Χάρη στόν πνευματικό του ζῆλο, ἔφτασε σέ βαθειά ταπείνωση καί πραότητα. Κι ἦταν μόλις δώδεκα χρόνων! Ξεχώριζε ἐπίσης καί γιά τήν ἐλεημοσύνη του. Ὅποτε ἔβλεπε φτωχό, τόν σπλαχνιζόταν καί τοῦ ἔδινε ψωμί ἤ χρήματα ἤ ὅ,τι ἄλλο εἶχε πρόχειρο.
Μιά φορά, χειμώνα καιρό, εἶδε στό δρόμο ἕναν φτωχό, γυμνό καί πεινασμένο. Δέν εἶχε τίποτα νά τοῦ δώσει… Πῆγε τότε σέ μιάν ἄκρη καί ξέσπασε σέ λυγμούς.
-Ἀλίμονο σ’ ἐμένα, τόν ἁμαρτωλό! ἔλεγε. Πῶς ὑποφέρει γυμνός ὁ Χριστός μέσα στήν παγωνιά! Καί δέν τοῦ φτάνει αὐτό· μά καί πεινάει καί διψάει καί στέγη δέν ἔχει!…
Ἀπό τότε τό’ βαλε σκοπό νά φροντίζει, ὅσο μποροῦσε, τούς ἀνθρώπους τῆς ἀνάγκης.
Κάποτε ἄκουσε στήν ἐκκλησία κάποιον σεβάσμιο ἱερέα νά διδάσκει τό λαό ὅτι ὅποιος δέν ἔχει ἐλεημοσύνη καί ἁγνεία μάταια κοπιάζει, γιατί δέν πρόκειται νά μπεῖ στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ταράχθηκε ὁ Νήφων ἀπ’ αὐτά τά λόγια. Στό τέλος πῆγε καί συνάντησε τόν ἱερέα.
-Γέροντα, τόν ρώτησε, τί εἶναι αὐτή ἡ ἁγνεία, γιά τήν ὁποία μίλησες;
-Ἁγνεία, παιδί μου, εἶναι ἡ ἀποφυγή τῆς πορνείας καί τοῦ ρύπου της.
-Ἀγαπάει λοιπόν ὁ Θεός ἐκεῖνον πού ἀποφεύγει μιά τέτοια πράξη;
-Ναί, παιδί μου. Γιατί λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «πόρνους καί μοιχούς κρινεῖ ὁ Θεός»4. Καί ἀλλοῦ: «τό σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλά τῷ Κυρίῳ»5.
Φεύγοντας ἀπό τήν ἐκκλησία ὁ Νήφων συλλογιζόταν:
‟Θά μπορέσω ἐγώ ἄραγε νά κατορθώσω αὐτή τήν ἀρετή; Γιατί χρειάζεται σκληρός ἀγώνας γιά νά ξεφύγει κανείς ἀπό τήν πύρωση τῆς σάρκας. Καί γιατί οἱ δαίμονες γκρεμίζουν τούς ἀνθρώπους στά βάραθρα τῆς σαρκικῆς ἁμαρτίας εὐκολότερα ἀπ’ ὅ,τι σέ ἄλλα παραπτώματα. Τί νά κάνω, πού εἶμαι ἀδύνατος;…. Ἀλλά μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ποτέ δέν θά κοιτάξω στό πρόσωπο γυναίκα! Στά χέρια τοῦ Κυρίου ἀφήνομαι, κι ἄς γίνει τό θέλημά Του….’’.
Μ’ αὐτές τίς σκέψεις ἔφτασε στό σπίτι. Κι ὅλη ἐκείνη τή μέρα ἦταν σιωπηλός καί σκεφτικός –μᾶλλον ὁλότελα ἐκστατικός καί σάν ἀλλοπαρμένος. Κουβέντα δέν ἔβγαζε ἀπό τό στόμα του. Σέ κανένα δέν μιλοῦσε.
Ἀπό τότε πήγαινε συχνότερα στην ἐκκλησία καί εἶχε κυρολεκτικά ἀπορροφηθεῖ ἀπό τή μελέτη τῶν ἱερῶν βιβλίων. Γι’ αὐτό πάντα ἐπιζητοῦσε τή μόνωση, τή σιωπή καί τήν ἡσυχία. Τά γήινα τόν ἄφηναν ἀδιάφορο. Μόνο τά οὐράνια στοχαζόταν. Ὅλοι ὅσοι τόν ἔβλεπαν, ἀποροῦσαν κι ἔλεγαν:
-Τί συμβαίνει μ’ αὐτόν τόν νεαρό; Σάν ἄγγελος ζεῖ πάνω στή γῆ! ….
5.Α΄Κορ. 6:13
Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
(σελ.20-22)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004