…πουθενὰ στὴ θεολογικὴ σκέψη ποὺ ἐκφέρεται στὸ «Π.Ο.» δὲν ὑπάρχει θέση γιὰ τὴν τελικὴ κρίση τοῦ Θεοῦ, τὸν τελικὸ χωρισμὸ τῶν ἀνθρώπων, γιὰ τὸν Παράδεισο καὶ τὴν Κόλαση.
Πρωτ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΘΕΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ
Ή ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΚΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΤΑ
Κριτικὲς τοποθετήσεις στό βιβλίο
«Παγκοσμιότητα καί Ορθοδοξία»
Ἀρχιεπ. Αλβανίας κ. Αναστασίου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
5. Ἀνακεφαλαίωση τῶν πάντων ἐν τῷ Χριστῷ ἢ ὠριγενίζουσα ἀποκατάσταση τῶν πάντων;
1. Κλείνοντας τὴν παρένθεση ἐπανερχόμεθα ἀναζητώντας πώς, κατὰ τὸ συγγραφέα, θὰ γίνει πραγματικότητα τὸ καθολικὸ ὅραμα «τῆς παγκοσμιότητος σὲ συσχέτιση μὲ τὴν Ἐκκλησία στὸ κορύφωμά του». Μᾶς λέγει ὅτι αὐτό, ἡ ἀνακεφαλαίωσις τῶν πάντων, «πρόκειται νὰ πραγματοποιηθεῖ «εἰς οἰκονομίαν τοῦ πληρώματος τῶν καιρῶν» δηλ. στὸ μέλλον, στὰ ἔσχατα. Πράγματι, «ἡ τελική… φάση τῆς ἀνακεφαλαιώσεως θὰ πραγματοποιηθῆ στὰ ἔσχατα, μεταϊστορικὰ»103. Ὅμως, ὅπως δείξαμε στὸ περὶ ἐκκλησιολογίας κεφάλαιο, ἡ ἀνακεφαλαίωση τῶν πάντων εἶναι ἤδη γεγονὸς ἐν τῷ προσώπω τοῦ Χριστοῦ.«Δηλαδὴ» ὁ Χριστὸς «ἀναδημιουργεῖ τὸν πεσόντα κόσμο καὶ ἀνακαινίζει αὐτὸν βάσει τοῦ ἑαυτοῦ του, παρέχοντας τὸν ἑαυτό του πρὸς μετοχὴ καὶ ὡς πρότυπο»104. Ἡ ἀνακεφαλαίωση αὐτὴ πραγματώνεται, ὅπως εἴπαμε, στὴν Ἐκκλησία. Ἐκεῖ προβάλλεται ὡς πρότυπο ὁ Χριστὸς κι ἐκεῖ μόνο μπορεῖ νὰ γίνει μεθεκτός. Καὶ τότε γίνεται μεθεκτός, ὅταν προηγηθεῖ ἡ πίστις σ’ Αὐτὸν καὶ τὸ Βάπτισμα, καὶ ἀκολουθήσει ἡ Θεία Κοινωνία καὶ ἡ κατὰ Χριστὸν βιωτή.
