ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ ΝΗΠΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ
ΛΟΓΟΣ Η΄
 
Περὶ τοῦ ὅτι ἐκεῖνος ποὺ προσεύχεται νοερῶς καὶ νηστεύει πάντοτε ἀπὸ τὰ ἡδονικὰ φαγητά, ὅταν εἶναι νηστικός, γλυκαίνει μερικὲς φορὲς τὸ στόμα του ἀπὸ τὴν εὐχή, σὰν νὰ τρώγει ζάχαρη ἢ γλυκύτατο μέλι, καθὼς λέγει καὶ ὁ προφητάνακτας· «Ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου» (Ψλμ. ριη΄ 103).
Εὐλόγησον πάτερ.
Τρία πράγματα φρόντιζε, ταπεινὲ Μοναχέ, νὰ ἀποκτήσεις πάντοτε· νηστεία, ἐγκράτεια καὶ νοερὰ προσευχή, ἂν θέλεις νὰ γευθεῖς κάποτε αὐτὴν τὴν θαυμαστὴ γλυκύτητα, ἡ ὁποία θὰ σοῦ γλυκαίνει ἄρρητα τὴν γλῶσσα σου. Διότι ἂν δὲν μεταχειρίζεσαι μὲ κάθε ἔφεσή σου καὶ θέληση, νηστεία, ἐγκράτεια καὶ νοερὰ προσευχή, μὴν ἐλπίζεις ποτὲ νὰ αἰσθανθεῖς αὐτὴν τὴν θαυμαστὴ γλυκύτητα. Αὐτή, εἶναι μία μεγάλη παρηγορία τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ σὲ κάνει περισσότερο θερμὸ καὶ περισσότερο ζηλωτὴ στὴν πνευματική σου ἐργασία.
Αὐτὴν τὴν θαυμαστὴ θεϊκὴ γλυκύτητα τῆς γλώσσας εἶναι σπάνιοι ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἀπολαμβάνουν, μάλιστα καὶ αὐτοὶ δὲν τὴν αἰσθάνονται πάντοτε, ἀλλὰ μερικὲς φορές, ὅταν ἐπιτρέψει ὁ Κύριος γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσει. Ὅταν ὅμως τὴν αἰσθάνονται στὴν γλῶσσα τους, τότε γνωρίζουν μόνοι τους τί καλὸ πρᾶγμα εἶναι νὰ νηστεύει κάποιος πάντοτε, νὰ ἐγκρατεύεται πάντοτε καὶ νὰ προσεύχεται ἀδιαλείπτως στὸν Χριστὸ μὲ ὅλη τὴν καρδιά του, διότι δίχως αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ στὸ στόμα αὐτὴν τὴν γλυκύτητα.
Αὐτὴ λοιπὸν ἡ θεϊκὴ γλυκύτητα εἶναι ἄρρητη, διότι εἶναι πνευματική, καὶ κάθε τὶ τὸ πνευματικὸ εἶναι ἀνέκφραστο καὶ μυστικό, ὅμως γιὰ νὰ τὴν καταλάβει λίγο κάποιος, πῶς ἐνεργεῖ στὴν γλῶσσα, λέγουμε τὰ ἑξῆς·
Αὐτὴ ἡ θεϊκὴ γλυκύτητα, ἀπὸ τὴν ὁποία γλυκαίνεται ἡ γλῶσσα ἀνεκφράστως, ὁμοιάζει μὲ τὴν γλυκύτητα τῆς ζάχαρης, ὅμως εἶναι πολὺ διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτήν, διότι ἂν βάλεις στὸ στόμα σου ζάχαρη, γλυκαίνει τὸ στόμα σου γιὰ λίγο, καὶ ἀφοῦ διαλυθεῖ ἡ ζάχαρη καὶ τὴν καταπιεῖς, δὲν αἰσθάνεσαι πιὰ τὴν γλυκύτητά της, ἐκτὸς μόνον ἂν βάλεις καὶ ἄλλη στὸ στόμα σου.Ὅμως, στὴν νοητὴ καὶ πνευματικὴ ζάχαρη, τὴν ὁποία βάζει ἀοράτως ἡ Χάρη τοῦ Κυρίου στὸ στόμα σου καὶ μὲ τὴν ὁποία ἀλείφει θαυμάσια τὴν γλῶσσα σου, δὲν γίνεται ἔτσι, διότι δὲν διαρκεῖ λίγο καιρό, οὔτε χρειάζεται, ἀφοῦ χαθεῖ ἡ γλυκύτητα ἀπὸ τὸ στόμα σου, νὰ βάλεις κάτι ἄλλο γλυκὺ γιὰ νὰ γλυκαθεῖ, διότι ἡ γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀτελείωτη, ἀρκεῖ νὰ τὴν ἀξιωθεῖς μέσῳ τῆς νοερᾶς προσευχῆς καὶ τῆς καθαρῆς νηστείας.

