ΟΜΙΛΙΑ 2η
π.Ἀθανασίου Μυτιληναίου
“Λόγοι Ἀφυπνίσεως”
Ἡ Πρός Διόγνητον ἐπιστολή.
Ἡ ὑπόθεση τῆς ἐπιστολῆς εἶναι ἡ ἑξῆς: Ὁ συγγραφέας της – ἄγνωστος ποιός εἶναι· εἰκάζεται ὅτι εἶναι ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Μάρτυς καί Φιλόσοφος, ἀλλά πιθανώτατα δέν εἶναι – στέλνει μία ἐπιστολή σέ κάποιον «κράτιστον», ἐξοχώτατον, ὀνόματι Διόγνητον, ὁ ὁποῖος τόν εἶχε ρωτήσει τί εἶναι οἱ Χριστιανοί, τί πιστεύουν οἱ Χριστιανοί καί πῶς αὐτοί στέκονται στόν κόσμο. Ὁ ἱερός συγγραφέας τοῦ ἀπαντάει μ᾿ αὐτό τό θαυμάσιο κείμενο, πού μοιάζει μᾶλλον μέ μικρή πραγματεία παρά μέ ἐπιστολή. Ἐμεῖς θά πάρουμε μερικά μόνο σημεῖα ἀπό τόν ἱερό συγγραφέα, πού ἀναφέρονται πιό εἰδικά καί πολύ συμπυκνωμένα στή θέση τῶν Χριστιανῶν μέσα στόν κόσμο. Λέγει λοιπόν τά ἑξῆς.
Οἱ Χριστιανοί ἐξωτερικῶς δέν ξεχωρίζουν
ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
«Χριστιανοί οὔτε γῇ οὔτε φωνῇ οὔτε ἔθεσι διακεκριμένοι τῶν λοιπῶν είσιν ἀνθρώπων… τοῖς ἐγχωρίοις ἔθεσιν ἀκολουθοῦντες, ἔν τε ἐσθῆτι καί διαίτῃ καί τῷ λοιπῶ βίῳ θαυμασήν καί ὁμολογουμένως παράδοξον ἐνδείκνυται τήν κατάστασιν τῆς ἑαυτῶν πολιτείας.1» Δηλαδή: Οἱ Χριστιανοί οὔτε ἀπό τόν τόπο πού κατοικοῦν οὔτε ἀπό τή γλῶσσα πού μιλοῦν οὔτε ἀπό τίς ἐξωτερικές συνήθειες ξεχωρίζουν ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀκολουθώντας τίς τοπικές συνήθειες, καί στό ντύσιμο καί στό φαγητό καί στόν ὑπόλοιπο βίο· παρά ταῦτα ἡ πολιτεία τους φανερώνεται θαυμαστή καί ὁμολογουμένως παράδοξη.
Ἀναφέρει ἐδῶ ὁ συγγραφέας, ἀγαπητοί μου, μέσα σ᾿ αὐτά τά πολύ λίγα λόγια, κάποιες θέσεις πολύ περιληπτικά, γιά νά μᾶς δώσει παρακάτω κατά θαυμαστό φιλολογικό τρόπο μία ἀνάλυσή τους σέ ἐπιμέρους σημεῖα. Πάντως ἐδῶ βλέπει κανείς σ᾿ αὐτούς τούς στίχους ὅτι οἱ Χριστιανοί δέν εἶναι ἐξωκοινωνικοί, δέν εἶναι δηλαδή ἔξω ἀπό τήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ζοῦν, καί μποροῦν νά ζοῦν καί ὀφείλουν νά ζοῦν, στόν τόπο πού γεννήθηκαν, στήν ἐποχή τους, στήν κάθε ἐποχή.
Ἡ πραγμάτωση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ἀπαιτεῖ ἕνα ἰσχυρό θέλω.
