Κεφ. 12ο: μέρος β΄ (τελευταῖο)

Ἐρωτᾶ κάπου ἡ Ἁγία Γραφή· «Τίς γάρ οἶδεν ἀνθρώπων τά τοῦ ἀνθρώπου;» (Α΄ Κορ. β΄: 11). Πράγματι. Ποιός ἄνθρωπος μπορεῖ νά γνωρίζη τίς μυστικές σκέψεις καί διαθέσεις τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου; «Ἡ ψυχή τοῦ διπλανοῦ σου», εἶπε ἕνας Γέροντας, «ὁμοιάζει μέ σκοτεινό δάσος». Μόνο ὁ Θεός ἐρευνᾶ τά βάθη τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς. Καί μόνο οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι θεοφόροι μποροῦν νά ἔχουν τέτοια ἱκανότητα. 

Ὥρισμένοι ἐπισκέπτες ἤθελαν νά προσφέρουν κάποιο δῶρο στόν ἀγαπητό τους στάρετς. Κάποια κόρη πού τήν εἶχε ὁδηγήσει στήν Ὄπτινα μία συγγενής της μοναχή, ἐνῶ περίμενε νά βγῆ ὁ π. Ἀμβρόσιος γιά τήν κοινή εὐλογία βρέθηκε σ᾿ ἕνα δίλημμα. Κρατοῦσε στό χέρι της καραμέλλες καί σκεπτόταν νά τίς δώση στόν στάρετς. Δέν τίς εἶχε ὅμως τυλιγμένες ἤ τοποθετημένες σέ κουτί καί ντρεπόταν νά τίς προσφέρη ἔτσι. « Νά τίς δώσω ἤ νά μή τίς δώσω;» συλλογιζόταν. Τήν ἔβγαλε ὅμως ἀπό τήν δυσκολία ὁ ἴδιος ὁ στάρετς. Μόλις ἐμφανίσθηκε, γονάτισαν ὅλοι καί περίμεναν τήν εὐλογία του. Ἐκεῖνος πέρασε τότε καί ἀπό μπροστά της, στάθηκε λίγο καί χωρίς νά πῆ τίποτε πῆρε ἀπό τό χέρι της τίς καραμέλλες καί συνέχισε τόν δρόμο του. Ὁ καθένας μας φαντάζεται τόν θαυμασμό πού προκάλεσε σ᾿ αὐτήν ἡ ἐνέργειά του. «Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, μονολογοῦσε, ὅλα μποροῦν νά τά γνωρίσουν. Ἀκόμη καί τίς σκέψεις μας».

