ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ. ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ.
Οι μάρτυρες του Αρχαγγέλου
Το αγγλικό περιοδικό «Χριστιανική Ανατολή» δημοσίευσε, το 1934, περιγραφή των μαρτυρίων των ρώσων χριστιανών της περιοχής του Αρχαγγέλου (πόλη της Βόρειας Ρωσίας). Τις πληροφορίες (κατά πάντα αυθεντικές) έδωσε στο περιοδικό μια ρωσίδα, καταγόμενη από την περιοχή του Αρχαγγέλου, η οποία έζησε τούς διωγμούς κατά των χριστιανών, αφού και η ίδια είχε συλληφθεί και βασανίσθηκε σκληρά. Όταν αργότερα, κάτω από άγνωστες συνθήκες, κατόρθωσε να καταφυγή στη Δύση, διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια όλα τα τραγικά γεγονότα πού είδε και έζησε.
Στη συνέχεια παραθέτουμε εκτενείς επιλογές από τη μακρά διήγησή της:
I. ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ
«Ό χειμώνας του 1930 ήταν υπερβολικά ψυχρός. Έξω από τις πύλες της εκκλησίας του Αρχαγγέλου στέκονταν παγωμένοι από το ψύχος πλήθη ιερέων. Είχαν έλθει από διάφορα μέρη της Ρωσίας εκατοντάδες ιερείς, μοναχοί, ακόμα και επίσκοποι. Είχαν έξορισθή στη Βόρεια Ρωσία, γιατί ομολόγησαν τη θρησκευτική τους πίστη. Όταν έφθασαν εκεί, τούς επέτρεπαν να πηγαίνουν όπου ήθελαν. Αλλά που μπορούσαν να πάνε; Δεν γνώριζαν κανένα στην ξένη αυτή πόλη, γι` αυτό περιεπλανώντο στους δρόμους. Μερικοί έβρισκαν καταφύγιο στα άδεια βαρέλια, πού ήταν στην παραλία, λίγοι δέ προσελήφθησαν από εύσπλαχνους χριστιανούς, οι όποιοι συχνά για το λόγο αυτό φυλακίζονταν.
Στη Σοβιετική Ρωσία μόνο όσοι εργάζονται λαμβάνουν μια μερίδα ψωμιού μαύρου, κάθε μέρα. Οι εξόριστοι όμως αυτοί ιερείς δεν είχαν το δικαίωμα να εργάζονται και γι’ αυτό δεν είχαν το μέσο να επιτύχουν τροφή. Αφήνονταν απλώς να πεθάνουν… Κάθε βράδυ του Σαββάτου και το πρωί της Κυριακής στεκόταν έξω από τις πόρτες της εκκλησίας και ζητούσαν ελεημοσύνη. Ποτέ δεν άκουσα κανένα παράπονο από αυτούς, μολονότι, ό Θεός γνωρίζει, είχαν εύλογη αίτια γι’ αυτό. Αλλά στεκόταν εκεί μισοπαγωμένοι και μισοπεθαμένοι από την πείνα.
Πολλοί από τούς κατοίκους, πού έρχονταν στην εκκλησία, έφεραν μαζί τους τροφές και μάλλινα ρούχα, τα όποια μοίραζαν στους δυστυχισμένους αυτούς «ζητιάνους», αλλά κρυφά, από φόβο μήπως καταγγελθούν.
