Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:«Περί ταπείνωσης 1»
Νά εὐχηθοῦμε σέ ὅλους καλή καί εὐλογημένη χρονιά, ἄν καί γιά τήν Ἐκκλησία ἡ χρονιά ἀρχίζει τήν 1η Σεπτεμβρίου, ἡ ὁποία ὅμως προσλαμβάνει καί τά κοσμικά δεδομένα. Ὁ Χριστός μας ἦρθε στήν γῆ γιά νά κάνει Ἐκκλησία ὅλους τούς ἀνθρώπους καί ὅλη τήν κτίση. Ἔτσι λοιπόν εὐχόμαστε κι ἐμεῖς αὐτήν τήν χρονιά νά τήν περάσουμε ἐν μετανοία καί ἐν ἐξομολογήσει. Τότε θά εἶναι πραγματικά καλή ἡ χρονιά.
Ἐξομολόγηση ἀφενός σημαίνει νά ἐξομολογούμαστε καί νά μετανοοῦμε καί ἀφετέρου νά δοξάζουμε τόν Θεό. Ἄλλωστε αὐτός εἶναι ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου, νά δοξάζει τόν Θεό. Αὐτό γίνεται μέ τό νά μετέχουμε στόν Θεό καί στήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς ἀπό μόνοι μας δέν μποροῦμε νά δοξάσουμε τόν Θεό, οὔτε ὁ Θεός δοξάζεται ἀπό ἐμᾶς. Ὁ Θεός δοξάζεται ἀπό μόνος Του, εἶναι αὐτοδόξαστος καί δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν δική μας δοξολογία. Ὅμως ὁ Θεός ζητάει νά Τόν δοξάζουμε, γιά νά δοξαζόμαστε καί μεῖς ἀπό Αὐτόν. Λέει κάπου στήν Ἁγία Γραφή «τούς δοξάζοντάς με, δοξάσω» (Α΄Βασ. 2,30). Οἱ Ἅγιοι αὐτό ἀκριβῶς ἔκαναν. Προσπαθοῦσαν νά δοξάσουν τόν Θεό μέ τήν ζωή τους, τήν προσευχή τους, τήν μετάνοιά τους, τά ἔργα τους ἀποφεύγοντας τήν ἀνθρώπινη δόξα καί τότε ὁ Χριστός τούς δόξαζε. Ὅσο αὐτοί ζητοῦσαν νά κρυφτοῦν, τόσο ὁ Θεός τούς δόξαζε, ἐπειδή ἦταν ταπεινοί ἄνθρωποι.Ἀς ἔρθουμε τώρα στό θέμα μας, πού εἶναι ὁ ἐγωισμός, ἡ ὑπερηφάνεια καί ἠ ἀντίστροφη ἀρετή, πού εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Ὑπάρχει ἕνα ὑπέροχο κείμενο ἑνός σύγχρονου ταπεινοῦ, Ρώσου, ἁγίου τοῦ 20ου αἰῶνα ἐν πολλοῖς ἀγνώστου, τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, τό ὁποῖο θά προσπαθήσουμε νά σχολιάσουμε μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ὁ Ἅγιος ἦταν ἀγράμματος κατά κόσμον, ἀλλά μέ πολλή βαθιά πνευματική γνώση. Ἔλεγε ἄν ὑποθέσουμε ὅτι γίνει ποτέ ἕνα παγκόσμιο σαμποτάζ καί χαθοῦν ὅλα τά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, θά τά ξαναγράψουμε ἐμεῖς. Θά τά ξαναγράψουν δηλαδή οἱ σύγχρονοι Ἅγιοι, πού καί σήμερα ἔχει ἡ Ἐκκλησία. Αὐτά πού γράφονται στά βιβλία, μέσα στήν Ἐκκλησία, εἶναι γραμμένα στίς καρδιές τῶν Ἁγίων ἀλλά καί στίς δικές μας καρδιές. Τά ἔχει γράψει τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἁπλῶς ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά τά διαβάσουμε ἀκόμα, γιατί ἡ καρδιά μας εἶναι καλυμμένη ἀπό μουτζοῦρες, ἀπό αὐτά πού λέμε πάθη. Λίγο ὡς πολύ εἶναι σκοτεινές οἱ καρδιές μας. Στό μέτρο πού κανείς μετανοεῖ, φωτίζεται, καθαρίζεται καί διαβάζει κι αὐτός μέσα στήν καρδιά του τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό βλέπετε ἁπλές γιαγιάδες, ἁπλοί ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ νά λένε θεολογικότατα πράγματα πού ποτέ δέν ἔχουν γραφτεῖ σέ βιβλία. Ὅταν δέ τούς ρωτάει κανείς πῶς τά ξέρουν ὅλα αὐτά, ἀπαντοῦν ὅτι τά ξέρουν ἀπό τόν Θεό. Μιλάει ὁ Θεός μέσα στήν καρδιά τους καί τούς τά ἀποκαλύπτει.
Ὁ Ἅγιος Σιλουανός λοιπόν πού ἦταν τόσο ταπεινός, πῆρε ἕνα κορυφαῖο μήνυμα -πού κι ἐγώ πιστεύω, μαζί μέ ἕναν ἄλλον σπουδαῖο πνευματικό ἄνθρωπο- ὅτι εἶναι ἕνα μήνυμα γιά ὅλους μας, γιατί τό εἶπε ὁ Θεός σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας. Αὐτό τό μήνυμα ἦταν τό: «Κράτα τόν νοῦ σου στόν Ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι». Εἶναι ἕνα μήνυμα γιά ὅλους μας, γιατί σήμερα κατεξοχήν ὁ ἄνθρωπος πάει νά ἀπελπιστεῖ. Ὁ αἰῶνας μας μάλιστα θεωρεῖται αἰῶνας τῆς κατάθλιψης καί τῆς ἀπελπισίας. Ἔχει γίνει καί μόδα. Ἔχετε ἀκούσει τήν μόδα τῶν Emo (Ίμο); Εἶναι ἡ μόδα πού θέλει τά παιδιά νά σκεπάζουν τό ἕνα τους μάτι μέ κάτι τσουλούφια καί νά παραδέχονται ὅτι εἶναι καταθλιμμένα. Πῶς κατάφερε ὁ διάβολος τήν ἀρρώστια νά τήν κάνει μόδα! Σέ λίγο ἡ καινούρια μόδα θά εἶναι νά αὐτοκτονοῦν αὐτά τά παιδιά. Ὅποιος αὐτοκτονεῖ, θά εἶναι μέσα στήν μόδα. Ἐκεῖ μᾶς πάει ὁ διάβολος, νά θεωροῦμε τήν ἁμαρτία τό μεγαλύτερο κατόρθωμα. Αὐτό κάνει, καταξιώνει τό κακό καί διαστρέφει τά πράγματα, γι΄ αὐτό λέγεται διάβολος. Μᾶς κάνει νά βλέπουμε τό σκοτάδι σάν φῶς καί τό φῶς σάν σκοτάδι. Αὐτό πού εἶναι ὁ Χριστός μας, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τό Φῶς, εἴδατε πῶς τό λένε οἱ σύγχρονοι ἄθεοι; Λένε ὅτι εἶναι σκοτάδι, Μεσαίωνας, ἀπαρχαιωμένο πράγμα. Ὅταν τούς μιλήσει κανείς γιά μετάνοια, γιά ἐξομολόγηση, γιά προσευχή, γιά Θεία Κοινωνία, τόν κάνουν νά νιώθει ὅτι ἔχει μείνει πίσω καί ὅτι δέν ἔχει ἀφυπνιστεῖ. Αὐτή εἶναι ἀκριβῶς ἡ τέχνη τοῦ διαβόλου.
Πρέπει λοιπόν νά εἴμαστε σέ ἐγρήγορση καί νά προσλάβουμε αὐτό τό μήνυμα τοῦ Θεοῦ, τό «Κράτα τόν νοῦ σου στόν Ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι». Αὐτά τά ἀποκάλυψε ὁ Θεός σ’ αὐτόν τόν Ἅγιο. Ὁ Ἅγιος τό ἔλεγε ὅτι: «ἐγώ τόν γνώρισα τόν Θεό». Βλέπετε οἱ Ἅγιοι δέν μιλοῦν μέ τόν ἐγκέφαλό τους, δέν κάνουν μία, ἄς ποῦμε, διανοητική, φιλοσοφική ἀνακάλυψη, δέν φτιάχνουν ἕνα φιλοσοφικό σύστημα, ἀλλά μιλᾶνε ἀπό τήν προσωπική τους ἐμπειρία καί ζωή.
Λέει λοιπόν ὁ Ἅγιος «σᾶς τά λέω αὐτά, γιατί ἡ ψυχή μου γνωρίζει τόν Κύριο». Τί σπουδαῖο πράγμα νά λέει ἕνας ἄνθρωπος ὅτι γνώρισε τόν Θεό! Λέμε κι ἐμεῖς ὅτι ξέρουμε τόν Θεό, ἀλλά Τόν ξέρουμε; Πόσοι ἔχουν γνωρίσει προσωπικά τόν Χριστό; Ὄχι ἁπλῶς νά λές ὅτι εἶσαι ἕνας καλός ἄνθρωπος, ἀλλά νά ἔχεις πραγματικά γνωρίσει τόν Χριστό.
