ΛΟΓΟΣ Ε΄
Περὶ τοῦ ὅτι ἡ ἀκραία καὶ ἐκτεταμένη βία τῆς καρδιακῆς εὐχῆς γεννᾶ μὲν δριμὺ πόνο στὸν ἄνθρωπο, ὅμως ἀπὸ τὸν πόνο γεννιοῦνται τὰ ἀσταμάτητα δάκρυα καὶ ἀπ᾿ αὐτὰ προέρχεται ἡ θυμηδία καὶ ἡ παρηγορία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν ψυχή. Ἀκόμη, πῶς κάποιος φτύνει αἷμα, ἕως ὅτου ἐξορίσει ἀπὸ τὴν καρδιά του τὸν σατανᾶ μὲ ὅλα τὰ στρατεύματά του.
Εὐλόγησον πάτερ.
Μοναχέ, ἐσὺ ποὺ «ἐμπορεύεσαι» τὸ ἀτίμητο καὶ οὐράνιο «ἐμπόρευμα», τὴν σωτηρία, μὲ τὰ θεϊκὰ καὶ φωτεινά σου δάκρυα! Ὅταν στερεῖσαι αὐτὰ τὰ σωτήρια καὶ ἅγια δάκρυα καὶ εἶναι ἡ διάνοιά σου τυφλωμένη καὶ κατασυννεφιασμένη ἀπὸ μία παχύτατη ὁμίχλη τῆς ἀναισθησίας, ἡ ὁποία περιχύνεται πάνω στὴν ψυχή σου καὶ κρατάει τὸν νοῦ σου στὸ σκοτάδι καὶ στὴν σκιὰ τοῦ θανάτου δεμένο, ὅταν -λέγω- πάσχεις ἀπ᾿ αὐτά, τότε μὴν ψάχνεις ἄλλη θεραπεία γιὰ τὴν ψυχή σου, οὔτε ἄλλο μέσο μὲ τὸ ὁποῖο μπορεῖς νὰ ἀποβάλεις ἀπὸ τὴν διάνοιά σου τὴν παχύτατη αὐτὴν ὁμίχλη τῆς ἀναισθησίας καὶ νὰ ἐλευθερώσεις τὸν σκλαβωμένο σου νοῦ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ψυχικῆς σου τύφλωσης, ἀλλὰ ψάξε, ὅσο μπορεῖς, νὰ βρεῖς τὰ δάκρυα ποὺ στερεῖσαι. Διότι μόνον τῶν δακρύων εἶναι ἔργο νὰ λαμπρύνουν τὴν διάνοιά σου, νὰ φωτίσουν τὴν ψυχή σου, νὰ διεγείρουν τὴν καρδιά σου καὶ νὰ τὴν θερμάνουν στὴν θεϊκὴ ἐργασία καὶ νὰ ὑποτάξουν τὸ σῶμα σου στὰ θελήματα τῆς ψυχῆς σου.
Αὐτὰ τὰ δάκρυα προέρχονται καὶ γεννιοῦνται ἀπὸ πολλὲς καὶ διάφορες ἀρετές, ὅμως κατὰ θαυμαστὸ τρόπο προέρχονται καὶ ἀναβλύζουν ταυτοχρόνως καὶ συνεχῶς ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ βία τῆς καρδιακῆς εὐχῆς. Διότι ἡ καρδιακὴ εὐχὴ ὅταν λέγεται μὲ βία, δὲν ἀργεῖ νὰ τὰ γεννήσει στὸ σῶμα καὶ νὰ τὰ δώσει στὴν ψυχὴ γιὰ νὰ πλυθεῖ μὲ αὐτὰ καὶ νὰ λευκανθεῖ περισσότερο ἀπὸ τὸ χιόνι. «Πλυνεῖς με», λέγει «καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι» (Ψλμ. ν΄ 9).
Ἀλλά, ἴσως μοῦ ἀποκρίνεσαι καὶ μοῦ λέγεις· «Ἐγὼ πολλὲς φορὲς βίασα τὴν καρδιά μου μὲ τὴν εὐχὴ καὶ δὲν εἶδα καθόλου δάκρυ». Ναί! σὲ πιστεύω ὅτι βίασες τὴν καρδιά σου μὲ τὴν εὐχή, ἀλλὰ πόσο τὴν βίασες δὲν μοῦ λέγεις. Διότι βία ἀπὸ βία διαφέρει, καθὼς διαφέρει ἀρετὴ ἀπὸ ἀρετή, τέχνη ἀπὸ τέχνη, ζῶο ἀπὸ ζῶο, καὶ ἄνθρωπος ἀπὸ ἄνθρωπο.
Ὅταν βιάζεις τὴν καρδιά σου μὲ τὴν εὐχή, ἂν δὲν σοῦ ἔρχεται τὸ δάκρυ γνώριζε ὅτι δὲν ἔφθασες στὸν πόνο τῆς καρδιᾶς σου καὶ ἕως τὴν πληγὴ τῆς καρδιᾶς σου, ὥστε νὰ σὲ πονάει ἐκεῖ ποὺ λέγεται ἡ εὐχὴ μὲ δριμύτατο πόνο, σὰν νὰ κατέκοψε ἐκεῖνο τὸ μέρος του στήθους σου μαχαίρι κοφτερό. Διότι ὅση διαφορὰ ὑπάρχει ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ προσεύχεται ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς του μέχρι ἕναν ἄλλο ποὺ δὲν προσεύχεται ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς, τόση διαφορὰ ὑπάρχει καὶ μεταξὺ ἐκείνου ποὺ προσεύχεται μὲ πόνο τῆς καρδιᾶς καὶ λέγει τὴν εὐχὴ ἀπὸ τὸ κέντρο τοῦ πόνου, μέχρι ἐκεῖνον ποὺ προσεύχεται μὲν ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς, ὅμως δίχως πόνο, δίχως πληγή, καὶ δίχως τὸ ἐσωτερικὸ μαχαίρι τοῦ στήθους (ὅποιος διαβάζει, ἂς καταλάβει αὐτὸ ποὺ διαβάζει, καὶ ὅποιος μπορεῖ νὰ χωρέσει, ἂς χωρέσει, διότι δὲν χωροῦν ὅλοι αὐτὰ τὰ λόγια· μάρτυράς μου εἶναι τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ ποὺ βλέπει τὰ κρυφὰ καὶ ἐξετάζει τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀνθρώπου). Διότι πόνος τῆς καρδιᾶς ὑπάρχει ἐκεῖ ποὺ εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ μεγάλη βία τῆς εὐχῆς, ἡ ὁποία κόβει σὰν μαχαίρι ἐσωτερικῶς τὸ στῆθος τοῦ ἀγωνιστοῦ σὲ κομμάτια.
Αὐτὸ εἶναι λοιπὸν ποὺ γεννάει ἀμέσως τὴν κατάνυξη. Καὶ ἄλλοτε χύνονται τὰ δάκρυα σὰν βρύση καὶ βρέχεται ὄχι μόνον τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τὰ ροῦχα του καὶ τὸ ἔδαφος τῆς γῆς, ἄλλοτε πάλι βρέχονται ἀπὸ τὰ δάκρυα μόνον τὰ μάτια καὶ ἄλλοτε, καθὼς δροσίζεται ἡ ἐπιφάνεια τῆς γῆς τὴν ἂνοιξη ἀπὸ τὴν δροσιὰ τοῦ οὐρανοῦ τὴν νύκτα, ἔτσι δροσίζεται ἡ διάνοια καὶ ἡ καρδιὰ ἐσωτερικῶς. Ἀλλὰ πάλι, ἀφοῦ παύσουν τὰ δάκρυα, ἂν παραμένει ἀκόμη ὁ πόνος μέσα σου δυνατὸς καὶ ἡ πληγή σου ἀνοικτή, δίχως νὰ καταπραΰνεται ἡ ἔνταση τοῦ πόνου καὶ δίχως νὰ ὑγιαίνει ἡ πληγὴ καὶ δίχως νὰ ἀναλάβει ἡ καρδιά σου ἀμέσως, πάλι μπορεῖς νὰ ξαναφέρεις τὰ δάκρυά σου, ὅταν θέλεις. Διότι ἡ πηγὴ ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναβλύζουν καὶ χύνονται εἶναι ἀνοικτὴ καὶ δὲν ἔκλεισε. Ἀναβλύζει ἀκόμη καὶ δὲν στέρεψε.
Ἄλλοτε πάλι τὰ ἀνανεώνεις μὲ τὴν ἴδια κοπιαστικὴ εὐχή, διότι λέγοντας πάλι τὴν εὐχὴ μὲ βία καὶ μὲ πόνο καὶ μὲ προσοχή, γνωρίζεις καὶ ἐσὺ ὁ ἴδιος ὅτι μαζὶ μὲ τὴν εὐχὴ βγαίνουν τὰ δάκρυα ἀπὸ τὸν ἴδιο τόπο ποὺ βγαίνει καὶ ἡ εὐχή. Διότι ἀμέσως ὅταν βιάζεις τὴν καρδιά σου μὲ τὴν εὐχή, κατανύσσεται ἐσωτερικῶς ἡ καρδιά σου καὶ τὰ μάτια σου.
