Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ θά δοῦμε μία ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔχει ἀφορμή τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας, στό ὁποῖο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος φανερώνει ὅτι τοῦ ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ἡ γνώση τοῦ θανάτου του, ὅτι ὁ Θεός τόν πληροφόρησε ὅτι πλησιάζει τό τέλος του. Καί αὐτό τό τέλος του τό ἀναγγέλει εἰς τόν Τιμόθεο, ὄχι βέβαια γιά νά τόν φοβίσει ἤ νά τόν καταθλίψει, ἀλλά γιά νά τόν κάνει νά χαρεῖ καί συνάμα νά τόν προετοιμάσει καί νά τόν παρηγορήσει ἐνόψει αὐτοῦ τοῦ γεγονότος πού θά ἐρχότανε σύντομα. Ἤτανε ἤδη στή Ρώμη καί ἀπό ἐκεῖ γράφει εἰς τόν Ἅγιο Τιμόθεο στήν Ἔφεσσο. Καί μετά ἀπό λίγο ὁ Νέρωνας θά τόν ὁδηγήσει στόν θάνατο, θά ἀποκοπεῖ ἡ τιμία του κεφαλή εἰς τούς διωγμούς πού εἶχε κάνει ἐκεῖνος ὁ φοβερός αὐτοκράτορας.
Εἶναι μία ὁμιλία πού ἔχει γράψει ὁ μακαριστός ἱεροκήρυκας, ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως καί Ἀστραχάν, Νικηφόρος Θεοτόκης. Ὁμιλία περί θανάτου. Αἰ πρός Τιμόθεον τελευταῖαι παραγγελίαι τοῦ Ἀποστόλου Παύλου δι’ ὧν σύν τοῖς ἄλλοις ἀναγγέλει περί τοῦ ἐπικειμένου θανάτου αὐτοῦ. Ὁ θάνατος καί οἱ ὠδῖνες αὐτοῦ καί πῶς λύνονται. Πόσο φοβερός εἶναι ὁ θάνατος, ἀλλά καί πόσο σήμερα μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας ὑπερβαίνονται οἱ ὠδῖνες, λύνονται οἱ ὠδῖνες τοῦ θανάτου, τοῦ τόσο φοβεροῦ γιά τούς ἀνθρώπους τούς πρό Χριστοῦ.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶχε προαναγγείλει ἐκτός τοῦ θανάτου του στόν Ἅγιο Τιμόθεο ὅτι θά ὑπάρξουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι θά φύγουν ἀπό τήν ὑγιαίνουσα διδασκαλία∙ «ἔσται γάρ καιρός ὅτε τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας οὐκ ἀνέξονται»[1]. Θα ἔρθει καιρός πού οἱ ἄνθρωποι δέ θά ἀνέχθοῦν τήν ὑγιῆ διδασκαλία, τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, «ἀλλά κατά τάς ἐπιθυμίας τάς ἰδίας ἑαυτοῖς ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους κνηθόμενοι τήν ἀκοήν»[2], ἀλλά θά συγκεντρώσουν δασκάλους, οἱ ὁποῖοι θά διδάσκουν σύμφωνα μέ αὐτά πού ἐκεῖνοι θέλουν ν΄ ἀκούσουν. Κνηθόμενοι, δηλαδή πού θά τούς γαργαλοῦν τά αὐτιά. «Καί ἀπό μέν τῆς ἀληθείας τήν ἀκοήν ἀποστρέψουσιν, ἐπί δέ τούς μύθους ἐκτραπήσονται»[3]. Καί θά πάρουν τήν ἀκοή τους ἀπό τήν ἀλήθεια καί θά ἐκτραποῦν εἰς τούς μύθους, θά ἀρέσκονται νά ἀκοῦνε μυθώδη πράγματα, παραμυθάκια, πράγματα δηλαδή ἀναληθῆ, τά ὁποῖα θά εἶναι εὐχάριστα στήν ἀκοή, ἀλλά ὄχι σωφρονιστικά καί διορθωτικά.
Προεῖπε μέ τούς λόγους αὐτούς τίς αἱρέσεις πού θά φανερωνόντουσαν μετά τούς Ἀποστόλους καί συνάμα ἀποκαλύπτει καί τό τέλος του. «Ὁ καιρός τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως ἐφέστηκε»[4]. Τάς προφητείας γιά τούς ἀνθρώπους πού θά ἐκτραποῦν ἀπό τήν ὑγιαίνουσα διδασκαλία τίς λέει στούς ἀμέσως προηγούμενους στίχους, δηλαδή στούς στίχους 3-4 τοῦ τετάρτου κεφαλαίου τῆς Β΄ πρός Τιμόθεον ἐπιστολῆς καί μετά λέει γιά τό τέλος του πού πλησιάζει. «Τέκνον Τιμόθεε, νῆφε ἐν πᾶσι, κακοπάθησον, ἔργον ποίησον εὐαγγελιστοῦ, τήν διακονίαν σου πληροφόρησον∙ ἐγώ γάρ ἤδη σπένδομαι, καί ὁ καιρός τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως ἐφέστηκε∙ τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἠγώνισμαι, τόν δρόμον τετέλεκα, τήν πίστιν τετήρηκα· λοιπόν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὅν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής, οὐ μόνον δέ ἐμοί, ἀλλά καί πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τήν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ»[5].
Εὑρίσκεται ἄρα στόν κόσμο πράγμα ἤ λυπηρότερο ἤ ὀδυνηρότερο ἤ φοβερότερο ἀπό τόν θάνατο, λέει ὁ μακάριος Νικηφόρος Θεοτόκης. Ὅταν ὁ βασιλεύς Ἀγάγ (αὐτός ἦταν αἰχμάλωτος βασιλέας τῶν Ἀμαληκιτῶν καί ἐσφάγη ἀπό τοῦ Σαμουήλ), ὅταν εἶδε τήν μάχαιρα τοῦ Σαμουήλ στόν λαιμό του, τότε στενάζων καί τρέμων ἐκραύγαζε: «εἰ οὕτω πικρός ὁ θάνατος;»[6]. Τόσο πολύ πικρός εἶναι ὁ θάνατος; Ἄν καί ὁ θάνατος τόν ἔσωζε ἀπό τά δεσμά τῆς αἰχμαλωσίας.
Ὁ δέ προφήτης καί βασιλέας Δαβίδ κανέναν ἄλλο λόγο δέν βρῆκε ἁρμόδιο (κατάλληλο δηλαδή) πρός παράσταση τῆς ὑπερβολικῆς στενοχωρίας καί θλίψεως παρά τίς ὠδῖνες καί τήν σκληρότητα τοῦ θανάτου. Ἔλεγε: «ὠδῖνες θανάτου ἐκύκλωσάν με, προέφθασάν με σκληρότητες θανάτου»[7]. Δηλαδή, ζῶ τόσο δύσκολες καταστάσεις, φοβερές, ὅπως εἶναι ὁ θάνατος.
Ὁ δέ σοφός Σειράχ εἶπε: καί μόνη ἡ ἐνθύμηση τοῦ θανάτου καταπικραίνει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Καί μόνο πού τόν θυμᾶται! Γι’ αὐτό δυστυχῶς καί σήμερα, πράγμα βέβαια ἀπαράδεκτο, πολλοί ἄνθρωποι, πού ὑποτίθεται εἶναι χριστιανοί, δέν θέλουν νά ἀκοῦνε τήν λέξη θάνατος. Καί μάλιστα ἔχουνε καί αὐτό τό «χτύπα ξύλο», τό ὁποῖο δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά μία φοβερή πρόληψη καί δεισιδαιμονία καί φυσικά ποτέ δέν πρέπει ὁ χριστιανός νά τό κάνει αὐτό. Ὁ θάνατος πλέον γιά τόν χριστιανό εἶναι κοίμησις. Ἔχει ὑπερβαθεῖ αὐτή ἡ σκληρότητα καί ἡ φοβερότητα τοῦ θανάτου διά τοῦ Χριστοῦ, διά τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ σοφός Σειράχ εἶπε ὅμως, καί βεβαίως ἐκφράζει ὅλους τούς ἀνθρώπους τούς πρό Χριστοῦ, ὅτι καί μόνη ἡ ἐνθύμηση τοῦ θανάτου καταπικραίνει τήν καρδία τοῦ ἀνθρώπου. «Ὦ θάνατε -εἶπε- ὡς πικρόν σου τό μνημόσυνόν ἐστιν»[8]. Προτιμοῦν οἱ ἄνθρωποι καί φυλακές καί δεσμά καί ἀσθένειες φοβερές καί ἀκρωτηριασμούς τῶν μελῶν τους καί κάθε ἄλλη βάσανο περισσότερο παρά τόν θάνατο. Αὐτή τήν ἀλήθεια δέν τήν ἀνατρέπουν τά σπάνια παραδείγματα κάποιων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν αὐτόχειρες καί αὐτοκτόνησαν, θανάτωσαν τόν ἑαυτό τους. Ὁ ὑπερβολικός θυμός ἤ ἡ δοξομανία ἤ ἡ ὑπερβολική λύπη ἤ ὁ παράλογος ἀπελπισμός ἤ κάποιο ἄλλο πολύ σφοδρό πάθος, ὄχι μόνο ἔσβησε τήν διάκριση τοῦ νοῦ τους, ἀλλά ἐνέκρωσε καί αὐτή τήν δύναμη πού φυτεύτηκε ἀπό τόν Θεό στή φύση ὅλων τῶν ζώντων, τήν δύναμη -λέγω- τῆς αὐτοσυντηρήσεως. Αὐτός πού αὐτοκτονεῖ ἔχει νεκρώσει αὐτή τήν δύναμη. Ἔχει σκοτιστεῖ ὁ νοῦς του, εἴτε ἀπό τόν ὑπερβολικό θυμό εἴτε ἀπό τήν δοξομανία ἤ ἀπό τήν ὑπερβολική λύπη ἤ ἀπό τήν παράλογη ἀπελπισία ἤ ἀπό κάποιο ἄλλο πολύ σφοδρό πάθος καί φθάνει νά αὐτοκτονήσει. Οὐσιαστικά εἶναι ἕνα πονηρό πνεῦμα, τό ὁποῖο ὠθεῖ τόν ἄνθρωπο στήν αὐτοχειρία.