Ὅταν λοιπὸν γλυκαίνεται ἡ γλῶσσα σου, αἰσθάνεσαι τὴν γλυκύτητά της μπροστά, σὰν νὰ τοποθετήθηκε ἐκεῖ κάποιος κόκκος ζάχαρης μικρός, ὁ ὁποῖος ἄρχισε νὰ λειώνει μέσα στὸ στόμα σου. Τότε, γιὰ νὰ αἰσθανθεῖς πολὺ καλύτερα αὐτὴν τὴν πνευματικὴ θεϊκὴ γλυκύτητα, κράτησε καλὰ κλεισμένο τὸ στόμα σου, διότι ἔτσι νοιώθεις ὅτι αὐτὴ ἡ ἄρρητη γλυκύτητα ἀναβλύζει ἀδιάκοπα ἀπὸ τὴν μπροστινὴ ἄκρη τῆς γλώσσας σου, ὅπως ἀναβλύζει τὸ νερὸ ἀπὸ κάποια φλέβα. Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ τὴν αἰσθάνεσαι νὰ τρέχει ἔτσι, ἀμέσως ἐξαφανίζεται ἐὰν τυχὸν ὁμιλήσεις μὲ κάποιον. Ἀλλά, ἂν ἐσὺ κλείσεις τὸ στόμα σου καὶ προσέξεις πάλι, παραδόξως πάλι αἰσθάνεσαι ὅτι γλυκαίνει ἡ γλῶσσα σου.
Εἶναι ἕνα φυτό, τοῦ ὁποίου τὸ ἄνθος ἔχει φυσικὸ μέλι. Αὐτὸ τὸ ἄνθος, ὅταν τὸ τραβᾶς ἀπὸ τὸν μίσχο, φαίνεται σὰν σωληναράκι ποὺ ἂν τὸ βάλεις στὸ στόμα σου καὶ τὸ ρουφήξεις, καταλαβαίνεις τὴν γλυκύτητά του σὰν μέλι. Παρόμοια λοιπὸν μὲ αὐτὴν εἶναι καὶ ἡ γλυκύτητα τῆς γλώσσας σου, ποὺ γλυκαίνει ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, ἡ γλυκύτητα ἐκείνου τοῦ ἄνθους, ἀφοῦ τὴν ρουφήξεις μία φορά, χάνεται, ἐνῶ ἡ γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ δὲν χάνεται, ὅσο ἀπέχεις ἀπὸ φαγητὸ ἢ ποτό· διότι, ἂν γευθεῖς κάτι, τότε δὲν αἰσθάνεσαι πιὰ μὲ τὴν ἴδια ζωηρότητα ἐκείνην τὴν γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ, τὴν ἡμέρα ἐκείνην.
Μερικὲς φορές, καὶ μάλιστα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ τὴν γεύση τῆς αἰσθητῆς τροφῆς, τελείως χάνεται ἐκείνην τὴν ἡμέρα. Ἀντιθέτως, ἡ γλυκύτητα αὐτή, μερικὲς φορές, ὅταν κρατᾶς γιὰ πολὺ τὸ στόμα σου κλειστό, ἀναβλύζει θαυμασίως καὶ συνεχῶς μέσα στὸ στόμα σου καὶ τὴν αἰσθάνεσαι ἔτσι σὲ κάθε σου ἀναπνοή. Ἄλλοτε, τὴν αἰσθάνεσαι καὶ μέσα στὰ χείλη σου διότι γλυκαίνουν καὶ αὐτὰ ἀπὸ μέσα σὰν νὰ τὰ πασπάλισες ἐσωτερικῶς μὲ ζάχαρη ἄχνη, ἢ σὰν νὰ τὰ ἄλειψες μέσα μὲ μέλι.
