Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:Οἱ Προφῆτες, οἱ Κληρικοί καί οἱ λαϊκοί μέσα στήν Ἐκκλησία

Γιά νά κάνουμε μία σύνδεση μέ τά προηγούμενα, λέγαμε ὅτι ὑπάρχουν στήν σειρά τῶν μαθημάτων τῆς Πατερικῆς Θεολογίας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη δύο εἰδῶν ἀποκαλύψεις. Ἡ μία ἀποκάλυψη εἶναι τῆς νοερᾶς εὐχῆς καί ἡ ἄλλη εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῆς θεώσεως. Λέγοντας ἀποκάλυψη ἐννοοῦμε ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καί οἱ δύο αὐτές ἀποκαλύψεις ἀντιστοιχοῦν στά δύο στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, φωτισμό καί θέωση. Βέβαια πάντα προηγεῖται ἡ κάθαρση, δηλαδή ἡ μετάνοια πού πρέπει νά ἔχει ὁ χριστιανός, ὥστε νά ἀποβάλλει ἀπό τήν καρδία του τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες, μέ σκοπό νά δημιουργηθεῖ χῶρος γιά τόν Θεό καί νά ἔρθει ὁ φωτισμός, στό μέτρο πού θά καθαρισθεῖ καί θά δεχτεῖ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καρδία του. Ὑπάρχει καί τό τρίτο στάδιο τό ὑψηλότερο τῆς θεώσεως, ὅπου πλέον ὁ ἄνθρωπος δέχεται -θά λέγαμε σχηματικά- μιά πληρέστερη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ.Ἐπίσης εἴπαμε ὅτι στήν Ἐκκλησία ὁ πραγματικός θεολόγος εἶναι αὐτός πού ἔχει φθάσει στή θέωση. Ἐνῶ αὐτός πού θεολογεῖ, ἔχει φθάσει στόν φωτισμό. Ὅσοι ἔχουν πτυχίο θεολογίας καί δέν ἔχουν φθάσει στή θέωση, δέν μποροῦν νἀ ὀνομαστοῦν θεολόγοι. Γιά νά θεολογήσει κανείς σωστά, νά μιλήσει σωστά γιά τόν Θεό, θά πρέπει νά ἀκολουθήσει αὐτούς πού ἔχουν ὑποστεῖ τήν θέωση καί ἔχουν μιλήσει γιά τόν Θεό. Γι’ αὐτό στην Ορθοδοξία «εἴμαστε ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσιν», δηλαδή ἀκολουθοῦμε τούς Ἁγίους Πατέρες. Δέν πηγαίνουμε οὔτε δίπλα τους, οὔτε μπροστά τους, οὔτε μιλᾶμε γιά ὑπέρβαση τῶν Πατέρων, ὅπως μιλοῦν κάποιοι σημερινοί μεταπατερικοί θεολόγοι. Ἡ ταπείνωση τοῦ ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ ἀπαιτεῖ νά ἀκολουθεῖ τούς Ἁγίους Πατέρες κι, ἄν κάποιος δέν ἀκολουθεῖ τούς Ἁγίους Πατέρες, ὁπωσδήποτε ἔχουμε ἐπιφύλαξεις γιά τήν ὀρθότητα τῶν λόγων του. Ἐπίσης, ἄν κάποιος δέν ἐπικυρώνει μέ τή ζωή του καί μέ τήν διδασκαλία του καί δέν συμφωνεῖ μέ τό consensus patrum, μέ αὐτό πού λέμε συμφωνία ὅλων τῶν Πατέρων διαχρονικά στά 2000 χρόνια πού ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία στή γῆ, ὁπωσδήποτε δέν εἶναι σωστός θεολόγος, δέν θεολογεῖ σωστά.

– Ὑπάρχουν κάποια κριτήρια, ἐπιστημονικά κριτήρια, γιά τό ἄν ἡ θεολογία κάποιου εἶναι σωστή ἤ ὄχι;

Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι ἀντικειμενικά αὐτά πού λέμε ἤ μήπως εἶναι ὑποκειμενικά; Ἡ Θεολογία πού ἔχουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες οἱ θεωμένοι, εἶναι κάτι πού τό ἔζησαν μόνο αὐτοί ἤ εἶναι κάτι πού μποροῦμε νά τό ζήσουμε κι ἐμεῖς; Ὁπότε εἶναι κάτι πού θά λέγαμε ὅτι ὑπάρχει ἀντικειμενικά.

Λέει ἐδῶ ὁ π. Ἰ. Ρωμανίδης τί ἰσχύει στίς θετικές ἐπιστῆμες. Τί ἐννοοῦμε ὅμως λέγοντας ἀντικειμενικότητα στήν ἔρευνα; Στίς θετικές ἐπιστῆμες ἡ ἀντικειμενικότητα ἀποκτᾶται μέ τήν παρατήρηση καί μέ τήν ἀνάλυση. Π.χ. πῶς μάθαμε ὅτι ὑπάρχουν περίπου 100.000 γονίδια μέσα σ’ ἕνα κύτταρο; Αὐτό τό βρῆκε μιά ὁμάδα ἐπιστημόνων στήν Ἀμερική. Μποροῦμε νά ποῦμε ἄν εἶναι σωστό; Μποροῦμε. Γιατί μιά ἀντίστοιχη ὁμάδα ἐδῶ στήν Ἑλλάδα μπορεῖ νά πάρει τό μικροσκόπιο καί νά κάνει τήν ἀνάλογη ἔρευνα. Ἔτσι θά ἐπαληθεύσει αὐτή τήν ἔρευνα πού ἔγινε στήν Ἀμερική. Αὐτή εἶναι ἡ ἐπιστημονική μέθοδος: ἡ παρατήρηση, τό πείραμα, ἡ ἀνάλυση καί τά συμπεράσματα, τά ὁποῖα εἴτε ἐπαληθεύουν, εἴτε ἀπορρίπτουν μία προηγούμενη γνώση. Ἄν λοιπόν κάτι εἶναι ἀντικειμενικά σωστό, ἐπαληθεύεται παντοῦ καί σέ ὁποιοδήποτε χρόνο. Ἔτσι μιλοῦμε γιά μία γνώση.

Στήν θεολογία τώρα μποροῦμε νά ἔχουμε κάτι ἀντίστοιχο, ἤ αὐτό πού ἔζησε ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος ἦταν μόνο γιά αὐτόν, μιά ὑποκειμενική γνώση καί δέν ὑπάρχει ἀντικειμενικά; Ἔτσι τά σκέφθηκε αὐτός, ἤ τά φαντάστηκε, ὅπως λένε κάποιοι καί συκοφαντοῦν τούς Ἁγίους ὅτι εἶχαν φαντασιώσεις καί δέν ἔζησαν πραγματικά γεγονότα;

Τό ἴδιο γίνεται καί στἠν ἀστρονομία, δηλαδή στόν μακρόκοσμο. Πρίν τό 1926 ὅλοι οἱ ἀστρονόμοι πίστευαν ὅτι ὑπῆρχε ἕνας μόνο γαλαξίας. Σήμερα ὅμως τό 1983 μέ τά ραδιοτηλεσκόπια οἱ ἀστρονόμοι γνωρίζουν ὅτι ὑπάρχουν τουλάχιστον 100.000.000 γαλαξίες στό σύμπαν! Στίς μέρες μας ἔχουν ἀνακαλύψει κι ἄλλους. Δηλαδή βλέπει κανείς καί διαπιστώνει διά τῆς ἐμπειρίας τῆς παρατηρήσεως, στίς θετικές ἐπιστῆμες ἰσχύει ἡ παρατήρηση καί τό πείραμα. Αὐτή ἡ ἀντικειμενικότητα, πού ὑπάρχει στίς θετικές ἐπιστῆμες καί ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τήν παρατήρηση, τό πείραμα καί τήν μέτρηση εἶναι ἡ σπονδυλική στήλη τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν. Τό δέ χαρακτηριστικό τῆς ἀντικειμενικότητας αὐτῆς τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν εἶναι πρῶτον ἡ ἐπαναληψιμότητα τοῦ πειράματος –τό πείραμα μπορεῖ νά ἐπαναληφθεῖ- καί δεύτερον ἡ ἀναπαραγωγή (ἐπιβεβαίωση) τοῦ ἀποτελέσματος.

Πάντα δηλαδή τό συγκεκριμένο πείραμα ἐπαναλαμβανόμενο κάτω ἀπό τίς ἴδιες συνθῆκες ἔχει πάντα τό ἴδιο ἀποτέλεσμα. Ὁπότε μιλᾶμε γιά μιά ἀντικειμενική γνώση. Δηλαδή πολλοί ἐπιστήμονες σέ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου μποροῦν παράλληλα νά πιστοποιήσουν ἐκεῖνο, πού κάποιος συνάδελφός τους πρῶτος ἀνακάλυψε. Ἔτσι γίνεται καθολικά ἀποδεκτή μιά ἀνακάλυψη. Αὐτό ἄραγε ἰσχύει στή θεολογία; Μπορεῖ νά γίνει τό ἴδιο πράγμα; Δηλαδή τίς ἐμπειρίες τοῦ Ἁγίου Συμεών πού εἶδε τό ἄκτιστο Φῶς, μποροῦμε νά τίς ἐπαληθεύσουμε; Μποροῦμε. Γι’ αὐτό λέμε ὅτι ἡ θεολογία εἶναι θετική ἐπιστήμη, δέν εἶναι θεωρητική, δέν εἶναι φιλοσοφία. Μπορεῖ νά πειραματιστεῖ κανείς πάνω σ’ αὐτό καί νά τό ἐπαληθεύσει μέ τήν ζωή του. Ὅπως μέ τήν μαρτυρία τῶν ἐγκύρων ἐπιστημόνων ἐπαληθεύεται τό συμπέρασμα πού ἔκανε ὁ τάδε ἐπιστήμονας.

Οἱ διάφορες θεολογίες, πού χρησιμοποιοῦνται σήμερα στήν Ὀρθοδοξία, εἶναι ἁπλῶς ὑπολογισμοί τοῦ τί εἶναι ἡ Πατερική Παράδοσις. Ὑποκειμενικοί ὑπολογισμοί. Ἤ μήπως εἶναι κάτι ἀντικειμενικό; Πῶς ὅμως ἕνας σημερινός Ὀρθόδοξος θεολόγος μπορεῖ νά ἀποκτήσει ἀντικειμενικότητα στήν Θεολογία του; Μπορεῖ νά ἀποκτήσει; Βεβαίως μπορεῖ, ἄν μπεῖ στήν ἴδια διαδικασία στήν ὁποία μπῆκαν καί οἱ Θεοφόροι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν στή θέωση καί εἶχαν τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ τήν ὁποία μᾶς κατέγραψαν, περνώντας μέσα ἀπό ἕνα δρόμο. Ὁ δρόμος εἶναι ἡ κάθαρση – ἡ μετάνοια δηλαδή, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση. Ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς τώρα μπορεῖ νά κάνει τό ἴδιο πράγμα. Θά λέγαμε ὅτι εἶναι κρίμα νά μήν προσπαθήσει κανείς. Ἄν καί μία δυσκολία εἶναι ὅτι ὄντας ἀπό μικροί μέσα στήν Ἐκκλησία, τά δεχθήκαμε καί τά πιστέψαμε ὅλα αὐτά ὡς δεδομένα καί δέν μπήκαμε στήν διαδικασία νά τά ἐπαληθεύσουμε. Ἀλλά πρέπει νά τά ζήσουμε καί οἱ ἴδιοι.

