ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
Προσευχή (μέρος δεύτερο)
Εκείνος που έχει συμμαζεμένο το νου του, όταν προσεύχεται, και προσέχει σ’ αυτά που λέγει, απομακρύνει με τη φλόγα της προσευχής του τους δαίμονες, λέγει ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος. Εκείνος όμως που μετερωρίζεται (σκορπίζει το νου του σε ανώφελες σκέψεις) περιπαίζεται απ’ αυτούς.
Ένα Άγιος Ερημίτης, πολλά χρόνια κλεισμένος μέσα σε μια σπηλιά στη ρίζα ενός απόκρημνου βράχου, είχε μοναδική του απασχόληση την προσευχή. Ο Ουράνιος Πατήρ, προνοώντας γι’ αυτόν, όπως και τα πετεινά τ’ ουρανού, τον έτρεφε μ’ αυτό το θαυμαστό τρόπο: Κάθε βράδυ, ύστερα από τη δύση του ηλίου, έβρισκε ένα ζεστό ψωμί, που έλεγες πως μόλις είχε βγει από το φούρνο, στην είσοδο της σπηλιάς του. Χρόνια γινότανε αυτό!Μια μέρα όμως πήγε να δει τον Ερημίτη μας ένας συνασκητής του και καθώς συνομιλούσαν, του υπέδειξε πως δεν ήταν σωστό να κάθεται αργός. Τον βοήθησε να κόψει καλάμια από το έλος και τον έμαθε να πλέκει πανέρια.
Σαν βράδιασε, κουρασμένος από τη δουλειά και πεινασμένος ο Γέροντας, πήγε στη σπηλιά του να πάρει το ψωμί του. Με πόση ανακούφιση θα το έτρωγε! Δε βρήκε όμως τίποτε. Έτσι κοιμήθηκε νηστικός. Την άλλη μέρα ασχολήθηκε πάλι με ζήλο στο εργόχειρο, αλλά δε βρήκε πάλι στη θέση το βράδυ το ευλογημένο ψωμάκι, με το οποίο τόσα χρόνια τον έτρεφε ο Θεός. Στενοχωρημένος τότε προσευχήθηκε και παρακάλεσε τον Κύριο να του φανερώσει σε τι είχε σφάλει, ώστε να πάψει να φροντίζει πια γι’ αυτόν. Άκουσε τότε θεία φωνή να του λέει:
-Όταν ήσουν απασχολημένος μόνο με μένα, σε έτρεφα. Τώρα που έμαθες εργόχειρο, δίκαιο είναι να σε τρέφει αυτό.
Ένας αρχάριος Μοναχός ζήτησε από τον Όσιο Σισώη συμβουλές. Αν θέλεις, παιδί μου, ν’ αρέσεις στον Θεό, απομάκρυνε πρώτα τον εαυτό σου ψυχικά από τον κόσμο, αποκρίθηκε ο σοφός Πατήρ. Μη απασχολείς το νου σου με τα γήινα. Ανέβα από τα κτίσματα στο Δημιουργό τους. Η προσευχή και το κατανυκτικό δάκρυ ας φτιάξουνε ένα ισχυρό δεσμό ανάμεσα σε σένα και τον Πλάστη σου. Τότε μόνο θα βρει η ψυχή σου ανάπαυση στον πρόσκαιρο κόσμο και στην αιωνιότητα.
Η προσευχή είναι ο καθρέφτης του χριστιανού, λέγουν οι Πατέρες.
Αν η προσευχή μας δε συμφωνεί με τα έργα μας, άδικα κοπιάζουμε σ’ αυτήν, έλεγε συχνά στους νεότερους Αδελφούς ο Αββάς Μωυσής.
-Πώς θα κατορθώσουμε μια τέτοια συμφωνία; Ρώτησαν μια μέρα εκείνοι.
Όταν εφαρμόζουμε εκείνα που γυρεύουμε με την προσευχή μας, εξήγησε ο Όσιος. Τότε μόνο μπορεί να συμφιλιωθεί η ψυχή με το Δημιουργό της και να γίνεται δεκτή η προσευχή της, όταν αφήσει κατά μέρος όλα της τα κακά θελήματα.
Ακοή αντί ακοής λαμβάνουμε, λέει κάποιος Πατήρ. Και εξηγεί: Ακούει ο Θεός την προσευχή εκείνου που υπακούει στο θέλημά Του.
Όταν προσεύχεται με ταπεινοφροσύνη, έχοντας βαθιά συναίσθηση της αναξιότητας σου, γράφει ο Αββάς Ησαΐας ο Αναχωρητής, η προσευχή σου γίνεται αμέσως δεκτή από τον Θεό. Αν όμως, ενώ προσεύχεται, σου έλθει στο νου πως ο τάδε Αδελφός την ώρα αυτή κοιμάται η ο δείνα είναι αμελής κι αρχίζεις έτσι την κατάκριση, τότε ο κόπος σου πηγαίνει εντελώς χαμένος.