Φυλάξου λοιπόν, ταπεινέ, ὅταν ἔχεις μέσα σου αὐτὴν τὴν γλυκύτητα, νὰ μὴν γευθεῖς χωρὶς μεγάλη ἀνάγκη τίποτε, γιὰ νὰ μὴν λυπηθεῖς ἔπειτα δίχως ὄφελος. Ἂς πεινάει ἡ κοιλιά σου· μὴν τῆς δίνεις τίποτε, διότι ὅταν αὐτὴ πεινάει, τότε τὸ στόμα σου χορταίνει ἀπὸ τὴν γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ. Ἅμα δώσεις στὴν κοιλιά σου αἰσθητὴ τροφή, στερεῖται ἡ γλῶσσα σου τὴν θαυμαστὴ γλυκύτητα. Ὅταν ἔτσι γλυκαίνεσαι ἀπὸ αὐτὴν τὴν θεϊκὴ γλυκύτητα, τότε τὸ σάλιο σου μὴν τὸ φτύνεις ὅπου τύχει, ἀλλὰ κατάπιε το γιὰ νὰ μὴν τὴν στερηθεῖς γιὰ λίγο. Προπάντων ὅπως εἴπαμε, κράτησε καλὰ κλεισμένο τὸ στόμα σου, ἂν δὲν ὑπάρχει κάποια μεγάλη ἀνάγκη νὰ ὁμιλήσεις, γιὰ νὰ μὴν μετανοιώσεις ὕστερα.
Ἐὰν κάποτε, ὅταν ἔχεις μέσα σου αὐτὴν τὴν θαυμαστὴ καὶ ὑψηλὴ γλυκύτητα, ἔχεις ἀνάγκη νὰ διαβάσεις κάτι ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, διάβασέ το μὲ εὐλάβεια. Ὅταν τὸ διαβάζεις, πρόσεχε ταυτοχρόνως καὶ στὴν πνευματικὴ γλυκύτητα τῆς γλώσσας σου νὰ δεῖς, παραμένει ἢ ὄχι, ἀναβλύζει ἀπὸ τὴν γλῶσσα σου ἢ ἐξαφανίζεται ἀπ᾿ αὐτήν; Καὶ ἂν παραμένει, πρόσεχε μαζὶ καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴν θαυμαστὴ γλυκύτητα καὶ στὴν ἀνάγνωση, διότι ἔτσι θὰ αἰσθανθεῖς καὶ ἄλλη πνευματικὴ γλυκύτητα, ὄχι στὴν γλῶσσα σου, ἀλλὰ στὴν διάνοιά σου, διότι καὶ αὐτὴ θὰ γλυκαθεῖ ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι τότε, ἀφοῦ διπλασιαστεῖ σ᾿ ἐσένα ἡ παρηγορία τοῦ Θεοῦ, ἀμέσως θὰ τριπλασιαστεῖ. Διότι ἀμέσως θὰ δεῖς καὶ στὰ μάτια σου τὴν παρηγορία τοῦ Θεοῦ, διότι θὰ χύνονται ἀπὸ τὰ μάτια σου τὰ καθαρὰ καὶ λαμπρὰ δάκρυα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα εἶναι πολὺ γλυκύτατα στὴν ψυχή σου. Ἔτσι τότε, ἀφοῦ τριπλασιαστεῖ ἡ παρηγορία τοῦ Θεοῦ, ἀμέσως θὰ δεῖς στὸν ἑαυτό σου καὶ ἄλλη τέταρτη παρηγορία τοῦ Θεοῦ· θὰ δεῖς νοερῶς τὸν ἐσωτερικό σου ἄνθρωπο ὅτι μυρώθηκε ἀοράτως ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὸ θεῖο ἔλαιο τῆς ἀγαλλιάσεως, καὶ ἔτσι ἔγινες ὅλος γαλήνιος, ὅλος λαμπρός, ὅλος ἀγαλλίαση. Λέγουμε, ὅτι δὲν ἔμεινε στὴν ψυχή