Εἶχε ἔρθει στό Ἅγιο Ὄρος ἕνας ἀστυνομικός καί μιλούσαμε γιά πνευματικά θέματα. Μοῦ εἶπε κάποια στιγμή: «Πάτερ, ἐγώ δέν πιστεύω στόν Θεό…». Ἀναρωτήθηκα τότε τί εἶναι αὐτό πού λέει. Συμπλήρωσε ὅμως: «…ἐγώ Τόν εἶδα τόν Θεό». Τότε μοῦ εἶπε τήν σχετική ἐμπειρία του. Εἶχε μετανοήσει σέ μεγάλη ἡλικία, γύρω στά πενήντα καί ἀπό τότε ἄρχισε νά διαβάζει πάρα πολύ πατερικά βιβλία. Ἔλεγε ὅτι διάβαζε τίς Πατερικές ἐκδόσεις (ΕΠΕ) πού ἀποτελοῦνται ἀπό τόμους 500 σελίδων ὁ καθένας. Τόν κάθε τόμο μοῦ εἶπε πώς τόν ἄρχιζε τό πρωί καί τόν τελείωνε τό βράδυ. Ὅλη μέρα ὁ νοῦς του ἦταν σέ τέτοια πράγματα. Αὐτή εἶναι ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ, ἡ πνευματική μελέτη, δηλαδή νά βλέπεις τόν Θεό μέ τόν νοῦ σου. Αὐτό εἶναι καί ἡ προσευχή, τό νά εἶναι δηλαδή ὁ νοῦς σου στόν Χριστό κι αὐτό κατεξοχήν ἀναπαύει τόν Χριστό. Σέ τρία χρόνια μέσα, τόσο καθαρίστηκε αὐτός ὁ ἄνθρωπος, πού ἄρχισε νά ἔχει ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ, ὅπως καί ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
Αὐτός εἶναι πραγματικά ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, πού φτάνει νά δεῖ τόν Θεό. Ὁ Ἅγιος Σιλουανός εἶδε τόν Θεό μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς. Μπορεῖ βέβαια νά δεῖ κανείς τόν Κύριο καί μέ τά σαρκικά μάτια, ἀλλά κυρίως Τόν γνωρίζει μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς. Οἱ Ἀπόστολοι στήν Μεταμόρφωση εἶδαν τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ μας καί μέ τά σαρκικά μάτια, τά ὁποῖα ὅμως τά ἄλλαξε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά εἶναι ἱκανά νά δοῦν αὐτό τό Ἄκτιστο Φῶς. Μεταποιεῖ δηλαδή ὁ Θεός ἀκόμα καί τίς αἰσθήσεις μας, ὥστε νά μποροῦμε νά Τόν γνωρίσουμε. Αὐτό ὅμως συμβαίνει σέ ἀνθρώπους πού τό θέλουν, σ’ αὐτούς πού ἐργάζονται στήν ψυχή τους. Σημασία δέν ἔχει μάλιστα τόσο ὁ χρόνος, ὅσο ὁ τρόπος καί ἡ προθυμία πού δείχνει κανείς. Μπορεῖ κάποιος νά προσπαθεῖ γιά χρόνια, ἀλλά στήν οὐσία νά πηγαίνει μπρός πίσω ἤ σημειωτόν, νά κινεῖται σάν χελώνα στά πνευματικά. Μπορεῖ κάποιος ἄλλος, ἀπό τήν ἄλλη, νά εἶναι στά πενήντα του καί σέ τρία χρόνια νά ἔχει κάνει πολύ μεγαλύτερο δρόμο ἀπό ὅ,τι ὁ πρῶτος πού εἶναι τόσα χρόνια ἤ μᾶλλον πού ὐποτίθεται ὅτι εἶναι τόσα χρόνια στήν Ἐκκλησία. Ὁ δεύτερος ἔχει πολύ ταπείνωση καί προχωράει γρήγορα, γιατί κόβει τό θέλημά του. Ὁ ἄλλος ὅμως πού πηγαίνει σάν χελώνα ἔχει ὑπερηφάνεια καί δέν πάει κόντρα στό θέλημά του. Ἔτσι ὅμως δέν παίρνει πολλή Χάρη ἀπό τόν Θεό. Ἴσως ὁ Θεός νά μήν τοῦ δίνει καί καθόλου Χάρη. Ἴσως νά τοῦ πηγαίνει καί κόντρα ὁ Θεός καί νά τοῦ πηγαίνουν ὅλα ἀνάποδα καί νά ἀναρωτιέται γογγύζοντας, γιατί τοῦ συμβαίνουν ὅλες αὐτές οἱ ἀναποδιές. Εἶναι ἀκριβῶς γιατί ἔχει αὐτήν τήν μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του.
Αὐτό εἶναι τό μεγάλο ἐμπόδιο στόν Θεό. Περισσότερο ἀπό μᾶς ὁ Θεός θέλει νά προοδεύσουμε πνευματικά, νά Τόν δοῦμε καί νά ἀναπτύξουμε μαζί Του μία καρδιακή σχέση. Δέν μπορεῖ ὅμως νά μᾶς βοηθήσει, ὅσο ἐμεῖς ὑψώνουμε τεῖχη γύρω μας μέ τόν ἐγωισμό μας καί μέ τήν ἄλογη προσπάθειά μας νά ποῦμε πόσο καλοί εἴμαστε. Ἔτσι καί στήν περίπτωση τοῦ Φαρισαίου πού πῆγε στήν Ἐκκλησία καί προσπαθοῦσε νά ἀποδείξει στόν Θεό πόσο καλός εἶναι. Αὐτό εἶναι γελοῖο πράγμα. Εἶναι σάν νά πηγαίνει κάποιος στόν γιατρό καί νά καυχᾶται γιά τό πόσο ὑγιής εἶναι. Μά εἶναι δυνατόν νά λέει τέτοια πράγματα στόν γιατρό; Στόν γιατρό πηγαίνουμε γιά νά ποῦμε τήν ἀρρώστια μας. Ἔτσι καί στόν Πνευματικό μας καί στήν Ἐκκλησία πηγαίνουμε, ὄχι γιά νά δείξουμε ὅτι εἴμαστε καλοί, ἀλλά γιά νά θεραπευτοῦμε. Ὅσο ὅμως δέν ταπεινωνόμαστε, δέν θεραπευόμαστε.
Λέει ὁ Ἅγιος: «Τό νά μάθει κανείς τήν κατά Χριστόν ταπείνωση, εἶναι μεγάλο ἀγαθό». Προσέξτε! Τήν κατά Χριστόν ταπείνωση. Γιατί ὑπάρχει καί κατά κόσμον ταπείνωση. Τό λέει καί ὁ κόσμος «νά εἶσαι ταπεινός», ἀλλά δέν ἐννοοῦν τήν κατά Χριστόν ταπείνωση, ἡ ὁποία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος, δώρο τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο δίνει ὁ Θεός σέ ἐκείνους πού κόβουν τό θέλημά τους. Ὁ κόσμος πολλές φορές ἐννοεῖ ἐξωτερικά νά ἔχεις μία ταπεινοσύνη, νά μήν τσακώνεσαι συνέχεια, λίγο πολύ νά τά βρίσκεις μέ τούς ἄλλους. Δέν εἶναι αὐτό ὅμως ταπείνωση. Ταπείνωση εἶναι νά ζήσεις τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ὁ ἄκρως ταπεινός. Αὐτό εἶναι σπουδαῖο πράγμα νά τό μάθει ὁ ἄνθρωπος, γιατί ἄν τό μάθει, τότε θά βρεῖ καί ἀνάπαυση.
Ὁ Χριστός εἶπε: «μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός καί θά βρεῖτε ἀνάπαυση στίς ψυχές σας» (Ματθ. 11,29). Γιατί δέν βρίσκουμε ἀνάπαυση; Γιατί εἴμαστε συνέχεια μέσα στήν ἔνταση, στά νεῦρα, στήν ταλαιπωρία, στή θλίψη, σέ αὐτό τό μπέρδεμα; Γιατί δέν ἔχουμε μάθει ἀπό τόν Χριστό ὅτι εἶναι πράος καί ταπεινός. Καί τί σημαίνει νά τό μάθω ἀπό τόν Χριστό; Σημαίνει νά ζήσουμε τήν ταπείνωση καί τήν πραότητα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος «λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει» (Α΄Πετ. 2,23). Δέν ἀνταπέδιδε κακό στό κακό, σιωποῦσε ὅταν Τόν ἀδικοῦσαν, ὅταν Τόν ἔβριζαν Αὐτός εὐλογοῦσε, ὅταν μέ ὁποιονδήποτε τρόπο Τόν ἀπαξίωναν, Αὐτός δέν ἔπαυε νά ἀγαπάει. Κανένας ἄνθρωπος ὅ,τι κι ἄν κάνει στόν Χριστό, δέν μπορεῖ νά κάνει τόν Χριστό νά μήν τόν ἀγαπάει. Εἶναι φοβερό! Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ποιός μπορεῖ νά μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ;» (Ρωμ. 8,35).
Ἔτσι γίνεται καί ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ, ὅταν δηλαδή ζήσει τήν ταπείνωση καί τήν πραότητα τοῦ Χριστοῦ. Ὅ,τι καί νά τοῦ κάνεις, δέν μπορεῖ νά σταματήσει νά σέ ἀγαπάει. Τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ τόν καταλαβαίνεις ἀπό τό ὅτι ποτέ δέν μπορεῖ νά μισήσει κανέναν, ἀκόμα κι αὐτούς πού τόν μισοῦν τούς λυπᾶται καί προσεύχεται γι’ αὐτούς. Δέν ξέρει τί θά πεῖ κακό καί μίσος. Τοῦ λές, γιά παράδειγμα, ὅτι κάποιος σέ ἐχθρεύεται καί σέ ζηλεύει καί λέει «τόν καημένο, πῶς τό ἔπαθε αὐτό;». Γιατί ἔχει μάθει αὐτήν τήν πραότητα τοῦ Χριστοῦ. Μέ αὐτήν, λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος, γίνεται εὔκολη καί εὐχάριστη ἡ ζωή καί ὅλα γίνονται ἀγαπητά στήν καρδιά.
Πολλές φορές λέμε ὅτι δέν μποροῦμε νά ἀνεχθοῦμε πρόσωπα καί καταστάσεις. Ὄταν ἀποκτήσουμε τήν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ, θά μπορέσουμε τά πάντα. Θά ἀγαπήσουμε αὐτόν πού δέν μᾶς ἀγαπάει, θά εἶναι ἡ ζωή μας εὐχάριστη καί εὔκολη. Ἐμεῖς κάνουμε τήν ζωή μας πολύ δύσκολη καί στενάχωρη, γιατί ἀκριβῶς ἔχουμε θέλημα, ἐγωισμό, ὑπερηφάνεια καί θέλουμε ὅλα νά γίνουν ὅπως θέλουμε ἐμεῖς. Αὐτή εἶναι ἡ ἀφορμή τῆς κάθε μας στενοχώριας. Σκεφτεῖτε γιατί στεναχωριόμαστε; Γιατί στό βάθος θέλουμε κάτι νά γίνει καί δέν γίνεται. Ἄν ὅμως δέν θέλουμε ἀπολύτως τίποτα καί ποῦμε «Γεννηθήτω τό θέλημά Σου», τότε δέν θά ἔχουμε ἀφορμή νά στενοχωρεθοῦμε. Ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Πορφύριος: «Αὐτός εἶναι ὁ ἀληθινά ταπεινός ἄνθρωπος πού τά δέχεται ὅλα ὅπως τοῦ ἔρχονται». Τά δέχεται ὅλα μέ χαρά, ὑπομονή καί ἐγκαρτέρηση. Ὅλα ἔρχονται ἀπό τόν Θεό. Τίποτα δέν γίνεται χωρίς τόν Θεό. Ἄρα ὅλα προέρχονται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός μόνο ἀγάπη ἔχει. Δέν ἔχει κανένα εἶδος κακίας, ζήλειας, φθόνου ἤ ἐκδίκησης. Δέν φοβᾶται νά μήν Τοῦ πάρει κανείς τήν ἐξουσία, ὅπως φοβόμαστε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι καί συμπεριφερόμαστε τόσο ἄσχημα στούς ἀδελφούς μας. Ὁ Χριστός μας χαίρεται, ὅταν ἀνεβαίνουμε καί προοδεύουμε πνευματικά. Δέν ζηλεύει καί δέν φθονεῖ κανέναν. Ἀναπαύεται ὅταν ἐμεῖς δοξαζόμαστε ἐν Χριστῷ.