Ὁ συγγραφεὺς τοῦ «Π.Ο.» μιλώντας γιὰ ἀνακεφαλαίωση τῶν πάντων δίδει ἔμφαση στὴν ἐσχατολογικὴ διάστασή της καὶ τὸ κυριώτερο πρόβλημα σ’ αὐτὴ τὴ θέση ποῦ διατυπώνει εἶναι ὅτι δὲν γίνεται σαφὲς ποιοὺς θὰ περιλαμβάνει αὐτὴ ἡ ἀνακεφαλαίωση τῶν πάντων: τοὺς πιστοὺς ἢ ὅλους τους ἀνθρώπους; Ποιὰ εἶναι ἡ συσχέτιση παγκοσμιότητος καὶ Ἐκκλησίας στὰ ἔσχατα; Μήπως ἡ Ἐκκλησία στὰ ἔσχατα θὰ εἶναι ἄλλου εἴδους «ἐκκλησία» ποῦ θὰ περιλαμβάνει ὅλους, μὰ ὅλους τους ἀνθρώπους; Αὐτὴ ἡ σκέψη μας, ἡ ὑπόθεση ποὺ κάνουμε ξεκινάει: α) ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι πουθενὰ στὴ θεολογικὴ σκέψη ποὺ ἐκφέρεται στὸ «Π.Ο.» δὲν ὑπάρχει θέση γιὰ τὴν τελικὴ κρίση τοῦ Θεοῦ, τὸν τελικὸ χωρισμὸ τῶν ἀνθρώπων, γιὰ τὸν Παράδεισο καὶ τὴν Κόλαση. Δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἑνότητα, τὸ «εἰς… ἐν Χριστῷ» (Γαλ. 3, 28) ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὁμιλεῖ γιὰ χωρισμὸ καὶ διχασμὸ καὶ ἀφορισμό. Ἀντὶ μίας ψευδοῦς εἰρήνης καὶ ψευδοῦς ἑνότητος ὁ Κύριος προβάλλει ἕνα σωτήριο χωρισμὸ χάριν τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης πρὸς Αὐτόν: «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν, οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἀλλὰ μάχαιραν, ἦλθον γὰρ διχᾶσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς· καὶ ἐχθροὶ αὐτοῦ οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ». (Μάτθ. 10, 34-36). Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀπόστολος προτρέπει τοὺς χριστιανοὺς νὰ ἀποφεύγουν τὴν οἱανδήποτε κοινωνία μὲ τοὺς ἀπίστους: «μὴ γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις» καὶ τοὺς παροτρύνει: «ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἀπτεσθε», ὥστε νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ νὰ γίνουν ἀληθινὰ παιδιά του: «καγῶ εἰσδέξομαι ὑμᾶς καὶ ἔσομαι ὑμὶν εἰς πατέρα καὶ ὑμεῖς ἔσεσθε μοὶ εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας» (Β’ Κορ. 6, 14-18). Τέλος κατὰ τὴν ἔσχατη ἡμέρα τῆς Κρίσεως διαβάζουμε στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι «συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ», τοῦ Χριστοῦ δηλαδή, «πάντα τὰ ἔθνη καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων» (Ματθ. 25, 32).
β) Ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία ποὺ δίδει στὸ χωρίο 1, 9-10 τῆς πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς: «ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν τῷ Χριστῷ, τὰ ἐπὶ τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γής, ἐν αὐτῶ» στὴ σελίδα 199 τοῦ ὑπὸ κρίσιν βιβλίου. Παραθέτει τὸ χωρίο καὶ προσθέτει: «Σ’ αὐτὴ τὴ θεία διεργασία (ἔνν. τῆς ἀνακεφαλαιώσεως) ποὺ ἔχει διαστάσεις παγκόσμιες —περιλαμβάνοντας ἐπίσης θρησκευτικὰ φαινόμενα καὶ ἐμπειρίες— ὁ Χριστός, ἡ ἐνσαρκωμένη Ἀγάπη, παραμένει τὸ τελικὸ κριτήριο».