«Πρόσεχε, χριστιανέ, να μην αδικήσεις ποτέ τον αδελφό σου, για να γίνεται δεκτή από τον Θεό η προσευχή σου. Αν όμως αδικήσεις, η προσευχή σου είναι απαράδεκτη. Οι αναστεναγμοί του αδικημένου δεν την αφήνουν να φθάσει στον Ουρανό. Αν μάθεις πως κάποιος σε κακολογεί και έλθει καμιά φορά να σ’ επισκεφθεί, μη του δείξεις με τον τρόπο σου πως τα γνωρίζεις όλα και είσαι στενοχωρημένος μαζί του. Δέξου τον χαρούμενος, με ήρεμο πρόσωπο και γλυκό τρόπο, για να βρει παρρησία στον Θεό η προσευχή σου», συμβουλεύει κάποιος Αββάς.
Να τι λέει για την προσευχή κι ο Αββάς Μωϋσής:
Πρόσεχε να διατηρείς στην καρδιά σου βαθειά την συναίσθηση της αμαρτωλής σου καταστάσεως, για να γίνεται δεκτή η προσευχή σου. Όταν απασχολείς το νου σου με τις δικές σου αμαρτίες, δεν θα σου μένει καιρός να παρακολουθείς τα σφάλματα των άλλων.
Θέλεις ν’ ακούει παρευθύς ο Θεός την προσευχή σου, Αδελφέ; Λέει ο Αββάς Ζήνων. Σαν σηκώνεις τα χέρια στον Ουρανό, προσευχήσου πρώτα απ’ όλα, με την καρδιά σου, για τους εχθρούς σου και ο Θεός θα σου δώσει γρήγορα ό,τι άλλο του ζητήσεις.
Εργασία
Όταν επρόκειτο να φύγει από το μάταιο κόσμο ο Όσιος Παμβώ, διηγείται ο Παλλάδιος, βεβαίωνε τους συνασκητές του, πως, αφ’ ότου έγινε Μοναχός, δεν έμειναν ούτε μία ημέρα χωρίς εργασία, ούτε ψωμί έφαγε ποτέ δωρεάν.
Στην Κάτω Αίγυπτο ζούσαν εκατοντάδες Ερημίτες, λέγει επίσης ο Παλλάδιος. Κάθε σκήτη είχε δική της εκκλησία για να λειτουργούνται οι Ασκητές, με ευρύχωρο ξενώνα παραπλεύρως για την φιλοξενία των επισκεπτών. Εδέχοντο με καλωσύνη όλους τους ξένους οι Πατέρες και τους φιλοξενούσαν όσο καιρό ήθελαν εκείνοι να παρμείνουν στην έρημο. Είχαν όμως αυτή τη συνήθεια: Μια ολόκληρη εβδομάδα τους άφηναν ν’ αναπαυθούν. Κατόπιν όμως τους έδιναν κάποια εργασία να κάνουν στον κήπο ή στο μαγειρείο ή οπουδήποτε αλλού, για να μη μένουν αργοί. Τους έδιναν ακόμη ένα ωφέλιμο βιβλίο να διαβάζουν, όταν τελείωναν την εργασία τους. Τους απαγόρευαν να συνομιλούν με τους Αδελφούς, για να μη τους απασχολούν τόσο από την υλική, όσο κι από την πνευματική τους εργασία.
Όλοι οι Ερημίτες στην Κάτω Αίγυπτο ασχολούντο με το εργόχειρο, για να συντηρούν τον εαυτό τους και να φιλοξενούν τους ξένους.
Μάς πληροφορεί ο βιογράφος του Αγίου Ιερομάρτυρος Λουκιανού, ότι, από τη νεότητά του, ο μάρτυς του Χριστού είχε υποτάξει τη σάρκα στο πνεύμα με ακατάπαυστη νηστεία, αγρυπνία, προσευχή και κόπο σωματικό.
Εργαζόταν σκληρά για να κερδίζει το ψωμί του και ν’ ανακουφίζει τους πτωχούς. Δεν έβαζε ποτέ τροφή στο στόμα του, αν δεν είχε βεβαιωθεί προηγουμένως πως προήρχετο από το εργόχειρό του και πως κάποιος άλλος ακόμη θα έτρωγε την ημέρα εκείνη απ’ αυτό.
Πήγαν κάποτε πολύ πρωί στην καλύβα του Αββά Αχιλλά οι συνασκητές του, ο Αββάς Αμμώης με τον Αββά Βιτίμιο, και βρήκαν τον Γέροντα να πλέκει το ψαθί του.
-Από τώρα έπιασες δουλειά, Αββά, τον ρώτησαν.