«Μονάχα στούς ταπεινούς ἐμφανίζεται ἐν Ἁγίω Πνεύματι ὁ Κύριος. Ἄν δέν ταπεινωθοῦμε, δέν θά δοῦμε τόν Θεό». Βλέπετε; Ἡ ταπείνωση εἶναι τό φῶς, μέσα στό ὁποῖο μποροῦμε νά δοῦμε τόν Θεό, τό Φῶς. Ὁ Θεός εἶναι ὄντως Φῶς. Ὅπως ψάλλεται «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (Ψαλμ. 35,10). Δέν μπορεῖς νά δεῖς μόνος σου τόν Θεό, ἄν Ἐκεῖνος δέν σοῦ ἀποκαλυφθεῖ. Γι’ αὐτό λέει ὀ Ἀπόστολος Παῦλος πολύ ὡραῖα: «Γνωσθέντες ὑπό τοῦ Θεοῦ» (Γαλ. 4,9). Δέν γνωρίζουμε ἐμεῖς τόν Θεό, ἀλλά ὁ Θεός μᾶς ἀποκαλύπτεται ὡς Φῶς μέσα ἀπό τό ὁποῖο Τόν βλέπουμε. Αὐτό γίνεται μόνο ὅταν ὁ ἄνθρωπος ταπεινωθεῖ.
«Ὁ Κύριος μέ δίδαξε νά κρατῶ τόν νοῦ μου στόν Ἅδη καί νά μήν ἀπελπίζομαι. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ταπεινώνεται ἡ ψυχή μου. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ἀκόμα ἠ ἀληθινή κατά Χριστόν ταπείνωση, πού δέν μπορεῖ κανείς νά τήν περιγράψει». Κι αὐτό ἀκόμα λοιπόν εἶναι ἕνα σκαλοπάτι, δέν εἶναι τό τέλειο. Τί θά πεῖ ὅμως νά κρατᾶμε τόν νοῦ μας στόν Ἅδη; Σημαίνει νά βιώνεις αὐτήν τήν ἄκρα ἐγκατάλειψη πού βίωσε καί ὁ Χριστός μας ὅταν εἶπε: ««Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μέ ἐγκατέλειπες;» (Ματθ. 27,46). Νά μπαίνεις μέσα στήν κατάσταση τῆς κόλασης καί νά βιώνεις ὅτι εἶσαι ἄξιος μόνο γιά τήν κόλαση. Ἕνας Ἅγιος τοῦ Γεροντικοῦ ἔλεγε: «Ὅπου βάλλεται ὁ σατανᾶς, ἐκεῖ θά πάω κι ἐγώ». Ὁ σατανᾶς θά πάει στήν λίμνη τοῦ πυρός καί αὐτός ὁ Μεγάλος Ἄγιος εἶχε τόση ταπείνωση νά πεῖ ὅτι ἀξίζει τήν κόλαση, τόν Ἅδη.
Λέει ὅμως ὁ Θεός: Νά βιώνεις αὐτήν τήν κατάσταση, ἀλλά χωρίς νά ἀπελπιστεῖς. Νά μήν τά παρατήσεις, νά μήν σταματήσεις νά προσεύχεσαι καί νά ἀγωνίζεσαι. Νά μήν ἀπελπιζόμαστε, γιατί ξέρουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι παντοῦ, εἶναι καί στήν κόλαση. Θά ἀναρωτηθεῖ κανείς: γιατί εἶναι κόλαση ἐκεῖ πέρα, ἀφοῦ βρίσκεται καί ὁ Θεός; Γιατί ἀκριβῶς αὐτοί πού εἶναι στήν κόλαση, δέν θέλουν προσωπικά ὁ καθένας νά κοινωνήσει μέ τόν Θεό, πού εἶναι δίπλα τους. Δέν πηγαίνουν νά πάρουν νερό νά ξεδιψάσουν ἀπό τόν Θεό πού εἶναι ἡ πηγή. Δέν πηγαίνουν νά πάρουν φῶς νά δοῦν, ἀπό τόν Θεό πού εἶναι ὁ ἴδιος φῶς. Δέν πηγαίνουν νά πάρουν ζωή ἀπό τήν ζωή πού εἶναι ὁ ἴδιος. Αὐτή εἶναι ἡ κόλαση. Αὐτό ἀρχίζει ἀπό αὐτήν τήν ζωή. Ὁ Χριστός ἦρθε, ὑπάρχει, τό ἴδιο καί ἡ Ἐκκλησία. Κι ὅμως πόσοι ἄνθρωποι εἶναι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία σήμερα; Πόσοι ἄνθρωποι ἔζησαν φέτος τά Χριστούγεννα καί τήν Πρωτοχρονιά μία κόλαση; Μάλιστα σύμφωνα μέ ἔρευνες πιό πολλοί ἄνθρωποι αὐτοκτονοῦν τήν Πρωτοχρονιά, γιατί βιώνουν αὐτήν τήν ὑπαρξιακή μοναξιά, αὐτό τό ὐπαρξιακό κενό, ἐνῶ ἡ ἴδια ἡ Ζωή εἶναι δίπλα τους καί εἶναι ὁ Χριστός. Κι ὅμως αὐτοί οἰ ἄνθρωποι κάθονται ἑκούσια ἔξω ἀπό τήν Ζωή. Αὐτό θά γίνεται στόν μέγιστο βαθμό στήν κόλαση.
Οἱ Ἅγιοι λένε νά βιώσουμε αὐτήν τήν κατάσταση τῆς κόλασης, ἀλλά νά μήν ἀπελπιστοῦμε, γιατί ἐκεῖ θά εἶναι καί ὁ Χριστός. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἔλεγε: «Ἄν ὁ Χριστός μᾶς πεῖ νά πᾶμε στήν κόλαση, θά πᾶμε, ἀλλά κι ἐκεῖ καλά θά εἶναι, ἀφοῦ Ἐκεῖνος θά μᾶς πεῖ νά πᾶμε». Θά εἴμαστε δηλαδή ἐκεῖ σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ κι αὐτό ἔχει σημασία νά κάνουμε τό θέλημά Του. Γιατί δύσκολο εἶναι γιά τόν Χριστό νά μᾶς βγάλει καί ἀπό τήν κόλαση!
Ο Κύριος μᾶς δίδαξε αὐτό τό πράγμα, νά κρατᾶμε τόν νοῦ μας στόν Ἅδη καί νά μήν ἀπελπιζόμαστε. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ταπεινώνεται ἡ ψυχή. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βιώσει αὐτήν τήν κόλαση, αὐτά τά βάσανα πού βιώνουν οἱ κολασμένοι καί θά βιώσει καί ὁ διάβολος, αὐτήν τήν πλήρη μοναξιά, ἀκόμα καί ἀπό τόν Θεό θά λέγαμε, ὅταν φτάσουμε στό χεῖλος τῆς ἀβύσσου ἀλλά χωρίς νά πέσουμε, τότε θά καθαριστοῦμε. Λίγο ὡς πολύ ἡ χριστιανική ζωή αὐτό εἶναι, τό νά κάνουμε ἕνα ἅλμα, μία βουτιά στό κενό. Γιατί σκεφτόμαστε: Πῶς θά ἀκολουθήσουμε ὅλα αὐτά πού λέει ὁ Χριστός; Τήν στιγμή ὅμως πού θά κάνουμε αὐτό τό ἅλμα τῆς πίστεως, θά δοῦμε ὅτι δέν θά ὑπάρχει αὐτό τό κενό, ἀλλά ὅτι βρισκόμαστε σέ ἕνα στερεό ἔδαφος. Μᾶς ἔχει πάρει ὁ Χριστός στήν ἀγκαλιά Του. Τήν ἀγωνία ὅμως ὅλοι τήν βιώνουμε. Μακάριοι ὡστόσο εἶναι αὐτοί πού τολμοῦν νά κάνουν τό ἅλμα καί λένε ὅτι θά ἀκολουθήσουν τόν Χριστό χωρίς νά νοιάζονται γιά τίς συνέπειες. Τόν ἀκολουθοῦν ὅ,τι κι ἄν αὐτό τούς κοστίσει. Αὐτό τό βίωσαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι. Εἶναι ἕνα ἅλμα πού πολλοί διστάζουν νά τό κάνουν γιατί εἶναι κενό καί νομίζουν ὅτι θά πέσουν. Ὅμως δέν πέφτουν, βρίσκονται στήν ἀγκαλιά τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι μᾶς θέλει ὁ Χριστός.
Ποιός τηρεῖ τίς ἐντολές σήμερα; Ποιός ἐνδιαφέρεται γιά τόν πλησίον του; Ποιός προσπαθεῖ γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του; Ὅλοι βρίσκονται σέ μία κατάσταση ἀκηδίας, βαρεμάρας, λές καί δέν ὑπάρχει Θεός, κόλαση καί παράδεισος, λές καί ὅλοι ζοῦμε μόνο γιά νά τρῶμε καί γιά νά καταναλώνουμε. Ὅταν ζεῖ ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, δέν τολμάει νά πηδήξει στό κενό γιατί μιμεῖται τήν ζωή τῶν ἄλλων. Πρέπει λοιπόν νά κρατήσουμε τόν νοῦ μας στόν Ἅδη, νά βιώσουμε αὐτήν τήν ἀγωνία -ἴσως καί γιά ἕνα δευτερόλεπτο- καί μετά νά εὐχηθοῦμε νά γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἕστω κι ἄν αὐτό εἶναι νά βρεθοῦμε στόν Ἅδη. Τότε μόνο θά πηδήξουμε, ἀλλά θά βρεθοῦμε στήν μακαριότητα καί στήν ἀγκαλιά τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ταπεινώνεται ἡ ψυχή. Ἔτσι ἀδειάζει ὁ ἄνθρωπος ἀπό κάθε δικό του θέλημα. Ἀκόμα κι αὐτό ὅμως λέει ὁ Ἅγιος δέν εἶναι ἡ τέλεια ταπείνωση, ἡ ὁποία εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Τήν τέλεια ταπείνωση δέν μπορεῖ κανένας νά τήν περιγράψει, γιατί εἶναι ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί, ὅπως δέν μποροῦμε νά περιγράψουμε τόν Θεό, ἀντίστοιχα δέν μποροῦμε νά περιγράψουμε καί νά καταλάβουμε τίς ἐνέργειες καί τίς ἀρετές τοῦ Θεοῦ. Ἡ ταπείνωση εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ πού τό ζεῖς καί δίνεται στούς τέλειους. Λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ: «ἡ ἀληθινή ταπείνωση εἶναι ἕνα δῶρο πού δίνεται μετά τό τέλος τῆς πολιτείας», μετά τό τέλος δηλαδή τοῦ πνευματικοῦ, τοῦ ἀσκητικοῦ ἀγῶνα. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὡριμάσει πνευματικά, τότε γίνεται ἀληθινά ταπεινός καί εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ.
