ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22ο. Οι Άγιοι της Εκκλησίας μας
1. Η ζωή των Αγίων μικρογραφία της ζωής του Χριστού
«Εγώ είμαι το φως του κόσμου», είπε, καθώς γνωρίζομεν, ο Χριστός, «εκείνος ο οποίος με ακολουθεί, δεν θα περιπατήση εις το σκοτάδι αλλά θα έχη το φως της ζωής» (Ιωάννης 8,12. Παράβαλλε 12,46). Εις άλλο σημείον της Αγίας Γραφής ο Χριστός χαρακτηρίζεται ως «απαύγασμα της δόξης», ως ακτινοβολία της δόξης του Πατρός (Εβραίους 1,3).
Ο άνθρωπος φωτιζόμενος από τας ακτίστους Θείας Ενεργείας, έρχεται εις «γνώσιν της δόξης του Θεού εν τω προσώπω του Ιησού Χριστού» (Β΄ Κορινθίους 4,6). Καθίσταται κοινωνός της θείας δόξης (Ιωάννης 17,22), μέτοχος «της αγιότητος αυτού» (Εβραίους 12,10), «φως του κόσμου» (Ματθαίος 5,14), «δόξα του Χριστού» (Β΄ Κορινθίους 8,23).
«Όλοι ημείς», αναφέρει ο Απόστολος, «με ακάλυπτον πρόσωπον, αντανακλώντες την δόξαν του Κυρίου, μεταμορφωνόμεθα εις την ιδίαν εικόνα με αυτόν από δόξης εις δόξαν» (Β΄ Κορινθίους 3,18).Κάθε Χριστιανός, συνεπώς, ο οποίος ζη μέσα εις την χάριν του Θεού, γίνεται «σύσσωμος» του Χριστού (Εφεσίους 3,6), μέλος, δηλαδή, του Θεανθρωπίνου σώματος Του, ζη την ιδίαν την ζωήν του Χριστού (Γαλ. 2,20) και ακτινοβολεί το θείον φως (Β΄ Κορινθίους 4,6).
«Ο Θεός είναι εκείνος όστις ενεργεί μέσα σας», λέγει ο
Απόστολος Παύλος και προσθέτει: «Όλα να τα κάμνετε χωρίς γογγυσμούς και αμφισβητήσεις, δια να γίνετε άμεμπτοι και ακέραιοι, παιδιά του Θεού αμώμητα μέσα εις μίαν γενεάν διεφθαρμένην και διεστραμμένην μεταξύ των οποίων λάμπετε εις τον κόσμον ως αστέρια» (Φιλιππισίους 2,14-15. Παράβαλλε Εβραίους 13,21).
Οι Άγιοι της Εκκλησίας μας ανταπεκρίθησαν εις την κλήσιν αυτήν και έζησαν την ζωήν του Χριστού. «Δεν ζω δε πλέον εγώ, αλλά ζη μέσα μου ο Χριστός, την ζωήν δε την οποίαν τώρα ζω εις το σώμα, την ζω με πίστιν εις τον υιόν του Θεού, ο οποίος με ηγάπησε και παρέδωσε τον εαυτόν Του προς χάριν μου», λέγει χαρακτηριστικούς ο Απόστολος Παύλος (Γαλ. 2,20). Και απευθυνόμενος προς τους Κορινθίους λέγει: «Μιμηταί μου γίνεσθε, όπως είμαι και εγώ του Χριστού» (Α’ Κορινθίους 11,1).
Είναι οι «μάρτυρες του Χριστού οι πιστοί» (Αποκ. 2,13), εκείνοι οι οποίοι ίστανται «εμπρός εις τον θρόνον και εμπρός εις το Αρνίον» (Αποκ. 7,9).
Η ζωή των Αγίων είναι η ιδία η ζωή του Χριστού, η οποία επαναλαμβάνεται με διάφορον τρόπον εις κάθε άγιον. Είναι οι άνθρωποι οι οποίοι έζησαν «δια του Πνεύματος» και εβάδισαν «κατά Πνεύμα» (Γαλ. 5,25). Ήσαν «η επιστολή του Χριστού… Γραμμένη όχι με μελάνι, αλλά με το Πνεύμα του Θεού του ζώντος, όχι εις λιθίνας πλάκας αλλά εις πλάκας καρδιών σάρκινων» (Β΄ Κορινθίους 3,3).
Όταν μελετώμεν τους βίους των Αγίων, τότε βλέπομεν ότι τα δόγματα της Εκκλησίας μας δεν είναι αλήθειαι διανοητικαί, αλλά η αληθινή ζωή του ανθρώπου, η πηγή της αιωνίας ζωής.
Ηνωμένοι οι Άγιοι με τον Χριστόν και λουσμένοι εις το φως του Αγίου Πνεύματος, έζησαν εις μικρογραφίαν την ιδίαν την ζωήν του Χριστού. Αι σκέψεις των, οι λόγοι των, τα έργα των, ήσαν σκέψεις, λόγοι και έργα του Χριστού.
Ολόκληρος η ζωή των ήτο η καρποφορία των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος εις την ψυχήν των.
Ούτω, οι Άγιοι είναι η «εν Χριστώ καινή κτίσις» (Β΄ Κορινθίους 5,17), η καινούργια δημιουργία του Θεού, τα έργα του Θεού εις την πνευματικήν ζωήν του ανθρώπου. Η ζωή των Αγίων της Εκκλησίας μας είναι ανταξία, εις την ανθρωπίνην φύσιν, όπως την έπλασεν ο Θεός. Με τον τρόπον αυτόν ημπορούν να μας δείξουν ποίος είναι εις την πραγματικότητα ο άνθρωπος, και πως πρέπει να ζη.
2. Το φως του Χριστού εις την ζωήν των Αγίων
Η δόξα του Θεού εκφράζεται εις την Αγίαν Γραφήν με το Άκτιστον θείον φως, το οποίον αποκαλύπτει την παρουσίαν και την δράσιν του Τριαδικού Θεού μέσα εις τον κόσμον. Είναι η «φλόγα πυρός», η οποία εκπέμπεται από τον θρόνον του Θεού (Δανιήλ 7,9) και το φως της φλεγόμενης βάτου (Έξοδος 3,2 και εξής Πράξεις 7,30-33). Είναι η δόξα του Θεού, η οποία ως πυρ εκπέμπει φλόγας επάνω εις την κορυφήν του όρους (Έξοδος 24,17) και μεταδίδεται εις τον Μωυσή, ώστε κανένας να μην ημπορή να κοιτάξη το πρόσωπον του (Έξοδος 34,29-30. Β΄ Κορινθίους 3,7).