Ἔχουμε τό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Σισώη ὅταν κοιμήθηκε, πού ἔλαμψε σάν τόν ἥλιο καί εἶδε τόν Χριστό πού ἦλθε νά παραλάβει τήν ψυχή του. Μήπως ἦταν φαντασία του; Ὄχι γιατί εἶδαν καί οἱ ἄλλοι αὐτή τήν λάμψη. Τήν ἴδια ἐμπειρία ἔχουμε καί στόν Ἅγιο Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ πού ἔλαμπε τό πρόσωπό του σάν τόν ἥλιο. Τήν ἴδια ἐμπειρία συναντοῦμε καί στόν ἅγιο Μωυσῆ, πού ἔλαμπε τόσο τό πρόσωπό του καί ἀναγκάστηκαν νά βάλουν μιά ὀθόνη γιά νά τόν κοιτάξουν. Τήν ἴδια ἐμπειρία ἔχουμε καί στόν ἄγιο Λουκιανό πού ἔλαμπε καί γιά νά τοῦ μιλήσει ὁ Αὐτοκράτορας ἔβαλε ἕνα πανί. Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ὑπάρχει αὐτή ἡ ἐπαναληψιμότητα τοῦ φαινομένου καί ἡ ἐπαλήθευση.

Τό ἴδιο πράγμα τό βλέπουμε καί σέ σύγχρονους Ἁγιορεῖτες. Στήν Μονή Σταυρονικήτα εἶχε πάει μιά ὁμάδα προσκυνητῶν. Μετά τό Ἀπόδειπνο οἱ Πατέρες ἔβγαλαν τά ἱερά Λείψανα γιά νά τά προσκυνήσουν. Μεταξύ αὐτῶν ἦταν ἕνας ἄπιστος, πού εἶχε λογισμούς ἀπιστίας: «Τώρα τά κόκκαλα θά μᾶς βάζουν νά προσκυνοῦμε οἱ καλόγεροι;» Ὁ ἱερομόναχος ὅμως ὄντας θεοφόρος καί γεμάτος Χάρη Θεοῦ, ἐνῶ τούς μιλοῦσε, ἄστραψε τό πρόσωπό του καί τό εἶδαν ὅλοι. Τό γεγονός αὐτό ἔκανε τόν ἄπιστο νά συγκλονισθεῖ καί νά πιστέψει κι αὐτός.

Ἡ ἴδια ἐμπειρία στήν Παλαιά Διαθήκη μέ τόν Μωυσῆ, στήν Καινή Διαθήκη μέ τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καί σήμερα, πού σημαίνει ὅτι δέν μιλᾶμε γιά ὑποκειμενικά φαινόμενα, οὔτε γιά φαντασιώσεις, ἀλλά γιά οὐσιώδη πράγματα καί ἐπαληθεύσιμα.

Συμβαίνει νά ἔχουμε στά χέρια μας ἕναν θησαυρό, τήν Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, πού εἶναι ἀπαύγασμα καί ἀποτέλεσμα αἰώνων ἐμπειριῶν, πού ἐπαναλαμβάνονται, ἀνανεώνονται καί καταγράφονται ἀπό τούς θεουμένους τῶν διαφόρων ἐποχῶν. Ἔχουμε τίς ἐμπειρίες τῶν Πατριαρχῶν, τῶν Προφητῶν, καί μετά τίς ἐμπειρίες τῶν Ἀποστόλων, τίς ὁποῖες ὅλες ἀποκαλοῦμε δοξασμό. Δοξασμός = ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ πού λάμπει στό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἴδια δόξα πού ἔλαμψε στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στό Θαβώρ.

Δοξάζεται ὁ Προφήτης σημαίνει ὅτι βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Δοξάζεται ὁ Ἀπόστολος σημαίνει ὅτι ὁ Ἀπόστολος βλέπει τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Βλέποντας ὁ Ἀπόστολος τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ, τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ, αὐτή εἶναι ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ, τό ἄκτιστο Φῶς, διαπιστώνει ἀπό τήν ἴδια τήν ἐμπειρία του ὅτι ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ στήν Καινή Διαθήκη εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη, ἡ ἴδια δόξα, ἡ ἴδια ἐνέργεια. Τό ἄκτιστο Φῶς τό ὁποῖο λέγεται στήν Ἁγία Γραφή καί Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅταν παρακαλεῖ ὁ Ἱερέας στή Θεία Λειτουργία νά ἔλθει τό Ἅγιο Πνεῦμα καί νά μεταβάλλει τά Τίμια Δῶρα, παρακαλεῖ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ νά ἔλθει καί νά μεταβάλλει τά Τίμια Δῶρα, ἡ ὁποία εἶναι Θεός, δέν εἶναι μιά ἀνυπόστατη ἐνέργεια, εἶναι Ἐνυπόστατη. Αὐτή ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἴδια καί στήν Παλαιά Διαθήκη καί στήν Καινή Διαθήκη.

Ὁπότε αὐτός πού στήν Παλαιά Διαθήκη ὀνομάζεται Γιαχβέ εἶναι ὁ Χριστός τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἁπλῶς στήν Παλαιά Διαθήκη δέν ἔχει σῶμα. Εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός, πού στήν Παλαιά Διαθήκη λέγεται Γιαχβέ ἤ λέγεται Ἐλωΐμ. Εἶναι ὁ Χριστός τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἡ δόξα τοῦ Γιαχβέ εἶναι ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος εἶναι ὁ Γιαχβέ στήν Παλαιά Διαθήκη. Ἡ δόξα πού βλέπει ὁ Μωυσῆς στήν Βάτο καί συνομιλεῖ εἶναι πάλι ὁ Γιαχβέ. Ὁ Γιαχβέ εἶναι πού ἐμφανίζεται καί στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὡς ἄσαρκος Λόγος στήν Παλαιά Διαθήκη, ὡς ἔνσαρκος Λόγος στήν Καινή Διαθήκη.

Ἔτσι λοιπόν βλέπουμε τήν ἐπανάληψη τῆς ἐμπειρίας τῶν Προφητῶν -τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί στούς ἀνθρώπους τῆς Καινῆς Διαθήκης- μέ τήν διαφορά ὅμως ὅτι τώρα στόν Γιαχβέ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔχει προστεθεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύσις τοῦ Χριστοῦ. Διότι οἱ Ἀπόστολοι ἐδοξάσθησαν μετά τήν Ἐνσάρκωση, οἱ τρεῖς μερικῶς κατά τήν Μεταμόρφωση στό ὄρος Θαβώρ, ὅλοι ὅμως πλήρως κατά τήν Πεντηκοστή, κατά τήν ὁποίαν ἔφθασαν στό ἀνώτατο ὕψος δοξασμοῦ, πού μπορεῖ νά φθάσει ποτέ ἕνας ἄνθρωπος σ’ αὐτήν τήν ζωή.

Ὑπάρχουν βαθμίδες θεώσεως. Μιά πρώτη βαθμίδα θεώσεως τήν πῆραν οἱ τρεῖς μαθητές στό Θαβώρ, ὅπου ἔλαμψαν τά πρόσωπά τους. Τήν πλήρη καί τήν ὕψιστη τήν ἔφθασαν στήν Πεντηκοστή. Αὐτή τήν ὕψιστη βαθμίδα μπορεῖ νά τήν φθάσει κάποτε ἕνας ἄνθρωπος καί σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ζωή. Γι’ αὐτό καί οἱ Ἀπόστολοι εἶναι πρῶτοι στήν κλίμακα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. «Ὁ Θεός ἔθετο πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους…» (Α΄Κορ. 12,28). Μετά τούς Ἀποστόλους ἔχουμε τίς ἐμπειρίες τῶν θεουμένων, -αὐτός πού ἔχει φθάσει ἤ φθάνει καί ζεῖ τήν θέωση- πού εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Νά κάνουμε μία παρένθεση γιά τήν μέλλουσα νά συνέλθει Πανοθρόδοξη Σύνοδο τό 2016. Μία Σύνοδος γιά νά εἶναι Οἰκουμενική πρέπει νά ἔχει θεουμένους ἀνθρώπους μέσα, πού νά ἔχουν ὑποστεῖ τήν θέωση. Καί οἱ ἑπτά Οἰκουμενικές Σύνοδοι, ἦταν Οἰκουμενικές, γιατί εἶχαν μέσα θεουμένους ἀνθρώπους. Καί θεουμένους καί θεωμένους.

Αὐτή ἡ διαδοχή τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Καί μέχρι σήμερα ἔχουμε ἀνθρώπους θεωθέντες: τόν Γέροντα Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, τόν Γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ, τόν Γέροντα Πορφύριο, Ἅγιος τώρα καί ἐπίσημα, τόν Γέροντα Ἰάκωβο τῆς Εὔβοιας, τόν Γέροντα Ἰωσήφ τόν Σπηλαιώτη, τόν Γέροντα Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη. Ὅλοι αὐτοί εἶναι θεωμένοι ἄνθρωποι τοῦ 20ου αἰῶνος, οἱ ὁποῖοι εἶχαν αὐτή τήν ἴδια ἐμπειρία πού εἶχαν καί οἱ Ἀπόστολοι στό Θαβώρ. Αὐτή λοιπόν ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως εἶναι ἡ ραχοκοκκαλιά τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως, καθώς καί τό θεμέλιο τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Γι’ αὐτό καί σᾶς εἶπα δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει Σύνοδος ἔγκυρη, ἀληθινή Σύνοδος καί ὄχι ληστρική, ἄν δέν ὑπάρχουν θεωμένοι ἄνθρωποι μέσα σ’ αὐτήν. Ἡ μέλλουσα νά συνέλθει, θά εἶναι Οἰκουμενική; Ζήτημα… Μᾶλλον ἀμφίβολο. Γιατί γιά νά εἶναι, πρῶτον θά πρέπει νά ἐπικυρώσει ὅλες τίς προηγούμενες Οἰκουμενικές Συνόδους καί νά πεῖ «εἴμαστε ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσιν», δεύτερον νά ὑπάρχουν θεωμένοι ἄνθρωποι καί τρίτον βεβαίως νά γίνει ἀποδεκτή ἀπό τόν λαό. Ὁ τελικός ἀποδέκτης καί κριτής εἶναι ὁ λαός. Ὄχι ὁ λαός τό σύνολο τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλά ὁ λαός τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι οἱ ἀληθινοί τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ πλεῖστοι δυστυχῶς καί ἀπό τούς Ὀρθοδόξους σήμερα εἶναι ἀδιάφοροι. Δέν μιλᾶμε γι’ αὐτούς, ἀλλά γιά τούς ἀνθρώπους τούς ἀληθινούς τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοί πρέπει νά ἀποδεχτοῦν αὐτά πού θά ἀποφασιστοῦν στή Σύνοδο, γιά νά εἶναι ὄντως αὐτή ἡ Σύνοδος, ἔγκυρη καί πραγματική καί ἀληθινή.