Οἱ αὐτόχειρες οἱ ὁποῖοι δέν πέθαναν, ἔκαναν τήν ἀπόπειρα ἀλλά δέν πέθαναν, ἀποδεικνύουν αὐτό πού λέμε, δηλαδή ὅτι καί αὐτοί πού δέν πέθαναν τελικά, ὅταν ἦρθαν μετά οἱ δικοί τους, ἔφεραν γιατρούς… μέ εὐχαρίστηση καί προθυμία δέχθηκαν καί τούς γιατρούς καί ἤπιανε τά θεραπευτικά φάρμακα γιά νά μήν πεθάνουν τελικά. Καί αὐτό εἶναι ἀπόδειξη φανερή ὅτι ἡ ὠδίνη τοῦ θανάτου πού τούς πλησίασε ἐνίκησε τήν πίεση τοῦ πάθους πού τούς εἶχε κατακυριεύσει καί κατάλαβαν τί εἶχαν κάνει. Γι’ αὐτό καί ὁ νοῦς τους ἀνέλαβε τήν ἀπωλεσθεῖσα διάκριση. Ὁ νοῦς πού ἦταν σκοτισμένος, πλησιάζοντας ἡ ὠδίνη τοῦ θανάτου, καθάρισε, καί ἡ δύναμις πού λέγεται αὐτοσυντήρηση ἐπανῆλθε, ὁ νόμος τῆς φύσεως, ὁ νόμος αὐτός πού ἔχει βάλει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο βεβαίως, νά προσπαθεῖ νά κρατηθεῖ στή ζωή. Καί ἔτσι, καί αὐτοί οἱ ἄνθρωποι πού γλίτωσαν, παρόλο πού προσπάθησαν νά αὐτοκτονήσουν, μετά ζητᾶνε νά διαφύγουν τόν θάνατο καί αὐτό τό ἴδιο ἀποδεικνύει, ὅτι κάθε ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὅτι ὁ θάνατος εἶναι τό μεγαλύτερο ἀπ’ ὅλα τά κακά στόν κόσμο. Ἀλλά γιατί αὐτό;
– Γιατί ὁ θάνατος προξενεῖ τόσο θλιβερή καί φοβερή αἴσθηση στόν ἄνθρωπο;
Γιατί αὐτός μόνον βάζει μπροστά στά μάτια τοῦ ἀνθρώπου τήν φθορά καί τήν ἐξουδένωση τῆς ἰδίας του τῆς ὑπάρξεως. Τί βλέπεις στό σῶμα τοῦ νεκροῦ; Ὀφθαλμούς τυφλούς, ὦτα κουφά, ὄσφρηση ἀνόσφρητο, στόμα ἄλαλο, ἀφή ἀναίσθητη, μέλη ἀκίνητα, σῶμα πού δέν διαφέρει ἀπό μία κρύα πέτρα. Σχῆμα ἀνθρώπου καί ὄχι ἄνθρωπο. Λίγες δέ μέρες μετά τόν θάνατο βλέπεις ὅτι διαλύονται τά ἐντόσθια καί ρέουν οἱ σάρκες καί τόση δυσωδία ἐξέρχεται ἀπό τό ἀναλυόμενο καί διαλυόμενο σῶμα, ὥστε δέν μπορεῖς νά σταθεῖς κοντά του. Φεύγεις μακριά, ἀκόμα κι ἄν εἶσαι συγγενής κι ἄν εἶσαι φίλος πολύ ἀγαπημένος μέ τόν νεκρό ἐκεῖνο. Μετά δέ ἀπό παρέλευση ἀρκετοῦ καιροῦ, ἐάν ἀνοίξεις τόν τάφο του, δέν θά βλέπεις τίποτε ἄλλο, παρά ὀστᾶ ξηρά καί γεγυμνωμένα. Καί αὐτά θά εἶναι τέτοια, ὥστε οὔτε θά μπορεῖς νά ξεχωρίσεις ποιανοῦ ἀνθρώπου εἶναι. Ἀλλά καί αὐτά τά ὀστᾶ καί αὐτά τελικά διαλύονται καί ἀναμειγνύονται μέ τή γῆ, ἔτσι ὥστε δέν βλέπεις κανένα ἴχνος ἀνθρώπου τελικά.
Ὁ ἄνθρωπος ἀποδεικνύει στόν ἄνθρωπο ὅτι ἁρπάζει τήν ὕπαρξή του καί τόν καταντᾶ στήν ἀνυπαρξία. Ἔτσι δείχνει. Ἐπειδή δέ αὐτό εἶναι παρά φύσιν, δέν εἶναι φυσικό, δέν εἶναι αὐτό πού ἤθελε ὁ Θεός, δέν ἔφτιαξε θάνατο ὁ Θεός, γι’ αὐτό καί ὁ ἄνθρωπος δέν θέλει τόν θάνατο. Γι’ αὐτό καί ταράζει καί φοβίζει ὁ θάνατος περισσότερο ἀπό ὁποιοδήποτε ἄλλο πράγμα. Γιατί εἶναι κάτι ἐνάντιο στή φύση, ἐνάντιο στή ζωή. Ὁ Θεός πού ἔπλασε τόν ἄνθρωπο γιά νά ζεῖ αἰωνίως, ἔπλασε τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου γιά νά μένει ἑνωμένη μέ τό σῶμα στούς ἀπέραντους αἰῶνες τῶν αἰώνων. Φτιάχτηκε δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἀθάνατος, ἤ ὅπως λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, δυνάμει ἀθάνατος. Θά μποροῦσε δηλαδή νά γίνει ἀθάνατος. Ἐάν παρέμενε στήν ὑπακοή τοῦ Θεοῦ, δέν θά πέθαινε. Ἀλλά, δυστυχῶς, δέν μείναμε στήν ὑπακοή. Πέσαμε στήν παρακοή, ὁπότε γίναμε θνητοί, σύμφωνα μέ αὐτό πού εἶχε προαναγγείλει ὁ Θεός στούς Πρωτόπλαστους, «ἐάν δέν Μέ ἀκούσετε καί φᾶτε ἀπό τόν ἀπαγορευμένο καρπό, θανάτω ἀποθανεῖσθε»[9]. Βέβαια πῆγε ὁ διάβολος καί τούς ἐξαπάτησε καί τούς λέει, «οὐ θανάτω ἀποθανεῖσθε», ὅπως λέει ὁ μακαριστός π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος ὡραῖα! Δέν θά πεθάνετε… μήν ἀκοῦτε τί σᾶς λέει ὁ Θεός! Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη ἀπάτη καί χρηστολογία (ἀπατηλή καλολογία δηλαδή, γλυκολογία) τοῦ διαβόλου, ἡ ὁποία καί σήμερα ἐξαπατᾶ πάρα πολλούς ἀνθρώπους, πού τούς λέει, μήν πηγαίνετε στόν Χριστό, μήν πηγαίνετε στήν ἐκκλησία, μήν ἀκοῦτε αὐτά πού λένε οἱ παπάδες, μήν κάνετε αὐτά πού λέει τό εὐαγγέλιο, ζῆστε τή ζωή σας… καί οἱ ἄνθρωποι οἱ ταλαίπωροι ἀντί νά ζοῦνε τή ζωή, ζοῦνε τόν θάνατο. Ἔτσι ἔγινε καί τότε μέ τούς Πρωτόπλαστους. Ὁ φθόνος τοῦ διαβόλου ἔφερε τόν θάνατο στόν κόσμο.
Ὁ Θεός ἔκτισε τόν ἄνθρωπο ἐπ’ ἀφθαρσίᾳ. Καί λέει στή Σοφία Σολομῶντος: «καί εἰκόνα τῆς ἰδίας ἰδιότητος ἐποίησεν αὐτόν»[10]. Τόν ἔφτιαξε κατ’ εἰκόνα Του. «Φθόνῳ δέ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον»[11]. Ἐπειδή δέ ὁ θάνατος σχίζει τά κατά φύσιν ἄσχιστα καί κόπτει τούς φυσικοτάτους δεσμούς καί χωρίζει τά πλασθέντα γιά νά μένουν ἀχώριστα, δηλαδή τήν ψυχή ἀπό τό σῶμα, ἐνῶ ὁ Θεός τά ἔφτιαξε ἀχώριστα, ὁ θάνατος τά σκίζει, τά χωρίζει∙ γι’ αὐτό καί εἶναι πολύ ὀδυνηρός αὐτός ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Γι’ αὐτό καί ὁ θάνατος ἐπιφέρει τόση βάσανο καί λύπη καί φρίκη. Γι’ αὐτό βλέπεις στούς ψυχορραγοῦντας τόση βία στήν ἀναπνοή, τόσους σπασμούς στά μέλη τοῦ σώματος, τόσο φοβερό ἀγώνα σέ ὅλη τήν οἰκονομία τοῦ σώματος. Προστίθεται στήν ὥρα τοῦ θανάτου ἡ ὀξυτάτη θλίψις διά τόν παντελῆ χωρισμό ἀπό τόν κόσμο καί πάντα τά πράγματα τοῦ κόσμου. Πόσο λυπεῖται τότε ὁ βασιλέας, βλέποντας ὅτι μετά ἀπό λίγο θά στερηθεῖ τήν βασιλεία καί θά γίνει ἰδιώτης! Πόσο ὁ ἄρχων βλέποντας πώς γυμνοῦται ἀπό τήν ἐξουσία του καί γίνεται ὡς ἕνας ἀπό τά ὑποχείρια, ἕνας δοῦλος δηλαδή. Πόσο λυπᾶται γι’ αὐτό! Πόσο ὁ πλούσιος βλέπει ὅτι ὁ πλοῦτος του μένει στή γῆ καί αὐτός φεύγει φτωχός καί πένης! Πόσο λυπᾶται ἡ φιλόστοργος γυναίκα πού βλέπει ὅτι χωρίζεται ἀπό τόν ἄνδρα της καί πόσο ἡ φιλότεκνος μητέρα πού βλέπει ὅτι ἐγκαταλείπει τά πολυαγαπητά της τέκνα. Πόσο λυπᾶται τότε κάθε ψυχή ἀνθρώπου αἰσθανομένη ὅτι ἀποσπᾶται ἀπό τό σῶμα της! Ἐπειδή δέ ὅσο ἀτονεῖ τό σῶμα, τόσο ἡσυχάζουν τά πάθη του -ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀκμαῖο τό σῶμα, τότε τά πάθη τοῦ σώματος σκοτίζουν τήν ψυχή- ὅσο ἀτονεῖ τό σῶμα, ἐξασθενεῖ, ἀδυνατίζει μέ τίς ἀσθένεις καί μέ τόν θάνατο πού πλησιάζει, τόσο ἡ ψυχή ἐλευθερώνεται ἀπό τά δεσμά τῶν παθῶν καί τίς τρικυμίες τῶν παθῶν τοῦ σώματος καί βλέπει τελειότερα. Τί βλέπει; Καί τό πόσο βαρύ πράγμα εἶναι ἡ ἁμαρτία καί ἀκόμα αἰσθάνεται τήν κρίση τοῦ Θεοῦ, τήν δικαιοσύνη, τήν ἀνταπόδοση, τήν αἰωνιότητα, καί γι’ αὐτό τήν ὥρα τοῦ θανάτου διακρίνει ἡ ψυχή, μέ ἕναν τρόπο ἀρκετά τέλειο, ἀπό τί τήν στέρησε ἡ ἁμαρτία καί ποιά κόλαση τῆς ἑτοίμασε καί τήν ἔκανε ὑπόδικο. Ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος στά συγκαλά του.. Ὅσο ἀτονεῖ τό σῶμα καί ἐξασθενίζει καί ἀδυνατίζει, παύει πλέον νά σκοτίζει τήν ψυχή μέ τά πάθη του, ἡ ψυχή ἀρχίζει νά βλέπει καθαρά καί νά λέει, τί ἔπαθα;.. πῶς χαράμισα τή ζωή μου;.. τήν σπατάλησα… πῶς ὑποδουλώθηκα στήν ἁμαρτία, στήν φθορά;.. τί μεγάλη ζημιά μοῦ ἔκανε ἡ ἁμαρτία καί ἡ ὑποταγή μου σ’ αὐτή;…
Ἀπό τότε, ἐξαιτίας λοιπόν αὐτῆς τῆς κατάστασης, οἱ ἔλεγχοι τῆς συνείδησης γίνονται βαρύτατοι καί ἀφόρητοι. Αὐτή τότε μαστιγώνει σφοδρότατα τόν ἄνθρωπο. Ὁ Θεός ἔδωκε σέ σένα, λέει, τόν πλοῦτο, γιά νά ἐλεεῖς τούς φτωχούς. Ἐσύ ὅμως διαμέσου αὐτοῦ, ἱκανοποίησες τίς ἐπιθυμίες τῆς σαρκός σου. Ὁ Θεός ἔδωσε σέ σένα τό ἀξίωμα καί τήν ἐξουσία γιά νά ὑπερασπίζεις αὐτούς πού καταπιέζονται καί ἀδικοῦνται. Ἐσύ ὅμως καταπίεσες τόν ὀρφανό καί ἀδίκησες τήν χήρα. Ἡ ὑγεία σου δέν ἔγινε σέ σένα ἕνα ὄργανο ἀρετῆς, ἀλλά ἀφορμή ἀσωτίας. Ἡ ἀσθένεια δέν ἔγινε σέ σένα ὄργανο ὑπομονῆς, ἀλλά ἀφορμή γογγυσμοῦ καί ἀδημονίας. Γκρινιάζει ὁ ἄπιστος, τά βάζει μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Ὅπως βλέπουμε τώρα τούς ὀλιγόπιστους καί τούς ἄπιστους νά ἐπιτίθενται εἰς τούς μή μασκοφοροῦντες, σ’ αὐτούς πού δέν θέλουν δηλαδή νά γίνουν δοῦλοι στήν Νέα Τάξη Πραγμάτων, δέν θέλουν νά φορᾶνε αὐτό τό σύμβολο τῆς δουλείας, τό φίμωτρο. Γιατί τούς ἐπιτίθενται; Γιατί ἔχουν ἀγευσία τῆς ζωῆς. Ἔχουνε γεύση τοῦ θανάτου, φοβοῦνται τόν θάνατο. Ἀδημονοῦν μή τυχόν καί ἀρρωστήσουν! Τά βάζουν ὄχι μόνο μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλά καί μέ τόν Θεό τόν ἴδιο!
