνύεται, νά ἐπιδεικνύει τά κατορθώματά του.
«Ξέρει ὅμως ὁ Κύριος, πού μέ ἀκούει, τήν καθαρή μου συνείδηση καί ὅτι ὄχι γιά μένα, ἀλλά χάριν τῆς ἀγάπης σας καί γιά νά σᾶς παρακινήσω στήν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς, τά λέγω ὅσα ξέρω», αὐτά πού ἔζησα. Καί ἀρχίζει: «Πόσες φορές μέ μακάρισαν» οἱ δαίμονες. Τόν ἐπαινοῦσαν. Οἱ δαίμονες ἔχουν κι αὐτή τήν μέθοδο, τῆς κολακείας. Ὑψώνουν τόν ἄνθρωπο, καί μέσω τῶν λογισμῶν μάλιστα ἐπαινοῦν τόν ἄνθρωπο. «Κι ἐγώ», λέει ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, ἐνῶ μέ μακάρισαν, «τούς καταράστηκα στό ὄνομα τοῦ Κυρίου.
Πόσες φορές προεῖπαν γιά τό νερό τοῦ ποταμοῦ Νείλου». Ἔκαναν τόν προφήτη, ὅτι θά ἀνέβει – δέν θά ἀνέβει τό νερό αὐτή τή χρονιά, θά ἔχουμε σοδειά – δέν θά ἔχουμε… «Κι ἐγώ τούς ἔλεγα: Καί τί σᾶς μέλει ἐσᾶς γι’ αὐτό;»10. Τί σᾶς νοιάζει ἐσᾶς, ἄν θά ἀνέβει τό νερό τοῦ ποταμοῦ Νείλου ἤ ὄχι;
«Ἦλθαν κάποτε μέ ἀπειλές καί μέ περικύκλωσαν, ὅπως οἱ στρατιῶτες, μέ πανοπλίες». Κατά φαντασία ἐμφανίζονταν ὡς στρατιῶτες, γιά νά τόν τρομοκρατήσουν. «Καί ἄλλοτε μέ ἄλογα καί θηρία καί ἑρπετά γέμισαν τό σπίτι κι ἐγώ ἔψαλλα». Ἄλλες φορές λέει πάλι, μετασχηματίστηκαν σέ ἄλογα, σέ θηρία, σέ ἑρπετά καί πλημμύρισαν ὅλο τό σπίτι καί ἐγώ ἔλεγα «Οὗτοι ἐν ἅρμασι καί οὗτοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς δέ ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα»11. Βλέπετε; Τούς ἀντικρούει μέ στίχους, μέ ψαλμούς, μέ κομμάτια ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. «Ἦλθαν μέ ἅρματα καί μέ ἄλογα. Ἐμεῖς δε, θά γενοῦμε ἰσχυρότεροι, θά νικήσουμε καί θά μεγαλυνθοῦμε μέ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Θεοῦ μας. Καί μέ τίς προσευχές κατανικήθηκαν ἐκεῖνοι παρά τοῦ Κυρίου.
Ἦλθαν κάποτε μέσα στό σκοτάδι σάν φωτεινά φαντάσματα καί ἔλεγαν: Ἤλθαμε νά σοῦ φέξουμε Ἀντώνιε. Κι ἐγώ προσευχόμουν μισοκλείνοντας τά μάτια κι ἀμέσως ἔσβησε τό φῶς τῶν ἀσεβῶν». Τάχατες νά μᾶς ἐξυπηρετήσουν. Κάποτε καί στήν ἔρημο τοῦ Σινά ὁ Γέροντας Παΐσιος δέν μποροῦσε νά ἀνάψει ἕνα φῶς, μέσα στό σκοτάδι πού περπατοῦσε, καί τοῦ ἄναψε φῶς ὁ διάβολος. Ὁ Ἅγιος τότε ἀπέστρεψε τό πρόσωπό του καί εἶπε «δέν θέλω τά φῶτα σου». Γιατί ὁ διάβολος πάντοτε ζημιά θά σοῦ κάνει, πάντοτε. Δέν ὑπάρχει καλός διάβολος, ὅπως δέν ὑπάρχει καί καλή μαγεία, αὐτό πού λένε «λευκή μαγεία». Εἶναι πάρα πολύ ἀνόητοι οἱ ἄνθρωποι, δέν ἔχουν καθόλου ἐπίγνωση πνευματική τοῦ τί κάνουν, πού πηγαίνουν στούς μάγους καί στίς μάγισσες τάχατες γιά νά τούς βροῦν τά μάγια, νά τούς λύσουν τά μάγια, γιά νά βροῦν ἕνα χαμένο πράγμα κ.λ.π.
«Καί ἔπειτα ἀπό λίγους μῆνες, ἤλθανε ψάλλοντας κι ἔλεγαν λόγια ἀπό τίς Γραφές!». Ὁ διάβολος ἀκόμα κι αὐτό χρησιμοποιεῖ, γιατί γνωρίζει τίς Γραφές καί προσπαθεῖ νά μᾶς παραπλανήσει παρερμηνεύοντας χωρία ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. «Ἐγώ δέ», λέει ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, «ὡσεί κωφός οὐκ ἤκουον»12»13, ὅπως γράφει στόν 37ο ψαλμό στόν 14ο στίχο. Ἐγώ, λέει, σάν κουφός δέν ἄκουγα τίποτα. Ἡ καλύτερη ἀντιμετώπιση τοῦ διαβόλου εἶναι ἡ κώφωση σέ ὅσα μᾶς ὑποβάλλει εἴτε μέ τήν σκέψη εἴτε μέ φωνές εἴτε μέ φαντασίες. Τό νά περιφρονήσει δηλαδή ὁ ἄνθρωπος αὐτά ὅλα τά τοῦ διαβόλου, τίς προτάσεις τοῦ διαβόλου, νά κλείσει τά αὐτιά καί τά μάτια του καί τή σκέψη του. Ἄν τό ἔκανε αὐτό καί ἡ Εὔα δέν θά ἔχανε τόν παράδεισο, καί ὁ Ἀδάμ στή συνέχεια πού παρασύρθηκε ἀπό αὐτήν. Ἔτσι κι ἐμεῖς, σέ ὁποιονδήποτε λογισμό μᾶς βάζουν οἱ δαίμονες, θά πρέπει νά ἐφαρμόζουμε αὐτό τό ψαλμικό τοῦ 37ου ψαλμοῦ: «Ἐγώ δέ ὡσεί κωφός οὐκ ἤκουον». Ὁ διάβολος μᾶς μιλάει, ὅπως εἴπαμε, μέ τή σκέψη, μέ λογισμούς, μέ φωνές, ἀλλά καί μέσω ἄλλων ἀνθρώπων πολλές φορές. Χρησιμοποιεῖ καί κάνει ὄργανά του ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μᾶς λένε διάφορα γιά νά μᾶς ἐρεθίσουν, γιά νά μᾶς θυμώσουν, γιά νά μᾶς πικράνουν, γιά νά μᾶς πληγώσουν κ.λ.π. «Ἐγώ δέ ὡσεί κωφός οὐκ ἤκουον». Εἶναι αὐτή ἡ σοφή συμβουλή τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, νά γίνουμε τυφλοί καί κουφοί γιά τόν διάβολο καί γιά τούς λογισμούς, οἱ ὁποῖοι κατά 99%, νά ξέρετε, δέν εἶναι δικοί μας, εἶναι τοῦ διαβόλου. Καί βασανίζονται οἱ ἄνθρωποι πολλές φορές χωρίς λόγο, γιατί νομίζουν ὅτι οἱ λογισμοί πού ἔχουν εἶναι δικοί τους καί νιώθουν ἐνοχές. Ὄχι, εἶναι τοῦ διαβόλου καί δέν ἁμαρτάνει κανείς , ὅταν ἔχει λογισμούς. Ἁμαρτάνει, ὅταν ἀρχίσει νά τούς δέχεται, νά συζητάει μαζί τους, ὁπότε μετά, σιγά-σιγά, νά ὑποκύπτει καί νά κάνει πράξη αὐτά πού τοῦ λέει ὁ κακός λογισμός.
«Ἔσεισαν κάποτε τό μοναστήρι». Κοιτάξτε τί ἔκαναν στόν Ἅγιο οἱ δαίμονες! Θά πεῖς: Ἔχουν τέτοια δυνατότητα, νά κάνουν σεισμό; Ἔχουν, ἄν πάρουν ἀπό τόν Θεό τήν ἄδεια. Ὅπως ἐδῶ στόν Ἅγιο Ἀντώνιο «Ἔσεισαν κάποτε τό μοναστήρι ἀλλά ἐγώ προσευχόμουν ἀκίνητος, χωρίς νά χάσω τό θάρρος μου, κρατώντας ἀκμαῖο τό φρόνημά μου καί τήν πίστη μου.