Τό θεμέλιο λοιπόν τῶν τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως, τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Λειτουργικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μέχρι σήμερα. Τί λέμε κανονικό Δίκαιο; Λέμε τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, τό Πηδάλιο, τό ὁποῖο στήν ἐποχή μας δυστυχῶς βάλλεται ἀπό τούς ἐχθρούς καί τῶν Πατέρων καί τῆς Ἐκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἐμφανίζονται ὡς μοντέρνοι καί ἐκσυγχρονιστές καί χτυποῦν τό Πηδάλιο. Τό Πηδάλιο ὅμως ἔχει γραφτεῖ ἀπό θεωμένους ἀνθρώπους καί οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι κάποιες διατάξεις πού γράφτηκαν ἀπό δικηγόρους πού ἤθελαν νά γράψουν νομικούς κανόνες, ἀλλά εἶναι καρπός θεώσεως, ὁπότε καί οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θεόπνευστοι, ὅπως εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, ὅπως εἶναι τά Πατερικά κείμενα, τά Λειτουργικά κείμενα, τά κείμενα τῆς Θείας Λειτουργίας, τά Μηναῖα, ἡ Παρακλητική… Ὅλα αὐτά εἶναι θεόπνευστα κείμενα γιατί ἔχουν ὡς θεμέλιο τήν θέωση καί τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως τῶν ἀνθρώπων πού τά ἔγραψαν, δηλαδή τῶν θεωμένων ἀνθρώπων.

Ὁπότε, ἄν σ’ αὐτήν στηριχθεῖ ἕνας σημερινός Ὀρθόδοξος θεολόγος, -στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως- ἄν δηλαδή γίνει μελετητής τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως, μπορεῖ ὁ ἴδιος νά μήν ἔχει φθάσει στή θέωση, ἀλλά, ἄν εἶναι ἑπόμενος τοῖς ἁγίοις πατράσιν καί πάρει ὡς θεμέλιο ἀκριβῶς τήν κατατεθειμένη ἐμπειρία τῶν θεωμένων ἀνθρώπων, αὐτός βαδίζει μέ ἀσφάλεια καί σωστά καί, ἄν ὁ ἴδιος μπεῖ στή διαδικασία περνώντας μέσα ἀπό τήν κάθαρση καί φωτισμό, φθάσει στήν θέωση, ὥστε ὄχι μόνο νά τήν κατανοήσει ἐγκεφαλικά ἀλλά καί νά διαπιστώσει ὁ ἴδιος ἐν Πνεύματι Ἁγίω. Νά ζήσει καί ὁ ἴδιος ὅ,τι ἔγραψαν οἱ Πατέρες, νά τά ἐπαληθεύσει μέ τήν ζωή του καί τότε μιλᾶμε γιά ἐπιστημονική ἐπαλήθευση αὐτῶν τῶν γνώσεων, γιά τίς ὁποῖες μιλοῦν οἱ Πατέρες καί διαπιστώνουμε ὅτι ὁ καθένας πού θέλει μπορεῖ νά τίς ζήσει. Κάτι ἀνάλογο δηλαδή μέ τά πειράματα στίς θετικές ἐπιστῆμες. Μιά ἀνακοίνωση λ.χ. πού κάνει μιά ὁμάδα στήν Ἀμερική πάνω σέ μιά καινούργια γνώση, μποροῦμε νά τήν ἐξετάσουμε καί ἐμεῖς στήν Ἑλλάδα καί νά ἔχουμε τό ἴδιο ἀποτέλεσμα.

Εἶναι μεγάλη ἁμαρτία καί ἐνδεχομένως νά μᾶς ζητήσει τόν λόγο ὁ Θεός διότι οἱ περισσότεροι δέν μπαίνουν κἄν στόν κόπο, ἔστω γιά λίγο, νά τηρήσουν αὐτά πού λέει ὁ Χριστός, ὥστε νά δοῦν στήν πράξη ἄν ὄντως εἶναι ἀληθινά αὐτά πού μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ. Λέει π.χ. «μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν» (Ματθ. 11,29).. Λέει τί πρέπει νά κάνεις, νά εἶσαι πρᾶος καί ταπεινός καί λέει ὅτι τό ἀποτέλεσμα θά εἶναι ἡ ἀνάπαυση τῆς καρδιᾶς. Ὅμως δέν μπαίνουν κἄν στόν κόπο νά τό ἐξετάσουν αὐτό πού λέει ὁ Χριστός. Γιατί τό ἀπορρίπτεις a priori, ἐξ ἀρχῆς; Ἀφοῦ βλέπεις ὅτι δέν ἀναπαύεται ἡ καρδιά σου! Γιατί δέν ἀναρωτιέσαι μήπως ἔχει δίκαιο ὁ Χριστός; Μήπως ἔχει δίκαιο ἡ Ἐκκλησία -καί οἱ παπάδες πού λένε ἔτσι εἰρωνικά- ὅταν λένε κάντε αὐτό κι αὐτό; Νά κάνεις μιά ἐπιστημονική ἔρευνα, μήν τό δεχτεῖς ἀβασάνιστα, νά τό ἐξετάσεις. Καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς παρακινεῖ καί μᾶς λέει: «Ἐρευνᾶτε τάς Γραφάς» (Ίω. 5,39). Καί στόν Ἀπόστολο Θωμᾶ εἶπε: «ἔλα νά βάλεις τό δάκτυλό σου γιά νά πιστέψεις». Καί μετά «Ἐπίστευσες, διότι Μέ εἶδες· μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες» (Ἰω. 20,27-29). Καί μόλις ἐξέτασε ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς, δέν ἐπαλήθευσε ἁπλῶς τό γεγονός ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὄντως ζωντανός καί εἶναι ὁ Ἐσταυρωμένος Κύριός του, ἀλλά βρῆκε τήν Θεότητα ἐξερχομένη ἀπό τίς πληγές καί δέν λέει ἁπλῶς εἶσαι ὁ Ἐσταυρωμένος διδάσκαλός μου, ἀλλά λέει «Εἶσαι ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Βλέπετε πῶς ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός καί σ’ αὐτούς πού πηγαίνουν καί ἐρευνοῦν μέ καλή πρόθεση καί μέ καλή προαίρεση! Ἔχουμε περιστατικά ἀθέων πού προσπάθησαν νά κλονίσουν τήν πίστη στήν Ἀνάσταση καί νά γράψουν βιβλία ἐναντίον τῆς Ἀνάστασης καί μόλις ἐρεύνησαν τό πράγμα, ἔγραψαν βιβλία ὑπέρ τῆς Ἀνάστασης. Καί ἔχουμε Ὀρθοδόξους πού λένε ‘’ποῦ ξέρω ἐγώ τώρα; Ἄλλη ζωή! Τί μοῦ λές τώρα; Μήπως γύρισε κανείς ἀπό τήν ἄλλη ζωή!». Οὔτε ἔστω μέ τήν λογική δέν ἀναζητοῦν νά δοῦν ἄν αὐτά πού γράφουν τά Εὐαγγέλια ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Χριστός εἶναι ἀλήθεια. Αὐτοί οἱ ἐπιστήμονες πηγαίνοντας μέ ὀρθολογισμό, βρῆκαν ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά μήν ἔχει γίνει Ἀνάσταση καί πίστεψαν μέ τήν λογική. Ὁ Χριστός μᾶς ἱκανοποιεῖ καί τήν λογική, δέν μᾶς ζητάει νά πιστέψουμε ἔτσι ἀβασάνιστα κάτι παράλογο.

Ἔτσι μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι κι ἐμεῖς μποροῦμε νά ἔχουμε αὐτήν τήν ἀντικειμενικότητα στήν θεολογία, ἐφόσον μποῦμε στή διαδικασία πού μπῆκαν καί οἱ Ἅγιοι. Μιμούμενοι τούς Ἁγίους, ζώντας δηλαδή μέ μετάνοια, μέ κάθαρση, ὁπότε θά ἔλθει καί ὁ φωτισμός καί ἄν θέλει ὁ Θεός καί ἡ θέωση.

– Ποιός εἶναι τώρα ὁ “προφήτης” στήν Καινή Διαθήκη;

Στήν Παλαιά Διαθήκη γνωρίζουμε ὅτι οἱ Προφῆτες, προφήτευαν, μιλοῦσαν γιά τόν ἐρχόμενον Μεσσία. Στήν Καινή Διαθήκη ὅμως ποιός εἶναι ὁ Προφήτης; Ἐπάνω στήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περί τῆς θείας Χάριτος βασίζεται ὅλη ἡ διδασκαλία Τῆς περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὡς καί περί τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «οὕς μέν ἔθετο ὁ Θεός ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους…» (Α΄Κορ. 12,28). Ἀργότερα ἐπεκράτησε ἡ ἄποψις ὅτι ὁ προφήτης τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἦταν ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων Χριστιανῶν.

Γιατί οἱ Ἐπίσκοποι -ὅταν λειτουργοῦσε σωστά ἡ Ἐκκλησία- ἦταν οἱ θεωμένοι ἄνθρωποι καί ὅπως θά δοῦμε στήν ἀνάλυση τοῦ π. Ἰωάννη, προφήτης ἦταν ὁ θεωμένος ἄνθρωπος, αὐτός πού ἔχει φθάσει στή θέωση. Γιά νά καταλάβετε, ὅταν λειτουργοῦσε σωστά ἡ Ἐκκλησία, δέν μποροῦσες νά γίνεις διάκονος, ἄν δέν εἶχες ἀρχίσει τήν κάθαρση καί δέν εἶχες προχωρήσει. Δέν μποροῦσες νά γίνεις Πρεσβύτερος, ἄν δέν εἶχες ὁλοκληρώσει τήν κάθαρση καί δέν ἤσουν στό στάδιο τοῦ φωτισμοῦ, ὥστε νά μπορεῖς νά φωτίσεις, νά καθοδηγήσεις τό ποίμνιό σου. Δέν μποροῦσες νά γίνεις Ἐπίσκοπος, ἄν δέν εἶχες φθάσει στή θέωση. Τώρα τί γίνεται σήμερα, ἀφῆστε το…

Ὁπότε ἔχουμε: Πρῶτον τούς Ἀποστόλους, μετά τούς Ἐπισκόπους καί μετά τούς Πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι κατ’ αὐτήν τήν ἄποψιν εἶναι οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν τώρα διαβάσουμε τό 14o κεφάλαιο τῆς Α’ πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, βλέπουμε ὅτι ἐκεῖ ἀναφέρεται σαφῶς ὅτι στήν ἐνορία τῆς Κορίνθου ὑπῆρχαν πολλοί προφῆτες, χριστιανοί δηλαδή μέ προφητικό, προορατικό χάρισμα. Διότι γράφει: «Νά μιλήσουν οἱ προφῆτες σέ ὁμάδες τῶν δύο ἤ τῶν τριῶν». Ὁπότε ὑπῆρχαν τουλάχιστον τρεῖς προφῆτες, ἴσως καί περισσότεροι, ἕξ ἤ ἑπτά. Ἐδῶ οἱ προφῆτες τῆς Κορίνθου δέν ἦσαν ὅλοι τους ἐπίσκοποι.