Ἑπομένως ἡ ἀνακεφαλαίωσις τῶν πάντων εἶναι μία «διεργασία» (ἀλλοῦ τὴν ὀνομάζει διαδικασία) ποὺ κάμει ὁ Θεὸς σὲ παγκόσμια κλίμακα. Σ’ αὐτὴ τὴ διαδικασία τελικὸ κριτήριο, λέγει, παραμένει ὁ Χριστός. Ἂς δοῦμε μὲ ποιὰ ἔννοια εἶναι ὁ Χριστὸς «κριτήριο» τῆς ἀνακεφαλαιώσεως τῶν πάντων — πάντοτε κατὰ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο. Ἡ διαδικασία, μᾶς λέγει, περιλαμβάνει «θρησκευτικὰ φαινόμενα καὶ ἐμπειρίες». Ἂν ὡς ἀνακεφαλαίωση ἐννοήσουμε τὴν «ἐσχατολογικὴ ἑνότητα», τὴν «οἰκουμενικὴ ἐπιστροφή», τὴν «ἐπάνοδο» τοῦ ἀνθρώπου στὸν Τριαδικὸ Θεὸ (σ. 43), τότε κατὰ τὴ διαδικασία, τὴ «θεία διεργασία» ὁ Χριστὸς θὰ ἀξιολογήσει τὰ διάφορα θρησκευτικὰ φαινόμενα καὶ τὶς ἐμπειρίες, θὰ τὶς ξεδιαλέξει, θὰ κρατήσει τὶς καλὲς θρησκευτικὲς ἐμπειρίες ὅλων τῶν ἀνθρώπων, θὰ πετάξει τὶς ἄσχημες κι ἔτσι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ ἑνωθοῦν μαζί Του. Ἔτσι θὰ μποροῦσε ὁ Χριστὸς νὰ κρατήσει ὡς καλὴ θρησκευτικὴ ἐμπειρία π.χ. τὸ διαλογισμὸ τῶν θρησκειῶν μία καὶ σύμφωνα μὲ τὸν ὁμόφρονά του συγγραφέως Ο. Clement, τὸν ὁποῖο ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κ. Ἀναστάσιος χρησιμοποιεῖ στὸ βιβλίο του, ὁ διαλογισμὸς μᾶς παραπέμπει στὴν ὑψηλὴ νηπτικὴ θεολογία καὶ τὴ νοερὰ προσευχή105. Θὰ δεχόταν ἐπίσης τὰ raka τῶν μουσουλμάνων, τὴν «ψυχοσωματικὴ συμμετοχὴ στὴν προσευχή». Κι ἔτσι μπορεῖ νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ ὅλοι χωρὶς νὰ τὸν πιστεύουν! Καὶ ἡ Ἐκκλησία; Τί θέση ἔχει ἡ Ἐκκλησία στὴ διεργασία τῆς ἀνακεφαλαιώσεως;
«Ὡς σημεῖο καὶ “εἰκὼν” τῆς Βασιλείας», γράφει ὁ συγγραφεὺς τοῦ «Π.Ο.», «ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τὸν συνεκτικὸ ἄξονα τῆς ὅλης διαδικασίας τῆς ἀνακεφαλαιώσεως. Ἐνεργεῖ, προσφέρει τὴ θεία Εὐχαριστία καὶ τὴ δοξολογία ὑπὲρ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἀκτινοβολεῖ τὴ δόξα τοῦ ζῶντος Κυρίου σ’ ὅλη τὴ γῆ» (σ. 200). Δὲν εἶναι ὀρθὰ τὰ γραφέντα; Εἶναι βεβαίως ὀρθὰ ἀλλὰ ἐλλιπῆ καὶ συγκαλύπτουν τὴν πλήρη ἀλήθεια, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἁπλῶς «συνεκτικὸς ἄξονας» πέριξ του ὁποίου ὡς ἄξονος πραγματοποιεῖται μία διαδικασία, ὅπως δὲν εἶναι καὶ πυρήνας ἀλλὰ εἶναι ὁ καθ’ αὐτὸ «τόπος» τῆς ἀνακεφαλαιώσεως, «ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων» (Ἀποκ. 21,3), ἐκεῖ ὅπου ὡς κεφαλὴ ὁ Χριστὸς ἀνακεφαλαιώνει, συνενώνει, ζωοποιεῖ τοὺς εἰς Αὐτὸν πιστεύοντας.
Ἑρμηνεύει δὲ καὶ ὁ Γέρων Ἰουστίνος Πόποβιτς τὸ ἀνωτέρω χωρίο της πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς, λέγοντας ὅτι «στὴν Ἐκκλησία, στὸ Θεανθρώπινο σῶμα Του, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, πραγματοποιεῖ τὴν ἕνωση ὅλων τῶν δημιουργημάτων καὶ ὄντων, πραγματοποιεῖ, ἐκπληρώνει ὅ,τι εἶναι “ἔλλογο” σ’ αὐτὰ καὶ ἔτσι κονιορτοποιεῖ καὶ χωρίζει τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο ἀπ’ ὅλα τὰ δημιουργήματα καὶ ἀποκαθιστᾶ τὴν ἑνότητα μεταξὺ αὐτῶν καὶ τοῦ Δημιουργοῦ καὶ διαμέσου αὐτῆς καὶ τὴν ἑνότητα τοῦ κάθε δημιουργήματος μὲ τὰ ἄλλα δημιουργήματα. Γι’ αὐτὸ μὲ τὴν Ἐκκλησία εἶναι πραγματοποιημένη ἡ ἑνότητα μεταξὺ ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων. Ὅλοι εἶναι μέλη τοῦ Ἁγίου Θεανθρωπίνου Τοῦ σώματος, τοῦ ὁποίου Αὐτὸς εἶναι κεφαλή, ἔτσι ὥστε ὅλοι ἐμεῖς καὶ οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἄνθρωποι, εἴμαστε κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια κεφαλὴ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ»106.