Καί ἀργότερα ξανάρθαν κροτώντας καί σφύριζαν καί χόρευαν. Καθώς δέ προσευχόμουν καί ἀνακαθόμουν ψάλλοντας μέσα μου, εὐθύς ἀμέσως ἄρχισαν νά θρηνοῦν καί νά κλαῖνε σάν νά εἶχαν ἐξαντληθεῖ τελείως ἀπό τήν κούραση. Ἐγώ δέ δόξαζα τόν Κύριο, πού τούς καθήρεσε καί ἐξέθεσα στό κοινό τήν τόλμη καί τή μανία τους»14. Ἀπ’ τή μιά ἀπειλοῦσαν ὡς παντοδύναμοι καί ὅταν εἶδαν ὅτι δέν φοβᾶμαι καί τούς περιφρονῶ καί προσεύχομαι, ἄρχισαν νά κλαῖνε.
«Ἄλλες πανουργίες: Φάνηκε κάποτε ἕνας δαίμονας πολύ ψηλός καί φανταχτερός καί τόλμησε νά πεῖ: – Ἐγώ εἶμαι ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ καί ἐγώ εἶμαι ἡ Πρόνοια». Βλέπετε τό «ἐγώ»; «Τί θέλεις νά σοῦ χαρίσω;»15. Καί τί θράσος ἔχει ὁ διάβολος! Νά ὑποδύεται τόν Θεό καί νά οἰκειοποιεῖται τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ Θεία Πρόνοια, καί νά λέει ἐγώ θά σᾶς φροντίσω. Ἐνῶ ὁ διάβολος ποτέ δέν φροντίζει τόν ἄνθρωπο, μόνο κακό τοῦ κάνει.
«Ἐγώ δέ τότε φύσηξα περισσότερο στά μοῦτρα του, εἶπα τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἐπεχείρησα καί νά τόν χτυπήσω καί φάνηκα σάν νά τόν χτύπησα. Ἀμέσως αὐτός, πού ἦταν τόσο μεγάλος, στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ χάθηκε, μαζί μέ ὅλα τά δαιμόνια τῆς παρέας του». Ὁ διάβολος εἶναι πνεῦμα. Θά πεῖς: πῶς τόν χτύπησε ὁ Μέγας Ἀντώνιος; Ἔτσι τοῦ φάνηκε τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός νά καταλάβει ὅτι ὄντως τόν ἀπώθησε. Ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία εἶναι ἡ ἀφοβία τοῦ Ἁγίου, εἶναι τό θάρρος. Καί αὐτή ἡ ἐπίθεση πού κάνει στόν δαίμονα δείχνει ἀκριβῶς τό ἀκμαῖο τοῦ φρονήματος. Δέν δειλιάζει, δέν συστέλλεται, παρόλο πού ὁ διάβολος φάνηκε πολύ ψηλός, πολύ ἰσχυρός, σχεδόν παντοδύναμος.
«Ἦλθε κάποτε, ὅταν νήστευα, μοιάζοντας σάν μοναχός». Βλέπετε μεταμφιέζεται καί σέ μοναχό, «ὁ δολερός καί κρατώντας ψωμιά φανταστικά», κατά φαντασία δηλαδή τοῦ ἔφερε ψωμί γιά νά τόν κάνει νά σταματήσει τήν νηστεία «μέ συμβούλευε: – Φάε καί ἡσύχασε ἀπό τούς πολλούς κόπους, ἄνθρωπος εἶσαι καί σύ καί θ’ ἀρρωστήσεις»16. Τί σᾶς θυμίζει αὐτό; Ἔρχονται κάποιοι καλοθελητές πολλές φορές, μπορεῖ νά εἶναι καί ἡ μαμά μας, μπορεῖ νά εἶναι καί ἡ ἀδελφή μας, δέν ξέρω ποιός.. ἄντε πολλή νηστεία, πολλή ἄσκηση κάνεις, νά φᾶς! Νά φᾶς, θά τήν πάρω ἐγώ τήν ἁμαρτία… Διάφορα τέτοια ἀκοῦς…
– Μήπως εἶναι ἀπό πίσω τό πονηρό πνεῦμα;
«Ἐγώ δέ, μόλις κατάλαβα τήν πονηρία του, σηκώθηκα νά προσευχηθῶ. Κι ἐκεῖνος δέν μπόρεσε ν’ ἀντέξει, γιατί χάθηκε καί φάνηκε νά βγαίνει σάν καπνός ἀπό τήν πόρτα»17. Ὁ Ἅγιος εἶχε διάκριση, δέν χρειαζόταν τόν διάβολο νά τοῦ πεῖ ὅτι κάνει πολλή ἄσκηση. Ἤξερε πόση ἄσκηση ἔκανε. Γι’ αὐτό κι ἐμεῖς δέν πρέπει ποτέ νά ἐμπιστευόμαστε καί νά ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας στόν ὁποιοδήποτε. Ἔχουμε διάκριση, κι ἄν δέν ἔχουμε, ἔχουμε τόν πνευματικό μας καί ὅ,τι μᾶς πεῖ ὁ πνευματικός μας θά κάνουμε, ὄχι ὅ,τι μᾶς πεῖ ὁ καθένας. Γιατί πάρα πολλοί, τό βλέπω αὐτό καί σέ σᾶς μερικές φορές, ἐπηρεάζεστε ἀπό τό τί θά σᾶς πεῖ ὁ ἕνας καί ὁ ἄλλος. Καί λέτε, αὐτό μοῦ τό εἶπε πνευματικό σας παιδί πάτερ. Καί ἐπειδή τό εἶπε πνευματικό μου παιδί; Σημαίνει ὅτι εἶπε σωστά; Ἀφοῦ ἔχεις πνευματικό. Θά κάνεις ἐκεῖνο πού θά σοῦ πεῖ ὁ πνευματικός, ὄχι ὁ ὁποιοσδήποτε, ἀκόμα κι ἄν φαίνεται ὅτι ἔχει διάκριση καί ἔχει πολλά χρόνια στήν πνευματική ζωή κ.λ.π. Θέλει νά τό προσέξουμε πάρα πολύ αὐτό, ἀλλιῶς θά γίνουμε φτερό στόν ἄνεμο καί ὁ διάβολος θά μᾶς ἐκμεταλλεύεται, θά μᾶς πλανᾶ μέσω διαφόρων, οἱ ὁποῖοι φαίνονται εὐσεβεῖς. Μπορεῖ νά εἶναι καί εὐσεβεῖς, ἀλλά κι αὐτοί, ἐπειδή δέν ἔχουν τή διάκριση καί τήν ἐξουσία καί τήν εὐλογία ἀπ’ τόν Θεό νά εἶναι πνευματικοί, σφάλλουν πολλές φορές καί μᾶς δίνουν λάθος κατευθύνσεις. Γι’ αὐτό δέν θά ἀκοῦμε κανέναν, θά ἀκοῦμε τόν πνευματικό μας. Προσέξτε το αὐτό, σᾶς παρακαλῶ. «Πόσες φορές», λέει ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, τοῦ «ἔδειξε στήν ἔρημο φαντασία χρυσαφιοῦ»! Μέσα στήν ἔρημο! Κάποτε μάλιστα, λέει, τοῦ ἔδειξε ἕναν χρυσό δίσκο μέσα στήν ἔρημο! «Μόνο καί μόνο γιά νά τό πιάσω καί νά τό κοιτάξω». Νά ἀποσπάσει τόν νοῦ μου, δηλαδή, ἀπό τόν Θεό, ἀπό τόν Χριστό, καί νά μέ κολλήσει στόν χρυσό. Καί ἐγώ τί ἔκανα; «Ἐγώ δέ ἔψαλλα καταπάνω του κι ἐκεῖνος ἕλιωνε.
Πολλές φορές μοῦ προξενοῦσαν πληγές». Θά πεῖς, εἶναι δυνατόν ὁ διάβολος νά πληγώνει τόν ἄνθρωπο; Ναί, ἄν παραχωρήσει ὁ Θεός, γίνεται κι αὐτό. Πάλι ὅμως γιά τήν ὠφέλεια τοῦ ἀνθρώπου, γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τήν δόξα τοῦ ἀγωνιστοῦ. «Καί ἐγώ ἔλεγα «Τίποτα δέν θά μέ χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ»18. Αὐτό πού λέει στήν πρός Ρωμαίους στό 8ο κεφάλαιο «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα;»19. Τίποτα δέν εἶναι ἱκανό νά μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, νά μᾶς κάνει νά πάψουμε νά ἀγαποῦμε τόν Χριστό. Φυσικά, καί ἀντιστρόφως, τίποτα δέν εἶναι ἱκανό νά κάνει τόν Χριστό νά πάψει νά μᾶς ἀγαπᾶ. Ἀλλά κι ἐμᾶς τίποτα δέν πρέπει νά εἶναι ἱκανό νά μᾶς σταματήσει νά ἀγαποῦμε τόν Χριστό. Πάντοτε, ὅ,τι κι ἄν συμβει, εἴτε διωγμός εἴτε πείνα εἴτε γυμνότητα εἴτε μαχαίρι, δηλαδή μαρτύριο, θάνατος, εἴτε εἶναι ἁπλή στενοχώρια, θλῖψις, ὁτιδήποτε.. χωρισμός ἀπό τόν Χριστό δέν ἔρχεται, ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τίποτα ἀπό αὐτά δέν προκαλεῖ χωρισμό, δέν κάνει ἐμᾶς νά πάψουμε νά ἀγαποῦμε τόν Χριστό. Ἔτσι πρέπει νά εἶναι ὁ χριστιανός.