Ἀντί λοιπόν νά ἀξιοποιήσουν τήν ἀσθένεια καί ν’ ἀποκτήσουν περισσότερη ὑπομονή, γογγύζουν καί ἀδημονοῦν. Καταλαβαίνει τότε ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἀπό τήν ἀμέλειά του καί τό κακό του παράδειγμα, διαστράφηκαν τά τέκνα του καί ἔγιναν ἄνθρωποι πονηροί καί διεστραμμένοι. Τότε ἡ συνείδησή του τόν ἐλέγχει καί τοῦ λέει, ἀπό τήν ὀλιγοπιστία σου καί τήν ἀπροσεξία σου αὐξήθηκαν τά σκάνδαλα καί πλήθυνε ἡ ἁμαρτία. Ὑπάρχει ἀνάγκη μεγίστη ἐξομολογήσεως, δακρύων, φωνάζει ἡ συνείδηση! Ἀλλά τό ὄργανο τῆς ψυχῆς, πού εἶναι τό σῶμα, γιά τό ὁποῖο γίνονται ὅλα αὐτά, εἶναι ἐξασθενημένο καί σχεδόν ἀπονεκρωμένο καί δέν μπορεῖ νά συνεργήσει στό ἔργο τῆς μετανοίας.
Λέω πολλές φορές: εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἕτοιμος;.. ἐξομολογήθηκε, ἐξομολογεῖται;.. κοινώνησε-κοινωνεῖ;.. Δέν μπορεῖ, λέει, πάτερ, εἶναι στήν ἐντατική μέ τά σωληνάκια. Καλά, τόσα χρόνια πού τόν εἶχες στό σπίτι, δέν τοῦ εἶπες μιά κουβέντα;.. καί ἔρχεσαι τώρα νά μοῦ πεῖς, κάνε προσευχή, πάτερ; Τώρα ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε…
Ἀπό αὐτό ἀκολουθεῖ ὁ ἀπελπισμός. Ἄλλη αὐτή βάσανος πού εἶναι σκληρότερη ἀπό τίς προαναφερθεῖσες. Φοβερή αὐτή ἡ κατάσταση! Βέβαια ὁ Θεός πάντα εἶναι οἰκτίρμων καί ἐλεήμων, μακρόθυμος καί πολυέλεος, καί ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔτσι μέ εἰλικρίνεια καταφύγει στόν Θεό, ἔστω καί ἐκείνη τήν ἐσχάτη ὥρα καί ἐξομολογηθεῖ εἰλικρινά καί μετανοήσει, πάλι ὁ Θεός τόν ἐλεεῖ. Ὤ, ποία ὥρα τότε! Πάσχει τό σῶμα, πάσχει ἡ ψυχή, πάσχει ὁ νοῦς, πάσχει ἡ συνείδηση, βασανίζουν οἱ πόνοι, βασανίζει ἡ θλίψις, βασανίζει ὁ σκληρός ἔλεγχος τῆς συνείδησεως, λογίζει καί κατακαίει ὁ ἀπελπισμός.. ὤ, ποία ὥρα τότε! Ἀλλά ἄραγε δέν ὑπάρχει γιατρός, δέν ὑπάρχει βοτάνι, δέν ὑπάρχει ἔμπλαστρο, δέν ὑπάρχει τρόπος νά φύγει κανείς τόν θάνατο; Νά γλιτώσει ἀπό τόν θάνατο; Οὐδείς! «Τίς ἐστιν ἄνθρωπος, ὅς ζήσεται, καί οὐκ ὄψεται θάνατον;»[12], ὅπως λέει ὁ 88ος ψαλμός στόν 49ο στίχο.
Μετά δέ τήν ἐντολή: «ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ», πού εἶπε ὁ Θεός στούς Πρωτόπλαστους, καί μετά τήν ἀπόφαση, «ᾗ δ᾿ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»[13], τήν ἡμέρα πού θά φᾶτε ἀπό αὐτό, θά πεθάνετε, καί μετά τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς, κανείς δέν μπορεῖ πλέον νά ἀποφύγει τήν μάχαιρα τοῦ θανάτου∙ ἀλλά «ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν»[14]. Τώρα ἕνα πράγμα μένει στούς ἀνθρώπους, νά πεθάνουν. Καί θά πεθάνουν ἅπαξ. Δέν ὑπάρχουνε κύκλοι ζωῆς. Δέν ὑπάρχει μετεμψύχωση, μετενσάρκωση, ὅλες αὐτές οἱ ἀνοησίες πού ἔχει ἐμπνεύσει ὁ διάβολος στούς ἀνατολικούς, στίς ἀνατολικές θρησκεῖες. Ἅπαξ ἀποθανεῖν! Μιά φορά πεθαίνει κανείς. «Μετά δέ τοῦτο κρίσις»[15]. Κανείς δέν μπορεῖ νά ξεφύγει τόν θάνατο. Βλέπουμε, ἀκόμα καί ὁ Χριστός μας, βεβαίως ὁ Χριστός μας πέθανε ἑκουσίως, ἤθελε καί πέθανε, ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἅγιοί μας, οἱ μεγάλοι ἅγιοί μας καί ἡ Παναγία μας, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καί ὁ Τίμιος Πρόδρομος καί οἱ μεγάλοι Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅλοι ἐκοιμήθησαν.
«Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν»[16]. Οὐδείς μπορεῖ νά μετατρέψει αὐτή τήν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ. Αὐτή μένει ἀμετάβλητη καί ἀμετάτρεπτη. Οὔτε τό πάθος οὔτε ὁ σταυρός οὔτε τό αἷμα οὔτε ὁ θάνατος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τήν μετέβαλε. Γιατί καί μετά Χριστόν ὅλοι ἀποθνήσκουν, καθώς καί πρό Χριστοῦ, καί ὅλοι μεταβαλλόμεθα εἰς γῆν, ἐκ τῆς ὁποίας ἐλήφθημεν, σύμφωνα μέ τόν ὁρισμό τοῦ Θεοῦ: «Γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσει»[17]. Εἶσαι γῆ καί θά πᾶς στή γῆ. Γι’ αὐτό καί αὐτός ὁ Θεάνθρωπος καί Σωτήρας μας δέν εἶπε: ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, δέν ἀποθνήσκει, ἀλλά ἐκήρυξε καί εἶπε: «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνη, ζήσεται»[18], ἀκόμα κι ἄν πεθάνει, θά ζήσει. Ἡ ἀπόφαση τοῦ θανάτου ἔμεινε ἀμετάβλητη∙ ὅμως τίς ὠδῖνες αὐτῆς τῆς ἀπόφασης τίς ἔλυσε καί τίς κατήργησε ὁ Θεός ἀναστήσας ἐκ νεκρῶν -καί ὁ Ἴδιος ἀνέστησε τόν ἑαυτό Του- τόν Ἰησοῦ Χριστό, (ὁ ὁποῖος καί ὁ Ἴδιος ἀνέστησε τόν ἑαυτό Του ὡς Θεός). «Ὅν ὁ Θεός», λέει ὁ θεομακάριστος Πέτρος, τόν Χριστό «ἀνέστησε λύσας τάς ὠδῖνας τοῦ θανάτου»[19].
Καί ἄκουσε αὐτῆς τῆς ἀλήθειας τήν ἀπόδειξη. Ἔλυσε τίς ὠδῖνες τοῦ θανάτου, λοιπόν, ὁ Θεός ἀνιστώντας τόν Ἰησοῦ Χριστό, ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας ἀνιστώντας τόν ἑαυτό Του. Πῶς λύθηκαν οἱ ὠδῖνες τοῦ θανάτου;
– Ἄς δοῦμε πρῶτα, ποιές εἶναι οἱ ὠδῖνες τοῦ θανάτου;
Πρώτη ὠδίνη πού προξενεῖ ὁ θάνατος στόν ἁμαρτωλό εἶναι τό ὅτι τόν πληροφορεῖ γιά τήν διάλυση καί τήν φθορά τῆς ὕπαρξής του. Ὁ θάνατος διαλύει καί φθείρει παντελῶς τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Καί αὐτό εἶναι μιά φοβερή ὠδίνη! Ἦταν μᾶλλον, γιατί τώρα μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ ὠδίνη. Πρό τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔμενε μέν ἡ ψυχή ἀθάνατη, πλήν ὅμως διαλυόταν τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καί ἐφθείρετο ἡ ὑπόστασίς του. Οὐδέποτε ὅμως, οὔτε ἡ ψυχή ἐπέστρεφε στό σῶμα της οὔτε ἀνίστατο ὁ ἄνθρωπος ἐκ νεκρῶν, γιά νά μήν ἀποθάνει πλέον ἀλλά νά ζήσει εἰς τόν αἰῶνα. Δέν γινόταν αὐτό στήν Παλαιά Διαθήκη. Μετά ὅμως τήν Ἀνάσταση τοῦ Xριστοῦ, ἐδόθη σέ ὅλους τούς νεκρούς τό χάρισμα τῆς ἀναστάσεως. «Χριστός ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο»[20], λέει ὁ Ἀπόστολος στήν Α΄ πρός Κορινθίους, 15ο κεφάλαιο, 20-22 στίχοι. «Ἐπειδή γάρ δι᾿ ἀνθρώπου ὁ θάνατος, καί δι᾿ ἀνθρώπου ἀνάστασις νεκρῶν. Ὥσπερ γάρ ἐν τῷ Ἀδάμ πάντες ἀποθνήσκουσιν, οὕτω καί ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται»[21]. Μέχρι νά ἔρθει ὁ Χριστός, δέν ἐπέστρεφε ἡ ψυχή στό σῶμα∙ ἔμενε διαλυμένη ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση καί δέν εἴχαμε ἀναστάσεις νεκρῶν. Μετά Χριστόν ὅμως, μέ ἀρχή τόν Χριστό, ἔχουμε πλέον τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων διά τῆς ἐπιστροφῆς τῆς ψυχῆς στό ἴδιο τό σῶμα της, μέ ἀρχηγό καί πρῶτο ἀναστάντα τόν Κύριό μας. Ὅσοι λοιπόν πέθαναν ἐν τῷ Ἀδάμ, ἐν Χριστῷ ζωοποιηθήσονται.
Ἐπειδή δέ, ὅταν θά ἀναστηθοῦμε ἐκ νεκρῶν κατά τήν Δευτέρα τοῦ Χριστοῦ Παρουσία -τότε θά γίνει αὐτό- θά ἐπιστρέψει καί θά βρεῖ δηλαδή ἡ ψυχή μας, ἡ δική μας ψυχή, τό σῶμα της, τό δικό της σῶμα καί θά ἀναστηθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη, καί ἐπειδή λοιπόν ὅταν θά γίνει αὐτό, μετά «θά ἁρπαχθοῦμε ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντηση τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα καί οὕτω πάντοτε σύν Κυρίῳ ἐσόμεθα»[22], ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος στήν Α΄ πρός Θεσσαλονικεῖς, ὁ δέ Κύριος, μετά τοῦ Ὁποίου θά εἴμαστε, ζεῖ εἰς τούς αἰῶνας, τί εἶναι φανερό ἀπ’ ὅλα αὐτά; Ὅτι θά ἀναστηθοῦμε καί δέν θά ξαναπεθάνουμε ποτέ πιά, ἀλλά θά ζοῦμε διά παντός μέ τόν Κύριο, πού ζεῖ εἰς τούς αἰῶνας, ἀφοῦ θά ἀναστηθοῦμε κατά τήν Δευτέρα Του Παρουσία, «θά ἁρπαχθοῦμε ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντηση τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα καί οὕτω πάντοτε σύν Κυρίῳ ἐσόμεθα»[23]. Θά εἴμαστε πάντοτε μέ τόν Κύριο! Ὁ Κύριος δέν πεθαίνει ποτέ πλέον καί ἐμεῖς μαζί Του δέν θά πεθάνουμε ποτέ. Νά λοιπόν πῶς λύνεται ἡ φοβερή αὐτή πρώτη ὠδίνη τοῦ θανάτου, πού εἶναι ἡ διάλυση τῆς ἀνθρώπινης ὑπόστασης, τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Πλέον θά ξαναενωθεῖ ἡ ψυχή μέ τό σῶμα καί θά εἶναι πάντοτε μέ τόν Κύριο, ἀρκεῖ βεβαίως νά ἔχουμε ζήσει σωστά, ἐν μετανοία. Ἀλλιῶς, πάλι θά γίνει ἡ ἕνωση, ἀλλά θά εἶναι φοβερή κατάσταση μακράν τοῦ Θεοῦ.