Ὅμως τί σημαίνει ἡ λέξις προφῆτες τοῦ ἀποστόλου Παύλου; Τό τί σημαίνει φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι σέ ἄλλο σημεῖο γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅτι δέν ἔχει ἀποκαλυφθεῖ τό Μυστήριο τοῦ Θεοῦ σέ προηγούμενες γενεές, ὅπως ἀποκαλύφθηκε στήν δική του, ὅπως ἀποκαλύφθηκε δηλαδή «νῦν τοῖς ἀποστόλοις καί προφήταις» (Ἐφ. 3.5). Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶχε ἀποκαλυφθεῖ στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπως ἀποκαλύφθηκε τώρα στούς Ἀποστόλους καί στούς Προφῆτες. Ἐδῶ δηλαδή δέν μιλάει γιά τούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά γιά τούς Προφῆτες τῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτό σημαίνει ὅτι:

α) Ἀπόστολος εἶναι ἐκεῖνος στόν ὁποῖο ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ὁ Χριστός ἐν δόξη. Γι’ αὐτό στό 15o κεφάλαιο τῆς Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς του ἀπαριθμεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅλους ἐκείνους, στούς ὁποίους ἐμφανίσθηκε ὁ Χριστός μετά τήν Ἀνάστασή Του, ἀλλά καί μετά τήν Πεντηκοστή, διότι δέν κάνει διαφοροποίηση μεταξύ τῶν ἐμφανίσεων τοῦ Χριστοῦ πρό τῆς Πεντηκοστῆς καί μετά τήν Πεντηκοστή.

Ὁπότε τό πρωταρχικό γνώρισμα τοῦ ὁποιουδήποτε Ἀποστόλου δέν ἦταν μόνο ὅτι ἦταν μαθητής τοῦ Χριστοῦ πρό τῆς Σταυρώσεώς Του, ἀλλά καί τό γεγονός ὅτι ὁ Χριστός εἶχε ἀποκαλυφθεῖ σ’ αὐτόν ἐν δόξη μετά τήν Ἀνάστασή Του. Γι’ αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Δέν γνωρίζω τόν Χριστόν κατά σάρκα, ἀλλά κατά πνεῦμα» (Β΄Κορ. 5,16). Διότι, γιά νά γνώριζε τόν Χριστόν κατά σάρκα, σήμαινε ὅτι θά ἔπρεπε νά εἶχε συναναστραφεῖ μαζί Του πρό τῆς Σταυρώσεώς Του, τό ὁποῖο δέν συνέβη μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο. Μετά τήν Σταύρωση, Ταφή καί Ἀνάστασή Του δέν γνωρίζουμε τόν Χριστόν κατά σάρκα, ἀλλά κατά πνεῦμα. Δηλαδή βλέπουμε τόν Χριστόν νοερῶς μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς, καθώς καί ἐν δόξη κατά τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως.

β) Προφήτης εἶναι ἐκεῖνος, στόν ὁποῖο ἐπίσης ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ὁ Χριστός. Ὁπότε ἐμφανίζεται ὁ Χριστός μετά τήν Ἀνάστασή Του, ἐμφανίζεται μέσα σέ δόξα καί αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἐμπειρία, πού ἀποκτᾶ κανείς ὅταν βλέπει τόν Χριστόν ἐν δόξη, τόν καθιστᾶ αὐτομάτως εἴτε Ἀπόστολον εἴτε Προφήτην. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ προφήτης, γιά τόν ὁποῖο ὁμιλεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔχει φθάσει στήν θέωση.

Ἑπομένως αὐτοί οἱ Προφῆτες πού ἦταν στήν Κόρινθο δέν ἦταν Ἐπίσκοποι, ἤταν ἄνθρωποι πού εἶχαν φθάσει στή θέωση. Καί αὐτό φαίνεται σαφῶς ἀπό ἐκεῖνο πού λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πρίν πεῖ τό «…οὕς μέν ἔθετο ὁ Θεός ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας…», πού εἶναι τό: «…εἴτε δοξάζεται ἕν μέλος, συγχαίρει πάντα τά μέλη» (Α΄Κορ. 12,26). Μιλάει δηλαδή γιά δοξασμό. Καί οἱ Προφῆτες ἔβλεπαν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, εἶχαν φθάσει στή θέωση.

Ἐξ ἄλλου ἔχει γίνει πλέον ἀποδεκτό ὅτι αὐτά, πού γράφει ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης γιά τούς τότε ἐπισκόπους, δέν ἀπέχουν ἀπό τήν πραγματικότητα. Δηλαδή ὅτι, ὅπως ὁ προφήτης τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶναι ἐκεῖνος πού ἔχει φθάσει σέ θέωση, ἔτσι καί γιά τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη ἐπίσκοπος εἶναι ἐκεῖνος πού ἔχει φθάσει στή θέωση. Ἀπό αὐτούς μάλιστα τούς προφήτας τοῦ ἀποστόλου Παύλου προῆλθαν οἱ τότε ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐπεκράτησε νά λέγεται ὁ προεστώς προφήτης τῆς ἐνορίας ἐπίσκοπος καί οἱ ὑπόλοιποι πρεσβύτεροι, ἐνῶ στήν ἀρχή συνηθίζετο νά λέγωνται ὅλοι πρεσβύτεροι. Μετά ὁ προεστώς τῆς ἐνορίας ὀνομάστηκε Ἐπίσκοπος. Σημειωτέον ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου εἶχε τουλάχιστον πέντε προφῆτες (Α’ Κορ. 14,29). Δέν ἀπασχολοῦν τόν Παῦλο τόσο τά ὀνόματα ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος, ἀφοῦ, ὡς προφῆτες τούς θεωρεῖ μαζί μέ τούς ἀποστόλους, ὡς θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας (Ἐφ. 2,20). Ἡ χειροτονία τους, ὅπως στήν περίπτωση τῶν ἀποστόλων, ἦτο κατ’ εὐθείαν ἀπό τόν Χριστό μέσω τῆς θεώσεως (Ἐφ. 3,5) καί ἐν συνεχεία μέσω τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς θεώσεως αὐτῆς ἀπό τούς συνθεουμένους.

ἅγιος Νικήτας Στηθάτος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού ἔχουν χειροτονηθεῖ κατ’ εὐθείαν ἐπίσκοποι ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό, ἄν καί ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν ἀναγνωρίζονται ὡς ἐπίσκοποι. Ὅμως εἶναι ἐπίσκοποι· ἔχουν δηλαδή πνευματική ἐξουσία ἐπισκόπου. Εἶναι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν φτάσει στή θέωση. Φαίνεται ὅτι τότε στήν ἐνορία τῆς Κορίνθου ὑπῆρχε μία ἀναταραχή, γι’ αὐτό εἶχαν γράψει στόν Ἀπόστολο Παῦλο καί ὁ Ἀπόστολος τούς βάζει σέ μία τάξη. Ὅσοι εἶχαν γένη γλωσσῶν, πού εἶναι τά διάφορα εἴδη τῆς νοερᾶς προσευχῆς -καί ὄχι ὅπως πιστεύουν οἱ Προτεστάντες ὅτι εἶναι ξένες γλῶσσες- ἤ μερικοί ἀπ’ αὐτούς νόμιζαν ὅτι μποροῦσαν νά ἐξισωθοῦν μέ ὅλους τούς ἄλλους. Τά γένη γλωσσῶν εἶναι τό κατώτερο χάρισμα, τό τελευταῖο στή σειρά πού βάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἀλλά κάποιοι πού εἶχαν τά γένη γλωσσῶν ἤθελαν νά μποῦν πρῶτοι στή σειρά. Γι’ αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιά νά βάλει μία τάξη μέσα στήν Ἐκκλησία, μᾶς λέγει ὅτι πρῶτοι μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι οἱ Ἀπόστολοι, μετά ἔρχονται οἱ προφῆτες, μετά οἱ διδάσκαλοι καί τελειώνει μέ τά γένη τῶν γλωσσῶν .

Στά κεφάλαια 13, 14 καί 15 τῆς Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς του κάνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁλόκληρη ἑρμηνεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας. Ἀπό αὐτό φαίνεται σαφῶς ὅτι στίς ἐνορίες τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὅλα τά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ἦταν θεόκλητα. Καί τοῦτο, ἐπειδή ὅλοι εἶχαν δεχθεῖ τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδιά τους. Ὅσοι ἦταν ἐπίσημα μέσα στήν Ἐκκλησία εἶχαν τουλάχιστον νοερά προσευχή μέσα στήν καρδιά τους, ἀδιάλειπτη προσευχή. Εἶχαν ἑπομένως κλίση ἀπό τόν Θεό. Κι αὐτό γιατί ὅλοι εἶχαν δεχθεῖ τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά τους.

Ἦσαν δηλαδή θεόκλητα μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ εἶχαν χειροτονηθεῖ ἀπό τό ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι ἔφθασαν σέ δοξασμό, δηλαδή στήν θέωση, κατά τόν ἴδιο τρόπο οἱ προφῆτες ἦσαν ἐκεῖνοι, πού ἐπίσης εἶχαν φθάσει στήν θέωση, ἐνῶ ἀπό τούς διδασκάλους καί κάτω ἦσαν ὅσοι εἶχαν φθάσει μόνο σέ φωτισμό. Ἦταν ἡ κατώτερη βαθμίδα, ἦταν στό στάδιο τοῦ φωτισμοῦ, ὅπως καί τά γένη τῶν γλωσσῶν.

Ἐάν συνδυάσουμε τώρα αὐτές τίς πληροφορίες σέ ὅσα ἀναφέρονται στίς εὐχές τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἁγίου Μύρου, φαίνεται σαφῶς ὅτι τό Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Χρίσματος ἐθεωρεῖτο ὅτι ἦταν ἕνα Μυστήριο γι’ αὐτούς πού εἶχαν ἤδη δεχθεῖ τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδία τους. Δηλαδή γιά τούς φωτισμένους. Γι’ αὐτό δέν ἔπαιρναν μαζί μέ τό Βάπτισμα καί τό Χρίσμα, ὅπως γίνεται σήμερα.