σου καμμία αἴσθηση ἀπαράκλητη ἀπὸ τὴν παρηγορία καὶ τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἀλλὰ αὐτὰ θὰ συμβοῦν σὲ σένα, ἂν παραμένει, ὅπως εἰπώθηκε, ἡ ἄρρητη καὶ θαυμαστὴ γλυκύτητα στὴν γλῶσσα σου. Ἂν πάλι δὲν παραμένει αὐτὴ ἡ ὑψηλὴ γλυκύτητα στὴν γλῶσσα σου, ὅταν διαβάζεις, μὴν ἀπελπίζεσαι καὶ θελήσεις νὰ γευθεῖς κάτι ἢ νὰ πολυλογεῖς ἢ νὰ ὑπερηφανεύεσαι, ἀλλὰ φυλάξου ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοια, διότι ἔτσι θὰ δεῖς σὲ λίγο νὰ γλυκαίνεται θαυμασίως ἡ γλῶσσα σου.
-Αὐτὴ ἡ θεία γλυκύτητα πηγάζει ἀπὸ τὴν γλῶσσα σου, ἢ προέρχεται ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία χτυπάει τὴν γλῶσσα καὶ ἔτσι αὐτὴ γλυκαίνεται;
-Αὐτό, ταπεινέ, δὲν μπορεῖς ἀκριβῶς νὰ τὸ καταλάβεις, διότι φαίνεται πῶς ἀπὸ τὴν γλῶσσα σου πηγάζει, ὅμως ἀληθῶς, δὲν πηγάζει ἀπὸ αὐτὴν ἀλλὰ ἀπὸ τὴν Θεία Χάρη, ἡ ὁποία χτυπάει τὴν γλῶσσα σου καὶ περνάει ἀνεκφράστως ἀπ᾿ αὐτὴν καὶ ἔτσι γλυκαίνεται. Αὐτὸ ὅμως ἀγαπητέ, δὲν ὑπάρχει καμμία ἀνάγκη νὰ τὸ πολυεξετάσεις, διότι ἂν τὸ πολυεξετάσεις, δὲν θὰ βρεῖς τίποτε περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἴπαμε.
Αὐτὴ λοιπὸν ἡ θεϊκὴ γλυκύτητα μερικὲς φορὲς ἀναβλύζει μέσα σου καὶ σοῦ γλυκαίνει τὴν γλῶσσα σου, ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ σοῦ τὴ γλυκαίνει ἔτσι, αἰσθάνεσαι ὅτι λιγοστεύει καὶ σοῦ φαίνεται ὅτι τελείως θὰ ἐκλείψει ἀπὸ σένα. Ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ φαίνεται ἔτσι, νά! καὶ πάλι αἰσθάνεσαι ὅτι σὲ γλυκαίνει παραδόξως.
Χαρὰ καὶ λαμπρότητα λοιπὸν ἂς εἶναι σὲ σένα, ταπεινὲ Μοναχέ, ὅταν ἀξιωθεῖς ὅλα αὐτὰ ποὺ ἄκουσες. Καὶ τότε δὲν χρειάζεσαι νὰ τρώγεις καὶ νὰ πίνεις ἡδύποτα καὶ ἄλλα γλυκίσματα γιὰ νὰ γλυκαθεῖ τὸ στόμα σου, διότι τὸ γλυκαίνει ἡ παρηγορία τοῦ Θεοῦ. Στὰ ἡδύποτα καὶ γλυκίσματα ποὺ τρώγει καὶ πίνει κανείς, δὲν μένει παντοτινὰ ἡ γλυκύτητα στὸ στόμα του, ἀλλὰ μόνον ὅσο μένουν αὐτὰ στὸ στόμα του· ὅμως στὴν παρηγορία τοῦ Θεοῦ, μένει ἡ γλυκύτητα πραγματικῶς στὸ στόμα του, ὅσο νηστεύει ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῆς γῆς.