Παρόμοιες διαπιστώσεις εἶχε κάνει καί ὁ μοναχός τῆς Ὄπτινα π. Δωρόθεος. Κάποιο ἀπόγευμα πῆγε στό κελλί τοῦ στάρετς. Πέρασε πολύ ὥρα κι᾿ ἐκεῖνος  ἀργοῦσε νά βγῆ. Νύχτωσε. Ἡ ὥρα πλησίαζε 10. Τό μυαλό τοῦ π. Δωροθέου ἄρχισε νά φιλοξενῆ ἄσχημες σκέψεις: «Ὅλοι τόν ἔχουν γιά ἅγιο τόν στάρετς. Μά τί ἁγιότητα εἶναι αὐτή νά σέ ἀναγκάζη νά περιμένης τόσες ὧρες! Ἔτσι θά ὑποχρεωθῆς νά παραλείψης καί τήν βραδυνή Ἀκολουθία σου. Μέ τήν καθυστέρησι θ᾿ ἀργήσης νά ξυπνήσης τό πρωΐ, ὁπότε θά χάσης καί τήν πρωϊνή Ἀκολουθία. Καί γιά ὅλα αὐτά θά ἔχη ἐκεῖνος τήν ἁμαρτία». Ἐπάνω πού ἔκανε αὐτές τίς σκέψεις, ἀκούσθηκε ἡ φωνή τοῦ στάρετς: «Τώρα! Τώρα! Ἔρχομαι». Μόλις βγῆκε ἀπό τό δωμάτιό του κατευθύνθηκε πρός τό μέρος του. Τόν εὐλόγησε. Τόν ἔπιασε ἐλαφρά ἀπό τά γένεια, τοῦ ἔδωσε ἕνα ἁπλό κτύπημα στό πρόσωπο καί τοῦ λέει: «Ὑπάρχουν μοναχές πού περιμένουν ἕνα μῆνα νά μέ ἰδοῦν καί ἀναγκάζονται νά μένουν στό ξενοδοχεῖο. Ὑπάρχουν γυναῖκες πού ἔχουν διανύσει χίλια βέρστια νά ἔρθουν ὥς ἐδῶ, καί ὅμως κάνουν ὑπομονή καί περιμένουν. Αὐτές πρέπει πρῶτα νά ἀπολύσω. Ἐξ αἰτίας τους μερικές φορές ἀρνοῦμαι νά δεχθῶ τούς ἐδῶ ἀδελφούς. Εἶναι ἀδύνατον νά ἀνταποκριθῶ σέ ὅλα. Τί λές λοιπόν; Ἐγώ θά ἔχω γιά ὅλα αὐτά τήν ἁμαρτία;» Ὁ π. Δωρόθεος μετά ἀπό τό ἀπροσδόκητο αὐτό γεγονός, ποῦ νά ἀμφισβητήση ἄλλη φορά τήν ἁγιότητα τοῦ ἀνδρός! Καί ποῦ νά κατηγορήση ὁ λογισμός του τήν καθυστέρησί του. Στό ἑξῆς καί ἄπρακτος νά ἔφευγε ἀπό τό κελλί τοῦ στάρετς, ἔνιωθε εἰρηνικός καί χαρούμενος.
Πολύ ἐντυπωσιακή περίπτωσις προοράσεως εἶναι καί ἡ ἑπόμενη. Τήν ἀναφέρουμε ὅπως ἀκριβῶς τήν διηγήθηκε ἡ Βαρβάρα Τερεχόφσκαγια, μοναχή τῆς Μονῆς τοῦ Μπελέφσκι.
— Ὁ π. Ἀμβρόσιος διέκρινε πώς στίς συζητήσεις πού κάναμε δέν ἔδινα ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στά λόγια του. Τά ἔπαιρνα σάν λόγια συνηθισμένα καί ὄχι σάν λόγια πού προέρχονταν ἀπό θεῖο φωτισμό. Ἔτυχε κάποια φορά νά ἐπισκεφθοῦν τήν Ὄπτινα μερικοί Μοσχοβῖτες, οἱ ὁποῖοι στήν ἐπιστροφή θά περνοῦσαν ἀπό τήν Μονή Τυχωνόφσκαγια. «Πήγαινε καί σύ, μοῦ λέει ὁ στάρετς ὥς τήν Μονή». «Μά μπάτουσκα, τί νά κάνω ἐγώ ἐκεῖ; Δέν ἔχω καμμία δουλειά. Καί ἔπειτα πῶς θά γυρίσω μόνη μου πίσω;» «Πήγαινε, μοῦ ἐπαναλαμβάνει, καί θά βρεθοῦν ἄνθρωποι νά σέ συνοδεύσουν ὥς ἐδῶ. Περιμένουν ἐκεῖ τρεῖς ἔμποροι Βιαζεμῖτες. Ἔχουν μεγάλο πόθο νά μέ ἐπισκεφθοῦν, ἀλλά δέν βρίσκουν ὁδηγό. Θά γίνης λοιπόν ἐσύ ὁδηγός τους». «Ἔ, τότε τοῦ λέω, νά τούς γράψετε ἕνα σημείωμα καί  νά τούς ἀναθέσετε τήν προστασία μου». «Τί σημείωμα νά τούς γράψω; ἀφοῦ οὔτε τούς γνωρίζω οὔτε τούς εἶδα ποτέ». Ἐγώ ἀποροῦσα μέ τά περίεργα αὐτά πού ἄκουγα. Μά πῶς εἶναι δυνατόν, μονολογοῦσα, ἕνας θνητός ἄνθρωπος νά γνωρίζη κάτι πού γίνεται ἑξηνταπέντε βέρστια μακρυά! Τήν ἄλλη ἡμέρα εὑρισκόμουν στόν ξενῶνα τῆς Τυχωνόφσκαγια καί ἔκλαιγα. Περνᾶ ὁ ἀρχοντάρης π. Νικόλαος καί μ᾿ ἐρωτᾶ γιατί κλαίω. «Νά, τοῦ ἀπαντῶ, κανένας προσκυνητής, καμμία ἅμαξα δέν προορίζεται γιά τήν Ὄπτινα. Πῶς θά γυρίσω πίσω;» «Μήν ἀνησυχεῖτε, μοῦ λέει, ὑπάρχουν προσκυνηταί. Προορίζονται γιά τήν Ὄπτινα καί περιμένουν νά ἔρθη ἅμαξα ἀπό τό γειτονικό χωριό». Ἄρχισα τότε νά δείχνω ἐνδιαφέρον. «Τί ἄνθρωποι εἶναι οἱ προσκυνηταί;» «Ἔμποροι» μου ἀπαντᾶ. «Ἡ καταγωγή τους;» «Ἀπό γειτονικό μέρος. Βιαζεμῖτες». «Εἶναι πολλοί; Εἶναι πέντε – ἕξι;» «Ὄχι. Μόνο τρεῖς». Ἔμεινα ἄναυδη. Ὅλα τους τά στοιχεῖα συμφωνοῦσαν μέ ὅσα μοῦ εἶχε πεῖ ὁ στάρετς! Θαυμαστά πράγματα! Τήν ἑπόμενη ἡμέρα ὡδηγοῦσα τούς τρεῖς ἐμπόρους