Πνευματικές ἀνταύγειες

κεφ. 14ο 🙁 μέρος β΄ τελευταῖο)

Καί δεύτερος καρπός τοῦ Πνεύματος, χαρά, ἀφθονοῦσε στήν ψυχή του. Ἔρχονταν δύσκολες ὧρες, κυρίως ὅταν τόν κτυποῦσαν τά κύματα τῶν συνεχῶν ἀσθενειῶν του, πού νόμιζες πώς ὁλόκληρος εἶναι βυθισμένος στήν θλῖψι. Πόση ἔκπληξι αἰσθάνονταν οἱ ἐπισκέπτες του, ὅταν ἀντιλαμβάνονταν πώς καί μέσα στόν πόνο ἦταν λουσμένος μέ τό φῶς τῆς χαρᾶς. Θά τό θεωροῦσαν περίεργο καί παράδοξο. Τέτοια ὅμως παράδοξα πλεονάζουν στήν ζωή τῶν Ἁγίων. Πόσο ἐπιτυχημένα τό διατυπώνει Ἀπόστολος: «Ἐν θλίψει πολλῇ μετά χαρᾶς Πνεύματος Ἁγίου»! (Α΄Θεσ.Α΄:6).

Ἕνας μοναχός τῆς Σκήτης, προχωρημένος στήν ἡλικία καί φαλακρός, κάποτε πού στάρετς ἔπεσε βαρειά ἄρρωστος, ἀγωνιοῦσε πῶς νά πάρη τήν εὐλογία του. Σκέφθηκε λοιπόν νά πάη στό κελλί του, καί νά ἀποσπάση ἔστω μία ὑποτυπώδη εὐλογία, ἀφοῦ στάρετς ἦταν ἀμφίβολο ἄν θά αἰσθανόταν τήν παρουσία του. Ἔτσι καί ἔγινε. Μέ σφιγμένη τήν καρδιά, σιωπηλός, ἔβαλε μετάνοια μπροστά στό κρεββάτι τοῦ ἀρρώστου καί πλησίασε γιά τήν εὐλογία. Καί ποιά ἦταν ἐκπληξίς του! στάρετς ὄχι μόνο τόν εὐλόγησε, ἀλλά σκόρπισε στήν ψυχή του κύματα χαρᾶς. Σήκωσε τό χέρι του, τόν κτύπησε ἐλαφρά στό κεφάλι, στό μέρος τῆς φαλάκρας, καί μέ φωνή ἀσθενική ἀλλά γεμάτη εὐθυμία τοῦ λέει:

«Ἔ, σύ! φαλακρέ Ἡγούμενε»! Μπροστά σ᾿ αὐτή τήν ἐκδήλωσι τῆς ξεχωριστῆς εὐνοίας, τῆς χαρᾶς καί τῆς ἁβρότητος, μοναχός ἔμεινε ἄναυδος. ψυχή του γέμισε ἀπό ἀπερίγραπτη εὐτυχία. Ὅλα γύρω του φαίνονταν χαρωπά. Καί ἐπιστρέφοντας στό κελλί του ἀναφωνοῦσε συνεχῶς γεμᾶτος ἀγαλλίασι. «Θεέ μου! Τί εἶναι αὐτό! Τί παπούλης εἶναι αὐτός! Ἕτοιμος νά ξεψυχήση, καί ὡστόσο σκορπίζει τήν εὐθυμία»!

Παρόμοια στιγμιότυπα εἶχαν νά διηγηθοῦν καί πολλοί ἄλλοι Πατέρες. Ἐπειδή μάλιστα στάρετς ἀρρώσταινε συχνά, μεταξύ τῶν μοναχῶν πού ἦταν πλησιέστεροί του εἶχε διαμορφωθῆ ἕνας στερεότυπος διάλογος: «Πῶς πάει μπάτουσκας μέ τήν ὑγεία του;» «Εἶναι χαρούμενος», ἦταν ἀπάντησις.