Βλέπετε σήμερα πόσοι ἄνθρωποι στήν πράξη ἀρνοῦνται τόν Χριστό, γιατί δέν Τόν ἀγαποῦν καί ὅταν ἔρθει μία μικρή θλῖψις, ἕνας μικρός κίνδυνος, μία μικρή ἀπειλή, κλείνουν τό στόμα τους. Δέν διαμαρτύρονται, δέν θέλουν νά διορθώσουν τό κακό πού ὑπάρχει τόσο διάχυτο, δέν θέλουν νά κάνουν αὐτό πού ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτούς, ὑπαναχωροῦν, ὑποκύπτουν καί οὐσιαστικά στήν πράξη δέν τηροῦν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε φυσικά δέν ἀγαποῦν τόν Θεό, γιατί ἀγάπη στόν Θεό σημαίνει τήρηση τῶν ἐντολῶν.
«Κι αὐτοί» τότε, ὅταν ἔλεγα κανείς δέν θά μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, «περισσότερο χτυπιόντουσαν μεταξύ τους». Ἀντί νά χτυπήσουν τόν ἴδιο, μετά, χτυπιόντουσαν μεταξύ τους. Γιατί τούς νικοῦσε ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. «Δέν ἤμουν ἐγώ πού τούς ἔπαυα καί τούς ἀργοῦσα –τούς καταργοῦσα– τή δύναμη, ἀλλ’ ἦταν ὁ Κύριος πού λέει: «Ἔβλεπα τόν σατανᾶ σάν ἀστραπή ἀπό τόν οὐρανό νά πέφτει»20»21. «Ἐθεώρουν τόν σατανᾶν ὡς ἀστραπήν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα». Ὁ διάβολος πέφτει, ὅταν ἐμεῖς, μέ τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ, τοῦ προβάλλουμε τά λόγια τοῦ Χριστοῦ. «Ἐγώ δέ τέκνα μου, θυμούμενος τό Ἀποστολικό ρητό τά μετέφερα αὐτά στόν ἑαυτό μου, γιά νά μάθετε νά μήν ἀποκάμετε στήν ἄσκηση, μήτε νά φοβᾶσθε τοῦ διαβόλου καί τῶν δαιμόνων του τίς φαντασίες». Αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός μας ὅτι «ἐθεώρουν τόν σατανᾶν ὡς ἀστραπήν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα», πού ἔχει πέσει ἀπ’ τόν οὐρανό, ἔχει χάσει τό φῶς καί τή δύναμή του, αὐτό λέει, ἐγώ τό μετασχημάτισα καί γιά τόν ἑαυτό μου καί λέω, καί ἐγώ, μέ τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ, βλέπω τόν σατανᾶ νά πέφτει, νά χάνει τή δύναμή του καί νά εἶναι ἕνα τίποτα, ἕνα ψευτοσκιάχτρο, τό ὁποῖο προσπαθεῖ νά μᾶς τρομοκρατήσει, ἀλλά φυσικά δέν ἔχει καμία δύναμη πάνω μας. Γι’ αὐτό, λέει, κι ἐσεῖς νά μή φοβᾶστε οὔτε τίς φαντασίες τοῦ διαβόλου οὔτε ὁτιδήποτε κάνει γιά νά μᾶς τρομοκρατήσει.
«Καί ἐπειδή κατάντησα ἀνόητος», λέει ὁ Ἅγιος, «μέ τό νά σᾶς τά διηγοῦμαι αὐτά, δεχθεῖτε καί τοῦτο γιά ἀσφάλεια καί ἀφοβία καί πιστεύετέ με γιατί δέν ψεύδομαι». Θά πεῖ ἀκόμα ἕνα περιστατικό. Θά πεῖ πῶς κάποτε δολερά τόν ἐπισκέφθηκε ὁ διάβολος. «Ἔκρουσε κάποτε ἕνας στό μοναστήρι τήν πόρτα μου καί ὅταν βγῆκα, εἶδα ἕναν πού φαινόταν ψηλός καί λιγνός. Ἔπειτα, καθώς τόν ρώτησα: – Ἐσύ ποιός εἶσαι; Εἶπε: – Ἐγώ εἶμαι ὁ σατανᾶς. Ὅταν ἔπειτα τόν ρώτησα: – Γιατί, λοιπόν, εἶσαι τώρα ἐδῶ; Ἐκεῖνος εἶπε: – Γιατί μέ κατηγοροῦν ἄδικα οἱ μοναχοί καί ὅλοι οἱ ἄλλοι Χριστιανοί; Γιατί μέ καταρῶνται κάθε ὥρα; Ὅταν δέ ἐγώ τοῦ εἶπα: – Ἀλήθεια, γιατί τούς ἐνοχλεῖς; Εἶπε: – Δέν εἶμαι ἐγώ πού τούς ἐνοχλῶ, ἀλλά αὐτοί οἱ ἴδιοι ταράσσουν τούς ἑαυτούς των. Γιατί ἐγώ κατάντησα ἀσθενής. Δέν διάβασαν -οἱ χριστιανοί– ὅτι «Χάθηκαν τελείως οἱ ρομφαῖες τοῦ ἐχθροῦ καί κατέστρεψες τίς πολιτεῖες τους»22; «Τοῦ ἐχθροῦ ἐξέλιπον αἱ ῥομφαῖαι εἰς τέλος, καί πόλεις καθεῖλες· ἀπώλετο τό μνημόσυνον αὐτοῦ μετ᾿ ἤχου;», ὅπως λέει ὁ 7ος ψαλμός στόν 9ο στίχο. Ἔτσι λέει κι ἐγώ πλέον δέν ἔχω ρομφαῖες, δέν ἔχω σπαθιά, δέν ἔχω δύναμη δηλαδή, καί οἱ πόλεις μου κι αὐτές καταστράφηκαν, ἡ ἰσχύς μου, ἡ ἐξουσία μου. Δέν ὑπάρχει πλέον, λέει ὁ διάβολος. «Δέν ἔχω πιά τόπο, οὔτε βέλος, οὔτε πόλιν. Παντοῦ ἔχουν γίνει Χριστιανοί· ἔπειτα καί ἡ ἔρημος ἔχει γεμίσει μοναχούς»23. Στά χρόνια τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου ἄνθισε ἡ ἔρημος μέ τόν Ἅγιο Ἀντώνιο, τόν Ἅγιο Παχώμιο, τόν Ἅγιο Μακάριο, ὅλους αὐτούς τούς μεγάλους ἁγίους ἀσκητές τῆς ἐρήμου. Ἔγινε σάν πόλις καί ἡ ἔρημος καί ὁ διάβολος δέν εἶχε ποῦ νά μείνει! Γιατί, λέει, τότε τά βάζουν μαζί μου; Ἐγώ δέν ἔχω δύναμη. Μόνοι τους ταράζουν τούς ἑαυτούς των.