Ὁ θάνατος λοιπόν κατεστάθη ὕπνος, ἐπειδή τόν ἐξουθένωσε ὁ Χριστός καί ἔτσι ἔφυγε τό αἴτιο τῆς ὠδίνης, πού ἤτανε αὐτή ἡ διάλυση τῆς ἀνθρώπινης ὑπόστασης. Γι’ αὐτό ἔλεγε ὁ Παῦλος, «ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον;»∙ ποῦ εἶναι τό κεντρί σου; «Ποῦ σου, ᾅδη, τό νῖκος;»[24], ποῦ εἶναι ἡ νίκη σου; Τί λοιπόν λυπᾶσαι, ὤ ἄνθρωπε; Τί ὠδυνᾶσαι; Γιατί πονᾶς; Ἀποθνήσκεις ἀλλά πάλι ἀνίστασαι, καθώς κοιμᾶσαι καί πάλι ἐγείρεσαι. Φοβᾶσαι νά ξαπλώσεις νά κοιμηθεῖς; Δέν φοβᾶσαι, ξαπλώνεις καί κοιμᾶσαι. Γιατί ξέρεις, ὅτι μετά ἀπό μερικές ὧρες, πρῶτα ὁ Θεός βεβαίως πάντα, θά ξυπνήσεις, θά σηκωθεῖς. Ἔτσι εἶναι καί ὁ θάνατος, ἔχει γίνει ἕνας ὕπνος!
Πρό τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατος ἔφερνε ἀνυπαρξία στήν ὑπόστασή σου. Ἔπαυες νά ὑπάρχεις ὡς ἄνθρωπος. Ὑπῆρχε ἡ ψυχή σου, δέν πέθαινε ἡ ψυχή, ἀλλά τό σῶμα διαλυόταν καί ὑπῆρχε αὐτή ἡ διάζευξη, ὁ διαχωρισμός. Ἄνθρωπος δέν εἶναι ἡ ψυχή οὔτε τό σῶμα, εἶναι τό συναμφότερο, ἡ ψυχή καί τό σῶμα. Ἄν δέν εἶναι μαζί, ἑνωμένα, παύει νά ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος. Αὐτό λοιπόν ἦταν τό πολύ ὀδυνηρό στήν Παλαιά Διαθήκη. Αὐτό λοιπόν τώρα ξεπεράστηκε, ὑπερβάθηκε μέ τόν Χριστό. Ὁ Χριστός πρῶτος ἔκανε αὐτή τήν ἐπανένωση τῆς ψυχῆς Του μέ τό σῶμα Του καί ἀνέστησε τόν ἑαυτό Του (καί ὁ Πατήρ ὁ Οὐράνιος Τόν ἀνέστησε ὡς Θεός καί ὁ Ἴδιος ὡς Θεός ἀνέστησε τόν ἑαυτό Του). Καί διά τοῦ Χριστοῦ αὐτό θά γίνει καί σέ μᾶς, θά βρεῖ ἡ ψυχή τό σῶμα, ὅπως τό εἴπαμε προηγουμένως.
Ἑπομένως, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ κατέλυσε καί ἐξαφάνισε τό αἴτιο τῆς ὠδίνης τοῦ θανάτου. Ὅποιος λοιπόν πιστεύει καί ἐλπίζει σ’ Αὐτόν, στόν Χριστό, εἶναι ἀνώτερος ἀπό αὐτή τήν ὠδίνη. Δέν τόν πιάνει αὐτή ἡ ὠδίνη. Γιατί ὁ Χριστός δίδαξε μέν διά λόγου, ὅτι ἐάν ἀποθάνουμε, ἀκόμα καί ἄν πεθάνουμε, θά ἀναστηθοῦμε καί θά ζήσουμε, «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνη, ζήσεται»[25], ἀλλά δέν τό εἶπε μόνο μέ λόγια, τό ἔδειξε καί ἔμπρακτα, ὅτι οἱ νεκροί ἀνίστανται ἐκ νεκρῶν ἀναστάς αὐτός καί ζῶν εἰς τόν αἰῶνα. Τό ἔδειξε ὅτι θά ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί μέ τή δική Του ἀνάσταση. «Χριστός ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει»[26]. Νά γιατί χαιρόμαστε τόσο πολύ τό Πάσχα καί πανηγυρίζουμε τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, διότι διά τοῦ Χριστοῦ καταλύεται καί αὐτή ἡ φοβερή ὠδίνη γιά μᾶς τῆς διάζευξης, τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Καταργεῖται αὐτή ἡ φοβερή ὠδίνη. Γίνεται προσωρινά αὐτός ὁ χωρισμός καί πάλι ξαναβρίσκει ἡ ψυχή μας τό σῶμα μας.
Ἡ δεύτερη ὠδίνη τοῦ θανάτου εἶναι ἡ θλίψη γιά τόν χωρισμό ἀπό τόν κόσμο καί γιά τήν στέρηση τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου. Ὁ Χριστός ἔπαυσε κι αὐτή τήν ὠδίνη ὑποσχεθείς σ’ αὐτούς πού πιστεύουν σ’ Αὐτόν τρυφή ἐπουράνιο, καί δόξα ἀμάραντη καί βασιλεία αἰώνια. «Κἀγώ διατίθεμαι ὑμῖν καθώς διέθετό μοι ὁ πατήρ μου βασιλείαν, ἵνα ἐσθίητε καί πίνητε ἐπί τῆς τραπέζης μου ἐν τῇ βασιλείᾳ μου»[27]. Ἀφήνεις αὐτά τά ἀγαθά ἐδῶ στή γῆ, τά τραπέζια τά λαμπρά, καί δέν ξέρω τί ἄλλο ἔχεις ἐδῶ, σπίτια.. καί θά βρεῖς ἐκεῖ πολύ ἀνώτερα, πολύ πλουσιότερα. «Καθώς διέθετό μοι ὁ πατήρ μου βασιλείαν»[28], ὅπως Μοῦ ἔδωσε Ἐμένα τήν βασιλεία ὁ Πατέρας Μου, ὡς ἀνθρώπου, ὡς σέ ἄνθρωπο, γιατί ὡς Θεός εἶχε πάντοτε τήν βασιλεία, ἀλλά τώρα τήν πῆρε καί ὡς ἄνθρωπος ὁ Χριστός μας, καί ὅπως Ἐκεῖνος, ὁ Πατήρ, τήν ἔδωσε σέ Μένα, ἔτσι καί Ἐγώ τή δίνω σέ σᾶς, «διατίθεμαι ὑμῖν, ἵνα ἐσθίητε καί πίνητε ἐπί τῆς τραπέζης μου ἐν τῇ βασιλείᾳ μου»[29]. Τί θά τρῶμε καί θά πίνουμε; Ὄχι βεβαίως αὐτά τά ὑλικά φαγητά, τά ὁποῖα δέν θά τά ἔχουμε ἀνάγκη τότε, ἀλλά θά ἐσθίουμε καί θά πίνουμε τόν ἴδιο τόν Χριστό, πού εἶναι ἡ ἀνέκφραστη χαρά καί ἀγαλλίαση, τήν ἄκτιστο Θεία Χάρη.
Ποιόν λοιπόν τόπο ἔχει σέ μένα ἡ λύπη, ὅταν ἐγώ ἐλπίζω ὅτι ἀφοῦ πεθάνω, ἐγκαταλείπω μέν τά λυπηρά καί φθαρτά καί πρόσκαιρα, ἔρχομαι δέ εἰς τά πανευφρόσυνα καί ἄφθαρτα καί ἀτελεύτητα, αὐτά πού δέν τελειώνουν ποτέ; Τά ἀγαθά ἐδῶ στή γῆ, πολύ λίγο κρατάει ἡ χαρά ἐδῶ πού μᾶς δίνουν, καί πολύ λίγο τά ἔχουμε. Καί ἔρχονται κλέφτες, ἔρχονται τά σκουλήκια, ἔρχονται οἱ σκόροι, τά καταστρέφουν, τά ἁρπάζουν καί μένουμε χωρίς τίποτα. Ἤ ἀκόμα καί ἄν δέν γίνει αὐτό, πάλι θά τά ἔχεις ὁρισμένα χρόνια, ὅσο ζήσεις. Ἀπό ἐκεῖ καί μετά θά τά ἀφήσεις. Δέν εἶναι αἰώνια καί ἄφθαρτα. Ἐνῶ τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ εἶναι αἰώνια καί ἄφθαρτα καί δέν συγκρίνεται ἡ λαμπρότητά τους καί ἡ μεγαλειότητά τους μέ αὐτά πού ἀφήνεις ἐδῶ στή γῆ. Νά λοιπόν πῶς ξεπερνιέται καί αὐτή ἡ ὠδίνη τοῦ χωρισμοῦ ἀπό τόν κόσμο καί τά τερπνά καί εὐχάριστα τοῦ κόσμου.
Φεύγω ἀπό τά σκύβαλα καί πορεύομαι στά βασίλεια! Τό ἔχεις καταλάβει; Ἀναχωρῶ ἀπό τήν ζάλη τῶν παθῶν μου καί καταντῶ στήν γαλήνη τῆς ἀπάθειας. Λυτροῦμαι ἀπό τήν πολυτάραχη θάλασσα τῆς κακίας τῶν ἀνθρώπων καί φθάνω στούς γαλήνιους λιμένας τῆς ἀγαθωσύνης τῶν ἁγίων. Ἀφήνω τή γῆ καί ἀναβαίνω στόν οὐρανό. Πῶς μπορῶ λοιπόν νά λυποῦμαι καί νά στενοχωριέμαι, γιατί χωρίζομαι ἀπό αὐτά τά πρόσκαιρα ἀγαθά;
Ἔτσι μέ τίς ὑποσχέσεις πού μᾶς ἔχει δώσει ὁ Κύριος καί εἴμαστε βέβαιοι ὅτι θά πραγματοποιηθοῦν, γιατί καί τά ἄλλα πού μᾶς ἔχει πεῖ πραγματοποιήθηκαν, ξεπερνᾶμε αὐτή τήν ὠδίνη πού προκύπτει ἀπό τόν χωρισμό τῶν ἀγαθῶν τῆς γῆς.
Τρίτη ὠδίνη τοῦ θανάτου εἶναι ὁ βασανιστικός ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως. Μιλήσαμε γι’ αὐτό προηγουμένως. Πέφτει τό πέπλο τοῦ σώματος καί ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νά βλέπει καί νά σκέφτεται καθαρά καί τότε ἀρχίζει ὁ ἔλεγχος τῆς συνείδησης. Ἀλλά καί αὐτόν τόν καταπραϋνει ἡ πίστη στόν Χριστό καί ἡ ἐλπίδα στόν Χριστό. Ἐάν στήν ὥρα τοῦ θανάτου πιστεύουμε ὅτι ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ ἐκ τῶν πατρικῶν κόλπων καταβάς εἰς τήν γῆ καί γενόμενος ἄνθρωπος, ἔπαθε καί ἐσταυρώθη καί πέθανε, ὄχι γιά νά καλέσει τούς δικαίους ἀλλά τούς ἁμαρτωλούς σέ μετάνοια, ἐάν λοιπόν αὐτή τήν ὥρα πού ψυχορραγοῦμε, θυμηθοῦμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός «ἦλθεν στόν κόσμον ἁμαρτωλούς σῶσαι»[30] καί ἐλπίσουμε τήν ἀπόλαυση τῆς ἀναπαύσεως πού ὑποσχέθηκε ὅταν εἶπε «δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς»[31], ἄν λοιπόν τά σκεφτοῦμε ὅλα αὐτά ἐκείνη τήν φοβερή ὥρα τοῦ θανάτου μας καί μέ κατάνυξη ὁμολογήσουμε, ὅτι «οὐκ ἐξ ἔργων τῶν ἐν δικαιοσύνῃ ὧν ἐποιήσαμεν ἡμεῖς, ἀλλά κατά τόν αὐτοῦ ἔλεον ἔσωσεν ἡμᾶς»[32], ὅπως λέει στήν πρός Τίτον ἐπιστολή του ὁ Ἀπόστολος, δηλαδή ὄχι ἀπό τά ἔργα τῆς ἀρετῆς μας, τῆς δικαιοσύνης πού κάναμε ἐμεῖς, ἀλλά σύμφωνα μέ τό ἄπειρο ἔλεός Του μᾶς ἔσωσε, τότε ἡσυχάζει ἡ ἐπίπληξη τῆς συνειδήσεως καί κατευνάζει ἡ βάσανος τοῦ ἐλέγχου αὐτῆς. Σκέφτεσαι καί λές στόν Χριστό, Χριστέ μου, δέν ἀξίζω νά ἔρθω στή βασιλεία Σου. Τά ἔργα πού ἔκανα, μπορεῖ νά ἦταν καί κάποια κάπως καλά καί πάρα πολλά ἤτανε κακά, ἀλλά δέν εἶναι αὐτά τά ἔργα πού θά μέ σώσουν, εἶναι τό ἔλεός Σου καί ἐκεῖ καταφεύγω, γιατί Ἐσύ ἔγινες ἄνθρωπος γιά νά πάθεις, καί ἔπαθες καί ἐσταυρώθεις καί ἀπέθανες ἐπί τοῦ σταυροῦ καί ἐτάφης γιά νά σώσεις τούς ἁμαρτωλούς, ἕνας ἀπό τούς ὁποίους, ἤ μᾶλλον πιό σωστά, ὁ πρῶτος ἐκ τῶν ὁποίων εἶμαι ἐγώ, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ»[33].