Ἔτσι συμβαίνει πάντοτε. Ὅταν καθαρίση ἀγρός τῆς ψυχῆς ἀπό τά ἀγκάθια τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας, κάνουν τήν ἐμφάνισί τους τά ρόδα τῆς χαρᾶς, χαρᾶς πού εἶναι μόνιμη καί ἀναφαίρετη«καί τήν χαράν ὑμῶν οὐδείς αἴρει ἀφ᾿ ὑμῶν» (Ἰωάν.Ιστ΄:22)καθώς ἐπίσης καί τά λευκά κρίνα τῆς εἰρήνης.

Σ᾿ ὅλη τήν ἔκτασι τῆς ψυχικῆς περιοχῆς τοῦ π. Ἀμβροσίου ἔπνεε ἁπαλή αὔρα τῆς εἰρήνης. Ἐκεῖνος πού θά ἔνοιωθε τήν γαλήνια πνοή της. Καί ὅποιος θά συζητοῦσε μαζί του γι᾿ αὐτήν, θά ἄκουγε τίς πιό σοφές διδασκαλίες. «Πάτερ», τόν ἐρωτοῦσαν μερικοί μοναχοί, «γιατί δέν ἔχουμε εἰρήνη στήν ψυχή μας; Πῶς μποροῦμε νά τήν ἀποκτήσουμε»; Καί ἀπάντησις ἦταν πάντοτε ὡραῖος ἐκεῖνος στίχος τοῦ Ψαλμῳδοῦ: «Εἰρήνη πολλή τοῖς ἀγαπῶσι τόν νόμον Σου» (Ψαλμ.118:165). Ὅσο περισσότερο προσκολλᾶται ψυχή στόν νόμο τοῦ Θεοῦ, τόσο πλουσιώτερα κατέχει τήν εἰρήνη τοῦ Οὐρανοῦ, τήν «ἄνωθεν» εἰρήνη.

Τί νά πῆ κανείς καί γιά τό χάρισμα πού εἶχε στάρετς νά ἐλευθερώνη ὅσους ἔπεφταν στά δίχτυα τῆς φιλονεικίας! Σ᾿ αὐτό τό σημεῖο ἦταν ἀπαράμιλλος. Δύο μοναχούς πού πολύ καιρό τούς κρατοῦσε πειρασμός σέ ἐχθρότητα ἀγωνίσθηκε πολύ νά τούς συμφιλιώση. Καί τό ἐπέτυχε. χαρά του ἦταν ἀπερίγραπτη γι᾿ αὐτό. Καί κάθε τόσο ἐκήρυττε: «Προσοχή στίς σχέσεις σας! Μέ τίς διχόνοιες καί τίς ἔριδες θλίβεται Φύλαξ Ἄγγελος, θλίβεται Θεός, καί μόνο διάβολος χαίρεται, δημιουργός κάθε ἐχθρότητος.

μακροθυμίαἄλλος καρπός τῆς Χάριτοςἦταν καθημερινή συνοδός τοῦ π. Ἀμβροσίου. Ὑπομονετικός, ἀνεκτικός, μακρόθυμος μέχρι θαυμασμοῦ. Κάποια περίοδο τοῦ ἔτυχε ἕνας ἐπιστολογράφος ἰδιότροπος· πολύ εὐερέθιστος ἄνθρωπος· ὅλο διαμαρτυρίες παράπονα καί μερικές φορές καί κλάματα. στάρετς γιά νά τόν καθησυχάζη, ἔπαιρνε καθημερινῶς τήν θέσι τῆς νταντᾶς. «Χαρά στήν ὑπομονή πού ἔχει μπάτουσκας»! ἔλεγαν οἱ ἄλλοι.

