Του Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Ερμηνεία του πεζού Κανόνος της Χριστού Γεννήσεως
 
Προλεγόμενα
Επειδή εις τα προλεγόμενα του Κανόνος του Σταυρού υπεσχέθημεν να ακολουθώμεν, ουχί εις την φυσικήν τάξιν και σειράν των Δεσποτικών εορτών, αλλά εις τον κύκλον και την περίοδον του Η­λίου και των μηνών, κατά τους οποίους έγιναν αυταί, και ακολού­θως να εξηγήσωμεν τους ασματικούς Κανόνας των εις κάθε μήνα συμπιπτουσών Δεσποτικών εορτών τούτου χάριν καιρός είναι τώ­ρα να μεταβώμεν από την “Υψωσιν του Κανόνος του Σταυρού, εις την θειοτέραν και απορρητοτέραν κατά σάρκα Γέννησιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και ουτω να ερμηνεύσωμεν εις τους Χριστωνύμους λαούς, τον εις εκείνην μελουργηθέντα Κανόνα υπό του θεσπεσίου και μουσικωτάτου Κοσμά ινα, αν όχι κατ’ άλλο, κατά τούτο γουν ομοιωθώμεν με τους Ουρανίους Αγγέλους. Καθώς γάρ οι “Αγγελοι πρότερον κατ’ αυτήν την νύκτα της Γεννήσεως του Κυ­ρίου, εξήγησαν εις τους ποιμένας και αγροίκους ανθρώπους το παράδοξον τούτο Μυστήριον, ούτω και ημείς θέλομεν εξηγήση εις τους Χριστιανούς, οι οποίοι ειναι αγροικότεροι εις την κατανόησιν των γλαφυροτέρων ρημάτων και νοημάτων. Ποίον θέλομεν εξηγή­ση; τον επί τη Γεννήσει ταύτη του Κυρίου μελουργηθέντα Κανόνα του Ιερού Κοσμά.
Ήθελε δε τυχόν τινάς κατηγορήση ημάς και είπη την κοινήν εκείνην παροιμίαν την λέγουσαν «Ανω ποταμών χωρουσι πηγαί» καθότι σύ, ώ εξηγητά, ελανθάσθης, και τα μεν άνω εποίησας κάτω, τους δε πόδας έβαλες προτύτερα από την κεφαλήν, και απλώς ειπείν, ανέτρεψας την ακολουθίαν όλου του Μυστηρίου της ενσάρκου Οικονομίας διότι αρχή μέν και ρίζα όλης της Οικονομίας του Σωτήρος είναι η σημερινή εορτή της Γεννήσεως αυτού. Οθεν ο μέν Χρυσορρήμων, Μητρόπολιν των εορτών, την του Χριστού Γέννησιν ωνόμασεν εν τω προς Φιλογόνιον λόγω ο δε Ιερός Επιφάνιος, Πρώτην εορτήν, αυτήν ονομάζει ούτω γάρ λέγει «Πρώτη εορτή η φρικτή και θαυμαστή κατά σάρκα του Χριστού Γέννησις» (Λόγ. εις την Ανάληψιν), Αρχή, λέγω, είναι αυτή η Χριστού Γέννησις, τέλος δε εί­ναι ο Σταυρός” συ δε έταξας δευτέραν αυτήν από τον Σταυρόν. Ο­θεν με τον τρόπον τούτον συγχέεις και ανατρέπεις την τάξιν και ακολουθίαν των εορτών’ έπρεπε γάρ να αρχίσης από την Χριστού Γέννησιν, και να τελειώσης εις τον Σταυρόν.