Ὁ χριστιανικός βίος δέν εἶναι οὐτοπικός, ὅπως πολλοί θά νόμιζαν. Δέν εἶναι ἀπραγματοποίητος ὁ χριστιανικός βίος, οὔτε τό νά ζήσεις εὐαγγελικά εἶναι ἀδύνατον. Ὁ χριστιανικός βίος δέν εἶναι οὐτοπία· καί δέν εἶναι οὐτοπία γιά κάθε ἐποχή, καί γιά τήν ἐποχή πού ἐγράφη τό Εὐαγγέλιο καί γιά τόν 20ό αἰῶνα. Καί ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι πᾶμε στόν 25ο αἰῶνα ἤ στόν 30ό αἰῶνα, κι ἐκεῖ καί πάντα θά εἶναι ἐπικαιρότατος ὁ Χριστιανισμός καί κατορθωτός, ἀρκεῖ νά θέλει κανείς νά ζήσει μέ κάθε συνέπεια τήν χριστιανική ζωή. Ἄν πολλές φορές λέμε «ναί, θέλω, ἀλλά δέν μπορῶ», στήν πραγματικότητα εἶναι δέν θέλω. Θά μοῦ πεῖτε «θέλω». Ὄχι· δέν θέλω. Ὄχι δέν μπορῶ, ἀλλά δέν θέλω. Πίσω ἀπό τό δέν μπορῶ εἶναι τό δέν θέλω, ἔστω κι ἄν τά χείλη λένε τό θέλω.
Εῖναι ἐκεῖνο πού ἔλεγε κι ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος – γιά νά σᾶς κάνω μία ἀνατομία ψυχολογική· θά τό δεῖτε πολύ καλά. Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος στόν Χριστό ἀπό τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς του καί ἀπό τίς ἡδονές του, ὅπως ἔγραφε ὁ ἴδιος στίς Ἐξομολογήσεις του, παρακαλοῦσε τόν Θεό νά ἔλθει ἡ σωτηρία· Τόν παρακαλοῦσε θερμά νά ἔλθει ἡ σωτηρία· στό βάθος ὅμως εὐχόταν νά ἀργήσει λίγο ἡ σωτηρία, γιατί ἀκόμα ἀγαποῦσε τίς ἡδονές του…2 Αὐτό εἴμαστε κι ἐμεῖς· θέλουμε νά σωθοῦμε, ἀλλά ἀγαπᾶμε τίς ἡδονές, κάι λέμε τό δέν μπορῶ· στό βάθος ὅμως εἶναι τό δέν θέλω. Τό θέλω εἶναι ἡ μαγική λέξη, εἶναι τό κλειδί γιά νά πραγματώσει κανείς τήν χριστιανική ζωή στήν κάθε ἐποχή, πού δεμένο καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅπως θά δοῦμε λίγο πιό κάτω, κάνει τό θαῦμα πού λέγεται χριστιανικός βίος.
Πάντως, σᾶς εἶπα, ὁ Χριστιανός ζεῖ στήν ἐποχή του μέσα στόν κόσμο μαζί μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Συνεχίζεται….
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἐκδόσεις:«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
Ἱ.Μ.Κομνηνείου «Κοιμήσεως Θεοτόκου» καί «Ἁγίου Δημητρίου»
400.07 Στόμιον Λαρίσης.
Τηλ.&Fax.:24950.91220.
1Πρός Διόγνητον, ΒΕΠΕΣ 2, V, 14. Ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1955, σ. 253.
2Βλ. Ἁγίου Αὐγουστίνου, Αἱ ἐξομολογήσεις, Μετάφραση Ἀνδρέα Δαλέζιου, Ἔκδοση 6η, Τεῦχος Α΄, Ἀθῆναι 1980, σ. 182.
«Σοῦ ἐζήτησα τήν ἁγνότητα, καί Σοῦ εἶπα: “Δῶσε μου τήν ἁγνότητα, τήν ἐγκράτεια, ἀλλ᾿ ὄχι ἀμέσως.”, διότι ἐφοβούμουν μήπως, ἐάν μέ εἰσήκουες, θά ἐθεράπευες ἀμέσως τήν φιληδονία μου, τήν ὁποίαν ἐπροτιμοῦσα νά ἀπολαμβάνω, παρά νά καταστέλλω.»