Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
λβ΄. Δέχτηκε τόν ἔπαινο καί δαιμονίσθηκε
Στοῦ Διονυσίου παλαιότερα ἦταν ἕνας μοναχός ἀγωνιστής. Εἶχε τό διακόνημα τοῦ μάγκιπα, ἔκανε καί τά πρόσφορα. Ἦταν πολύ πρόθυμος στά διακονήματα καί συμβούλευε νεώτερο: «Ὅ,τι κάνεις ἐδῶ μέσα, ἔχεις μισθό ἀπό τόν Πρόδρομο». Ἐπίσης ἔκανε καί μεγάλο ἀγῶνα. Ἐξωμολογήθηκε ὅτι κάνει χίλιες μετάνοιες∙ ὅμως δέν τόν ταπείνωσε ὁ Πνευματικός, ἀλλά τοῦ εἶπε: «Τόσες πολλές!», καί ἔτσι δέχτηκε τόν ἔπαινο καί ἔπεσε σέ ὑπερηφάνεια.
Κάποτε στό Ἀπόδειπνο τόν εἶδε ἀδελφός νά σηκώνη τό κεφάλι του καί νά κοιτάζη μέ περιφρόνηση ὅλη τήν Ἀδελφότητα. Μία ἡμέρα τήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας στό παρεκκλήσι ἔβγαλε τά ροῦχα του, πῆγε στήν Ἐκκλησία μέ τήν φανέλλα καί ἔψαλλε τό «Ἄξιόν Ἐστι» μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἔβγαζε φωτιές ἀπό τό στόμα του καί μύρισε θειάφι ὅλο τό Μοναστήρι. Μετά τόν ἔστειλαν δεμένο καί κουρεμένο στό ψυχιατρεῖο. Ἐκεῖ ταπεινώθηκε, συνῆλθε, ἀφοῦ κατάλαβε τό σφάλμα του, καί ἔκλαιγε συνέχεια μέ μετάνοια. Ὅταν ἐπέστρεψε στό Νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς ἐνῶ ἦταν κατάκοιτος, ἔκλαιγε συνέχεια ἐνθυμούμενος τήν πτώση του. Στό τέλος μία βδομάδα ψυχορραγοῦσε καί δυσκολευόταν. Στήν ἀρχή τῆς ἀγρυπνίας τῶν ἁγίων Ἀποστόλων εἶπε ὁ Ἡγούμενος νά κάνουν κομποσχοίνι ὅλοι οἱ πατέρες, καί πρίν ἀπό τό «Εὐλογημένη» ἐκοιμήθη εἰρηνικά.
λδ’. Ἡ κατάρα πού ἔπιασε
Κάποιος ὑποτακτικός στενοχώρησε τόν Γέροντά του καί ἐκεῖνος τόν καταράστηκε, ἀλλοίμονο, νά πεθάνη στόν δρόμο. Μετά ἀπό δεκαετίες, ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τῆς κοιμήσεώς του, δυστυχῶς ἔπιασε ἡ κατάρα τοῦ Γέροντά του καί πράγματι ἐκοιμήθη στόν δρόμο. Ἴσως ὁ ὑποτακτικός ἀμέλησε νά συγχωρηθῆ ἤ δέν ἔδωσε σημασία γιά νά πάρη πίσω ὁ Γέροντας τήν κατάρα του. Χρειάζεται προσοχή νά μήν δίνουμε ἀφορμές. «Μή δῶς τόπον ἀνθρώπῳ καταράσασθαί σε»[1]. Ἡ ἄδικη κατάρα δέν πιάνει. Ἀλλά ἄν καταραστῆ κάποιος πονεμένος πού ἔχει δίκαιο, τότε πιάνει, ἄν καί δέν πρέπη ποτέ νά καταριώμαστε.
1. Σειράχ δ’, 5.
λς’. Ὁ πλανεμένος αὐτοβιογράφος
Ηταν στά Κατουνάκια ἕνας μοναχός πού ἔκανε τόν νηπτικό. Ἔλεγε ὅτι ἔχει πνευματικό τόν παπα–Βαρθολομαῖο, ἀλλά σπανίως τόν ἔβλεπε. Πῆγε ὁ παπα–Καλλίστρατος ἀπό τήν Λαύρα καί τοῦ εἶπε: «Ἤ θά συμμορφωθῆς μέ τόν Πνευματικό ἤ θά σηκωθῆς νά φύγης». Ἀναγκάστηκε νά πάη στόν Πνευματικό, ἀλλά ἀπ᾿ ὅτι φαίνεται δέν ἔκανε καλή ὑπακοή. Ἔτσι ὅταν κατέπεσε πῆγε στόν παπα–Ματθαῖο στήν Ἁγία Ἄννα νά κοινοβιάση καί νά γηροκομηθῆ. Εἶχε κάποιες οἰκονομίες, τίς ἔδωσε στόν παπα–Ματθαῖο μαζί μέ ἕνα σύγγραμμα δικό του καί τόν ”ἔδεσε” μετά τήν κοίμησή του νά τό ἐκδώση. Εἶχε γράψει τήν βιογραφία του, ὅτι ἔκανε ἀγῶνες μεγάλους, ὅτι ἔτρωγε μόνο κολοκύθι γιά δέκα χρόνια καί ἔγραφε γιά ὀπτασίες καί ὁράματα σάν τόν Ἀπ. Παῦλο, εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος εἴτε ἐν σώματι, ἀλλά δῆθεν ἀπό ταπείνωση δέν εἶχε βάλει τό ὄνομά του, ἀλλά ἔγραψε Θεόγνωστος (δηλαδή τόν ξέρει ὁ Θεός).
Ὁ παπα–Ματθαῖος κατάλαβε τήν πλάνη του, τοῦ εἶπε νά ἐξομολογηθῆ ἀλλά ἀρνιόταν λέγοντας ὅτι αὐτός πού θά τόν ἐξομολογήσει ἔρχεται ἄλλη ὥρα.
Ἀφοῦ ρώτησαν κάποιον γιά τό βιβλίο, τούς εἶπε νά τό ρίξουν στήν θάλασσα καί νά ἐκδώσουν ἕνα ἐποικοδομητικό βιβλίο νά εἶναι καί γιά μνημόσυνο γιά τήν ψυχή του. Ἔτσι μετά τήν κοίμησή του τύπωσαν τήν ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου.
Αὐτά εἶναι τά ἀποτελέσματα τῆς αὐτονομίας. Ἔτρωγε μόνο κολοκύθι, ἀλλά φιλονικοῦσε συνεχῶς μέ τόν γείτονά του καί εἶχε τέτοια ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, πού τόν ὡδήγησε στήν πλάνη.