Ο καιρός περνούσε. Ήταν Φεβρουάριος και ακόμα το ψύχος ήταν δριμύ, αλλά πλησίαζε η άνοιξη. Εν τω μεταξύ, μερικοί από τούς ιερείς είχαν βρει καταλύματα, ως επί το πολύ έξω από την πόλη, άλλοι δέ είχαν γράψει στους συγγενείς τους στις πατρίδες τους και είχαν λάβει δέματα και τρόφιμα. Ο ντόπιος πληθυσμός βοηθούσε όπου μπορούσε. Η Γκεπεού (μυστική αστυνομία) όμως ανησύχησε γι’ αυτό. Είχαν μαζευτεί πολλοί ιερείς στην πόλη, πλησίαζε δέ ό καιρός πού θα άνοιγε το λιμάνι για την αναχώρηση και την άφιξη των πλοίων, οπότε θα ερχόταν οι ξένοι και θα έκαναν ερωτήσεις πού δεν συνέφεραν στις Αρχές. Έκτος τούτου αναμένονταν άλλα πλήθη φυλακισμένων, και γι’ αυτό η Γκεπεού αποφάσισε να απομακρύνει τους ιερείς. Την τελευταία φορά, πού παρουσιάστηκαν στην αστυνομία οι εξόριστοι, για να δώσουν αναφορά, διατάχθηκαν να είναι έτοιμοι, επειδή θα έστέλλοντο μακρύτερα, στην Πετσχώρα, μια εκτεταμένη περιοχή πού απείχε 800 μίλια από τον Αρχάγγελο. Επί αιώνες το μέρος αυτού χρησιμοποιείτο ως τόπος εξορίας…
Η 15η Φεβρουαρίου βρήκε τούς εξόριστους ιερείς όρθιους να περιμένουν με υπομονή έξω από την Γκεπεού. Ηταν 200, οι όποιοι είχαν δεμένες τις αποσκευές τους σ’ ένα δέμα πάνω στους ώμους τους. Κατά τον φοβερό εκείνο παγετό, κατά τον όποιο τα πουλιά έπεφταν νεκρά και το θερμόμετρο πάγωνε, μόνο λίγοι είχαν επανωφόρια οι περισσότεροι, ιδίως όσοι ήταν από θερμά μέρη, είχαν μόνο το λεπτό τους ράσο. Ήταν Κυριακή. Ο λαός πού πήγαινε στην εκκλησία σταματούσε άθελα μπροστά στο θέαμα των υπομονετικών αυτών μαρτύρων. Μερικοί έβγαζαν τη ζώνη τους και τα γάντια τους για να τα δώσουν στους ιερείς. Μια γριά έδωσε την πλεκτή ζακέτα της σ’ ένα γέροντα χωρικό ιερέα, διότι φαινόταν τόσο συμπαθής, ώστε δεν μπορούσε κανείς να κρατηθεί και να μη φωνάξει από λύπη.
Στις 6 το βράδυ τούς απομάκρυναν κάτω από ισχυρή στρατιωτική συνοδεία. Αλλά πολλοί από τούς στρατιώτες επέστρεψαν το άλλο πρωί. Δεν υπήρχε ανάγκη τόσο μεγάλης συνοδείας. Οι εξόριστοι αυτοί δεν θα δραπέτευαν. Βάδιζαν με κόπο, αλλά και υπομονή. Πολλοί από αυτούς ήταν γέροντες, όλοι δέ ήταν αδύνατοι και εξαντλημένοι από την πείνα. Οι αποστάσεις από το ένα χωριό στο άλλο είναι πολύ μεγάλες στο Βορρά. Πολλοί έπεφταν κάτω στο δρόμο, αλλά δεν επιτρεπόταν σέ κανένα να σταματήσει για να βοηθήσει. Τούς άφηναν εκεί να πεθάνουν. Μου έλεγαν αργότερα οι χωρικοί, ότι συχνά έβρισκαν μισοπαγωμένους ιερείς στο δρόμο. Ποτέ δεν θα μάθουμε πόσοι πέθαναν στα δάση και στα έλη. Τι απογίνονταν αυτοί; Τούς κατέτρωγαν πιθανώς οι λύκοι. Είναι γνωστό ότι από τούς 200 ιερείς, πού ξεκίνησαν από τον Αρχάγγελο, μόλις οι μισοί έφθασαν στον τόπο του προορισμού τους…
2. Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΕΞΟΡΙΑ
Κατά τα δύο τελευταία χρόνια οι φυλακισμένοι εστέλλοντο στη Βόρεια Ρωσία. Το καλοκαίρι, το ταξίδι είναι υποφερτό. Μπορούν να περάσουν τη νύχτα σέ καμιά καλύβα και να βρουν εργασία ευκολότερα.