στήν Ὄπτινα. Ὅταν τούς ἐξήγησα ποιά αἰτία μέ εἶχε φέρει κοντά τους, δοκίμασαν ἀπερίγραπτη ἔκπληξι. «Μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου» ἀναφωνοῦσαν. Ὁ πόθος τους τώρα νά συναντήσουν τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ ἔφθασε στό κατακόρυφο. Δέν ἔβλεπαν τήν ὥρα πού θά τούς ἄφηνε ἡ ἅμαξα ἔξω ἀπό τό κελλί του. Κι᾿ ἐγώ ἀπό τότε δέν ἐτόλμησα πλέον νά ἀμφισβητήσω καμμία νουθεσία, καμμία σκέψι, κανέναν λόγο τοῦ ἁγίου Γέροντος. Εἶχα πεισθῆ ὅτι ὅσα ἔλεγε τοῦ τά ἐδίδασκε ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού κατοικοῦσε μέσα του.
Πόσα παρόμοια περιστατικα πού δείχνουν τό προορατικό χάρισμα τοῦ στάρετς θά μπορούσαμε νά ἀναφέρουμε! Ὁλόκληρο βιβλίο ἦταν δυνατόν νά γραφῆ. Θά πρέπει ὅμως νά σταματήσουμε, γιά νά ἰδοῦμε καί ἄλλες πτυχές ἀπό τήν ἁγία ζωή τοῦ χαρισματούχου Ἱερομονάχου. Πρίν ὅμως κλείσουμε τό κεφάλαιο, θά διηγηθοῦμε ἕνα τελευταίο περιστατικό.
Δύο ἀδελφές σέ μιά πλούσια ἀρχοντική οἰκογένεια διέφεραν ριζικά στόν χαρακτῆρα. Η μία εὐσεβής καί εἰρηνική. Ἡ ἄλλη, ἡ Βέρα, ἐγωΐστρια καί ἀνήσυχη. Ὅσες φορές τήν παρακαλοῦσε ἡ ἀδελφή της νά πᾶνε μαζί στήν Ὄπτινα, στόν στάρετς Ἀμβρόσιο, ἀρνεῖτο μέ πεῖσμα. Ἀριστοκράτισσα αὐτή καί φοιτήτρια στό Πανεπιστήμιο τῆς Μόσχας, νά ἐπισκεφθῆ ἕναν γέρο – «λιτσιμέρα» (= ὑποκριτή, πλάνο)! — ἔτσι ἀποκαλοῦσε τόν π. Ἀμβρόσιο. Τό θεωροῦσε ὑποτιμητικό. Κάποτε ὅμως γιά νά δείξη τήν ἀνωτερότητά της, «συγκατέβη» στήν παράκλησι τῆς ἀδελφῆς της καί ἀπεφάσισε νά τήν συνοδεύση ὥς τήν Ὄπτινα. Στόν δρόμο ὅμως ὅλο κάτι εἰρωνικό εἶχε νά πῆ εἰς βάρος τῶν ἀνθρώπων πού τόσο εὐλαβοῦντο στόν στάρετς. Εἶχε μάθει καί τοῦτο τό «φοβερό»: Ὅταν ὁ στάρετς βγαίνη νά εὐλογήση τούς Χριστιανούς, ἐκεῖνοι γονατίζουν. Αὐτό τήν κτυποῦσε πολύ στά νεῦρα. «Ἐγώ, ἔλεγε, δέν πρόκειται ἐπ᾿ οὐδενί λόγῳ νά γονατίσω. Νά δεχθῶ τέτοιον ὑποβιβασμό! Ποτέ!
Πράγματι, ὅταν ἔκανε τήν ἐμφάνισί του ὁ σεβάσμιος Γέροντας ὅλοι γονάτισαν. Μόνο ἡ Βέρα ἦταν ὄρθια, πλάϊ στήν πόρτα. Μάλιστα καθώς ἄνοιξε ἡ πόρτα τήν ἐκάλυψε καί δέν φαινόταν. Ὁ στάρετς ὅμως γυρίζει πρός τό μέρος της. Τήν βλέπει ὄρθια καί ἐρωτᾶ μέ χαρούμενο ὕφος: «Μά ποιός γίγαντας στέκεται ἐδῶ;» Καί χωρίς καθυστέρησι πλησιάζει πιό κοντά καί συνεχίζει μέ σιγανή φωνή:
«Ἄ! ναί, εἶναι ἡ Βέρα
πού ἦρθε νά ἰδῆ τόν λιτσιμέρα»!
Ἡ ἀπροσδόκητη αὐτή φράσις μέ τήν ἐπιτυχημένη ὁμοιοκαταληξία δημιούργησε στήν νεαρή φοιτήτρια τά πιό ἀντίθετα αἰσθήματα. Θαυμασμό καί ἐντροπή! Ἀπό τό ἕνα μέρος ἐθαύμαζε τήν προφητική δύναμι τοῦ στάρετς καί ἀπό τό ἄλλο δέν ἤξερε πῶς νά κρύψη τήν μεγάλη της ἐντροπή. Ποτέ δέν φανταζόταν ὅτι θά τῆς τύχαινε κάτι τέτοιο. Πάντως ἄρχισε νά σέβεται πολύ τό πρόσωπό του. Φεύγοντας ἀπό τήν Ὄπτινα σκέφθηκε νά πάρη μαζί της καί τό πορτραῖτο του – θά τό εὕρισκε στό περίπτερο τῆς Μονῆς, ἀπ᾿ ὅπου τό ἀγόραζαν γιά εὐλογία ὅλοι σχεδόν οἱ προσκυνηταί. Ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ κι᾿ ἐρώτησε γιά τήν τιμή, τῆς εἶπαν πώς ἀξίζει εἴκοσι καπίκια μόνο. Περίμενε μεγαλύτερη τιμή· γι᾿ αὐτό εἶπε μέ τήν σκέψι της: «Θεέ μου! Τόσο λίγο! Ἐγώ ἤμουν ἕτοιμη γιά ρούβλια. Πόσο φτηνός εἶναι ὁ μπάτουσκας»! Τήν ἴδια ἡμέρα τήν περίμενε καινούργια ἔκπληξις. Τήν ὥρα τῆς κοινῆς εὐλογίας περνῶνας ἀπό κοντά της ὁ στάρετς τήν ἀκούμπησε ἁπαλά στό κεφάλι καί μέ χάρι ψυθύρισε: «Πόσο φτηνός εἶναι ὁ μπάτουσκας! Πόσο φτηνός»! Ἐκείνη παρ᾿ ὀλίγο νά χάση τό μυαλό της. «Ἀκοῦς ἐκεῖ», μονολογοῦσε, «νά ἐξιχνιάζη ὅλες μου τίς σκέψεις»! 