Η ιδία δόξα περιβάλλει τον προφήτην Ηλίαν, ο οποίος αναβαίνει εις τους ουρανούς «εν λαίλαπι πυρός και εν άρματι ίππων πυρίνων» (Σοφ. Σειράχ 48,9. Α΄ Βασιλέων 2,11), καθώς και ολόκληρον τον λαόν του Θεού (Ησαΐας 60,19-20). Είναι το Άκτιστον φως, το οποίον «περιέλαμψε», αργότερον, τους ποιμένας της Βηθλεέμ (Λουκάς 2,9), τους μαθητάς του Χριστού εις το όρος της Μεταμορφώσεως και μετεδόθη και εις αυτά ακόμη τα ενδύματα του Χριστού (Λουκάς 9,29. Ματθαίος 17,2). Αργότερον, περιέλαμψε τους Αγγέλους πλησίον του κενού τάφου του Κυρίου (Ματθαίος 28,3. Μάρκος 16,5. Λουκάς 24,4), εφανερώθη εις τον πρωτομάρτυρα Στέφανον (Πράξεις 7,55), εις τον Απόστολον Παύλον (Πράξεις 9,3. 22,6-11) και μεταδίδεται εις τους ανθρώπους του Χριστού (Ματθαίος 5,14. Ιωάννης 17,22. Β΄Κορινθίους 3,18).
Η δόξα αυτή του Θεού γίνεται τώρα φανερή «δι’ εσόπτρου, εν αινίγματι», ως μέσα από καθρέπτην, αμυδρώς· όμως, εις την μέλλουσαν ζωήν οι άνθρωποι του Θεού θα αντικρύσουν όλον το μεγαλείον της θείας δόξης, διότι θα ιδούν τον Θεόν «πρόσωπον προς πρόσωπον» (Α’ Κορινθίους 13,12), «καθώς εστί» (Α’ Ιωάννης 3,2) και «θα λάμψουν όπως ο ήλιος» (Ματθαίος 13,43. Παράβαλλε Και Αποκ. 21,9-22, 5. Ησαΐας 60,19-20).
Αυτήν την δόξαν προγεύεται ο Χριστιανός εις την ζωήν αυτήν. Ο Απόστολος Παύλος βεβαιώνει τους Φιλιππησίους ότι ο Χριστός «θα μεταμόρφωση το ταπεινόν μας σώμα, ώστε να λάβη την ιδίαν μορφήν προς το ένδοξον σώμα του Χριστού (σύμμορφον τω σώματι της δόξης αυτού)» (Φιλιπ. 3,21) και προτρέπει τους Κορινθίους να δοξάσουν τον Θεόν και «εν τω σώματι» αυτών (Α’ Κορινθίους 6,20).
Οι Άγιοι της Εκκλησίας μας προεγεύθησαν αυτήν την πραγματικότητα, τόσον κατά την διάρκειαν της ζωής των, όσον και μετά την εν Κυρίω τελευτήν των. Δεν είναι, βεβαίως, ακόμη «ο αμαράντινος της δόξης στέφανος», τον οποίον θα λάβουν όταν φανερωθή ο αρχιποιμήν Χριστός (Α’ Πέτρ. 5,4), είναι, όμως ανταύγεια της τελικής εκείνης δόξης. «Αι δε οδοί των δικαίων ομοίως φωτί λάμπουσι, προπορεύονται και φωτίζουσιν, έως κατορθώση η ημέρα», λέγει χαρακτηριστικούς η Αγία Γραφή (Παροιμίες 4,18).
Τα ιερά συναξάρια μας ομιλούν πολλάκις δια φως, με το οποίον περιεβάλλετο ένας άγιος κατά την διάρκειαν της ζωής του και το οποίον ημπορούσαν να το ιδούν αθώα παιδιά και άλλοι άνθρωποι. Πρόκειται δια τας ενεργείας του Θεού, δια το Άκτιστον φως, καθώς λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, το οποίον μεταμορφώνει τα πάντα εις την ζωήν των Αγίων.
«Ήλθεν γέρων τις», αναφέρει το ιερόν Συναξάριον του Αγίου Αρσενίου, «δια να ωφεληθή εκ των λόγων του οσίου. Επειδή, όμως, εύρε την θύραν του κελλίου κεκλεισμένην, δεν εκτύπησε δια να μη ενόχληση. Αλλά παρατηρεί εκ μιας σχισμής. Είδε τότε τον όσιον Αρσένιον εις πυρ μεταβαλλόμενον και έμεινε αρκετήν ώραν όλος έμφοβος».
Και εις το ιερόν Συναξάριον του Αγίου Νεκταρίου αναφέρεται: «Μοναχή τις πάσχουσα από παράλυσιν της κεφαλής προσήλθεν εις τον άγιον ιερουργούντα κατά την στιγμήν της θείας μεταλήψεως, αλλά βλέπουσα αυτόν λάμποντα εκ θείου φωτός εδειλίασε να πλησίαση».
Όταν πληρωθή η ψυχή του ανθρώπου με το Πνεύμα του Θεού, όταν γίνη, δηλαδή, πραγματικώς «κατοικητήριον του Θεού εν Πνεύματι» (Εφεσίους 2,22), τότε γίνονται όλα γύρω του φωτεινά, ακόμη και το σώμα του και τα ενδύματα του, όλα μετέχουν εις την δόξαν του Θεού και όλα αποτελούν πηγήν ευλογίας.
Ο προφήτης Ηλίας ανελήφθη, καθώς είπομεν, με «άρμα πυρός», λουσμένος εις το Άκτιστον φως και η μηλωτή του, την οποίαν αφήκεν εις τον Ελισσαίον, έγινε πραγματική πηγή ευλογίας (Ο’ Βασιλ. 2,11 και εξής).