Ἀπό κάποια ἐπισκέπτρια δοκίμαζε πολλά, καί συνεχῶς ὑπέμενε. «Μπάτουσκα», τόν ἐρώτησαν μερικοί, «πῶς τήν ὑποφέρεις αὐτή τήν γυναῖκα»; «Ἀκοῦστε, ἀδελφοί μου», τούς ἀπήντησε. «Ὅπως βλέπετε, κάνω τό πᾶν γιά νά τήν καθησυχάζω καί ἐν τούτοις εἶναι δύσκολο. Γιά σκεφθῆτε τήν θέσι της ἐκεῖ πού ὅλοι θά τῆς ἐναντιώνωνται! Πῶς νά μή τήν λυπηθῆ κανείς καί πῶς νά μή δείξη ἀνεκτικότητα»;

Μέσα στούς τόσους ἐπισκέπτες δέν ἔλειπαν οὔτε οἱ ἀνυπόμονοι οὔτε οἱ ἐγωϊσταί οὔτε οἱ ἰδιότροποι. Ἀπ᾿ αὐτούς στάρετς ἄκουγε πολλά. Κάποτε κατάκοπος ἀπό τήν συζήτησι μέ τό πλῆθος, σκυφτός, μέ τά μάτια κατεβασμένα ἐπέστρεφε στό κελί του. Βιαζόταν νά διασχίση τόν κόσμο καί νά ἀποσυρθῆ γιά λίγη ξεκούρασι. Ἐκείνη τήν στιγμή ἀκούσθηκε μία φωνή ἀπαίσια: «Γιά ἰδές κακία! Νά περάση καί οὔτε ἕνα βλέμμα νά μᾶς ρίξη»! Μέ πόση ἀνεκτικότητα, ἀλήθεια, θά ἔπρεπε νά εἶναι ὡπλισμένος!

Ἐκτός ἀπό τούς κακότροπους ἦταν καί οἱ κακοπροαίρετοι καί οἱ κακοκοιοί. Κάποιος ἀπ᾿ αὐτούς – πραγματικό ὄργανο τοῦ διαβόλου – περίμενε μέ πιστόλι ἕνα μεσημέρι ἔξω ἀπό τό κελλί του, ὥστε μόλις βγῆ, νά τόν φονεύση. Καί θά τό κατώρθωνε, ἐάν δέν τόν ἀφώπλιζε τήν τελευταία στιγμή ἕνας σιδηρουργός τῆς Μονῆς.

Τί βαρύ φορτίο ἐσήκωναν καθημερινῶς οἱ ὦμοι τοῦ π. Ἀμβροσίου! Οἱ ἄνεμοι, οἱ βροχές καί οἱ ποταμοί – οἱ μεμψιμοιρίες δηλαδή, οἱ παράλογες ἀπαιτήσεις, οἱ ἀντιλογίες, οἱ προσβολές, οἱ γογγυσμοί καί οἱ κακότητες τῶν ἀνθρώπων – κτυποῦσαν συνεχῶς τό σπίτι του. Ἐκεῖνο ὅμως δέν σαλευόταν· «τεθεμελίωτο γάρ ἐπί τήν πέτραν»(Ματθ. Ζ΄: 25).

Δέν ἦταν ἡ ψυχή τοῦ στάρετς μόνο δυνατή καί ἀνθεκτική. Ἦταν συγχρόνως καί γεμάτη ταπείνωσι, συντριβή καί κατάνυξι. Ὁ Ἱερομόναχος τῆς Ὄπτινα π. Πλάτων πού γιά ὡρισμένο χρονικό διάστημα χρημάτισε ἐξομολόγος του, εἶχε πολλά νά πῆ γιά τήν «συντετριμμένην καρδίαν» του. «Πόσο μέ δίδασκε ἡ ἐξομολόγησις τοῦ π. Ἀμβροσίου! Μέ τί μεγάλη ταπείνωσι καί σντριβή ἐξαγόρευε τίς ἁμαρτίες του! Καί τί ἁμαρτίες; Τέτοιες πού ἐμεῖς οὔτε τίς ὑπολογίζουμε καθόλου. Κατέλυε π.χ. τήν Τετάρτη ἤ τήν Παρασκευή – ἔτρωγε δυό – τρία κομματάκια ὁλλανδικῆς ρέγγας – ἐξ αἰτίας τῆς στομαχικῆς του παθήσεως, καί γι᾿ αὐτή του τήν πρᾶξι ὠδυρόταν. Γονάτιζε μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου καί σάν κατάδικος ἐκλιπαροῦσε τό θεῖο ἔλεος. Βλέποντάς τον νά θρηνῆ ἔτσι ἀναλυόμουν κι᾿ ἐγώ σέ δάκρυα…».

