Όταν ήμουν σ’ ένα μοναστήρι της Τύρου -πριν βγω στην έρημο- μας επισκέφτηκε ένας ενάρετος γέροντας την ώρα που διαβάζαμε τα «Αποφθέγματα των αγίων Γερόντων».

Διαβάζοντας φθάσαμε στον ασκητή εκείνο προς τον όποιο πήγαν οι ληστές και του είπαν:
– Θέλουμε όλα όσα έχεις στο κελλί σου.
Κι εκείνος απάντησε:
– Όσα σας φαίνονται καλά, παιδιά μου, πάρτε τα.
Τα πήραν λοιπόν όλα και έφυγαν. Άφησαν μόνο ένα σκαλιστήρι. Το παίρνει αμέσως ο γέροντας και τρέχει πίσω τους φωνάζοντας:
– Παιδιά, πάρτε αυτό που ξεχάσατε.
Οι ληστές τότε, θαυμάζοντας την ανεξικακία του, τα επέστρεψαν όλα στο κελλί του και μετανοημένοι είπαν μεταξύ τους:
– Πραγματικά ο άνθρωπος αυτός είναι του Θεού…
Μόλις λοιπόν το διαβάσαμε αυτό, μου λέει ο επισκέπτης μας γέροντας:
– Ξέρεις, αββά μου, αυτό το περιστατικό πολύ με ωφέλησε.
– Πώς, πάτερ; τον ρώτησα εγώ.
Και μου διηγήθηκε:
– Κάποτε που έμενα στα μέρη του Ιορδάνη, το διάβασα, θαύμασα τον γέροντα κι έλεγα: «Κύριε, Συ που με αξίωσες να έλθω στο σχήμα των αγίων αυτών γερόντων, αξίωσέ με ν’ ακολουθήσω και τα ίχνη τους».
Καθώς λοιπόν είχα τούτο τον πόθο, μετά δύο μέρες φθάνουν ληστές. Μόλις χτύπησαν την πόρτα και κατάλαβα ότι ήταν ληστές, είπα: «Δόξα τω Θεώ, τώρα είναι καιρός να δείξω τον καρπό του πόθου μου».
Άνοιξα και τους δέχθηκα με ιλαρότητα. Άναψα ένα λυχνάρι και άρχισα να τους δείχνω τα πράγματα λέγοντας:
– Μην ανησυχείτε. Πιστεύω ότι με τη χάρη του Κυρίου δεν θα σας κρύψω τίποτε.
– Έχεις χρυσάφι; με ρωτούν.
– Ναι, έχω τρία νομίσματα.
Και άνοιξα μπροστά τους ένα κουτί. Τα πήραν κι έφυγαν με ειρήνη.
Τότε εγώ -συνεχίζει ο αββάς Ζωσιμάς- αστειευόμενος του είπα:
– Γύρισαν, όπως και στον γέροντα;
Μου απαντάει αμέσως:
– Ο Θεός να μην το δώσει, γιατί εγώ δεν ήθελα να επιστρέψουν.
Από το περιοδικό, «Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία», τεύχος 23-24.