Οἱ Ἑβραῖοι ἐκεῖνον τὸν καιρό, ὅταν τοὺς ἔτρεφε ὁ Θεὸς μὲ τὸ μάννα, ὅσο νήστευαν ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῆς γῆς, εἶχαν τὸ οὐράνιο μάννα ποὺ τοὺς γλύκαινε ἀνεκφράστως, ἀφοῦ ὅμως ἔφαγαν ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῆς γῆς, ἀμέσως τὸ ἔχασαν. Ἅμα λοιπὸν καὶ ἐσύ, ταπεινέ, ποὺ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ ἀξιώθηκες νὰ γευθεῖς αἰσθητῶς κατὰ κάποιον τρόπο αὐτὴν τὴν λεπτὴ καὶ αἰσθητὴ γλυκύτητα καὶ νὰ ἔχεις στὸ στόμα σου τὴν τροφὴ τῶν ἀγγέλων- τὸ οὐράνιο μάννα, ἅμα -λέγω- γευθεῖς ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῆς γῆς, ἀμέσως ἐξαφανίζεται αὐτὴ ἡ μυστικὴ γλυκύτητα. Καλύτερα λοιπὸν γιὰ ἐσένα νὰ νηστεύεις πάντοτε, νὰ ἐγκρατεύεσαι καὶ νὰ προσεύχεσαι ἀδιαλείπτως, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνεις αὐτὴν τὴν θαυμαστὴ γλυκύτητα, παρὰ νὰ χορταίνεις τὴν κοιλιά σου ἀπὸ ὑλικὲς τροφὲς καὶ νὰ στερεῖσαι αὐτὸ τὸ οὐράνιο καὶ γλυκύτατο μάννα.
Παρατήρησα κάποτε κάποιον ἱερομόναχο, ὁ ὁποῖος προσκομίζοντας στὴν ἁγία Προσκομιδή, ξαφνικὰ γέμισε δάκρυα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὰ σταματήσει, ἀλλὰ συνέχεια, μέχρι ποὺ τελείωσε τὴν Προσκομιδή, κατανυσσόταν καὶ ἔκλαιγε. Ὅταν ἤθελε νὰ πεῖ τὸ «Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός» καὶ τὰ λοιπὰ ἢ κάποιαν ἐκφώνηση, βίαζε τὸν ἑαυτό του καὶ ἔκοβε λίγο τὴν κατάνυξη ἀπὸ τὴν καρδιά του, προφέροντας τὰ λόγια μὲ φωνὴ χονδρότερη γιὰ νὰ μὴν φανεῖ ὅτι κατανύσσεται. Κατανυσσόταν παρομοίως καὶ ὅταν ἔλεγε τὶς εὐχές. Ὅταν ὅμως διάβασε τὸ θεῖο Εὐαγγέλιο, ξαφνικὰ τόση κατάνυξη τοῦ ἦλθε, ὥστε πνίγηκαν τὰ μάτια του ἀπὸ τὰ δάκρυα καὶ τότε πιά, ἔκλαιγε φανερά, μὴ μπορώντας νὰ συγκρατηθεῖ. Ἔτσι, αὐτὴν τὴν ὥρα δὲν ἔμεινε στὴν Λειτουργία κανεὶς ποὺ νὰ μὴν κατανυχθεῖ, ἐκτὸς μόνον ἂν κάποιος ἦταν τόσο ἀναίσθητος καὶ σκληρόκαρδος στὴν ψυχή, σὰν ἐμένα. Ἀλλά, ἀκόμη καὶ σὲ ὅλη τὴν θεία Λειτουργία, κατανυσσόταν πότε πολὺ καὶ πότε λίγο μὲ ἄμετρη ἀγαλλίαση τῆς ψυχῆς του. Καὶ ὅταν κοινώνησε τὸ ἄχραντο Σῶμα καὶ τὸ τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου, κατέβρεξε τὸν ἅγιο Δίσκο καὶ τὰ καλύμματα καὶ τὸ ἀντιμήνσιο μὲ τὰ δάκρυα.