Πολλά κλάματα ἔχυνε ὁ στάρετς γιά τά τέκνα του ἐκεῖνα, πού βασανίζονταν ἀπό πνευματικές ἀρρώστιες. Γιά ἐκείνους ἐπίσης πού παρασύρονταν στά βάραθρα τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀπιστίας. Γιά τούς μορφωμένους πού ἦταν δηλητηριασμένοι ἀπό τίς ἀθεϊστικές ἰδέες. Αὐτούς μάλιστα τούς θεωροῦσε προδρόμους τοῦ Ἀντιχρίστου. Καί πίστευε πώς ὁ Ἀντίχριστος θά ἐμφανισθῆ στήν γῆ ἔπειτα ἀπ᾿ αὐτούς, σέ μία ἐποχή μεγάλης ἀναρχίας.

Πολλές φορές ἐδάκρυζε ἀπό ὑπερβολική πνευματική συγκίνησι. Ὅταν ἄκουγε γλυκές καί κατανυκτικές ψαλμῳδίες δέν μποροῦσε νά συγκρατηθῆ. Τά δάκρυά του ξεχύνονταν ἀπό τά μάτια του ὅπως τό ἄρωμα ἀπό τά εὐωδιαστά ἄνθη, καί στό πρόσωπό του ἀντιφέγγιζε μία οὐράνια ἀγαλλίασις. Τό ἴδιο συνέβαινε ὅταν γίνονταν στό κελλί του ἡ Παράκλησις καί οἱ Χαιρετισμοί τῆς Παναγίας. Καθώς ἀτένιζε τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ἄρχιζαν νά κυλοῦν στίς ὠχρές παρειές του δάκρυα εὐλαβείας.

Κατά διαστήματα ἔφερναν στήν Ὄπτινα τήν θαυματουγό εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Καλούγας. Ζητοῦσε τότε νά περάση κι᾿ ἀπ᾿ τό κελλί του γιά νά ψαλῆ μπροστά της ἡ Παράκλησις. Τό τί συνέβαινε αὐτές τίς φορές ἦταν ἀπερίγραπτο. Τά δάκρυα ἔτρεχαν ἀπό τά μάτια του σωστό ποτάμι! Ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι τότε συγκλονίζονταν καί αἰσθάνονταν κι᾿ αὐτοί ἀνέκφραστες πνευματικές συγκινήσεις.

Ποιός ξέρει στίς ἰδιαίτερες του προσευχές πόσες παρόμοιες ἀσυγκράτητες ροές δακρύων θά εἶχε. Μέ τά δάκρυα αὐτά τῆς θείας κατανύξεως, ὅπως λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, δροσίζεται καί ἐξωραΐζεται ἡ ψυχή, καθώς καί τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου.«Πρόσωπον νιπτόμενον δάκρυσι, κάλλος ἐστίν ἀμάραντον» (Ἐφραίμ ὁ Σύρος).

Μαζί μέ τήν εἰρήνη, τήν μακροθυμία, τήν ἀγάπη καί τίς ἄλλες ἀρετές, πρόβαλλε στό πνευματικό ἀνθοδοχεῖο τοῦ στάρετς καί ἡ ἁγία ταπείνωσις. Τί θαυμάσιο ἄρωμα ἐσκόρπιζαν οἱ εὐωδιαστοί κάλυκές της!

Κάποτε, μερικοί, μερικοί ἀπό τούς μοναχούς τῆς Σκήτης περιεργάζονταν τήν φωτογραφία τοῦ Γέρονος Βασιλίσκου, ἑνός μεγάλου Ρώσου ἀσκητοῦ. «Προσέξτε τά χείλη του»! παρατήρησε κάποιος. «Κοιτάξτε πόσο φωτεινά εἶναι! Ἴσως ἐπειδή πέθανε λέγοντας τήν εὐχή».

