Ἡ πλέον δοξασμένη ἀπ᾿ ὅλες τίς σπηλιές στόν κόσμο βρίσκεται στό τέλος τῆς πόλης τῆς Βηθλεέμ . Καλός δρόμος, λευκός σάν ὕφασμα, ὁδηγεῖ τούς προσκυνητές ἀπό τά Ἱεροσόλυμα πρός τή Βηθλεέμ. Ὅμως ἐμεῖς λίγη προσοχή δώσαμε στόν δρόμο. Μέ τά μάτια κοιτούσαμε τόν δρόμο, ἐνῶ μέ τίς σκέψεις σκεφτόμασταν περί ἐκείνης τῆς ἱερῆς σπηλιᾶς. Γύρω μας πέτρινοι σωροί, γύρω ἀπό τόν δρόμο κάτι λίγες πρασινάδες, λίγα ἀμπέλια, μερικοί κῆποι μέ ἐλαιόδεντρα, ποῦ καί ποῦ κάποιος ἀγρός μέ σιτάρι, ἀλλά κυρίως πέτρες. Ὅμως δέν μᾶς νοιάζει.Τά μάτια μας κοιτάζουν ὅλα αὐτά ἐπιφανειακά, ἐνῶ ἡ ψυχή μας προσδοκᾶ νά δεῖ ἐκείνη τήν ἀγαπητή σπηλιά.
Περνᾶμε δίπλα ἀπό τή μονή τοῦ Ἁγίου Ἠλία, ὅπου οἱ σοφοί τῆς ἀνατολῆς πέρασαν τή νύχτα κατά τήν ἐπιστροφή τους ἀπό τή Βηθλεέμ, καί ὅπου ἔλαβαν σημάδι ἀπό τόν οὐρανό, νά μήν πᾶνε στόν Ἡρώδη ἀλλά νά γυρίσουν ἀπό ἄλλο δρόμο γιά τήν πατρίδα τους.
Μπαίνουμε στή Βηθλεέμ, στή Μπετλεχέμ, πού σημαίνει «ὁ Οἶκος τοῦ ἄρτου». Μυστηριώδης καί πολυσήμαντη ὀνομασία τῆς πόλης, ὅπου γεννήθηκε Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶπε γιά τόν ἑαυτό Του: «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς» (Ἰωάν. στ΄ : 35). Ἡ πόλη ἀραβική. Παντοῦ Ἄραβες μόνο κάπου κάπου κάποιος Ἕλληνας ἤ Ἑβραῖος. Πολλοί μιλοῦν καί ρωσικά· ἔμαθαν λόγω τῶν χιλιάδων καί χιλιάδων Ρώσων προσκυνητῶν, πού ἔρχονταν ἐδῶ. Οἱ δικοί μας μιλοῦν μαζί τους σέρβικα, καί κάπως συνεννοοῦνται. Μᾶς περικυκλώνουν, μᾶς προσφέρουν τά κομπολόγια, τίς εἰκόνες, τούς μικρούς σεντεφένιους σταυρούς, καί διάφορα πράγματα φτιαγμένα ἀπό ξύλο ἐλιᾶς. Αὐτά πωλοῦν, ἀπ᾿ αὐτό ζοῦν. Κι ἔτσι ὁλόκληρη πόλη ζεῖ ἀπό τόν Χριστό, καί αὐτό ὄχι πρόσφατα ἀλλά ἀπό πρίν πολλούς αἰῶνες. Ὅμως ὅλα αὐτά πρός τό παρόν λίγο μᾶς ἐνδιαφέρουν, τά μάτια μας ἐπιζητοῦν ἐκείνη τήν ἔνδοξη σπηλιά. Ποῦ εἶναι τό ἅγιο σπήλαιο, ρωτᾶμε; Μᾶς ὁδηγοῦν σέ μακριά ὁδό, καί μᾶς εἰσάγουν στήν εὐρεία ἐκκλησία μέ πολλές, πολλές μαρμάρινες κολόνες. Ἐδῶ εἶναι, λοιπόν, τό σπήλαιο μέσα σέ τούτη τήν ἐκκλησία. Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός ἀνέγειρε αὐτή τή μεγάλη ἐκκλησία πάνω ἀπό τό σπήλαιο μισή χιλιετία μετά ἀπό τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ.
