Τελειώνοντας τήν προσευχή του ὁ μακάριος ἀκούει ξαφνικά μιά φωνή νά τοῦλέει:
-Νήφων, γύρισε καί κοίτα πίσω, στά δυτικά.
Γυρίζει ἀμέσως καί βλέπει μέ τά διορατικά του μάτια ἕναν ἀπέραντο κάμπο, κι ἐκεῖ συγκεντρωμένα πλήθη ἀναρίθμητα μαύρων πολεμιστῶν. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, γίγαντας φοβερός καί ζοφερός, τριγυρνοῦσε μέ σβελτάδα ἀνάμεσά τους, μετρώντας τά στρατεύματα, χωρίζοντάς τα σέ ὁμάδες καί παρατάξεις καί δίνοντας διάφορες ἐντολές καί ὁδηγίες στούς ἀξιωματικούς.
-Νά πολεμᾶτε ἔξυπνα καί θαρραλέα! Τόν ἄκουσε ὁ ὅσιος νά φωνάζει. Ἡ δύναμη μου ἡ μεγάλη εἶναι μαζί σας! Ἐμένα νά κοιτᾶτε, γιά νά μή δειλιάζετε!
Ἐκεῖ λοιπόν πού στέκονταν χωρισμένα σέ τάγματα, ἕνα γιά κάθε ἁμαρτία, ἦρθαν κάποιοι ἄλλοι δαίμονες. Ἔφερναν ἀπ’ τόν ἅδη ὅπλα καί πολεμικές στολές, διαφορετικά γιά κάθε τάγμα.Τριακόσια ἑξηνταπέντε ἦταν τά εἴδη καί τά χρώματα τῶν στολῶν. Γιατί τόσες περίπου εἶναι καί οἱ ἁμαρτίες πού γεννιοῦνται ἀπ’ τά πάθη, μέ τίς ὁποῖες παροργίζουμε τό Θεό ἐμεῖς, οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι.
Τά πονηρά πνεύματα πῆραν τίς ἁμαρτίες τους κι ἑτοιμάστηκαν. Ὁ διάβολος ἄρχισε ν’ ἀπολύει τά τάγματα ἕνα-ἕνα, δίνοντά τους τίς μαγικές του κατασκευές, τίς κατάλληλες γιά κάθε πάθος. Τά σκόρπισε σ’ ὅλο τόν κόσμο, σ’ ὅλες τίς ἐπαρχίες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ἦρθε ὅμως ἡ στιγμή νά στείλει καί μερικούς στό Βυζάντιο. Τότε τό ζοφερό του πρόσωπο μαύρισε πιό πολύ καί ζάρωσε ἀπό τήν ταραχή καί τήν ἀμηχανία.
-Πῶς θά τά βάλω μέ τήν Παρθένα; μονολογοῦσε τρίζοντας τά δόντια. Αὐτή ἔχει θρονιαστεῖ γιά τά καλά στήν Πόλη καί δέν μετακινεῖται ἀπό κεῖ. Προστατεύει ἡ ἴδια τό Βυζάντιο νύχτα-μέρα καί δίνει θάρρος στούς Ναζωραίους, προπαντός στούς πιό μαχητικούς… Ἔτσι δέν ἀφήνει τούς δικούς μου νά κάνουν σωστά τή δουλειά τους….
Ἔβγαλε ἕνα λυσσασμένο μουγγρητό, διάλεξε γύρω στά τριάντα χιλιάδες δαιμόνια καί τά ἔστειλε στή Βασιλεύουσα.
Τότε ὅμως ὁ ὅσιος ἄκουσε πάλι τήν ἴδια φωνή νά τοῦ λέει:
-Νήφων, γύρισε τώρα καί κοίταξε στ’ ἀνατολικά.