«Αὐτό πρέπει νά συμβαίνη», εἶπε ὁ στάρετς. Καί συνέχισε: «Μήπως στήν Μονή Γλίνσκοϊ δέν ἔλαβε χώρα κάτι παρόμοια θαυμαστό; Τό χέρι ἑνός μοναχοῦ, τρεῖς ὧρες μετά τήν κοίμησί του, συνέχιζε νά τραβᾶ κομποσχοίνι!.. Κι᾿ ἐγώ ὁ ταλαίπωρος καί ἁμαρτωλός δέν ἐνθυμοῦμαι ἄν τό ἔπιασα ποτέ στά χέρια μου…». «Σέ σᾶς, μπάτουσκα», τοῦ λέει ἕνας μοναχός, «ἡ εὐχή ἀναπέμπεται μυστικά ἀπό τήν καρδιά». «Ὄχι! Ὄχι! Ἐγώ στό Μοναστήρι ἕνα ἔτος παρέμεινα. Ἔπειτα πῆγα διακονητής στόν στάρετς Μακάριο, καί ἔπεσα μέσα στήν πολυκοσμία, στήν ἀγορά. Καί στήν ἀγορά βέβαια δέν μπορεῖς νά καλλιεργήσης τήν εὐχή». Αὐτά εἶπε ὁ π. Ἀμβρόσιος καί ἀμέσως ἄλλαξε τήν συζήτησι. Ἤξερε νά ἀποκρύπτη πολύ ἐπιδέξια τόν ἐσωτερικό του πλοῦτο. Καί γνώριζε πολύ καλά ὅτι «ἐμποιεῖ ταπείνωσιν ἀληθῆ καί τό, ἵνα τις τῶν πέλας τά κατορθώματα καθ᾿ ἑκάστην ἐν νῷ περιστρέφῃ», ὅπως σημειώνει ὁ Ὅσιος Ἡσύχιος στά ὑπέροχα νηπτικά του κείμενα στή Φιλοκαλία.

Ἡ ταπείνωσις τοῦ στάρετς διαφαινόταν καί στό γεγονός ὅτι δέν στηριζόταν πάντα στήν δική του σύνεσι. Γιά δύσκολα προβλήματα τῶν μοναχῶν κατέφευγε στόν ἐνάρετο καί φιλομόναχο Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Καλούγας Γρηγόριο. Γιά διάφορα θέματα τῆς ἀτομικῆς του ζωῆς ἀπευθυνόταν σέ κάποιον εὐλαβῆ Γέροντα, πού δέν τόν γνώριζε ἐξ ἀρχῆς, ἀλλά ὅταν ἄκουσε γιά τήν ἀρετή του φρόντισε μέ ἀνταλλαγή ἐπιστολῶν νά ἔρθη σέ ἐπαφή μαζί του καί νά τόν καταστήση σύμβουλό του. Πῶς νά μή θαυμάζη κανείς; Ὁ στάρετς πού φώτιζε ὅλη τήν Ρωσία, νά ζητῆ τόσο ταπεινά τίς γνῶμες ἄλλων! Αὐτό θά πῆ ταπείνωσις, καί αὐτό θά πῆ «μή πιστεύειν τῇ ἰδίᾳ συνέσει», κατά τήν Πατερική ἔκφρασι.

Θαυμαστός ἦταν ὁ π. Ἀμβρόσιος καί στήν ἄσκησι τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος. Οἱ ἦχοι τῆς προφητικῆς του σάλπιγγος ἦταν ἀσυνήθιστα ἁπαλοί καί ταπεινοί, παρ᾿ ὅλο πού μποροῦσαν νά μεταδοθοῦν σέ τόνο συγκλονιστικό. Πόσο ἀνυπερήφανος ἦταν ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον ἀνεκοίνωνε τίς ὑπερφυσικές γνώσεις του!

