Η αρχή της σύστασης της Εκκλησίας στον ιστορικό και καππαδοκικό Πόντο ταυτίζεται με την εμφάνιση του ασκητισμού στην περιοχή, όπου πρώτος ο Απόστολος Ανδρέας με κίνδυνο της ζωής του δίδαξε τη χριστιανική θρησκεία. Η πρώτη μονή ιδρύθηκε από τον Μέγα Βασίλειο, ο οποίος οργάνωσε τη μοναστική ζωή του Πόντου, όταν μαζί με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο μόνασαν στην κοιλάδα του ποταμού Ίριδα και μελέτησαν και νομοθέτησαν τη μοναχική ζωή.
Στο πνεύμα αυτών των πατέρων, λοιπόν, ιδρύθηκαν στην προικισμένη με φυσικές καλλονές περιοχή της Τραπεζούντας και γύρω από αυτήν, τα μοναστήρια του Πόντου. Το χαρισματικό εξωκοσμικό περιβάλλον γρήγορα έγινε το κέντρο του κοινόβιου ασκητισμού. Η επίλυση του στεγαστικού και ασκητευτικού προβλήματος πολλών μοναχών στις απάτητες βουνοκορφές δημιούργησε τους «συνοικισμούς των μοναχών», που αργότερα με την οικοδόμηση θαυμάσιων κτισμάτων και ιερών ναών μετεξελίχθηκαν σε αυτοτελή ιδρύματα και μοναστήρια. Εμπνευσμένος από τη μοναστική ζωή της πατρίδας του Τραπεζούντας, ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης ίδρυσε το πρώτο αγιορείτικο μοναστήρι.

