Ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἡ νοερά προσευχή, εἶναι ὑψηλότερη ἀπ’ ὅλες τίς πνευματικές ἐργασίες. Αὐτή εἶναι ἡ κεφαλή τῶν ἀρετῶν, ἐπειδή εἶναι ἀγάπη Θεοῦ.

 

 Κι ἐκεῖνος πού θέλει νά πλησιάσει στό Θεό μέ ἀναίδεια καί θρασύτητα, καί βιάζεται νά Τόν ὁμολογεῖ καθαρά καί νά Τόν ἀποκτήσει μέσα του, εὔκολα θανατώνεται ἀπό τούς δαίμονες ἄν τό ἐπιτρέψει ὁ Θεός, γιατί ζήτησε μέ τόλμη καί αὐθάδεια ὅσα δέν ταιριάζουν στήν κατάστασή του κι ἐπιδίωξε μέ ἀλαζονεία νά τά ἐπιτύχει πρόωρα.

 

   Πολλές φορές ὅμως ὁ Κύριος, ἐνῶ μᾶς βλέπει τολμηρούς στά μεγάλα καί ὑψηλά, μᾶς σπλαχνίζεται καί δέ μᾶς παραχωρεῖ στόν πειρασμό, γιά νά ἀντιληφθεῖ καθένας μόνος του τήν ὑπερηφάνειά του καί νά μετανοήσει προτοῦ γίνει ὄνειδος καί περίγελως τῶν δαιμόνων καί ἄξιος νά τόν κλαῖνε οἱ ἄνθρωποι,   καί μάλιστα ἐκεῖνος πού ἐπιζητεῖ μέ μακροθυμία καί ταπείνωση καί, τό μεγαλύτερο, μέ ὑποταγή καί ἐρώτηση τῶν ἐμπείρων αὐτό τό θαυμαστό ἔργο, μή τυχόν ἀντί σιτάρι θερίσει χωρίς νά καταλάβει ἀγκάθια καί ἀντί γλυκύτητα πίκρα, καί ἀντί σωτηρία βρεῖ την ἀπώλειά του.

 Γιατί μόνον οἱ δυνατοί καί τέλειοι μποροῦν να μονομαχοῦν πάντοτε μέ τούς δαίμονες καί νά ὑψώνουν ἐναντίον τους τό ξίφος τοῦ Πνεύματος, δηλαδή τό λόγο τοῦ Θεοῦ.

 Οἱ ἀδύνατοι καί ἀρχάριοι ἔχουν σάν ὀχυρό τους τή φυγή,

μέ εὐλάβεια καί φόβο, ἀποφεύγοντας τόν πόλεμο

καί μή τολμώντας πρόωρα,

κι ἔτσι ξεφεύγουν τό θάνατο.