Φαίνεται στήν ἀρχαία Ἐκκλησία δέν ἐτελεῖτο τό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος μαζί μέ τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος. Τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ἐτελεῖτο πρῶτον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, ἐνῶ τό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος προοριζόταν γιά ὅσους εἶχαν γίνει ἤδη μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Εἶχαν δηλαδή μέσα τους ἐγκαταστημένη τήν νοερά προσευχή. Ὑποτίθεται ὅτι εἶχε ἔλθει καί προσευχόταν μέσα στήν καρδιά τους τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἦταν θεόκλητοι. Καί τό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος ἐτελεῖτο ὡς ἐπισφράγισις αὐτοῦ τοῦ γεγονότος. Γι’ αὐτό κατά τήν τελετή αὐτοῦ τοῦ Μυστηρίου ἀναφωνοῦσε ὁ ἱερεύς. «Σφραγίς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου». Παίρνεις τήν πιστοποίηση τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἔχεις δεχθεῖ μέσα σου τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατ΄αὐτόν τόν τρόπο ἔχριε τόν Χριστιανό.

Ἡ σφραγίδα αὐτή τότε ἦταν ἡ ἐπιβεβαίωσις ἀπό τήν Ἐκκλησία ὅτι ὁ Χριστιανός ἐκεῖνος, πού μόλις εἶχε χρισθεῖ, βρισκόταν σέ κατάσταση φωτισμοῦ. Γι’ αὐτό στήν Λατινική Παράδοση τό Χρίσμα λέγεται confirmatio, δηλαδή ἐπιβεβαίωσις. Ἐπιβεβαίωσις ὅτι ὁ Χριστιανός ἐκεῖνος, ἀφοῦ πέρασε ἀπό κάθαρση, εἶχε φθάσει στήν κατάσταση φωτισμοῦ, μέσα του προσευχόταν τό Ἅγιο Πνεῦμα. Πόσο μακριά εἶναι αὐτά ἀπό τήν σημερινή κατάσταση! Σήμερα οἱ πλεῖστοι τῶν Χριστιανῶν ἀγνοοῦν καί τήν λέξη ἀκόμη τῆς νοερᾶς προσευχῆς.

Ὁπότε ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία καί τόν σφραγίζει καί θεωρεῖται πλέον μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι στήν ἀρχαία Ἐκκλησία μόνο μετά τό Χρίσμα ἐθεωρεῖτο ὁ βαπτισμένος μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ὄχι μέ τό Βάπτισμα. Τό Βάπτισμα ἦταν ἡ ἀρχική ὕπαρξη, ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Καί θά ἔπρεπε ὁ Χριστιανός νά ἐργασθεῖ πνευματικά ὥστε νά δέχθει τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδία του νά ἀποκτήσει τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί τότε θεωρεῖτο μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Μεγάλη διαφορά μέ τήν σημερινή πραγματικότητα, ὅπου οἱ πόρτες εἶναι ἀνοιχτές καί μπαινοβγαίνουν οἱ πάντες καί ὅλοι θεωροῦνται μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Δέν εἶναι ὅμως ὅλοι μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Μπορεῖ τυπικά νά θεωροῦνται μέλη, ἀλλά δέν εἶναι ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅπως μέσα σέ ἕνα ἀμπέλι ὑπάρχουν κλαδιά πράσινα πού δέχονται ζωτικούς χυμούς ἀπό τόν κεντρικό κορμό, ὑπάρχουν ὅμως καί κλαδιά ξερά. Αὐτά τά ξερά κλαδιά μπορεῖ νά εἶναι πάνω στό ἀμπέλι ἤ μπορεῖ νά εἶναι κομμένα τελείως. Ὁ κομμένος τελείως ἀντιστοιχεῖ στόν αἱρετικό, σέ αὐτόν πού πῆγε καί ἔκανε μύηση σέ Ἀνατολικές θρησκεῖες. Αὐτός ἔχει ἀποκοπεῖ. Ὁ ἄλλος πού εἶναι ξερό κλαδί καί εἶναι ἀκόμη κολλημένος στό ἀμπέλι, φυσικά δέν μπορεῖ νά κάνει καρπό. Αὐτός εἶναι ἕνας νεκρός. Εἶναι κολλημένος στήν Ἐκκλησία, ὑποτίθεται ὅτι εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά εἶναι νεκρό μέλος πού σημαίνει ὅτι δέν μπορεῖ νά καρποφορήσει, ἄρα δέν μπορεῖ νά σωθεῖ. Θά πρέπει νά μετανοήσει, νά δεχθεῖ πάλι τούς ζωτικούς χυμούς ἀπό τόν κεντρικό κορμό γιά νά ἀναζωογονηθεῖ ὥστε νά φέρει καί καρπό. Τότε πραγματικά γίνεται μέλος τῆς Ἐκκλησίας.

Μέσα σ’ αὐτά τά πλαίσια ὅμως βλέπουμε μία περίεργη ἐξέλιξη μέσα στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν ὁποία τό βασίλειον ἱεράτευμα, τῆς Ἐκκλησίας δέν παρέμεινε ποιοτικά ἐκεῖνο πού ἦταν ἀρχικά. Δηλαδή τά ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας – αὐτό εἶναι τό βασίλειο ἱεράτευμα – δέν παρέμεινε τό ἴδιο, ὅπως ἦταν στούς πρώτους χρόνους.

Ἀρχικά, δηλαδή στήν ἐποχή τῶν πρώτων Χριστιανῶν, ἔχουμε τούς λαϊκούς καί τούς κληρικούς. Ἐμεῖς σήμερα λαϊκούς λέμε αὐτούς πού δέν ἔχουν χειροτονία. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τούς λαϊκούς ὀνομάζει ἰδιῶτες -καί αὐτοί δέν εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐκεῖνοι πού ἑρμηνεύουν τούς ἰδιῶτες τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὡς λαϊκούς. Λαϊκός εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔχει μέν βαπτισθεῖ, ἀλλά δέν ἔχει ἀκόμη κληθεῖ ἄνωθεν, ὥστε νά γίνει βασίλειον ἱεράτευμα, δηλαδή κληρικός, δηλαδή δέν ἔχει μέσα του τήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή, εἶναι ἀκόμα ἰδιώτης, δέν ἔχει μπεῖ ἀκόμα ὡς ζωντανό μέλος στήν Ἐκκλησία. Ὡς κληρικός ἐθεωρεῖτο ὁ θεόκλητος, ἐκεῖνος δηλαδή πού εἶχε δεχθεῖ μέσα στήν καρδιά του τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί πού τό Πνεῦμα εἶχε ἀρχίσει νά προσεύχεται μέσα του. Ἐκεῖνος, δηλαδή πού εἶχε γίνει ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί γι’ αὐτό μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει «…οὕς ἔθετο ὁ Θεός ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ…» ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε πεῖ: «ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ» (Α΄Κορ. 12,27). Μᾶς δίνει δηλαδή ὁ ἴδιος τόν ὁρισμό τοῦ τί εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί δέν περιλαμβάνει μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ τούς ἰδιῶτες, τούς λαϊκούς πού δέν εἶχαν ἀκόμα δεχθεῖ τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἀργότερα, –λόγω τῆς ἐκκοσμίκευσης- ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ξέρουμε ὅτι ἦλθε ἐποχή, κατά τήν ὁποία ἐχειροτονοῦντο ὡς κληρικοί ἄνθρωποι, πού στήν ἀρχαία Ἐκκλησία θά ἐθεωροῦντο ὡς λαϊκοί, δηλαδή ἀκόμα δέν εἶχαν μπεῖ στήν Ἐκκλησία. Καί μετά αὐτοί οἱ ἄνθρωποι –ἐξ αἰτίας τῆς ἐκπτώσεως καί τῆς ἐκκοσμικεύσεως- ἐχειροτονοῦντο καί ἐπίσκοποι. Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, κάνει ὁλόκληρη ἀνάπτυξη ἐπάνω στό θέμα αὐτό. Κατά τά χρόνια πού ζοῦσε ὁ ἅγιος Συμεών, γύρω στά 1000 μ.Χ., ἔγινε αὐτή ἡ ἀλλοτρίωση μέσα στήν Ἐκκλησία καί διαμαρτυρήθηκαν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Ἔλεγε ὁ ἅγιος Συμεών «ἄνθρωποι πού θά ἔπρεπε νά εἶναι στήν τάξη τῶν λαϊκῶν, δηλαδή οὔτε κἄν νά θεωροῦνται μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν γίνει Ἐπίσκοποι ἤ ἔχουν γίνει Πνευματικοί» καί μιλοῦσε γιά «Πνευματικούς χωρίς Ἅγιο Πνεῦμα». Γιατί δέν γίνεσαι ‘μαγικά’ ἐπίσκοπος, μέ τό πού θά πάρεις τήν χειροτονία. Θά πρέπει νά ἐνεργεῖ μέσα σου τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό σημαίνει ὅτι εἰσῆλθε ἡ παράδοσις στήν Ἐκκλησία νά χειροτονοῦνται ὡς κληρικοί ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν τά προσόντα νά εἶναι κληρικοί τῆς Ἐκκλησίας. Δέν εἶχαν δηλαδή τίς πνευματικές προϋποθέσεις τῆς ἱερωσύνης.

Ἐναντίον αὐτῆς τῆς ἀνωμάλου καταστάσεως ἐπανεστάτησε ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος μέ τόσο μεγάλη ἐπιτυχία, ὥστε ἡ Ἐκκλησία τόν ὀνόμασε Νέο Θεολόγο. Ἀπό τήν ἐποχή του μέχρι τήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔγινε μία μεγάλη διαμάχη μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅσον ἀφορᾶ στά προσόντα ἐκλογῆς τῶν ἐπισκόπων. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς Ἡσυχαστικῆς ἔριδος, ὅπως ὀνομάσθηκε, κατά τήν ὁποία ἐπεκράτησε τελικά ἡ γραμμή τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, καθιερώθηκε οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας νά λαμβάνονται ἀπό τούς μοναχούς τῆς Ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως. Δηλαδή ἐπανῆλθε ἡ Ἐκκλησία στήν ἀρχαία τάξη, ἀλλά δυστυχῶς δέν κράτησε πολύ μέ τήν Φραγκοκρατία, τήν Τουρκοκρατία καί κυρίως τήν ἀλλοτριωμένη κατάσταση μετά τήν Τουρκοκρατία, ἡ ὁποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Ξέρουμε καί πῶς ἐκλέγονται σήμερα οἱ Ἐπίσκοποι.. ἀλλά ὁπωσδήποτε ὄχι μέ τόν τρόπο πού ἐκλεγόντουσαν τότε, πού ἡ Ἐκκλησία ἔπαιρνε τούς ἀνθρώπους μέσα ἀπό τά μοναστήρια πού εἶχαν αὐτή τήν ζωή τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως. Ζοῦσαν αὐτή τήν ἡσυχαστική παράδοση. Δέν συμφωνῶ μέ τόν ὅρο ‘ἡσυχαστική ἔριδα’, ὅπως δυστυχῶς ἔχει ἐπικρατήσει. Δέν ἦταν ἔριδα, ἦταν οὐσιαστικά ἡ ἀντιμετώπιση τῆς αἵρεσης τοῦ Βαρλαάμ, πού μᾶς ἦρθε ἀπό τήν Δύση, πού χτυποῦσε αὐτή τήν ραχοκοκκαλιά τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης: τῆς καθάρσης, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης. Ὁ Βαρλαάμ ὑποστήριζε ὅτι μέσω τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ καί τοῦ Ἀριστοτέλη θά πλησιάσει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό, ἐνῶ οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔλεγαν ὅτι πρέπει νά καθαρίσεις τήν καρδιά σου γιά νά δεῖς τόν Θεό.