Θυμάμαι μια μοναχή, πού την έλεγαν Αικατερίνη και καταγόταν από τον Αρχάγγελο. Κάθε μέρα έβρισκε καταφύγιο για τούς άστεγους και τροφή και ρούχα για τούς εξόριστους ιερείς. Ήταν πράγματι αξιοθαύμαστη. “Αλλά γρήγορα την συνέλαβαν και την φυλάκισαν τη Μεγάλη Παρασκευή. Όταν πήγα να παρηγορήσω την αδελφή της, με κοίταξε με έκπληξη και μου είπε: «Γιατί να είμαι λυπημένη; Η αδελφή μου είχε την τιμή να υποφέρει την ίδια ήμερα, πού υπέφερε και ο Σωτήρας μας». Η Αικατερίνη πέθανε από τυφοειδή πυρετό, λίγο μετά τη φυλάκισή της.
Επί τέλους ήρθε και η δική μου σειρά. Όλοι όσοι βοηθούσαν τούς εξόριστους ιερείς ήταν υπό επιτήρηση. Μια νύχτα του Ιανουαρίου 1931 φυλακίστηκα κι’ εγώ. Την ίδια νύχτα, ο αρχιεπίσκοπος του τόπου, τρεις άλλοι εξόριστοι επίσκοποι και οι περισσότεροι από τούς κληρικούς της περιοχής του Αρχαγγέλου είχαν την ίδια μεταχείριση με μένα. Στη φυλακή μας πήραν τούς σταυρούς του βαπτίσματος.
Ακούσαμε από την πόρτα ότι ό αρχιεπίσκοπος αρνήθηκε να αφαίρεση τον επισκοπικό του σταυρό: «Ως δούλος του Χριστού, δεν τολμώ να βγάλω το σταυρό αυτό» είπε.
«Εάν δεν τολμάς εσύ, τολμούμε εμείς» ήταν η απάντηση.
Οι ανακρίσεις διαρκούν επί πολλές ώρες. Οι ανακριτικοί υπάλληλοι αλλάζουν, άλλ’ ο ανακρινόμενος φυλακισμένος συνεχίζει. Εγώ δεν ανακρίθηκε περισσότερο από πέντε έως έξι ώρες, αλλά και αυτές ήταν παραπάνω από αρκετές. Όταν μια χωρική αρνήθηκε να απαντήση σέ μια ερώτηση και ο μανιασμένος αξιωματικός συνέθλιψε το χέρι της στην πόρτα, είδα το χέρι της, όταν γύρισε στο θάλαμο, κατακόκκινο και πρησμένο.
Ο ίδιος αξιωματικός, για να εμπαίξει μια γυναίκα, έβαλε στο κεφάλι της μια επισκοπική μίτρα, έβαλε ένα εσταυρωμένο στα χέρια της και της ζητούσε επίμονα να φιλήσει τον Εσταυρωμένο.
— Έμαθα ότι πιστεύεις στον Εσταυρωμένο, της είπε. Εάν τον πιστεύεις, φίλησέ τον.
Άλλ’ αυτή απάντησε:
— Δεν φιλούμε το Σταυρό, όταν τον κρατεί ένας αντίχριστος!
Ποτέ δεν θα λησμονήσω μια εξαιρετική νύχτα. Ήταν περίπου 10 το βράδυ και όλοι έκοιμώμεθα. Ξαφνικά ξυπνήσαμε από κάποιον πού φώναζε: «Σέ παρακαλώ, σέ παρακαλώ, μη με κτυπάς άλλο»!