 Μετά ἀπό χρόνια ἡ Βέρα κατέληξε μοναχή στό Σαμορτῖνο – τό γυναικεῖο Μοναστήρι τοῦ στάρετς – καί κατά καιρούς διηγεῖτο τά δύο ἐντυπωσιακά αὐτά περιστατικά. Ἡ συνάντησις μέ τόν προορατικό στάρετς εἶχε παίξει ἀποφασιστικό ρόλο στήν ζωή της. Ὅσο κυριαρχοῦσε στήν ψυχή της ἡ ἄγνοια καί ἡ ὑπεροψία τόν θεωροῦσε γέρο – «λιτσιμέρα» καί «γλεύκους μεμεστωμένον»· ὅταν ὅμως τήν ἐπεσκίασε ἡ Χάρις ἀντελήφθη πώς τόν καθωδηγοῦσε τό Ἅγιον Πνεῦμα. Γι᾿ αὐτό καί μποροῦσε νά γνωρίζη «τά ἄδηλα καί τά κρύφια».
«Ὁ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καταξιωθείς – γράφει κάποιος Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας – φωτίζεται τήν ψυχήν καί ὑπέρ ἄνθρωπον βλέπει… καί ἡ δύναμις τῆς γνώσεως ἐκπέμπεται μακράν· πάρεστι γάρ ὁ ἀληθινός Φωταγωγός» (Κύριλλος Ἱεροσολύμων). Ὁ ἀληθινός Φωταγωγός, δηλαδή τό Ἅγιον Πνεῦμα, εἶχε διευρύνει σέ μεγάλο βαθμό τούς νοερούς ὀφθαλμούς του. Τό διαπιστώσαμε κι᾿ ἐμεῖς παρακολουθῶντας τά θαυμαστά προηγούμενα περιστατικά. Πόσο φῶς, ἀλήθεια, κρύβει ἡ ἁγία Ὀρθοδοξία μας! Καί «μακάριοι οἱ τῷ θείῳ Φωτί πλησιάσαντες καί ἔνδον αὐτοῦ εἰσελθόντες» (Συμεών ὁ νέος Θεολόγος).  

Σ’Αὐτόν, τὸν Κύριον, ἀνήκουν ἡ Δόξα καὶ τὸ Κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας.
Ἀμήν.

Συνεχίζεται…

Ἀπό τό βιβλίο: “Ο ΟΣΙΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ”

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ.