Οι άγγελοι, όπως οι ψυχές, έχουν μέλη, κεφάλι, μάτια, στόμα, χέρια, πόδια, μαλλιά, έχουν, δηλαδή, πλήρη ομοιότητα μέ τό ανθρώπινο σώμα. Στα πρόσωπα των αγίων Αγγέλων λάμπουν η ομορφιά της αρετής καί η χάρη του Θεού, όπως, άλλωστε, καί στα πρόσωπα των πολύ ενάρετων χριστιανών. Τά πρόσωπα των πονηρών Αγγέλων, λόγω της απόλυτης κακότητάς τους, μοιάζουν μέ πρόσωπα εγκληματιών καί κακούργων. Αυτό τό βεβαιώνουν όσοι είδαν τούς Αγγέλους του φωτός καί τους Αγγέλους του σκότους.

Στήν Αγία Γραφή, στα πατερικά συγγράμματα, αλλά καί στον καθημερινό λόγο, οι άγγελοι χαρακτηρίζονται άσαρκοι καί ασώματοι, καθώς δεν έχουν σάρκα καί σώμα υλικό, όπως εμείς. Γιά τόν ίδιο λόγο χαρακτηρίζονται, επίσης, άσαρκες καί ασώματες οι ψυχές. Ονομάζονται καί πνεύματα, επειδή είναι υπάρξεις αιθέριες, εντελώς ξεχωριστές από τά υλικά κτίσματα. Η φύση τους δεν είναι απόλυτα άυλη, όπως η φύση του Θεού’ συνίσταται από κάποιαν ύλη, αλλά ασύγκριτα πιο λεπτή από την ύλη τών ορατών επίγειων όντων καί αντικειμένων. Εμείς, στη συνηθισμένη μας κατάσταση, δεν βλέπουμε τά πνεύματα, αλλά, αν ζούμε μέ ευλάβεια καί νήψη, αισθανόμαστε την επίδραση πού ασκούν επάνω μας. Η ευλογημένη, η ζωντανή, η νοερή αντίληψη των πνευμάτων είναι η πνευματική θέασή τους.

Στην Αγία Γραφή καί στα πατερικά συγγράμματα, επίσης, μέ τη Λέξη “πνεύμα” εννοούνται πολλές φορές ο αέρας, ο άνεμος, ο ατμός καί τά διάφορα άλλα αέρια, ακόμα καί η ανθρώπινη αναπνοή. Ο Κύριος παρομοίασε την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέ την ενέργεια τού ανέμου, τόν οποίο ονόμασε πνεύμα. Αλλά πνεύμα μέ την ακριβή έννοια του όρου είναι μόνο ο Θεός, η υπερτέλεια Ύπαρξη, η φύση του οποίου, όπως είπαμε, διαφέρει ασύγκριτα από τή φύση των κτισμάτων Του, όχι μόνο τών υλικών αλλά καί των άυλων.

Δεν υπάρχει ύπαρξη όμοια ως προς τή φύση μέ τον Θεό. Καί, εκτός από τόν Θεό, δεν υπάρχει ύπαρξη απόλυτα πνευματική ως προς τή φύση. «Ο Θεός είναι Πνεύμα» καί «κάνει πνεύματα σάν ανεμους τους Αγγέλους Του, ενώ αυτούς πού Τόν υπηρετούν τούς είναι σάν πύρινη φλόγα». Ο Θεός ενανθρώπησε γιά να βάλει φωτιά στις καρδιές μας, πού είναι παγωμένες καί νεκρωμένες από την αμαρτία, γιά να μάς ενώσει μαζί Του «μέ Άγιο Πνεύμα καί φωτιά» κι έτσι να μας κάνει απρόσιτους στον διάβολο. Ξένοι προς την πνευματική ζωή, την αληθινή ζωή, είναι οι πεσμένοι άγγελοι, όπως ξένες είναι καί οι ψυχές των αμετανόητων αμαρτωλών.

Τά μελλοντικά ενδιαιτήματα των ψυχών, ο παράδεισος καί οάδης, αντιστοιχούν στήν αιθέρια φύση τους. Μια αγία ψυχή, έχοντας οικειωθεί τή θεία βασιλεία, όχι μόνο ευφραίνεται πνευματικά ήδη από την παρούσα ζωή, ανάλογα μέ την καθαρότητά της, αλλά καί θα τοποθετηθεί μελλοντικά στον τόπο διαμονής των ψυχών πού θ’ αξιωθούν, μέ τό έλεος του Θεού, της αιώνιας μακαριότητας. Μια αμαρτωλή ψυχή, απεναντίας, πού απορρίπτεται από τόν Θεό, όχι μόνο ελέγχεται από τή συνείδησή της καί υποφέρει γιά τόν χωρισμό της από τόν Κύριο, αλλά καί θα ριχθεί στη φοβερή υπόγεια φυλακή πού λέγεται άδης ή τάρταρα ή γέεννα. Εκεί θα υποβάλλεται σε φρικτά βασανιστήρια, από τά όποια θα ξεσχίζεται η αιθέρια φύση της.

