Εὑρισκόμενος μία φορὰ εἰς κατάστασιν χάριτος, ἔπαυσα ἂν λέγω τὸ «Κύριε» ἀπὸ τὴν εὐχή, καὶ ἔλεγα μόνον «Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με». Ὅσον περισσότερον πλήθαινε ἡ χάρις, ἔπαυσα νὰ λέγω καὶ τὸ «Χριστέ». Κατόπιν ἔπαυσα καὶ τὸ «ἐλέησόν με», καὶ ἔλεγα μόνον τὸ «Ἰησοῦ μου». Ἡ χάρις συνεχῶς ηὔξανε. Ἔφθασε στιγμή, ποὺ δὲν ἠμποροῦσα νὰ εἴπω, οὔτε τὸ «Ἰησοῦ μου», ἀλλὰ κύταζα μὲ σηκωμένη τὴν κεφαλὴ πρὸς τὰ ἐπάνω καθηλωμένος, σχεδὸν ἀκίνητος. Τότε βρίσκεται κανεὶς σὲ μιὰ προεκστατικὴ κατάστασι. Ἔχει βέβαια, ἀκόμη τᾶς αἰσθήσεις του. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα εἶναι ἔκστασις. Εὑρισκόμενος κανεὶς σὲ αὐτὴ τὴν κατάστασιν, ἔχει μέσα του ἄρρητο γλυκύτητα, μακαριότητα, δάκρυα, θεῖον ἔρωτα, κλπ., καὶ λόγῳ τούτων τὸ σῶμα καθηλοῦται.
Τέτοια κατάστασις ἔρχεται εἰς τὸ τέλος, δηλαδὴ εἶναι τὸ τέλος, ἡ ἔκβασις τῆς καρδιακῆς προσευχῆς, γίνεται ὅταν ἐνεργήσῃ ἡ προσευχή.
Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ λέγει, ὅτι ὅταν ἐπισκιάσῃ ἡ χάρις εἰς τὸν προσευχόμενον, νομίζει ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ παράδεισος, ἡ ἀπαρχὴ τοῦ παραδείσου. Πολλὲς φορὲς λέγοντας τὴν εὐχούλα, αἰσθάνεσαι χαρά, εἰρήνη, μακαριότητα. Πολλὲς φορὲς ἔτσι εὑρισκόμενος, εἶπα εἰς τὸν Γ. Ἰωσήφ: Καὶ εἰς κόλαση νὰ εἶμαι, δὲν μὲ πειράζει ἀρκεῖ τὴν εὐχὴ νὰ λέγω.
Ἐρώτησις: Τῆς εὐχῆς ἡ χάρις καὶ ἡ χαρὰ ποὺ σταλάζει μέσα μας, εἶναι ἱκανή, νὰ δώσῃ στὸν ἄνθρωπον, νὰ ἀποκτήσῃ γι᾿ αὐτὴν τόσην ἀγάπην ποὺ νὰ λέγῃ: μόνον τὴν εὐχὴν νὰ ἔχω, καὶ ὅπου εἶναι ἡ εὐχή, θὰ βρεθῆ καὶ ὁ παράδεισος γύρω – τριγύρω; Αὐτὸ εἶναι ἐπειδὴ ἡ εὐχὴ ἔχει τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ; Καὶ ὅπου εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου βρίσκεται ἡ χάρις;
Ἀπάντησις: Ναί, ὅπου τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐνεργεῖ ἡ χάρις. Γιατί κάνομεν νοερὰ προσευχή; Γιατί ἐργαζόμεθα νοερὰ προσευχή; Γιὰ νὰ βροῦμε τὸν καρπὸν τοῦ βαπτίσματος τὸν ὁποῖον χάσαμε.
Ὅταν ἔρθη πάτερ μου ἡ ἐνέργεια τῆς νοερᾶς προσευχῆς, νομίζεις, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ παράδεισος. Αὐτὸ ποὺ αἰσθάνομαι μὲ φθάνει. Δὲν θέλω τίποτε ἄλλο. Ὅταν ἔρθη ἡ χάρις, τότε θὰ σὲ κάνῃ χαριτωμένον. Ἀρκεῖ νὰ ἔρθη ἡ χάρις. Ὅλος ὁ κόπος εἶναι γιὰ νὰ ἔρθη καὶ νὰ ἐνεργήσῃ ἡ χάρις.
http://oparadeisos.wordpress.com