Ἀναστενάζοντας λυπημένα γιά τά κατορθώματα τῶν ἄθλιων δαιμόνων, γυρίζει καί βλέπει ἕναν κάμπο μεγαλύτερο ἀπ’ τόν πρῶτο καί λουσμένο στό φῶς. Ἀναρίθμητοι ἄγγελοι, λευκοντυμέμοι καί ἀστραφτεροί, γλυκύτατοι, πανέμορφοι, βρίσκονται ἐκεῖ παραταταγμένοι. Ἦταν πολύ περισσότεροι ἀπό τούς δαίμονες, ἀναρίθμητες χιλιάδες. Ἕνας τους, ὁ πιό ψηλόκορμος καί πιό λαμπροφορεμένος, περνοῦσε ἀπ’ ὅλες τίς παρατάξεις καί παρακινοῦσε τούς ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ νά ὑπερασπίζουν καί νά φυλᾶνε προσεκτικά τούς χριστιανούς. Ὕστερα ἔστειλε ἀπό δύο τάγματα σέ κάθε ἐπαρχία τῆς Ἐκκλησίας. Στήν Κωνσταντινούπολη μάλιστα ἔστειλε ἑξήντα χιλιάδες ἀγγέλους. Καί ὅταν μοίρασε στήν οἰκουμένη ὅλα του τά στρατεύματα ὁ οὐράνιος ἐκεῖνος ἀρχιστράτηγος, ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς…
Ὁ ὅσιος ἦρθε στόν ἑαυτό του καί, κατάπληκτος ἀπ’ ὅσο εἶχε δεῖ, κούνησε τό κεφάλι του μονολογώντας:
-Ἄχ, πόσα μυστήρια συμβαίνουν, καί δέν τά ξέρουμε! Πόση βοήθεια μᾶς δίνει ἀόρατα ὁ φιλάνθρωπος Κύριος ἀπ’ τόν οὐρανό! Κι ἐμεῖς, οἱ ἄθλιοι, κυλιόμαστε μέσα στήν ἀμέλεια καί τή ραθυμία….
Στέναξε βαθιά, σήκωσε τά μάτια του ψηλά καί εἶπε:
-Ἅγιε Πατέρα μας, Θεέ, ζωοποιέ,
δῶσε σ’ ὅλους μας σύνεση
καί δύναμη καί ἐξουσία
κατά τῶν πονηρῶν πνευμάτων.
Κάνε νά τά συντρίψουμε
μέ τή βοήθεια καί τή δύναμή Σου,
κάνε νά βγοῦμε νικητές
τῶν σκοτεινῶν καί δόλιων βαρβάρων.
Κι ἀφοῦ στεφανωθοῦμε
μέ τό εὐωδιαστό Σου τό στεφάνι,
γιορταστικό θά στήσουμε χορό
μαζί μέ τούς ἀγγέλους Σου
ὁλόγυρα στό θρόνο Σου,
Δέσποτα μακάριε, ἅγιε, τρισάγιε,
Πατέρα, Υἱέ καί Παράκλητο Πνεῦμα,
Θεέ φοβερέ, πού συντηρεῖς τόν κόσμο.
Καθώς ψέλλιζε ὁ δίκαιος αὐτά τά λόγια τῆς προσευχῆς, δάκρυζε καί στέναζε πικρά, γιατί φοβόταν μή νικηθεῖ ἀπό τούς δαίμονες, μή χάσει τήν ψυχή του ἀπό κανένα σκάνδαλο «τῶν ἐργαζομένων τὴν ἀνομίαν»152.
Παντοτινή του ἔγνοια ἦταν νά σκέφτεται τίς κακουργίες τῶν δαιμόνων καί νά κρατιέται προσκολλημένος στό Θεό. Γιατί, μολονότι Ἐκεῖνος τοῦ εἶχε φανερώσει πολλά καί ὑπερφυσικά μυστήρια, μολονότι τόν εἶχε ἀξιώσει νά δεῖ θαυμαστές ὀπτασίες, μολονότι τον εἶχε βεβαιώσει, σάν στρατιώτη καί φίλο Του ἀγαπημένο, ὅτι ποτέ πιά δέν θά «προσκόψῃ πρὸς λίθον τὸν πόδα αὐτοῦ»153, ἀλλά «ἐπὶ ἀσπίδα καὶ βασιλίσκον ἐπιβήσεται καὶ καταπατήσει λέοντα καί δράκοντα»154, ὡστόσο ὁ μακάριος Νήφων ζοῦσε καί ἀγωνιζόταν πάντα με πολλή προσοχή καί ταπείνωση, γιατί φοβόταν τή γέενα τοῦ πυρός καί τήν πανουργία τῶν πονηρῶν πνευμάτων.
Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.242-245)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
http://makkavaios.blogspot.gr/2015/06/blog-post_37.html#more