Ἄλλοτε πάλι, ὅταν εἶναι νέος ὁ πόνος τῆς καρδιᾶς σου, ἀνανεώνεις τὴν κατάνυξη μὲ τὴν θεωρία τοῦ νοῦ σου. Διότι, ἐπειδὴ ὁ νοῦς σου εἶναι ἀκόμη καθαρότατος, λαμπρότατος καὶ ὑψηλότατος, ἐκτείνεται στὰ οὐράνια κάλλη, στὰ ἄφθαρτα δημιουργήματα, στὰ νοητά τάγματα, στὴν δοξολογία τοῦ Θεοῦ, στὴν προσκύνηση τοῦ κτίστου σου, στὸν θαυμασμὸ τῶν δημιουργημάτων Του, στὴν ἔκπληξη τῆς μεγαλωσύνης Του καὶ στὸ ἀκατανόητο τῆς Θεότητός Του. Μελετώντας αὐτὰ μὲ ζωηρότητα ὁ καθαρότατος καὶ ἀθόλωτος νοῦς, γλυκαίνεται ἀνεκφράστως. Ἔτσι, ἀνανεώνει τὴν κατάνυξη στὴν καρδιά σου καὶ χύνουν τὰ μάτια σου δάκρυα περισσότερα ἀπὸ τὰ πρῶτα, καὶ πέφτοντας, ἐσὺ ποὺ ἐργάζεσαι τὴν σωτηρία σου διὰ μέσου τῶν δακρύων, δὲν σηκώνεσαι ἀπὸ ἐκεῖ μέχρι νὰ χορτάσεις κλαίγοντας καὶ ἕως ὅτου σὲ σηκώσει ἀοράτως ὁ ἅγιος ἄγγελος τῆς πνευματικῆς στήριξης καὶ εὐφροσύνης.
Μετὰ τὰ δάκρυα, φεύγει ἡ ἀναισθησία τῆς ψυχῆς σου, ἐξορίζεται ἡ ἀπελπισία τῆς σωτηρίας σου, διώχνεται ἡ ἀνευλάβεια, χάνεται ἡ ἀμέλεια, διαλύεται ἡ ὀλιγοπιστία τῆς καρδιᾶς σου καὶ ἡ διάνοιά σου φαίνεται τόσο καθαρή, ὅσο φαίνεται καθαρὸς ὁ οὐρανὸς μετὰ τὴν βροχή.
Αὐτὰ τὰ δάκρυα σοῦ τὰ χάρισε ὁ Θεὸς γιὰ μικρὴ παρηγοριά, γιὰ ἀρραβῶνα τῆς οὐρανίου Βασιλείας, ἐπειδὴ καὶ ἐσὺ Τοῦ θυσίασες ὄχι θυσία ὁλοκαυτωμάτων, ποὺ δὲν τὴν θέλει, καθὼς λέγει «ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις» (Ψλμ. ν΄ 18), ἀλλὰ Τοῦ θυσίασες θυσία τῆς καρδιᾶς σου, θυσία τοῦ ἑαυτοῦ σου, θυσία τοῦ πνεύματός σου, «θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον» (Ψλμ ν΄ 19). Ὁ δυνατὸς πόνος ποὺ σὲ κυριεύει μέσα σου καὶ τὸ αἷμα ποὺ φτύνεις ἀπὸ τὴν βία τῆς καρδιακῆς εὐχῆς, λογίζονται μπροστὰ στὸν Θεὸ σὰν εὐπρόσδεκτη θυσία.
Ἀλλὰ γιατί αἰσθάνεσαι τὸν πόνο στὸ κέντρο τοῦ στήθους καὶ ὄχι πουθενὰ ἀλλοῦ; Καὶ γιατί κατέκοψε ἐκεῖ ἡ εὐχὴ σὰν κοφτερὸ μαχαίρι σὲ κομμάτια τὸ στῆθος σου ἐσωτερικῶς; Καὶ γιατί φτύνεις αἷμα, ἄλλοτε κατάμαυρο καὶ ψυχρό, ἄλλοτε κόκκινο καὶ ζεστό; Αὐτὸ σοῦ συμβαίνει, ἀγαπητέ, διότι σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος τοῦ στήθους σου πάλαιψε καὶ πολέμησε δυνατὰ ἡ χαριτωμένη εὐχὴ μὲ τὸν διάβολο καὶ τοὺς ὑπηρέτες του γιὰ τὴν λύτρωση καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς σου. Διότι σ᾿ αὐτὰ τὰ μέρη τὸ δίκοπο μαχαίρι τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ βρῆκε τὸν σατανᾶ μὲ τὰ στρατεύματά του νὰ ἀναπαύεται, τὸν κατέκοψε κομμάτια καὶ αὐτὸν καὶ τὰ στρατεύματά του, καὶ ὄχι μόνον τὸν κατέκοψε ἀλλὰ καὶ τὸν κατέκαψε, διότι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὄχι μόνον δίκοπο μαχαίρι κατὰ τοῦ διαβόλου, δηλαδὴ κατὰ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ εἶναι καὶ φωτιὰ ποὺ κατατρώγει.
Ἐκεῖ πρῶτα βασίλευε ὁ σατανᾶς μὲ ἑπτὰ ἄρχοντες, διότι ἑπτὰ εἶναι τὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα, ἀλλὰ ὅταν μπῆκε ἐκεῖ τὸ νοητὸ σπαθὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ καὶ προχώρησε ἕως ἐκεῖ ἡ βία τῆς καρδιακῆς σου εὐχῆς, ἀμέσως φοβήθηκε ὁ δόλιος καὶ δειλὸς ἐκεῖνος τύραννος βασιλέας. Φοβήθηκε ὁ διάβολος νὰ μὴν τὸν κατασφάξει καὶ νὰ μὴν τὸν κατακάψει τὸ φοβερὸ καὶ ἀνυπόφορο ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸν καὶ τὰ στρατεύματά του. Γι᾿ αὐτό, μπῆκε στὰ ἐσώτερα μέρη τοῦ στήθους καὶ τράβηξε μπροστά του κάποιο παραπέτασμα γιὰ νὰ μὴν φανεῖ πὼς εἶναι ἐκεῖ κρυμμένος.
Αὐτὸ τὸ παραπέτασμα πίσω ἀπὸ τὸ ὁποῖο κρύβεται ὁ διάβολος βρίσκεται στὰ ἐσωτερικὰ μέρη τοῦ στήθους. Ἐξηγοῦμε ὅτι αὐτὸ τὸ παραπέτασμα εἶναι κάτι νοητὸ καὶ αἰσθητὸ καθὼς καὶ τὸ ξύλο τῆς γνώσης, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔφαγε ὁ Ἀδάμ, κατανοεῖται σὰν κάτι νοητὸ καὶ κάτι αἰσθητό. Καὶ καθὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι αἰσθητὸς καὶ νοητός, καὶ ὁ Παράδεισος ὁμοίως καθὼς κατανοεῖται σὰν κάτι αἰσθητὸ καὶ νοητό, ἔτσι καὶ αὐτὸ τὸ παραπέτασμα εἶναι κάτι νοητὸ καὶ κάτι αἰσθητό. Καὶ τὸ παραπέτασμα αὐτὸ εἶναι κάτι νοητό, διότι αὐτὸ εἶναι ὅλη ἡ δύναμη τοῦ σατανᾶ. Σοῦ κυριεύει τὶς ἐργασίες τῆς ψυχῆς ἀνεπαίσθητα. Εἶναι δὲ καὶ κάτι αἰσθητό, διότι ὅταν τὸ πετύχεις μὲ τὴν ἐσωτερικὴ καρδιακὴ εὐχὴ καὶ προσοχή, αἰσθάνεσαι καὶ σὺ μόνος σου ὅτι βρῆκες τὸν τόπο τοῦ διαβόλου, τὴν φωλιὰ τοῦ σατανᾶ, τὴν κατοικία τοῦ βεελζεβούλ, τὸν θρόνο τοῦ ἑωσφόρου καὶ τὴν πόλη τῶν δαιμόνων. Αὐτὸ δὲν θέλει ὁ διάβολος νὰ τὸ ἐννοήσει ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μὴν ἀναζητήσει τὴν εὐχὴ καὶ διωχτεῖ ὁ σατανᾶς ἀπὸ ἐκεῖ, καθὼς λέγει ὁ Σιναΐτης Γρηγόριος καὶ ἄλλοι νηπτικοὶ Πατέρες. Καὶ ἂν δὲν εἶναι κάτι αἰσθητὸ ἐκεῖνο τὸ παραπέτασμα, ἐκεῖνο τὸ χώρισμα τοῦ σατανᾶ, πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ τὸ αἰσθανθεῖς ὅτι τὸ πέτυχε ἡ ἐσωτερική σου εὐχή; Αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ τὸ πεῖ κάποιος ἁπλούστερα ὡς ἑξῆς·
Ὅταν ἐσύ, ἂνθρωπε, ἐρευνᾶς τὰ βάθη τοῦ ἑαυτοῦ σου μὲ τὴν δύναμη, τὴν σοφία καὶ τὴν κρίση τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τότε βρίσκεις τόσο τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο ὅσο καὶ τὸν ἐξωτερικό, ὅτι εἶναι ὅλος ζυμωμένος μὲ τὰ πάθη καὶ ὅτι κλίνει πάντοτε πρὸς τὰ θελήματα τοῦ διαβόλου, ἐπειδὴ δὲν τὸν ἐμποδίζεις μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν τὸν συγκρατεῖς μὲ τὴν ἐνθύμηση τῆς φρικτῆς κόλασης. Ὅσο πλησιάζεις τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν, τόσο βλέπεις τὸν ἑαυτό σου ἀπομακρυσμένο ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ὅσο καθαρίζεται ἡ καρδιά σου μὲ τὴν εὐχὴ καὶ φωτίζεται ἡ διάνοιά σου ἀπὸ τὰ ἀένναα δάκρυα, τόσο σοῦ φαίνεται ὅτι εἶσαι ἁμαρτωλὸς καὶ ἄσωτος.