Χαρακτηριστικόν είναι, επίσης, το ακόλουθον απόσπασμα από την συνομιλίαν του Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ με τον Μοτοβίλωφ, κατά την οποίαν το φως το οποίον περιβάλλει τον άγιον, μεταδίδεται εις τον συνομιλητήν του:
« Πώς μπορώ να γνωρίζω, ρώτησα τον πατερούλη Σεραφείμ, εάν είμαι και εγώ εις την χάριν του Αγίου Πνεύματος;
Αυτό είναι πολύ απλό, Φιλόθεε, μου απήντησε, διότι ο Κύριος είπεν ότι όλα είναι απλά δι’ εκείνον που αποκτά την γνώσιν. Μένοντες οι Απόστολοι εις αυτήν την γνώσιν, έβλεπον πάντοτε εάν το Πνεύμα του Θεού ευρίσκετο εις αυτούς η όχι. Διαποτιζόμενοι, λοιπόν, από το Πνεύμα του Θεού και βλέποντας την συμπαραμονή Του με αυτούς, διακηρύττουν με βεβαιότητα ότι το έργον των είναι εις όλα άγιον και ευάρεστον εις τον Θεόν. Έτσι εξηγείται διατί οι Απόστολοι έγραφον απεφασίσθη από το Πνεύμα το άγιον και από ημάς (Πράξεις 15,28). Στηριζόμενοι μόνον επί της βάσεως αυτής συνιστούσαν τας επιστολάς των ωσάν αλήθειαν αψευδή προς βοήθειαν όλων των πιστών. Έτσι οι Άγιοι Απόστολοι εγνώριζον εντός της καρδίας των με τρόπον χειροπιαστόν την παρουσίαν του θείου Πνεύματος. Ιδού, λοιπόν, φιλόθεε, βλέπετε ότι αυτό είναι απλό;
Παρ’ όλα αυτά δεν καταλαβαίνω πως μπορώ τώρα να είμαι ολοκληρωτικά βέβαιος ότι είμαι εν Αγίω Πνεύματι. Πώς μπορώ να ξεχωρίσω μέσα μου την αληθινή παρουσία Του;
Ο πατερούλης Σεραφείμ, απάντησε:
Σου είπα, Φιλόθεε, ότι αυτό είναι πολύ απλό και σου διηγήθηκα με λεπτομέρειες πως μπορούν οι άνθρωποι να είναι εν Αγίω Πνεύματι και με ποιον τρόπον μπορούμε να αισθανθούμε την παρουσίαν Του μέσα μας. Τι θέλεις, λοιπόν, παιδί μου;
Ήθελα, είπα, να το κατανοήσω καλύτερα!
Τότε με έπιασεν ο πατήρ Σεραφείμ γερά από τους ώμους και είπε:
Και οι δυο μας τώρα, παιδί μου, είμεθα μέσα στο Άγιο Πνεύμα του Θεού, διατί δεν με κοιτάζης στο πρόσωπο;
Δεν μπορώ να σε κοιτάξω, πατερούλη, του απάντησα, από τα μάτια σου βγαίνουν φλόγες, το πρόσωπο σου είναι λαμπρότερο και απ’ τον ήλιο, με πονούν τα μάτια μου!
Μη φοβάσαι, Φιλόθεε, και συ λάμπεις τώρα όπως εγώ, και εσύ έχεις την πληρότητα του Αγίου Πνεύματος, διαφορετικά δεν θα μπορούσες να με δης, έτσι… ».
3. Η αρετή των Αγίων μεταδίδεται εις την άλογον φύσιν
«Εάν με προσοχήν ακούσης την φωνήν Κυρίου του Θεού σου, ώστε να τηρής και να εφαρμόζης όλας τας εντολάς αυτάς, τας οποίας εγώ σήμερον σου δίδω… Θα είσαι ευλογημένος εις την πόλιν και ευλογημένος εις τον αγρόν… Και τα προϊόντα των αγρών σου και αι αγέλαι των βοδιών σου και τα ποίμνια των προβάτων σου. Ευλογημέναι θα είναι αι αποθήκαι σου και τα πλεονάσματα σου» (Δευτερονόμιο 28,1-5).
Όταν ο άνθρωπος μείνη πιστός εις την αγάπην του Θεού, εκφράζοντας την με την ιδικήν του αγάπην, δηλαδή με την εκπλήρωσιν όλων των εντολών, τότε η χάρις του Θεού μένει μέσα εις τον άνθρωπον, ξεχειλίζει ακόμη και εις ολόκληρον το περιβάλλον του, και το καθιστά ευλογημένον. Ο άνθρωπος αισθάνεται, τότε, βαθύτατα τον σύνδεσμον της αγάπης με ολόκληρον την δημιουργίαν και εκφράζει ποικιλοτρόπως εις την ζωήν του αυτόν τον σύνδεσμον.
Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος έλεγεν ότι ο ελεήμων άνθρωπος «προσεύχεται κάθε στιγμήν με δάκρυα και δια την άλογον κτίσιν και δια τους εχθρούς της αληθείας και δι’ αυτούς οι οποίοι τον βλάπτουν, ώστε να διαφυλαχθούν και να συγχωρηθούν. Επίσης προσεύχεται και δια τα ερπετά με την μεγάλην του ελεημοσύνην η οποία κινείται μέσα εις την καρδίαν του χωρίς μέτρον, έχοντας την ομοιότητα προς τον Θεόν».
Οι Άγιοι αισθάνονται ηνωμένοι με ολόκληρον τον κόσμον. Αισθάνονται προσωπικήν ευθύνην δι’ ολόκληρον την δημιουργίαν και ζητούν να μεταμορφώσουν τα πάντα, να τα επαναφέρουν εις την πρωταρχικήν των ενότητα και αρμονίαν» (Παράβαλλε Ιώβ 5,22-23).
«Πλησιάζει ο ταπεινόφρων άνθρωπος εις τα καταστρεπτικά θηρία», λέγει ο Αββάς Ισαάκ, «και μόλις τον ιδούν, αμέσως ημερεύει η αγριότης των και τον πλησιάζουν ως αφέντην των και, κουνούν το κεφάλι και του γλύφουν τα χέρια και τα πόδια του, επειδή αισθάνονται επάνω του εκείνην την ευωδίαν την οποίαν εσκόρπιζεν ο Αδάμ προ της παρακοής. Και αυτό το οποίον μας αφηρέθη τότε, μας το έδωσε καινούργιον ο Ιησούς Χριστός με την παρουσίαν Του εις την γην και αρωμάτισε με ευωδίαν το ανθρώπινον γένος… Αλλά ακόμη και οι δαίμονες με όλην των την θρασύτητα και την πίκρα και με όλην των την υπερηφάνειαν, όταν πλησιάζουν τον ταπεινόφρονα γίνονται ως χώμα και όλη των η κακία μαραίνεται και όλα των τα τεχνάσματα και η πανουργία δεν έχουν πλέον καμμίαν δύναμιν».
Συγκινητικά είναι τα παραδείγματα των Αγίων, οι οποίοι έζων τον σύνδεσμον της ενότητος και της αγάπης και με αυτά ακόμη τα άγρια θηρία.
Όταν ο ηγεμών της Καππαδοκίας έστειλεν ιππείς να συλλάβουν τον άγιον Μάμαντα, εκείνος προεγνώρισε το γεγονός αυτό με την χάριν του Θεού και εξήλθε να τους προϋπάντηση.
«Συναντηθέντες δε και μη γνωρίζοντες οι στρατιώται τον άγιον, ηρώτησαν αυτόν αν γνωρίζη που ευρίσκεται ο Μαμάς. Ο δε μάρτυς είπεν εις αυτούς:
Κατά το παρόν, ω φίλοι, πρέπει να αναπαυθήτε. Κατεβήτε, όθεν, από τους ίππους σας και έλθετε μετ’ εμού να γευθώμεν τροφής, κατόπιν δε εγώ θέλω σας δείξει τον Μάμαντα.
Εφιλοξενούντο, όθεν, ούτοι από τον άγιον δια τυρού και άρτου και έτρωγον με μεγάλην όρεξιν, εκείνα τα οποία τους προσέφερεν ο καλός φιλευτής.
Ήλθον δε τότε κατά την συνήθειαν και τα άγρια ζώα δια να αμεληθούν από τον άγιον, τα οποία ευθύς ως είδον οι στρατιώται εφοβήθησαν κατά πολύ και εγκαταλείποντες το φαγητόν προσέδραμον εις τον μάρτυρα δια να τους βοηθήση, ο δε άγιος τους ενεθάρρυνεν. Είτα δε θέλων να τους απαλλάξη και από κάθε φροντίδα τους είπε:
Εγώ είμαι ο Μάμας, τον οποίον ζητείτε. Όθεν σάς παρακαλώ επιστρέψατε εις Καισάρειαν και εγώ έρχομαι αμέσως ταχέως».
Επίσης ο άγιος Γεράσιμος είχεν ως πιστόν ακόλουθον ένα λεοντάρι, εις το οποίον μάλιστα είχεν αναθέσει την φροντίδα δια τον όνον του.
Παρόμοια περιστατικά δεν αναφέρονται μόνον εις τα ιερά συναξάρια, τα ευρίσκομεν και εις την Αγίαν Γραφήν.
Δια τον Δαυΐδ π. Χ. Αναφέρεται ότι κατά την νεανικήν του ηλικίαν «έπαιζε με τους λέοντας ωσάν με τα ερίφια* και με τας άρκτους ωσάν με τα αρνία των προβάτων» (Σ. Σειράχ 47,3. Παράβαλλε Α’ Βασιλ. 17,34-37).
Χαρακτηριστική είναι, επίσης, η ιστορία του Δανιήλ, ο οποίος ερρίφθη εις τον λάκκον των λεόντων και έμεινε τελείως άθικτος επί μίαν ολόκληρον νύκτα. Όμως, τα ίδια εκείνα θηρία κατεσπάραξαν αμέσως τους συκοφάντας του, πριν ακόμη φθάσουν εις τον βυθόν του λάκκου. Ιδού πως περιγράφει το περιστατικόν αυτό η Παλαιά Διαθήκη:
Όπως είναι γνωστόν, ο Δανιήλ, παρά την απαγόρευσιν του Βασιλέως των Περσών Δαρείου, προσηύχετο καθημερινώς εις τον Θεόν. Οι δόλιοι άρχοντες, οι οποίοι παρέσυραν τον Βασιλέα να εκδώση αυτήν την διαταγήν δια να εξοντώσουν τον Δανιήλ, επρόδωσαν τον πιστόν δούλον του Θεού εις τον Δαρείον.
Ο Βασιλεύς ελυπήθη ειλικρινώς και προσεπάθησε ολόκληρον την ημέραν να εύρη τρόπον δια να απαλλάξη από την καταδίκην τον Δανιήλ.
Όμως οι πονηροί εκείνοι άνθρωποι του είπον:
« Έχε υπ’ όψιν σου, βασιλεύ, ότι συμφώνως προς τον νόμον των Μήδων και των Περσών, κανένα διάταγμα, καμία απαγόρευσις εκδιδομένη υπό του βασιλέως δεν τροποποιείται.
Τότε ο Βασιλεύς διέταξε και έφεραν τον Δανιήλ και τον έρριψαν εις τον λάκκον των λεόντων. Είπε δε ο βασιλεύς εις τον Δανιήλ:
Ο Θεός σου, τον οποίον συ λατρεύεις πάντοτε αυτός θα σε γλυτώση από τον κίνδυνον.
Και έφεραν λίθον και τον έθεσαν εις το άνοιγμα του λάκκου και ο βασιλεύς τον εσφράγισε με το δακτυλίδιον των μεγιστάνων του, δια να μη γίνη καμία τροποποίησις υπέρ του Δανιήλ… Όταν ήλθεν η πρωία και εφώτισεν η ημέρα, ηγέρθη ο βασιλεύς και έτρεξεν εις τον λάκκον των λεόντων. Καθώς δε επλησίαζεν εις τον λάκκον, εφώναξε με φωνήν ισχυράν:
Δανιήλ, δούλε του Θεού του ζώντος, ο Θεός τον οποίον συ πάντοτε λατρεύεις ημπόρεσε να σε σώση από το στόμα των λεόντων;
Τότε ο Δανιήλ απήντησεν εις τον βασιλέα:
Βασιλεύ, εις τους αιώνας να ζήσης. Ο Θεός μου έστειλε τον Άγγελο Του και έκλεισε τα στόματα των λεόντων και τοιουτοτρόπως κανείς από αυτούς δεν με έβλαψε, διότι εγώ έπραξα απέναντι του Θεού μου το ορθόν και ευθές. Αλλά και απέναντι σου, βασιλεύ, δεν διέπραξα κανένα σφάλμα.
Τότε ο βασιλεύς εδοκίμασε μεγάλην χαράν και διέταξε να τον ανασύρουν από τον λάκκον. Πράγματι τον ανέσυραν από τον λάκκον και τον εύρον άβλαβη, διότι επίστευσεν εις τον Θεόν του.
Ο βασιλεύς διέταξε τότε και έφεραν τους άνδρας, οι οποίοι εσυκοφάντησαν τον Δανιήλ και τους έρριψαν εις τον λάκκον των λεόντων, αυτούς και τα παιδιά των και τας γυναίκας των. Και δεν πρόφθασαν να φθάσουν εις τον βυθόν του λάκκου και οι λέοντες τους ήρπασαν και συνέτριψαν όλα τα κόκκαλά των» (Δανιήλ 6,14-24).
