Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
Ὁ μακαριστός Γέρων Πορφύριος εἶχε μία ὀρθοδοξότατη θεώρηση γιά τόν ἄνθρωπο (ἀνθρωπολογία). Ἐκτός ἀπό μιά ἀλάνθαστη Χριστολογία–Θεολογία εἶχε καί μιά βαθειά, ἀληθινά ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία–σωτηριολογία. Τόσο οἱ ἀπόψεις του α)γιά το ποιος εἶναι ὁ ἄνθρωπος (ὁ προπτωτικός, ὁ μεταπτωτικός, ὁ ἀναγεννημένος ἐν Χριστῷ), β)ποιές εἶναι οἱ προδιαγραφές τῆς σωστῆς του λειτουργίας, ὅσο καί γ)γιά τό ποιός εἶναι ὁ προορισμός του, ὅλα εἶναι σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας. Οἱ λεπτότατες παρατηρήσεις του ἔχουν τεράστια σημασία γιά τόν σύγχρονο, ψυχικά ἄρρωστο, «χριστιανό».
Ἡ ἀντίληψη του γιά τήν ἁμαρτία ἐκφράζεται μέ τή χαρακτηριστική του φράση: «Ἡ ἁμαρτία κάνει τόν ἄνθρωπο πολύ μπερδεμένο ψυχικά».
Ὁ Θεός κρούει στήν πόρτα τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. «Ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν͵ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ΄ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ΄ ἐμοῦ. Ὁ νικῶν δώσω αὐτῷ καθίσαι μετ΄ ἐμοῦ ἐν τῷ θρόνῳ μου»
[1], λέγει ὁ Κύριος στήν Ἀποκάλυψη. Ὁ Χριστός κινεῖται πρῶτος πρός τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος ἄν ἄνοίξει τήν πόρτα τῆς καρδιᾶς του καί ἀποδεχθεῖ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ θεραπεύεται.
Ἔλεγε ὁ σοφός Γέροντας:
«Ἡ ἁμαρτία κάνει τόν ἄνθρωπο πολύ μπερδεμένο ψυχικά. Τό μπέρδεμα δέν φεύγει μέ τίποτε. Μόνο μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ γίνεται τό ξεμπέρδεμα. Τήν πρώτη κίνηση κάνει ὁ Χριστός. “Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες…”. Μετά ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἀποδεχόμαστε αὐτό τό φῶς μέ τήν ἀγαθή μας προαίρεση, πού τήν ἐκφράζουμε μέ τήν ἀγάπη μας ἀπέναντί Του, μέ τήν προσευχή, μέ τά μυστήρια»[2].
Ἐνδεικτική τῆς σοφίας τοῦ Γέροντα, τῆς «ἄνωθεν κατερχομένης», εἶναι μιά καίρια, ὅσο καί λεπτότατη, ἀνθρωπολογική παρατήρηση του, πού σχετίζεται μέ τήν ἀνθρώπινη βούληση-αὐτεξούσιο. Ἔλεγε ὅτι,
γιά νά κάνουμε τό καλό πρέπει πρῶτα νά τό ἐπιθυμήσουμε καί νά τό ἀγαπήσουμε. Τό κάθε καλό «ἄνωθεν ἐστι καταβαῖνον, ἐκ τοῦ Πατρός τῶν φώτων»
[3]. Ὅμως γιά νά τό οἰκειωθοῦμε προσωπικά, πρέπει νά τό θελήσουμε ἐλεύθερα καί νά τό ἀγαπήσουμε· τότε καί ὁ Θεός ἐνεργεῖ. Γι’ αὐτό καί ὁ γέροντας δίδασκε: «
Ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο νά ζητάει μόνος του νά γίνει καλός, νά τό ἐπιθυμεῖ μόνος του καί νά γίνεται, τρόπον τινα, σάν δικό του τό κατόρθωμα, ἐνῶ στήν πραγματικότητα, προέρχεται ἀπ’ τή χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἔρχεται πρῶτα στό σημεῖο νά τό θέλει, νά τό ἀγαπάει, νά τό ἐπιθυμεῖ καί κατόπιν ἔρχεται ἡ θεία χάρις καί τό κατορθώνει»[4].
Δέ χρειάζεται νά κυνηγᾶμε τό κακό.