Κατεβαίνουμε μερικά σκαλιά κάτω ἀπό τό πάτωμα τῆς ἐκκλησίας, στή σπηλιά. Ἡ καρδιά μας τρεμοπαίζει καί καίγεται. Σ᾿ αὐτή τήν κρύα σπηλιά πρῶτα ἄρχισε νά χτυπᾶ ἡ πλέον ζεστή καρδιά, πού χτύπησε στή γῆ. Κάθε κτύπος τούτης τῆς καρδιᾶς σήμαινε ἀγάπη καί μόνο ἀγάπη πρός τό γένος τῶν ἀνθρώπων. Δεξιά ἕνα ἱερό μέ πολλά χρυσά καί ἀσημένια κανδήλια. Ἐκεῖ γεννήθηκε Αὐτός, ἀπό τήν πεντακάθαρη Παρθένο Μαρία. Ἀριστερά ἄλλο ἱερό, πάλι μέ πολλά κανδήλια. Ἐκεῖ ῆταν ἡ φάτνη καί ἐκεῖ Αὐτός κείτονταν στά φασκιά, στά ἄχυρα, στή φάτνη.
Πολλοί ἀπό τούς προσκυνητές μας ἄρχισαν νά κλαῖνε ἀπό συγκίνηση. Εἶπε ὁ Θεός μέσα ἀπό τόν προφήτη: «Καί ἀφελῶ τήν καρδίαν σαρκίνην» ( Ἰεζ. 36:26). Σ᾿ αὐτή τή σπηλιά -ἐάν ὄχι ὁπουδήποτε ἀλλοῦ- ἡ λίθινη καρδιά γίνεται μαλακή σάν θερμαινόμενο κερί. Ἡ σπηλιά ἀπό μόνη της εἶναι στενάχωρη καί σκοτεινή. Στούς Ἅγίους Τόπους ὑπάρχουν πολλές πιό εὐρύχωρες καί ὡραιότερες σπηλιές. Ὑπάρχουν εὐχάριστες γιά ζῶα, ὑπάρχουν ἄλλες ὅπου κατοικοῦν ἄνθρωποι, ὑπάρχουν πάλι κάποιες πού χρησίμευαν γιά τάφους. Ὅμως ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Φιλάνθρωπος, κατεβαίνοντας ἀπό τόν θρόνο τῆς αἰώνιας λαμπρότητας στή γῆ, δέν ἐπέλεξε οὔτε ἀπό τίς σπηλιές τήν κάλλιστη, τή φωτεινότατη καί τήν πλέον εὐχάριστη.
Ὦ πόση ταπεινοφροσύνη! Πόση ταπείνωση γιά μᾶς! Γι᾿ αὐτό πέφτουμε στά γόνατα, ὅλοι, καί κάνουμε μετάνοιες μπροστά Του, στόν αἰώνιο Νοῦ καί στήν αἰώνια Ἀγάπη. Καί οἱ ψυχές μας ὑψώνονται ἀπ᾿ αὐτή τή σπηλιά πρός Ἐκεῖνον, τόν Βασιλιά τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, τόν Νικητή τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου. Ἐξάλου, τί εἶναι γιά μᾶς ἡ σπηλιά Του παρά ράπισμα στή ματαιοδοξία μας καί μόνιμος μάρτυρας τοῦ μεγαλείου Του; Αὐτός, ἀναστημένος καί ζωντανός Κύριος μαζί μέ μᾶς ταξιδεύει ἀόρατα, σάν κάποτε μέ τούς δυό μαθητές Του στούς Ἐμμαούς. Καί ἐμεῖς αἰσθανόμαστε τήν παρουσία Του, καί χαιρόμαστε σέ κάθε βῆμα.
Ὅταν ψάλαμε τό τροπάριο τῶν Χριστουγέννων, φώναξε ἕνας προσκυνητής: «Ὁ Χριστός γεννήθηκε»! Καί ἐμεῖς ὅλοι: «Ἀληθῶς γεννήθηκε»! Καί ἤχησε ὅλη ἡ σπηλιά σάν μεγάλη καμπάνα. Ὕστερα βγήκαμε καί πήγαμε νά ἐπισκεφθοῦμε τόν Ἕληνα Μητροπολίτη, καί ὕστερα παρά κάτω. Ὅμως ἡ ψυχή μας παρέμεινε στό ἅγιο Σπήλαιο, καί τό ἅγιο Σπήλαιο στήν ψυχή ἕως τήν σήμερον ἡμέρα.
Ἀπό τό βιβλίο: «Δρόμος δίχως Θεό δέν ἀντέχεται…»
Ἱεραποστολικές ἐπιστολές Α΄
Ἐκδόσεις «Ἐν πλῷ»