Τα παραδείγματα αυτά, από την ζωήν των Αγίων ανθρώπων, μας φανερώνουν, ότι η αρετή και η αγάπη των γνησίων παιδιών του Θεού μεταδίδεται και ευρίσκει ανταπόκρισιν εις ολόκληρον το περιβάλλον των, και εις αυτά, ακόμη, τα άγρια θηρία. Κατ’ αυτόν τον τρόπον, οι Άγιοι άνθρωποι ζουν ήδη από αυτήν την ζωήν την συμφιλίωσιν με την δημιουργίαν ολόκληρον.
Αυτή η ενότης της δημιουργίας του Θεού, θα ολοκληρωθή εις τους εσχάτους καιρούς, οπότε «οι λύκοι και τα αρνιά θα βόσκουν μαζί και ο λέων θα τρώγη άχυρον ωσάν το βόϊδι, το δε φίδι θα τρώγη την γην ωσάν ψωμί. Δεν θα προξενήσουν πλέον καμμίαν βλάβην και κανένα κακόν εις το άγιον όρος μου, λέγει Κύριος» (Ησαΐας 65,25).\
4. Η αντίθετος κατάστασις εις την ζωήν των πονηρών ανθρώπων
Η παραδειγματική τιμωρία των συκοφαντών του Δανιήλ, η εχθρική δηλαδή στάσις των λεόντων, εναρμονίζεται πλήρως με το Πνεύμα της Παλαιάς Διαθήκης:
«Εάν δεν υπακούσης εις την Φωνήν Κυρίου του Θεού σου, ώστε να φυλάττης και να εφαρμόζης όλας τας εντολάς αυτού, τας οποίας εγώ σήμερον σου δίδω, θα ξεσπάσουν εναντίον σου όλαι αύται αι κατάραι. Θα είσαι κατηραμένος εις την πόλιν και τον αγρόν. Κατηραμέναι θα είναι αι αποθήκαι σου και τα περισσεύματα σου, τα προϊόντα των αγρών σου, αι αγέλαι των βοδιών σου και τα ποίμνια των προβάτων σου» (Δευτερονόμιο 28,15-18. Παράβαλλε Ησαΐας 24,3-7. Ιερεμ. 7,20).
Οι πονηροί άνθρωποι μεταδίδουν την πονηρίαν και την κακίαν των εις ολόκληρον το περιβάλλον τους, και εις αυτά ακόμη τα άψυχα αντικείμενα (Ιούδα 23).
Όταν ο Κορέ επανεστάτησε κατά της ιερατικής τάξεως, την οποίαν έθεσεν ο Θεός, οι Ισραηλίται έλαβον από τον Θεόν την εντολήν να απομακρυνθούν από τας σκηνάς και από τα πράγματα των στασιαστών δια να μην αφανισθούν. Αποχωρισθήτε, τους λέγει, από τας σκηνάς των άσεβων αυτών ανθρώπων και μην εγγίσητε τίποτε από όσα ανήκουν εις αυτούς, δια να μην αφανισθήτε λόγω του πλήθους των αμαρτιών των (Αριθμοί 16,26).
Εις τον βίον του οσίου Ιλαρίωνος του Μεγάλου, αναφέρεται το παράδειγμα ενός φιλάργυρου, ο οποίος μετέδωσε την πονηρίαν και εις τα ρεβίθια του κήπου του.
Ο φιλάργυρος αυτός εζήτησε να λάβη συγχώρησιν από τον άγιον και έβαλε μεσίτας τους μαθητάς του Αγίου και, μάλιστα, τον πλέον αγαπημένον του, τον Ησύχιον. Δια να δημιουργήση δε μεγαλυτέραν συμπάθειαν, του έφερε ολίγα ρεβίθια χάριν φιλίας. «Ο δε Ησύχιος», αναφέρει το ιερόν Συναξάριον, «ως συνετός όπου ήτο, δεν είπε του Αγίου τις τα έφερε, μόνον τα έβαλε εις την τράπεζαν. Αλλ’ εκείνος, επειδή είχε εις την καρδίαν του τον Δεσπότην Χριστόν και του εφανέρωσε τα απόκρυφα, εγνώρισε την υπόθεσιν και κοιτάζων αυστηρά τον Ησύχιον, είπε:
Δεν αισθάνεσαι ότι όζουσι φιλαργυρίας αλλά τα έφερες εις την τράπεζαν;
Ο δε Ησύχιος ταπεινά απεκρίνετο:
Δεν ησθάνθην εγώ δυσωδίαν ουδαμώς εις αυτά, πάτερ τίμιε.
Λέγει εις αυτόν ο όσιος:
Δος τα εις τους βόας, δια να γνωρίσης ότι δεν -ψεύδομαι.
Ευθύς, λοιπόν, ως έβαλε τα ρεβίθια έμπροσθεν εις τους βόας, έστρεψαν εκείθεν το πρόσωπον και εφώναζαν ως να έβλεπον πράγμα φοβερόν και τέρας εξαίσιον».
5. Αι προσευχαί των Αγίων
«Πώς να διατεθώ απέναντι σου, Εφραΐμ; να σε υπερασπισθώ, Ισραήλ; Πώς να σε μεταχειρισθώ; να σε καταστρέψω ως τας πόλεις Αδαμά και Σεβνείμ; (Παράβαλλε Δευτερονόμιο 29,22). Μετεστράφη η καρδία μου εντός μου… Δεν θα εγκαταλείψω τον Εφραΐμ δια να εξαφανισθή, διότι εγώ είμαι Θεός και όχι άνθρωπος. Ανάμεσα σου υπάρχει άγιος, δεν θα εισέλθω εις την πόλιν να την καταστρέψω» (Ωσηέ 11,8-9).
Εις τα λόγια αυτά του Θεού βλέπομεν την θείαν αγάπην, η οποία περιβάλλει τους Αγίους, να σώζη μίαν ολόκληρον πόλιν (Παράβαλλε Και Γεν. 18,23. 32. Ιουδίθ 8,31). Ολόκληρος δηλαδή ο πληθυσμός της πόλεως σώζεται χάρις εις τον τρυφερόν δεσμόν της αδελφικής αγάπης των Αγίων ανθρώπων.
Όμως, η αγάπη «ουδέποτε εκπίπτει», ποτέ δεν θα παύση να υπάρχη (Α’ Κορινθίους 13,8). Ένας τρυφερός δεσμός αδελφικής αγάπης μας συνδέει «μετά πάντων των Αγίων», με ολόκληρον την θριαμβεύουσαν Εκκλησίαν.
