Δῶρο Θεοῦ οἱ προγεύσεις τῆς αἰώνιας χαρᾶς κι εὐτυχίας. Τῆς μακαριότητας πού ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεός «τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν» .
Κύριο σκοπό μάλιστα φαίνεται νά ἔχουν τήν ἀφύπνιση, τό πνευματικό ξύπνημα τοῦ ἀνθρώπου. Τό νά προξενήσουν τή σωτήρια νοσταλγία τοῦ Θεοῦ καί τῆς Βασιλείας Του.
Βοηθεῖ ὁ Φιλάνθρωπος Χριστός μέ χίλιους δυό τρόπους, ἀλλά χρειάζεται καί ἡ καλή θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως ὅταν θελήσουμε νά πᾶμε ταξίδι σέ μιά ὄμορφη χώρα, γιά νά χαροῦμε, φροντίζουμε νά ξεκινήσουμε ὑγιεῖς, γιατί ἡ ὑγεία εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς χαρᾶς. Ἔτσι γιά νά χαροῦμε τήν αἰωνιότητα καί νά συμπεριληφτοῦμε στήν ἁγία οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ, στή Θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, χρειάζεται ψυχική ὑγεία. Ὅμως τά πάθη, οἱ κακίες, ὁ ἐγωισμός καί ἡ σκληρότητά μας ἀποδεικνύουν πώς δέν τήν ἔχουμε.
Ὅπως “ξερνάει” ὁ σίδηρος τή σκουριά, ἔτσι βγάζει κι ἡ ἀνθρώπινη ψυχή τήν κακία μετά τήν πτώση, λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ποῦ θά θεραπευτοῦμε; Τό Θεραπευτήριο εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Μέσα στά Μυστήρια Της γίνεται ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς διά τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καί τότε, ὑγιεῖς ψυχικά, μᾶς περιμένει ἡ Χαρά τοῦ Οὐρανοῦ, Χάριτι Θεοῦ…
Τό γεγονός διηγήθηκε θεοσεβής ἀνώτερος κρατικός λειτουργός κατά τό προσκήνυμά του στήν Παναγία μας, στό ἀρχονταρίκι τῆς Ἱ. Μονῆς. Εἶπε τά ἑξῆς:
“Κατά τό διάστημα τῆς δημοσιοϋπαλληλικῆς μου καριέρας, εἶχα κάνει μιά ἐπιστημονική ἐργασία διοικητικῆς φύσεως γιά τήν ὁποία χρειάστηκαν ἀρκετα χρόνια καί πολύς κόπος. Ἀπό τήν πολλή μελέτη καί τό γράψιμο κουράστηκαν τά μάτια μου καί ἔβαλα γυαλιά.
Ὅταν μέ κάλεσαν μέ ἀπόσπαση στό Ὑπουργεῖο Προεδρίας, ἕνας συνάδελφος ἐπῆρε τήν ἐργασία μου αὐτή, ἔβαλε ὅπως κι ὅπως ἕναν ἐπίλογο καί τήν παρουσίασε γιά δική του.
Ὅταν ἐπανῆλθα στήν θέση μου καί τὅμαθα, ἀγανάκτησα καί ὀργίστηκα μαζί του γιά τήν ἀδικία πού μού ἔκανε. Ὅταν δέ τόν ρώτησα γιατί τό ἔκανε, μού εἶπε:
“– Ἔ καϋμένε, νόμιζα πώς δέν τήν χρειαζόσουν!”
Ἀναστατώθηκε ἡ ψυχή μου καί σκεφτόμουν τί νά κάνω. Νά τοῦ κάνω ἀναφορά στό Ὑπουργεῖο;
Βρισκόμουν σέ μεγάλο δίλημμα…
Τό βράδυ βλέπω στόν ὕπνο μου τήν μητέρα μου, ἡ ὁποία εἶχε πεθάνει πρίν ἀρκετά χρόνια. (Ὑπῆρξε μιά μητέρα πολύ καλή. Πάντα μᾶς νουθετοῦσε καί μᾶς συμβούλευε. Προτιμοῦσε νά μᾶς συμβουλεύει παρά νά μᾶς χτυπάει. Ἦταν καλή Χριστιανή σέ ὅλα της) Τήν εἶδα, λοιπόν, σ᾿ ἕνα πανέμορφο τόπο μέσα σε ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς. Τῆς εἶπα τό πρόβλημά μου καί τελικά τήν ἐρώτησα τί νά κάνω σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση. Μήνυση, καταγγελία, ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο; Μέ ἄκουσε καί μ᾿ ἕνα ἀδιόρατο χαμόγελο μοῦ ἀπάντησε:
— Παιδί μου, δέν περίμενα νά μού κάνεις αὐτήν τήν ἐρώτηση. Ἐδῶ πού ζοῦμε βασιλέυει μία ἀπέραντη ἀγάπη… Γι᾿ αὐτό ἡ συμβουλή μου εἶναι μία : ἀγάπα τόν!…
Ἔτσι εἶπε καί χάθηκε… Τό πρωί πού ξύπνησα ἔνιωθα νά τόν ἀγαπῶ τόσο, πού ἤθελα νά τόν φιλήσω!…”