Τί δε εγώ εις τον κατήγορον τούτον αποκρίνομαι; ότι ημείς υπεσχέθημεν να ακολουθώμεν, όχι εις την φυσικήν τάξιν των εορτών, αλλά εις τον δρόμον του Ηλίου, καθ’ ον αι ακίνητοι εορταί, κινηταί γίνονται, και αι ασύγχυτοι συγχέονται. Ούτω θετέον μετά την Χριστού Γέννησιν, φυσική τη τάξει, ακολουθεί η Υπαπαντή, και ύστε­ρον τα Θεοφάνεια. Κατά τον δρόμον όμως του ενιαυσίου κύκλου του Ηλίου, πρώτη εορτή μετά την Χριστού Γέννησιν είναι η των Θεοφανείων, και δευτέρα η Υπαπαντή. Η αταξία δε αυτη ακολουθεί διό­τι αι κατά διαφόρους μήνας συμπίπτουσαι εορταί του Κυρίου, εδιώρισαν οι θείοι Πατέρες να εορτάζωνται εις ένα και τον αυτόν χρόνον, ίνα μη ουδεμία ανεόρταστος μείνη. Οθεν την τάξιν των μη­νών καθ’ ους ηκολούθησαν, θέλοντες να φυλάξουν, παρέβλεψαν την φυσικήν τάξιν των εορτών. Και λοιπόν οι μήνες και ο δρόμος του Ηλίου είναι άξιοι κατηγορίας, και ουχί ήμεις.
Έπειτα εις την προλαβουσαν εορτήν του Σταυρού, ημείς δεν εορτάζομεν, ότι έγινε τότε το πάθος και η σταύρωσις του Κυρίου, αλ­λά μόνον, ότι έγινεν η του Σταυρού Ύψωσις. τα δε ακόλουθα Μυ­στήρια της Οικονομίας του Κυρίου αρχίζουν ως από άλλην αρχήν: ήτοι από την σημερινήν ημέραν της Γεννήσεως του Κυρίου. Και λοι­πόν επειδή κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον, ανεκαθήραμεν με τα λό­για ταύτα το θέατρον και το άθροισμα των Χριστιανών, διά τούτο φέρε ίνα φιλοσοφήσωμεν και ημείς τα περί των Γενεθλίων του Κυρίου· μάλλον δε, ίνα ερμηνεύσωμεν τα υπό άλλων φιλοσοφηθέντα, καθώς είμεθα δυνατοί.
Προτύτερα δε από τον Κανόνα της Γεν­νήσεως του Κυρίου, ας σαφηνίσωμεν την του Κανόνος Ακροστιχίδα[1]
Και τούτο δε σημειούμεν εδώ χάριν των φιλολόγων, ότι τρία τινά θαυμάσια ηκολούθησαν κατά την ημέραν της Χριστού Γεννήσεως. Πρώτον ο Καισαρείας Ευσέβιος λέγει, ότι όταν ο Χριστός εγεννήθη, εφάνηκαν τρεις “Ηλιοι εν τω Ουρανώ, οι οποίοι από ολίγον ολίγον, εις ένα “Ηλιον απεκατεστάθησαν. Εδήλουν δε οι τρεις “Ηλιοι τα τρία πρόσωπα της Αγίας και μακαρίας Τριάδος, ων το Έν υπήρχεν” ο γεννηθείς κατά σάρκα επί γης Υιός του Πατρός· η δε εις τον ένα “Ηλιον αποκατάστασις, το μοναδικόν της Θείας φύσεως εφανέρωνεν (όρα εν κεφ. ιζ’ του πολιτικού Θεάτρου).
Δεύτερον, ότι οι Ρωμαίοι βλέποντες την ησυχίαν και ειρήνην όπου απελάμβανον εις την Βασιλείαν του Αυγούστου Καίσαρος, εστοχάζοντο, ότι από την καλήν κυβέρνησιν του Αυγούστου ηκολούθει η μεγάλη αυτη ευεργεσία. Όθεν απεφάσισαν να προσκυνήσουν αυτόν ως Θεόν, εις αμοιβήν της χάριτος. Αλλ’ ο Αύγουστος φρό­νιμος ών, εναντιείτο εις την απόφασιν ταύτην. Επειδή δε εκείνοι τον ηνάγκαζον, αυτός θέλων περί τούτου να τους πληροφορήση, έκραξε μίαν από τας Σιβύλλας, η οποία ήτον εις εκείνον τον καιρόν περιβόητος εις τους χρησμούς, και την ερώτησε τι να κάμη η δε Σιβύλλα εστοχάζετο, τι να αποκριθή. Τοτε δε συνέβη η του Σωτήρος Γέννησις. Όθεν η Σιβύλλα ευρισκομένη εις το Βασιλικόν παλάτιον, ύψωσε τους οφθαλμούς της εις τον Ουρανόν, και, ω του θαύματος! ιδού βλέπει πλησίον του ηλίου ένα χρυσόν κύκλον, εις το μέσον του οποίου εκάθητο μία περικαλλής παρθένος, βαστάζουσα εις τους κόλπους της ένα βρέφος. Οθεν έκραξε τον Βασι­λέα και του έδειξε το φαινόμενον θέαμα. Τότε πνεύματος πλησθείσα προφητικού προείπεν, ότι το βρέφος εκείνο ήτον ο πάντων Κύριος, εις τον Οποίον όλοι οι Βασι­λείς της γης έμελλον να υποταχθούν. Εις εκείνον δε τον καιρόν, όπου έλεγε ταύτα, ιδού ηκούσθη και φωνή από τον Ουρανόν λέγουσα «Αυτη εστίν η κιβωτός του Ουρανού». Ταύτην την απόκρισιν της Σιβύλλας άκουσας ο Βασιλεύς επρόσταξεν, ότι εις το εξής να μη τον ονομάση τινάς Κύριον επειδή εγεννήθη εκείνος, όπου είναι α­ληθής Κύριος όλων των ανθρώπων. (“Ορα εν κεφ. ΚΗ’ του Πολιτικού Θεάτρου). Αλλά και η Ερυθραία η Κυμαία Σιβύλλα πολλά επροφήτευσε περί του Χριστού. Είπε δε και περί της Θεοτόκου ταυτα «Ηκει Παρθένος αύθις, άγουσα ερατόν Βασι­λέα». Ταύτης δε το ποίημα μετέφρασεν ο Κικέρων εις την Λατινίδα διάλεκτον. Και ο Ποιητής των Ρωμαίων Βιργίλιος ο κατά τους χρόνους του Αυγούστου Καίσαρος ων, εν τοις Βουκολικοίς αυτού ουτω γράφει περί της ανωτέρω προφητείας της Σι­βύλλας «Σικελίδες μουσαι μεγάλην φάτιν υμνήσωμεν. “Ηλυθε Κυμαίου μαντεύματος εις τέλος όμφή», αινιττόμενος διά τούτου την ανωτέρω Κυμαίαν Σιβύλλαν αλ­λά και αυτός ο Βιργίλιος ταύτα περί της Σιβύλλης λέγων, φαίνεται, ότι μετέσχε του προφητικού εκείνης χαρίσματος.
Τρίτον δε και τελευταίον θαύμα ηκολούθησεν εν τη Χριστού Γεννήσει λέγει γάρ ένας Διδάσκαλος, ότι την νύκτα εκείνην, κατά την οποίαν εγεννήθη ο Δεσπό­της Χριστός, έστειλε πρώτον ένα “Αγγελον και εθανάτωσεν όλους τους αρσενοκοίτας, όπου ήσαν εις τον Κόσμον, και έπειτα εγεννήθη, δια να μη ευρεθη τότε εις την γην μία τοιαύτη Θεομίσητος αμαρτία (παρά Ίερονύμω).
 