Ο Απόστολος Παύλος λέγει χαρακτηριστικούς ότι «αν και είχον καλήν μαρτυρίαν δια την πίστιν των, δεν έλαβον ό,τι τους είχεν υποσχεθή ο Θεός, διότι είχεν ο Θεός προβλέψει κάτι καλύτερον αναφορικώς μ’ εμάς, δια να μη φθάσουν εκείνοι εις την τελειότητα χωρίς εμάς» (Εβραίους 11,39-40).
Ιδού μία ωραιότατη εικών από την αποκάλυψιν του Ιωάννου, η οποία μας μαρτυρεί τον στενόν σύνδεσμον των Αγίων με τα μέλη της αγωνιζομένης Εκκλησίας.
«Και είδον κάτω από το θυσιαστήριον τας ψυχάς εκείνων οι οποίοι είχον σφαγή δια τον λόγον του Θεού και δια την μαρτυρίαν του Αρνιού την οποίαν είχον δώσει. Και έκραξαν με φωνήν δυνατήν και είπον:
Έως πότε, ω Δέσποτα, άγιε αληθινέ, δεν θα κρίνης και δεν θα εκδικηθής δια το αίμα μας τους κατοίκους της γης;
Κατόπιν εδόθη εις τον καθένα από αυτούς μία ενδυμασία λευκή και τους ελέχθη να αναπαυθούν ολίγον χρόνον, έως ότου συμπληρωθή ο αριθμός των συνδούλων των και των αδελφών των, οι οποίοι μέλλουν να σκοτωθούν όπως και αυτοί» (Αποκ. 6,9-11).
Αύτη η συγκινητική εικών της αποκαλύψεως μας δεικνύει πόσον ηνωμένοι είναι μαζί μας οι Άγιοι και πόσον συμμετέχουν εις την χαράν μας και εις την λύπην μας (Παράβαλλε Και Λουκάς 15,7), πρεσβεύοντες δι’ ημάς εμπρός εις τον θρόνον του Θεού.
Κάθε Ορθόδοξος Χριστιανός δύναται να απευθυνθή εις τας ιδιωτικάς του προσευχάς εις οιονδήποτε μέλος της εν ουρανοίς Εκκλησίας, είτε είναι ανεγνωρισμένος άγιος είτε όχι. Καθώς παρατηρεί σύγχρονος Ορθόδοξος θεολόγος, θα ήτο πολύ φυσικόν πράγμα δι’ εν ορφανόν παιδίον να επικαλήται όχι μόνον την μεσολάβησιν της Μητρός του Κυρίου και των Αγίων, αλλά και τας πρεσβείας των ιδίων γονέων. Όμως εις την κοινήν λατρείαν η Εκκλησία απευθύνει συνήθως δεήσεις μόνον προς εκείνους, οι οποίοι είναι ανεγνωρισμένοι ως Άγιοι.
6. Εισακούει ο Θεός τας προσευχάς των Αγίων;
Όταν μελετώμεν την Αγίαν Γραφήν μας προξενεί ιδιαιτέραν εντύπωσιν η οικειότης του Θεού με τους Αγίους ανθρώπους και η ευαισθησία, θα έλεγε κανείς, του Θεού δια την γνώμην των αφοσιωμένων παιδιών του. Βλέπομεν π. Χ. Τον Αβραάμ, να διαπραγματεύεται με τον Θεόν την σωτηρίαν των Σοδόμων και Γομόρρων εις τέτοιο ση μείον, ώστε να κάνη συνεχώς προτάσεις εις τον Θεόν και ο Θεός να τας αποδέχεται (Γεν. 18,23-33). «Και τώρα άφησε με να καταστρέψω αυτούς επάνω εις την δικαίαν μου οργήν, και να κάμω σε και τους απογόνους σου έθνος μέγα»; λέγει ο Θεός εις τον Μωυσή. Και ο άγιος αυτός άνθρωπος του άπαντα με τους χαριτωμένους εκείνους λόγους, οι οποίοι μας φανερώνουν όλην την οικειότητα, και την απλότητα εις τας σχέσεις του με τον Θεόν:
«Διατί, Κύριε, θυμώνεις και οργίζεται εναντίον του λαού Σου, τον οποίον εξήγαγες από την Αίγυπτον με μεγάλην ισχύν και με την παντοδύναμον δεξιάν Σου;» (Έξοδος 32,9-11). Η Αγία Γραφή μας πληροφορεί ότι ο Θεός ήκουσε την δέησιν αυτήν του Μωυσέως και δεν ετιμώρησε τον λαόν (Έξοδος 32,14. Παράβαλλε Και Ψαλμοί 105,23). Το θέλημα, λοιπόν, «των φοβούμενων αυτόν» θα εκπλήρωση «και της δεήσεως αυτών εισακούσεται» (Ψαλμοί 144,19. Παράβαλλε Και Ιώβ 42,7-8. Γεν. 20,17).
Εις τον Ιερεμίαν αναφέρεται ότι ο Θεός θα συνεχώρει ολόκληρον την πόλιν Ιερουσαλήμ εάν υπήρχεν εις αυτήν έστω και εις δίκαιος: «Περιέλθετε εις τους δρόμους της Ιερουσαλήμ, ιδέτε, βεβαιωθήτε, ζητήσατε εις τας πλατείας αυτής. Εάν θα εύρετε άνθρωπον, ο οποίος να πράττη δικαιοσύνην, να είναι αξιόπιστος, τότε εγώ θα τους ελεήσω, λέγει Κύριος» (Ιερεμίας 5,1. Παράβαλλε Ιεζεκ. 22,30).
Μήπως, όμως, ο Θεός εισακούει μόνον τας προσευχάς των Αγίων ανθρώπων εφ’ όσον ζουν εις την ζωήν αυτήν;
Η Αγία Γραφή μας πληροφορεί ότι και οι εν ουρανοίς Άγιοι προσεύχονται εις τον Θεόν υπέρ των αδελφών των και δια της μεσιτείας των επενεργούνται θαύματα. Τοιουτοτρόπως, βλέπομεν ότι ο Ελισσαίος, παρ’ όλον ότι έλαβε «διπλήν χάριν» (Ο’ Βασ. 2,9) δεν κατόρθωσε να διαίρεση το ύδωρ του Ιορδανού κτυπώντας το με την μηλωτήν του ηλίου. Όμως, το ύδωρ διηρέθη όταν το ξανακτύπησε και επεκαλέσθη το όνομα του ηλίου (Ο’ Βασ. 2,14).
Ο Ιούδας ο Μακκαβαίος βλέπει εις οπτασίαν τον αρχιερέα Ονίαν να έχη υψωμένας τας χείρας προς τον ουρανόν και να προσεύχεται θερμώς δι’ όλον το γένος των Ιουδαίων. Κατόπιν του παρουσιάσθη κατά τον ίδιον τρόπον και ένας άλλος, πολύ αξιοσέβαστος γέρων, δια τον οποίον ο Ονίας βεβαιώνει: «Ο φιλάδελφος ούτος εστίν ο πολλά προσευχόμενος περί του λαού και της Αγίας πόλεως, Ιερεμίας ο του Θεού προφήτης» (Β΄ Μακκαβαίων 15,12-14). Όμως, τοιαύτα παραδείγματα δεν συναντώμεν μόνον εις την Παλαιάν Διαθήκην. Ο Απόστολος Ιωάννης βλέπει τας προσευχάς των Αγίων ως χρυσάς φιάλας πλήρεις θυμιαμάτων, ως κάτι, δηλαδή, πολύτιμον εις τα μάτια του Θεού (Αποκ. 5,8). Βλέπει, ακόμη, τον Θεόν να τηρή την υπόσχεσίν Του προς τους Αγίους και να εκπληρώνη το αίτημα του δια την εκδίκησιν των αδελφών των. Όμως, προηγουμένως, με την σφράγισιν των δικαίων, εξασφαλίζεται η προστασία των αδελφών των, οι οποίοι αγωνίζονται επάνω εις την γην, δια να λάβουν και αυτοί το στεφάνι της νίκης:
«Τότε ήλθεν άλλος Άγγελος και εστάθη εις το θυσιαστήριον με ένα χρυσούν θυμιατήριον και του έδωκαν πολύ θυμίαμα, δια να το προσφέρη με τας προσευχάς όλων των Αγίων επάνω εις το χρυσούν θυσιαστήριον, το οποίον ήτο εμπρός εις τον θρόνον. Και ανέβη ο καπνός του θυμιάματος με τας προσευχάς των Αγίων από το χέρι του Αγγέλου εμπρός εις τον Θεόν.
Τότε έλαβεν ο Άγγελος το θυμιατήριον, το εγέμισε με αναμμένα κάρβουνα του θυσιαστηρίου και το έρριψεν εις την γην. Και έγιναν βρονταί, φωναί, αστραπαί, και σεισμός» (Αποκ. 8,3-5).
Βλέπομεν, δηλαδή, ότι με τας προσευχάς των Αγίων έρχεται η απάντησις απ’ ευθείας από το θυσιαστήριον και από τον θρόνον του Θεού, δια να τιμωρηθή το κακόν και τα όργανα του κακού και να αποκατασταθή η τάξις του Θεού εις τον κόσμον. Θα ημπορούσε να είπη κανείς, ότι η τύχη ολοκλήρου του κόσμου ευρίσκεται εις τα χέρια των Αγίων όπως και η σωτηρία της αγωνιζομένης επί της γης Εκκλησίας (Παράβαλλε Και Ματθαίος 19,28. Α’ Κορινθίους 6,2).
Εις το χωρίον αυτό βλέπομεν, ακόμη, ότι τας προσευχάς των Αγίων τας μεταφέρουν άγγελοι μέχρι του θρόνου του Θεού και τας προσφέρουν θυσίαν πνευματικήν εις το επουράνιον θυσιαστήριον (Παράβαλλε Τωβίτ 12,12-15. Ζαχαρίας 1,12).
Μερικοί άνθρωποι συναντούν δυσκολίας εις το θέμα αυτό και αρνούνται την πρεσβείαν των Αγίων της Εκκλησίας μας. Πώς, διερωτώνται, είναι δυνατόν να μας ακούουν οι Άγιοι; Μήπως ευρίσκονται παρόντες παντού;
Δεν γνωρίζομεν με ποιον τρόπον οι Άγιοι πληροφορούνται τα γεγονότα της ζωής μας. Εκείνο, όμως, το οποίον γνωρίζομεν με βεβαιότητα είναι ότι προσεύχονται δι’ ημάς και ότι αι προσευχαί των φθάνουν μέχρι του θρόνου του Θεού.
Με βάσιν τα αναφερθέντα χωρία της αποκαλύψεως, θα ημπορούσαμε να είπωμεν, χρησιμοποιούντες μίαν περισσότερον ανθρωπίνην έκφρασιν, ότι ο Θεός αισθάνεται ιδιαιτέραν ευαισθησίαν εις τας προσευχάς των Αγίων. Ημπορούμεν, ακόμη, να γνωρίζωμεν ότι όλοι μας, «μετά πάντων των Αγίων», είμεθα ηνωμένοι εις το Σώμα του Χριστού· ότι ο καθένας αποτελεί ζωντανόν κύτταρον του σώματος αυτού και ότι, συνεπώς, ο ένας ανήκει εις τον άλλον και δύναται και οφείλει να έκφραση ποικιλοτρόπως το γεγονός αυτό του αδελφικού του δεσμού.
Αυτό εκφράζεται εις την ζωήν της Εκκλησίας μας και ιδιαιτέρως εις την θείαν Λειτουργίαν, όπου πραγματώνεται κατά τον καλύτερον τρόπον, η Εκκλησία ολόκληρος.
«Ετι προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν υπέρ της οικουμένης», εύχεται ο ιερεύς μετά τον καθαγιασμόν των τιμίων δώρων, «υπέρ της Αγίας καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας… ». Και εις άλλο σημείον προσθέτει: «… Πάντων των Αγίων μνημονεύσαντες, εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα», αφού εμνημονεύσαμεν όλους τους Αγίους, ας εμπιστευθώμεν τους εαυτούς μας, ας εμπιστευθώμεν ο ένας τον άλλον και την ζωήν μας ολόκληρον εις τον Χριστόν, ο οποίος είναι ο αληθινός Θεός μας.
7. Αι εορταί των Αγίων
«Κύριε εν τγι μνήμη των Αγίων σου πάσα η κτίσις εορτάζει. Οι ουρανοί αγάλλονται συν τοις αγγέλοις και η γη ευφραίνεται συν τοις ανθρώποις».
Κατά την ημέραν του θανάτου των οι Άγιοι λαμβάνουν μέρος «εν τη αναστάσει τη πρώτη». «Επί τούτων ο δεύτερος θάνατος ουκ έχει εξουσίαν» και δι’ αυτό χαρακτηρίζονται ως «μακάριοι και Άγιοι» (Αποκ. 20,6).