Μέχρι νά γίνει ὅμως αὐτό ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ταπεινοφρονεῖ, νά προσπαθεῖ νά ἔχει ταπεινό φρόνημα καί νά κρατάει τόν νοῦ του στόν Ἅδη χωρίς νά ἀπελπίζεται. Νά θεωροῦμε ὅτι ὅσες ταλαιπωρίες κι ἄν βιώνουμε ἀπό τούς δαίμονες καί ἀπό τούς ἀνθρώπους μᾶς ἀξίζουν, γιατί εἴμαστε γιά τήν κόλαση. Τότε ἐλαφραίνει πολύ ἡ ζωή μας. Ἄν δέν σκεφτόμαστε ἔτσι, στεναχωριόμαστε καί ἀπελπιζόμαστε, γιατί νιώθουμε ὅτι, ὅ,τι παθαίνουμε εἶναι ἄδικο. Ἄν ὅμως δεχθοῦμε πώς εἴμαστε ἀνάξιοι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί συνειδητοποιήσουμε πώς ὅ,τι κακό κι ἄν πάθουμε, ὅσα βάσανα κι ἄν μᾶς ἔρθουν τά ἀξίζουμε, τότε ἀναπαυόμαστε καί ἐκμηδενίζονται ὅλες οἱ θλίψεις. Ὅταν λοιπόν ζήσουμε τήν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ τότε ἔρχεται αὐτή ἡ ἀνάπαυση στήν καρδιά μας. Αὐτήν τήν κατάσταση ζοῦσαν οἱ Ἅγιοι.
«Ὅταν προχωρεῖ ἡ ψυχή πρός τόν Θεό, τότε διακατέχεται ἀπό φόβο. Μόλις ὅμως ἀντικρύσει τόν Κύριο, χαίρεται ἀνείπωτα ἀπό τήν ὡραιότητα τῆς δόξας Του, ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί λησμονεῖ ἐντελῶς τήν γῆ. Τέτοιος εἶναι ὁ Παράδεισος τοῦ Κυρίου. Ὅλοι θά βρίσκονται μέσα στήν ἀγάπη καί ἀπό τήν κατά Χριστόν ταπείνωση, ὅλοι θά χαίρονται νά βλέπουν τούς ἄλλους ἀνωτέρους τους». Φοβερό δέν εἶναι αὐτό; Νά χαίρεσαι νά βλέπεις ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι ἀνώτερός σου! Ἐμεῖς χαιρόμαστε ὅταν βλέπουμε τόν ἑαυτό μας νά εἶναι ἀνώτερος τῶν ἄλλων, γιατί εἴμαστε ἐγωιστές καί ὑπερήφανοι. Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος χαίρεται νά βλέπει τούς ἄλλους νά τόν ξεπερνᾶνε. Χαίρεται, γιά παράδειγμα, ὁ πατέρας ὅταν βλέπει ὅτι τό παιδί του γίνεται πιό πνευματικό ἀπό αὐτόν. Δέν τοῦ πηγαίνει κόντρα, ὅπως γίνεται συνήθως, ὅταν πηγαίνει τό παιδί νά ἐξομολογηθεῖ καί νά κοινωνήσει. Καί ἀρχίζουν τά παιδιά νά ἔχουν πόλεμο ἀπό τούς γονεῖς, γιατί αὐτοί φοβοῦνται μήπως «μπλέξουν» τά παιδιά τους μέ τήν Ἐκκλησία, τούς παπάδες, τούς καλόγερους καί μονάσουν. Ἐνῶ ὡς τότε πολλές φορές προσεύχονταν στόν Θεό γιά νά τά προφυλάξει π.χ. ἀπό τά ναρκωτικά, μετά δέν ἀφήνουν τά παιδιά, ἄν θέλουν νά ἀκολουθήσουν τόν δρόμο τόν μοναχικό, δίπλα στόν Θεό. Τό θεωροῦν ἀκρότητα. Δέν ξέρουν τί θέλουν.
Ὁ Παράδεισος θά εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος. Θά εἶναι ἕνας Παράδεισος ταπεινῶν, ὅπου ὁ καθένας θά θέλει νά ὑπηρετεῖ τούς ἄλλους, ὅπως ἔκανε ὁ Χριστός μας, πού ἔπλυνε τά πόδια τῶν μαθητῶν Του. Τό ἴδιο καί οἱ ἅγιοι, ὁ καθένας προσπαθεῖ νά δώσει τήν θέση του στόν ἄλλον.
«Ἡ ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ κατοικεῖ στούς μικρότερους καί αὐτοί χαίρονται πού εἶναι μικροί». Ὅλα αὐτά τά συναισθήματα πού ἔχουμε στήν ἐποχή μας, ἡ κατάθλιψη, ἡ κατωτερότητα, τά κόμπλεξ εἶναι ἀποτελέσματα τοῦ μεγάλου ἐγωισμοῦ μας καί τῆς κακῆς ἀγωγῆς πού δίνουμε στά παιδιά μας. Ἐμεῖς οἱ μεγάλοι κάνουμε τά παιδιά μας ἐγωιστές, τά ἀρρωσταίνουμε. Μετά τό παιδί βιώνει αὐτή τήν ἐγκατάλειψη, γιατί ἔχει μάθει ἀπό μικρό νά εἶναι τό κέντρο τοῦ κόσμου. Ὅταν καταλάβει κάποια στιγμή ποιό εἶναι, τί εἶναι ὁ κόσμος, πῶς ὁ κόσμος τό ἀντιμετωπίζει, ὅτι δέν εἶναι τό κέντρο τοῦ κόσμου καί ὅτι πρέπει νά εἶναι ταπεινό, τότε νιώθει ὅτι δέν τό ἀγαπάει κανένας καί βιώνει αὐτήν τήν συναισθηματική φόρτιση, πού ὁδηγεῖ ἀκόμη καί στήν αὐτοκτονία.
«Αὐτό μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός νά καταλάβω». Βλέπετε ὁ Ἅγιος μιλάει ἐξ ἐμπειρίας. «Ἔμαθα λοιπόν ἀπό τόν Χριστό, ὅτι ἡ ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ κατοικεῖ στούς μικρότερους». Δέν ἐννοεῖ τούς μικρούς βάσει ἡλικίας, ἀλλά σέ ὅσους ἔχουν πολύ ταπεινό φρόνημα. Σήμερα δυστυχῶς ἀκόμα καί τά παιδιά ἔχουν γίνει πολύ ἐγωιστές ἐξαιτίας τῆς κακῆς ἀγωγῆς. Τό ταπεινό ὅμως παιδάκι, πού ἔχει ταπεινό φρόνημα, τό ὑπάκουο, γίνεται Χριστιανός. Γι’ αὐτό εἶπε ὀ Χριστός ὅτι ἄν δέν γίνουμε σάν τά παιδιά, ἀποκτώντας δηλαδή τό ταπεινό φρόνημα, δέν μποροῦμε νά μποῦμε στήν Βασιλεία Του. Νά γίνουμε παιδιά στό φρόνημα. Νά δεχόμαστε τίς παρατηρήσεις καί τίς ἐπιπλήξεις μέ χαρά καί ἐπίγνωση τοῦ τί κάνουμε.
Συνεχίζει ὁ Ἅγιος Σιλουανός: « Ὤ! Προσευχηθεῖτε γιά μένα ὅλοι οἱ Ἅγιοι, γιά νά μάθει ἡ ψυχή μου τήν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ». Δεῖτε πόσο ταπεινοί εἶναι οἱ Ἅγιοι! Νιώθουν ὅτι τό ἔχουν καί δέν τό ἔχουν. Ἔτσι εἶναι ὁ Θεός. Ἐκεῖ πού νομίζει κάποιος ὅτι Τόν ἔχει, Τόν χάνει. Εἶναι ἕνα παιχνίδι τῆς Χάρης αὐτό. Ὁ Θεός εἶναι ἀκόρεστος καί ἄπειρος. Ἐκεῖ πού Τόν γεύεσαι λίγο, ἐκεῖ Τόν χάνεις. «Διψάει ἡ ψυχή μου, ἀλλά δέν κατορθώνω νά τήν ἀποκτήσω. Τήν ζητάω μέ δάκρυα, σάν τό παιδί πού ζητᾶ τήν μητέρα του, ὅταν τήν χάσει». Ἔτσι εἶναι ὁ Θεός, μᾶς κρύβεται, ὅπως καμιά φορά καί ἡ μαμά κρύβεται ἀπό τό παιδάκι της γιά νά δεῖ πόσο τήν ἀγαπάει καί νά ἀρχίσει νά τήν φωνάζει δυνατά! Κάπως ἔτσι παιδαγωγεῖ καί ἐμᾶς ἡ Χάρις. Ἐκεῖ πού κάποιος νιώθει ὅτι ὁ Χριστός τόν ἔχει ἐγκαταλείψει, συνειδητοποιεῖ ὅτι ὁ Χριστός ἦταν πάντα ἐκεῖ, δίπλα του παρακολουθώντας τόν ἀγῶνα του.
«Ποῦ εἶσαι Κύριέ μου; Κρύφτηκες ἀπό τήν ψυχή μου καί Σέ ζητῶ μέ δάκρυα. Κύριε δῶσε μου τήν δύναμη νά ταπεινωθῶ μπροστά στό μεγαλεῖο Σου. Κύριε σέ Σένα πρέπει ἡ δόξα στούς οὐρανούς καί στήν γῆ. Δῶσε καί σέ μένα τό μικρό πλάσμα σου, τό ταπεινό σου πνεῦμα». Ὁ πρῶτος καί ὁ κατεξοχήν ταπεινός εἶναι ὁ Θεός. Ὁπότε ἀπό τόν Θεό θά μάθουμε τήν ταπείνωση.
Ὑπάρχει ἕνα πολύ χαριτωμένο περιστατικό μέ ἕναν Ἅγιο πού εἶδε τόν Χριστό σάν μικρό παιδάκι στήν ἀγκαλιά τῆς Παναγίας. Ὁ Ἅγιος μέσα στήν ἁπλότητά του, ζήτησε μία χάρη ἀπό τόν μικρό Χριστό. Τοῦ ζήτησε νά τοῦ ψάλλει τόν Ἀρχαγγελικό ἀσπασμό, αὐτό δηλαδή πού εἶπε ὁ Ἀρχάγγελος στήν Παναγία: «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ὁ Κύριος μετά Σοῦ, εὐλογημένη, Σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας Σου, ὅτι Σωτήρα ἔτεκες τῶν ψυχῶν ἡμῶν». Τότε ὁ Χριστός, πού εἶναι τόσο ἁπλός, ἄρχισε νά λέει αὐτά τά λόγια τοῦ ὕμνου στήν μητέρα Του, φθάνοντας ὅμως μέχρι τό «εὐλογημένη Σύ ἐν γυναιξί». Ἐκεῖ σταμάτησε, γιατί τά παρακάτω λόγια ἀναφέρονται στόν Ἴδιο καί θά ἔπρεπε νά δοξάσει τόν ἑαυτό Του. Δόξασε δηλαδή τήν μητέρα Του, ἀλλά ὄχι τόν ἑαυτό Του. Βλέπουμε πόσο ταπεινό πνεῦμα ἔχει ὁ Κύριος!