Τα μοναστήρια αποτελούσαν πάντα τους προμαχώνες της Ορθοδοξίας και τους τόπους υλοποίησης του χριστιανικού ιδεώδους. Εκεί καλλιεργήθηκε συστηματικά στο πέρασμα των αιώνων η σύνδεση του χριστιανισμού και του Ελληνισμού, της γνώσης και της πίστης της θείας και ανθρώπινης σοφίας. Το ιεραποστολικό έργο των μονών πολλές φορές επεκτάθηκε και έξω από τα γεωγραφικά όρια του Πόντου, με τη μεταλαμπάδευση της χριστιανικής γνώσης στους λαούς της Ανατολής, Λαζούς, Απχαζίους, Γεωργιανούς, Σκύθες κ.ά. Οι μορφωμένου, τις περισσότερες φορές, πατέρες δεν εργάστηκαν μόνο για τη διατήρηση της θρησκευτικής και εθνικής συνείδησης των υπόδουλων Ελλήνων, αλλά στάθηκαν στο πλευρό τους κάθε φορά που μαρτύρησαν στις επάλξεις της Ορθοδοξίας, όταν μετέτρεπαν τα μοναστήρια σε άσυλα και αναρρωτήρια για τους διωκόμενους Έλληνες. Για αυτό το λόγο κατά τον Ε. Κυριακίδη «όπου τα μοναστήρια διεσώθησαν, εκεί ο χριστιανισμός έμεινε αμιγής, όπου δε αυτά κατεστράφησαν εκεί και ούτος τέλειον συνεξέλιπε».
Στις πιο δύσβατες και απόκρημνες περιοχές του Πόντου, ιδρύθηκαν και κραταιώθηκαν τα σπουδαιότερα ορθόδοξα μοναστήρια, ο συνολικός αριθμός των οποίων είναι άγνωστος. Μόνο στην περιοχή της Χαλδίας ο Γ.Θ. Κανδηλάπτης απαριθμεί πάνω από είκοσι. Αυτά είναι: Η μονή της Παναγίας Γουμερά, του Αγίου Γεωργίου Χουτουρά, η Σταυροπηγιακή μονή του Αγίου Γεωργίου Χαλιναρά, του Αγίου Γεωργίου Χάρσερας, του Αγίου Γεωργίου Κελώρης στη Χερίαινα, της Ζωοδόχου Πηγής την Πράσαρη, της Γεννήσεως Θεοτόκου Καλούλ, της Ζωοδόχου Πηγής στο Δεβρεντσή, της Ζωοδόχου Πηγής, στον Αληθινό Κρώμνης  και τη μονή του Καστροτείχου του Αγίου Βασιλείου Αστέρος στη Χάρσερα, του Αγίου Γεωργίου Λερμούχου ή Ζαντού, τα γυναικεία μοναστήρια του Προδρόμου Ιωάννου της Ίμερας  και του Αγίου Γεωργίου στο χωριό Αγρίδιο, της Κοιμήσεως Θεοτόκου στη Χατουρά, της Μικρέσσας στη Κρώμνη, του Αγίου Ιωάννου Αργυρουπόλεως, του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος, του Αγίου Στεφάνου στο Λιβάδι, της Γεννήσεως της Θεοτόκου  στην ενορία Μαρτίν του Δεμερτζήκιου, της Γεννήσεως της Θεοτόκου στο Αμπρικάντων, της Ζωοδόχου Πηγής  Αμπρικάντων, του Τιμίου Προδρόμου Φυτιάνων και της Ευαγγελίστριας στο Σιμικλί του Κιουρτουνίου. Γνωστά μοναστήρια στις άλλες περιοχές του Πόντου ήταν το μοναστήρι πάνω στα ερείπια του κάστρου του Ακρίτα (Λευκόπετρα), της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Γεράσαρης στο χωριό Καλιάτιπι. Στην επισκοπή Νικοπόλεως υπήρχαν άλλα τρία μοναστήρια στα χωριά Μπαλτζάνα, Αλούτζε,  και Παναγία στην περιφέρεια του Επές, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο χωριό Όλασα κοντά στην τοποθεσία «Τρασιανότ». Υπήρχε ακόμα στον Πόντο κοντά στα Σούρμενα η μονή των Ασωμάτων στην εκκλησιαστική περιοχή  της οποίας αποκρούστηκε ο Χάνος των Τουρκομάνων Βαϊραμπέγ από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα του Μανουήλ Β’, του Αγίου Ευγενίου, της Αγίας Σοφίας, του Αγίου Φιλίππου, της Παναγίας Θεοσκέπαστου, του Αγίου Σάββα και του Αγίου Γεωργίου Νύσσης στην Τραπεζούντα, του Αγίου Θεοδώρου Γαβρά, της ιεράς μονής του Στύλου, του Αγίου ιερομάρτυρος Φωκά, του Αγίου  Φωκά του Διάπλου, του Αγίου Ιωάννου στην Αμάσεια, της Αγίας Βαρβάρας , του Αγίου Ανδρέα και της Παναγίας, του Αγίου Βασιλείου, του Αγίου Επιφανείου και Αγίου Γεωργίου κοντά στην Κερασούντα και της Παναγίας Θεοτόκου στο χωριό Πράσαρη.
Πολλές μονές διέθεταν σπουδαίες βιβλιοθήκες με πολύτιμα χειρόγραφα, τα περισσότερα των οποίων έχουν συληθεί, και σχολές όπου φοιτούσαν διαπρεπείς επιστήμονες και δημογέροντες, παρά τις αντιδράσεις των μωαμεθανών γειτόνων τους.
Πάντως, η μοναστική ζωή του Πόντου έγινε παγκοσμίως γνωστή από τα τρία θαυματουργά σταυροπηγιακά μοναστήρια, της Παναγίας Σουμελά, του Ιωάννη του Βαζελώνα, και του Αγίου Γεωργίου του Περιστερεώτα.