Δέν κυνηγᾶμε τό σκοτάδι, ἀλλά στρεφόμαστε πρός τό Φῶς, δηλαδή τόν Χριστό. Ἔλεγε, χαρακτηριστικά, στά πνευματικά του παιδιά, γιά νά τά βοηθήσει στή πνευματική τους παλαίστρα: «
Γιατί νά κυνηγᾶμε τά σκοτάδια; Νά, θά ἀνάψουμε τό φῶς καί τά σκοτάδια θά φύγουν μόνα τους. Θά ἀφήσουμε νά κατοικήσει σ’ ὅλη τήν ψυχή μας ὁ Χριστός καί τά δαιμόνια θά φύγουν μόνα τους… Στήν ψυχή, πού ὅλος ὁ χῶρος της εἶναι κατειλημμένος ἀπό τό Χριστό, δέ μπορεῖ νά μπεῖ καί νά κατοικήσει ὁ διάβολος, ὅσο κι ἂν προσπαθήσει, διότι δέν χωράει, δέν ὑπάρχει κενή θέση γι’ αὐτόν»
[5].
Ἡ σωτηριολογία, ὁ τρόπος τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα γιά τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση, πού διδάσκει ὁ Γέροντας, εἶναι θεμελιωμένος ἁγιοπατερικά καί ἐπιβεβαιωμένος ἐμπειρικά στή ζωή τῶν ἁγίων μας. Δίδασκε ὅτι τό διάβολο καί τά πάθη πρέπει νά τά περιφρονοῦμε. Ἡ ψυχή εἶναι σάν ἕνα δωμάτιο.
-Ἄν τό δωμάτιο τό γεμίσουμε μέ τό καλό, ποῦ νά χωρέσει τό κακό;… Ὅταν ἀνοίγουμε τό φῶς, αὐτόματα φεύγει τό σκότος. Διά τοῦτο ἔλεγε ὁ σοφός καί διακριτικός Γέρων ὅτι
τό ἔργο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά μπεῖ μέσα στό φῶς τοῦ Χριστοῦ καί νά μήν ἀσχολεῖται καθόλου μέ τό σκοτάδι, δηλ. μέ τά πάθη, τόν διάβολο καί τόν κόσμο. Ὁ Χριστός, πού εἶναι τό πᾶν, κάνει τά πάντα γιά τήν σωτηρία μας. Δικό μας ἔργο εἶναι ἡ κατάφαση στή Θεία Ἐνέργεια, τό «ἄνοιγμα» πρός τόν Θεόν ,
τό «Ναί» πού πρέπει νά εἶναι σταθερό, διαρκές, γνήσιο καί πλῆρες. Ἕνας εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος γιά τόν Γέροντα, ὥστε νά μποροῦμε νά λέμε συνεχῶς καί σωστά αὐτό τό «Ναί»: τό νά ἀγαπήσουμε, νά ἐρωτευθοῦμε τόν Χριστό. «
Ἔργο μας εἶναι» ἔλεγε ὁ Γέροντας
«νά προσπαθοῦμε νά βροῦμε ἕναν τρόπο νά μποῦμε μέσα στό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι νά κάνει κανείς τά τυπικά. Ἡ οὐσία εἶναι νά εἴμαστε μαζί μέ τόν Χριστό. Νά ξυπνήσει ἡ ψυχή καί ν΄ ἀγαπήσει τόν Χριστό, νά γίνει ἁγία. Νά ἐπιδοθεῖ στόν θεῖο ἔρωτα. Ἔτσι θά μᾶς ἀγαπήσει κι Ἐκεῖνος. Θά εἶναι τότε ἡ χαρά ἀναφαίρετη. Αὐτό θέλει πιό πολύ ὁ Χριστός, νά μᾶς γεμίζει ἀπό χαρά, διότι εἶναι ἡ πηγή τῆς χαρᾶς. Αὐτή ἡ χαρά εἶναι δῶρο τοῦ Χριστοῦ»[6].
Γιά νά γνωρίσουμε ὅμως τόν Χριστό καί νά φωτισθοῦμε πρέπει, πρῶτα Ἐκεῖνος νά μᾶς γνωρίσει, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου
[7].
Μᾶς γνωρίζει δέ ὅταν ταπεινωθοῦμε καί ἀγαπήσουμε ἀνιδιοτελῶς. Ἔλεγε ὁ σοφός, βιβλικότατος Γέρων:
«Τόν Χριστό δέν θά μπορέσουμε νά Τόν γνωρίσουμε, ἄν Ἐκεῖνος δέν μᾶς γνωρίσει. Δέν μπορῶ νά τά ἐξηγήσω ἀκριβῶς αὐτά, εἶναι μυστήρια… Οὔτε μποροῦμε νά Τόν ἀγαπήσουμε, ἄν ὁ ἴδιος δέν μᾶς ἀγαπήσει. Ὁ Χριστός δέν θά μᾶς ἀγαπήσει, ἅμα ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἄξιοι νά μᾶς ἀγαπήσει. Γιά νά μᾶς ἀγαπήσει, πρέπει νά βρεῖ μέσα μας κάτι τό ἰδιαίτερο… Ποιό εἶναι αὐτό; Εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἄν δέν ὑπάρχει ταπείνωση, δέ μποροῦμε ν΄ ἀγαπήσουμε τόν Χριστό. Ταπείνωση καί ἀνιδιοτέλεια στή λατρεία του Θεοῦ. “Μή γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου”. Κανείς νά μή σᾶς βλέπει, κανείς νά μήν καταλαβαίνει τίς κινήσεις τῆς λατρείας σας πρός τό Θεῖον. Ὅλ΄ αὐτά κρυφά, μυστικά, σάν τούς ἀσκητές»[8]. Τότε ἡ ψυχή θεραπεύεται. Τότε ὅλα ἀλλάζουν.