[1] Σημείωσαι, ότι εις την παρούσαν εορτήν πολλοί των θείων Πατέρων συνέ­γραψαν λόγους πανηγυρικούς. ο μεν Χρυσορρήμων συνέγραψε λόγον, ου η αρχή «Είς τρεις διειλε μερίδας τας γενεάς». “Ετερον, ου η αρχή «Τί τούτο; σημείον αντιλεγόμενον όρώ». Αλλον, ου η αρχή «Πολλής ημιν ο της αγρυπνίας». “Αλλον, ου η αρχή «Α πάλαι Πατριάρχαι μέν ώδινον». Αλλον, ου η αρχή «Μυστήριον ξένον και παράδοξον βλέπω». ο δε Βασίλειος λόγον έχει, ου η αρχή «Χριστού Γέννησις η μεν οικεία και πρώτη». Γρηγόριος ο Θεολόγος εξεφώνησε λόγον, ου η αρχή «Χρι­στός γεννάται, δοξάσατε». Ο Νύσσης Γρηγόριος έγραψε λόγον, ου η αρχή «Σαλπίσατε εν νεομηνία σάλπιγγι». ο Δαμασκηνός, ου η αρχή «Οπόταν το έαρ επέλθη». ο Εφραίμ ο Σύρος εις την αυτήν εορτήν έγραψε λόγους δεκατρείς. Βασί­λειος ο Σελευκείας λόγον, ου η αρχή «Μεγάλας των εγκωμίων ευρήσει τας αφορμάς». Γρηγόριος ο Παλαμάς λόγον, ου η αρχή «Της Παρθενικής λοχείας». Σώζονται εκ των λόγων τούτων, οι μεν εν τη μεγίστη Λαύρα, οι δε εν τη του Βατοπαιδίου και τη των Ιβήρων και τη του Διονυσίου. Έχει δε και ο Πρόκλος λόγον εις αυτήν.
 
 
 
 
 
https://wra9.blogspot.com/2022/11/blog-post_28.html