Ἐδῶ πρέπει νὰ ἐπαναλάβουμε ὅτι ἡ ὀπτασία τοῦ ἁγίου Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου κατὰ τὴν ὁποία εἶδε τὴν «Ἱερουσαλὴμ καινήν… ἠτοιμασμένην ὡς νύμφην κεκοσμημένην» (ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας χρησιμοποιεῖ αὐτὴ τὴν εἰκόνα, σ. 43) τελειώνει μὲ τὰ ἑξῆς φοβερὰ λόγια: «ὁ νικῶν κληρονομήσει ταῦτα» (δηλ. τὰ ἀγαθὰ τῆς αἰωνίου ζωῆς) καὶ ἔσομαι αὐτῶ Θεὸς καὶ αὐτὸς ἐσταὶ μοὶ υἱός. τοῖς δὲ δειλοῖς καὶ ἀπίστοις καὶ ἐβδελυγμένοις καὶ φονεύσι καὶ πόρνοις καὶ φαρμακοῖς καὶ εἰδωλολάτραις καὶ πάσι τοῖς ψευδέσι τὸ μέρος αὐτῶν ἐν τὴ λίμνη τὴ καιομένη πυρὶ καὶ θείω» (Ἀποκ. 21, 7-8). Δὲν χρειάζεται σχολιασμὸ αὐτὸ τὸ ἐδάφιο. Ἁπλῶς ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἐπιβεβαιώνει τὸ φοβερὸ χωρισμὸ τῶν ἀνθρώπων στὰ ἔσχατα.
2. Στὴν περίπτωση ποὺ ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν κυριαρχοῦσα τάση ἐνοποιήσεως καὶ ἁρμονίας τοῦ κόσμου ἀθετήσουμε αὐτὴ τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία ὑπάρχει κίνδυνος νὰ περιπέσουμε στὴν ὠριγενικὴ πλάνη τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων.
Ἔτσι ὠρισμένες θέσεις τοῦ συγγραφέως θὰ μποροῦσαν νὰ παρεξηγηθοῦν καὶ νὰ ἑρμηνευθοῦν ὡς ὠριγενικὲς παρεκκλίσεις. Τί πρεσβεύει ὁ Ὠριγένης γιὰ τὰ ἔσχατα; «Κατὰ βασικὴν ἀντίληψιν τοῦ Ὠριγένους τὰ πάντα προώρισται νὰ ἐπιστρέψουν καὶ πάλιν εἰς τὸν Θεόν. Βασικὴ προϋπόθεσις τῆς ἀντιλήψεως ταύτης εἶναι ἡ ἰδέα τῆς πνευματοκρατικῆς φιλοσοφίας τοῦ Πλάτωνος ὅτι τὸ τέλος τοῦ κόσμου πρέπει νὰ εἶναι ὅμοιον πρὸς τὴν ἀρχὴν αὐτοῦ: “Semper similis est finis initiis”107. Ἐφ’ ὅσον δὲ τὰ πάντα ἀρχικῶς ἤσαν ἐν ἁρμονία πρὸς τὸν Θεόν… ἑπόμενον ὅτι τόσον ὁ σκοπὸς τῆς σωτηρίας, ὅσον καὶ ἡ γενικὴ ἐξέλιξις τοῦ κόσμου πρέπει νὰ κατευθύνωνται πρὸς τὴν κατεύθυνσιν αὐτήν, δηλαδὴ τὴν ἀποκατάστασιν τῶν πάντων πλησίον της θείας ἀγαθότητος καὶ πανσοφίας»108.
Τί γράφει σχετικῶς ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιος; «Ἡ “ἄνω” πόλις ἀποτελεῖ δῶρο ποὺ προσφέρεται σὲ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα· ἡ συγκέντρωση εἶναι καθολική· ἡ ἐπιστροφὴ εἶναι οἰκουμενικὴ καθ’ ὅσον ἀφορᾶ εἰς πάντας τοὺς ἀνθρώπους, ὡς φορεῖς τῆς θείας εἰκόνος… Δὲν πρόκειται γιὰ κοινωνικὴ σύναξη… ἀλλὰ γιὰ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐπάνοδό του στὸ μοναδικὸ κέντρο τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ κόσμου, στὸν Τριαδικὸ Θεό… ἔτσι ἡ ὅλη θέα τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητος ἀρχίζει μὲ τὸ ὅραμα τῆς θείας κοινωνίας ἀγάπης καὶ καταλήγει σ’ αὐτὸ» (σ. 43).