Είναι, συνεπώς, μεγάλον το γεγονός του θανάτου ενός Αγίου ανθρώπου. Δι’ αυτό και δεν το εορτάζουν μόνον οι άνθρωποι, αλλά και οι άγγελοι και «πάσα η κτίσις».
Η Εκκλησία μας εχαρακτήρισεν από τους πρώτους αιώνας την ημέραν της τελευτής ενός Αγίου ως «γενέθλιον ημέραν» του Αγίου και εορτάζει την μνήμην του «με χαράν και αγαλλίασιν», «δια την ανάμνησιν εκείνων, οι οποίοι ηγωνίσθησαν πριν από ημάς και την άσκησιν και προπαρασκευήν εκείνων οι οποίοι εις το μέλλον πρόκειται να αγωνισθούν» (Μαρτυρολόγιον του Αγίου Πολυκάρπου f 156).
Αυτήν την πρωτο-Χριστιανικήν παράδοσιν διατηρεί η Ορθόδοξος Εκκλησία μέχρι σήμερον και τιμά τας μνήμας των Αγίων με εορτάς και πανηγύρεις, όπως, επίσης, και πολλά γεγονότα συνδεόμενα με την ζωήν των και την χάριν του Θεού, η οποία ενεργεί δια των Αγίων Του (μετακομιδή των ιερών λειψάνων των, επέτειος θαύματος κ.α.).
8. Μόνος Σωτήρ ο Χριστός
Όταν τιμώμεν τους Αγίους, όταν τους παρακαλούμεν να μεσολαβήσουν εις τον Θεόν δι’ ημάς, όπως, άλλωστε, θα εκάμνομεν και με ένα ζώντα αδελφόν μας, συμφώνως προς το παράδειγμα των Αποστόλων (Κολοσσαείς 4,3. Α’ Θεσ. 5,25. Β΄ Θεσ. 3,1- Εβραίους 13,18), τούτο δεν σημαίνει ότι εξαρτώμεν την σωτηρίαν μας από αυτούς. Εκείνος ο οποίος ελέει και σώζει τον άνθρωπον είναι ο Χριστός, «ο αναστάς εκ νεκρών, ο αληθινός Θεός, ο αγαθός και φιλάνθρωπος και ελεήμων».
Η Παναγία, οι άγγελοι και οι Άγιοι δεν σώζουν τον άνθρωπον, αλλά «πρεσβεύουν» δι’ αυτόν, τον «ενδυναμώνουν», τον «προστατεύουν» και αναπέμπουν εις τον Θεόν προσευχάς και ικεσίας υπέρ των αδελφών και ομοδούλων των.
Αυτή, λοιπόν, είναι η πίστις των Ορθοδόξων: Η πίστις εις τον ένα και μοναδικόν Σωτήρα Χριστόν και η πίστις εις την αγάπην των ανθρώπων του Χριστού, των Αγίων, οι οποίοι είναι αι ζωνταναί εικόνες του Χριστού και της Αγίας Τριάδος.
Τούτο εκφράζει άριστα η ευχή της Εκκλησίας μας: «Δόξα σοι, Χριστέ ο Θεός, η ελπίς ημών, δόξα σοι* ο αναστάς εκ νεκρών, Χριστός ο αληθινός Θεός ημών, ταις πρεσβείαις της Πανάχραντου και παναμώμου Αγίας αυτού Μητρός, δυνάμει του τιμίου και ζωοποιού σταυρού, προστασίαις των τιμίων επουρανίων δυνάμεων ασωμάτων, ικεσίαις του τιμίου ένδοξου προφήτου προδρόμου και βαπτιστού Ιωάννου… Και πάντων των Αγίων, ελεήσαι και σώσαι ημάς, ως αγαθός και φιλάνθρωπος και ελεήμων Θεός».
9. Οι Άγιοι άγγελοι
«Δια του Σταύρου σου Χριστέ, μία ποίμνη γέγονεν, Αγγέλων και ανθρώπων, και μία Εκκλησία Ουρανός και γη αγάλλεται, Κύριε δόξα σοι».
Ο ύμνος αυτός των αίνων της Τετάρτης του πρώτου ήχου παρουσιάζει την ενότητα των αγγέλων και των ανθρώπων με βάσιν το Σώμα του Κυρίου.
Και οι Άγιοι άγγελοι, λοιπόν, ανήκουν εις την ιδικήν μας οικογένειαν «εν Χριστώ». Δια της σταυρικής θυσίας του Κυρίου εσταθεροποιήθησαν εις την αρετήν και μένουν πιστοί εις την πρωταρχικήν των Αποστολήν, η οποία είναι δοξολογική (Ησαΐας 6,3. Λουκάς 2,14 κ. Οι. ) και λειτουργική.
Ο Απόστολος Παύλος λέγει χαρακτηριστικούς ότι είναι «πνεύματα λειτουργικά τα οποία Αποστέλλονται δι’ υπηρεσίαν χάριν εκείνων, οι οποίοι μέλλουν να κληρονομήσουν σωτηρίαν» (Εβραίους 1,14).
Λόγω, λοιπόν, της μετοχής των Αγγέλων εις το ένα Σώμα του Κυρίου, δηλαδή εις την Εκκλησίαν, αλλά και λόγω της ιδιαιτέρας διακονίας των, να υπηρετούν το μυστήριον της σωτηρίας μας, ευρίσκονται εις στενήν σχέσιν μαζί μας και χαίρονται όταν ένας άνθρωπος επιστρέφη εις τον Χριστόν και ζη την ζωήν της ευσέβειας (Λουκάς 15,10).
«Εν κόσμω προς τους μέλλοντας πιστεύειν σοι εκπέμπονται, ώσπερ φύλακες της σωτηρίας των ευσεβών οι άγγελοι, περιέποντες Σώτερ τους δούλους σου»,
αναφέρει ένας ύμνος της Δευτέρας του τρίτου ήχου.
Η Αγία Γραφή μας πληροφορεί, ότι ο κάθε Χριστιανός έχει τον ιδικόν του άγγελον (Γεν. 48,16. Έξοδ. 23,20. Τωβίτ 5,4. Ψαλμοί 33,8. Δαν. 10,13. 20. Ματθαίος 18,10. Πράξεις 12,15), τον οποίον ημπορεί, συνεπώς, να παρακαλή εις την προσευχήν του:
«Άγιε άγγελε, ο εφεστώς της αθλίας μου ψυχής και ταλαίπωρου μου ζωής, μη εγκαταλίπης με τον αμαρτωλόν, μηδέ Αποστής απ’ εμού δια την ακρασίαν μου… ».
http://www.oodegr.com/oode/biblia/alavizop_dogma_1/22.htm