Εἶναι αὐτό πού λέει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος «ἕκαστος πειράζεται ἀπό τήν ἐπιθυμία του»24, ἀπό τά θέλω του. Ἄν δεῖτε, ὅλες οἱ στενοχώριες μας, οἱ πειρασμοί μας, τελικά ἔχουν ὡς ἀφετηρία τά θελήματά μας, τίς ἐπιθυμίες μας. Θέλουμε, θέλουμε, θέλουμε… καί ἐπειδή δέν μᾶς γίνονται αὐτά πού θέλουμε, στενοχωριόμαστε, θυμώνουμε, ἀδημονοῦμε, ἐπιτιθέμεθα, συγκρουόμαστε, μνησικακοῦμε, χωριζόμαστε, διαλύουμε οἰκογένειες, φονεύουμε πολλές φορές ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ἀπό τί ξεκίνησαν ὅλα αὐτά; Ἀπό μία ἐπιθυμία, ἀπό ἕνα θέλημα. Γι’ αὐτό λέει ὁ διάβολος, καί σωστά τό λέει, καθένας δέν πειράζεται ἀπό μένα, ἀπό τίς ἐπιθυμίες του πειράζεται. Δέν εἶναι ἡ πλήρης ἀλήθεια, γιατί καί ὁ διάβολος ὑποδαυλίζει, ξεσηκώνει ἤ ἐμβάλλει ἐπιθυμίες, βάζει μέσα μας ἐπιθυμίες ἤ αὐτές πού ἔχουμε ἤδη ὡς πάθη τίς συνδαυλίζει, τίς ἐρεθίζει μέ σκέψεις ἤ μέ ἀντικείμενα ἤ μέ πρόσωπα πού φέρνει μπροστά μας. Ὡστόσο ἡ αἰτία ἡ τελική, ἡ ρίζα ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ δική μας ἡ ἐπιθυμία, τό δικό μας τό ἐπιθυμητικό, τό ὁποῖο δέν εἶναι δοσμένο στόν Θεό. Γιατί βέβαια, κανείς δέν μπορεῖ νά καταργήσει τό ἐπιθυμητικό του, εἶναι ἕνα στοιχεῖο τῆς ψυχῆς μας τό ἐπιθυμητικό, ὅπως καί τό θυμικό, ὁ θυμός, ἀλλά μπορεῖ νά τό στρέψει στόν Θεό, νά τό κατευθύνει πρός τόν Θεό, νά ἐπιθυμήσει τόν Θεό καί τίποτε ἄλλο. Εἶναι αὐτό ἀκριβῶς πού λέμε κάθε στιγμή στό Πάτερ ἡμῶν -κάθε μέρα πολλές φορές τό λέμε- «γεννηθήτω τό θέλημά Σου». Τό λέμε μέν, ἀλλά στήν πράξη ἔχουμε τά δικά μας θελήματα, τά ὁποῖα θέλουμε νά ἐκπληρώσουμε καί ὅταν δέν τά ἐκπληρώνουμε θλιβόμαστε, καταθλιβόμαστε, θυμώνουμε κ.λ.π. ὅπως εἴπαμε προηγουμένως καί ἔτσι πειραζόμαστε ἀπό τίς ἐπιθυμίες μας, τά θελήματά μας. Γι’ αὐτό μέσα στήν Ἐκκλησία μαθαίνουμε νά μή θέλουμε, καί αὐτός εἶναι ὁ δρόμος γιά τήν εὐτυχία, ἄν καί ἡ λέξη δέν εἶναι δόκιμη, γιατί τύχη δέν ὑπάρχει. Ὑπάρχει ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά τό λέμε ἔτσι γιά νά συννενοηθοῦμε, γιά νά καταλάβουμε κάπως αὐτό πού θέλουμε νά ποῦμε. Ἡ μακαριότητα πιό σωστά. Ἡ ὁδός γιά τή μακαριότητα εἶναι νά κόψει κανείς τό θέλημά του.
Αὐτό πόσο σοφά τό ἔχουν καταλάβει οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί τό ἔχουν υἱοθετήσει ὡς τρόπο ζωῆς στόν μοναχισμό. Σοῦ λέει, γιά νά γίνεις μοναχός, πρέπει νά κόψεις τό θέλημά σου. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι μόνο γιά τόν μοναχό, εἶναι γιά κάθε χριστιανό, ἔγγαμο καί ἄγαμο. Ἄν ὁ χριστιανός μάθει αὐτό τό μάθημα, γίνεται εὐτυχισμένος, γίνεται μακάριος. Παύεις νά θέλεις τά δικά σου καί λές, τί θέλει ὁ Θεός γιά μένα κάθε στιγμή. Ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Ἐγώ αὐτό θά κάνω. Καί εἶσαι πάντα ἀναπαυμένος καί, ὅ,τι κι ἄν γίνει, χαίρεσαι, γιατί τό θέλεις. Ἀφοῦ λές αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐγώ ζήτησα νά γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε τό προκείμενο, αὐτό πού ἔρχεται μπροστά μας κάθε στιγμή, εἶναι αὐτό πού θέλει ὁ Θεός ἤ πού παραχωρεῖ ὁ Θεός πάλι γιά τό καλό μας. Λοιπόν, ἐσύ τό ἔχεις προσευχηθεῖ, τό ἔχεις ζητήσει, στό φέρνει ὁ Θεός, εἶσαι μακάριος. Ἐνῶ, βλέπετε, ὁ ἄλλος πού ἔχει δικά του θελήματα, μόλις ὁ Θεός τοῦ φέρει κάτι ἀντίθετο, ἀρχίζει καί τά βάζει μέ τόν Θεό καί βλασφημεῖ καί ἀδημονεῖ καί ἀρχίζει νά τά βάζει καί μέ τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δέν ὑπηρετοῦν τό δικό του θέλημα καί σκοπό. Καί γίνεται ὁ ἄνθρωπος δυστυχισμένος καί κάνει δυστυχισμένους καί τούς γύρω του. Γι’ αὐτό ὁ δρόμος εἶναι ἡ ὑπακοή. Ἡ ὑπακοή εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐκκοπή τοῦ θελήματος, ὁ δρόμος γιά νά βρεῖς τή μακαριότητα, νά βρεῖς τή χαρά, πού εἶναι ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό ἐδῶ ὁ διάβολος ἔχει δίκαιο, καθένας πειράζεται – ταράζεται μόνος του, αὐτός δέν ἔχει πιά δύναμη.
«Τότε», λέει ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, «ἐγώ θαύμασα τή χάρη τοῦ Κυρίου καί τοῦ εἶπα: – Ἐνῶ εἶσαι πάντα ψεύτης καί ποτέ δέν λές τήν ἀλήθεια, ὅμως τώρα καί χωρίς νά θέλεις, αὐτό πού εἶπες εἶναι ἀληθινό». Καμιά φορά, δηλαδή, καί τοῦ διαβόλου τοῦ ξεφεύγει καί λέει ἀλήθειες. «Πράγματι ὁ Χριστός, πού κατέβηκε γιά μᾶς στόν κόσμο, σέ ἔχει ἑξασθενίσει, σ’ ἔβαλε κάτω καί σέ γύμνωσε ἀπό κάθε δύναμη». Ἐκεῖνος ἀκούγοντας τό ὄνομα τοῦ Σωτῆρος πού τόν ἔκαιγε καί μή ὑποφέροντας τό κάψιμο, ἔγινε ἄφαντος»25. Μόνο πού ἄκουσε τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ! Βλέπετε πόση δύναμη ἔχει τό ὄνομα! Γι’ αὐτό μᾶς εἶπε ὁ Κύριος «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε»26. Ἄν μπορούσαμε νά βλέπαμε τί γίνεται στόν ἀέρα γύρω μας, θά φρίτταμε! Κάθε στιγμή οἱ δαίμονες προσπαθοῦν νά μᾶς κάνουν κακό καί οἱ Ἄγγελοι νά τούς ἀποτρέψουν. Γίνεται μάχη γύρω μας! Καί ὅταν κανείς ἐπικαλεῖται τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, βοηθάει τούς ἁγίους Ἀγγέλους νά κατατροπώσουν τούς δαίμονες πού μᾶς ἐπιτίθενται. Γιατί οἱ δαίμονες φρίττουν μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Κι ὅταν αὐτό τό κάνεις ἀδιάλειπτα, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με, καθαρίζει ἡ ἀτμόσφαιρα γύρω σου, καθαρίζει τό μυαλό σου, καθαρίζει ἡ ὕπαρξή σου ἀπό τίς δαιμονικές ἐνέργειες. Γιατί ὁ διάβολος φρίττει τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί φεύγει. Νά τί σημασία ἔχει νά ἐπικαλούμαστε τόν Χριστό. Ἡ ἐπίκληση τοῦ θείου ὀνόματος διώχνει τούς δαίμονες, καθαρίζει τήν ψυχή καί τό σῶμα μας. Κατακαίει τούς δαίμονες τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι μόνο τούς δαίμονες, καί τούς ἀσεβεῖς ἀνθρώπους. Ὅταν κάποιος σᾶς ἐπιτίθεται, ἄν ἐκείνη τή στιγμή πεῖτε τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ξέρετε; Τά μαζεύει καί φεύγει! Δοκιμάστε καί θά δεῖτε. Εἶναι θυμωμένος καί θέλει νά σᾶς βρίσει, θέλει νά σᾶς χτυπήσει, ἄν πεῖς ἐσύ δυνατά, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με, θά τά μαζέψει καί θά φύγει. Θά φύγει τό πονηρό πνεῦμα δηλαδή πού τόν κυριεύει κι αὐτόν, καί θά σ’ ἀφήσει ἥσυχο.