Ἀλλὰ γιατί, πρὶν καθαριστεῖ ἡ καρδιά σου καὶ φωτιστεῖ ἡ διάνοιά σου, δὲν ἔβλεπες ἔτσι τὸν ἑαυτό σου; Καὶ πρῶτα μὲν δὲν ἔβλεπες ἔτσι τὸν ἑαυτό σου, διότι δὲν ἤξερες τί πρᾶγμα εἶναι οἱ ἄγγελοι καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς καὶ ὁ Παράδεισος, τώρα ὅμως ποὺ τὰ ἀντίκρυσε κάπως ἡ καρδιά σου, ἀναλόγως μὲ τὴν καθαρότητά της, καὶ τὰ εἶδε ἡ διάνοιά σου, ἀναλόγως μὲ τὴν φώτισή της, βλέπεις τὸν ἑαυτό σου τόσο ἄχρηστο καὶ ἄσωτο, καὶ βεβαιώνεσαι πόσο μεγάλη καθαρότητα ἔχουν οἱ ἄγγελοι καὶ πόσο ἀκατανόητη καὶ ἄρρητη ὡραιότητα καὶ καθαρότητα ἔχει ὁ Κύριος.
Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, ἔλεγε καὶ ὁ εὐλογημένος ἐκεῖνος πατήρ, ὁ οὐράνιος μᾶλλον παρὰ ἐπίγειος, ὁ ἄσαρκος μᾶλλον παρὰ μὲ σῶμα, ὁ Συμεὼν ὁ Μεταφραστής· «Ἤδη δὲ καὶ ἐν τοῖς ἔργοις διεπραξάμην πορνείαν, μοιχείαν, ὑπερηφανίαν, ἀλαζονίαν, λοιδορίαν, βλασφημίαν, ἀργολογίαν, βρασμὸν γέλωτος, μέθην, γαστριμαργίαν, ἀδηφαγίαν, μῖσος, φθόνον, φιλαργυρίαν, φιλοχρηματίαν, πλεονεξίαν, φιλαυτίαν, φιλοδοξίαν, ἁρπαγήν, ἀδικίαν, αἰσχροκέρδειαν, ζηλοτυπίαν, καταλαλιάν, παρανομίαν, πᾶσαν μου αἴσθησιν καὶ πᾶν μέλος ἐμίανα, ἔφθειρα, ἠχρείωσα, ἐργαστήριον γενόμενος καθόλου (=τελείως) τοῦ διαβόλου». Διότι ποιὸς εἶναι ποὺ δὲν μετέχει σὲ ὅλα αὐτά λίγο ἢ πολύ; Βέβαια ὅλοι μας μετέχουμε, ἐπειδὴ σῶμα φοροῦμε καὶ τὸν κόσμο οἰκοῦμε καὶ ἀπὸ τὸν διάβολο πλανώμαστε.
Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, λέγουμε ὅτι ἐκεῖνο τὸ παραπέτασμα εἶναι τὸ δοχεῖο τῆς πονηρίας τοῦ διαβόλου, ἐκεῖνο εἶναι τὸ θησαυροφυλάκιό του· διότι ἐκεῖ ὁ σατανᾶς ἔχει μαζεμένα ὅλα τὰ σπέρματα τῆς πονηρίας. Ἀπὸ ἐκεῖ πηγάζει ἡ πορνεία, ἀπὸ ἐκεῖ πηγάζει ἡ ἀσωτεία, ἀπὸ ἐκεῖ πηγάζει καὶ ἀναβλύζει ἡ ἀρρενομανία, ἀπὸ ἐκεῖ ἀναβλύζει ἡ φιλαργυρία, ἡ πλεονεξία, ἡ αἰσχροκέρδεια, ἡ ἁρπαγή, ἡ ἀδικία, ἀπὸ ἐκεῖ προέρχεται ἡ φιληδονία, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ οἴηση, ἡ ἀνθρωπαρέσκεια, ἀπὸ ἐκεῖ κατάγεται τὸ μῖσος, ἡ ἔχθρα, ὁ φθόνος, ἡ κατάκριση, ἀπὸ ἐκεῖ ἀναβλύζει ἡ κατάχρηση, ἡ καύχηση, ἡ κακὴ ἐπιθυμία, ἡ βλασφημία, καὶ γιὰ νὰ ποῦμε μὲ συντομία, ἀπὸ ἐκεῖ πηγάζουν ὅλες οἱ κακίες, σὰν ἀπὸ κάποια βρωμερὴ καὶ δύσοσμη πηγὴ. Αὐτὸ φανερώνει καὶ ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Κύριος στὸ ἱερό του Εὐαγγέλιο· «Ἐκ τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου ἐξέρχονται πορνεῖαι, φόνοι, βλασφημίαι, κἀκεῖνα κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον» (Ματθ. ιε΄ 19), δηλαδή, ὅταν κάποιος δὲν φροντίζει νὰ καθαρίσει ἐσωτερικῶς τὴν καρδιά του, τὸν ἔσω ἄνθρωπο, τότε γίνεται ἡ καρδιά του κατοικία καὶ δοχεῖο τοῦ σατανᾶ, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀναβλύζουν καὶ βγαίνουν ὅλα τὰ κακά, τὰ ὁποῖα μολύνουν τὸν ἄνθρωπο καὶ κολάζουν τὴν ψυχή του.
Εἶδες λοιπὸν ἀγαπητέ, ὅτι ὅλα τὰ κακὰ βγαίνουν ἀπὸ τὴν καρδιά, ποὺ ἔγινε φωλιὰ καὶ κατοικία τοῦ σατανᾶ; Ἐκεῖ ἔχει ὁ σατανᾶς θησαυρισμένα ὅλα τὰ πονηρὰ σπέρματα τῆς πονηρίας του καὶ ὅλες τὶς φθοροποιὲς ἐφευρέσεις τῆς πανουργίας καὶ κακίας του, πάνω στὰ ὁποῖα ἀναπαύεται αὐτός, σὰν σὲ κάποιο μαλακὸ στρῶμα. Ἀλλ᾿ ὅμως, ἀφοῦ φθάσει ἡ εὐχὴ ἕως ἐκεῖ, τὴν κατοικία τοῦ σατανᾶ, καὶ τὴν ταράξει δυνατά, ταράζεται ἀμέσως καὶ συγχύζεται ὁ σατανᾶς μὲ τοὺς πονηροὺς ἀγγέλους του, ὅπως ταράζονται οἱ σφῆκες ὅταν πειράξεις τὴν φωλιά τους.
Ἀλλὰ ἐσύ, Μοναχέ, ποὺ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἔφθασες καὶ προόδευσες στὴν εὐχὴ τῆς καρδιᾶς σου, σὲ παρακαλῶ, γιὰ τὴν ἀγάπη τῆς ψυχῆς σου, βάλε ὅλη σου τὴν δύναμη στὴν εὐχὴ τῆς καρδιᾶς σου, γιὰ νὰ ξεσχίσεις αὐτὸ τὸ παραπέτασμα τοῦ σατανᾶ. Διότι αὐτὸ τὸ παραπέτασμα εἶναι τὸ χειρόγραφο τοῦ διαβόλου, αὐτὸ εἶναι τὸ ἔγγραφο τῆς ἁμαρτίας, αὐτὸ εἶναι ἡ ἔγγραφη ὁμολογία τοῦ ἑωσφόρου, στὴν ὁποία ἔχει ὁ διάβολος γραμμένες ὅλες τὶς ἁμαρτίες.
Ἂν ὅμως ξεσχίσεις αὐτὸ τὸ νοητὸ καὶ αἰσθητὸ παραπέτασμα τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ ἑαυτοῦ σου μὲ τὴν βία τῆς καρδιακῆς σου εὐχῆς, ἐξαλείφεις ἀμέσως ὅλες τὶς ἁμαρτίες ποὺ εἶναι γραμμένες σ᾿ αὐτὸ καὶ ματαιώνεις ὅλους τοὺς κόπους τοῦ διαβόλου ποὺ ἔκανε μέχρι νὰ καταγράψει ἐκεῖ ὅλες τὶς κακίες σου. Τὸ ξεσχίζεις μὲ τὴν βίαιη εὐχή, ὅπως εἰπώθηκε.
Ὅταν φθάσει ἐκεῖ ἡ βίαιη εὐχή, καταλαβαίνεις ἀμέσως ὅτι ἐκεῖ κάθεται ὁ νοητὸς λύκος, ποὺ παραμονεύει ἐκεῖ νὰ ἁρπάξει καὶ νὰ ξεσχίσει τὸν νοητὸ ἀμνὸ τοῦ Κυρίου, τὴν ψυχή σου, στὴν ὥρα τοῦ θανάτου σου, καὶ νὰ καταφάγει ὅλα τὰ ἀγαθὰ ἔργα σου. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, ἐκείνην τὴν ὥρα, ποὺ αἰσθάνεται ἡ καρδιά σου, ὅτι ἐκεῖ φωλιάζει «ὁ ἀρχαῖος ὄφις» (πρβλ. Ἀποκ. ιβ΄ 9) γιὰ νὰ δηλητηριάσει τὴν ψυχή σου, ἔρχεται ἀοράτως καὶ θαυμασίως κάποια προθυμία γιὰ νὰ καταξεσχίσεις αὐτὸ τὸ παραπέτασμα τοῦ διαβόλου μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς καρδιακῆς εὐχῆς. Διότι, ἀφοῦ καταλάβεις τὶς ἐνέργειες τοῦ σατανᾶ, τότε μὲ θεϊκὸ ζῆλο κινεῖσαι καὶ ἀποφασίζεις μὲ τὸν ἑαυτό σου καὶ λέγεις· «Ἢ ἐγὼ νὰ πεθάνω αὐτὴν τὴν στιγμή, ἀπὸ τὴν ἄκρα βία τῆς εὐχῆς, ἢ ὁ διάβολος μὲ τὶς πονηρίες του νὰ ἐξοριστεῖ καὶ νὰ διωχτεῖ ἀπὸ τὴν καρδιά μου». Ἔτσι, βιάζεις καὶ ὑπερβιάζεις καὶ καταστρέφεις καὶ διαλύεις τὸ παραπέτασμα τοῦ διαβόλου. Καὶ λοιπόν, ἀφοῦ φθάσει στὰ ἐσωτερικὰ μέρη ἡ ἀήττητη καὶ δυνατὴ εὐχή, ἐξορίζει ἀπὸ ἐκεῖ τὸν διάβολο καὶ τοὺς δαίμονές του, καὶ τέλος πάντων, κατακαίει θαυμασίως ὅλον ἐκεῖνον τὸν τόπο καὶ τὰ σπέρματα καὶ τὶς αἰτίες τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν παθῶν καὶ ἔρχεται μετὰ ἀπ᾿ αὐτὰ ἡ παρηγορία τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ λέγει καὶ ὁ ὑμνογράφος· «Κατάφλεξον πυρὶ ἀΰλῳ τὰς ἁμαρτίας μου καὶ ἐμπλησθῆναι τῆς ἐν σοὶ τρυφῆς καταξίωσον».
Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, φτύνει κανεὶς αἷμα ἀπὸ ἐκεῖ, διότι ἐκεῖ ἐβίασε τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν εὐχὴ μέχρι θανάτου, ὥσπου νὰ νικήσει καὶ νὰ ἐξορίσει ἀπὸ τὴν καρδιά του τὸν διάβολο. Διότι, πές μου, ποῦ διεξάγεται πιὸ ἀνδρεῖος ἀγώνας καὶ ποῦ ὑπάρχει τόλμη πιὸ θαυμαστή;
Βεβαίως, ὅλα αὐτὰ γίνονται ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ θρόνος τῶν ἐχθρῶν, τὸ καύχημα τῶν τυράννων. Ἐκεῖ, καθισμένος σὰν σὲ θρόνο ὑψωμένο ὁ σατανᾶς καυχιόταν γιὰ τὴν περίπλοκη μέθοδο τῆς πονηρίας του· ἀλλὰ φθάνοντας ἐκεῖ ἡ χαριτωμένη καὶ δυνατὴ εὐχὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου, κατέστρεψε τὸν θρόνο τοῦ σατανᾶ καὶ ταπείνωσε τὴν καύχησή του.
Πές μου λοιπὸν τώρα, νικητὴ στρατιώτη τοῦ ἐπουρανίου καὶ ἀθανάτου Βασιλέως, ὅταν καταλαβαίνεις μέσα σου ὅτι ἔφθασε ἡ εὐχὴ στὰ ἐσωτερικά σου μέρη, καὶ ὅταν καταλαβαίνεις ὅτι προχώρησες στὴν εὐχὴ μέχρι τὰ μέτρα τῆς τελειότητος, τότε ποιὰ ἐλάφρωση σαρκικοῦ πολέμου αἰσθάνεσαι στὴν ψυχή σου; Διότι τότε τὸ ἄγριο καὶ ἀνήμερο θηρίο τῆς πορνείας δὲν τὸ βλέπεις καθόλου νὰ σὲ ἐνοχλεῖ τόσο στὸν λογισμό, ὅσο καὶ στὴν σάρκα, οὔτε ξέρεις ὅτι ὑπάρχει τέτοιο πάθος στοὺς ἀνθρώπους. Ἡ Χάρη τοῦ Κυρίου ποὺ κατοικεῖ μέσα σου σὲ σκεπάζει ἀπὸ αὐτὸ καὶ σὲ φυλάττει ὥστε νὰ μὴν μολύνει ὁ φθονερὸς ἐχθρὸς τὸ καθαρότατο δοχεῖο τοῦ ἑαυτοῦ σου μὲ τὴν μολυσμένη ἐπιθυμία του.
Ἔτσι, βλέπεις τότε τὸ σῶμα σου, σὰν σῶμα νεκρωμένο ἀπὸ τὰ πάθη τῆς ἀτιμίας καὶ ἀνανεωμένο καὶ ἀναστημένο ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Κυρίου. Ἡ ἐσωτερικὴ βία τῆς καρδιακῆς εὐχῆς πολλὲς φορὲς σοῦ φέρνει κάποια μεγάλη ἀτονία καὶ μεγάλη ἀδυναμία παντοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία κινδυνεύεις νὰ πέσεις στὴν γῆ σὰν παράλυτος.
Ἔτσι, πάλι λέγουμε ὅτι, ὅταν φθάσεις σ᾿ ἐκεῖνα τὰ μέτρα τῆς τελειότατης εὐχῆς, τότε ὁ θυμὸς τελείως ἐκλείπει ἀπὸ σένα, καὶ ἀντὶ τοῦ θυμοῦ κυριαρχεῖ μέσα σου ἡ γλυκύτατη εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ. Τότε τὸ μῖσος καὶ ἡ ἔχθρα κατὰ τοῦ πλησίον σου δὲν ἔχει τόπο στὴν καρδιά σου, διότι κυριαρχεῖ σ᾿ αὐτὴν ἡ συμπάθεια καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφό σου. Ἔτσι, τότε προτιμᾶς νὰ θλίβεσαι ἐσὺ παρὰ ὁ ἀδελφός σου.
Τότε δὲν ξέρεις τί πρᾶγμα εἶναι ἡ κατάκριση, διότι ἄνοιξε ὁ Θεὸς μέσα σου τὰ νοητὰ μάτια τῆς καρδιᾶς σου, μὲ τὰ ὁποῖα βλέπεις μόνον τὴν ἀσθένεια τῆς ψυχῆς σου -δηλαδὴ τὰ φυσικά σου ἐλαττώματα- καὶ τὰ χρέη ποὺ σοῦ ὑπολείπονται πρὸς τὸν Θεὸ. Αὐτὸ τὸ χάρισμα σὲ σκεπάζει ἀπὸ τὴν κατάκριση ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν σου. Διότι τὸ δικό σου ξυλάκι ποὺ εἶναι στὸ μάτι σου, σοῦ φαίνεται μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ δοκάρι τοῦ ἀδελφοῦ σου. Ὁμοίως καὶ τὸ κουνούπι τὸ δικό σου, σοῦ φαίνεται μεγαλύτερο ἀπὸ τὴν καμήλα τοῦ ἀδελφοῦ σου. Διότι τὸ δοκάρι καὶ ἡ καμήλα τοῦ ἀδελφοῦ σου ἢ δὲν φαίνεται καθόλου στὸ πονηρὸ μάτι τῆς ψυχῆς σου (διότι τὸ μάτι τῆς πονηρίας εἶναι τυφλωμένο), ἢ ἂν φαίνεται, τὸ θεωρεῖς σὰν τίποτε (πρβλ. Ματθ. ζ΄ 3, Λουκ. στ΄ 41).
Καὶ πάλι λέγουμε ὅτι, ὅταν φθάσεις σ᾿ ἐκεῖνον τὸν βαθμὸ τῆς τελειότατης εὐχῆς, τότε ἡ ὑπερηφάνεια δὲν ἔχει τόπο οὔτε μία ὥρα μέσα σου, ἀλλὰ ἀμέσως διαλύεται ἀπὸ τὴν εὐχή, ὅπως ἡ πάχνη ἀπὸ τὴν θερμότητα τοῦ ἥλιου. Διότι τότε ἐνοικεῖ μέσα σου ὁ πρᾶος καὶ ταπεινὸς Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος τυπώνει καὶ χαράζει καὶ σφραγίζει στὴν καρδιά σου, σὰν ἀποτύπωμα, τὴν δική του σφραγίδα πραότητος καὶ ταπείνωσης. Διότι δὲν μπορεῖς νὰ ὑπερηφανευτεῖς τότε πού, βλέποντας καὶ γνωρίζοντας τὴν δική σου ἀσθένεια, σοῦ φαίνεται ὅτι ἂν ἤξεραν οἱ ἄνθρωποι τὰ φυσικά σου ἐλαττώματα καὶ τὴν ἀναξιότητά σου, ἀμέσως θὰ σὲ ἐξευτέλιζαν καὶ θὰ σὲ λιθοβολοῦσαν γιὰ νὰ χαθεῖς ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος, γιὰ νὰ μὴν μολύνεις καὶ βλάψεις μὲ τὴν κακία σου καὶ τοὺς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους.
Αὐτὸ τὸ χάρισμα τὸ εἶχαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι. Γι᾿ αὐτό, ἄλλος ὀνόμαζε καὶ λογάριαζε τὸν ἑαυτό του γιὰ πόρνο καὶ ἄσωτο, δίχως νὰ εἶναι τέτοιος, ἄλλος πάλι βάρβαρο καὶ σκύλο, καὶ ἄλλος πάλι εἶχε τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν διακήρυσσε πρῶτο καὶ κορυφαῖο ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν πάνω στὴν γῆ. Μάλιστα πῶς μπορεῖς νὰ ὑπερηφανευτεῖς τότε, ποὺ ἄλλο δὲν ἐπιθυμεῖς σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, παρὰ μόνον νὰ βρεῖς κάποια σχισμὴ πέτρας ἢ κάποιο χάσμα τῆς γῆς, καὶ ἐκεῖ κλίνοντας τὸ κεφάλι νὰ κλαῖς, μέχρι νὰ τελειώσει ἡ ζωή σου κλαίγοντας;
Τότε ἡ βλασφημία δὲν ἔχει καθόλου θέση μέσα σου, οὔτε γύρω σου, διότι οἱ δαίμονες τῆς βλασφημίας, οἱ ὁποῖοι βλασφημοῦν τὸν Θεὸ μέσῳ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἐξορισμένοι ἀπὸ ἐσένα καὶ ἀπὸ τὰ σύνορά σου. Ἀντὶ τούτων σὲ περικυκλώνουν θεϊκοὶ ἄγγελοι ποὺ δοξολογοῦν τὴν ἐξουσία καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, μὲ τοὺς ὁποίους συνδοξολογεῖς καὶ ἐσὺ τὴν ἀγαθότητα τοῦ κτίστου σου Ἰησοῦ.
