«Αφού καθορίστηκαν τούτα, νομίζω ότι είναι αναγκαίο να ειπούμε και για όσα τελούμε ιερώς στους κεκοιμημένους. Διότι ούτε αυτό δεν είναι κοινό ανάμεσα στους ιερούς και στους ανίερους, αλλά όπως το είδος της ζωής του καθενός από τους δύο είναι διαφορετικό,έτσι είναι και όταν πηγαίνουν στο θάνατο· εκείνοι που απέκτησαν ιερή ζωή, οι Χριστιανοί, προσέχοντας στις αληθινές επαγγελίες της θεαρχίας, εφόσον είδαν την επαλήθευσή τους στην ανάστασή της, βαδίζουν με βεβαία και αληθινή ελπίδα μέσα σε θεία ευφροσύνηπρος το τέλος του θανάτου, σαν το τέρμα ιερών αγώνων , διότι γνωρίζουν ότι με την μελλοντική ολική ανάστασή τους ο βίος τους θα ευρίσκεται οπωσδήποτε μέσα σε τέλεια και ατελείωτη ζωή και σωτηρία. Διότι οι μεν ιερές ψυχές, που κατά τον παρόντα βίο μπορούν να καταπέσουν στην πορεία προς το κακό, κατά την παλιγγενεσία θα αποκτήσουν τη θεοειδέστατη μετάταξη προς τον άτρεπτο βίο. Τα δε καθαρά σώματα, τα ομόζυγα και ομοπόρευτα με τις ιερές ψυχές, αφού συνεστρατολογήθηκαν και συνάθλησαν, θα λάβουν, για τους θείους ιδρώτες των και κατά την ώρα της άτρεπτης εδραιώσεως της ψυχής επάνω στη θεία ζωή, μαζί με αυτήν τη δική τους ανάσταση.
Διότι, αφού ενωθούν με τις ιερές ψυχές, τις συνημμένες μαζί τους σ’ αυτόν τον βίο, ως μέλη του Χριστού που έγιναν, θα λάβουν το θεοειδές και άφθαρτο, το αθάνατο και μακάριο τέλος. Τέτοια λοιπόν είναι η κοίμησις των ιερών ανθρώπων, όταν φθάνουν στο τέλος των θείων αγώνων με ευφροσύνη και ασάλευτες ελπίδες.
Από τους ανίερους ανθρώπους, άλλοι νομίζουν ότι οι νεκροί μεταβαίνουν στην ανυπαρξία, άλλοι νομίζουν ότι διασπάται οριστικά η συζυγία των ψυχών με τα σώματά τους, ως ανάρμοστα σε αυτές κατά τη θεοειδή τους ζωή και τη μακαρία ανάπαυσή τους, επειδή δεν κατάλαβαν ούτε διδάχτηκαν επαρκώς δια της θείας επιστήμης ότι άρχισε ήδη η θεοειδέστατη εν Χριστώ ζωή μας. Άλλοι αποδίδουν στις ψυχές συζυγίες άλλων σωμάτων, αδικώντας, νομίζω, εκείνα που συνεκοπίασαν μαζί με τις θείες ψυχές και αποστερώντας κακώς από τις ιερές ανταμοιβές εκείνα που έφθασαν έως το τέλος των θείων δρόμων. Άλλοι αποκλίνοντας σε υλιστικές αντιλήψεις, δεν ξέρω πως, χαρακτήρισαν ως ομοειδή με τον εδώ βίο την επαγγελμένη στους οσίους αγία και μακαριστή κληρονομία και ανέγραψαν ανεπιτρέπτως για τους ισαγγέλους τροφές που ταιριάζουν στο φθαρτό βίο [1].
Αλλά κανείς από τους ιερώτατους άνδρες δεν θα περιπέσει ποτέ σε τέτοιες πλάνες. Γνωρίζοντας όλοι τους ότι θα λάβουν τη χριστοειδή ανάπαυση, όταν φθάσουν στο τέρμα του βίου τούτου, βλέπουν καθαρότερα το δρόμο τους προς την αφθαρσία, αφού ήδη ο δρόμος ήρθε πλησιέστερα, και υμνούν τις δωρεές της θεαρχίας και χορταίνουν με θεία ηδονή· δεν φοβούνται πλέον την προς το κακό στροφή, αλλά γνωρίζουν καλά ότι θα κατέχουν ασφαλώς και αιωνίως τα αποκτηθέντα αγαθά. Οι γεμάτοι μολυσμούς και ανόσιες κηλίδες όμως, αν βέβαια έτυχε να λάβουν ιερή μύηση και την απέρριψαν οι ίδιοι ολεθρίως από το νου τους και αυτομόλησαν προς τις φθοροποιές επιθυμίες, όταν φθάνουν στο τέλος της εδώ ζωής, δεν θα τους φανεί πλέον όσο πριν ευκαταφρόνητη η θεία θεσμοθεσία των Λογίων [2]· αλλά, αφού επισκοπήσουν με διαφορετικά μάτια τις καταστρεπτικές ηδονές των παθών τους και μακαρίσουν την ιερή ζωή από την οποία ανοήτως εξέπεσαν, απέρχονται από τον εδώ βίο ελεεινώς και αθελήτως, χωρίς εξ αιτίας της κακής ζωής των να οδηγούνται σε καμία ιερή ελπίδα.
Επειδή όμως τίποτε τέτοιο δεν συμβαίνει κατά την κοίμηση των ιερών ανδρών, αυτός που φθάνει στο τέλος των αγώνων του χορταίνει ιερή ευφροσύνη και με πολύ ηδονή εισέρχεται στο δρόμο της ιερής παλιγγενεσίας. Οι οικείοι του κοιμηθέντος, κατά τη θεία οικειότητα και ομοτροπία, και αυτόν τον μακαρίζουν όποιος κι αν είναι, αφού έφθασε κατ’ ευχήν στο νικηφόρο τέλος, και προς τον αίτιο της νίκης αναπέμπουν ευχαριστήριες ωδές, ευχόμενοι επί πλέον να φθάσουν κι αυτοί σε παρόμοιο τέρμα. Κι αφού τον παραλάβουν, τον μεταφέρουν προς τον ιεράρχη, σαν για να του δώσει ιερούς στεφάνους· εκείνος δε τον υποδέχεται με χαρά και τελεί τα κατά τον ιερό νόμο καθιερωμένα για τους οσίως κεκοιμημένους».
Σημειώσεις:
[1] Εννοεί τους χιλιαστές που περιγράφει ο Παπίας.
[2] Τα «Λόγια» είναι η Αγία Γραφή.
(Αρεοπαγιτικά συγγράμματα, «Περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας», Φ. ΕΠΕ 3, σελ. 449-453).
exprotestant
http://blogs.sch.gr/kantonopou/2014/07/25/%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%84%CE%B5%CE%BB%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CF%89%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%BA%CE%B5%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BC%CE%B7%CE%BC%CE%AD%CE%BD/