Γιά νά ἔρθει ὁ Χριστός μέσα στόν ἄνθρωπο πρέπει ἡ καρδιά νά εἶναι καθαρή καί νά ὑπάρχει ἀγάπη καί ταπείνωση. Ἔλεγε χαρακτηριστικά:
«Πολλοί λένε ὅτι ἡ χριστιανική ζωή εἶναι δυσάρεστη καί δύσκολη, ἐγώ λέω ὅτι εἶναι εὐχάριστη καί εὔκολη, ἀλλά ἀπαιτεῖ δυό προϋποθέσεις: ταπείνωση καί ἀγάπη… Ἄν ἔρθει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅλοι καί ὅλα ἀλλάζουν, ἔλα ὅμως πού γιά νά ἔρθει, χρειάζεται πρῶτα νά ταπεινωθοῦμε!»[9]. Ἔλεγε πάλι:
«…Μόνος Του θά ἔλθει ὁ Χριστός καί θά ἐγκύψει στήν ψυχή μας, ἀρκεῖ νά βρεῖ ὁρισμένα πραγματάκια πού νά Τόν εὐχαριστοῦν, ἀγαθή προαίρεση, ταπείνωση καί ἀγάπη…»[10].
Ἡ χριστιανική ζωή φαίνεται δύσκολη διότι θέλουμε νά τήν συμβιβάσουμε μέ τήν κοσμική. Δέν θέλουμε νά προχωρήσουμε περισσότερο ἀπό τό ἐπίπεδο τοῦ «μέχρι ἐκεῖ πού δέν κολάζει», ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Παΐσιος. Ὅμως ἄν θέλουμε νά μήν δυσκολευτοῦμε πολύ, θά πρέπει νά ξεπεράσουμε τή μέση ὁδό τοῦ Χριστιανοῦ, θά πρέπει νά μήν ἁμαρτάνουμε. Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ ἀγωνιστής π. Πορφύριος: «Πρέπει παιδί μου, νά μήν ἀκολουθοῦμε τή μέση ὁδό τοῦ Χριστιανοῦ, γιατί αὐτή εἶναι πολύ δύσκολη. Πρέπει νά ξεπεράσουμε τό στάδιο αὐτό καί ν’ ἀνέβουμε ψηλά. Τότε εἶναι ὅλα εὔκολα. Ὅταν δέν πέφτουμε σέ ἁμαρτίες τότε εἴμεθα ἐκτός τῆς μέσης ὁδοῦ καί εἴμεθα οἱ πραγματικοί Χριστιανοί».
Κάποιος τόν ἐρώτησε:
– Πῶς μποροῦμε Παππούλη μου, νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό; -« Ἡ ἀγάπη μας πρός τόν Χριστό, παιδί μου, πραγματοποιεῖται ὡς ἑξῆς: Σηκώνουμε τόν ἐσωτερικό μας ἑαυτό πρός τόν Θεό καί Τόν ἐπικαλούμεθα. Βλέποντας ὅμως τή φύση, τά δένδρα, τά λουλούδια, τά πουλιά, τίς μέλισσες, τά ἄνθη, τή θάλασσα, τά ψάρια, τά ἄστρα, τό φεγγάρι, τόν ἥλιο, καί τά τόσα ἄλλα ὑπέροχα δημιουργήματά Του, στρέφουμε τό νοῦ πρός τόν Θεόν καί δοξάζοντάς Τον μέσα ἀπ’ αὐτά, προσπαθοῦμε νά τά καταλάβουμε πόσο ὡραῖα καί θαυμάσια εἶναι καί ἀγωνιζόμαστε νά τά ἀγαπήσουμε. Ὅταν τά ἀγαπήσουμε ὅλα αὐτά, τότε ἡ ἀγάπη μας ἀνεβαίνει πρός τόν Δημιουργό μας καί ἔτσι πραγματικά καί ἀληθινά Τόν ἀγαπᾶμε. Ἀπαραίτητη προϋπόθεση εἶναι ἡ ἀγάπη τῶν δημιουργημάτων, ἀλλά ἀκόμη περισσότερη πρέπει νά εἶναι ἡ ἀγάπη μας πρός τόν συνάνθρωπό μας. Γι’ αὐτό πρέπει νά πραγματοποιοῦμε ἐπισκέψεις στά Νοσοκομεῖα, στίς Φυλακές, στά Ὀρφανοτροφεία, στά Γηροκομεῖα κ.λ.π. καί γι’ αὐτό τό σκοπό καί μόνο θά πρέπει νά γίνονται αὐτές. Τότε ἡ ἀγάπη μας εἶναι εἰλικρινής»[11].
Τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη, τήν μετάνοια καί τήν ὑπακοή, ὅλα αὐτά πού δίδασκε, τά εἶχε πρῶτα, βιώσει ὁ ἴδιος καί συνέχισε μέχρι τέλους νά τά ζεῖ. Ὁ Γέροντας μιλοῦσε σάν τούς ἀρχαίους Πατέρες, διότι τόν φώτιζε τό ἴδιο Ἁγιο Πνεῦμα, πού φώτιζε καί ἐκείνους.
Ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἄλλά καί ὅλη ἡ Δημιουργία, ζητάει τόν Θεό, ζητάει τόν οὐρανό. «
Πάντα δι’ Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτόν ἔκτισται»[12]. Ὅλα τά ὄντα στρέφονται πρός τόν Θεό. Αὐτό διακήρυσσε ὁ σεβαστός Γέροντας ὅταν ἔλεγε:
«Ὁ ἄνθρωπος ζητάει στόν οὐρανό τή χαρά καί τήν εὐτυχία. Ζητάει τό αἰώνιο μακριά ἀπ’ ὅλους κι ἀπ’ ὅλα, ζητάει νά βρεῖ τή χαρά στόν Θεό. Ὁ Θεός εἶναι μυστήριο. Εἶναι σιωπή, εἶναι ἄπειρος, εἶναι τό πᾶν. Τήν τάση τῆς ψυχῆς γιά τόν οὐρανό τήν ἔχει ὅλος ὁ κόσμος· ὅλοι ζητᾶνε κάτι τό οὐράνιο. Σ’ Αὐτόν στρέφονται ὅλα τά ὄντα, ἔστω καί ἀσυνειδήτως»[13].
Ὅμως καί
ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα μυστήριο. Φέρει μέσα του ὅλο τό καλό καί ὅλο τό κακό ἀπό τόν Ἀδάμ μέχρι σήμερα ὅπως ἔλεγε
[14] ὁ ἅγιος καί χαρισματοῦχος Γέρων
. «Γι’ αὐτό» τόνιζε
«πρέπει ν΄ ἀποθάνομε κατά τόν παλαιό ἄνθρωπο καί νά ἐνδυθοῦμε τόν νέο»[15].
[2] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου,
Βίος καί Λόγοι, Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς, ζ΄ἔκδοση, Χανιά 2006, σελ. 368. Στό ἑξῆς:
Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου,
Βίος καί Λόγοι ( Ὅταν δέ γίνεται ἀναφορά σέ ἔκδοση ἐννοεῖται ἡ Ζ’).
[3] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου,
Θεία Λειτουργία.
[4] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου,
Βίος καί Λόγοι, σελ. 407-408.
[5]http://www.phys.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/gerontikon/porphyrios_sayings.htm,
Κ. Γιαννιτσιώτη
: Κοντά στό γέροντα Πορφύριο.
[6] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου,
Βίος καί Λόγοι, σελ. 221-224.
[7] Γαλ. 4, 9: “νῦν δέ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δέ γνωσθέντες ὑπό Θεοῦ”.
[8] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου,
Βίος καί Λόγοι, σελ. 238-239.
[9] http://www.phys.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/gerontikon/porphyrios_sayings.htm,
ἀπό τό βιβλίο τοῦ
Κ. Γιαννιτσιώτη
: Κοντά στό γέροντα Πορφύριο.
[10] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου,
Βίος καί Λόγοι, σελ. 248-250
[11] Ἀν. Σ. Τζαβάρα,
Ἀναμνήσεις ἀπό τόν γέροντα Πορφύριο, τόν διορατικό καί προορατικό πνευματικό μας πατέρα.
[13] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου,
Βίος καί Λόγοι, σελ. 245.
Πηγή εἰκόνας:
http://t3.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcRhUdSSspu6_SwceTIWMDHbSyP3xLcAiT_-EYMycCGT4cHimdo&t=1&h=170&w=164&usg=__GvPZgEeph211NCUOppMrIRoW2bo=