Ο δικός μας θάλαμος ήταν ο μοναδικός για γυναίκες. Καμιά ανδρική φωνή δεν διαμαρτυρήθηκε, και αυτός εξακολουθούσε να φωνάζει θλιβερά. Ήταν τρομερό πράγμα να τον ακούει κανείς. Δεν μπορούσαμε να υποφέρουμε πια. Δύο από μας σηκωθήκαμε και αρχίσαμε να χτυπάμε την πόρτα, φωνάζοντας με όλες μας τις δυνάμεις. Οι φύλακες έξεμάνησαν εναντίον μας και ρώτησαν, γιατί γίνεται ό θόρυβος αυτός. Τούς εξηγήσαμε ότι αν δεν παύσουν αμέσως να χτυπούν τον άνθρωπο αυτό, θα κάνουμε παράπονα στον αρχηγό. Η απειλή δεν ήταν πολύ σοβαρή, αλλά συγχρόνως έπαυσε το κτύπημα…
Δύο χρόνια προηγουμένως είχα φυλακισθή στη Μόσχα και μαζί μου ήταν και μια νεαρή κόρη. Ήταν η νύχτα του Πάσχα. Οδηγηθήκαμε στο πλυντήριο, διά μέσου μακρού διαδρόμου, όπου δεξιά και αριστερά ήταν κελιά. Μας είχαν αυστηρώς απαγορεύσει όχι μόνο να μιλάμε, αλλά και να βήχουμε, όταν περνούσαμε στον διάδρομο, και τόσο πολύ ήμασταν τρομαγμένες, ώστε δεν τολμούσαμε να παρακούσουμε. Η κοπέλα αυτή σκεπτόταν όλη την ήμερα την Ανάσταση, και ενώ βάδιζε στο διάδρομο, της φάνηκε σαν να κινείτο ανάμεσα σέ τάφους, όπου πολλοί είχαν ταφή ζωντανοί! Αργότερα δεν μπορούσε να εξηγήση πώς τόλμησε να κάνη εκείνο πού έκανε τη στιγμή αυτή- να φωνάξει ξαφνικά τον πασχάλιό μας χαιρετισμό: «Χριστός Ανέστη»! Τότε από όλες τις κλειστές πόρτες ακούστηκε ή απάντηση: «Αληθώς Ανέστη»!
Αλλά το κορίτσι αυτό δεν επέστρεψε στο κελί της την νύχτα αυτή. Τιμωρήθηκε και απομονώθηκε σ’ ένα ψυχρό θάλαμο πλακοστρωμένο…
Αλλά πρέπει να επανέλθω στη διήγηση της φυλακίσεως μου κατά το 1931. Το κελί μας ήταν υγρό, πολύ σκοτεινό και υπερπλήρες. Χειρότερα από την πείνα και τη δίψα ήταν τα ζωύφια, πού περπατούσαν στους τοίχους, κολλούσαν στο δέρμα μας και μας ενοχλούσαν κατά τον ύπνο. Επί δύο μήνες μείναμε κλεισμένοι στο κελί αυτό της φυλακής και ακόμα δεν είχε γίνει καμιά μεταβολή. Μόνο αδυνατίσαμε περισσότερο από την πείνα και την έλλειψη καθαρού αέρα.