Αὐτό τό ταπεινό πνεῦμα λοιπόν τοῦ Χριστοῦ ζητάει καί ὁ ἅγιος γιά τόν ἑαυτό του. «Σέ ἱκετεύω ἀγαθέ Κύριε, ρίξε μου μία ματιά ἀπό τό ὕψος τῆς δόξας Σου καί δῶσε μου τήν δύναμη νά Σέ δοξολογῶ μέρα καί νύχτα, γιατί Σέ ἀγάπησε ἡ ψυχή μου μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα». Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν μποροῦμε νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό μέ τίς δικές μας δυνάμεις, ἀλλά μόνο μέ τό Πνεῦμα καί τήν Χάρη τοῦ Χριστοῦ. Μά θά πεῖτε ἐμεῖς δέν κάνουμε τίποτα! Ὅλα ὁ Θεός τά κάνει; Ἐμεῖς μποροῦμε μόνο νά μήν ἐμποδίζουμε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τό Ἅγιο Πνεῦμα δηλαδή, νά ἐργαστεῖ μέσα μας.
Κάποτε πού εἶχαν στριμώξει τόν π. Παΐσιο καί τόν ρωτοῦσαν ἐπίμονα νά τούς πεῖ πώς εἶναι τόσο καλός, ὑπομονετικός κ.λ.π. πῶς τά κατάφερε καί ποιό εἶναι τό μυστικό του, ἐκεῖνος εἶπε: «δέν ἔκανα τίποτα, ἄφησα τόν Θεό νά ἐργαστεῖ μέσα μου». Πῶς ἀφήνουμε τόν Θεό; Ὅταν ταπεινωθοῦμε, γκρεμίζουμε αὐτό τό τεῖχος τοῦ ἐγωισμοῦ πού ἔχουμε γύρω μας ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί τότε βλέπουμε ὅτι ἐργάζεται ὁ Θεός μέσα μας, χωρίς νά κάνουμε τίποτα. Τότε γίνονται ὅλα. Πῶς τό γκρεμίζουμε ὅμως αὐτό τό τεῖχος; Μέ τήν ὑπακοή στήν Ἐκκλησία. Νά μποῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία, στήν ἀτμόσφαιρα καί τήν Χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἔστω κι ἄν δέν καταλαβαίνουμε τίποτα. Θά δοῦμε πόσο θά ἀλλάξουμε μέσα σέ ἕνα-δύο χρόνια. Ἐκεῖ πού περπατᾶτε μέσα στήν πόλη γιά νά κάνετε τίς δουλειές σας, μπεῖτε μέσα σέ μία Ἐκκλησία, ἀνάψτε ἕνα κεράκι καί κάντε τόν σταυρό σας. Μόνο πού θά μπεῖτε μέσα στήν Ἐκκλησία, θά αἰσθανθεῖτε τήν χάρη τοῦ Θεοῦ.
Δέν μποροῦμε νά ἀλλάξουμε μόνοι μας. Βάλτε σκοπό νά ἀλλάξετε, θά δεῖτε ὅτι δέν θά καταφέρετε τίποτα. Μόνο τό Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νά μᾶς ἀλλάξει. Γιά νά πάρουμε ὅμως τό Ἅγιο Πνεῦμα πρέπει νά πᾶμε στήν Ἐκκλησία, νά ταπεινωθοῦμε. Ἡ ταπείνωση εἶναι νά κάνουμε ὑπακοή. Ὅλοι λένε ὅτι πιστεύουν, ἀλλά μέ τόν δικό τους τρόπο. Ἄλλοι λένε ὅτι τούς ἀρέσει νά πηγαίνουν στά ξωκλήσια γιά να εἶναι μόνοι τους. Ὁ Χριστός ὅμως δέν εἶπε αὐτό. Εἶπε ὅτι πρέπει νά ζοῦμε τό μυστήριο τῆς κοινότητας, τῆς ἐνορίας, νά γίνουμε ἕνα μέ ὅλους, νά ζοῦμε μέσα στό Σῶμα Του, στήν Ἐκκλησία. Κανένας δέν σώζεται μόνος του. Νά πᾶμε στήν Θεία Λειτουργία νά λειτουργηθοῦμε, νά κάνουμε ὑπακοή στούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Τότε σώζεται ὁ ἄνθρωπος, τότε γκρεμίζει τό τεῖχος τοῦ ἐγωισμοῦ, ὅταν ἀρνηθεῖ τό θέλημά του. Ἐμεῖς φτιάχνουμε μία δική μας θρησκεία ὁ καθένας μόνος του. Ἔλεγε ὁ γέροντάς μας χαριτωμένα: «Θεόν ἕκαστος κατά διάνοιαν ἔχει», ὁ καθένας φτιάχνει τόν Θεό ὅπως νομίζει. Ἀλλά δέν προσεγγίζεται ἔτσι ὁ Θεός. Τόν Θεό Τόν προσεγγίζουμε μόνο ἄν τηρήσουμε τίς προδιαγραφές πού ἔβαλε Αὐτός, ὄχι ἐμεῖς. Ὁ Θεός προσεγγίζεται ἐν πνεύματι ἁγίῳ. Γι’ αὐτό λέει ἐδῶ ὁ ἅγιος: «Σέ ἀγάπησε ἡ ψυχή μου μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί νοσταλγεῖ ἡ καρδιά μου Ἐσένα, γιατί νιώθω ὄτι ἔχεις φύγει. Καί σέ ζητῶ μέ δάκρυα». Ὁ Ἅγιος εἶχε ἀξιωθεῖ νά δεῖ τόν Θεό, νά ἔχει θεοπτία, ἀλλά τό ἔχασε. Ὁ Θεός τό παραχωρεῖ αὐτό γιά νά στερεωθεῖ πιό πολύ ἡ ἀγάπη μας πρός Αὐτόν.
«Κύριε δῶσε μας Πνεῦμα Ἅγιο». Πῶς τό παίρνουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα; Πάλι μέσα στήν Ἐκκλησία καί κατεξοχήν μέ τά ἅγια μυστήρια. Ἄν δέν πᾶς λ.χ. νά ἐξομολογηθεῖς, δέν μπορεῖς νά πάρεις Ἅγιο Πνεῦμα, γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν μπορεῖ νά πάει σέ μιά καρδιά ἀμετανόητη καί μέσα στά πάθη.
«Μέ αὐτό θά σέ δοξάζουμε μέρα καί νύχτα». Γιατί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐνεργεῖται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, τότε δοξάζει τόν Θεό, τότε προσεύχεται ἀδιάλειπτα. Δέν μποροῦμε νά προσευχηθοῦμε, ἀκόμα καί ἄν τό ἀποφασίσουμε δέν μποροῦμε νά συγκεντρωθοῦμε, γιατί ἀκριβῶς λείπει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ὅλη τήν ἡμέρα ἀσχολοῦνται μέ τούς λογαριασμούς, τά χρήματα καί τά θελήματά τους, τά ὁποῖα μάλιστα προσπαθοῦν νά τά ἐπιβάλλουν καί στούς ἄλλους, τότε χάνουν τό Ἅγιο Πνεῦμα. «Δῶσε μας τό Ἅγιο Πνεῦμα Κύριε, γιατί ἡ σάρκα μας εἶναι ἀσθενική, ἐνῶ τό Πνεῦμα Σου πρόθυμο». Ὅσο κανείς ὑποτάσσεται στήν σάρκα, στό σαρκικό δηλαδή πνεῦμα, τόσο ἐναντιώνεται στό Ἅγιο Πνεῦμα, πού εἶναι πρόθυμο νά μᾶς βοηθήσει, ἀλλά ἐμεῖς δέν Τοῦ ἐπιτρέπουμε νά ἐργαστεῖ μέσα μας, ὅπως ἔκανε ὁ π. Παΐσιος.
«Καί τό Ἅγιο Πνεῦμα δίνει στήν ψυχή τήν δύναμη νά Σέ δουλεύει ἀβίαστα καί στερεώνει τόν νοῦ στήν ἀγάπη Σου καί τοῦ δίνει τήν τέλεια ἀνάπαυση κοντά Σου. Ἔτσι ὁ νοῦς δέν θέλει νά στοχάζεται πιά τίποτα ἄλλο ἀπό τήν ἀγάπη Σου. Εὐσπλαχνικέ Κύριε, τό ἀσθενικό πνεῦμα μου δέν μπορεῖ νά ἔρθει πρός Ἐσένα καί γι’ αὐτό Σέ καλῶ, ὅπως ὁ βασιλιάς Αὔγαρος. Ἔλα καί γιάτρεψέ με ἀπό τίς πληγές τῶν ἁμαρτωλῶν λογισμῶν μου καί θά Σέ αἰνῶ μέρα καί νύχτα καί θά Σέ κηρύττω Κύριε στούς ἀνθρώπους, γιά νά Σέ γνωρίσουν ὅλοι οἱ λαοί». Βλέπετε, δέν μποροῦμε νά γιατρευτοῦμε μόνοι μας. Κάποιοι δέχονται τούς ὅρους «αὐτοθεραπεία, αὐτοπραγμάτωση, αὐτοσωτηρία». Αὐτοί πού τά λένε εἶναι ἐγωιστές ἄνθρωποι καί ὅλα αὐτά προέρχονται ἀπό τίς ἀνατολικές θρησκεῖες πού εἶναι κατεξοχήν ἐπινόημα τοῦ διαβόλου καί καταξιώνουν τόν ἐγωισμό τοῦ ἀνθρώπου. Τίποτα ἀπό αὐτά δέν ὑπάρχει ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ τίποτα νά καταφέρει μόνος του. Ὑπάρχει μόνο Πνευματοσωτηρία, ζωή ἐν Ἁγίω Πνεύματι, σωτηρία δηλαδή μόνο ὅταν ἔχουμε ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μας.