Συζητοῦσε κάποιος μαζί του, καί εἶχε ἀνάγκη νά ἀγοράση ἕνα κτήμα. « Δ ι α δ ί δ ο υ ν » , τοῦ ἔλεγε ὁ στάρετς, «ὅτι στήν τάδε περιοχή πωλεῖται ἕνα χωράφι. Σοῦ συνιστῶ νά τό ἀγοράσης». Ἐκεῖνος ἔμενε μέ τήν ἐντύπωσι ὅτι τό ἄκουσε ὁ π. Ἀμβρόσιος ἀπό ἄλλους. Αὐτό ἄλλωστε ἐσήμαινε καί τό «διαδίδουν». Στήν πραγματικότητα ὅμως ἡ γνῶσις αὐτή προερχόταν ἀπό θεία ἀποκάλυψι.

Ἄλλη φορά, ἐνῶ ὁ π. Ἀμβρόσιος παρώτρυνε κάποιον στήν ἔναρξι μιᾶς ἐργασίας, διεπίστωνε πώς χρειαζόταν σ᾿ αὐτήν καί κάποιος συνεργάτης, τόν ὁποῖον ἐξ ἀποκαλύψεως πάλι ἐγνώριζε, ἀλλά δέν τόν ὠνόμαζε ἀμέσως, γιά νά μή φαίνεται ὡς προφήτης. Μέ τέχνη ὅμως ὡδηγοῦσε ἔτσι τήν συζήτησι, ὥστε νά τόν φανερώση χωρίς νά πολυκαταλάβη ὁ ἄλλος. «Ἀδελφέ μου», τοῦ ἔλεγε, «χρειάζεσαι καί κάποιον συμπαραστάτη σ᾿ αὐτή τήν ἐπιχείρησι». «Ἄ! ναί, μπάτουσκα, ἔχω ὑπ᾿ ὄψιν μου τόν τάδε». «Ὡραῖα! Μάλιστα! Αὐτόν, αὐτόν νά πάρης βοηθό», ἐτόνιζε μέ ἔμφασι ὁ στάρετς, χαρούμενος πού βγῆκε ἀπό τήν δυσκολία του.

Θά μπορούσαμε νά ἀναφέρουμε ποικίλα τεχνάσματα πού χρησιμοποιοῦσε ὁ π. Ἀμβρόσιος προκειμένου νά ἀποκρύψη τήν διορατική καί προορατική του δύναμι. Ἀρκετες φορές κατέφευγε στίς ἐρωτήσεις. Ἕνας ὅμως ἔξυπνος ἄνθρωπος, ἀπό τόν τρόπο πού γίνονταν οἱ ἐρωτήσεις, ἀντιλαμβανόταν πώς ὁ στάρετς τά ἐγνώριζε ὅλα. Διέκρινε ὅμως καί τήν προσπάθεια πού κατέβαλλε, ὥστε νά παρουσιάζεται γνήσιος υἱός τῆς ταπεινοφροσύνης.

Ὅποιος παρακολουθοῦσε πῶς συμβούλευε ὁ στάρετς τούς Χριστιανούς, θά ἐθαύμαζε τήν πολλή του ταπεινότητα καί συγκαταβατικότητα. Δέν θά παρατηροῦσε τίποτε τό ἐπιβλητικό ἤ ἐπιτακτικό. Οὔτε ἐξανάγκαζε οὔτε ἐδέσμευε. «Ἀγαπητέ μου», ἔλεγε, «ἄν αὐτά πού σέ συμβουλεύω δέν τά ἀποδέχεσαι, κοίταξε νά βρῆς κάποια καλύτερη λύσι». Πολλές φορές ὅμως ἡ μεγάλη του ἀγάπη τόν ὑποχρέωνε νά μιλήση διαφορέτικα: «Μή συζητεῖτε ποτέ μαζί μου. Εἶμαι μαλακός καί μπορεῖ νά ὑποχωρήσω, πρᾶγμα ἐπιζήμιο γιά σᾶς». Καί δέν ἦταν λίγοι ἐκεῖνοι πού ἀπό προσωπικά τους παθήματα ἔμαθαν, ὅτι πρέπει νά ὑπακούουν στίς πρῶτες του συμβουλές, καί νά μή κάνουν διαπραγματεύσεις μαζί του.