Στή θεία μετάληψη τί λέμε; «Ἄνθραξ γάρ ἐστι τούς ἀναξίους φλέγων». Φλέγει τούς ἀναξίους τό πῦρ τῆς Θεότητος πού ὑπάρχει μέσα στά Τίμια Δῶρα. Φλέγει καί τούς δαίμονες, φλέγει καί τά ὄργανα τῶν δαιμόνων. Γι΄ αὐτό δέν εἶναι δικαιολογημένο νά φοβᾶται ὁ χριστιανός. Ἀφοῦ ἔχει ὅπλα παντοδύναμα. Ἀτομική βόμβα θά λέγαμε, καί πολύ περισσότερο, εἶναι τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. «Καί γάρ ὁ Θεός ἡμῶν πῦρ καταναλίσκον»27, λέει πάλι στήν πρός Ἑβραίους, 12ο κεφάλαιο, στίχος 29ος. Καί στήν Ἔξοδο στό 24ο κεφάλαιο λέει «τό δέ εἶδος τῆς δόξης Κυρίου ὡσεί πῦρ φλέγον ἐπί τῆς κορυφῆς τοῦ ὄρους»28. Τό εἶδος τῆς δόξης Κυρίου σάν φωτιά πού κατακαίει τό ὄρος. Ἔτσι εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ σάν φωτιά.
Καί ἔχουμε πεῖ, ὅτι στήν Δευτέρα Παρουσία, ὅταν θά ἔρθει ὁ Κύριος πάλι, γιά νά κρίνει ζῶντας καί νεκρούς, ποιά θά εἶναι ἡ κρῖσις; Ἡ κρῖσις θά εἶναι ἀκριβῶς ἡ ὅρασις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία γιά μέν τούς δικαίους, τούς μετανοημένους, αὐτούς πού ἀγάπησαν τόν Χριστό, ὅσο ζοῦσαν ἐδῶ στή γῆ, θά εἶναι αὐτή ἡ ὅρασις ὡς φῶς γλυκύτατο. Γιά δέ τούς ἀσεβεῖς, αὐτούς πού δέν ἀγάπησαν, δέν τήρησαν τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, πού δέν μετανόησαν, θά εἶναι ὡς πῦρ, ὡς φωτιά, ἡ ὅρασις αὐτή τοῦ Θεοῦ, τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι θά δοῦμε τόν Θεό στήν Δευτέρα Παρουσία. Τό πῶς θά Τόν δοῦμε, αὐτό θά μᾶς διαχωρίσει. Οἱ μέν δίκαιοι καί ἀγαθοί καί μετανοημένοι θά Τόν δοῦν ὡς φῶς γλυκύτατο, οἱ δέ ἀσεβεῖς καί ἀμετανόητοι ὡς πῦρ καταναλίσκον, ὡς φωτιά πού κατακαίει. Καί αὐτό εἶναι ἡ κόλαση.
– Τί εἶναι δηλαδή ἡ κόλαση;
Τό νά μήν ἀγαπᾶς τόν Θεό, ὁπότε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού ἔρχεται σέ σένα εἶναι φωτιά. Καί στά ἀνθρώπινα, ἕνας ἄνθρωπος πού σέ εὐεργετεῖ συνεχῶς καί ἐσύ συνεχῶς τόν φτύνεις, τόν καταπατεῖς, τόν κατασυκοφαντεῖς, τόν ἐχθρεύεσαι, καί μόνο πού τόν βλέπεις δέν εἶναι αὐτό κόλαση γιά σένα; Ἐνῶ ἐκεῖνος σοῦ φέρεται τόσο καλά, ἐσύ τόσο ἄσπλαχνα. Καί μόνη ἡ παρουσία του καί ἡ θέα του σέ ἐλέγχει, σέ κολάζει. Ἔτσι θά εἶναι καί ἡ ὅρασις τοῦ Χριστοῦ γιά τούς ἀσεβεῖς. Ἐνῶ ὁ Χριστός τούς ἔχει δώσει τά πάντα καί τούς δίνει τά πάντα, αὐτοί ἐπιμένουν νά Τόν φτύνουν, νά Τόν χτυποῦν, νά ἐπιτίθενται ἐναντίον Του. Ἀλλά βέβαια εἶναι σάν αὐτόν πού χτυπάει τά καρφιά μέ γυμνά πόδια29. Λέει στόν Σαῦλο, εἶναι σκληρό πράγμα αὐτό πού κάνεις. Καί αὐτό πού κάνουν οἱ ἄθεοι εἶναι σκληρό πράγμα. Γιά τούς ἴδιους εἶναι σκληρό, ὁ Θεός δέν παθαίνει τίποτα. Κλωτσοῦν τά καρφιά μέ γυμνά πόδια καί οἱ ἴδιοι πληγώνονται καί βασανίζονται.
Καί πάλι στήν Β΄ πρός Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή στό 1ο κεφάλαιο, στόν 8ο στίχο λέει «ἐν πυρί φλογός, διδόντος ἐκδίκησιν τοῖς μή εἰδόσι Θεόν καί τοῖς μή ὑπακούουσι τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»30. Βλέπετε; Ὑπάρχει ἡ ἐκδίκησις, ὑπάρχει ἡ τιμωρία ἐν πυρί φλογός. Ὁ Θεός εἶναι πῦρ καταναλίσκον. Σέ ποιούς; Τοῖς μή εἰδόσι Θεόν. Σ’ αὐτούς πού δέν γνωρίζουν τόν Θεό. Καί τοῖς μή ὑπακούουσι τῷ εὐαγγελίῳ. Καί σ’ αὐτούς πού δέν ὑπακούουν στό Εὐαγγέλιο. Αὐτοί εἶναι πού δέν γνωρίζουν τόν Θεό. Θεωρητικά ὅλοι ἔχουν γνωρίσει τόν Θεό, ὅλοι ἔχουν ἀκούσει. Δέν ἐννοεῖ αὐτούς. Ἐννοεῖ αὐτούς πού δέν ἔχουν γνωρίσει ἐμπειρικά τόν Θεό, δέν ἔχουν τηρήσει δηλαδή τίς ἐντολές καί δέν ἔχουν καταλάβει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός αὐτούς, γιατί οἱ ἴδιοι δέν Τόν ἀγάπησσαν.
«Ὅπλα κατά τῆς δειλίας. Ἀφοῦ λοιπόν κι αὐτός ὁ διάβολος ὁμολογεῖ», λέει ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, «ὅτι δέν ἔχει δύναμη γιά τίποτε, ὀφείλουμε νά τόν καταφρονοῦμε παντελῶς κι αὐτόν καί τά δαιμόνιά του»31. Τοῦ τό βεβαίωσε στήν προηγούμενη ὅραση πού μᾶς διηγήθηκε, τό εἶπε ὁ ἴδιος ὁ διάβολος ὅτι ἐγώ δέν ἔχω δύναμη. Τί μέ καταριέστε καί τά βάζετε μέ μένα; Μόνοι σας ταράζεστε. Γι’ αὐτό καί ἐμεῖς, λέει, δέν πρέπει νά τόν φοβόμαστε. Νά τόν καταφρονοῦμε τελείως καί τόν ἀρχηγό, τόν ἑωσφόρο, καί τά δαιμόνια, τούς ὑποτακτικούς του.
«Καί ἔχει μέν ὁ ἐχθρός μαζί μέ τά σκυλιά του τόσες πολλές πανουργίες, ἐμεῖς ὅμως ἀφοῦ μάθαμε τήν ἀδυναμία τους, μποροῦμε νά τούς περιφρονοῦμε. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο βεβαιωμένοι, ἄς μήν ἀποθαρρυνόμαστε ἐκ τῶν προτέρων, οὔτε νά περνοῦν δειλίες ἀπό τήν ψυχή μας, οὔτε νά δημιουργοῦμε φόβους στό μυαλό μας συνεχῶς, λέγοντας: – Μήπως ἄρα ἅμα ἔλθει ὁ δαίμονας μᾶς ἀνατρέψει;». Μᾶς φέρει τούμπα; Μᾶς ρίξει πάλι στήν ἁμαρτία; Μήν τόν φοβᾶσαι. «Μήπως, ὡς δυνατότερος, ἐπικρατήσει καί μέ νικήσει ἤ ξαφνικά παρουσιαστεῖ καί μέ συνταράξει!»32. Πόσοι ἄνθρωποι φοβοῦνται! Καί ἰδίως μέσα στό σκοτάδι… Καλά, ἄν εἶναι κανένα μικρό παιδάκι, ἀλλά ἐσύ πού εἶσαι ὥριμος χριστιανός, τί φοβᾶσαι; Μή μοῦ ἐμφανιστεῖ, λέει, ξαφνικά ὁ διάβολος. Δέν θά σοῦ ἐμφανιστεῖ. Μή φοβᾶσαι. Καί νά σοῦ ἐμφανιστεῖ; Δέν προκεῖται νά σέ πειράξει, νά σοῦ κάνει κακό, ἐφόσον δέν ἔχει δύναμη, δέν ἔχει καμία ἐξουσία πάνω σου. Ἄν ἔχει πάρει ἄδεια ἀπό τόν Χριστό νά σέ πειράξει, πάλι γιά τό καλό σου θά εἶναι. Ὅπως ἔγινε μέ τόν Ἰώβ. Καί ἐσύ κερδισμένος θά βγεῖς κι αὐτός θά βγεῖ κατισχυμένος, γιατί ὅπως εἴπαμε «Ἐξέλιπον αἱ ῥομφαῖαι τοῦ ἐχθροῦ εἰς τέλος»33. Ἔχουν σβήσει πλέον, ἔχουν σπάσει τά σπαθιά τοῦ ἐχθροῦ καί δέν ὑπάρχει δύναμη καμία εἰς τόν διάβολο.