Παναγία Σουμελά


Η ιερή μονή της Παναγίας Σουμελά βρισκόταν στο όρος Μελά, απ’ όπου έλαβε το όνομά της (σου Μελά). Σύμφωνα με τη παράδοση, το 386 οι Αθηναίοι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος οδηγήθηκαν στις απάτητες κορφές του Πόντου, έπειτα από αποκάλυψη της Παναγίας, στο σημείο όπου μεταφέρθηκε από αγγέλους η ιερή εικόνα της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, που ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Οι νεώτερες επιστημονικές έρευνες τοποθετούν την ίδρυση της μονής στον 10ο αιώνα, όταν η εικόνα μεταφέρθηκε στον Πόντο από το ναό της Παναγίας Αθηνιώτισσας στην Αθήνα, εξαιτίας της επιδρομής των Σαρακηνών. Άλλη μια άποψη τοποθετεί τη μεταφορά της εικόνας στον 9ο αιώνα. Βέβαιο πάντως είναι, κατά τον Χρύσανθο Τραπεζούντας, ότι η μονή Σουμελά είναι μια από τις αρχαίες μονές της Τραπεζούντας.
Κοντά στο σπήλαιο-εκκλησία όπου τοποθετήθηκε η εικόνα, στα 1860 κτίστηκε ένας πανοραμικός τετραώροφος ξενώνας με εβδομήντα δύο δωμάτια, βιβλιοθήκες και άλλους λειτουργικούς χώρους για τους προσκυνητές. το σοβαρό πρόβλημα της ύδρευσης του μοναστηριού λύθηκε, κατά την παράδοση, με θαυματουργό τρόπο, με το αγιασματικό νερό που αναβλύζει μέσα από ένα γρανιτώδη βράχο. οι θεραπευτικές ιδιότητες του έκαναν πασίγνωστο το μοναστήρι όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους μουσουλμάνους που ακόμη συνεχίζουν να ζητούν τη χάρη της Παναγίας.
Η μονή υπέφερε κατά καιρούς από τις επιδρομές των αλλόπιστων και κλεφτών. Αρκετά περιστατικά συνδέονται με θαυματουργές επεμβάσεις της Παναγίας για τη σωτηρία του μοναστηριού. Τη μονή προίκισαν με μεγάλη περιουσία και πολλά προνόμια, κτήματα, αναθήματα και κειμήλια οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου και της Τραπεζούντας. Πολλά από τα προνόμια που χορήγησαν οι Κομνηνοί επικυρώθηκαν και επεκτάθηκαν επί Τουρκοκρατίας με σουλτανικά φιρμάνια και πατριαρχικά σιγίλια. Αυτή η εύνοια που έδειξαν οι αυτοκράτορες δεν είναι απόρροια μόνο θρησκευτικότητας, αλλά και προσωπικής αντίληψης της θείας επέμβασης, όπως η διάσωση του Αλέξιου του Γ ‘ από φοβερό ναυάγιο. Αλλά και οι σουλτάνοι είχαν προσωπικές εμπειρίες των θαυμάτων που επιτελούσε η Παναγία Σουμελά. Αναφέρεται η περίπτωση του σουλτάνου Σαλίμ Α’ που θεραπεύτηκε από σοβαρή ασθένεια με τη βοήθεια του αγιάσματος της μονής.
Πολύτιμα έγγραφα και πολλά αρχαία χειρόγραφα φυλάγονταν στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού μέχρι το 1922, όταν οι Τούρκο αφού λήστεψαν όλα τα πολύτιμα αντικείμενα κατέστρεψαν ολοσχερώς το μοναστήρι, διαπράττοντας το μεγάλο έγκλημα της πολιτιστικής γενοκτονίας. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τα 52 ελληνικά χειρόγραφα του εθνογραφικού μουσείου της Άγκυρας που μελέτησαν οι Α. Ντάισμαν και Ν. Βέης, τα 34 προέρχονταν από τη μονή της Παναγίας Σουμελά.

Άγιος Ιωάννης Βαζελώνος


Το παλαιότερο μοναστήρι του Πόντου είναι ο Άγιος Ιωάννης Βαζελώνος, σαράντα χιλιόμετρα από την Τραπεζούντα που κτίστηκε στην περιοχή Ζαβουλών ή Βαζελών στα 270 μ.Χ. κατά την παράδοση. Απέκτησε ξεχωριστή φήμη την περίοδο της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Στα αρχεία της μονής βρέθηκαν κώδικες με αντίγραφα των χρυσόβουλων που δώρισαν οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας, δωρητήρια πιστών, πωλητήρια και δικαστικές αποφάσεις. Μεγάλο μέρος του αρχειακού υλικού βρίσκεται στην Πετρούπολη, κλεμμένο από τον Ρώσο αρχαιολόγο Ουσπένσκι. Πολλά στοιχεία σχετικά με το περιεχόμενο των κωδίκων της μονής μας διασώζουν τα τελευταία χρόνια εξειδικευμένοι ερευνητές μέσα από διάφορα αρχεία ευρωπαϊκών χωρών.

