Γράφει ἡ Δήμητρα Ἀγγελίδου
Ὁ ναὸς τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς πιὸ φημισμένους βυζαντινοὺς ναοὺς τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα προσκυνήματα τῆς Παναγίας.
Βασικὸς λόγος τῆς σημασίας ποὺ τῆς ἀποδίδεται ἦταν ὁ ρόλος ποὺ διαδραμάτισε στὴ διάρκεια τῆς Εἰκονομαχίας καὶ προπαντὸς ἐπὶ Κωνσταντίνου Ε΄. Ἐπειδὴ ἦταν τὸ λατρευτικὸ κέντρο τῶν Ὀρθοδόξων, παράλληλο μὲ τὴν Ἁγία Σοφία, τὸ εἰκονογραφικὸ πρόγραμμα καταστράφηκε καὶ στὴν θέση του δημιουργήθηκαν ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους παραστάσεις δέντρων, πτηνῶν καὶ θηρίων.
Τότε ἔχουμε τὴν ἐξαφάνιση τῆς ξύλινης, ἀργυρόχρυσης καὶ ἱστορικῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ξαναβρέθηκε, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, τὸ 1030 κρυμμένη στὸν τοῖχο κατὰ τὶς ἐργασίες ἀνακαίνισης ποὺ ἔγιναν ἐπὶ Ρωμανοὺ Γ΄ Ἀργυροῦ.
Ἀπὸ τὸν ναὸ τῶν Βλαχερνῶν μάλιστα ξεκίνησε τὸ 843, μὲ τὸ τέλος τῆς εἰκονομαχίας, ἡ γιορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ καθιερώθηκε γιὰ τὸ θρίαμβο τῶν εἰκόνων.
Ἀκόμη πιὸ γνωστὴ ὅμως εἶναι ἡ σύνδεση τοῦ ναοῦ αὐτοῦ μὲ ἕνα ἄλλο σημαντικὸ γεγονός. Ὅταν τὸ 626 ἡ Πόλη πολιορκήθηκε ἀπὸ τὰ στρατεύματα τῶν Ἀβάρων, ἡ εἰκόνα τῆς Βλαχερνίτισσας λιτανεύτηκε στὶς ἐπάλξεις ἀπὸ τὸ γιὸ τοῦ ἀπουσιάζοντος Ἡρακλείου, τὸν πατριάρχη Σέργιο (610-638) καὶ τὸ λαό. Ἡ πολιορκία λύθηκε, ἡ Πόλη σώθηκε καὶ ἡ σωτηρία ἀποδόθηκε στὴν Παναγία. Σύσσωμος ὁ λαὸς ὁδηγήθηκε μὲ τὴν εἰκόνα στὸν ἱστορικὸ ναὸ ὅπου ἀγρύπνησε ψάλλοντας τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο…
Ἕνας ναὸς ποὺ χτίστηκε ἀπὸ τὴν αὐτοκράτειρα Πουλχερία μεταξὺ τῶν ἐτῶν 450-453 καὶ ὁλοκληρώθηκε ἐπὶ Λέοντος Α΄ (457-474) ἀποκτώντας λάμψη, ἰδιαίτερα μὲ τὴ δημιουργία τοῦ «ἁγίου λούσματος» καὶ τοῦ ἁγιάσματος. Τροποποιήθηκε δε καὶ τελειοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανὸ ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ θείου τοῦ Ἰουστίνου Α΄ (518-527). Τὸ 1070 ἡ ἐκκλησία καταστράφηκε ἀπὸ πυρκαγιά, ἀλλὰ μὲ τὴ συνδρομὴ τῶν αὐτοκρατόρων Ρωμανοῦ Δ΄ Διογένη (1067-1071) καὶ Μιχαὴλ Ζ΄ τοῦ Δούκα (1071-1078) ξαναχτίστηκε.
Ὁλόκληρο, ὅμως, τὸ κτιριακὸ συγκρότημα κάηκε τελικὰ τὸ 1434, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν Ἄλωση καὶ ἐρημώθηκε, ἐνῶ ἔμεινε μόνο ὁ χῶρος τοῦ ἁγιάσματος. Μέχρι τὸ 1867 βρισκόταν στὰ χέρια Ὀθωμανῶν, ἐνῶ τὴ χρονιὰ αὐτὴ ἀγοράστηκε ἀπὸ τὴν συντεχνία τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων γουναράδων, οἱ ὁποῖοι ἔχτισαν πάνω ἀπὸ τὸ ἁγίασμα μικρὸ ναό. Σταδιακὰ μὲ τὴ συμβολὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὂ ἀρχαῖος, ἱερός, περιτειχισμένος χῶρος ἀπέκτησε τὴν ὄψη ποὺ ἔχει σήμερα μὲ κεντρικὸ σημεῖο ἀναφορᾶς τὸ ἁγίασμα.