Δέν πρέπει, λοιπόν, νά δειλιάζουμε καί νά φοβόμαστε τόν διάβολο. «Οὔτε κἄν νά σκεπτόμαστε ἔτσι ἤ κάτι τέτοια πράγματα, μήτε νά λυπούμαστε σάν νά εἴμαστε χαμένοι. Μᾶλλον δέ, νά ἔχουμε τό θάρρος καί νά χαιρόμαστε πάντοτε, γιατί ἔχουμε σωθεῖ κι ἄς σκεπτόμαστε βαθιά μέ τήν ψυχή μας, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας. Αὐτός πού τούς κατατρόπωσε καί τούς κατήργησε». Αὐτός εἶναι μαζί μας καί δέν πρέπει νά φοβόμαστε τίποτε. «Νά βάζουμε στό μυαλό μας καί νά θυμόμαστε πάντοτε, ὅτι, ἐφ’ ὅσον ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας, τίποτε δέν θά μᾶς κάνουν οἱ ἐχθροί. Ὅταν ἔλθουν, ὅ,τι λογῆς μᾶς βροῦν, ἀνάλογα κι αὐτοῦ συμπεριφέρονται ἀπέναντί μας καί ἀνάλογα μέ τίς σκέψεις πού βρίσκουν μέσα μας, ἐξομοιώνουν κι αὐτοί τίς φαντασίες τους (τά φαντάσματά τους)»34. Προσέξτε το κι αὐτό. Τί κάνουν οἱ δαίμονες; Ἀνάλογα μέ τήν ψυχική κατάσταση στήν ὁποία θά μᾶς βροῦν, ἐξομοιώνουν καί τίς φαντασίες. Δέν πρέπει λοιπόν νά φοβόμαστε. Ὅταν μᾶς δοῦν νά φοβόμαστε, κάνουν ἀκόμα περισσότερα θά λέγαμε τεχνάσματα, γιά νά μᾶς τρομάξουν περισσότερο. Ἐνῶ, ὅταν μᾶς δοῦν ὅτι εἴμαστε ἄφοβοι, τότε κατατροπώνονται, τότε ἀποχωροῦν.
Ἐπίσης δέν πρέπει νά δεχόμαστε καμία συμβουλή, ἐπήρεια τοῦ διαβόλου. Αὐτό πού σκεπτόμαστε ἐμεῖς, αὐτό μᾶς παρουσιάζει κι αὐτός, δῆθεν γιά νά μᾶς ἐξυπηρετήσει. Θά πεῖτε: Ξέρει τί σκεπτόμαστε; Ὄχι, δέν ξέρει. Εἶναι κι αὐτό ἕνα βασικό πού πρέπει νά ἔχουμε ὑπόψη μας. Ὁ διάβολος δέν γνωρίζει τίς σκέψεις μας. Δέν γνωρίζει! Ἀλλά τί κάνει; Εἰκάζει, ὑποθέτει καί μερικές φορές πέφτει μέσα. Ἀπό αὐτά πού βλέπει, τίς ἐξωτερικές μας κινήσεις, τήν ἔκφραση τοῦ προσώπου μας κ.λ.π. ἔχει πείρα ἀρκετῶν ἐτῶν, χιλιάδων ἐτῶν καί μπορεῖ νά ὑποθέσει τί θέλουμε κάθε στιγμή καί νά μᾶς τό φέρει. Ἄς ποῦμε, ἐμεῖς πεινᾶμε. Τό καταλαβαίνει ὁ διάβολος καί μπορεῖ νά μᾶς φέρει ψωμί μπροστά μας. Φανταστικό ψωμί, κατά φαντασίαν, γιά νά μᾶς πλανήσει. Ἤ ποτό… τό ἴδιο, στό φέρνει μπροστά σου. Καί λές, τί γίνεται τώρα; Πῶς τό κατάλαβε; Τό ὑπέθεσε. Δέν πρέπει σέ καμιά περίπτωση νά συγκατατεθοῦμε σ’ αὐτά, νά τά δεχτοῦμε καί νά πάρουμε αὐτά πού μᾶς προσφέρει, γιατί σίγουρα θά πάθουμε κακό. Ὅλα τά ὁράματα τά δαιμονικά κάνουν κακό, νά ξέρετε, στόν ἄνθρωπο καί ποτέ ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει νά ἐπιθυμεῖ τέτοια ὁράματα. Μερικοί ἔχουν περιέργεια νά ζήσουν κάτι ὑπερφυσικό! Ὄχι! Γιατί ἐκεῖνο τό ὑπερφυσικό που θά ζήσεις 99%, γιά νά μήν ποῦμε 100%, δέν θά εἶναι ἀπό Ἀγγέλους, θά εἶναι ἀπό δαίμονες. Ἐπειδή εἴμαστε σέ κατάσταση πτώσης οἱ ἄνθρωποι, συγγενεύουμε περισσότερο μέ τούς δαίμονες παρά μέ τούς Ἀγγέλους, ἔτσι ὅπως εἴμαστε τώρα. Καί τά περισσότερα ὁράματα εἶναι ἀπό αὐτούς.
Ἐάν, λοιπόν, σοῦ προσφέρουν κάτι, νά μήν τό δεχτεῖς, οὔτε ἐπήρρεια οὔτε δῶρο οὔτε συμβουλή οὔτε τίποτε. Καί προσοχή νά μήν τούς φοβᾶσαι, νά μή δειλιάζεις. «Ἐάν π.χ. μᾶς βροῦν νά δειλιάζουμε καί ταραγμένους, εὐθύς ἀμέσως αὐτοί, σάν τούς ληστές πού βρῆκαν ἀφύλαχτο τόν τόπο τόν καταλαμβάνουν, καί ὅ,τι σκεπτόμαστε μέσα μας, τό ἴδιο κάνουν κι αὐτοί μέ τό παραπάνω»35. Φοβᾶσαι ἄς ποῦμε μή σοῦ κάνανε μάγια, αὐτοί ὁρμᾶνε καί σέ τρομοκρατοῦνε καί σέ πείθουν ὅτι ὄντως σοῦ ἔχουν κάνει μάγια καί τρέχει ὁ ἄνθρωπος πανικόβλητος ἀπό τόν ἕναν πνευματικό στόν ἄλλον, γιατί μέσα του ἔχει τέτοια φοβία καί ὁ διάβολος τοῦ ἐνισχύει αὐτή τή φοβία συνεχῶς καί συνεχῶς. Ἄν ὅμως πάψει νά φοβᾶται, θά πάψουν καί αὐτοί οἱ λογισμοί πού ἔχει μέσα του. Καί τί κάνει ὁ διάβολος; Μέ τό νά σέ βάζει νά τρέχεις συνεχῶς, σέ ἐμποδίζει ἀπό τό κύριο ἔργο, πού εἶναι ἡ μετάνοια. Ἔχω δεῖ τέτοιους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι νομίζουν ὅτι τούς ἔχουν κάνει μάγια καί τρέχουν ἀπό τόν ἕναν πνευματικό στόν ἄλλον, ἀπό τόν ἕναν γέροντα στόν ἄλλον, ὁπουδήποτε στήν Ἑλλάδα ἤ καί ἐκτός Ἑλλάδος, ἀλλά δέν ἀσχολοῦνται μέ τά πάθη τους. Ἀφήνουν ἀνεξέλεγκτα τά πάθη τους καί ὅλο καί περισσότερο ὁ διάβολος ἔτσι τούς κοροϊδεύει καί τούς κυριεύει. Τούς κυριεύει μέσω τῶν παθῶν. Πολλές φορές λέω σέ τέτοιους ἀνθρώπους, δέν χρειάζεται νά κάνουν μάγια σέ σένα ἤ στό παιδί σου, ἀφοῦ τό παιδί σου συζεῖ ἤ ἐσύ ἁμαρτάνεις ἔτσι, πορνεύεις κ.λ.π., δέν χρειάζονται μάγια. Ἤδη ἔχεις δαιμονική ἐπήρεια ἀπό τόν τρόπο ζωῆς πού ἔχεις. Ἔτσι ὅπως κάνεις σέ ἐπηρεάζει ὁ διάβολος, σέ ἔχει κυριέψει, δέν χρειάζεται νά κάνει ἐπίκληση κανένας μάγος γιά νά ἔρθει τό πονηρό πνεῦμα. Ἤδη τό ἔχεις πάρει ἐσύ τό πονηρό πνεῦμα μέ αὐτά πού κάνεις. Τό ἔχεις βάλει μέσα σου.