3. ΣΤΗ ΣΙΒΗΡΙΑ
Μετά από καιρό μας έστειλαν στη Σιβηρία για καταναγκαστικά έργα. Το συνεργείο ξυλείας, για το όποιο προοριζόμασταν βρισκόταν περίπου 300 μίλια μακριά από τη Βιάτκα. Μας μετέφεραν σιδηροδρομικώς, με βαγόνια προορισμένα για κτήνη, χωρίς αερισμό, μέσα σέ τέλειο σκοτάδι, με μια οπή μόνο στο πάτωμα, ή οποία χρησίμευε για όλους τούς σκοπούς… Τέλος πάντων, έπειτα από έξι μακρές και ατέλειωτες ήμερες, το ταξίδι αυτό τελείωσε. Μας ξεφόρτωσαν, αλλά μόλις μπορούσαμε να κινηθούμε- τόσο πολύ είχαν μουδιάσει τα μέλη μας από το κάθισμα μας, επί τόσες ήμερες, στο πάτωμα και στις σανίδες. Αφού αναπαυθήκαμε τη νύχτα, την επομένη αναχωρήσαμε από εκεί και κάναμε πεζοπορία 50-60 μίλια… Τα δάση από τα όποια περνούσαμε, ήταν τελείως άγρια, χωριά και χωρικοί δεν υπήρχαν καθόλου στα μέρη αυτά, γι’ αυτό και ή συνοδεία μας, επειδή ήξερε ότι δεν είχαμε πού να δραπετεύσουμε, έγινε περισσότερο φιλική, μιας επέτρεψε να μιλάμε, ακόμα και να ξεκουραζόμαστε για λίγο μετά από κάθε έξι μίλια.
Έτσι, βαδίζαμε τρεις ήμερες. Την νύχτα σταθμεύαμε στα συνεργεία ξυλείας. Επί τέλους είδαμε λίγες παράγκες, πού βρισκόταν σ’ ένα καθαρό χώρο μέσα σέ σκοτεινά έλατα, αυτές δέ θα ήταν η νέα μας κατοικία. Ήταν όμως λίγες και έπρεπε να ζήσουμε σ’ ένα μικρό τετραγωνικό δωμάτιο με πολύ υψηλή οροφή… Από τις 75 γυναίκες, πού μέναμε σέ 15 τ.μ. οι 65 ήταν άπλες χωρικές από τη μεσημβρινή Ρωσία, πού εκδιώχθηκαν από εκεί ως άντικομμουνιστικά στοιχεία! Το μόνο έγκλημα τους ήταν ότι δεν προσχώρησαν στην κολεκτίβα και γι’ αυτό ολόκληρα χωριά έξωρίσθηκαν στη Σιβηρία. Οι γυναίκες αυτές έχασαν τα πάντα — κατοικία, περιουσία, οικογένεια — γιατί πολύ συχνά οι γυναίκες έστέλλοντο σ’ άλλο μέρος και οι άνδρες τους σ’ άλλο. Αλλά καμιά από μας δεν παρεπονείτο. Τι θα κερδίζαμε άλλωστε με τα παράπονα; Η θέση μας δεν θα καλυτέρευε. Κάναμε, λοιπόν, υπομονή…
Ήταν Φεβρουάριος προς τον Μάρτιο. Ο ήλιος άρχισε να λάμπει και το χιόνι να λιώνει. Εργαζόμαστε από τις 6 το πρωί. Μια ομάδα γυναικών πού εργαζόταν κοντά μας είχε ένα ατύχημα. Ένα δένδρο έπεσε και έσπασε το κεφάλι μιας γυναίκας. Της απέμεινε όμως αρκετή δύναμη, ώστε να μπόρεση να περπατήσει ως την νοσοκομειακή παράγγα. Ό γιατρός της υπηρεσίας της έδεσε το κεφάλι και της επέτρεψε να μείνει δύο μέρες στην παράγγα, «αλλά, πρόσεξε, της είπε, την τρίτη ήμερα πρέπει να επιστρέψεις στο δάσος». Όλες εμείς ζηλεύαμε την «τυχερή» αυτή γυναίκα, διότι είχε δύο ήμερες ανάπαυση!
Ένας φυματικός Ιερεύς ήταν στο ίδιο συνεργείο. Μια μέρα τον είδα να πηγαίνει να πάρει φάρμακο. Άλλ’ ό βήχας του ήταν τόσο άσχημος, ώστε μόλις μπορούσε να περπατά. Ζήτησε ολίγων ήμερων ανάπαυση, αλλ’ ή μόνη απάντηση πού έλαβε ήταν: «Τί την θέλεις την ανάπαυση, παλιάνθρωπε, τεμπέλη; Θα εργασθής• κι αν πεθάνεις, θα μας λείψει ένας παπάς ακόμα». Πράγματι, μετά μία εβδομάδα ο γέροντας ιερεύς πέθανε…
Αλλά μερικές φορές είχαμε και παραλλαγές στη ζωή μας. Δεν κόβαμε πάντοτε δένδρα. Κάπου-κάπου μας διέταζαν να τεμαχίζουμε τούς σωρούς των πάγων πού ήταν στο ποτάμι ή να σκάβουμε στο δρόμο… Τα πόδια μου και τα χέρια μου είχαν γεμίσει από μαυρο-κόκκινα στίγματα, με πονούσαν πολύ, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα… Στο τέλος της καθημερινής εργασίας εκινούμην με δυσκολία και συχνά έπεφτα κάτω. Όταν φθάναμε στον καταυλισμό, ήμασταν πολύ εξαντλημένες και δεν αισθανόμασταν την πείνα. Μας περίμενε εκεί το δείπνο, το όποιο αποτελείτο από ένα πιάτο σούπα με λίγα χόρτα, κάποτε με ψαροκόκαλα
(τα ψάρια τα έτρωγαν πιθανώς οι μάγειροι) και το ψωμί-μας ήταν πολύ λίγο. Η επόμενη ήμερα ήταν ακριβώς η ίδια με την προηγούμενη.
Είχα μόνο ένα φόρεμα, επειδή φυλακίστηκα χωρίς να το περιμένω, και με απομάκρυναν χωρίς να πάρω τίποτε μαζί μου. Άλλ’ όταν γύριζα από το δάσος, το φόρεμα μου ήταν συνήθως βρεγμένο, επειδή όλη την ήμερα ήμασταν βουτηγμένες στα χιόνια. Στο θάλαμο μας υπήρχε μια μικρή σιδερένια σόμπα, όπου συνηθίζαμε να κρεμάμε, για στέγνωμα, όλα τα βρεγμένα ρούχα μας. Άλλ’ κάναμε αυτό περισσότερες από 60 γυναίκες, και η σόμπα ήταν πάρα πολύ μικρή, γι’ αυτό έπρεπε να φοράμε το πρωί τελείως βρεγμένα ρούχα…
Η ζωή στην Ευρώπη περνά με ματς φούτ-μπολ, συζητήσεις στις Βουλές, με λόγους, με χορούς, με ταξίδια σέ τραίνα πολυτελείας ή σέ θαλαμηγούς. Στη Ρωσία όμως η ζωή περνά με διωγμούς, με φυλακίσεις, με έρευνες στα σπίτια, με ανακρίσεις, καθώς επίσης με λόγους, με ταξίδια με τραίνα, αλλά σέ βαγόνια κτηνών, στα συνεργεία ξυλείας, με θανατικές εκτελέσεις…
Στην είσοδο του καταυλισμού μας ήταν στημένοι λίγοι πάσσαλοι (αντί σταυρών) επάνω στους τάφους των φυλακισμένων πού πέθαναν εκεί. Φυσικά δεν υπήρχε εκεί φέρετρο, διότι ποιος ένδιαφέρετο για τέτοιο πράγμα; Το σώμα του νεκρού ήταν γυμνό, διότι οι ζωντανοί είχαν μεγαλύτερη ανάγκη από τα ενδύματα παρά οι νεκροί! Κάθε μέρα πού πηγαίναμε να κόψουμε δένδρα και όταν γυρίζαμε από αυτά, τελείως ασυναίσθητα στρέφαμε εκεί το βλέμμα μας και σ’ όλες μας ερχόταν ή σκέψη: «Αυτό θα είναι και το δικό μας τέλος;».
(Περιοδικό «Ζωή» 1934 σ. 308 κ. έξ.).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΟΛΩΝΟΣ ΝΙΝΙΚΑ. ΟΙ ΝΕΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
(1917-1987)
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2014/01/blog-post_6463.html