Καί στό θέμα τῶν θαυματουργικῶν θεραπειῶν διέλαμπε πάλι ἡ πολλή ταπεινοφροσύνη του. Ἐνῶ μποροῦσε μέ τήν προσευχή του καί τήν εὐλογία του νά σκορπίση τήν ἴασι, ἐν τούτοις ἀπέφευγε. Ἄλλοτε ἔστελνε τούς πάσχοντας νά κάνουν Παράκλησι σέ κάποια θαυματουργό εἰκόνα, ἄλλοτε νά λουσθοῦν στό ἰαματικό πηγάδι τῆς Μονῆς Τυχωνόφσκαγια κοντά στήν Καλούγα, ἄλλοτε νά πιοῦν ἁγιασμένο νερό ἀπό τήν Μονή τοῦ Ποτσάγιεφ, ἄλλοτε νά προσευχηθοῦν στόν Ἅγιο Τύχωνα στό Ζαντόνσκ, ἄλλοτε τούς ἔδινε μερικά βότανα κ.ο.κ. Πάντοτε φρόντιζε νά ἀποκρύπτη ἤ, ἄν αὐτό ἦταν δύσκολο, νά συγκαλύπτη κάπως τήν ἰαματική του δύναμι. Ἡ ἐπιθυμία του ἦταν νά σκορπίζη σέ ὅλους τίς θεϊκές δωρεές καί ἀπό ὅλους νά παραμένη κρυμμένος. Πάντοτε προσπαθοῦσε νά ἀσφαλίζη τόν ἑαυτό του στό ἄρρηκτο τεῖχος τῆς ταπεινώσεως. Δέν ἐδίσταζε μάλιστα πολλές φορές νά καταφεύγη καί σέ ἐκδηλώσεις πού τόν ἐξέθεταν. Ἐμιμεῖτο δηλαδή κάπως τούς διά Χριστόν σαλούς, οἱ ὁποῖοι κάτω ἀπό τήν προσποιητή τρέλλα ἔκρυβαν τήν πιό ἀπαστράπτουσα ἁγιότητα. Σ᾿ αὐτό ὁπωσδήποτε θά εἶχε ὡς πρότυπο καί τόν μακαριστό στάρετς Λέοντα.

Δέν ἦταν λίγες οἱ φορές πού ὁ π. Ἀμβρόσιος σκέπαζε μέ διάφορες σαλότητες σπουδαῖες ὑπερφυσικές ἐνέργειές του. Ἔτσι μέ ἕνα σπαρταριστό ἀστεῖο πού ἔκανε ὅλους νά γελάσουν προέλεγε σέ κάποιον κάτι σπουδαῖο πού ἐπρόκειτο νά τοῦ συμβῆ. Ἄλλοτε σήκωνε τήν γροθιά τοῦ καί κτυποῦσε τό μάτι ἤ τίς σιαγόνες ἑνός ἐπισκέπτη. Ἄλλη φορά σήκωνε τό μπαστούνι του καί τό κατέβαζε στό κεφάλι κάποιου ἄλλου. Ὅσοι τόν ἔβλεπαν, νόμιζαν πώς τόν ἔπιασε ξαφνική τρέλλα. Ἐκεῖνοι ὅμως πού δέχονταν τό κτύπημα, ἀπαλλάσσονταν ἀπό τόν πονόματο ἤ πονόδοντο ἤ πονοκέφαλο, πού τόσο τούς βασάνιζε. Εἶναι νά ἀπορῆ καί νά ἐκπλήττεται κανείς ὅταν μελετᾶ τό μῆκος καί τό πλάτος τῆς ταπεινοφροσύνης τῶν Ἁγίων…