-Από το περασμένο βράδυ, τους ομολόγησε εκείνος, μέχρι τώρα έχω πλέξει είκοσι οργυές χωρίς να τις χρειάζομαι. Αλλά φοβούμαι μήπως αγανακτήσει εναντίον μου ο Θεός και με καταδικάσει με τους οκνηρούς, όταν μπορώ να εργασθώ και δεν το κάνω.
Θαυμάζοντας τη φιλεργία του Γέροντος οι δυο Αββάδες, έφυγαν ωφελημένοι.
Μερικοί νέοι Μοναχοί επισκέφθηκαν κάποιο Γέροντα στην καλύβα του τη στιγμή που ήταν απορροφημένος ο νους του στην προσευχή, ενώ τα χέρια του έπλεκαν με γρηγοράδα.
-Τι πρέπει να κάνει ο Μοναχός για να σωθεί, Αββά; τον ρώτησαν.
-Ό,τι βλέπετε, παιδιά μου, τους αποκρίθηκε εκείνος.
Εννοούσε βέβαια προσευχή και εργασία.
Όταν σηκώνεσαι από το στρώμα, αδελφέ, συμβουλεύει κάποιος Γέρων, λέγε στον εαυτό σου: Σώμα, εργάσου για να τραφείς. Ψυχή, νήφε για να σωθείς.
Ανέβηκε κάποτε στο Σινά ένας μοναχός από μακρινή σκήτη και φιλοξενήθηκε στο ησυχαστήριο του Αββά Σιλουανού. Βλέποντας τους υποτακτικούς του να εργάζονται εντατικά, είπε στον Γέροντα κάπως υπεροπτικά:
-Μη εργάζεσθε την απολλυμένην βρώσιν. «Μαρία γαρ την αγαθήν μερίδα εξελέξατο». (Λουκ. ι’, 42)
-Ο Αββάς Σιλουανός δεν του έδωσε απόκριση. Πρόσταξε τον μαθητή του Ζαχαρία να οδηγήσει τον ξένο σ’ ένα αδειανό κελλί και να του δώσει ένα βιβλίο να διαβάσει.
Διάβασε αρκετά, κλεισμένος στο κελλί ο μοναχός, ώσπου κουράστηκε. Άρχισε να βαριέται και να πεινά. Όταν έφτασε η ενάτη, έβλεπε με λαχτάρα την πόρτα, μήπως φανεί κανένας να τον προσκαλέσει για φαγητό. Μα, σαν είδε πως δεν ερχόταν, αποφάσισε να πάει μόνος να εξετάσει. Βρήκε τον Γέροντα στον κήπο να ποτίζει.
-Δεν έφαγαν σήμερα οι αδελφοί, Αββά; τον ρώτησε, αφήνοντας κατά μέρος την ντροπή, αφού τον βασάνιζε η πείνα.
-Βεβαίως έφαγαν, αποκρίθηκε ο Γέροντας.
-Και πώς έγινε να λησμονήσετε να φωνάξετε κι εμένα;
-Μα εσύ, τέκνον μου, είπε με απλότητα ο Αββάς Σιλουανός, είσαι άνθρωπος πνευματικός και δεν έχεις ανάγκη από υλική τροφή. Εμείς που έχουμε σάρκα, χρειαζόμαστε τροφή και γι’ αυτό το λόγο αναγκαζόμαστε ν’ ασχολούμεθα και με υλική εργασία. Εσύ που έχεις διαλέξει την «αγαθή μερίδα», διάβαζες όλη μέρα και, χωρίς άλλο, είσαι τώρα χορτασμένος.
Ο μοναχός κατάλαβε το σφάλμα του και ζήτησε συγχώρηση από το Γέροντα.
-Μάθε, τέκνον μου, του είπε ο σοφός Αββάς, πως κι η Μαρία είχε ανάγκη από τη Μάρθα και δια μέσου εκείνης εγκωμιάστηκε αυτή.
Ένας νέος μοναχός ρώτησε κάποιο Γέροντα, πως κατόρθωσαν οι παλαιότεροι Πατέρες να φτάσουν σε μεγάλα μέτρα αρετής, ενώ οι νεότεροι, μ’ όλο που κοπιάζουν κι αυτοί, δεν μπορούν να προοδέψουν.
-Εκείνοι, παιδί μου, του αποκρίθηκε ο Αββάς, είχαν σαν κύριό τους έργο την προσευχή, κι όλα τ’ άλλα τα θεωρούσαν πάρεργα. Οι σημερινοί μοναχοί θεωρούν έργο τα σωματικά και πάρεργο την προσευχή, γι’ αυτό κοπιάζουν, δίχως ψυχική ωφέλεια.
Λησμονούν τα λόγια του Σωτήρος, «ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν». (Ματθ. στ’ 33).
http://www.agiameteora.net/index.php/component/content/article?id=412