«Ἄν δηλαδή, μᾶς βλέπουν φοβισμένους καί νά τά ἔχουμε χαμένα, αὐξάνουν περισσότερο τή δειλία μας μέ τά φαντάσματα καί τίς ἀπειλές καί ἔτσι τοῦ λοιποῦ κολάζεται μέσα σ’ αὐτά ἡ ταλαίπωρη ψυχή.
Νά χαιρόμαστε, γιατί εἴμαστε τοῦ Κυρίου καί νά σκεπτόμαστε γιά τά μελλοντικά ἀγαθά», τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόν παράδεισο πού μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ ὁ Κύριος, ἀφοῦ μείνουμε πιστοί σ’ Αὐτόν, «καί νά θυμόμαστε τά λόγια, τά ἔργα καί τήν ἀποστολή τοῦ Κυρίου καί νά σκεπτόμαστε ὅτι ὅλα εἶναι στό χέρι τοῦ Κυρίου καί ὅτι δέν ἔχει καμιά δύναμη ὁ διάβολος κατά τοῦ Χριστιανοῦ, οὔτε ἔχει καθόλου ἐξουσία ἐναντίον κανενός». Ἀκόμα καί στόν πιό ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, νά ξέρετε, ὁ διάβολος δέν ἔχει ἐξουσία, ἀλλά τοῦ δίνει ἐξουσία ὁ ἁμαρτωλός μέ αὐτά πού κάνει, ἀφοῦ πηγαίνει καί τόν φωνάζει καί τόν βάζει μέσα του. Ἀλλά ἀπό μόνος του ὁ διάβολος δέν ἔχει ἄδεια νά πειράξει κανέναν. Ὁ Θεός παραχωρεῖ, γιατί βλέπει ὅτι μέσα ἀπό αὐτόν τόν πειρασμό πού θά μᾶς κάνει, θά ἔχουμε μία προσωρινή κόλαση, μία προσωρινή τιμωρία, ἡ ὁποία, ἄν ἔχουμε καλή διάθεση, θά μᾶς ὁδηγήσει σέ μετάνοια καί στή σωτηρία. Ἄν δέν ἔχουμε καλή διάθεση, θά εἶναι μία προειδοποίηση γιά τήν αἰώνια κόλαση. Πολλές φορές, βέβαια, ὁ Θεός ὅταν δεῖ ὅτι εἴμαστε τελείως ἀνεπίδεκτοι μαθήσεως, ὅπως λέμε, ἀδιόρθωτοι, ἀμετανόητοι, δέν ἔχουμε καμία διάθεση μετανοίας, δέν ἀφήνει τόν διάβολο νά μᾶς πειράξει, γιατί ἤδη πλέον ἔχουμε ὑποδουλωθεῖ σ’ αὐτόν. Δέν χρειάζεται νά σοῦ κάνει σωματικούς πειρασμούς, ἀρρώστιες, οἰκονομικές καταστροφές κ.λ.π. Καί βλέπεις τέτοιους ἀνθρώπους πού δέν πατᾶνε στήν ἐκκλησία, δέν ζοῦνε κατά Θεόν, πού κάνουν τέτοιες ἁμαρτίες καί τούς πᾶνε ὅλα καλά, κοσμικά καλά. Ἀλλά ὄχι μέχρι τό τέλος… Ἤ κι ἄν πᾶνε καλά ἔτσι μέχρι τέλους τῆς ζωῆς τους, δέν θά πᾶνε καλά τά παιδιά τους. Ἀλλά καί οἱ ἴδιοι βέβαια θά ἔχουν ὅλα νά τά ξεχρεώσουν στήν ἄλλη ζωή. Θά εἶναι φοβερή ἡ κόλαση αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.
Ἑπομένως, εἴτε ἐδῶ εἴτε ἐκεῖ, ὁ ἄνθρωπος θά πάρει «ἔνδικο μισθαποδοσία»36, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Δηλαδή θά πάρει τήν δίκαιη ἀνταπόδοση καί τόν μισθό αὐτῶν πού ἔπραξε. Ἔπραξες ἀγαθά; Θά ἔχεις μισθό ἀγαθό. Ἔπραξες κακά; Θά ἔχεις καί τόν κακό μισθό, τήν κόλαση δηλαδή.
Ὅταν μᾶς δοῦνε οἱ δαίμονες νά εἴμαστε μέσα στή χαρά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, ὡς σωζόμενοι, νά χαιρόμαστε ὡς σωζόμενοι, ὡς ἄνθρωποι πού βρήκαμε τόν δρόμο γιά τή ζωή τήν αἰώνια καί τή σωτηρία, πού ὁ Θεός μᾶς ἀξίωσε νά μποῦμε στήν Ἐκκλησία Του, πού εἶναι ὁ χῶρος τῆς σωτηρίας, -πρέπει νά τό χαιρόμαστε αὐτό καί νά δοξάζουμε τόν Θεό- ὅταν μᾶς βρεῖ ὁ διάβολος νά χαιρόμαστε αὐτά τά μελλοντικά ἀγαθά, τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόν παράδεισο, ὅταν μᾶς βρεῖ νά σκεφτόμαστε τό πῶς ἔζησε ὁ Χριστός, τό τί ἔκανε γιά μᾶς, τί εἶπε, πῶς μᾶς κήρυξε, πῶς θαυματούργησε, πῶς ἔπαθε, σταυρώθηκε, ἐτάφη, ἀναστήθηκε, ἀναλήφθηκε, δοξάστηκε, πού εἶναι τώρα στά δεξιά τοῦ Πατρός, ὅταν τά σκεφτόμαστε ὅλα αὐτά, τότε δέν ἔχει καμιά δύναμη ὁ δαίμονας ἐπάνω μας. Ὅταν σκεφτόμαστε ὅτι ὅλα εἶναι στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, στό χέρι τοῦ Θεοῦ, τότε πάλι δέν ἔχουν καμία ἐξουσία πάνω μας καί ἔτσι «βλέποντας τήν ψυχή ἀσφαλισμένη μέ τέτοιους λογισμούς, γυρίζουν καί φεύγουν καταντροπιασμένοι»37. Νά, γιατί συνεχῶς ὁ χριστιανός πρέπει νά ἔχει μέσα στή μνήμη του τόν Χριστό μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, μέ τή μνήμη τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, μέ τή μνήμη τῆς Θείας οἰκονομίας, τοῦ τί ἔκανε ὁ Χριστός γιά τή σωτηρία μας.
«Ὅταν εἶδε τόν Ἰώβ ὁ ἐχθρός τόσο καλά περιφραγμένο μ’ αὐτόν τόν τρόπο», μέ τούς ἀγαθούς λογισμούς, μέ τήν προσευχή καί τήν πίστη στή θεία πρόνοια, «ἀποχώρησε ἀπ’ αὐτόν. Τόν Ἰούδα ὅμως βρίσκοντας γυμνό ἀπό τέτοιες σκέψεις, τόν αἰχμαλώτισε.
Ὥστε, ἐάν θέλουμε νά καταφρονήσουμε τόν ἐχθρό, ἄς σκεπτόμαστε πάντοτε τά τοῦ Κυρίου», τοῦ τί ἔκανε ὁ Χριστός γιά μᾶς «καί ἄς χαίρει πάντοτε ἡ ψυχή μας μέ τήν ἐλπίδα στόν Κύριο. Ἔτσι θά βλέπουμε τά παιχνίδια τῶν δαιμόνων νά ἐξαφανίζονται σάν καπνός καί τούς ἴδιους θά τούς βλέπουμε νά φεύγουν μᾶλλον, καί ὄχι νά μᾶς καταδιώκουν»38. Λένε μερικοί, μέ κυνηγάει ὁ πειρασμός. Γιατί σέ κυνηγάει; Μήπως γιατί ἐσύ δέν κυνηγᾶς τόν Χριστό, δέν ἔχεις τόν νοῦ σου στόν Χριστό; Ὁπότε ὁ διάβολος σέ ἔχει πάρει ἀπό κοντά, σέ βλέπει πού δειλιάζεις, πού ὁ νοῦς σου δέν εἶναι ἐκεῖ πού πρέπει νά εἶναι καί σέ ἔχει πάρει στό κατόπι, ὅπως λέμε, καί δέν σ’ ἀφήνει σέ ἡσυχία.