Ὅλη αὐτὴ ἡ «προφητικὴ» ὑπεραισιοδοξία περὶ καθολικῆς καὶ οἰκουμενικῆς ἐπανόδου πάντων στὴν κοινωνία ἀγάπης τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ὅπως ἤδη ἀποδείξαμε ἀντίθετη πρὸς τὸ Εὐαγγέλιο; Δὲν εἶναι καταλυτική της ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ὁποία δώρησε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ διαλέξει τὴ Ζωή, ἂν θέλει; Διαβάζουμε στὸ Δευτερονόμιο: «Τὴν ζωὴν καὶ τὸν θάνατον δέδωκα πρὸ προσώπου ὑμῶν, τὴν εὐλογίαν καὶ τὴν κατάραν ἐκλέξαι τὴν ζωὴν» (Δευτ. 30,19). Μᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς καὶ μᾶς παρακαλεῖ νὰ διαλέξουμε τὴ Ζωή. Ἀλλὰ δὲν μᾶς ἐξαναγκάζει. Γι’ αὐτὸ πολλοὶ διαλέγουν τὸ θάνατο. Καὶ γι’ αὐτὸ τὸ θάνατο, τὸν αἰώνιο θάνατο ὁμιλεῖ ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ μᾶς προειδοποιεῖ νὰ προσέξουμε, ὥστε τὴν ἔσχατη ἡμέρα νὰ σταθοῦμε κοντά, στὰ δεξιὰ τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιατί ὑπάρχει καὶ ἡ ἄλλη μερίδα τῆς ἀποστασίας, τῆς Κολάσεως.
Ἔχουμε ἐπίσης πραγματικὴ —ὄχι ρητορικὴ— ἀπορία τί νὰ σημαίνουν τὰ ἀκόλουθα: «Πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν τὸ ἅγιο Πνεῦμα συνεχίζει νὰ ἐνεργεῖ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κάθε προσώπου, τὴν πλήρωση καὶ τελείωση τῆς σωτηρίας ὁλοκλήρου του κόσμου: ..Ὡς Πνεῦμα δυνάμεως… ποῦ ἀνανεώνει μὲ τρόπο δυναμικὸ τὴν ἀτμόσφαιρα στὴν ὁποία οἱ ἄνθρωποι ζοῦν καὶ ἀναπνέουν. Κατακαίει ὁτιδήποτε σάπιο —ἀρχές, ἰδέες, ὀργανισμούς, ἤθη, δαιμονικὲς δομές— καὶ προσφέρει νέα ἐνέργεια (;) γιὰ νὰ μεταμορφωθεῖ καὶ νὰ ἀνανεωθεῖ τὸ κάθε τί μέσα στὴν κτίση» (σ.201).