Όλα αυτά αναφέρονται στήν Αγία Γραφή, αλλά καί αποκαλύπτονται κάποτε-κάποτε από τό Άγιο Πνεύμα, κατά τά ανεξιχνίαστα κρίματά Του, σε ανθρώπους άξιους τέτοιων ψυχωφελών αποκαλύψεων.

Συχνά, όταν θέλουμε να εξετάσουμε προσεκτικά ένα αντικείμενο τού υλικού κόσμου, στεκόμαστε στη θέση πού θεωρούμε πιο κατάλληλη γιά την εξέτασή του, τή θέση από την οποία θα έχουμε την καλύτερη οπτική επαφή μαζί του. Κι αυτό τό κάνουμε όχι γιατί απαιτείται από τό ίδιο τό αντικείμενο, αλλά γιά να ενισχύσουμε την περιορισμένη οπτική μας ικανότητα. Γιά την εξέταση καί τή μελέτη, λοιπόν, πού θα κάνουμε στη συνέχεια, ας επιλέξουμε να σταθούμε στήν πιο κατάλληλη θέση, θέση νοερή σ’ αυτή την περίπτωση. Καί θα τή βρούμε αλάθητα, αν δούμε καί παραδεχθούμε τή μηδαμινότητά μας μέσα στο απέραντο σύμπαν, τή μηδαμινότητα των μέσων πού διαθέτουμε γιά την απόκτηση γνώσεων, τή μηδαμινότητα τών ίδιων τών γνώσεών μας καί, ακόμα, την ανάγκη της εμπιστοσύνης στη θεία αποκάλυψη.

Μέ τά αισθητά μας μάτια δεν βλέπουμε ούτε τόν παράδεισο ούτε τόν αδη ούτε τόν κόσμο τών πνευμάτων. Αλλά τί βλέπουμε μ’ αυτά; Τί βλέπουμε στον κόσμο τόν αισθητό, πού μέ τόση βεβαιότητα τόν ονομάζουμε ορατό; Βλέπουμε ελάχιστο μέρος τών πραγμάτων ή, μάλλον, δεν βλέπουμε τίποτα συγκριτικά μέ τό σύνολό τους.

Αυτό μάς τό αποδεικνύουν τόσο τό τηλεσκόπιο όσο καί τό μικροσκόπιο- μάς τό αποδεικνύουν η όσφρηση καί η αφή μας, πού αντιλαμβάνονται αντίστοιχα τίς οσμές καί τίς κινήσεις τών αερίων, αποκαλύπτοντας την αόρατη μέ τά σωματικά μάτια ύπαρξή τους, μάς τό αποδεικνύει το οπτικό μας πεδίο, πού είναι περιορισμένο καί αλλάζει με κάθε μετακίνησή μας- μάς τό αποδεικνύει το αθέατο του εσωτερικού της γης καί τόσων άλλων αντικειμένων πάνω στην επικράτεια της- μάς τό αποδεικνύει η ίδια η οπτική μας αίσθηση, πού είναι τόσο περιορισμένη, ώστε δεν μπορεί να συλλάβει τά φαινόμενα στις πραγματικές τους διαστάσεις, ούτε, όπως είπαμε, να αντιληφτεί τά αέρια ή να εισχωρήσει σε υλικά αντικείμενα μέ πυκνή μάζα ή ακόμα να αγκαλιάσει όλες τίς πλευρές ενός αντικειμένου. Τί βλέπουμε, λοιπόν, από την ορατή κτίση; Ένα απειροελάχιστο τμήμα της! Καί όμως, την τόσο περιορισμένη μας δράση συνήθως τή θεωρούμε πλήρως ικανοποιητική.

Εμείς, έχοντας επίγνωση της αδυναμίας μας, την επίγνωση των ταπεινών καί πιστών ανθρώπων, ας στρέψουμε ευλαβικά τά νοερά μας μάτια σε αντικείμενα πού είναι κρυμμένα από τά όργανα τών σωματικών αισθήσεων, αλλά μάς αποκαλύπτονται μέ τό έλεος καί τή χάρη τού Θεού.

Ο θεόπτης Μωυσής, περιγράφοντας στο βιβλίο της Γενέσεως τή δημιουργία τού κόσμου, λέει ότι ο Κύριος «φύτεψε έναν παράδεισο», δηλαδή έναν κήπο, «στήν Εδέμ προς την ανατολή», όπου καί εγκατέστησε τούς πρώτους δύο ανθρώπους, τούς γενάρχες τού ανθρωπίνου γένους: «Καί πήρε ο Κύριος, ο Θεός, τόν άνθρωπο πού έπλασε, καί τόν έβαλε στον παράδεισο της τρυφής, γιά να τόν καλλιεργεί καί να τόν προσέχει». Από τή μαρτυρία αυτή προκύπτει ότι η βασιλεία του Θεού ετοιμάστηκε γιά τούς ανθρώπους από τότε πού δημιουργήθηκε ο κόσμος.