Ἀγαποῦσε κυριολεκτικά ὁ π. Ἀμβρόσιος τήν ἀρετή αὐτή. Καί πολλές φορές χρησιμοποιοῦσε τούς πιό ἐντυπωσιακούς καί ἀπροσδόκητους τρόπους γιά νά τήν μεταδώση καί στό ποίμνιό του. Ὑπῆρξαν περιπτώσεις πού παρουσιαζόταν σκληρός καί ἀδυσώπητος, μόνο καί μόνο γιά νά ἀπαλλάξη κάποιον ἀπό τήν γάγγραινα τοῦ ἐγωϊσμοῦ. Μποροῦσε ἀκόμη καί τό ξύλο καί τά γρονθοκοπήματα νά θέση σέ ἀφαρμογή. Ἤ νά περιλούση τόν ἄλλον μέ τά πιό προσβλητικά λόγια, ὅπως τό δείχνουν τά δύο ἑπόμενα περιστατικά πού ἔλαβαν χώρα στήν χιμπάρκα. «Μπάτουσκα», ἄρχισε νά παραπονῆται μία γυναῖκα, «ἀπό τίς πολλές θλίψεις πού μ᾿ εὑρῆκαν κοντεύω νά χάσω τό μυαλό μου». «Ἀνόητε ἄνθρωπε»! Τῆς λέει δυνατά μπροστά σέ ὅλους. «Μόνο οἱ γνωστικοί ἄνθρωποι χάνουν τό μυαλό τους! Πῶς νά χάση μυαλό ἕνας πού δέν ἔχει καθόλου, ὅπως ἐσύ»; Κάποια ἄλλη τοῦ ἀνέφερε μέ παράπονο πώς τῆς ἔκλεψαν τό σάλι. «Τό σάλι τοῦ τό ἔκλεψαν», τῆς ἀπήντησε γελῶντας, «τήν τρέλλα ὅμως σοῦ τήν ἄφησαν»! Ἔτσι περιποιεῖτο τούς ἐγωϊστάς ὁ στάρετς! Συνήθιζε πάντοτε νά συνταυτίζη τά ἐπίθετα «τρελλός» καί «ὑπερήφανος». Καί ἀγωνιζόταν μέ κάθε τρόπο νά προστατεύση τίς ψυχές ἀπό τούς γκρεμούς τῆς ὑπρηφανίας.

Δέν θά ἀναφέρουμε ὁλόκληρο τόν κατάλογο τῶν εὐλογημένων καρπῶν πού ἐστόλιζαν τό πνευματικό δένδρο τοῦ στάρετς. Ἐφ᾿ ὅσον στήν ψυχή του κατοικοῦσε ὁ Χριστός, οἱ ἀρετές καί οἱ χάριτες τοῦ Οὐρανοῦ ἀφθονοῦσαν. Συγχρόνως ἡ καρδιά του ἀγκάλιαζε μέ πάθος ὅλα τά πρόσωπα πού εἶχαν ἀφοσιωθῆ ὁλόψυχα στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἀπερίγραπτη λ.χ. ἦταν ἡ εὐλάβειά του πρός τόν Ἅγιο Ἰγνάτιο τόν Θεοφόρο. Στίς δυσκολίες του προσευχόταν σ᾿ αὐτόν μέ θέρμη καί συχνά μελετοῦσε τίς θεοχαρίτωτες ἐπιστολές του, τίς ὁποῖες συνιστοῦσε καί στά πνευματικά του τέκνα. Μέ ἰδιαίτερη συγκίνησι διηγεῖτο πῶς ὁ Ἅγιος αἰσθανόταν μέσα στήν καρδιά του τήν ζωντανή παρουσία τοῦ Χριστοῦ, καί πῶς ἐγχαράχθηκαν σ᾿ αὐτήν οἱ λέξεις, «Ἰησοῦς Χριστός». Ὁ χριστοφόρος στάρετς – τί πιό φυσικό;– ἔστρεφε πάντοτε τήν σκέψι του καί τά αἰσθήματά του στούς χριστοφόρους, καί ἡ συναναστροφή αὐτή χαρίτωνε ὅλο καί περισσότερο τήν ὡραιότητα τῆς ψυχῆς του.


Σ᾿Αὐτόν,τὸνΚύριον,ἀνήκουνΔόξακαὶτὸΚράτοςεἰςτοὺςαἰῶνας.
Ἀμήν.


Ἀπότόβιβλίο:ΟΟΣΙΟΣΑΜΒΡΟΣΙΟΣΤΗΣΟΠΤΙΝΑ

ΙΕΡΑΜΟΝΗΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥΩΡΩΠΟΣΑΤΤΙΚΗ.