Τότε ἡ ἀργολογία τόσο ἐξορίζεται ἀπὸ ἐσένα, ὥστε δὲν σοῦ ἀρέσει νὰ ὁμιλεῖς οὔτε τὰ ἀναγκαῖα λόγια, ἀπὸ εὐλάβεια πρὸς τὸν Χριστό, μὲ τὸν Ὁποῖο συνομιλεῖς μὲ γλυκύτητα, μυστικῶς, στόμα μὲ στόμα. Τότε ὁ θόρυβος τοῦ γέλιου σοῦ φαίνεται σὰν κάτι ἀσεβέστατο καὶ ἐντελῶς ξένο καὶ ἀνάρμοστο στὴν ψυχή σου, διότι ἡ ψυχή σου τρυγάει μυστικῶς τὴν εὐλάβεια καὶ τὴν σεμνότητα τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου. Τότε τὴν ἐπιθυμία τῆς γαστριμαργίας καὶ τοῦ κρασιοῦ τόσο τὴν σιχαίνεσαι καὶ τὴν ἀποφεύγεις, ὥστε δὲν σοῦ ἀρέσει νὰ χορταίνεις οὔτε τὸ ἁπλὸ νερό, οὔτε τὸ ψωμί σου, ἀλλὰ τόσο μόνον τρώγεις καὶ πίνεις ἀπὸ αὐτά, ὅσο γιὰ νὰ ζήσεις καὶ νὰ εἶσαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ σου μὲ καθαρότητα καὶ μὲ νηφαλιότητα, σὰν ἄσαρκος μᾶλλον, παρὰ μὲ σῶμα.
Μέτρο καὶ ποσότητα αὐτῆς τῆς ἁπλῆς τροφῆς σου, σοῦ ὁρίζει αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ εὐχή, διότι αὐτή, ὄχι μόνον σὲ ἐμποδίζει ἀοράτως καὶ ἀνελπίστως ἀπὸ τὸν χορτασμὸ τῆς ἁπλῆς τροφῆς σου (ἐπειδὴ ἐκδιώχτηκε ἀπὸ ἐσένα ὁ δαίμονας τῆς πολυφαγίας καὶ ἀχορτασίας), ἀλλὰ οὔτε τὸ στομάχι σου δὲν δέχεται τίποτε περισσότερο, ἐπειδὴ χόρτασε ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ τὸ μέτρο καὶ αὐτὴν τὴν τάξη τῆς τροφῆς σου, σοῦ τὴν διδάσκει ἡ εὐχὴ ὡς ἑξῆς· ὅταν κάθεσαι στὸ εὐτελὲς καὶ πτωχικό σου τραπέζι γιὰ νὰ τρώγεις τὸ καθημερινὸ ψωμί σου γιὰ στήριγμα τῆς ἀδυνατισμένης καὶ ἐξασθενημένης σου καρδιᾶς [«Καὶ ἄρτος», λέγει, «καρδίαν ἀνθρώπου στηρίζει» (Ψλμ. ργ΄ 15), καὶ πάλι λέγει· «Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον» (Ματθ. στ΄ 11)], τότε τρώγοντας μὲ πολλὴ εὐλάβεια, σὲ περικυκλώνει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀοράτως, ὅμως αἰσθάνεσαι ὄντως τὴν ἐνέργειά της, διότι τρώγοντας τὸ ψωμί σου ἢ ἄλλο τυχὸν ἁπλό σου μαγείρευμα, γλυκαίνεται μέσα τὸ στόμα σου ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, σὰν νὰ ἔχεις ζάχαρη, καθὼς εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες.
Ἄλλοτε πάλι τὸ ψωμὶ ἢ τὸ εὐτελὲς μαγείρευμά σου, σοῦ φαίνονται, ἢ καλύτερα, σοῦ γίνονται στὸ στόμα σου σὰν τὸ μάννα τὸ ὁποῖο ἔτρωγαν οἱ Ἑβραῖοι παλιὰ στὴν ἔρημο. Κάποτε δηλαδή, σοῦ φαίνεται ὅτι τρώγεις γάλα, κάποτε ὅτι τρώγεις ζωμὸ ἀπὸ κρέας, κάποτε ὅτι τρώγεις μέλι, κάποτε ὅτι τρώγεις νόστιμο ψάρι, μολονότι τὸ φαγητό σου εἶναι αὐτὸ καθαυτὸ ὄσπρια νερόβραστα, χωρὶς κανένα καρύκευμα ἢ χόρτα ἀλάδωτα. Ἔτσι, τρώγοντας καὶ γευόμενος τέτοιο θαυμαστὸ φαγητό, γλυκαίνει καὶ ἡ διάνοιά σου μελετώντας μέσα της τὴν ἄρρητη γλυκύτητα, τὴν ὁποία ἀπολαμβάνουν οἱ Ἅγιοι στὸν οὐρανό, τρώγοντας οὐράνιο ἄρτο καὶ πίνοντας τὸ ἀκατανόητο νέκταρ τῆς δόξης τοῦ Κυρίου· δηλαδή, θεωρώντας οἱ Ἅγιοι τὸ ἀπορούμενο, τὸ ἀνέκφραστο καὶ τὸ ἀκατανόητο τῆς πέρα ἀπὸ κάθε νοῦ καὶ διάνοια δόξας τοῦ Κυρίου, χορταίνουν θαυμασίως ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἀγαθά.
Γι᾿ αὐτὸ ἔλεγε καὶ ὁ προφήτης· «Χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναί μοι τὴν δόξαν σου» (Ψλμ. ιστ΄ 15). Συγχρόνως μὲ ἐκείνην τὴν γλυκύτητα τῆς γλώσσας καὶ τῆς διάνοιάς σου, πηδάει μέσα σου καὶ ἡ εὐχὴ ἀπὸ μόνη της καὶ ἔτσι σὲ ἐμποδίζει ἀπὸ τὸν χορτασμὸ τῆς κοιλιᾶς, σὰν νὰ σοῦ λέγει μὲ φωνή· «φθάνει, ἔφαγες!», διότι ὁ ἄνθρωπος σὰν λογικὸ ὂν ποὺ εἶναι, δὲν ζεῖ μόνον μὲ ψωμί, ἀλλὰ ζεῖ καὶ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, καθὼς λέγει· «Οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνον ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ ρήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ» (Ματθ. δ΄ 4, Λουκ. δ΄ 4).
Ἔτσι καὶ ἐσύ, ἀφοῦ πληροφορηθεῖς μέσα σου τὸ σκίρτημα τῆς εὐχῆς, χαίρεσαι πολύ, διότι θυμᾶσαι αὐτὸ τὸ θεῖο δῶρο καὶ τὴν πρόνοια τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ πρὸς ἐσένα, καὶ ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν ἄρρητη χαρά σου, χύνεις τόσα δάκρυα, ὥστε ὄχι μόνον βρέχεται τὸ πρόσωπό σου ἀπ᾿ αὐτά, ἀλλὰ στάζουν καὶ στὸ φαγητό σου.
Ὁμοίως καὶ ὅταν πίνεις τὸ ἁπλὸ νερό σου, σοῦ ἔρχεται ἡ ἴδια ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι πίνοντας τὸ νερό, ἀνοίγει ξαφνικὰ ἡ στέρνα τῶν συνεχῶν δακρύων τῶν ματιῶν σου, ἀπὸ τὸ ὁποῖο σημεῖο γνωρίζεις μόνος σου ὅτι σοῦ φθάνει ἡ τόση ποσότητα γιὰ νὰ ζεῖς· γιατί νὰ τρώγεις καὶ νὰ πίνεις περισσότερο; Αὐτὸ σοῦ φαίνεται ἀπώλεια τῆς ψυχῆς σου, γι᾿ αὐτὸ σταματᾶς ἀμέσως νὰ τρώγεις καὶ νὰ πίνεις καὶ σηκώνεσαι ἀπὸ τὸ τραπέζι μὲ διπλὴ χαρά. Μία, διότι ἔφαγες ἀρκετὸ φαγητὸ καὶ στηρίχτηκε ἡ ἄτονη καὶ ἐξαντλημένη σου καρδιά, δεύτερη, διότι σὲ θυμήθηκε ὁ Κύριος καὶ σοῦ εὐχαρίστησε τὴν καρδιὰ καὶ τὴν διάνοια μὲ τὸ ἄδολο καὶ ἀνόθευτο κρασὶ τῆς κατάνυξης καὶ τῆς θεϊκῆς εὐφροσύνης. Ἀλλά, ἐπειδὴ ἔφθασε ὁ λόγος σ᾿ αὐτὴν τὴν πνευματικὴ χαρά, βγῆκα λίγο ἀπὸ τὴν σειρὰ τοῦ λόγου μου, στὸν ὁποῖο μιλοῦσα γιὰ τὸν πόνο τῆς καρδιᾶς, διότι καὶ τὰ δύο αὐτὰ εἶναι καρπὸς τῆς ἴδιας εὐχῆς. Ἡ ἴδια εὐχὴ εἶναι ποὺ γεννάει καὶ τὴν παρηγορία τῆς ψυχῆς καὶ τὸν πόνο τῆς καρδιᾶς.