«Ἔλα ἐσύ Ἅγιο Πνεῦμα καί γιάτρεψέ με», λέει ὁ Ἅγιος. Ἔτσι γιατρεύονται κατεξοχήν οἱ πληγές μας. Ἔχουμε ἕνα πάθος, μία ἀδυναμία καί μπορεῖ νά παλεύουμε χρόνια καί νά ἀποροῦμε γιατί δέν φεύγει ἐνῶ τό ἐξομολογούμαστε. Κάτι σίγουρα κάνουμε λάθος. Μήπως ἔχουμε ἐγωισμό; Γιατί δέν ἔρχεται ἡ Χάρις νά μᾶς θεραπεύσει; Ἐκεῖ εἶναι τό λάθος. Τό ἐξομολογούμαστε μέν, ἀλλά αὐτό τό κάνουμε ὑπερήφανα, ἔχουμε πεποίθηση στόν ἑαυτό μας. Πρέπει νά ἀφήσουμε τόν ἑαυτό μας, νά ἀφεθοῦμε τελείως στόν Θεό. Νά ἀφήσουμε τίς ἀνύπαρκτες δυνάμεις μας καί νά παρακαλέσουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα νά ἔρθει νά μᾶς θεραπεύσει.
«Ἔλα καί γιάτρεψέ με ἀπό τίς πληγές τῶν ἁμαρτωλῶν λογισμῶν μου καί θά Σέ δοξάζω μέρα καί νύχτα καί θά τό πῶ καί στούς ἄλλους, στούς λαούς, νά Σέ γνωρίσουν κι αὐτοί, γιατί ἐσύ Κύριε ὅπως πάντα κάνεις θαύματα, συγχωρεῖς ἁμαρτίες, ἁγιάζεις καί ζωοποιεῖς». Στά τρία αὐτά χρόνια τῆς δημόσιας δράσης Του πόσα θαύματα καί νεκραναστάσεις, ἔκανε ὁ Κύριος! Κι ὅμως! Πόσοι ἄνθρωποι ἄλλαξαν; Πόσοι ἔμειναν στό τέλος κοντά Του; Ἐλαχιστότατοι. Αὐτό εἶναι τό τραγικό μέ μᾶς τούς ἀνθρώπους. Ἐνῶ γευόμαστε, ἐνῶ βλέπουμε, ἐνῶ ζοῦμε, μετά ξεχνιόμαστε. Μᾶς πιάνει αὐτή ἡ ραθυμία, ἡ λήθη, ἡ ἄγνοια, ἡ παραλυσία τῆς ψυχῆς καί ἐνῶ εἴχαμε τόν Χριστό καί ἤμασταν ἐνθουσιασμένοι, Τόν ξαναχάνουμε. Γι’ αὐτό χρειάζεται μία συνεχής ἐγρήγορση καί ἄσκηση. Τί εἶναι ἐκεῖνο πού μᾶς τραβάει πρός τά κάτω; Εἶναι ἡ σάρκα, τό σαρκικό φρόνημα πού μᾶς κρατάει κολλημένους στήν γῆ. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός μας, ὅτι γιά νά ξεφύγουμε τούς δαίμονες, χρειάζεται προσευχή καί νηστεία. Χρειάζεται δηλαδή αὐτή ἡ ἄσκηση ὅπως λέμε γιά νά ἐλαφραίνει ἡ σάρκα, νά μειωθεῖ ἡ ἐπίδρασή της στήν ψυχή μας καί νά μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἔχει αὐτές τίς ἀπελευθερωτικές δυνάμεις, νά ἀντιστρατεύεται στά πάθη καί στούς δαίμονες. Ἄν δέν τά κάνουμε αὐτά, θά διαπιστώσουμε ὅτι δέν μποροῦμε νά κόψουμε κανένα πάθος, γιατί ἡ σάρκα θά μᾶς τραβάει ὅλο καί πιό κάτω καί θά βουλιάζουμε μέσα στήν ραθυμία, τήν λησμονιά καί τήν ἄγνοια.
«Ὑπάρχει τεράστια διαφορά ἀνάμεσα στόν πιό ἁπλό ἄνθρωπο πού γνώρισε μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τόν Κύριο καί στόν ἄνθρωπο πού παρόλη τήν μεγαλοσύνη του, δέν γνώρισε τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Πράγματι μπορεῖ κάποιος νά εἶναι καταξιωμένος στόν κόσμο, μέ γνώσεις, πτυχία, ἐπιτυχημένη πορεία στήν δουλειά, μεγάλες ἐπιχειρήσεις, πολλά χρήματα, ἐξουσία κι ὅμως νά μήν ἔχει γνωρίσει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ ἄνθρωπος πού γνωρίζει τόν Θεό, πού ἔχει θεοπτία, πού ἔχει αἰσθανθεῖ τόν Θεό μέσα του, εἶναι ὁ ἴδιος ἕνας μικρός Θεός, ἕνας θεός κατά χάριν. Εἶναι ἐμπλουτισμένος μέ τήν θεότητα καί αὐτό τόν κάνει νά διαφέρει πάρα πολύ ἀπό τόν ἄλλον ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἔνας νεκρωμένος ἄνθρωπος. Γιατί ὅσο κανείς ζεῖ χωρίς τό Ἅγιο Πνεῦμα, δέν ἀξίζει νά ζεῖ, κρίμα πού ἦρθε καί στήν ζωή θά λέγαμε.
Ἄς προσπαθήσουμε λοιπόν νά μποῦμε ταπεινά μέσα στήν ὑπακοή τῆς Ἐκκλησίας, βρίσκοντας ἕναν Πνευματικό ὁδηγό. Μόνο ἔτσι μποροῦμε νά βροῦμε αὐτήν τήν κρυμμένη χάρη πού μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός ἀπό τήν ὥρα πού βαπτιστήκαμε. Ἡ πιό μεγάλη δωρεά πού μᾶς ἔκανε ὁ Θεός εἶναι ὅτι μᾶς ἔδωσε τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τό ἔδωσε σέ ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἀνθρώπους. Δυστυχῶς αὐτό τό Ἅγιο Πνεῦμα τό ἔχουμε θάψει, τό ἔχουμε μπαζώσει, ὄπως ἔλεγε καί ὁ μακαριστός π. Παΐσιος, μέσα σέ ἕνα πλῆθος ἀπό ἁμαρτίες καί πάθη. Χρειάζεται λοιπόν νά γίνει αὐτό τό ξεμπάζωμα μέσα ἀπό τήν διαδικασία τῆς μετάνοιας. Τότε θά φανερωθεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τότε μόνο θά ἔρθει ἡ ἀνάπαυση καί ἡ εἰρήνη πού ὅλοι ζητᾶμε. Λέει κάποιος «θέλω νά ἠρεμήσει τό μυαλό μου». Πῶς νά ἠρεμήσει τό μυαλό, ἄν δέν ἠρεμήσει ἡ ψυχή καί ἡ καρδιά; Πρέπει νά μάθουμε πώς τό κέντρο τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ὁ ἐγκέφαλος, ἀλλά ἡ καρδιά. Ἐκεῖνο πού πάσχει κυρίως εἶναι ὁ νοῦς, ἡ ψυχή, ἡ ὁποία ἔχει τήν οὐσία της στήν καρδιά. Ἐκεῖνο εἶναι πού πρέπει νά καθαρίσουμε καί αὐτό γίνεται μόνο μέ τήν μετάνοια καί τήν ἐξομολόγηση. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ψυχανάλυση καί ψυχοθεραπεία καί ὄχι ὅταν τρέχουμε σέ ψυχιάτρους καί παίρνουμε χάπια.
«Ὑπάρχει μεγάλη διαφορά στό νά πιστεύεις ἁπλῶς πώς ὁ Θεός ὑπάρχει -αὐτό τό πιστεύει καί ὁ διάβολος- καί νά Τόν ἀναγνωρίζεις ἀπό τήν φύση καί τήν γραφή καί στό νά γνωρίσεις τόν Κύριο διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Τό ἕνα εἶναι μία ἐγκεφαλική γνώση, τό ἄλλο εἶναι ἐμπειρία, εἶναι ζωή. Ὅπως τώρα, ἄς ποῦμε, μέ βλέπετε καί σᾶς βλέπω καί δέν ὑπάρχει λόγος νά σᾶς ἀποδείξω ὅτι ὑπάρχω, οὔτε κι ἐσεῖς ὑπάρχει λόγος νά μοῦ ἀποδείξετε ὅτι ὑπάρχετε, γιατί σᾶς βλέπω. Ἔτσι εἶναι καί ὁ ἄνθρωπος πού γνώρισε τόν Θεό. Δέν ψάχνει μετά λογικές ἀποδείξεις γιά νά πεῖ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἐνῶ, ὅποιος δέν Τόν ἔχει γνωρίσει, ψάχνει μέ τήν λογική νά στερεωθεῖ καί νά προσεγγίσει τόν Θεό. Αὐτό εἶναι τό πνεῦμα τῆς Δύσης, αὐτό πού τό ἔφερε ὁ Βαρλαάμ στήν Θεσσαλονίκη καί τό ὁποῖο πολέμησε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Πρέπει νά καθαρίσουμε τήν καρδιά μας καί τότε θά δοῦμε τόν Θεό. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. 5,8). Ὁ Βαρλαάμ ἔλεγε ὅτι ὁ Θεός προσεγγίζεται μέ συλλογισμούς, μέ τόν Ἀριστοτέλη καί τήν φιλοσοφία, ἀλλά δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα.
Γι’ αὐτό σᾶς ἔλεγα προηγουμένως νά πηγαίνουμε στήν Ἐκκλησία ἀκόμα καί ἄν δέν καταλαβαίνουμε. Δέν πειράζει. Μπορεῖ νά μήν καταλαβαίνουμε τήν γλώσσα, ἀλλά καταλαβαίνουμε πολύ καλά μέ τήν καρδιά. Μήπως καί παλαιότερα καταλάβαιναν καλά τήν γλώσσα οἱ ἄνθρωποι; Οὔτε καί οἱ παπάδες δέν καταλάβαιναν καλά-καλά τό Εὐαγγέλιο. Ζοῦσαν ὅμως σωστά τόν Θεό, γιατί τηροῦσαν τίς ἐντολές. Τό βασικό δέν εἶναι νά καταλαβαίνουμε ἐγκεφαλικά τό νόημα τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλά νά τηροῦμε τίς ἐντολές του. Αὐτό τό ἔκαναν οἱ παλαιοί. Ἔλεγαν, γιά παράδειγμα, ὅτι εἶναι νηστεία καί τηροῦσαν ὅλοι τήν νηστεία. Τήν Μεγάλη Σαρακοστή κανένας δέν ἀγόραζε κρέας καί τά κρεοπωλεῖα ἔκλειναν. Σήμερα τά ξεχάσαμε αὐτά, γι’ αὐτό ἔχουμε χάσει τόν Θεό. Μάταια προσπαθοῦμε ἐγκεφαλικά μέ τό πολύ διάβασμα νά προσεγγίσουμε τόν Θεό. Ὁ π. Παΐσιος ἔλεγε «ἀφῆστε τά πολλά διαβάσματα καί ἐφαρμόστε αὐτά τά λίγα πού ξέρετε καί λέει ἡ Ἐκκλησία». Ἀρχίζει ἡ Σαρακοστή, νά ζητήσουμε συγγνώμη, νά συμφιλιωθοῦμε. Αὐτό οἱ παλαιοί τό ἤξεραν καί τό ἐφάρμοζαν. Αὐτή ἦταν ἡ παράδοσή μας. Σήμερα τήν πετάξαμε τήν παράδοσή μας καί προσπαθοῦμε προτεσταντικά νά προσεγγίσουμε τόν Θεό, μέ τό νά καταλαβαίνουμε τά κείμενα. Ὄχι δέν χρειάζεται τόσο πολύ νά καταλάβεις. Ἄν αὐτά πού ξέρεις, τά ἐφαρμόζεις, θά δεῖς πώς ὁ Θεός θά φανερωθεῖ.
«Τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου πού γνώρισε τόν Κύριο, διά πνεύματος Ἁγίου, καίγεται μέρα καί νύχτα ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί δέν μπορεῖ ἡ ψυχή του νά προσκολληθεῖ σέ κάτι γήινο». Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού λένε τήν εὐχή, ̔Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με ̓ καί καίγεται ἡ καρδιά τους γιά τόν Θεό. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν βρεῖ τόν Θεό. Καίγονται ἀπό ἀγάπη γιά τόν Θεό μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα πού ἔχουν μέσα τους. Τότε ἡ καρδιά τους δέν γίνεται νά κολλήσει σέ κάτι γήινο. Ὅπως δέν μπορεῖς νά ἁρπάξεις μία πυρακτωμένη σόμπα καί νά φύγεις, ἔτσι δέν μπορεῖ νά σέ κλέψει ὁ διάβολος, ὅταν εἶσαι ὅλος φωτιά γιά τόν Θεό. Δέν μπορεῖ κανένας νά σέ πειράξει.
«Ψυχή πού δέν δοκίμασε τήν γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, χαίρεται μέ τήν ματαιοδοξία τῆς κοσμικῆς δόξας ἤ τοῦ πλούτου ἤ τῆς ἐξουσίας». Μᾶς ἀρέσει ἡ κοσμική δόξα καί οἱ ἔπαινοι γιατί μᾶς λείπει αὐτή ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Προσπαθοῦμε νά γεμίσουμε τήν ψυχή μας μέ ξυλοκέρατα, μέ τήν ματαιοδοξία, μέ τά μπράβο τῶν ἀνθρώπων. Πόση μανία ἔχουν οἱ ἄνθρωποι σήμερα νά ἔχουν ἐξουσία, δύναμη καί τρέμουν νά μήν χάσουν τίς καρέκλες τους αὐτοί πού εἶναι στήν ἐξουσία καί δέν διστάζουν νά καταπατήσουν κάθε ἔννοια ἠθικῆς! Νιώθουν ὅτι αὐτή ἡ δόξα, αὐτοί οἱ ἔπαινοι εἶναι οἱ ἀξίες πού τούς κρατοῦν στήν ζωή, ὅτι ἄν τά χάσουν αὐτά, θά χάσουν τά πάντα. Αὐτή ἡ ψυχή νιώθει ἔτσι, γιατί δέν γνώρισε τήν γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
«Ψυχή ὅμως πού γνώρισε τό Ἅγιο Πνεῦμα, τόν Κύριο, ἐπιθυμεῖ μόνο τόν Κύριο καί δέν λογαριάζει καθόλου τά πλούτη καί τήν δόξα τοῦ κόσμου». Νά ποιός εἶναι ὁ ἀληθινά ἐλεύθερος ἄνθρωπος πού δέν κολλάει σέ καμία κοσμική δόξα, γιατί ἔχει βρεῖ τήν ἀληθινή δόξα, πού εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἐπιθυμεῖ μόνο αὐτό.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἦταν ἕτοιμος νά γίνει Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως μετά τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἦταν σίγουρο πώς θά γινόταν. Κι ὅμως κάποιοι, δύο-τρεῑς, προφανῶς ἀπό φθόνο ἀπέρριψαν τήν πρόταση νά γίνει αὐτός Ἀρχιεπίσκοπος, δέν συμφώνησαν. Ὅταν τό ἄκουσε αὐτό ὁ Ἅγιος εἶπε ὅτι δύο-τρεῖς ἄνθρωποι εἶναι πολλοί καί ἀφοῦ δέν θέλουν ἀρνήθηκε τήν θέση καί σηκώθηκε κι ἔφυγε. Εἶπε «ἀφῆστε με νά φύγω ἤρεμα γιά τήν ἔρημο καί ψάξτε νά βρεῖτε κάποιον πού νά ἀρέσει σέ ὅλους, νά σᾶς ἀναπαύει». Δέν κυνήγησε τήν καρέκλα, οὔτε ἀντέδρασε λέγοντας πώς ἡ πλειοψηφία τόν ὑποστηρίζει. Δέν τό ἔκανε βέβαια γιατί εἶχε βρεῖ αὐτήν τήν γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν ἔρημο. «Ψυχή πού γεύτηκε τό Ἅγιο Πνεῦμα, διακρίνει τά πνευματικά φαινόμενα ἀπό τήν γεύση». Ἔχουμε «πνευματική γεύση», ὅπως ἔχουμε καί πνευματική ἀκοή καί πνευματική ὅραση καί καταλαβαίνουμε, ὅσο προχωρᾶμε στήν σχέση μας με τόν Θεό, ποιό εἶναι τοῦ Θεοῦ καί ποιό εἶναι τοῦ διαβόλου. Ἐνεργοποιοῦνται οἱ πνευματικές μας αἰσθήσεις. Γιατί, ὅπως τό σῶμα ἔχει αἰσθήσεις, ἔχει καί ἡ ψυχή αἰσθήσεις. Βλέπει, ἀκούει, γεύεται. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος προχωράει στήν κάθαρση, ἀρχίζει νά τά καταλαβαίνει. Ὅταν γευτοῦμε τό ἅγιο Πνεῦμα καταλαβαίνουμε τά πνευματικά φαινόμενα, ἄν προέρχονται ἀπό τόν Θεό ἤ ἀπό τόν διάβολο. Καί ὁ διάβολος κάνει πνευματικά φαινόμενα, γιατί εἶναι πνεῦμα, ἀλλά εἶναι σκοτεινά καί φέρνουν μία στυφάδα, ὄχι μία γλυκύτητα στήν ψυχή, ὅπως ὅταν προέρχονται ἀπό τόν Θεό. Αὐτός ὁ πνευματικός ἄνθρωπος πού ἔχει τό προσόν τῆς διάκρισης τῶν πνευμάτων, μπορεῖ νά βοηθήσει καί ἄλλους ἀνθρώπους μετά.
«Λέει ἡ Ἁγία Γραφή ‘’γεύσασθε καί ἴδετε ὅτι χρηστός ὁ Κύριος’’, γευτεῖτε το δηλαδή καί θά τό καταλάβετε ὅτι εἶναι χρηστός ὁ Κύριος. Εἶναι δηλαδή καλός, ἀγαθός, γλυκύτατος ὁ Θεός, ἀλλά πρέπει νά προσπαθήσεις νά Τόν γευτεῖς.
«Ὅπως τό γνώριζε ἀπό πείρα ὁ Δαβίδ, ἔτσι καί μέχρι τώρα ὁ Κύριος δίνει στούς δούλους του νά γνωρίσουν μέ τήν πείρα τους, τήν χάρη Του. Αὐτός θά διδάσκει τούς δούλους του μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ὅποιος γνώρισε τόν Κύριο διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔμαθε ἀπό Ἐκεῖνον τήν ταπείνωση καί ἔγινε ὅμοιος μέ τόν δάσκαλό του τόν Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καί ἔγινε καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ». Φοβερό πράγμα! Ἄν μάθεις τήν ταπείνωση, τότε φτάνεις στό καθ’ ὁμοίωσιν, στόν σκοπό τῆς ζωῆς σου δηλαδή. Βλέπετε τί μεγάλο πράγμα εἶναι ἡ ταπείνωση. Εἶναι αὐτό πού κατεξοχήν πολεμάει ὁ διάβολος καί τόν διαλύει. Ὅλα τά ἄλλα μπορεῖ νά τά παλέψει. Τήν ἄσκηση πού κάνουμε ἐμεῖς, τήν παλεύει καί ὁ διάβολος. Ἐμεῖς νηστεύουμε, ἐκεῖνος δέν τρώει ποτέ. Ἐμεῖς κάνουμε λίγη ἀγρυπνία, ἐκεῖνος δέν κοιμᾶται ποτέ. Σέ ὅλα αὐτά μᾶς ξεπερνάει, ἀλλά στήν ταπείνωση δέν μπορεῖ. Θέλεις νά φύγει ὁ διάβολος; Κάνε ὑπακοή, κόψε τό θέλημά σου καί θά φύγουν ὅλοι οἱ πειρασμοί, γιατί τότε μοιάζεις μέ τόν Θεό. Ὁ διάβολος δέν ἀντέχει ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο ταπεινό.
«Κύριε ἀξίωσέ μας τῆς δωρεᾶς τῆς ἁγίας Σου ταπεινώσεως. Κύριε δῶσε μας δωρεάν τό ταπεινό πνεῦμα. Ὅπως ἦρθες νά σώσεις δωρεάν τούς ἀνθρώπους καί νά τούς ἀνεβάσεις στόν οὐρανό, γιά νά βλέπουν τήν δόξα Σου». Βλέπετε τί ταπεινός πού εἶναι ὁ Ἅγιος. Λέει ὅτι δέν μπορεῖ νά κάνει κάτι, δέν ἔχει νά δώσει κάτι στόν Θεό ὡς ἀντάλλαγμα γιά νά τοῦ δώσει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τοῦ ζητάει λοιπόν νά τό δώσει δωρεάν, ὅπως ἦρθε δωρεάν γιά νά σώσει τόν κόσμο. Ὁ Θεός ἄλλωστε δέν ζητάει τίποτα πέρα ἀπό τίς ἁμαρτίες μας.
«Ὤ ταπείνωση κατά Χριστόν! Ἐγώ σέ γνωρίζω, μά δέν μπορῶ νά σέ ἀποκτήσω». Καμμία ἀρετή δέν μποροῦμε νά ἔχουμε, ἄν δέν μᾶς τήν δώσει ὁ Θεός.
«Οἱ καρποί σου εἶναι γλυκεῖς, γιατί δέν εἶναι ἀπό τόν κόσμο αὐτόν». Ὅποιος ταπεινωθεῖ πραγματικά, θά δεῖ μετά μία ἀπέραντη εἰρήνη μέσα του καί μία ἀπέραντη γλυκύτητα. Κάντε το καί θά δεῖτε. Κάντε ἕναν ἁπλό καί ταπεινό λογισμό καί θά νιώσετε πόσο ἡ ψυχή εἰρηνεύει καί γαληνεύει.