«Οἱ δαίμονες, ὅπως προεῖπα, εἶναι πολύ δειλοί, μιᾶς καί προσμένουν τό αἰώνιο πῦρ, τό ἑτοιμασμένο γι’ αὐτούς»39. Ἡ αἰώνια κόλαση δέν ἑτοιμάστηκε γιά τούς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτούς εἶναι καί ξέρουν ὅτι θά ἔρθει. Τί εἶπαν στόν Χριστό; «Ἦλθες νά μᾶς βασανίσεις πρό καιροῦ;»40, εἶπαν οἱ δαίμονες μέ τό στόμα τοῦ δαιμονισμένου ἐκεῖ στά Γέργεσα. Τό ξέρουμε ὅτι θά πᾶμε στήν κόλαση, ἀλλά δέν ἦρθε ἀκόμα ἡ ὥρα μας, ἄφησέ μας νά μποῦμε στούς χοίρους… Βλέπετε, πού δέν ἔχουν ἄδεια οὔτε σ’ ἕνα ζῶο νά μποῦνε. Πόσο μᾶλλον νά πειράξουν τόν ἄνθρωπο…
«Ἐρωτῆστε: Τίς εἶ σύ καί πόθεν;». Ποιός εἶσαι ἐσύ καί ἀπό ποῦ ἔρχεσαι; Ὁτιδήποτε δεῖς, ἀκούσεις κάτι, νά ρωτήσεις, μή φοβηθεῖς. Μήν ἐκπλαγεῖς, μήν τά χάσεις. Τί εἶναι αὐτό; Τί εἶσαι ἐσύ πού μοῦ μιλᾶς τώρα ἤ πού μοῦ φανερώνεσαι; «Ὡς τεκμήριο, γιά ἀπόδειξη δική σας καί γιά ἀφοβία ἐναντίον τους», λέει ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, «νά ’χετε τό ἑξῆς: Ὅταν γίνει κάποια φαντασία, μήν τά χάνεις ἐκ τῶν προτέρων ἀπό δειλία» ἤ καί μία σκέψη ἀκόμα καί ἕνας λογισμός πού σοῦ ἔρχεται ξαφνικά καί σοῦ καρφώνεται. Μήν τά χάσεις. «Ὁποιαδήποτε κι ἄν εἶναι ἡ φαντασία αὐτή, πάρε θάρρος καί ρώτα πρῶτος: – Ποιός εἶσαι σύ καί ποῦθε ἔρχεσαι; «Τίς εἶ σύ καί πόθεν»; Καί ἐάν μέν εἶναι ὀπτασία ἁγίων, σέ πληροφοροῦν», σοῦ λένε, εἶμαι ὁ τάδε Ἅγιος «καί μεταβάλλουν τόν φόβο σου σέ χαρά» καί σοῦ λένε, μή φοβᾶσαι, μήν ταράζεσαι, εἶμαι ὁ τάδε Ἅγιος, εἶμαι ἀγαθό πνεῦμα, εἶμαι Ἄγγελος Κυρίου.. «Ἄν δέ εἶναι καμιά διαβολική ὀπτασία, ἀμέσως ἀδυνατεῖ, γιατί βλέπει ἰσχυρή τή διάνοιά σου. Γιατί μέ τό νά ρωτά κανείς νά μάθει: – Τίς εἶ σύ καί πόθεν;» Ποιός εἶσαι ἐσύ καί ἀπό ποῦ; «Αὐτό εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀπόδειξη ἀταραξίας»41. Δέν τά χάνεις, ρωτᾶς. Ὅπως στόν στρατό, ὑπάρχει ὁ φύλακας στό φυλάκειο καί ὑπάρχει τό σύνθημα – τό παρασύνθημα, καί ὅταν ἀκούσει ὁποιοδήποτε θόρυβο ὁ στρατιώτης γυρίζει τό ὅπλο πρός τά ἐκεῖ καί λέει: Τίς εἶ σύ; Ποιός εἶσαι; Ἀλλιῶς σέ πυροβολῶ. Πρέπει νά πεῖς τό σύνθημα καί τό παρασύνθημα. Αὐτό εἶναι ἀπόδειξης ἀφοβίας καί ἀταραξίας. Ἐνῶ , ἕνας στρατιώτης πού τρέμει καί δέν μπορεῖ νά πεῖ οὔτε τό «τίς εἶ σύ;» καί τρέμει τό ὅπλο στά χέρια του, φυσικά αὐτός εἶναι ὅ,τι πιό εὔκολο γιά τόν ἐχθρό.
«Ἔτσι καί ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυή ρώτησε καί ἔμαθε», ὅταν τοῦ ἐμφανίστηκε Ἀρχιστράτηγος Κυρίου στήν Ἰεριχώ. Εἶδε τότε ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυή ἕναν ἄνθρωπο μέ ρομφαία στό χέρι «καί προσελθών Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ». Δέν φοβήθηκε, πῆγε κοντά του ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυή καί τοῦ λέει: «ἡμέτερος εἶ ἤ τῶν ὑπεναντίων;». Εἶσαι δικός μας ἤ τῶν ἐχθρῶν; Νά ξέρουμε μέ ποιόν ἔχουμε νά κάνουμε. Ποιός εἶσαι; «Ὁ δέ εἶπεν αὐτῷ· ἐγώ ἀρχιστράτηγος δυνάμεως Κυρίου νυνί παραγέγονα»42. Ἐγώ εἶμαι Ἀρχιστράτηγος τῶν δυνάμεων τοῦ Κυρίου. Βλέπετε αὐτή τήν ἐρώτηση: ἡμέτερος εἶ ἤ τῶν ὑπεναντίων; Ἔτσι καί ἐσύ καί ἐγώ καί ὁποιοσδήποτε δέν πρέπει νά φοβόμαστε. Νά ρωτᾶμε: Ποιός εἶσαι; Δικός μας εἶσαι ἤ τοῦ ἐχθροῦ; «Καί δέν κατόρθωσε νά ἐξαπατήσει ὁ ἐχθρός τόν Δανιήλ, ἀκριβῶς ἐπειδή τόν ρώτησε»43. Ὑπάρχει καί ἕνα ἀνάλογο περιστατικό στό βιβλίο τοῦ Δανιήλ.
Αὐτά εἴχαμε νά ποῦμε σήμερα γιά τίς πανουργίες τῶν δαιμόνων καί γιά τήν ὑπερνίκηση τῆς δειλίας, πού μᾶς πιάνει ἀπέναντι στόν διάβολο. Δέν δικαιολογεῖται καθόλου.
Αὐτές τίς μέρες ἀσχολούμαστε μέ τά τοῦ πνευματικοῦ κόσμου καί σ’ αὐτή τή συνάφεια τῶν μαθημάτων τοῦ Εὐεργετινοῦ κάνουμε κι αὐτά τά μαθήματα ἀπό τόν Ἅγιο Ἀντώνιο, τίς διδασκαλίες του περί τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Νά εὐχηθοῦμε καί πάλι, χρόνια πολλά καί εὐλογημένα καί ἡ Παναγία νά μᾶς σκεπάζει ὅλους.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
https://hristospanagia3.blogspot.com/
1 Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου πατρός ἡμῶς Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου, ἐκδ. Ρηγόπουλος, (στό ἑξῆς: Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου).
2 Β΄Κορ. 11, 14.
3 Ψαλμ. 90, 7.
4 Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου.
5 Α΄Ἰωάν. 4, 1.
6 Ὅ.π.
7 Ὅ.π.
8 Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου.
9 Β΄Κορ. 12, 11.
10 Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου.
11 Ψαλμ. 19, 8.
12 Ψαλμ. 37, 14.
13 Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου.
14 Ὅ.π.
15 Ὅ.π.
16 Ὅ.π.
17 Ὅ.π.
18 Ρωμ. 8, 35.
19 Ὅ.π.
20 Λουκ. 10, 18.
21 Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου.
22 Ψαλμ. 9, 7.
23 Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου.
24 Ἰακ. 1, 14.
25 Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου.
26 Α΄Θεσ. 5, 17.
27 Ἑβρ. 12, 29.
28 Ἔξ. 24, 17.
29 Πράξ. 26, 24.
30 Β΄Θεσ. 1, 8.
31 Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου.
32 Ὅ.π.
33 Ψαλμ. 9, 7.
34 Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου.
35 Ὅ.π.
36 Ἑβρ. 2, 2.
37 Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου.
38 Ὅ.π.
39 Ὅ.π.
40 Ματθ. 8, 29.
41 Ἡ ψυχή μετά τόν θάνατο, Ρόουζ Σεραφείμ Ἱερομόναχος, ἐκδ. ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ, 2014, (στό ἑξῆς: Ἡ ψυχή μετά τόν θάνατο).
42 ἸτΝ. 5, 13-14.
43 Ἡ ψυχή μετά τόν θάνατο.