Λοιπὸν λέγαμε ὅτι, ὅταν λέγεις τὴν εὐχὴ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς σου τότε πονάει μέσα σου ἡ καρδιά σου καὶ ὁ πόνος της βγάζει τὸν βαρὺ ἀναστεναγμό. Διότι ποιὸς ἀναστενάζει χωρὶς πόνο; καὶ ποιὸς πονάει καὶ δὲν σκυθρωπάζει τὸ πρόσωπό του; Ὁ πόνος ποὺ σοῦ λέγω, εἶναι διπλός, διότι ὄχι μόνον πονᾶς μέσα σου αἰσθητῶς, ἐκεῖ ποὺ ἔγινε ἡ βίαιη εὐχή, ἀλλὰ ἀκόμη πονάει νοητῶς καὶ ἡ ψυχή σου, ὅταν στενοχωρεῖς τὴν καρδιά σου μὲ τὴν εὐχή.
Ὁ αἰσθητὸς πόνος λοιπὸν τῆς καρδιᾶς σου βγάζει τὸν ἀναστεναγμό, ἐνῶ ὁ νοητὸς πόνος τῆς ψυχῆς σου γεννάει τὴν σκληρότητα τοῦ προσώπου σου· ἡ σκληρότητα πάλι καὶ ἡ σκυθρωπότητα τῆς ὄψης σου κρατάει καὶ συντηρεῖ τὸν πόνο τῆς καρδιᾶς σου, διότι ὅταν θυμᾶσαι τὶς ἁμαρτίες σου καὶ γνωρίζεις ἀκριβῶς τὴν ἀσθένεια τῆς φύσης σου, στενοχωρεῖς συνεχῶς τὴν καρδιά σου μὲ τὴν εὐχὴ καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν σὲ κυριεύσει μέσα σου ὁ ψυχοσωτήριος πόνος τῆς καρδιᾶς σου.
Αὐτὸς ὁ πόνος αὐξάνει ἀναλόγως μὲ τὴν βία τῆς καρδιακῆς σου εὐχῆς. Διότι ὅταν βιάζεις κάπως τὴν καρδιά σου μὲ τὴν εὐχὴ καὶ μάλιστα γιὰ πολὺ καιρό, τότε καταλαβαίνεις μέσα σου μεγάλο πόνο ποὺ παραμένει, καὶ τότε αἰσθάνεσαι μὲ κάποια ζωηρότητα ὅτι ὑπάρχει ὁ θάνατος γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Διότι ὁ πόνος ἄλλο δὲν σημαίνει παρὰ μήνυμα θανάτου. Αἰσθάνεσαι τὸν θάνατο ἀπὸ αὐτὸν τὸν πόνο, μὰ πῶς τὸν αἰσθάνεσαι; Τὸν αἰσθάνεσαι ὄχι σὰν νὰ ἀργοπορεῖ καὶ σὰν κάτι ἀμφίβολο, ἀλλὰ τὸν αἰσθάνεσαι κοντινὸ καὶ ἀποφασιστικό. Ἐπειδὴ ὁ πόνος ποὺ σὲ κυριεύει μέσα σου εἶναι κοντὰ στὴν ἀναπνοή σου. Διότι σὲ κάθε ἀναπνοή σου ὅταν ἀναπνέεις τὸν ἀέρα δοκιμάζεις μέσα σου κάποια μεγάλη δριμύτητα τοῦ πόνου. Διότι ἡ βίαιη εὐχὴ τῆς καρδιᾶς σου, τόσο ἔκοψε τὰ ἐσωτερικὰ μέρη τοῦ στήθους, ὥστε ἔγινε ἐκεῖ δριμύτατη καὶ νοητὴ πληγή. Ἔτσι, περνώντας ἀπὸ ἐκεῖ ὁ ἀναπνεόμενος ἀέρας, ὅταν ἀγγίξει τὴν πληγὴ τῆς καρδιᾶς σου ἢ τοῦ στήθους σου, αἰσθάνεσαι πόνο δριμύτατο. Κάποτε μάλιστα, ὅταν αὐξηθεῖ καὶ μεγαλώσει ὁ πόνος σου, αἰσθάνεσαι μέσα σου κατὰ τὸ διάστημα μιᾶς ἀναπνοῆς σου δύο καὶ τρεῖς φορὲς τὸν πόνο μέσα σου.
Τότε τί ἄλλο ἐλπίζεις ἀπὸ τὸν θάνατο; τί ἄλλο περιμένεις ἀπὸ τὴν ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο; τί ἄλλο ἀναμένεις ἀπὸ τὸν τάφο σου; Ἀληθῶς σοῦ λέγω, ὅταν ἔχεις τέτοιο πόνο, ὁ θάνατός σου εἶναι μπροστὰ στὰ μάτια σου. Ἔχοντας λοιπὸν τὸν θάνατο μπροστὰ στὰ μάτια σου, ἔχεις ταυτόχρονα μπροστὰ στὰ μάτια σου καὶ τὸν Θεό σου, τὸν πλάστη καὶ δημιουργό σου. Γι᾿ αὐτὸ λέγει καὶ ὁ προφήτης· «Προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διὰ παντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μού ἐστιν ἵνα μὴ σαλευθῶ» (Ψλμ. ιε΄ 8). Αὐτὴ ἡ προσδοκία τοῦ θανάτου μπροστὰ στὰ μάτια σου δὲν εἶναι σὰν τὴν ἄλλη προσδοκία τοῦ ἁπλοῦ θανάτου, διότι ἡ προσδοκία αὐτοῦ τοῦ θανάτου ποὺ γίνεται μὲ τὸν πόνο τῆς εὐχῆς, εἶναι ἀναμιγμένη μὲ θεϊκὴ καὶ ἄρρητη γλυκύτητα. Γι᾿ αὐτὸ λέγει· «Τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τοῦ ὁσίου αὐτοῦ» (Ψλμ. ριε΄ 6). Ὅμως, γιὰ τὸν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ λέγει· «Θάνατος ἁμαρτωλοῦ πονηρός» (Ψλμ. λγ΄ 22). Ἡ γλυκύτητα τῆς προσδοκίας τοῦ θανάτου τῶν δικαίων εἶναι τέτοια καὶ τὴν αἰσθάνεσαι κατὰ τὸν ἀκόλουθο τρόπο.
Βιάζοντας τὴν καρδιά σου στὴν εὐχή, σοῦ ἔρχεται ὁ πόνος. Ὁ πόνος σοῦ φέρνει στὴν μνήμη τοὺς πόνους καὶ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν λοιπὸν συμπάσχεις μὲ τὸν Χριστό, τότε ἐλπίζεις νὰ συνδοξαστεῖς μὲ Αὐτόν. Ἀλλά, ἀπὸ ποῦ γνωρίζεις ὅτι ὁ πόνος σου σὲ συνδέει μὲ τοὺς πόνους τοῦ Χριστοῦ; Καὶ ἀπὸ ποῦ αἰσθάνεσαι ὅτι ἂν πεθάνεις μὲ αὐτὸν τὸν πόνο, πρόκειται νὰ δοξαστεῖς μαζὶ μὲ τὸν Χριστό; Γίνεται φανερὸ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ. Πρὶν νὰ πονέσει ἡ καρδιά σου ἀπὸ τὸν πόνο τῆς εὐχῆς καὶ ἀπὸ τοὺς ἀναστεναγμούς, δὲν αἰσθάνεσαι καθόλου τὴν Χάρη καὶ τὴν γλυκύτητα τοῦ Χριστοῦ, οὔτε ἔχεις κάποια ἀληθινὴ πληροφορία τῆς σωτηρίας σου, ἀλλὰ μόνον ὀνομάζεσαι Χριστιανός, δίχως νὰ γευθεῖς καὶ δίχως νὰ αἰσθάνεσαι, κατὰ κάποιον τρόπο, τὴν ἀγαθοσύνη καὶ γλυκύτητα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τόσο ἀγαθὸ καὶ τόσο ἀξίζει, ὅσο δὲν ἀξίζει ὅλος ὁ κόσμος. Καὶ τόσο εἶναι γλυκὺ καὶ παρηγορητικό, σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ γεύθηκε τὴν χρηστότητά του, ὅσο δὲν τὸν γλυκαίνει, οὔτε τὸν παρηγορεῖ ἡ συνολικὴ γλυκύτητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὅμως, τί ἀξίζει καὶ πόσο εἶναι γλυκὺ αὐτὸ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τὸ γνωρίζουν μόνον ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν μέσα τους τὸν πόνο τῆς εὐχῆς, διότι αὐτοὶ γεύθηκαν στὴν πράξη τὴν χάρη καὶ γλυκύτητα αὐτοῦ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σύνθετος ἀπὸ σῶμα καὶ ἀπὸ ψυχή. Τὸ σῶμα τρέφεται καὶ αὐξάνει μὲ τὸν γήινο ἄρτο. Ἡ ψυχὴ τρέφεται καὶ δυναμώνει μὲ τὸν Ἄρτο τῆς Ζωῆς. (Ἰω. στ΄ 35) Καὶ γήινος ἄρτος εἶναι τὸ ψωμί, Ἄρτος τῆς Ζωῆς εἶναι ὁ Χριστός. Γι᾿ αὐτὸ λέγει· «Ἄρτος ζωῆς αἰωνιζούσης γενέσθω μοι τὸ Σῶμά σου τὸ Ἅγιον, εὔσπλαγχνε Κύριε»!
Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ τρώγει τὸν ἄρτο τῆς γῆς δίχως τὸν πόνο τῆς καρδιακῆς εὐχῆς καὶ δίχως τοὺς πικροὺς καὶ βαθεῖς ἀναστεναγμούς, αὐτὸς δὲν αἰσθάνεται τὴν χρηστότητα καὶ τὴν δύναμη καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. Διότι τρώγοντας τὸν ἄρτο τῆς γῆς δίχως πόνο καὶ ὑπερβολικῶς, παχύνεται ἡ καρδιά του καὶ δὲν αἰσθάνεται τί ἐστι Θεός. Δηλαδή, γίνεται ἀναίσθητος γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ πονάει ἡ καρδιά του, πονάει ἡ ψυχή του, πονάει τὸ στῆθος του ἀπὸ τὴν βία τῆς εὐχῆς, ἀπὸ τοὺς ἀναστεναγμούς, ἀπὸ τοὺς ἀόρατους καὶ ὁρατοὺς πειρασμοὺς τοὺς ὁποίους δοκιμάζει καὶ ὑπομένει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνος -λέγω- ὅταν ἀκούει τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἢ ὅταν τὸ μελετάει μὲ πόνο ἐσωτερικὸ ἢ ὅταν τὸ ἐπικαλεῖται μὲ ζωντανὴ πίστη καὶ θερμὴ εὐλάβεια, αὐτὸς -λέγω- αἰσθάνεται τὴν δύναμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία πραγματικῶς ἐνεργεῖ σ᾿ αὐτὸν τὴν θεϊκή του ἐνέργεια. Αὐτὸ τὸ θεϊκὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ φαίνεται στὴν διάνοιά του γλυκὺ σὰν τὸ μέλι, σὰν τὴν ζάχαρη. Ὁμοίως γλυκύτατο φαίνεται καὶ στὸν λάρυγγά του καὶ στὸ στόμα του. Γι᾿ αὐτὸ λέγει καὶ ὁ προφήτης· «Ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου» (Ψλμ. ριη΄ 103). Φαίνεται ἀκόμη στὶς αἰσθήσεις του ζωηρό. Ἀγάλλονται καὶ εὐφραίνονται τὰ αὐτιά του, ὅταν τὸ ἀκοῦν. Χαίρονται τὰ μάτια του, ὅταν τὸ θεωροῦν κάπου γραμμένο· μᾶλλον δέ, χαίρονται τὰ μάτια της ψυχῆς. Αὐτὸ τὸ θεϊκὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, σὰν βασιλικὸ ὄνομα τὸ γράφουν ἀοράτως οἱ θεῖοι ἄγγελοι σὲ διάφορα μέρη γιὰ τὴν συντήρηση καὶ τὴν ἐνίσχυση τοῦ κόσμου.
Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἔχει μέσα του γραμμένο αὐτὸ τὸ θεϊκὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν βία τῆς καρδιακῆς εὐχῆς, ὅταν τὸ ἀκούει, τόσο τὸ εὐλαβεῖται, ὥστε τὸν διαπερνᾶ μέχρι τὴν ψυχή. Κοντὰ σ᾿ αὐτὴν τὴν θεϊκὴ εὐλάβεια τοῦ ἔρχεται καὶ κάποια γλυκειὰ χαρὰ στὴν διάνοιά του, διότι τὸ ἀκούει σὰν ὄνομα κάποιου οἰκείου, ἀγαπημένου φίλου του. Γι᾿ αὐτό, σταλάζουν τὰ δάκρυα ἀπὸ τὰ μάτια του ἀπὸ τὴν χαρά. Πηδάει μέσα του ἡ καρδιά του χαίροντας καὶ σκιρτώντας ἀπὸ τὴν εὐχή. Χαίρεται ἡ ψυχή του τὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου της. Ὅλα αὐτὰ λοιπὸν τί ἄλλο σημαίνουν καὶ τί ἄλλο χαρακτηρίζουν ἐὰν ὄχι τὴν οἰκειότητα τῆς ψυχῆς, τὴν ὁποία ἔχει μὲ τὸν Χριστό, καὶ τὸ ὅτι ἐνεργεῖ ἔτσι αὐτὸ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ σ᾿ αὐτὸν ποὺ πονάει ἡ καρδιά του ἀπὸ τὴν βία τῆς εὐχῆς;
Ἀλλά, ἐπειδὴ αὐτὸς ἐξοικειώθηκε μὲ τὸν Χριστό, δὲν φοβᾶται πιὰ τὸν πόνο τῆς καρδιᾶς, οὔτε τὸν τρομάζει, διότι πληροφορήθηκε καὶ βεβαιώθηκε ποῦ πρόκειται νὰ πάει, ὅταν βγεῖ ἡ ψυχή του ἀπὸ τὸ σῶμα. Διότι ἀπὸ τὸ στόμα του, ἀπὸ τὴν διάνοιά του, ἀπὸ τὴν καρδιά του, ἀπὸ τὴν ψυχή του, δὲν λείπει καθόλου τὸ «Χριστός μου! Χριστός μου!»
Τό «Χριστός μου! Χριστός μου!» λέγεται περισσότερο ἀπὸ τὶς ἀναπνοὲς ποὺ ἀναπνέει. Ὅπου βλέπει καὶ σὲ ὅ,τι βλέπει, τὸ «Χριστός μου» προβλέπεται καὶ προηγεῖται. Ὅ,τι ἀκούει, τὸ «Χριστός μου» ἀκούγεται γρηγορότερα. Ὅπου περπατάει καὶ ὅπου πηγαίνει, τὸ «Χριστός μου» προηγεῖται καὶ προπορεύεται. Ὅταν κοιμᾶται, τὸ «Χριστός μου» συγκοιμᾶται. Ὅταν τρώγει, τὸ «Χριστός μου» συντρώγεται. Ὅταν κάνει ἐργόχειρο, τὸ «Χριστός μου» προηγεῖται.
Θέλοντας ἐγὼ νὰ ἀποδείξω ὅτι τὸ «Χριστός μου!» εἶναι ἔμφυτο σ᾿ αὐτόν, μὲ λίγα λόγια λέγω ὅτι καθὼς εἶναι ἀδύνατο στὶς αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου νὰ αἰσθάνονται κάτι δίχως τὴν διάνοια, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο στὴν διάνοια αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου νὰ μὴν εἶναι ἑνωμένο τὸ «Χριστός μου!». Ὥστε, ἂν δὲν κατοικεῖ στὴν καρδιά του ὁ Χριστός, πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι τόσο γεμᾶτος ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ γεμᾶτος γλυκύτητα; Αὐτὸ τὸ γέμισμα καὶ ἡ γλυκύτητα τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι γέννημα τῆς καρδιακῆς εὐχῆς, ἡ ὁποία λέγεται ἐσωτερικῶς καὶ μὲ πόνο.
Ὁ πόνος τῆς καρδιᾶς, ὅσο εἶναι δριμὺς τόσο εἶναι γλυκύς. «Δριμὺς ὁ χειμών», ἔλεγαν οἱ ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, «ἀλλὰ γλυκὺς ὁ Παράδεισος». Δριμὺς εἶναι αὐτὸς ὁ πόνος στὸ σῶμα, ἀλλὰ εἶναι Παράδεισος τῆς ψυχῆς, διότι, ὅταν πονάει ἡ καρδιὰ ἀπὸ τὸν πόνο τῆς εὐχῆς, τότε χαίρεται ἡ ψυχὴ καὶ ἀναπαύεται. Ὅταν παύει αὐτὸς ὁ πόνος, ἀναπαύεται τὸ σῶμα, λυπᾶται ὅμως ἡ ψυχή, διότι πάρθηκε ἀπὸ αὐτὴν ἡ μυστικὴ τράπεζα τῆς θεϊκῆς εὐφροσύνης καὶ τῆς ἄρρητης ἀπόλαυσης. Ὅταν πάλι ἔρχεται ὁ πόνος, δὲν ἀναπαύεται τὸ σῶμα, ἀλλὰ μὲ τὴν βία τῆς εὐχῆς ἀρχίζει νὰ φαίνεται ἡ χαρὰ μέσα στὴν καρδιά. Ἀμέσως ἀναπηδάει καὶ χαίρεται ἡ ψυχή, πρὶν ἀκόμη νὰ ἔλθει, ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῆς πνευματικῆς ἀπόλαυσης. Καὶ ἀφοῦ ἔλθει, βγάζει ἀφώνως ἀπὸ τὴν χαρά της δυνατὴ φωνή, μαζὶ μὲ κάποια γλυκύτητα καρδιᾶς καὶ διάνοιας. Τότε λέγει στὸν Χριστὸ Ἰησοῦ μὲ δάκρυα·
«Παράλαβέ με, Κύριε, στὴν Βασιλεία σου! Παράλαβέ με Ἰησοῦ μου, ἐκεῖ ποὺ εἶσαι Ἐσύ, ἡ ἀγάπη μου καὶ τὸ φῶς μου τὸ γλυκύτατο! Ναί, γλυκύτατε Ἰησοῦ μου, παράλαβέ με τώρα, Κύριέ μου, παράλαβέ με, διότι ἀπὸ τὴν ὥρα, ποὺ γεύθηκα μερικῶς καὶ ἀνεκφράστως τὴν ἄρρητη ἀπόλαυση καὶ χρηστότητα, Ἐσένα τὸν Χριστό μου καὶ Θεό μου, δὲν ὑποφέρω πιὰ τὸν χωρισμό Σου! Δὲν ὑποφέρω τὴν ἀπουσία Σου. Καίγομαι ἀπὸ τὴν ἄσβεστη φλόγα τῆς γλυκύτατής Σου ἀγάπης! Ὅταν Σὲ θυμᾶμαι, καίγομαι ἀπὸ τὴν δίψα Σου! Ὅταν Σὲ μελετῶ, λειώνω ἀπὸ τὴν στέρησή Σου καὶ ἀτονῶ ἀπὸ τὸν χωρισμό Σου!».
Αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια λέγει ἡ ψυχὴ στὸν Χριστό της, ἐνῶ κατακαίγεται ἀπὸ τὴν ἄκρα ἀγάπη ποὺ ἔχει σ᾿ Αὐτόν. Ἔτσι, ἀφοῦ κλάψει ἀρκετὰ μαζὶ μὲ τὸ σῶμα, πληροφορεῖται ὅτι τὴν ἄκουσε ὁ Χριστός της καὶ τὴν ἔγραψε στὸ βιβλίο τῆς αἰωνίου ζωῆς, ὅπου εἶναι γραμμένοι ὅλοι οἱ δίκαιοι, γιὰ τὸ ὁποῖο λέγει ἡ Γραφή· «Καὶ ἐπὶ τὸ βιβλίον Σου πάντες γραφήσονται» (Ψλμ. ρλη΄ 16).
Ὅμως, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, «οἷς κρίμασιν οἶδεν Αὐτὸς μόνος», τὴν ἀφήνει ἀκόμη στὸν κόσμο, μᾶλλον γιὰ τὸ συμφέρον της, γιὰ νὰ διπλασιάσει καὶ νὰ τριπλασιάσει καὶ νὰ πολλαπλασιάσει τὸν καρπό της. Καὶ καταπαύει λίγο τὸν πόνο της μὲ τὴν παρηγορία Του, ὄχι ὅμως ὅτι λιγοστεύει ὁ Κύριος τὸν πόνο τῆς καρδιᾶς, διότι ὁ Κύριος θέλει νὰ πονοῦμε πάντοτε γιὰ τὴν ἀγάπη Του, ἡ ὁποία ὑπάρχει γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, ἀλλὰ λιγοστεύει τὸν πόνο μὲ τὴν αὔξηση τῶν περισσότερων καὶ θερμότερων δακρύων.
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ πόνος εἶναι μεγάλο δῶρο ποὺ δίνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς ἀγωνιστὲς καὶ σ᾿ ὅσους Τὸν ἀγαποῦν. Δίχως αὐτὸν τὸν πόνο δὲν βλέπει κανεὶς τὸν Θεό, οὔτε σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο νοερῶς – δηλαδὴ σὲ ἔκσταση, ὅραμα καὶ σὲ θεωρία- οὔτε γιὰ τὸν ἄλλο κόσμο παίρνει τὴν πληροφορία ὅτι θὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Θεό.
Αὐτὸς ὁ πόνος θέλει πολὺ χρόνο καὶ ἀποκτᾶται μὲ πολλοὺς ἀγῶνες καὶ μὲ πολλὴ βία τῆς καρδιακῆς εὐχῆς. Ἂν κάποιος δὲν βιάζει τὴν καρδιά του μὲ τὴν εὐχή, εἶναι ἀδύνατο νὰ τὸν βρεῖ. Ἀποκτᾶται λοιπὸν μὲ πολλοὺς ἀγῶνες, ἂν ὅμως τὸν παραμελήσει λίγο ὁ ἄνθρωπος, τόσο γρήγορα φεύγει, ὥστε καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος ἀπορεῖ πῶς χάθηκε τόσο γρήγορα ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν παραμικρὴ ἀμέλειά του, αὐτὸ τὸ ὕψιστο ποὺ κυνηγοῦσε. Ὅποιος ὅμως τὸν βρῆκε μία φορά, ἂν ὕστερα τὸν χάσει, τὸν βρίσκει πάλι εὔκολα, διότι ξέρει ποιὰ ὁδὸ νὰ βαδίσει γιὰ νὰ τὸν ξαναβρεῖ. Ἀλλὰ καλύτερα, γιατί δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ἀπομακρυνθεῖ γιὰ πολὺ καιρό; Διότι ἂν τὸν στερηθεῖ γιὰ πολὺ καιρό, πέφτει στὶς ἡδονὲς ἡ καρδιά του καὶ ἀφήνει τὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου.
Αὐτὸς ὁ πόνος εἶναι μὲν γέννημα τῆς συντετριμμένης καρδίας, εἶναι ὅμως γεννήτορας τῶν ἀένναων καὶ φωτεινῶν δακρύων. Αὐτὸς ὁ πόνος εἶναι τροφὴ τῆς ψυχῆς, τροφὴ τῆς διάνοιας καὶ παρηγορία τοῦ νοῦ. Αὐτὸς ὁ πόνος εἶναι χαρὰ τῶν ἀγγέλων καὶ λύπη τῶν δαιμόνων.
Ὅποιος κρατάει αὐτὸν τὸν πόνο μέσα του πάντοτε, ξενιτεύεται ἡ ψυχή του σὲ λίγο καιρὸ ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν, καὶ πηγαίνει στὸν ἄλλο κόσμο, στὸν ὁποῖο ἔχει τὸ μερίδιό του μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους. Αὐτὸς ὁ πόνος ἐξολοθρεύει τὰ πάθη, διώχνει τοὺς δαίμονες, εἰρηνεύει τὸν νοῦ, γλυκαίνει τὴν ψυχή, παρηγορεῖ τὴν διάνοια καὶ θερμαίνει τὴν καρδιὰ γιὰ τὰ οὐράνια. Αὐτὸς ὁ πόνος εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἕνας οὐράνιος δάσκαλος, ὁ ὁποῖος τοῦ διδάσκει θεϊκὰ μυστήρια καὶ τοῦ παραδίδει τὰ οὐράνια νοήματα.
Εἶναι ἀδύνατο στὸν ἄνθρωπο νὰ ἔχει μέσα του αὐτὸν τὸν πόνο καὶ νὰ μὴν ἔχει οὐράνιο λογισμό. Ὅταν ὁ πόνος ἐμφανίζεται μέσα του, ἀμέσως ὑψώνεται ὁ νοῦς του στὰ οὐράνια, ἀφήνοντας τὰ γήινα σὰν σκουπίδια. Ὑψώνεται δὲ ὁ νοῦς στὰ οὐράνια, διότι τὸν καθάρισε τὸ δάκρυ καὶ τὸν λάμπρυνε ἡ καθαρὴ εὐχή ποὺ ἔγινε μυστικῶς στὴν καρδιά. Ἀφοῦ ὑψωθεῖ ὁ νοῦς του στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, στὰ ἐπουράνια τῶν ἐπουρανίων, ζητάει ἐκεῖ νὰ βρεῖ καὶ νὰ δεῖ Ἐκεῖνον, τοῦ Ὁποίου τὴν ἄρρητη γλυκύτητα γεύθηκε μερικῶς ἡ ψυχή του καὶ ἡ καρδιά του μέσα της.
Περπατώντας στὰ ἄϋλα καὶ οὐράνια ἀΰλως, σὰν ἄϋλος καὶ ὅμοιος μὲ τὰ ἄϋλα, βρίσκει Ἐκεῖνον, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ὁποίου κοπίασε ἡ καρδιά του καὶ πόνεσε τὸ στῆθος του. Βρίσκοντας λοιπὸν τὸν ποθούμενον καὶ βλέποντας Ἐκεῖνον, τὸν Ὁποῖο εἶδε ὁ Ἡσαΐας ὁ προφήτης «ἐπὶ θρόνου δόξης καθήμενον» (πρβλ. Ἡσ. στ΄ 1), πέφτει ἀμέσως μπροστά Του καὶ Τὸν προσκυνάει μὲ μεγάλη εὐλάβεια καὶ ταπείνωση. Καὶ ὄχι μόνον μέχρι σ᾿ αὐτὴν τὴν τιμὴ τὸν ἀξιώνει αὐτὸς ὁ πόνος, ἀλλὰ ἀκόμη τὸν κάνει νὰ πέφτει πάλι καὶ στὴν ἀγκάλη Αὐτοῦ τοῦ γλυκύτατου Ἰησοῦ καὶ Παντοκράτορος Κυρίου, ὅπως πέφτει τὸ νήπιο στὴν ἀγκάλη τῆς μητέρας του, καὶ γλυκοφιλώντας τὸν γλυκύτατο καὶ πέρα ἀπὸ κάθε γλυκύτητα Δεσπότη καὶ Χριστό του, χύνουν συγχρόνως καὶ τὰ μάτια τοῦ σώματος τὰ δάκρυα σὰν ποτάμι. Καὶ εὔχεται παρακαλώντας τὸν Χριστό του νὰ μὴν χωριστεῖ καθόλου ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ δέεται καὶ παρακαλεῖ νὰ εἶναι καὶ νὰ βρίσκεται πάντοτε μὲ τὸν Χριστό του καὶ μὲ τὴν Χάρη τῆς Θεότητός του. Διότι Τοῦ λέγει ἐκείνην τὴν ὥρα ἐκεῖνο ποὺ Τοῦ εἶπε ὁ Πέτρος, ὅταν μεταμορφώθηκε καὶ εἶδαν οἱ Ἀπόστολοι τὴν δόξα Του· «Καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι» (Ματθ. ιζ΄ 4, Μάρκ. θ΄ 5, Λουκ. θ΄ 33).
Μακάρι ὁ γλυκύτατός μας Ἰησοῦς Χριστὸς νὰ χαρίσει καὶ σ᾿ ἐμᾶς αὐτὸν τὸν ψυχοσώστη πόνο τῆς καρδιᾶς καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει, ἐδῶ νὰ Τὸν βλέπουμε νοερῶς πάντοτε, ἐνῶ ἐκεῖ στὸν μέλλοντα αἰῶνα, ἀφοῦ διαλυθοῦν οἱ διόπτρες τῆς ψυχῆς, νὰ Τὸν βλέπουμε πρόσωπο πρὸς πρόσωπο καὶ νὰ Τὸν δοξολογοῦμε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν!
ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ ΝΗΠΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ
ἐκ χειρογράφου τῆς Ἱ.Μ.Ξενοφῶντος
Ἁγίου Ὄρους
https://wra9.blogspot.com/2022/03/blog-post_24.html