Ἴσως κάποια ἀπό αὐτά πού εἴπαμε σήμερα σᾶς φάνηκαν λίγο δυσνόητα, ἀλλά ἡ οὐσία εἶναι ὅτι ὅταν ἀκοῦμε Προφήτης, ὁ νοῦς μας θά πηγαίνει στόν θεωμένο ἄνθρωπο καί αὐτός εἶναι καί ὁ ἀληθινός θεολόγος. Ἀληθινά μέλος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτός πού οὐσιαστικά ἔχει τελειώσει μέ τήν κάθασρη καί ἔχει φτάσει στόν φωτισμό ἤ τουλάχιστον εἶναι στή διαδικασία τῆς κάθαρσης, ἔχει μετανοήσει. Τώρα ἔχουμε ἀνθρώπους πού δέν ἔχουν μετανοήσει κἄν καί ὑποτίθεται ὅτι εἶναι στήν Ἐκκλησία καί αὐτοαποκαλοῦνται χριστιανοί. Καί κάποιος ἀπό αὐτούς ἔλεγε ὅτι «ὅποτε πηγαίνω στήν Ἐκκλησία μοιράζουν βάγια» γιατί πήγαινε μιά φορά τόν χρόνο. Κατά τά ἄλλα ὅμως εἶναι πιστός χριστιανός καί μέ θράσος λέει: «γιατί ἐσύ πού νηστεύεις ἤ πηγαίνεις κάθε μέρα Ἐκκλησία κάνεις σωστά;». Πόσο ἔχουμε ξεπέσει ἀπό τό ἀληθινό πνεῦμα!

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Ἐρ.: Δύο ἐρωτήσεις: Τί σημαίνει ἀκριβῶς τό «πρᾶός εἰμι· καί ταπεινός τῆ καρδία» (Ματθ. 11,29) καί δεύτερον σήμερα κάποιος πού βαπτίζεται σέ μεγάλη ἡλικία, γιά νά πάρει τό Χρίσμα κανονικά θά πρέπει νά ἔχει προχωρήσει στόν φωτισμό, πού εἶναι ἐπιβεβαίωση, ὅπως εἴπατε. Ἄρα θά ἔπρεπε νά μείνει μόνο μέ τό Βάπτισμα.

Ἀπ.: Ἔτσι εἶναι κανονικά, ἄν θέλουμε νά τηρήσουμε τήν ἀρχαία τάξη. Βέβαια οἱ μεγάλης ἡλικίας ἄνθρωποι πού βαφτίζονται σήμερα, ἔχουν θαυμαστές ἐμπειρίες γιατί κατά κανόνα ἔρχονται συνειδητά. Καί μᾶς λένε ὡραιότατες, ἁγιοπνευματικές ἐμπειρίες, γιατί πᾶνε μέ πολύ θέρμη, πόθο καί λαχτάρα καί κατά κανόνα καλή προετοιμασία. Ὁπότε ἔχουν καί ἀνάλογες προϋποθέσεις καί ἄν ἔχουν καί τήν σωστή καθοδήγηση πολύ γρήγορα θά φτάσουν καί στήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ, γιατί οὐσιαστικά τό Βάπτισμα καί τό Χρίσμα πού δίνεται μετά εἶναι ἡ πλήρης Χάρις.

Σχετικά μέ τό πρῶτο ἐρώτημα, λέει ὁ Κύριος «μάθετε ἀπό Μένα ὅτι εἶμαι πρᾶος καί ταπεινός». Μέ τό πού τό ἀκούσαμε, τό μάθαμε; Ὄχι. Μαθαίνω σημαίνει ζῶ, ἔχω ἐμπειρία. Ζῶ δηλαδή τήν ταπείνωση καί τήν πραότητα τοῦ Χριστοῦ. Μετέχω στή ζωή τοῦ Χριστοῦ, αὐτό σημαίνει ‘μάθετε ἀπό Μένα’. Ὅταν δηλαδή ὁ χριστιανός μπεῖ στή διαδικασία νά τηρήσει τίς ἐντολές, τότε μαθαίνει τήν πραότητα καί τήν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ. Τότε θά μάθει ὅτι δέν πρέπει νά ὀργίζεται, ἐκτός ἄν πρέπει νά ὑπερασπιστεῖ τόν Θεό ἤ τόν πλησίον. Θά μάθει ὅτι πρέπει νά συγχωρεῖ: ὅλους. Θά μάθει ὅτι πρέπει νά ἀγαπάει: ὅλους, φίλους καί ἐχθρούς. Θά μάθει ὅτι πρέπει νά ἐπιδιώκει τήν ἔσχατη θέση, τόν ἔσχατο τόπο. Νά εἶναι πάντοτε στήν κατάσταση τῆς ταπείνωσης κ.λ.π. Καί τότε λέει ὁ Χριστός μας, θά ἔχετε καί τήν ἀνάπαυση.

Γιατί σήμερα οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν ἀνάπαυση καί ἀντίθετα ἔχουν κόπωση; Ὅλοι εἶναι κουρασμένοι, ὅλοι εἶναι φορτωμένοι. Γιατί ἀκριβῶς δέν κάνουν αὐτό πού λέει ὁ Χριστός: «ἐλᾶτε σέ Μένα νά ξεφορτωθεῖτε καί νά πάρετε τόν δικό Μου ζυγό, πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι» (Ματθ. 11,28). Ὅσο ὁ ἄνθρωπος δέν πάει στόν Χριστό εἶναι κοπιών καί πεφορτισμένος. Κουβαλάει φορτίο βαρύ, βαρύτατο, μέχρι πού συντρίβεται κάτω ἀπό αὐτό τό φορτίο καί φτάνει κάποτε καί στήν αὐτοκτονία. Εἶναι φορτίο ἡ ἁμαρτία, τό πάθος. Καί δέν βρίσκει ἀνάπαυση ὁ ἄνθρωπος ὅταν εἶναι φορτωμένος, πρέπει νά ξεφορτωθεῖ, νά μετανοήσει. Νά φύγει ἀπό ἐκεῖ πού εἶναι καί νά πάρει τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι χρηστός, δηλαδή καλός καί τότε λέει ἀφοῦ φορτωθεῖς τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι οἱ ἐντολές, μετά θά μάθεις ὅτι Εἶμαι πρᾶος καί ταπεινός καί τότε θά βρεῖς ἀνάπαυση. Βλέπετε, ὑπάρχει σειρά. Ἐπιστημονική μέθοδος εἶναι: ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός, ἡ θέωση. Αὐτό εἶναι.

Ἔλα σοῦ λέει ὁ Χριστός νά ξεφορτωθεῖς. Τί εἶναι αὐτό; Ἡ μετάνοια. Ξεφορτώσου, πήγαινε πές τα στόν Πνευματικό καί μίσησέ τα – ὄχι μεταμέλεια, νά τά πεῖς καί νά τά ξανακάνεις – νά πάρεις τόν νοῦ σου ἀπό τά μάταια νά τόν στρέψεις στόν Χριστό μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, ὁπότε μετά μαθαίνεις, γνωρίζεις ἐμπειρικά τόν Χριστό, τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή γνωρίζεις ἐμπειρικά τήν ταπείνωση καί τήν πραότητα. Λέμε ‘’θέλω νά εἶμαι πρᾶος’’. Πῶς νά εἶσαι πρᾶος; Δέν μπορεῖς νά εἶσαι πρᾶος. Καί μοῦ λένε κάποιοι «μόλις τό ἀποφάσιζα, τότε θύμωνα πιό πολύ». Βέβαια, πιό πολύ θά θυμώνεις γιατί δέν εἶναι αὐτή ἡ μέθοδος, νά τό πάρεις ἀπόφαση, νά ζοριστεῖς. Ἔτσι θά γίνεις πιό θυμώδης γιατί στηρίζεσαι στόν ἑαυτό σου. Εἶναι ἐγωισμός. Γιά νά γίνεις πρᾶος, θά πρέπει νά ξεφορτωθεῖς τόν ἑαυτό σου, τόν παλαιό ἑαυτό σου, νά ἀπαρνηθεῖς, νά μισήσεις τόν ἑαυτό σου, ὅπως λέει ὁ Χριστός καί νά σηκώσεις τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι οἱ ἐντολές Του, νά πάρεις ἀπόφαση νά τηρήσεις τίς ἐντολές.

Θά πεῖ κανείς: ‘’Δέν τίς τηροῦμε τίς ἐντολές’’; Δέν τίς τηροῦμε. Ἄς πάρουμε μία μόνο ἐντολή καί θά δεῖτε πώς δέν τίς τηροῦμε. Ἡ πρώτη ἐντολή λέει: «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου» (Λουκ. 10,27). Τό τηροῦμε; Ἄς πάρουμε τό ‘ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου’. Πρέπει ὅλη σου ἡ διάνοια, ὅλη σου ἡ σκέψη δηλαδή, νά εἶναι στόν Χριστό. Εἶναι; Ἄς ἐξέτασουμε ὁ καθένας πόση ὥρα τήν ἡμέρα σκεπτόμαστε τόν Χριστό.. Βλέπετε, ἄν τηρούσαμε τήν πρώτη ἐντολή, -δέν σᾶς λέω ὅλες- θά εἴχαμε τίς προϋποθέσεις καί γιά ὅλες τίς ἄλλες, γιατί εἶναι πολύ βασική ἡ πρώτη ἐντολή, εἶναι ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης. Μετά θά εἴχαμε αὐτή τήν γεύση ἐμπειρικά τοῦ τί εἶναι ὁ Χριστός. Θά γνωρίζαμε τόν Χριστό. Ὁ Χριστός γνωρίζεται διά τοῦ Χριστοῦ. Δέν γνωρίζεται μέσα ἀπό τά βιβλία, οὔτε μέσα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Γνωρίζεται διά τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μπεῖ στή διαδικασία νά τηρήσει τίς ἐντολές, τότε ἔρχεται ὁ Χριστός καί τοῦ φανερώνεται, τοῦ ἀποκαλύπτεται. Δέν βρίσκουμε τόν Χριστό, μᾶς βρίσκει ὁ Χριστός ὅταν ἔχουμε τίς προϋποθέσεις. Ὑπάρχει αὐτή ἡ μέθοδος πού μᾶς τήν ἔχει πεῖ ὁ Θεός. Ὅταν κάποιος ὅμως ἔχει τόσο ἐγωισμό, πού οὔτε κἄν θέλει ν’ ἀκούσει αὐτά πού λέει ὁ Χριστός, πῶς θέλει νά δεῖ τόν Χριστό καί νά ἔχει τήν ἐμπειρία τῆς ἀνάπαυσης τῆς καρδιᾶς;