Ποιὰ εἶναι ἡ χρονικὴ στιγμὴ ἡ περίοδος «νέας ἐνεργείας» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Μήπως ἤδη ἐνεργεῖ στὸν κόσμο ἀπὸ παλιὰ κατακαίοντας ὁτιδήποτε σάπιο; Ὄντως ὁ Παράκλητος κατέκαυσε τὴν εἰδωλομανία στὸν εὐρωπαϊκὸ χῶρο καὶ σὲ πολλὲς χῶρες τοῦ πλανήτη, ἀλλὰ ἀνθεῖ καὶ πάλι ἡ νεοειδωλολατρία, ὁ σατανισμὸς καὶ γενικότερα ἡ παραθρησκεία, ἐνῶ ὁ περισσότερος πληθυσμὸς τοῦ κόσμου ζεῖ «ἐν σκότει καὶ σκιὰ θανάτου» (Λούκ. 1,79) λατρεύοντας ψευδοθεούς. Μήπως κατέκαυσε ὀργανισμοὺς ὅπως τὸ Ν.Α.Τ.Ο., τὸν Ο.Η.Ε., τὸ Π.Σ.Ε. ποῦ σκορπίζουν μὲ δαιμονικὲς προφάσεις τὸ σωματικὸ καὶ πνευματικὸ θάνατο; Μήπως κατέκαυσε τὰ αἰσχρὰ ἤθη ποῦ προβάλλονται ὡς «ἀτομικὰ δικαιώματα» ἢ «ἰδιαιτερότητες»; Μήπως κατέστρεψε τὶς σάπιες ἰδέες τοῦ ἀθεϊσμοῦ σ’ ὅλες τὶς παραλλαγές του ἢ τὶς παραθρησκευτικὲς ἰδέες τῆς Ν. Ἐποχῆς;
Μήπως αὐτὴ ἡ κάθαρση διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ γίνει μέσα στὴν κοινωνία μας, στὸ μέλλον; Δὲν φαίνεται ἡ παροῦσα κατάσταση νὰ προοιωνίζεται κάτι τέτοιο. Καμμιὰ «νέα ἐνέργεια» δὲν φαίνεται νὰ προσφέρει τὸ ἅγιο Πνεῦμα «γιὰ νὰ μεταμορφωθεῖ τὸ κάθε τί στὴν κτίση». Ἀντιθέτως φαίνεται νὰ ἐπαληθεύεται ἡ προφητεία, «πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι» (Β’ Τίμ. 3,13).
Τελικὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν κάμει βίαιες κοινωνικὲς ἀλλαγές. Ἐργάζεται ἐν τὴ Ἐκκλησία ἀνακαινίζοντας τὰ μέλη της, ἁγιάζοντας τοὺς Χριστιανούς. Ἔτσι ἐπηρεάζονται καὶ ἁγιάζονται οἱ κοινωνίες καὶ τὰ ἔθνη στὸ μέτρο ποὺ τὰ μέλη τοὺς γίνονται ἀληθινοὶ Χριστιανοί. Ἔτσι κατελύθη ἡ εἰδωλολατρία, ἐξανθρωπίστηκε ἡ νομοθεσία, τὰ ἤθη χριστοποιήθηκαν σὲ πλείστους ἀνθρώπους, ἡ ἁγιότητα ἔγινε τὸ ποθούμενο ἀπὸ ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενους, ἡ Ἐκκλησία ἔγινε κύριος ἄξονας στὶς χριστιανικὲς κοινωνίες.
Ὑπάρχει βέβαια ἡ ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου στὰ ἔσχατα.
Ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται. τὴ γὰρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη οὒχ ἐκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα, ἒπ’ ἐλπίδι ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. οἴδαμεν γὰρ ὅτι πάσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρώμ. 8, 19-22). Μᾶς λέγει δηλ. ὁ Ἀπόστολος προσωποποιώντας τὴ δημιουργία, ὅτι ἡ κτίσις ἀναμένει τὴν ἀφθαρσία, τὴν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ φθορά, ὥστε κι αὐτὴ νὰ ἀφθαρτισθεῖ, ἀφοῦ ἐξ αἰτίας τοῦ ἀνθρώπου ὑπετάγη καὶ αὐτὴ στὴ φθορά. Λέγουν δὲ οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅτι ὅσοι ἔλαβαν τὴν υἱοθεσία διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος καὶ ἁγίασαν τὴν ὕπαρξή τους, στὰ ἔσχατα θὰ ἀπολαύσουν τὴν πληρότητα αὐτῆς τῆς υἱοθεσίας. Καὶ μαζὶ μ’ αὐτά, τὰ ἀληθινὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ, θὰ μεταμορφωθεῖ καὶ ἡ κτισις109.