Ὕστερα, ἀφοῦ τελείωσε τὴν Θεία Λειτουργία, τὸν ρώτησα νὰ μοῦ πεῖ ὅλη τὴν ἀλήθεια, γιατί κατανυσσόταν τόσο πολὺ καὶ γιατί ἔχυνε τέτοια δάκρυα καὶ μάλιστα μπροστὰ σὲ τόσο κόσμο, ἐνῶ ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ βγάλω οὔτε κἂν στὰ κρυφὰ ἕνα δάκρυ γιὰ τὴν ἐλεεινή μου ψυχή. Καὶ αὐτὸς ὡς φίλος τῆς ἀλήθειας καὶ ὡς ἀγαθὸς καὶ ἄκακος, μοῦ εἶπε ὅλη τὴν ἀλήθεια·
Ἐγώ, ἀδελφέ, ὅταν στὸν ὄρθρο διαβαζόταν ἡ κοινὴ ἀκολουθία, μελετοῦσα νοερῶς καὶ ἀδιαλείπτως στὴν καρδιά μου τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ὅταν ἔφθασε ἡ ἀκολουθία στὴν μέση, ἄρχισα νὰ αἰσθάνομαι στὴν γλῶσσα μου, λίγο – λίγο, κάποια γλυκύτητα. Συγχρόνως μὲ αὐτὴν τὴν γλυκύτητα καταλάβαινα μέσα μου κάποια πνευματικὴ παρηγορία.
Ἀλλά, ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα καὶ ἔλεγα περισσότερο τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», τόσο περίσσευε στὴν γλῶσσα μου καὶ ἡ θαυμαστὴ ἐκείνη γλυκύτητα, μεγάλωνε δὲ καὶ ἡ παρηγορία τοῦ Θεοῦ μέσα μου, καὶ τότε ἀμέσως ἄρχισε νὰ κατανύσσεται λίγο ἡ καρδιά μου. Ἀφοῦ «πῆρα καιρὸ» νὰ λειτουργήσω, ἐπεκτάθηκε μέσα στὸ στόμα μου ἡ γλυκύτητα καὶ πληροφορήθηκα μέσα μου ζωηρότερη τὴν παρηγορία τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐγὼ κατανυσσόμουν εὐκολότερα καὶ περισσότερο. Ὅταν προσκόμιζα στὴν Προσκομιδὴ τὰ θεῖα δῶρα, κατάλαβα στὸ στόμα μου πολλὴ γλυκύτητα. Συγχρόνως, κατάλαβα στὴν καρδιά μου πολλὴ παρηγορία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι τότε, δὲν μποροῦσα νὰ σταματήσω τὰ δάκρυα. Ὅταν διάβαζα τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, παρομοίως κατάλαβα στὸ στόμα μου αὐτὴν τὴν θαυμαστὴ καὶ ὑψηλὴ γλυκύτητα νὰ ὑπερισχύει καὶ συγχρόνως γλύκανε ὑπερβολικῶς καὶ ἡ διάνοιά μου μὲ τὰ λόγια τοῦ θείου καὶ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἐπειδὴ ἐννοοῦσε ὁ νοῦς μου σαφῶς τὴν δύναμη, τὸ νόημα καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ καθενὸς λόγου του. Ἔτσι τότε καὶ ἐγὼ μὴ μπορώντας νὰ κρύψω μέσα μου καὶ νὰ σταματήσω τὴν κατάνυξη ἔκλαιγα πιὰ σὰν μικρὸ παιδί, διότι πλημμύρισε καὶ χύθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά μου ἡ κατάνυξη. Γι᾿ αὐτό, ἀπὸ ἐκείνην τὴν ὥρα μέχρι νὰ τελειώσει ἡ Λειτουργία, συνέχεια κατανυσσόμουν πότε πολύ, πότε λίγο, ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ γλυκύτητα ποὺ αἰσθανόταν ἡ γλῶσσα μου καὶ ἀπὸ τὴν γλυκύτητα μὲ τὴν ὁποία γλυκαινόταν ἡ διάνοιά μου στὴν κατανόηση τῶν ἱερῶν λόγων». Ἀκούγοντας αὐτὰ ἐγὼ ὁ σκληρόκαρδος, κατηγόρησα τὸν ἑαυτό μου ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μου, ἐπειδὴ ποτέ μου δὲν εἶδα στὴν γλῶσσα μου τέτοια γλυκύτητα οὔτε στὴν ψυχή μου τέτοια παρηγορία.
Εὐχή.
Ἀλλά, Κύριε, Κύριε, ὁ γλυκασμὸς καὶ ἡ ἡδύτητα ὅλων τῶν δούλων Σου ποὺ μνημονεύουν στὴν καρδιὰ μὲ εὐλάβεια τὸ ὄνομά Σου τὸ ἅγιο καὶ θεϊκό, χάρισε, παρακαλῶ, καὶ σ᾿ ἐμένα νὰ ἀγαπῶ τὸ Ὄνομά σου μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ καὶ νὰ τὸ μνημονεύω μὲ πολλὴ εὐλάβεια, γιὰ νὰ αἰσθανθεῖ κάποτε, ὅταν ἐπιτρέψει ἡ Χάρη Σου, καὶ ἡ δική μου γλῶσσα αὐτὴν τὴν θεϊκὴ καὶ ὑψηλὴ γλυκύτητα. Διότι τότε, Κύριέ μου, εἶμαι πληροφορημένος ὅτι συγχρόνως μὲ αὐτὴν τὴν θαυμαστὴ γλυκύτητα, θὰ λάμψει καὶ τὸ ἅγιο φῶς τῆς θεογνωσίας Σου μέσα στὴν καρδιά μου, ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ φωτισθοῦν τὰ μάτια τῆς διάνοιάς μου στὴν ἀληθινὴ καὶ τέλεια κατανόηση τῶν θεϊκῶν Σου λόγων. Ὅταν γίνει αὐτὸ σ᾿ ἐμένα, Κύριε, ἀπὸ Σέ, τὸν δημιουργὸ καὶ Θεό μου, ἀμέσως θὰ φανοῦν τὰ λόγια Σου γλυκὰ στὸν λάρυγγά μου καὶ γλυκύτερα ἀπὸ μέλι στὸ στόμα μου. Ναί, ὁ γλυκύς μου Ἰησοῦς, δέομαι καὶ παρακαλῶ τὴν βασιλεία Σου, ράντισε καὶ ἐμένα τὸν πολὺ πικραμένο μία σταλαγματιὰ θεϊκῆς γλυκύτητος ἀπὸ τὴν μεγάλη καὶ ἀκατανόητη ἄβυσσο τῆς δικῆς Σου θεϊκῆς καὶ πνευματικῆς γλυκύτητος. Διότι ἐπόθησε ἡ ψυχή μου αὐτὴν τὴν πνευματική Σου θεία καὶ θαυμαστὴ γλυκύτητα περισσότερο ἀπὸ χρυσάφι καὶ τοπάζιο καὶ περισσότερο ἀπὸ πολύτιμο λίθο, καὶ γλυκαίνομαι ὁ δοῦλος Σου πνευματικῶς ὅταν τὴν σκέπτομαι, περισσότερο ἀπὸ μέλι καὶ κηρήθρα. Διότι Ἐσύ, Κύριέ μου, Κύριε, γλυκύτατε Ἰησοῦ μου, εἶσαι ὁ ἀνέκφραστος γλυκασμὸς ἡμῶν ὅλων τῶν Χριστιανῶν καὶ σοὶ τὴν δόξα ἀναπέμπομεν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
 
ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ ΝΗΠΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ
 
 
ἐκ χειρογράφου τῆς Ἱ.Μ.Ξενοφῶντος
Ἁγίου Ὄρους
 
 
 
 
https://wra9.blogspot.com/2022/10/blog-post_88.html