Ὁπότε μάθετε ἀπό Μένα ὅτι εἶμαι πρᾶος καί ταπεινός, σημαίνει αὐτό «μπεῖτε στήν διαδικασία νά Μέ γνωρίσετε ἤ μᾶλλον νά Μοῦ ἐπιτρέψετε νά σᾶς γνωριστῶ». Καί τοῦ τό ἐπιτρέπουμε ὅταν κάνουμε αὐτό πού εἴπαμε προηγουμένως: νά πάρουμε πάνω μας τόν χρηστό ζυγό, τόν καλό ζυγό τοῦ Χριστοῦ, τίς ἐντολές δηλαδή. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός μας δέν μᾶς ζητάει οὔτε νά γίνουμε μοναχοί, οὔτε νά γίνουμε ἔγγαμοι, οὔτε νά μείνουμε στόν κόσμο ἄγαμοι καί ἀφιερωμένοι σ’ Αὐτόν. Λέει: «Ἀπό αὐτά κάνε ὅ,τι θέλεις. Ἐγώ θέλω νά τηρήσεις τίς ἐντολές». Δέν εἶναι σκοπός τοῦ ἀνθρώπου ὁ γάμος, ὅπως δυστυχῶς ἔχει ἐπικρατήσει καί κακῶς οἱ γονεῖς πιέζουν τά παιδιά νά παντρευτοῦν. Μπορεῖ νά μήν ἔχουν τίς προϋποθέσεις καί νά καταλήξουν σέ διαζύγιο. Σήμερα ἔχουμε περισσότερα διαζύγια παρά γάμους. Οὔτε ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά γίνει μοναχός. Ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνας: ἡ θέωση. Εἴτε εἶσαι στόν γάμο, εἴτε στόν μοναχισμό, εἴτε στόν κόσμο ἄγαμος, σκοπός εἶναι ἡ θέωση καί γιά νά φτάσεις στή θέωση, πρέπει νά τηρήσεις τίς ἐντολές. Αὐτό ζητάει ὁ Χριστός ἀπό μᾶς, νά φορτωθοῦμε τόν χρηστό ζυγό Του καί τότε θά ἔχουμε τήν γνώση Του. Τότε ἐμπειρικά πλέον θά ἐπαληθεύσουμε αὐτό πού λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὄτι εἶναι θετική ἐπιστήμη ἡ Θεολογία. Μπορεῖς δηλαδή αὐτά πού σοῦ λέει ὁ Χριστός νά τά ἐξετάσεις, νά τά ἐρευνήσεις καί νά τά ἐπαληθεύσεις. Νά κάνεις πείραμα στόν ἴδιο τόν ἑαυτό σου.

Ἐρ.: Πάτερ, ἄν κατάλαβα καλά, οἱ Πατέρες μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου πρέπει νά εἶναι θεωμένοι. Πρέπει νά εἶναι ὅλοι θεωμένοι;

Ἀπ.: Ὄχι ὅλοι. Κάποιοι.

Ἔχουμε καί Συνόδους, πού δέν ἔχουν ὀνομαστεῖ Οἰκουμενικές, ἀλλά εἶναι Οἰκουμενικές, ὅπως ἡ Η΄ Οἰκουμενική ἐπί Μεγάλου Φωτίου. Λένε κάποιοι ἐξυπνάκηδες ‘’γιατί οἱ παπικοί εἶναι αἱρετικοί, ἀφοῦ δέν ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπό κάποια Οἰκουμενική Σύνοδο’’. Κι ὅμως ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπό τήν Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, αὐτή πού ἔγινε ἐπί Μεγάλου Φωτίου. Δέν ἔχει ὀνομαστεῖ Οἰκουμενική, ἀλλά ἔχει ὅλες τίς προϋποθέσεις. Εἶχε μέσα θεούμενους καί ἦταν ἀπό ὅλες τίς Ἐκκλησίες κ.λ.π. Αὐτή ἡ Σύνοδος καταδίκασε τό φιλιόκβε τῶν Παπικῶν καί μετεῖχε καί ὁ Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος Ρώμης, ὁ τότε Πάπας τῆς Ρώμης δηλαδή, πού ἦταν Ὀρθόδοξος. Ἐπίσης οἱ Σύνοδοι πού ἔγιναν ἐπί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί αὐτές εἶναι Οἰκουμενικές, πού καταδικάστηκε ὁ ἀντι-ἡσυχασμός μέ τόν Βαρλαάμ καί ἐπεκράτησε ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ περί ἀκτίστου Φωτός. Εἶναι καί αὐτές Οἰκουμενικές γιατί εἶχαν τουλάχιστον ἕναν θεούμενο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.

Ἐρ.: Κάθαρση – φωτισμός – θέωση. Ἀκούγεται πολύ ὡραῖο, ἐνθουσιάζεται κανείς ὅταν τό ἀκούει γιατί καταλαβαίνει ὅτι ἔτσι ἔχει τό πράγμα. Ἀπό τήν ἄλλη τά Γεροντικά δέν δίνουν θάρρος στόν χριστιανό νά πεῖ ὅτι τώρα εἶμαι στήν κάθαρση, εἶμαι στήν φώτιση ἤ στή θέωση. Πράγματα πού εἶναι πολύ μακρινά καί ἄπιαστα. Μᾶς συμφέρει νά ψάχνω νά βρῶ ποῦ βρίσκομαι;

Ἀπ.: Ὄχι. Ἄν θέλουμε νά ποῦμε ποῦ βρισκόμαστε, νά ποῦμε ὅτι εἴμαστε στήν τελευταία θέση γιά νά εἴμαστε ἀσφαλεῖς. Βλέπετε καί ὁ ἕνας ἀπό τούς τρεῖς Ἀποστόλους πού εἶχαν φτάσει στήν θέωση πρίν τήν Πεντηκοστή, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀρνήθηκε τόν Χριστό. Ἔπεσε δηλαδή κατακόρυφα. Πολύ χαμηλά. Ὅλοι εἴμαστε σέ κίνδυνο, ὅσο εἴμαστε σ’ αὐτή τή ζωή. Καί οἱ ἅγιοι ἄν προσέξετε, ἐνῶ ἔχουν πολύ ὑψηλές ἐμπειρίες, ἐκφράζονται μέ ἕναν πάρα πολύ ταπεινό τρόπο γιά τόν ἑαυτό τους. Καταεξευτελίζουν τόν ἑαυτό τους γιατί ξέρουν ὅτι ἔχουν μεγάλη ἀνάγκη ἀπό ταπεινοφροσύνη καί ὅτι, ἄν λίγο ὑπερηφανευτοῦν, τό χάνουν αὐτό τό πολύ ὡραῖο πού ἐνεργεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα τους. Ἑπομένως δέν χρειάζεται νά ψάχνουμε σέ ποιό στάδιο καί σέ ποιό ὑποστάδιο βρισκόμαστε. Νά θεωροῦμε, λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅτι εἴμαστε οἱ τελευταῖοι, οἱ χειρότεροι ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους.

Ὁ π. Παΐσιος πού εἶχε τέτοιες ἐμπειρίες θέωσεως καί ἔλεγε ὅτι ἐγώ εἶμαι χειρότερος ἀπό ὅλους, πιό ἁμαρτωλός. Καί ὁ π. Πορφύριος καί ὅλοι οἱ ἄλλοι. Τό ζοῦσαν καί τό ἔλεγαν. Δέν ἦταν ἕνα σχῆμα λόγου. Ἔλεγε, ἄς ποῦμε, ὁ π. Παΐσιος: «μέ αὐτά πού ξέρω ἐγώ, πού μοῦ ἔχει ἀποκαλύψει ὁ Θεός, θά ἔπρεπε νά κάνω δέκα θαύματα τήν ἡμέρα καί κάνω μέ τό ζόρι ἕνα. Ὁ ἄλλος πού δέν εἶχε τίποτα ἀπό γνώσεις πνευματικές, θά μποροῦσε νά κάνει δέκα φόνους τήν ἡμέρα καί συγκρατεῖται καί κάνει ἕναν. Ἄρα εἶναι καλύτερος ἀπό μένα». Εἶναι ἄλλα τά κριτήρια τοῦ Θεοῦ καί ἄλλα τῶν ἀνθρώπων. Καθώς καί τά ἀνθρώπινα δικαστήρια δέν λειτουργοῦν ὅπως τά δικαστήρια τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό λέει ὁ Κύριος «σ’ αὐτούς πού ἔδωσα πολύ, θά ζητήσω καί πολύ», «ὁ γνούς καί μή ποιήσας, δαρήσεται πολλάς» (Λουκ. 12,47). Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι δέν πρέπει νά μάθουμε.. Ὀφείλεις νά μάθεις τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Γιατί κι αὐτός πού δέν ἔμαθε, «ὁ μή γνούς, δαρήσεται ὀλίγας» (Λουκ. 12,48), ἄρα γιά τήν κόλαση εἶναι κι αὐτός. Ὁπότε ὄχι νά μήν ξέρουμε. Νά ξέρουμε, ἀλλά καί νά ἐφαρμόζουμε.

Ἐρ.: Πάτερ, ἤθελα νά ρωτήσω κατά πόσο εἶναι δυνατόν ἐμεῖς πού ζοῦμε στόν κόσμο καί μολύνουμε τό βλέμμα μας, τήν σκέψη μας κτλ, πῶς μποροῦμε νά φτάσουμε σέ τέτοια ἐπίπεδα; Σίγουρα ἀπό αὐτά πού ἔχουμε μάθει ἀπό σᾶς καί μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τήν προσευχή, τήν νοερά προσευχή καταλαβαίνουμε ὅτι μᾶς φυλάει, ἀλλά μέχρι πού φύγαμε -τροπικά- ἀπό αὐτόν τόν κόσμο καί περάσαμε στήν κάθαρση, μολύναμε τήν ψυχή μας. Γιά κάποιον πού ἔχει πάρα πολύ μολύνει τήν ψυχή του, πῶς μπορεῖ νά τήν καθαρίσει ἀφοῦ ὑπάρχει μέσα του αὐτός ὁ μολυσμός; Ἀπ.: Μόνοι μας δέν μποροῦμε. «Ραντιεῖς με ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι» (Ψαλμ. 50,9). Ποιός; Ὁ Θεός θά τό κάνει. Καταδέχεται ὁ Θεός νά μᾶς πλύνει καί νά μᾶς καθαρίσει. Πότε ὅμως; Ὅταν Τοῦ τό ἐπιτρέψουμε καί Τοῦ τό ζητήσουμε. Ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά καθαριστοῦμε, οὔτε νά φωτιστοῦμε. Ἐμεῖς μποροῦμε μόνο νά προαιρούμεθα. Νά ἔχουμε προαίρεση. Κατά τό μέτρο τῆς προαίρεσης, τῆς ἐπιθυμίας, τῆς βούλησης, νά θέλουμε νά καθαριστοῦμε, ὁ Θεός θά μᾶς καθαρίσει. Ἑπομένως νά Τοῦ τό ζητᾶμε.

