Σήμερα η λέξη “δυναστεία” σημαίνει σειρά ηγεμόνων που ανήκουν στην ίδια οικογένεια, ή πολυμελή οικογένεια με μεγάλη πολιτική ή οικονομική ισχύ. Επίσης, στην αρχαιότητα σήμαινε την ισχύ, την εξουσία.
 
Όμως, στα εκκλησιαστικά/λειτουργικά κείμενα (κατά κανόνα στον πληθυντικό: “δυναστεῖαι”), σημαίνει “ενέργεια/πράξη γεμάτη δύναμη, γεμάτη ισχύ”. Έτσι, στους δύο Παρακλητικούς Κανόνες (Μικρό και Μεγάλο), σε ένα από τα πρώτα τροπάρια ακούμε τη φράση:

“Οὐ /σιωπήσομέν (ή: “σιωπήσωμέν”) ποτε, Θεοτόκε, τάς δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι”, δηλ. “Δεν θα σωπάσουμε (ή: “Ας μη σωπάσουμε”) ποτέ, Θεοτόκε, από το να λέμε εμείς οι ανάξιοι τις ενέργειες της δύναμής σου” (σε πιο ελεύθερη απόδοση: “τις θαυμαστές σου επεμβάσεις / τα θαύματά σου”).
(Ανάλογα με τη γραφή της λέξης “σιωπήσο(/ω)μεν”, αν δηλ. γραφτεί με -ο- ή με -ω-, προκύπτει και η αντίστοιχη απόδοση: “Δεν θα σωπάσουμε / Ας μη σωπάσουμε…”).
 
Andreas Moratos
 
 
https://proskynitis.blogspot.com/2022/09/blog-post_57.html