Δὲν νομίζουμε νὰ ἐννοεῖ κάτι τέτοιο ὁ συγγραφεὺς τοῦ βιβλίου «Π.Ο.». Εἰλικρινὰ προσπαθήσαμε νὰ καταλάβουμε πὼς ἐννοεῖ αὐτὴ τὴν «νέα ἐνέργεια» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ὡς δύναμη καὶ πῦρ κατακαίει κάθε τί σάπιο. Χωρὶς νὰ θέλουμε νὰ τὸν ἀδικήσουμε παραθέτουμε τὶς ἀπόψεις τοῦ Ὠριγένους χωρὶς ὑποχρεωτικὰ νὰ ταυτίζουμε αὐτὲς μὲ τὶς θέσεις τοῦ συγγραφέως: «Βασικὸν στοιχεῖον τῆς ἐσχατολογίας τοῦ Ὠριγένους ἀποτελεῖ ἡ διδασκαλία περὶ “καθαρσίου πυρός”, ἐν τῷ ὁποίω παραδίδονται μετὰ θάνατον αἳ ψυχαὶ διὰ νὰ καθαρισθοῦν. Τὸ καθάρσιον πῦρ χρησιμεύει καὶ πρὸς καθαρισμὸν τοῦ κόσμου ἐκ τῆς ἐν ματαιότητι φθορᾶς καὶ πρὸς ἀνακαίνισιν τοῦ παντός». Ἰδοὺ καὶ τὸ χωρίο τοῦ Ὠριγένους: «οὐκ ἀρνούμεθα οὒν τὸ καθάρσιον πῦρ καὶ τὴν τοῦ κόσμου φθορὰν ἐπὶ καθαιρέσει τῆς κακίας καὶ ἀνακαινώσει τοῦ παντὸς»110 (Κατὰ Κέλσου, Δ’, XIII, Β.Ε.Π. 9,241).
Κλείνουμε αὐτὴν τὴν ἑνότητα μὲ δύο παρατηρήσεις: α) ὁ θεολογικὸς λόγος μᾶς πρέπει νὰ διακρίνεται ἀπὸ σαφήνεια βασισμένη στὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Δὲν συνάδει στὸ ὀρθόδοξο φρόνημα ἡ μάταιη πρωτοτυπία, ὁ φιλόσοφος στοχασμὸς καὶ ἡ διφορούμενη κενολογία.
β) Ἐν προκειμένω δὲν πρέπει νὰ ἀποκρύπτουμε, ἀφήνοντας σχετικὰ ὑπονοούμενα, τὴν εὐαγγελικὴ ἀλήθεια περὶ τῶν ἔσχατων, περὶ τῆς Κρίσεως, περὶ τοῦ Παραδείσου καὶ τῆς Κολάσεως, χάριν μίας εὐάρεστης στὰ νεοεποχίτικα αὐτιὰ παγκόσμιας συμπαντικῆς ἁρμονίας, ἀντίθετης στὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ μας.
103. Στυλ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, τόμ.. Ά’, Ἀθῆναι 1977, σέλ. 297.
104. Ἔνθα ἄνωτ.,σ. 297.
105. Γιὰ τὸ διαλογισμὸ ὁ Clement γράφει ὅτι «μᾶς ἐπιτρέπει νὰ διακρίνουμε τοὺς μηχανισμοὺς τοῦ γίγνεσθαι καὶ νὰ ξυπνήσουμε ἐπιτέλους» Γράφει ἐπίσης ὅτι ἡ βουδιστικὴ ἄσκηση «προσεγγίζει πολὺ τὴ δική μας μοναστικὴ ἄσκηση» καὶ πλῆθος ἄλλα ἀσεβῆ «μαργαριτάρια»! (Ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς. σ. 286).
106. Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολὴ Παύλου (Μεταφ. Μ. Χρυσανθόπουλου) Ἐκδόσεις Βάσ. Ρηγόπουλου, σ. 41.
107. «Πάντοτε εἶναι ὅμοιο τὸ τέλος πρὸς τὴν ἀρχὴ» (στὸ ἔργο, De srincipiis, [περὶ ἀρχῶν]. 1,6,2.P.G. 11,166).
108. Ἀνδρέου Θεοδώρου, Ἱστορία Δογμάτων, Τόμ. Ά’, Μέρος Δεύτερον, σ. 396-397.
109. Βλ. καὶ τὴν ἑρμηνεία τῶν στίχων Ρώμ. 8,19-22, στὴν ἑρμηνεία της πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς τοῦ Ἁγίου Νικόδημου τοῦ Ἁγιορείτου. Τόμος Πρῶτος, Ἔκδοσις Δευτέρα, «Ἅγιος Νικόδημος», Ἀθῆναι 1971, σ 91-93.
110. Ἄν. Θεοδώρου, μνήμ. ἔργο. σ. 398.
Ἀντιαιρετικὸν Ἐγκόλπιον www.egolpion.com
6 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2012