Εἴπαμε γιά τήν ἀδιάλειπτη προσευχή πού κάνει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Πρίν τήν κάνει τό Ἅγιο Πνεῦμα, θά πρέπει νά τήν κάνουμε ἐμεῖς, γιά νά φτάσουμε στό σημεῖο νά τήν κάνει τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μας. Ὅταν κανείς ἔχει τόν νοῦ του στόν Θεό, δέν μολύνεται. Ἄς τό δοῦμε λίγο στά ἀνθρώπινα: ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἀγαπάει ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο, δέν εἶναι ἀπορροφημένος ἀπό τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου; Μπορεῖ νά περπατάει στό κέντρο τῆς Θεσσαλονίκης, νά γίνεται χαμός γύρω του, ἀλλά αὐτός ἔχει τόν νοῦ του ἐκεῖ καί οὐσιαστικά βλέπει καί δέν βλέπει! Μπορεῖ νά πηγαίνει τόν δρόμο του χωρίς νά χάνεται, ἀλλά ὁ προσανατολισμός του εἶναι στό πρόσωπο πού ἀγαπᾶ. Ἄν αὐτό τό πρόσωπο εἶναι ὁ Χριστός, μετά δέν θά μολυνόμαστε ἀπό τά ἄλλα, οὔτε θά ἀκοῦμε τούς θορύβους, τίς φωνές, δέν θά βλέπουμε τίς ἀκαθαρσίες στόν δρόμο, δέν θά δίνουμε σημασία σέ τίποτε. Θά τά προσπερνᾶμε ὅλα καί δέν θά μολυνόμαστε. Ἔτσι γίνεται ἡ κάθαρση, μέ τήν προσπάθεια νά ἔχουμε τόν νοῦ μας συνεχῶς στόν Θεό. Δέν μπαίνουν καινούριοι ρύποι μέσα μας καί οἱ παλιοί φεύγουν πάλι μέ τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ, γιατί, ὅσο κανείς προσεύχεται, δέχεται μέσα του τό Φῶς τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή εἶναι προσανατολισμένο τό κάτοπτρο τοῦ νοῦ του πρός τόν Χριστό, δέχεται τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ καί βαθμιαῖα τόν καθαρίζει αὐτό τό Φῶς. Κατ’ ἀρχήν βλέπει τίς μουτζοῦρες πού ὑπάρχουν στό κάτοπτρο καί τίς ἀποβάλλει καί σιγά-σιγά καθαρίζεται. Τά μισεῖ ὅλα αὐτά. Καί ὅσο καθαρίζεται, τόσο φωτίζεται. Ἑπομένως ὅλη ἡ προσπάθειά μας ἔγκειται στό νά προσανατολίσουμε τό κάτοπτρό μας στόν Χριστό μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Πολύ βασικό στοιχεῖο γιά νά γίνει ἡ κάθαρση.

Φυσικά θά κάνουμε καί ὑπακοή στόν Πνευματικό. Εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ὕπαρξη Πνευματικοῦ ὁδηγοῦ γιά τήν κάθαρση, δέν μποροῦμε μόνοι μας. Χρειαζόμαστε κάποιον πού ἔχει κάνει αὐτή τήν διαδικασία νά μᾶς ὁδηγήσει καί νά μᾶς βοηθήσει. Γιατί οἱ δυσκολίες εἶναι οἱ ἴδιες. Ρωτᾶνε μερικοί «Πάτερ, ἄραγε μόνο ἐγώ εἶμαι ἔτσι;». Ὄχι, ὅλοι εἴμαστε. Ὅλοι εἴμαστε ἄρρωστοι καί ὑπάρχει τό μεγάλο νοσοκομεῖο πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τό ὁποῖο μᾶς καθαρίζει καί ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη αὐτῆς τῆς κάθαρσης. Κορυφαῖο, κομβικό ἐργαλεῖο τῆς κάθαρσης εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ συνεχής ὅρασις τοῦ Θεοῦ κυρίως μέ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», ἀλλά καί μέ κάποια ἄλλη προσευχή. Ὁ ἅγιος Ἰωαννίκιος ἔλεγε: «Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου το Πνεῦμα τό Ἅγιον, Τριάς Ἅγία δόξα Σοι». Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔλεγε «φώτισόν μου τό σκότος». Στήν πρώτη Ἐκκλησία εἶχαν τό Ψαλτήρι, λέγανε ψαλμούς. Πές τό Πάτερ ἡμῶν, πές τό Βασιλεῦ Οὐράνιε, ὁ νοῦς σου νά εἶναι στόν Χριστό. Αὐτό εἶναι τό πιό βασικό. Γιατί ὁ νοῦς πολύ εὔκολα μολύνεται. Λίγο νά ξεφύγεις, ἔρχεται ὁ διάβολος καί σοῦ ρίχνει τά δικά του. Στή συνέχεια θά κάνεις καί τήν νηστεία καί ὅ,τι ἄλλο σοῦ πεῖ ὁ Πνευματικός – ὄχι μόνος σου. Κάποιοι βλέπουν τί ἔκανε ὁ τάδε Ἅγιος καί λένε θά τό κάνω καί ἐγώ. Ὄχι, πρέπει νά ρωτήσεις, νά πάρεις εὐλογία, νά εἶσαι μέσα στήν ὑπακοή καί τήν ταπείνωση. Ὁπότε διά τῆς ἄσκησης καί τῆς ὑπακοῆς, τῶν Μυστηρίων καί τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, προχωράει ὁ ἄνθρωπος, καθαρίζεται καί φωτίζεται.

Τό σπουδαῖο εἶναι ὅτι μετά μπορεῖ νά δείξει τόν δρόμο καί σέ ἄλλους. Δέν ἔχει σημασία πού εἶναι κανείς λαϊκός. Ἐφόσον περάσει ἀπό τήν κάθαρση καί φτάσει στόν φωτισμό, θά μπορεῖ νά δείξει τόν δρόμο καί στούς ἄλλους.

Ἐρ.: Πολλοί ἅγιοι Πατέρες ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος ἐξομολογοῦνταν κάθε μέρα. Ἐμεῖς γιατί νά μήν ἔχουμε αὐτή τήν δυνατότητα νά ἐρχόμαστε κάθε μέρα νά ἐξομολογούμαστε; Γιατί μέ τήν ἐξομολόγηση, παίρνουμε ἐφόδια γιά νά πολεμήσουμε τά πάθη καί τούς λογισμούς.

Ἀπ.: Ἄς ὑπάρχει αὐτή ἡ διάθεση καί θά τό κανονίσουμε! Ὑπάρχει τρόπος, νά κάνεις ταμεῖο καθημερινά, ὅπως κάνει ὁ ἔμπορος, καί νά τά γράφεις σ’ ἕνα χαρτάκι καί ὅταν βρεῖς τόν Πνευματικό νά τοῦ τά πεῖς. Θά δεῖς ὅτι πολλά ἐπαναλαμβάνονται καί ὅταν τά πεῖς μιά φορά, μετά θά ξέρεις τί νά κάνεις. Ὁπότε ἀποκτᾶς καί ἐσύ μιά ἐμπειρία καί κατά κάποιον τρόπο γίνεσαι καί ἐσύ λίγο Πνευματικός τοῦ ἑαυτοῦ σου, μέ βάση αὐτά πού σοῦ ἔχει διδάξει ὁ Πνευματικός σου. Γιά παράδειγμα, σοῦ ἔρχονται βλάσφημοι λογισμοί. Μερικοί ἄνθρωποι τρελαίνονται, τρομοκρατοῦνται. Τό λές στόν Πνευματικό σου, σοῦ λέει αὐτό εἶναι τοῦ διαβόλου δέν εἶναι δικό σου, πέτα το. Τελείωσε. Ὅταν σοῦ ξανάρθει, δέν χρειάζεται νά τό ξαναπεῖς, γιατί ξέρεις ὅτι αὐτό δέν εἶναι ἁμαρτία δική σου, εἶναι τοῦ διαβόλου. Ὁπότε δέν χρειάζεται νά ἐρχόμαστε μέ ‘σεντόνια’, μέ γεμάτες σελίδες. Θά δεῖς ὅτι σιγά-σιγά προχωρᾶς καί δέν χρειάζονται πολλά. Καί μέ λίγα πράγματα δίνεις στόν Πνευματικό νά καταλάβει καί νά σχηματίσει εἰκόνα γιά τήν ψυχή σου.

Γιατί ὑπάρχει καί ὁ κίνδυνος δυστυχῶς νά βλέπουμε τόν Πνευματικό σάν ψυχολόγο ἤ σάν ψυχίατρο καί νά πηγαίνουμε ὄχι γιά νά ἐξομολογηθοῦμε, ἀλλά γιά νά ἔχουμε μία ψυχολογική ἀνθρώπινη ὑποστήριξη, τό ὁποῖο εἶναι λάθος. Ἔλεγε κάποιος ‘’ἐγώ θέλω τόν Πνευματικό φίλο μου’’. Δέν γίνεται αὐτό γιατί καί ὁ Πνευματικός ἄνθρωπος εἶναι, ὅπως κι ἐσεῖς, καί μπορεῖ νά ἔχει καί χίλιους καί δυό χιλιάδες ἀνθρώπους. Ἄν ἐσύ θέλεις τόν ‘φίλο σου’ νά τόν βλέπεις κάθε μέρα γιά καμιά ὥρα καί οἱ ὑπόλοιποι χίλιοι τό ἴδιο, καταλαβαίνετε ἀνθρωπίνως δέν ὑπάρχει τέτοια δυνατότητα. Ἄλλωστε δέν εἶναι ὁ σκοπός νά ἔχουμε μιά ἀνθρώπινη ὑποστήριξη, ἀλλά νά ὑπερβοῦμε τό ἀνθρώπινο καί νά πᾶμε στό θεανθρώπινο. Νά ζοῦμε θεανθρώπινα, ὄχι ἀνθρώπινα. Τό ἀνθρώπινο δέν σώζει. Ἔχει δηλαδή στεναχωρηθεῖ κάποιος μέ τόν/τήν σύζυγο καί θά τρέξει στόν Πνευματικό γιά παρηγοριά. Δέν βοηθάει αὐτό. Ἄν μάθει νά ἔχει τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, νά ἔχει τήν χαρά στήν ἀτιμία πού θά τῆς κάνουν, στήν ἀδικία, τότε δέν θά ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἀνθρώπινη ὑποστήριξη γιατί κάποιος τόν/τήν ἀδίκησε. Μᾶλλον θά χαίρεται κιόλας. Ἄν ὅμως θέλουμε νά μείνουμε στό ἀνθρώπινο ἐπίπεδο, τότε φυσικά μένουμε ἀθεράπευτοι καί δέν γίνεται τίποτα. Καί τόν Πνευματικό τόν κουράζουμε καί φυτοζωοῦμε καί δέν ζοῦμε πνευματικά.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτη

http://hristospanagia3.blogspot.gr/