«Ὅταν ἡ ἀκηδία παραλύσει τήν ψυχή, τότε πῶς νά ἀνάψεις μέσα της φωτιά γιά νά καίγεται κάθε ὥρα ἀπό ἀγάπη; Αὐτή ἡ φωτιά προέρχεται ἀπό τόν Θεό καί ὀ Κύριος ἦρθε στήν γῆ γιά νά μᾶς δώσει αὐτήν τήν φλόγα τῆς χάρης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅποιος ἔμαθε τήν ταπείνωση ἔχει διαρκῶς αὐτήν τήν φλόγα, γιατί ὁ Κύριος δίνει στούς ταπεινούς τήν χάρη Του».
Ὁ σύγχρονος ἅγιος π. Σωφρόνιος, μαθητής τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ, πού ἔγραψε αὐτό τό ὑπέροχο βιβλίο γιά τόν Ἅγιο Σιλουανό, ἔλεγε: ‘’Ἡ ἀνθρωπότητα σήμερα, εἶναι στό μέγιστο ποσοστό της σέ μία κατάσταση ἀκηδίας’’. Ἀφροντισιᾶς δηλαδή γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς της. Ποιός νοιάζεται σήμερα γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του; Ποιός ἀσχολεῖται μέ τήν ψυχή του; Αὐτή εἶναι μία φοβερή κατάσταση, εἶναι ἕνας περιεκτικός θάνατος τῆς ψυχῆς, ὅπως λέει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, δηλαδή εἶναι ἕνας θάνατος πού πιάνει ὁλόκληρη τήν ψυχή καί τήν παραλύει.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φτάσει σέ αὐτήν τήν κατάσταση λοιπόν τῆς ἀκηδίας πῶς μπορεῖ νά καεῖ ἡ καρδιά του γιά τόν Θεό; Αὐτό λέει ὁ ἅγιος πάλι θά στό δώσει ὁ Θεός, ἡ Χάρη, ἀλλά μόνο ὅταν ταπεινωθεῖς. Τό μυστικό εἶναι πάντα ἡ ταπείνωση. Νά ἀνοίξεις τήν ψυχή σου στόν Κύριο, νά παραδεχτεῖς ὅτι δέν ἔχεις ὄρεξη γιά τίποτα, οὔτε γιά προσευχή καί νά Τοῦ ζητήσεις βοήθεια. Ὅταν ταπεινωθεῖς καί ἐξευτελιστεῖς μπροστά στόν Κύριο ἔτσι, θά δεῖς ὅτι θά ἔρθει αὐτή ἡ φωτιά. Ὁ Θεός ἦρθε στήν γῆ γιά νά βάλει φωτιά: «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπί τήν γῆν» (Λουκ. 12,49). Ἦρθε νά βάλει αὐτήν τήν φωτιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία πυρακτώνει τίς καρδιές αὐτῶν πού ταπεινώνονται. Αὐτοί μόνο δέχονται τήν φωτιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μποροῦν μετά νά διώξουν τήν ἀκηδία, τήν νέκρωση τῆς ψυχῆς τήν ὁποία βιώνει καί ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος.
Λένε οἱ σύγχρονοι φιλόσοφοι -καί καλά λένε, μόνο πού δέν λένε πῶς θά τό ξεπεράσουμε- ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δέν ἔχει ἔννοια, δέν ξέρει γιατί ζεῖ, ἀπεγνωσμένα ψάχνει νά βρεῖ νόημα γιά νά ζεῖ. Πηγαίνει λοιπόν καί καίει ἕνα αὐτοκίνητο ἐλπίζοντας πώς ἔτσι θά βρεῖ λίγο νόημα ἡ ζωή του. Ὅλα αὐτά τά τρομοκρατικά φαινόμενα ἀπό αὐτό προέρχονται. Κανένας ἀπό αὐτούς δέν σκέφτεται καί δέν ἀναφέρει ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα μόνο μπορεῖ νά δώσει νόημα στήν ζωή τους, γιατί δέν τό ζοῦνε, δέν τό ξέρουν κι αὐτοί οἱ καημένοι. Ἐμεῖς πού εἴμαστε Χριστιανοί καί τά ξέρουμε, τά ἀκοῦμε, πρέπει νά προσπαθήσουμε τουλάχιστον νά τά ζήσουμε καί μετά κάτι θά καταλάβουν κι αὐτοί πού δέν τά ξέρουν. Θά βροῦμε ὅχι ἁπλῶς ἕνα νόημα, ἀλλά τήν ἴδια τήν Ζωή πού εἶναι ὁ Χριστός.
«Ὅποιος ἔμαθε τήν ταπείνωση, ἔχει διαρκῶς αὐτήν τήν φλόγα». Βλέπετε τί λέει ὁ Ἅγιος; Ἄν εἶσαι ταπεινός, δέν τήν χάνεις τήν χάρη. Τήν Θεία Χάρη λίγο πολύ ὅλοι τήν γευτήκαμε στήν ζωή μας, κάποια στιγμή πού συγκεντρωθήκαμε στήν προσευχή, πού προσπαθήσαμε, πού νηστέψαμε λίγο, αἰσθανθήκαμε τόν Θεό. Γιατί τήν χάσαμε αὐτήν τήν Χάρη πάλι; Γιατί δέν εἴμαστε ταπεινοί. Πρέπει νά εἴμαστε συνεχῶς ταπεινοί, ὥστε συνεχῶς νά καίει αὐτή ἡ φλόγα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα μας. Προσέξτε λοιπόν τήν ὑπερηφάνεια καί τόν ἐγωισμό, γιά νά φυλάξετε αὐτήν τήν χάρη, αὐτό τό δῶρο τοῦ Θεοῦ, πού τό δίνει ὅμως στούς ταπεινούς.
«Πρέπει νά ὑπομείνεις πολλούς κόπους καί νά χύσεις πολλά δάκρυα γιά νά διατηρήσεις τό πνεῦμα ταπεινωμένο κατά Χριστόν». Δέν εἶναι ἁπλό πράγμα νά φυλαχτεῖς ταπεινός. Χρειάζεται πόνος, κόπος, ἄσκηση, δάκρυα, πένθος γιά τίς ἁμαρτίες μας. Τότε μόνο φυλᾶμε αὐτό τό φῶς. Διατηροῦμε τό πνεῦμα ταπεινωμένο μέ αὐτόν τόν τρόπο καί τότε δέν σβήνει ποτέ τό φῶς τῆς ζωῆς μας. Ἄν ὅμως χάσουμε αὐτήν τήν ταπείνωση, τό φῶς σβήνει καί ἡ ψυχή πεθαίνει. Ὁ Θεός ἄς μήν τό δώσει ποτέ αὐτό γιά κανέναν. Προσευχόμαστε καί παρακαλᾶμε, ὅπως αὐτός ὁ Ἅγιος πού προσευχόταν στόν Θεό νά δώσει αὐτό τό Πνεῦμα σέ ὅλον τόν κόσμο καί νά Τόν γνωρίσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐν πνεύματι Ἁγίῳ. Ἀλλά πῶς θά γίνει αὐτό; Μόνο ἄν ταπεινωθοῦν. Αὐτό εἶναι τό μυστικό. Ἄν ἡ ἀνθρωπότητα ἔκανε αὐτό τό ἅλμα στό κενό, ἄν πίστευε στόν Χριστό καί ταπεινωνόταν, θά εἶχε λυθεῖ τό πρόβλημα τῆς ἀνθρωπότητας. Αὐτό ὅμως πρῶτα πρέπει νά τό κάνουμε ἐμεῖς πού λέμε ὅτι εἴμαστε Χριστιανοί καί πιστεύουμε στόν Χριστό. Ἄν τό κάνουμε καί τό ζήσουμε, τότε κι ἄλλοι θά μᾶς ἀκολουθήσουν.
Νά εὐχηθῶ νά τά κάνουμε πράξη αὐτά στήν ζωή μας. Πόσα ὑπέροχα διδάγματα βγαίνουν ἀπό αὐτές τίς ἐμπειρίες πού ἔχουν οἱ ἅγιοι καί μᾶς τίς ἀποκαλύπτουν. Εἴμαστε εὐγνώμονες καί στόν Ἅγιο Σιλουανό πού τά ἔγραψε, ἀλλά καί στόν π. Σωφρόνιο, τόν ἄλλον σύγχρονο ἅγιο, πού τά δημοσίευσε.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : Οἱ πατέρες λένε ὅτι ἡ Χάρις ἔρχεται σέ κάθε ἄνθρωπο, ἀλλά φεύγει πολύ γρήγορα μέ ἕναν ἐγωιστικό λογισμό. Πόσο διαρκεῖ αὐτό τό διάστημα;
Ἀπ. : Μπορεῖ νά εἶναι καί ἕνα δευτερόλεπτο. Ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς. Εἶναι πολύ γρήγορα τά πράγματα στόν νοῦ μας, γι’ αὐτό καί ἡ ἁμαρτία στόν νοῦ γίνεται πολύ πιό εὔκολα ἀπό ὅτι στό σῶμα μας. Ἐν ριπῆ ὀφθαλμοῦ μπορεῖς νά ταπεινωθεῖς καί ἐν ριπῆ ὀφθαλμοῦ μπορεῖς νά ὑπερηφανευθεῖς καί νά χάσεις τήν χάρη. Γι’ αὐτό οἱ πατέρες συμφώνησαν πώς πρέπει συνέχεια νά προσευχόμαστε, γιά νά εἴμαστε σέ ἐγρήγορση, σέ νήψη, σέ μία ταπεινή κατάσταση. Ὅταν κάποιος εἶναι σ’ αὐτήν τήν ταπεινή κατάσταση, μετά δέν φοβᾶται, γιατί ἔχει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργό μέσα του καί ἔχει αὐτήν τήν ἄνεση, τήν ἁπλωσιά, αὐτό πού ὅλοι ψάχνουμε. Τότε δέν βλέπουμε τόν ἄλλον σάν ἐχθρό. Δυστυχῶς σήμερα οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι βλέπουν τόν ἄλλον ἄνθρωπο σάν ἐχθρό γιατί ὑπάρχει αὐτός ὁ κακός λογισμός, ἡ ὑπερηφάνια, ὁ ἐγωισμός καί ἡ καχυποψία.
Μακάρι νά ἔχουμε ὅλοι αὐτήν τήν ἐγρήγορση, ὥστε νά μένουμε συνεχῶς σ’ αὐτήν τήν ταπεινή κατάσταση. Γι’ αὐτό καί ὅλοι οἱ ἅγιοι πατέρες μᾶς συμβουλεύουν νά λέμε τήν ταπεινή προσευχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», συνέχεια. Αὐτή ἡ ταπεινή προσευχή φυλάει τόν ἄνθρωπο σέ μία κατάσταση διαρκοῦς ταπείνωσης καί φυλάσσει ἔτσι τήν χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης