(Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς)
Ἐκκλησία Θεάνθρωπος παρατεινόμενος εἰς τούς αἰώνας
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός παρατεινόμενος εἰς ὅλους τούς αἰώνας καί εἰς ὅλην τήν αἰωνιότητα. Ἀλλά μαζί μέ τόν ἄνθρωπον καί διά τόν ἄνθρωπον, ἀνήκει εἰς τήν Ἐκκλη σίαν καὶ ὁλόκληρος ἡ κτίσις τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ πᾶν τὸ δὴμιουργηθὲν ἀπὸ τὸν Θεὸν Λόγον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐπὶ τῆς γῆς· πάντα ταῦτα ἀποτελοῦν τὴν Ἐκκλησίαν, ὡς τὸ σῶμα της, τοῦ ὁποίου ἡ κεφαλὴ εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.
Ἡ κεφαλὴ εἶναι κεφαλὴ τοῦ σώματος καὶ τὸ σῶμα εἶναι σῶμα τῆς κεφαλῆς οὕτως ὥστε νά εἶναι ἀχώριστα τὸ ἕν ἀπὸ τὸ ἄλλο καὶ τὸ ἕν πλήρωμα τοῦ ἄλλου: «τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Εφ. 1, 23).
Κάθε χριστιανός, γινόμενος διὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος μέλος τῆς Ἐκκλησίας, γίνεται ἀναπόσπαστον μέρος τοῦ πληρώματος «τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου», πληρούμενος καὶ ὁ ἴδιος «εἰς πᾶν τὸ πλήρωμα τοῦ Θεοῦ» (Εφ. 3,19). Τοιουτοτρόπως ἀποκτᾷ τὸ ὑπερτέλειον πλήρωμα τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι του, τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου του.
Αὐτὸ τὸ πλήρωμα ἀποκτᾷ κάθε χριστιανὸς διὰ τῶν ἁγίων μυστηρίων καὶ τῶν ἁγίων ἀρετῶν, κατὰ τὸ μέτρον τῆς πίστεώς του καὶ τῆς ἐν χάριτι ζωῆς του ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦτο ἰσχύει δι’ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν.
Ὅλοι εἶναι πεπληρωμένοι μὲ τὸ πλήρωμα «τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου»: οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ ἄγγελοι, καὶ τὰ ἄστρα καὶ τὰ πτηνὰ καὶ τὰ φυτὰ καὶ τὰ ὀρυκτά, μὲ μίαν λέξιν ὅλα τὰ θεόκτιστα ὄντα. Τοιουτοτρόπως ἐμεὶς οἱ ἄνθρωποι ἔχομεν ἀποκτήσει συγγένειαν καὶ δὴ θείαν μὲ ὅλα τὰ θεόκτιστα ὄντα καὶ δημιουργήματα.
Διότι ὅπου εἶναι ἡ θεότης τοῦ Θεανθρώπου ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ ἀνθρωπότης Του, ἐκεῖ εἶναι, ὅλοι οἷ πιστοὶ ὅλων τῶν αἰώνων καὶ ὅλων τῶν ὄντων: καὶ οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἄνθρωποι.
Θεανθρώπινον πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας
Τοιουτοτρόπως ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πληρούμεθα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ μὲ «πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος» (Κολ. 2, 9): Τὸ θεανθρώπινον πλήρωμα εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ὁ Θεάνθρωπος ἡ κεφαλὴ της, αὐτὴ τὸ σῶμα Του, ἡμεῖς δὲ κατὰ πάντα ἐν πλήρει ἐξαρτήσει ἀπ’ Αὐτόν, ὡσὰν τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν κεφαλήν. Ἑξ Αὐτοῦ, ὡς ἀθανάτου Κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας, ῥέουν διὰ μέσου ὅλου τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ῥεύματα τῶν ζωηφόρων κεχαριτωμένων δυνάμεων καὶ μας ζωογονοῦν μὲ τὴν ἀθανασίαν καὶ τὴν αἰωνιότητα.
Ὅλαι αἱ θεαθρώπιναι αἰσθήσεις τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀπ’ Αὐτόν, ἐν Αὐτῷ καὶ δι’ Αὐτοῦ. Ὅλα τὰ ἅγια μυστήρια καὶ αἱ ἅγιαι ἀρεταὶ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ μὲ τάς ὁποίας καθαριζόμεθα, ἀναγεννώμεθα, μεταμορφωνόμεθα, ἁγιαζόμεθα, χριστοποιούμεθα, θεανθρωποιούμεθα, θεούμεθα, τριαδοποιούμεθα, σῳζόμεθα, γίνονται ἐκ τοῦ Πατρὸς διὰ τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἀκριβῶς λόγῳ τῆς καθ’ ὑπόστασιν ἑνώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου μὲ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν μας ἐν τῷ θαυμαστῷ Προσώπῳ τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου Ἰησοῦ.
Διατὶ ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς, τὸ δεύτερον Πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι τὸ πᾶν ἐν τῇ Ἐκκλησία: καὶ ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ Ἐκκλησία τὸ σῶμα Του; Διὰ νά ἠμπορέσωμεν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας νά «αὐξήσωμεν εἰς αὐτὸν τὰ πάντα, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλή, ὁ Χριστός…», «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 4, 15.13).
Τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεανθρώπινον ἐργαστήριον εἰς τὸ ὁποῖον οἱ ἄνθρωποι θεανθρωποποιοῦνται, χριστοποιοῦνται, θεοῦνται, δηλαδὴ μεταμορφώνονται εἰς θεανθρώπους κατὰ χάριν, εἰς χριστοὺς κατὰ χάριν, εἰς θεοὺς κατὰ χάριν.
Πάντα ταῦτα πραγματοποιοῦνται καὶ συμβαίνουν διὰ τοῦ Θεανθρώπου, ἐν τῷ Θεανθρώπῳ καὶ κατὰ τὸν Θεάνθρωπον, δηλαδὴ μέσα εἰς τὴν κατηγορίαν τοῦ θεάνθρωπου καὶ τοῦ θεανθρωπίνου.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς, διὰ τοῦ θεανθρωπίνου Προσώπου Του, συμπεριλαμβάνει, διαπερᾶ, πληροῖ ὅλους τοὺς κόσμους ἐντὸς τῶν ὁποίων ζῇ καὶ κινεῖται ὁ ἄνθρωπος: καταβαίνει εἰς τὰ κατώτατα τῆς γῆς, εἰς αὐτὴν τὴν κόλασιν, εἰς τὸ βασίλειον τοῦ θανάτου· ἀναβαίνει ὑπεράνω ὅλων τῶν οὐρανῶν «ἵνα πληρώσῃ τὰ πάντα» (Ἐφ. 4, 8 -10. Πρβλ. Ρωμ. 10. 6-7).
Ὁ Θεάνθρωπος αὐξάνει
Τὰ πάντα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ λειτουργοῦν ὁδηγούμενα καὶ καθοδηγούμενα ἀπὸ τὴν Κεφαλὴν τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Κύριον Ἰησοῦν. Καὶ οὕτω τὸ θεανθρώπινον σῶμα αὐξάνει. Ὁ Θεάνθρωπος αὐξάνει! Καὶ τὸ θαῦμα αὐτὸ γίνεται ἀκαταπαύστως δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν καὶ χριστοποίησιν. Αὐξάνει τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία. Αὐξάνει μὲ κάθε ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος γίνεται μέλος τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ συστατικὸν μέρος τοῦ θεανθρωπίνου σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ αὔξησις αὐτὴ τοῦ προσώπου τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ γίνεται ἀπὸ τὴν Κεφαλὴν τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Χριστόν· ἀπ’ Αὐτὸν διὰ μέσου τῶν ἁγίων καὶ χριστοφόρων συνεργῶν του.
Ὁ παμφιλάνθρωπος Κύριος ἔδωσε τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς προφήτας, καὶ τοὺς εὐαγγελιστὰς καὶ τοὺς ποιμένας καὶ τοὺς διδασκάλους, «πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 4, 11.12). Καὶ ἀπὸ τὸν Κύριον Ἰησοῦν ὡς τὴν Κεφαλὴν τῆς Ἐκκλησίας αὐξάνει ὅλον τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας «συναρμολογούμενον καὶ συμβιβαζόμενον διὰ πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας κατ’ ἐνέργειαν ἐν μέτρῳ ἑνὸς ἑκάστου μέρους» (Ἐφ. 4. 16).
Εἰς τὶ ἔγκειται ἡ ἐλπὶς τῆς χριστιανικῆς μας κλήσεως; Εἰς τὴν ἕνωσίν μας μὲ τὸν Κύριον Ἰησοῦν, μέσῳ δὲ Αὐτοῦ μὲ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται ἐντὸς Του, δηλαδή, μέσα εἰς τὸ θεανθρώπινον σῶμα Του, τὴν Ἐκκλησίαν. Τὸ δὲ σῶμα Του εἶναι «ἕν σῶμα» (Ἐφ. 4, 4), τὸ σῶμα τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου· καὶ τὸ πνεῦμα εἰς τὸ σῶμα αὐτὸ εἶναι «ἕν πνεῦμα» (Ἐφ. 4, 4), τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
Ἡ θεανθρωπίνη αὐτὴ ἕνωσις εἶναι τελειοτέρα καὶ πληρεστέρα πάσης ἄλλης ἑνώσεως. Εἰς τὸν ἐπίγειον κόσμον δεν ὑπάρχει πιὸ πραγματικὴ καὶ πιὸ περιεκτικὴ καὶ ἀθάνατος ἕνωσις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸν καὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ μὲ ὅλα τὰ κτίσματα. Τὰ δὲ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα εἰσέρχεται κανεὶς εἰς αὐτὴν τὴν ἕνωσιν εἶναι προσιτά εἰς ὅλους: τὰ ἅγια μυστήρια καὶ αἱ ἅγιαι ἀρεταί.
Τὸ πρῶτον ἅγιον μυστήριον εἶναι τὸ Βάπτισμα, ἡ δὲ πρώτη ἀρετὴ ἡ πίστις. «Μία πίστις» (Ἐφ. 4, 5) καὶ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴν δεν ὑπάρχει ἄλλη· «εἷς Κύριος» (πρβλ· Α΄ Κορ. 8, 16. 12, 5. Ἰουδ. 3) ἐκτὸς τοῦ ὁποίου δεν ὑπάρχει ἄλλος (Ἐφ. 4, 5) καὶ «ἕν βάπτισμα» καὶ δεν ὑπάρχει ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ αὐτό.
Μόνον εἰς τὴν ὀργανικὴν ἕνωσιν μὲ τὸ θεανθρώπινον σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὡς «σύσσωμος» αὐτοῦ τοῦ θαυμαστοῦ ὀργανισμοῦ, ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾷ τὴν πλήρη αἴσθησιν καὶ ἐπίγνωσιν καὶ πεποίθησιν ὅτι ὄντως ὑπάρχει μόνον «εἷς Κύριος», ἡ Παναγία Τριάς· μόνον «μία πίστις», ἡ πίστις εἰς τὴν Παναγίαν Τριάδα (Ἐφ. 3, 6· 4, 13· 4, 5. Ἰουδ. 3)· μόνον «ἕν βάπτισμα», τὸ βάπτισμα εἰς τὴν Παναγίαν Τριάδα (Ματθ. 28,19) καὶ μόνον «εἷς Θεὸς καὶ Πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν ἡμῖν» (Ἐφ. 4, 6). «Εἷς ὁ ἐπὶ πάντων Πατὴρ ὃς καὶ διὰ πάντων διὰ τὸν ἐξ αὐτοῦ Λόγον καὶ ἐν πᾶσι διὰ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος». Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τὸ αἰσθάνεται καὶ ζῇ μὲ αὐτὸ σημαίνει ὅτι διάγει τὸν βίον ἀξίως τῆς χριστιανικῆς κλήσεως (Ἐφ. 4, 1. πρβλ. Ρωμ. 12, 2. Κολ. 3, 8-17. Α’ Θεσσ. 2, 7)· μὲ μίαν λέξιν, σημαίνει ὅτι εἶναι χριστιανός.
————————————————————————-
Πηγή: Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, “Η Ορθόδοξος Εκκλησίας και ο Οικουμενισμός”, μετάφρ. Ιερομ. Αμφιλοχίου Ράντοβιτς και ιερομ. Αθανασίου Γιέβτιτς, Έκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/νίκη 1974.