Οι προπάτορες μας στον παράδεισο καταπάτησαν την εντολή του Θεού. Καί, αμέσως μετά την παράβασή τους, άλλαξαν ψυχικά καί σωματικά έτσι, πού ήταν ανίκανοι πια να παραμείνουν στον άγιο παράδεισο. Τότε ο Θεός, λέει ο θεόπνευστος συγγραφέας της Γενέσεως, «έδιωξε τόν άνθρωπο από τόν παράδεισο της τρυφής, γιά να καλλιεργεί τη γή από την οποία είχε προέλθει, …καί τόν έφερε να κατοικήσει απέναντι από τόν παράδεισο της τρυφής»

Ή φράση «απέναντι από τόν παράδεισο της τρυφής» μάς οδηγεί στη σκέψη πώς η γήινη φύση μέ τίς ομορφιές της είναι παρόμοια μέ τόν παράδεισο, τον οποίο θυμίζει στον πεσμένο άνθρωπο. Βλέποντας τή μεγαλοπρέπεια τού τόπου της εξορίας μας, της γής, αυθόρμητα αναφωνούμε: Είναι παράδεισος! Η ίδια λέξη χρησιμοποιείται στήν Αγία Γραφή καί γιά την εύφορη περιοχή τών Σοδόμων πριν από την καταστροφή της παρομοιάζεται μέ τόν παράδεισο του Θεού. Ο θεόπτης Μωυσής παρουσιάζει τόν παράδεισο ως έναν μεγάλο καί υπέροχο κήπο. Έτσι ακριβώς τόν είδαν, επίσης, στήν Καινοδιαθηκική Εκκλησία πολλοί άνθρωποι του Θεού. Καί, πράγματι, τέτοιος είναι.

Ηύλη της φύσεως του παραδείσου είναι λεπτή, αντίστοιχη εκείνης τών κατοίκων του, των πνευμάτων, δηλαδή των Αγγέλων καί των ψυχών των δικαίων. Γι` αυτό δεν γίνεται αντιληπτός μέ τίς σωματικές μας αισθήσεις, πού εκφυλίστηκαν καί αμβλύνθηκαν μετά την προπατορική πτώση. Η φύλαξη του παραδείσου, μετά την εκδίωξη του ανθρώπου άπ’ αυτόν, ανατέθηκε στα Χερουβίμ. Η ψυχή του ληστή, πού ομολόγησε πάνω στον σταυρό τόν Κύριο, τοποθετήθηκε στον παράδεισο. Εκεί έχουν τοποθετηθεί καί οι ψυχές πολλών χριστιανών, πού αξιώθηκαν της σωτηρίας. Από τή λεπτότητα, λοιπόν, της (ρύσεως των κατοίκων του εξηγείται η λεπτότητα της φύσεως του παραδείσου.

Ο όσιος Μακάριος ο Μέγας λέει γιά τούς ανθρώπους πού απέκτησαν ουράνιο πλούτο: «Τούς γνωρίζουν οι συμπολίτες τους, δηλαδή τά πνεύματα των αγίων καί τών Αγγέλων, καί μέ θαυμασμό λένε: “Μεγάλο πλούτο απέκτησαν οι αδελφοί μας στη γή”. “Έχοντας, λοιπόν, μαζί τους τον Κύριο, όταν πεθαίνουν, έρχονται μέ μεγάλη χαρά στον ουρανό. Εκεί τούς υποδέχονται οι εκλεκτοί τού Κυρίου, πού τούς έχουν ετοιμάσει κατοικίες καί κήπους καί ενδύματα ολόλαμπρα καί πολυτελή».

Ο όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης λέει ότι ο παράδεισος είναι τόπος ψηλός ως τόν τρίτο ουρανό, φυτεμένος από τόν Θεό μέ κάθε είδους ευωδέστατα φυτά, ότι δεν είναι τελείως άφθαρτος ούτε τελείως φθαρτός, αλλά σε μια κατάσταση μεταξύ φθοράς καί αφθαρσίας, ώστε να είναι πάντοτε γεμάτος από άνθη καί καρπούς, καί ότι διασχίζεται από έναν ποταμό, πού τόν ποτίζει διαρκώς καί πού μοιράζεται σε τέσσερις άλλους ποταμούς. Γι` αυτόν τόν ποταμό κάνει λόγο καί η Γραφή: «Από την Εδέμ πηγάζει ένα ποτάμι, πού ποτίζει τόν παράδεισο. Από εκεί διαχωρίζεται σε τέσσερις κατευθύνσεις». Ό άγιος προφήτης Δαβίδ μνημονεύει «τό νερό πού υπάρχει πάνω από τούς ουρανούς».

5.Λόγος γιά τά πνεύματα-Λόγος γιά τόν θάνατο

Συγγραφέας : Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.

 

http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2016/11/blog-post_899.html