– Ἀλλά ἄραγε σέ ὅλους τούς πιστεύοντας στόν Θεό καί ἐλπίζοντας λύνονται οἱ ὠδῖνες τοῦ θανάτου, αὐτές οἱ τρεῖς φοβερές ὠδῖνες γιά τίς ὁποῖες μιλήσαμε;
Ἡ πρώτη ὠδίνη πού εἶναι ἡ διάλυσις καί ἡ φθορά τῆς ὕπαρξής μας, ἡ δεύτερη πού εἶναι ἡ θλίψις γιά τόν χωρισμό ἀπό τόν κόσμο καί γιά τήν στέρηση τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου καί ἡ τρίτη πού εἶναι ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως ὁ βασανιστικός, ἄραγε ὅλοι ὅσοι πιστεύουν στόν Χριστό καί ἐλπίζουν, ἀπολαμβάνουν τήν λύση, τήν ἀπαλλαγή ἀπό αὐτές τίς ὠδῖνες; Ὅλοι οἱ πιστοί μετέχουν αὐτῆς τῆς Χάριτος;
Ἀδελφοί μου, μή πλανᾶσθε, λέει ὁ μακάριος ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης, ὅταν ἀκούητε τό ὄνομα τῆς πίστεως, μή νομίζετε ὅτι κάθε πίστις ὠφελεῖ καί σώζει. Ὅπως λένε κάποιοι προτεστάντες, κάποιοι κάπως ἄθεοι, γνωστικιστές, ὅτι ἀρκεῖ νά πιστεύεις κάπου.. ἄν πιστεύεις κάπου, καλό εἶναι αὐτό.. Ὄχι, δέν σώζει κάθε πίστη. Σώζει ἡ πίστη στόν Χριστό. Καί ὄχι μόνο αὐτό, διότι τήν πίστη στόν Χριστό, ὅτι ὑπάρχει δηλαδή ὁ Χριστός, τήν ἔχουν καί οἱ δαίμονες. Ἀλλά πίστη ζωντανή, πού συνοδεύεται μέ τά ἔργα τῆς πίστεως.
Μή πλανᾶσθε, λοιπόν, δέν ὠφελεῖ καί δέν σώζει κάθε πίστη. Ἡ πίστις ἡ χωρίς ἔργα εἶναι ἀνωφελής. Καί τά δαιμόνια ἔχουν πίστη, διότι κι αὐτά πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει Θεός, καί μάλιστα φρίττουν ἀπό προσώπου τῆς δυνάμεως Αὐτοῦ. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος: «καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίσσουσι»[34], στό δεύτερο κεφάλαιο τῆς καθολικῆς ἐπιστολῆς του λέει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος. Πλήν οὐδέν ὠφελεῖ τά δαιμόνια αὐτή ἡ πίστις, ἐπειδή εἶναι γυμνά τῆς ἀγάπης, δέν ἔχουν ἔργα. Ἀντίθετα ἔχουνε μίσος, ἔχουνε τή διάθεση τῆς ἀνθρωποκτονίας καί μέ πολύ μεγάλη χαρά, ἄν τό παραχωρήσει ὁ Θεός, θά φόνευαν ὅλη τήν ἀνθρωπότητα, ἤ τέλος πάντων ὅσους θά τούς ἔδινε ὁ Θεός τή δυνατότητα νά φονεύσουν. Καί φαίνεται ὅτι εἴμαστε στά πρόθυρα μιᾶς τέτοιας κατάστασης…
Φοβερό νά ποῦμε, ἀλλά ἔχει φτάσει ἡ ἀνθρωπότητα πλέον σέ πολύ μεγάλη διαφθορά καί ἐξαχρείωση, πού μοιάζει μέ τήν ἐποχή τῶν Σοδόμων ἤ μέ τήν ἐποχή τοῦ κατακλυσμοῦ, ὅπου ὁ Θεός παραχώρησε αὐτές τίς φοβερές τιμωρίες, αὐτούς τούς μαζικούς θανάτους, πού δέν γλίτωσε κανένας, οὔτε στά Σόδομα οὔτε στόν κατακλυσμό! Ἐκτός βεβαίως ἀπό τούς γνωστούς, τόν Λώτ καί τίς δυό θυγατέρες του στά Σόδομα, καί τόν Νῶε καί τήν οἰκογένειά του στόν κατακλυσμό.
Δέν ὠφελεῖ, λοιπόν, ἡ πίστη ἡ ὁποία δέν ἔχει ἀγάπη, δέν ἔχει ἔργα μετανοίας. Γι’ αὐτό καί αὐτή τήν πίστη νά θεωρεῖτε γιά σωστή πίστη καί αὐτή εἶναι ἡ πίστη πού σώζει, αὐτή γιά τήν ὁποία λέει ὁ Ἀπόστολος, εἶναι «πίστις δι᾿ ἀγάπης ἐνεργουμένη»[35], λέει στό πέμπτο κεφάλαιο τῆς πρός Γαλάτας ἐπιστολῆς. Πίστις δηλαδή πού ἐνεργεῖ τά ἔργα τῆς ἀγάπης. Καί πῶς μπορεῖ κανείς νά ἔχει ἀγάπη, ἄν προηγουμένως δέν ἔχει μετάνοια; Ἑπομένως, ἡ σωστή πίστη εἶναι αὐτή πού ἔχει τήν μετάνοια, τήν κάθαρση, ὁδηγεῖ στήν κάθαρση, καί βεβαίως καί στήν ἀγάπη. Αὐτή ἡ πίστις ἡ γνήσια εἶναι αὐτή πού καρποφορεῖ τίς ἀρετές. Αὐτή εἶναι ἡ πίστη πού σώζει. Αὐτή εἶναι ἡ πίστη πού γεννᾶ τήν δικαιολογημένη ἐλπίδα ὅτι θά σωθεῖς, τήν ἐλπίδα πού ἔχει θεμέλια ἀληθινά καί στέρεα καί ἀκράδαντα. Αὐτή εἶναι ἡ πίστη πού λύνει τίς ὠδῖνες τοῦ θανάτου. Καί αὐτή τήν πίστη εἴχανε ὅλοι οἱ Ἅγιοι. Αὐτή τήν πίστη εἶχε καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πού θεωροῦσε τόν θάνατο κέρδος. «Ἐμοί γάρ -ἔλεγε- τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος»[36], στήν πρός Φιλιππησίους, στό πρῶτο κεφάλαιο. Γιά μένα ζωή, λέει, εἶναι ὁ Χριστός καί τό νά πεθάνω εἶναι κέρδος, γιατί θά πάω στόν Χριστό πού ἀγαπῶ καί θά Τόν ζῶ ἐκτυπώτερον, καθαρότερα, ἐναργέστερα. Καί ὄχι μόνο δέν φοβότανε, ἀλλά ἐπιθυμοῦσε τόν θάνατο. «Τήν ἐπιθυμίαν ἔχων -ἔλεγε- εἰς τό ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι»[37], νά πεθάνω καί νά εἶμαι μέ τόν Χριστό. Αὐτή ἡ πίστις γεννοῦσε στήν καρδιά του τήν εὐλογοφανῆ καί βέβαια ἐλπίδα τῆς ἀπολαύσεως τῶν ἐπουρανίων στεφάνων. Γι’ αὐτό ἔλεγε μέ παρρησία: «τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἠγώνισμαι, τόν δρόμον τετέλεκα, τήν πίστιν τετήρηκα· λοιπόν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὅν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής»[38]. Μοῦ ἀπομένει τώρα ὁ στέφανος τῆς δικαιοσύνης. Καί τό λέει αὐτό βέβαια καί παρηγορώντας καί τόν Ἅγιο Τιμόθεο. Γιατί ἐάν ἔδινε, καί θά ἔδινε ὁ Χριστός τό στεφάνι εἰς τόν Ἅγιο Ἀπόστολο Παῦλο γι’ αὐτά πού ἐργάστηκε, γιά τήν πίστη πού εἶχε τή ζωντανή, θά δώσει τόν στέφανο καί στόν μαθητή του, στόν Ἅγιο Τιμόθεο, ἐφόσον κι αὐτός θά τηρήσει αὐτά πού τοῦ δίδαξε ὁ διδάσκαλός του. «Ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὅν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής». Καί δέν λέει, θά μοῦ δώσει, ἀλλά θά μοῦ ἀποδώσει. Σάν νά εἶναι δηλαδή ἕνα χρέος καί μιά ὀφειλή.
Καί ἔχει ὁ Ἅγιος Νικόδημος στό ὑπόμνημά του, ἀναλύοντας αὐτό, καί λέγει τά ἑξῆς: Σημείωσε, λέει, ὅτι ναί, ὁ στέφανος τῆς μακαριότητας καί ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ὡς χρέος νομίζεται στούς δούλους πού ἐποίησαν τίς ἐντολές∙ ὄχι ὅμως ἁπλῶς, ἀλλά ἀπό μέρους τῆς φιλοτιμίας καί τῆς ἀγαθότητας τοῦ κυρίου. Ἔτσι δηλαδή τό λέει ὁ Κύριος, ἐπειδή εἶναι ἀγαθός καί φιλότιμος. Συγκαταβαίνοντας στήν ἀθένειά μας, ἡμῶν τῶν δούλων Του, πού ὀνομάζει μισθό τοῦ κόπου μας τήν βασιλεία Του. Ἐκεῖνος, ἀπό τήν ἀγάπη Του πού ἔχει σέ μᾶς, μᾶς δίνει τή βασιλεία Του σάν νά μᾶς δίνει μισθό γι’ αὐτά πού κάναμε, ἐνῶ αὐτά πού κάναμε εἶναι ἕνα τίποτα.. κι αὐτά πού κάναμε πάλι, δέν τά κάναμε μόνοι μας. Μαζί Του, Ἐκεῖνος οὐσιαστικά τά ἔκανε! Καί ὅμως θεωρεῖ, ἀπό τή μεγάλη Του ἀγάπη, ὅτι μᾶς δίνει τή βασιλεία σάν νά μᾶς δίνει μισθό γι’ αὐτά πού ἐργαστήκαμε, πού ἔκανε Αὐτός δηλαδή δι’ ἡμῶν. Καί τί λέει; «Κάλεσον τούς ἐργάτας καί ἀπόδος αὐτοῖς τόν μισθόν»[39], γιά νά μᾶς παρακινήσει περισσότερο στό νά ἐργαζόμαστε τίς ἐντολές Του καί νά νομίζουμε ὡς ἀπόκτημα τοῦ κόπου μας τή βασιλεία Του. Νά μή νιώθουμε ἔτσι καί ἄσχημα, θά λέγαμε. Ἀλλά μᾶς λέει, παιδιά, λοιπόν κουραστήκατε, πάρτε καί τόν μισθό σας! Ἐνῶ Ἐκεῖνος τά ἔκανε σχεδόν ὅλα!
Ἀπό μέρους ὅμως τῶν δούλων ἡμῶν, ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί ὁ στέφανος τῆς μακαριότητας, πρέπει νά νομίζεται, νά θεωρεῖται, ὄχι ὡς μισθός, ἀλλοίμονο! Νά πηγαίνουμε στόν Χριστό καί νά Τοῦ λέμε, δῶσε μου τόν μισθό μου, πού Σοῦ ἔκανα τόσα καί τόσα πράγματα.. μοῦ χρωστᾶς! Ἐμεῖς θά πρέπει νά θεωροῦμε τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν ὡς χάρη καί ὄχι ὡς μισθαποδοσία, ὡς χάρη καί ὡς δωρεά.
Γι’ αὐτό λέει καί ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἀσκητής, «Τινές», κάποιοι, «μή ποιοῦντες τάς ἐντολᾶς», ἐνῶ δέν τηροῦν τίς ἐντολές, «πιστεύειν ὀρθῶς νομίζουσι», νομίζουν ὅτι πιστεύουν ὀρθά. Ἐνῶ δέν πιστεύουν ὀρθά. Γιατί ἄν πίστευαν ὀρθά, θά τηροῦσαν τίς ἐντολές. Δέν εἶναι ὀρθή πίστη νά λές σωστά τό Πιστεύω καί νά ξέρεις Δογματική θεωρητικά. Ὀρθή πίστη εἶναι νά φανερώνεις αὐτά πού πιστεύεις μέ τά ἔργα σου, μέ τή ζωή σου. «Τινές δέ», λέει πάλι ὁ Ἅγιος Μᾶρκος στή συνέχεια, «ποιοῦντες..». Μερικοί δέν ποιοῦν τίς ἐντολές καί νομίζουν ὅτι πιστεύουν σωστά. Μερικοί ποιοῦν, κάνουν τίς ἐντολές, ἀλλά τί γίνεται; «Ὡς μισθόν ὀφειλόμενον τήν βασιλείαν ἐκδέχονται». Καί περιμένουν τή βασιλεία σάν μισθό, σάν νά τούς χρωστάει ὁ Θεός δηλαδή, γιατί κάνουν κάποια πράγματα καλά. «Ἀμφότεροι τῆς ἀληθείας ἀπεσφάλησαν». Καί οἱ μέν καί οἱ δέ ἔχουνε σφάλμα, ἔχουνε χάσει τήν ἀλήθεια. «Παρά δεσπότου, μισθός δούλοις οὐκ ἐχρεώστηται». Ὁ δεσπότης δέν χρωστάει μισθό στούς δούλους. Ἀφοῦ εἶσαι δοῦλος! Εἶσαι ὑποχρεωμένος νά δουλεύεις στόν δεσπότη σου, στόν κύριό σου. Δέν μπορεῖς νά ἀπαιτήσεις μισθό ἀπό τόν Χριστό. «Οὐδ’ αὖ πάλιν οἱ μή δουλεύσαντες ὀρθῶς, ἐλευθερίας τυγχάνουσιν». Οὔτε πάλι αὐτοί πού δέν δουλεύουν σωστά, μποροῦν νά πετύχουν τήν ἐλευθερία τους, νά πάψουν νά εἶναι δοῦλοι. Καί πάλι: «διά τοῦτο οὐκ ἔστι μισθός ἔργων ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν», λέει ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἀσκητής. Δέν εἶναι μισθός ἔργων ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, νά κάνουμε πολλά ἔργα, πολλές καλές πράξεις, ὁπότε ἔχουμε περισσότερες ἐλπίδες νά σωθοῦμε, δικανικά, ὅπως λέει ὁ Πάπας. Αὐτό τό πνεῦμα τό νομικιστικό εἶναι τό πνεῦμα τῆς αἵρεσης, τοῦ παπισμοῦ. Καί μάλιστα φτάνουνε στήν κωμικοτραγική ἀντίληψη ὅτι οἱ ἅγιοι, πού ἔχουνε πολλές καλές πράξεις, πολλά καλά ἔργα, περνᾶνε στόν παράδεισο καί τούς περισσεύουν καί κάποια καλά ἔργα, τά ὁποῖα, λέει, τί τά κάνουν αὐτά; Ἀφοῦ περάσαν στόν παράδεισο καί ἔχουν καί περίσσεια καλῶν ἔργων, αὐτά τά δίνουν στόν Πάπα. Καί ὁ Πάπας λοιπόν, παίρνει χρήματα ἀπό τόν κόσμο καί τά δίνει σ’ αὐτούς πού τούς λείπουν κάποια καλά ἔργα καί συμπληρώνουνε! Καί ἔτσι ἔχτισε τόν Ἅγιο Πέτρο. Λοιπόν, αὐτά τά ἀνόητα πράγματα λένε. Κι ἐμεῖς λέμε, δέν ἔχουμε διαφορές μέ αὐτούς.. τά ἴδια πιστεύουμε.. Βλέπετε ποῦ καταλήγει ἡ αἵρεση καί ἡ πλάνη; Σέ ἀνοησίες καί γελοιότητες.
Λέει, λοιπόν, σαφέστατα ὁ Ἅγιος Μᾶρκος, «οὐκ ἔστι μισθός ἔργων ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀλλά χάρις Δεσπότου πιστοῖς δούλοις ἡτοιμασμένη». Εἶναι χάρις, εἶναι δωρεά τοῦ Δεσπότου, πού ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιά τούς πιστούς δούλους. Καί ὄχι μισθός ἔργων.
Λέει καί ὁ Κορέσιος: «ὅτι ὀφείλει ὑμῖν ὁ Θεός τόν στέφανον, οὐ κατ’ ἀνάγκην καί χρέος ἤ κέρδος, ἀλλά κατά τήν Αὐτοῦ ἀγαθότητα καί ἐπαγγελία. Λέγεται δέ στέφανος δικαιοσύνης -αὐτό πού λέει ὁ Ἀπόστολος ὅτι θά μοῦ δώσει τόν στέφανο τῆς δικαιοσύνης, «ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος»[40]- ἐπειδή λόγο τινί διά τῶν ἔργων κτητός γίνεται». Κατά κάποιο τρόπο ἀποκτᾶται ὁ στέφανος τῆς δικαιοσύνης μέ τά ἔργα.
Καί ὁ Μέγας Βασίλειος ἑρμηνεύοντας τό Δαυιτικό ἐκεῖνο «ἐπίστρεψον, ψυχή μου, εἰς τήν ἀνάπαυσίν σου, ὅτι Κύριος εὐηργέτησέ σε»[41], πού εἶναι ἑκατοστό δέκατο τέταρτο ψαλμό λέγει: «ἑαυτῷ προσάγει τούς παρακλητικούς λόγους ὁ καλός ἀγωνιστής παραπλησίως, τῷ Παύλῳ λέγων· «τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἠγώνισμαι, τὀν δρόμον τετέλεκα, τήν πίστιν τετήρηκα· λοιπόν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος. Ταῦτα λέγει καί πρός ἑαυτὀν ὁ Προφήτης». Αὐτά λέει καί στόν ἑαυτό του ὁ προφήτης Δαυίδ, «ἐπίστρεψον, ψυχή μου, εἰς τήν ἀνάπαυσίν σου, ὅτι Κύριος εὐηργέτησέ σέ»[42]. Γύρισε ἐκεῖ πού εἶναι ἡ χαρά σου καί ἡ ἀνάπαυσή σου, ὁ Κύριος σέ ἐλέησε, σέ εὐεργέτησε. Δηλαδή, γύρισε στόν Κύριο καί ἐκεῖ ἀναπαύσου, «γιατί ἀρκετά ἐξεπλήρωσες τόν δολιχόν τοῦ βίου τούτου», ἀρκετά βασανίστηκες σ’ αὐτή τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος. Ἐπίστρεψον λοιπόν στήν ἀνάπαυσή σου, ὅτι ὁ Κύριος εὐηργέτησέ σε. Πρόκειται γάρ ἀνάπαυσις αἰωνία τοῖς νομίμως τόν ἐνταῦθα διαθλήσασι βίον». Ἐναπόκειται αἰώνια ἀνάπαυση σ’ αὐτούς πού νόμιμα ἄθλησαν ἐδῶ στόν βίο αὐτό, τόν πρόσκαιρο. «Οὐ κατά ὀφείλημα τῶν ἔργων ἀποδιδομένη». Αὐτή ἡ ἀνάπαυση δέν δίνεται ὡς ὀφειλή ἀπέναντι στά ἔργα, «ἀλλά κατά τό μεγαλόδωρο τοῦ Θεοῦ τοῖς εἰς αὐτόν ἠλπικόσι παρεχομένη»[43], σύμφωνα μέ τή μεγαλοδωρία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ σ’ αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἐλπίζουν σ’ Αὐτόν καί τούς παρέχει αὐτή τήν ἀνάπαυση καί τήν παρηγορία.
Λέει καί ἀκόμα κάποια ὁ Ἅγιος καί στό τέλος λέει: ὁ Παῦλος πῶς εἶπε.. ἐκείνη τήν ἡμέρα θέλει ἀποδώσει αὐτῷ ὁ Κύριος τόν στέφανον τῆς δικαιοσύνης, ὥστε ἀπό αὐτό συμπεραίνεται ὅτι οἱ Ἅγιοι ἤδη ἀποθνήσκοντες δέν λαμβάνουν τελεία τήν μακαριότητα, ἀλλά μερικῶς μόνον εὐφραινόμενοι. Στήν τελευταία ἡμέρα τῆς Κρίσεως πρόκειται νά λάβουν ἀφθαρτισμένα τά σώματά τους μέ τήν ἀνάσταση καί μαζί μέ αὐτά ἔχουν νά λάβουν τό τέλειο τῆς μακαριότητος. Ἡ τέλεια μακαριότης καί ἡ τέλεια ἀπόλαυσις θά εἶναι μετά τήν Δευτέρα Παρουσία, ὅπου θά πάρουμε καί τό σῶμα καί θά μετέχει ὁ ὅλος ἄνθρωπος στή θεία μακαριότητα.
Ξαναγυρίζουμε στόν π. Νικηφόρο: Παρατήρησον τί εἶπε καί γιά τούς λοιπούς πιστούς ἀνθρώπους. Τί εἶπε ὁ Ἀπόστολος; Ὅτι «θά πάρω τόν τῆς δικαιοσύνης στέφανο, ὅν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ». Καί τί ἄλλο λέει; «Οὐ μόνον δέ ἐμοί, ἀλλά καί πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τήν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ»[44]. Δέν εἶπε πᾶσι τοῖς πιστεύουσι αὐτόν, θά δώσει τόν τῆς δικαιοσύνης στέφανο, ἀλλά «τοῖς ἠγαπηκόσι τήν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ»[45], γιά νά διδάξει μέ αὐτό, ὅτι ἐκείνους ὠφελεῖ ἡ πίστις καί ἐκεῖνοι ἔχουν βέβαια τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας, ὅσοι πράξαντες τά ἔργα τῆς πίστεως, ἐπιθυμοῦν τήν ἡμέρα τῆς ἀνταποδόσεως νά λάβουν τόν στέφανο τῶν ἀγώνων αὐτῶν. Ποθεῖς τήν φανέρωση τοῦ Χριστοῦ, τήν Δευτέρα Του Παρουσία; Πόσοι ἄνθρωποι σήμερα τρέμουν μή τυχόν καί γίνει ἡ Δευτέρα Παρουσία! Μή τυχόν καί ἔλθει ὁ Ἀντίχριστος καί τί θά κάνουμε καί τί θά τρῶμε κ.λ.π… Αὐτό τί δείχνει; Ὅτι δέν ἀγαπᾶνε, δέν ζοῦνε, δέν πιστεύουν σωστά, ὁπότε φοβοῦνται ὅλα αὐτά. Ἐνῶ γιά τόν χριστιανό αὐτά εἶναι χαρά!
Μακάριος, λοιπόν, εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἐθησαύρισε στήν ψυχή του αὐτή τήν σωτήρια πίστη καί ἀπό αὐτήν καί τήν δικαιολογημένη βέβαιη ἐλπίδα. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει στόν Ἰησοῦ Χριστό, ὄχι ἄκαρπα ὅπως τά δαιμόνια, ἀλλά καρποφόρως, ὅπως οἱ Ἅγιοι. Ὅστις πιστεύει, πιστεύων δέ πράττει τά ἔργα τῆς πίστεως, αὐτός εἶναι καί μακάριος. Δέν εἶναι μακάριος αὐτός πού πιστεύει μόνο θεωρητικά, ἀλλά αὐτός πού συνάμα σωφρονεῖ καί ἐκτελεῖ ἔργα δικαιοσύνης καί ἀγαπᾶ καί ἐλεεῖ καί προσεύχεται καί νηστεύει καί φυλάττει ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί ἐργάζεται κάθε ἀρετή. Ἐκεῖνος, ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἔχει τήν συνείδησή του ἥσυχη ἀπό τούς ἐλέγχους τῆς ἁμαρτίας, ἔχει τήν καρδιά του γεμάτη χαρά γιά τήν ἀπόλαυση τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, ἔχει τήν ψυχή του γεμάτη ἐλπίδα γιά τήν αἰώνια ζωή καί μακαριότητα. Σέ ἐκεῖνον λοιπόν τόν ἄνθρωπο πού ἀπέκτησε αὐτά τά ἐπουράνια ἀγαθά καμιά ἰσχύ δέν ἔχουν οἱ ὠδῖνες τοῦ θανάτου. Νά πῶς ξεπερνιοῦνται οἱ ὠδῖνες τοῦ θανάτου! Ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπο τόν περικυκλώνουν τήν ὥρα ἐκείνη οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι γιά νά παραλάβουν τήν ψυχή του καί ἐκεῖνος ψάλλει μαζί μέ τόν Δαβίδ, «ἐν εἰρήνῃ ἐπί τό αὐτό κοιμηθήσομαι καί ὑπνώσω»[46]. Εἶναι ὁ τέταρτος Ψαλμός. Κοιμᾶμαι. Ὅπως ὅταν πάω νά κοιμηθῶ, ἔτσι κοιμᾶμαι καί τόν ὕπνο πού εἶναι ὁ θάνατος, ἐν εἰρήνῃ ἐπί τό αὐτό.
Τρισάθλιοι ὅσοι ἔχουν τήν πίστη τῶν δαιμόνων, πιστεύουν δηλαδή στόν Θεό, ἀλλά περιφρονοῦν τίς ἐντολές Του. Πολλοί ἄνθρωποι, ἄν τούς ρωτήσεις, θά σοῦ ποῦν, ναί, πιστεύω στόν Θεό. Ναί, ὑπάρχει.. κάτι ὑπάρχει.. Μέχρι ἐκεῖ. Αὐτή ἡ πίστη εἶναι νεκρή, εἶναι δαιμονική πίστη. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουνε ἐλπίδα καί δέν μποροῦν νά ὑπερβοῦν τόν θάνατο. Γι’ αὐτό καί τρέμουν στήν ἰδέα τοῦ θανάτου. Γι’ αὐτό καί φοβοῦνται ἕναν ἰό πού εἶναι ἀόρατος. Ἀπό τή μιά λένε, πιστεύω ὅ,τι βλέπω, καί ἀπό τήν ἄλλη τρέμουν ἕναν ἀόρατο ἰό! Ἀφοῦ πιστεύεις ὅ,τι βλέπεις, γιατί πιστεύεις τόν ἰό, ἀφοῦ δέν τόν βλέπεις; Λοιπόν.. ποῦ εἶναι ὁ ὀρθολογισμός σου; Ἐπειδή στό εἶπαν οἱ ἄλλοι; Αὐτά εἶναι οἱ ἀνοησίες τῶν ἀπίστων. Καί αὐτά ἀκριβῶς ὑπερβαίνονται μέ τήν πίστη τήν ἀληθινή, ἡ ὁποία συνοδεύεται ἀπό τά ἔργα, ἀπό τήν ἀγάπη.
Τρισάθλιοι λοιπόν ὅσοι ἔχουν τήν δαιμονική πίστη, πού θεωρητικά μέν λένε ὅτι ὑπάρχει Θεός, ἀλλά στήν πράξη ἀρνοῦνται τόν Θεό, περιφρονοῦν τίς ἐντολές Του. Πιστεύουν θεωρητικά, ἀλλά δέν κάνουν κανένα ἔργο ἀρετῆς. Πιστεύουν, ἀλλά ποτέ δέν μετανοοῦν. Ἀλλοίμονο σ’ αὐτούς! Γιατί κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου τους, γίνονται φοβερές οἱ ὠδῖνες τοῦ θανάτου, ἐξαπτόμενες ἀπό τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι τούς περικυκλώνουν καί οἱ ὁποῖοι θέλουν νά βασανίζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό αὐτή τή ζωή, γιά νά ἁρπάζουν τήν ἀμετανόητη ψυχή ὅλων αὐτῶν. Καί ἀλλοίμονο σ’ αὐτούς, διότι «θάνατος ἁμαρτωλῶν πονηρός»[47].
Καί βλέπουμε πόσα κακά φέρνει ἡ ἀπιστία. Ὁ ἄπιστος ζεῖ μιά ἄθλια ζωή, μιά πρόγευση τοῦ θανάτου. Καί ὅταν φτάνει καί στό τέλος τῆς ζωῆς ἀκόμα φοβερότερα τελειώνει τή ζωή του. Λένε γιά αὐτόν τόν φοβερό ἀντίχριστο-ἄθεο, τόν Στάλιν, τί φοβερό θάνατο εἶχε! Τρομερό θάνατο! Τό ἴδιο καί ὁ Βολταῖρος, αὐτός ὁ μεγάλος ἄθεος, πού συνετέλεσε πάρα πολύ στό νά γκρεμιστεῖ ὁ Χριστιανισμός στήν Εὐρώπη μέ τά ἄθλια συγγράματά του. Φοβερότατος, ἀθλιότατος θάνατος! Γιατί ἀκριβῶς δέν ξεπερνιέται ἡ ὠδίνη τοῦ θανάτου παρά μόνο διά τῆς πίστεως τῆς ζωντανῆς στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, στόν Ὁποῖο ἀνήκει κάθε δόξα καί τώρα καί εἰς τούς αἰῶνας!
Ἀκούω, ἄν ὑπάρχουν κάποιες ἐρωτήσεις..
Πόσο μεγάλη πάντως εἶναι ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ μας καί πόσο χαρούμενοι γινόμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία μας μέ ὅλα αὐτά πού ἀκοῦμε καί πιστεύουμε καί ζοῦμε. Πόσο θεραπεύεται καί ἐλευθερώνεται ὁ ἄνθρωπος μέσα στήν Ἐκκλησία! Γιατί ξέρει πλέον ὅτι ὑ ὕπαρξή του δέν θά διαλυθεῖ. Κι ἄν διαλυθεῖ γιά λίγο, τό σῶμα ἀπό τήν ψυχή χωριστεῖ, πάλι θά ξαναενωθεῖ.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : Εὐλογεῖτε πατέρα Σάββα. Ἀπό ὅλα αὐτά πού ἀκούσαμε σήμερα, σκέφτομαι -μοῦ τό εἶχε προτείνει καί μία ἀδελφή- τελικά θά πρέπει νά πάρουμε μιά εἰκόνα ὅλοι στό σπίτι, τήν ἐπιστροφή τοῦ ἀσώτου. Ἔτσι θά μᾶς θυμίζει αὐτό τήν πατρική ἀγκαλιά περισσότερο. Καί τό ἄλλο πού ἤθελα νά πῶ, εἶχα ἀκούσει σέ μιά ὁμιλία σας παλιότερα, τό προτείνατε, τό λέγατε σέ ὅλους, καλά εἶναι οἱ ὁμιλίες, καλά εἶναι ὅλα, ἀλλά εἴχατε προτείνει σέ νεότερους νά ζήσουν γιά ἕνα διάστημα, γιά λίγο, νά τά ἀφήσουν ὅλα, νά διορθώσουν τή ζωή τους καί νά δοκιμάσουν νά ζήσουν τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Θά τό πῶ καί ἐγώ, καί γιά μένα, ὅτι πραγματικά μόνο ἔτσι μπορεῖ κανείς νά γευτεῖ τόν Χριστό καί νά καταλάβει ὅτι ὑπάρχει μετά καί ὁ θάνατος. Γιατί ἔτσι θά καταλάβει τόν ψυχικό θάνατο πού βρισκόταν πρίν, πρίν ἀπό τόν σωματικό, πού εἶναι πιό σημαντικό.. καί θά ἤθελα καί ἐγώ νά τό προτείνω αὐτό σέ ὅλους, γιατί καί ἐγώ τό δοκίμασα, καί πολλοί ἄλλοι σάν ἐμένα, καί πραγματικά βρίσκουμε χαρά καί τότε καταλαβαίνουμε ὅτι ὑπάρχει μιά ἄλλη πόρτα πού θά ἀνοίξει μπροστά μας, εἴτε σέ πέντε λεπτά εἴτε σέ μία ὥρα, στόν θάνατο.
Δέν εἶναι ὁ φόβος τῆς ἀσθένειας πλέον. Ἐγώ δέν βλέπω ὅτι φοβοῦνται τόν θάνατο γύρω μου, παρόλο πού ὑπάρχει ὁ κορονοϊός, πού λένε ὅτι φοβοῦνται μήν πεθάνουν ἀπό αὐτό. Φοβοῦνται τήν ταλαιπωρία ἀπό τήν ἀσθένεια πού θά τούς βρεῖ, τόν πόνο. Δέν βλέπω τήν ἀνησυχία τοῦ «θά πεθάνω». Δέν καταλαβαίνω νά ἔχουν στό μυαλό τους σάν σκέψη ὅτι θά πεθάνουνε. Εἶναι μεγαλύτερος ὁ φόβος τοῦ πόνου τῆς ἀσθένειας. Αὐτό ἀντιλαμβάνομαι. Εὐχαριστῶ.
Ἀπ. : Μάλιστα… Λοιπόν, ἄς κάνουμε αὐτό τό πείραμα, ὅσοι δέν τό ἔχουμε κάνει. Ἐλπίζω ὅλοι νά τό ἔχουμε κάνει, νά ζήσουμε ἔστω γιά λίγο τίς ἐντολές.
Ἐρ. : Τήν εὐχή σας, Γέροντα. Ἔχω πολλές ἐρωτήσεις… Μία ἐρώτηση: αὐτοί πού πεθαίνουν σήμερα ἀπό κορονοϊό, πού καταλήγουν στά νοσοκομεῖα, ὁ τρόπος πού τούς θάβουνε, ἀκούω ὅτι εἶναι μάρτυρες αὐτοί οἱ ἄνθρωποι. Ἰσχύει κάτι τέτοιο;
Ἀπ. : Ὅλους τούς βαφτίζουμε μάρτυρες στό τέλος! Λοιπόν, δέν εἶναι ὅλοι μάρτυρες. Γιά νά εἶσαι μάρτυρας, θά πρέπει πιστεύεις στόν Χριστό πρῶτα, πάντα, καί νά πεθαίνεις γιά τόν Χριστό. Ἔ, καί ὁ ἄλλος πού πάει καί ἀνατινάζεται, εἶναι μάρτυρας;
Βέβαια κάποιοι ἔχουνε ἕνα ἄθλιο τέλος, μέ τήν ἔννοια ὅτι τούς βάζουνε τούς ἀνθρώπους μέ μιά ἄθλια ἄς ποῦμε ἐμφάνιση μέσα σέ νάυλον σακοῦλες, τούς πετᾶνε ἔτσι.. σχεδόν πᾶνε καί ἀδιάβαστοι κάποιοι, καί αὐτό βέβαια εἶναι μιά μεγάλη ταπείνωση. Αὐτό, ξέρετε, πνευματικά ὠφελεῖ. Θά πεῖς, ὁ ἄνθρωπος πάει ἀκήδευτος, πάει ἀφρόντιστος. Γιά μᾶς δέν εἶναι καλό βεβαίως, γιά τούς συγγενεῖς καί τέλος πάντων γιά ὅλους ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, γιατί τούς νεκρούς πρέπει νά τούς σεβόμαστε, πρέπει νά ὑπάρχει τιμή. Ἐδῶ ἀπό τήν παλαιά ἀκόμα ἐποχή, πρό Χριστοῦ, βλέπουμε τήν Ἀντιγόνη καί ὅλα αὐτά καί πόσο σεβόντουσαν καί οἱ πρό Χριστοῦ ἄνθρωποι τό νεκρό σῶμα. Πολύ περισσότερο ἐμεῖς ὡς χριστιανοί πρέπει νά τό σεβόμαστε! Ἀλλά βλέπετε δέν ὑπάρχει αὐτός ὁ σεβασμός. Καί στά νοσοκομεῖα, πού εἴπατε. Ἀλλά οἱ ἴδιοι ὡς ἁμαρτωλοί, ὅπως εἴμαστε ὅλοι, θά ἔλεγα σ’ ἕναν βαθμό ὠφελοῦνται. Ἰδίως ὅταν εἶναι ἀμετανόητοι. Ξεχρεώνουν, λίγο ἔστω, ἀπό αὐτά πού χρωστᾶνε. Βέβαια ὅλα αὐτά γίνονται κατά παραχώρηση Θεοῦ καί δέν τά εὐχόμαστε οὔτε θέλουμε νά γίνονται καί παρακαλοῦμε τόν Θεό νά σταματήσει αὐτό, ἤ τέλος πάντων νά κάνει ἐκεῖνο πού ἔχει ὡς κατ’ εὐδοκίαν θέλημα, ἔτσι ὥστε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά ὁδηγηθοῦμε στήν μετάνοια καί στή σωτηρία. Ὅλη αὐτή ἡ κατάσταση θά ἔπρεπε νά μᾶς ὁδηγεῖ στήν μετάνοια. Ἀλλά ποῦ εἶναι ἡ μετάνοια; Δέν ὑπάρχει. Ἑπομένως, δέν εἶναι εὔκολο νά ποῦμε ὅτι ἕνας εἶναι μάρτυρας μέ μόνο αὐτό, ἀλλά αὐτή ἡ ταπείνωση, ἔστω αὐτή τήν ἔσχατη ὥρα τοῦ θανάτου ὠφελεῖ. Ἔχουμε Ἁγίους οἱ ὁποῖοι, ξέρετε, ζητοῦσαν νά φύγουν ἔτσι. Καί μεγάλοι Ἅγιοι.. Νά δέσεις ἕνα σχοινί, ἔλεγε ἕνας μεγάλος ἅγιος, καί νά μέ τραβήξεις, νά μέ ἀφήσεις στό βουνό, ὅταν θά πεθάνω! Οὔτε νά μέ θάψεις οὔτε τίποτα! Δέν ἀξίζω! Ἀλλά τό πίστευε ὅτι εἶναι ἀνάξιος καί ταφῆς, ἀνάξιος καί κηδείας. Ἔχουμε μαρτυρίες ἀπό τή ζωή τῶν Ἁγίων πού ὁ Θεός δέχθηκε αὐτό ὡς ὀσμή εὐωδίας καί ἔδωσε πολύ παρρησία καί Χάρη σ’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους πού ζήτησαν νά ἀφεθοῦν ἔτσι ἄταφοι, νά τούς φᾶνε τά ἄγρια ζῶα δηλαδή, τά ἄγρια θηρία.
Καί ἔχουμε καί ἄλλες περιπτώσεις ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι δέν τούς διαβάστηκε εὐχή καί αὐτό εἶναι πρός ὠφέλειά τους. Λειτούργησε ὡς πνευματικό ὤφελος. Γιατί; Εἴτε εἴχανε κάνει μιά θανάσιμη ἁμαρτία εἴτε εἶχαν αὐτοκτονήσει, καί σήμερα ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία μας νά μή διαβάζονται αὐτοί πού αὐτοκτονοῦν. Αὐτό εἶναι τιμωρία; Εἶναι κακό; Ὄχι, εἶναι καλό. Ὠφελεῖ τήν ψυχή, γιατί αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἔχουνε κάνει τό μέγιστο κακό πού μποροῦσαν νά κάνουν, τήν μέγιστη βλασφημία στό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό τό δῶρο τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἡ ζωή, αὐτοί τό πετᾶνε στόν Θεό, καί λένε, δέν τό θέλω, πάρτο πίσω.. Λοιπόν, καί ἡ Ἐκκλησία λέει, τί νά ποῦμε τώρα στόν Θεό; Ὅτι αὐτός εἶναι δοῦλος σου, εἶναι πρόβατό σου καί ἔχασε τόν δρόμο καί γυρνάει πίσω καί ἔρχεται μέ μετάνοια; Ἀφοῦ δέν ἔχει μετάνοια. Τόν ἀφήνουμε ἔτσι ἀδιάβαστο καί λέμε, Θεέ μου, κάνε Ἐσύ ἔλεος σ’ αὐτόν κατά τό ἄπειρο ἔλεός Σου. Ἐνῶ, ἄν τούς διάβαζαν, θά ἦταν εἰς βάρος τους. Γιατί δέν μπορεῖ νά λές ψέματα καί νά κοροϊδεύεις τόν Θεό. Ἑπομένως εἶναι ἀνεξιχνίαστα τά κρίματα τοῦ Θεοῦ καί δέν πρέπει νά κρίνουμε ἐπιφανειακά.
Μάρτυρες, ξέρουμε ποιοί εἶναι μάρτυρες. Αὐτοί πού ἔδωσαν τή ζωή τους γιά τόν Χριστό. Βεβαίως ἡ ταλαιπωρία, ἡ ὅποια ταλαιπωρία πάντα εἶναι ἔτσι κάτι πού τό βλέπουμε μέ συμπάθεια ὁπωσδήποτε. Ἀλλά ἔτσι μέσα στό εὐρύτερο κοίταγμα πολλά πράγματα μποροῦμε νά διδαχθοῦμε. Γιατί ὁ ἕνας πεθαίνει ἔτσι καί ὁ ἄλλος ἀλλιῶς, δέν μποροῦμε νά ποῦμε, ὁ Θεός ξέρει. Σίγουρα ὅμως εἶναι γιά τό καλό, γιά τό καλό τους, εἴτε κατά εὐδοκία εἴτε κατά παραχώρηση. Γιά τό δικό μας καλό. Ὅσο ἐξαρτᾶται βέβαια ἀπό μᾶς, ἐμεῖς πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε νά μήν ὑπάρχει αὐτή ἡ κατάσταση.
Εἶναι ἀπαράδεκτο αὐτό πού γίνεται τώρα στά νοσοκομεῖα, πού τούς βάζουν τούς ἀνθρώπους τελείως ἀνεπιμέλητους, μέσα σέ νάυλον σακοῦλες, σφραγίζουν καί τό φέρετρο.. Ἀλλά ὅλο αὐτό εἶναι μέσα στό εὐρύτερο θέατρο, τό ὁποῖο μᾶς ποτίζουν ἐδῶ καί μῆνες ἐπίτηδες, μᾶς ταΐζουνε.. γιά νά μᾶς κρατᾶνε καί νά μᾶς ὁδηγήσουν ἐκεῖ πού θέλουν, στήν παγκόσμια ὑποταγή. Τρομοκρατοῦν τούς ἀνθρώπους μέσω ὅλων αὐτῶν. Γιατί ἄραγε δέν ἐπιτρέπουνε νά γίνουν νεκροψίες; Γιατί θά δοῦνε ὅτι δέν εἶναι αἴτιο ὁ κορονοϊός, εἶναι ἄλλα τά αἴτια. Καταλάβατε; Γι’ αὐτό ἀπαγορεύουν τίς νεκροψίες καί μᾶς κοροϊδεύουνε. Λές καί εἶναι τρομερό καί φοβερό αὐτό τό μικρόβιο καί πρέπει νά τό σφραγίσουμε πολύ καλά, μή τυχόν καί μᾶς πιάσει… Εἶναι μέσα στά πλαίσια τῆς τρομοκρατίας ὅλο αὐτό. Οἱ ἴδιοι τό ὁμολόγησαν ὅτι, καταγράφουμε ὡς τεθνεῶτες ἀπό κορονοϊό καί αὐτούς πού ἔχουνε ἄλλα νοσήματα. Μέ τά πιό ἐπίσημα χείλη.. παίχτηκε αὐτό καί στήν Ἑλλάδα καί παγκοσμίως. Μή μᾶς κοροϊδεύουνε λοιπόν ὅτι εἶναι ἀπό κορονοϊό. Οἱ πλεῖστοι ἀπό αὐτούς πού λένε ὅτι εἶναι ἀπό κορονοϊό, δέν εἶναι! Ἀπό ἄλλα αἴτια πέθαναν οἱ ἄνθρωποι.
Ἐρ. : Νά ρωτήσω κάτι ἀκόμα; Εἴπατε βέβαια κάτι πρίν.. Ἕνας αὐτόχειρας μπορεῖ νά σωθεῖ μέ τήν προσευχή τῶν δικῶν του, μέ σαρανταλείτουργα ἤ κάτι ἄλλο;
Ἀπ. : Εἶναι στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε μιά περίπτωση, ἕνας πού πήδηξε ἀπό ἕνα γεφύρι κάτω καί μέχρι νά φτάσει στό νερό, στόν ἀέρα εἶχε μετανιώσει. Καί ἔτσι γίνεται συνήθως, νά ξέρετε. Αὐτοί πού πηδᾶνε, στόν ἀέρα μετανιώνουνε. Ἀλλά δέν μποροῦν νά σταματήσουν πλέον τήν διαδικασία. Ἔτσι γίνεται. Ἐκεῖνο τώρα τό ὁποῖο ξέρουμε γιά αὐτόν τόν ἄνθρωπο εἶναι ὅτι σώθηκε. Ἕνας Γέροντας εἶδε, πῆρε ἀποκάλυψη ἀπό τόν Θεό, ὅτι ἡ προσευχή πού ἔκανε, ἐνῶ ἦταν ἀκόμα στόν ἀέρα, πρίν φτάσει στό νερό, ἔπιασε. Ὁ Θεός δέχτηκε τήν προσευχή του καί τήν μετάνοιά του καί τόν ἔσωσε. Δέν ξέρουμε. Εἶναι ἀνεξιχνίαστα τά κρίματα τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς λέμε ὅμως τό σίγουρο, αὐτό πού λέει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ὅτι ποτέ δέν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά αὐτοκτονεῖ, ποτέ!
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
[1] Β΄ Τιμ. 4, 3.
[2] Ὅ.π.
[3] Β΄ Τιμ. 4, 4.
[4] Β΄ Τιμ. 4, 6.
[5] Β΄ Τιμ. 5, 8.
[6] Α΄ Βασ. 15, 32.
[7] Β΄ Βασ. 22, 6.
[8] Σοφ.Σειρ. 41, 1.
[9] Γέν. 2, 17.
[10] Σοφ.Σολ. 2, 23.
[11] Σοφ.Σολ. 2, 24.
[12] Ψαλμ. 88, 49.
[13] Γέν. 2, 17.
[14] Ἑβρ. 9, 27.
[15] Ὅ.π.
[16] Ὅ.π.
[17] Νεκρώσιμος Ἀκολουθία.
[18] Ἰωάν. 11, 26.
[19] Πράξ. 2, 24.
[20] Α΄ Κορ. 15, 20.
[21] Α΄ Κορ. 15, 21-22.
[22] Α΄ Θεσ. 4, 17.
[23] Ὅ.π.
[24] Α΄ Κορ. 15, 55.
[25] Ἰωάν. 11, 26.
[26] Ρωμ. 6, 9.
[27] Λουκ. 22, 29-30.
[28] Ὅ.π.
[29] Ὅ.π.
[30] Α΄Τιμ. 1, 15.
[31] Ματθ. 11, 28.
[32] Τιτ. 3, 5.
[33] Α΄Τιμ. 1, 15.
[34] Ἰακ. 2, 19.
[35] Γαλ. 5, 6.
[36] Φιλ. 1, 21.
[37] Φιλ. 1, 23.
[38] Β΄Τιμ. 4, 7-8.
[39] Ματθ. 20, 8.
[40] Β΄Τιμ. 4, 8.
[41] Ψαλμ. 114, 7.
[42] Ὅ.π.
[43] Ὁμιλία εἰς τούς Ψαλμούς, Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, Εἰς τόν ΜΗ’ Ψαλμόν.
[44] Β΄Τιμ. 4, 8.
[45] Ὅ.π.
[46] Ψαλμ. 4, 8.
[47] Ψαλμ. 33, 22.