Κάποτε φιλοξενήθηκε ο γέρων Παΐσιος σε κάποιο σπίτι, όπου νίφτηκε και σκουπίστηκε με μία πετσέτα. Από την πετσέτα μολύνθηκαν και πρήστηκαν τα μάτιά του και δεν έβλεπε καλά. Όταν εγύρισε στο κελλί
του, πήγε στην εικόνα της Παναγίας και είπε: “Παναγία μου βοήθησέ με, δεν έχω άλλον από σένα στον κόσμο”. Πήρε λαδάκι από το καντήλι και εσταύρωσε τα μάτιά του. Όμως η κατάσταση αντί να καλυτερεύσει, εχειροτέρευσε.
Δεν έβλεπε πλέον καθόλου. Έτσι μετά λίγες ημέρες πήγε πάλι στην εικόνα της Παναγίας και είπε: “Παναγία μου συγχώρησέ με πού έρχομαι πάλι, αλλά δεν έχω άλλον από σένα στον κόσμο”. Και άπλωσε το χέρι του να πάρει λαδάκι από το καντήλι για να σταυρώσει τα μάτιά του. Αλλ’ ώ του θαύματος! αυτοστιγμεί άνοιξαν τα μάτιά του και έγιναν τελείως καλά.
Στα τέλη Οκτωβρίου 1991 ο γέρων είχε αιματουρία. Ανησύχησε και για να διαπιστώσει αν προερχόταν από το στομάχι του το αίμα έφαγε καλαμάρια, πού τον επείραζαν. Όμως η αιματουρία δεν αυξήθηκε. Τότε κατέφυγε στον άγιο Αρσένιον το Καππαδόκη. Πήρε τα λείψανα, πού είχε στο κελλί του και με ευλάβεια τα έφερε στο στήθος του. Προσευχήθηκε θερμά στον άγιο ζητώντας τη βοήθειά του. Εκείνη την στιγμή ένοιωσε μία δύναμη και μία ανακούφιση μέσα του. Και ώ του θαύματος! η αιματουρία κόπηκε με το μαχαίρι.
Ένα μέντιουμ από την Θεσσαλονίκη, πού έχει ανακατέψει κομβοσχοίνια με επικλήσεις δαιμόνων και χριστιανικά με μαγικά βιβλία, πηγαίνει τακτικά στο Άγιον Όρος για να λέει στους πελάτες του, ότι συνδέεται με Αγιορείτες. Το 1992 πήγε στο γέροντα Παΐσιο, ο οποίος, όταν έφυγε, είπε σε άλλους μοναχούς: “Πρώτη φορά είδα άνθρωπο να τον γυροφέρνουν τόσοι πολλοί δαίμονες”.
Τον Οκτώβριο του 1992 ερώτησε κάποιος το γέροντα πως βλέπει την κατάσταση κι’ εκείνος απήντησε: “Δημοσιογράφος είσαι και ρωτάς;”. Και συνέχισε: “Μόνοι μας καταστρεφόμεθα. Τον βάτραχο όταν τον ρίξουν σε καυτό νερό, πηδά και σώζεται. Όταν όμως τον σιγοβράζουν, ξεγελιέται και τσουρουφλίζεται”.
Στις 7 Νοεμβρίου 1992 μιλώντας για τη σχέση μεταξύ ανθρώπου και Θεού έκανε την εξής παρομοίωση: Όταν ένα παιδί κάνει μία ζημιά, π.χ. σπάσει ένα ποτήρι, και ο πατέρας του δεν πάρει είδηση, το παιδί πάει κλαίγοντας και του λέει: “Μπαμπά, έκανα μία ζημιά, με συγχωρείς”. Τότε ο πατέρας του δεν το μαλώνει ούτε το κτυπά, αλλά το χαϊδεύει και του λέει: “Δεν πειράζει παιδί μου”. Τότε το παιδί σκεπτόμενο απ’ την μιά τη ζημιά πού έκανε κι’ απ’ την άλλη την αγάπη του πατέρα του, κλαίει από χαρά. Έτσι και ο άνθρωπος, συναισθανόμενος αφ’ ενός μεν την αμαρτωλότητά του, αφ’ ετέρου δε την άπειρη φιλανθρωπία και αγάπη του Θεού, κλαίει διότι ελύπησε τον Θεόν, κλαίει όμως και από χαρά και ευγνωμοσύνη προς αυτόν. Και όσο περισσότερο συναισθάνεται την αμαρτωλότητά του και κλαίει, τόσο περισσότερο ο Θεός τον ελεεί και τον ευλογεί.
Ένας άθεος νέος ομολόγησε, ότι πήγε κάποτε στο γέροντα και τον ερώτησε αν υπάρχει Θεός. Εκείνος ερώτησε μία σαύρα πού στεκόταν πάνω σε μία πέτρα: “Υπάρχει Θεός;” και η σαύρα εκίνησε καταφατικά το κεφαλάκι της.
Ένας άλλος νέος είχε την εντύπωση ότι τον κυνηγούν δαίμονες και ότι του έχουν κάνει μάγια. Πήγε και το είπε στο γέροντα κι’ εκείνος του είπε: “Παιδί μου, βλέπω ότι στο σπίτι σου ο σατανάς έχει υψώσει ένα τοίχο. Αυτός ο τοίχος θα γκρεμιστεί μόνο με καθαρή εξομολόγηση, με έμπρακτη μετάνοια και με θεία κοινωνία”.
Μία μητέρα πού σκοτώθηκε σε δυστύχημα ένα παλληκάρι της 22 ετών, πήγε στην Σουρωτή και είπε τον πόνο της στο γέροντα, ο οποίος της είπε: “Αν ζούσε το παιδί σου μία ώρα παραπάνω, θα έχανε την ψυχή του. Γι’ αυτό το πήρε ο Θεός”.