Άγιος Γεώργιος Περιστερεώτας


Σε απόσταση τριάντα χιλιομέτρων από την Τραπεζούντα στην περιοχή της Γαλλίαινας, ιδρύθηκε στα 752 το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, που κατά την παράδοση οφείλει το όνομά του στα τρία θεόσταλτα περιστέρια που οδήγησαν τους τρεις ασκητές από τα Σούρμενα για να κτίσουν το παρεκκλήσι του. Οι ασκητές έκτισαν τα πρώτα καταλύματά τους στον τεράστιο βράχο, με ύψος είκοσι πέντε μέτρων από τη δυτική πλευρά και οκτακοσίων από την ανατολική.
Στους δώδεκα αιώνες της ζωής του, το μοναστήρι προσέφερε υπηρεσίες στην Εκκλησία αλλά και στο γένος. Ήταν πάντα στη διάθεση των προσκυνητών. Το ταμείο του συντηρούσε φτωχές ελληνικές οικογένειες, χήρες, ορφανά, αλλά και σχολεία και μισθοδοτούσε τους εκπαιδευτικούς. Αγαπήθηκε πολύ από τους χριστιανούς αλλά και από τους μουσουλμάνους της γύρο περιοχής με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Βαγιαζήτ τον Β’, ο οποίος χάρισε μεγάλα χρηματικά ποσά για την κατασκευή νέων ξενώνων.
Η μονή διέθετε πολύ αξιόλογη βιβλιοθήκη με ανεκτίμητης αξίας χειρόγραφα, βιβλία από μεμβράνη, πάπυρο και χαρτί, καθώς και επίσης και πολλά άλλα κειμήλια που μαρτυρούν τη δόξα που γνώρισε το μοναστήρι.

Καταφύγια


Γενικότερα όλα τα μοναστήρια δέχτηκαν προνόμια από τους Οθωμανούς σουλτάνους, κυρίως για οικονομικούς και πολιτικούς λόγους, για να αποφύγουν την απογύμνωση της χώρας από τον πληθυσμό που θα αναζητούσε καταφύγιο μακριά από τους Οθωμανούς κατακτητές. Σημαντικό ρόλο για την παραχώρηση προνομίων έπαιξε η διαθήκη του Μωάμεθ που αποκαλύφθηκε στο όρος Σινά και που περιέχει την εντολή να τιμώνται τα χριστιανικά μοναστήρια. Αλλά τα μοναστήρια εξασφάλιζαν στους καταδιωκόμενους χριστιανούς τη ζωή τους υπό την προστασία της Υψηλής Πύλης, με τις εξαγορασμένες εκδουλεύσεις περισσότερο.
Σήμερα είναι ιστορικά τεκμηριωμένο ότι στο μικρασιατικό χώρο ένας από τους αποφασιστικότερους παράγοντες που συνέβαλε στην επιβίωση του Ελληνισμού είναι ο μοναχισμός. Πέρα από τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, οι μοναχοί βοηθούσαν και στήριζαν τους καταπιεσμένους αδελφούς τους, που είχαν καταφύγει στις βουνοκορφές και στον κρυπτοχριστιανισμό, ιδιαίτερα μετά την άλωση της Τραπεζούντας. Ήταν χρέος τους η δωροδοκία των Τούρκων υπαλλήλων, η ιεραποστολή στις χριστιανικές κοινότητες των ορεινών περιοχών, η τέλεση όλων των χριστιανικών μυστηρίων στα ελληνικά και κρυπτοχριστιανικά χωριά, η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και η διατήρηση της πολιτιστικής και εθνικής κληρονομιάς, η εξασφάλιση οικονομικής βοήθειας από τους ομόδοξους αδελφούς της Ρωσίας και της Μολδαβίας. Η σημασία των μοναστηριών ως καταφύγιο των χριστιανών ήταν ιδιαίτερα μεγάλη σε περιόδους πολέμου.
Οι εκδιωχθέντες  Πόντιοι της Μικράς Ασίας του 1923, αφού εγκαταστάθηκαν στις νέες τους πατρίδες, μέσα σε τριάντα χρόνια, άρχισαν να επανιδρύουν τα μοναστήρια τους που είχαν αφήσει στον Πόντο. Έτσι σήμερα υπάρχουν στην Μακεδονία τα προσκυνήματα παναγία Σουμελά, Άγιος Ιωάννης Βαζελώνος, Θεόδωρος Γαβράς, Άγιος Γεώργιος Περιστερεώτας και Παναγία Γουμερά, βάλσαμο στην αθεράπευτη νοσταλγία των ξεριζωμένων Ελλήνων, μια και λειτουργούν ως αερογέφυρα με τις αλησμόνητες πατρίδες.

Του Κώστα Φωτιάδη
Από το τεύχος «7 Ημέρες της Καθημερινής » 29/9/1996
Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC 

http://noctoc-noctoc.blogspot.gr/2012/05/blog-post_12.html