«Οἱ πατέρες μή ἐρεθίζετε τά τέκνα ὑμῶν ἵνα μή ἀθυμῶσιν»[1], λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σχετικά μέ τήν ἀγωγή τῶν παιδιῶν. Οἱ πατέρες νά μήν ἐξερεθίζετε καί ἐξοργίζετε τά παιδιά σας γιά νά μήν περιπίπτουν σέ ἀσεβείᾳ καί χάνουν τό θάρρος τους καί ἀπελπίζονται. Καί πάλι λέγει σχετικά μέ τήν ἀγωγή στίς Παροιμίες: «ὅς φείδεται τῆς βακτηρίας, μισεῖ τόν υἱόν αὐτοῦ, ὁ δέ ἀγαπῶν ἐπιμελῶς παιδεύει»[2]. Ὁ πατέρας ὁ ὁποῖος λυπεῖται καί δέν τιμωρεῖ μέ τήν παιδαγωγική ράβδο τόν υἱόν του, εἶναι τό ἴδιο σάν νά τόν μισεῖ. Ἐκεῖνος ὅμως πού ἀγαπᾶ μέ ἀληθινή ἀγάπη τό παιδί του, τό διαπαιδαγωγεῖ καί τό ἀνατρέφει μέ πολύ ἐπιμέλεια, μέ στοργή ἀλλά καί μέ αὐστηρότητα.
 
«Μή ἀπόσχῃ νήπιον παιδεύειν, ὅτι ἐάν πατάξῃς αὐτόν ῥάβδῳ, οὐ μή ἀποθάνῃ. σύ μέν γάρ πατάξεις αὐτόν ῥάβδῳ, τήν δέ ψυχήν αὐτοῦ ἐκ θανάτου ῥύσῃ»[3]. Μήν ἀποφεύγεις καί μήν διστάζεις νά διαπαιδαγωγεῖς τό ἀνήλικο παιδί σου, διότι κι ἄν ἀκόμα βρεθεῖς στήν ἀνάγκη νά τό χτυπήσεις μέ τήν ράβδο, δέν πρόκειται νά πεθάνει∙ διότι ἐσύ μέν θά χτυπήσεις τό σῶμα του μέ τήν ράβδο, θά σώσεις ὅμως τήν ψυχή του ἀπό τόν θάνατο.
 
«Τέκνα σοί ἐστιν; Παίδευσον αὐτά καί κάμψον ἐκ νεότητος τόν τράχηλον αὐτῶν»[4], λέει καί στή Σοφία Σειράχ. Ἐάν ἔχεις παιδιά, διαπαιδαγώγησέ τα καί μόρφωσέ τα καί μάθετέ τα νά κύπτουν τόν τράχηλό τους στόν ζυγό τῶν θείων ἐντολῶν. Αὐτό εἶναι τό Α καί τό Ω τῆς ἀγωγῆς, τό νά μάθει τό παιδί καί ὁ νέος νά ὑπακούει στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
 
«Ὁ ἀγαπῶν τόν υἱόν αὐτοῦ ἐνδελεχήσει μάστιγας αὐτῷ»[5]. Ἐκεῖνος δηλαδή πού ἀγαπᾶ τό παιδί του, λέει πάλι στήν Σοφία Σειράχ, θά τό τιμωρεῖ συχνά, «ἵνα εὐφρανθῇ ἐπ᾿ ἐσχάτῳ αὐτοῦ»[6], γιά νά τό μορφώσει, ὥστε νά εὐφρανθεῖ ἐκεῖνο κατά τά γηρατειά του. Ὅποιες ἀρετές ἀποκτήσει κανείς στά νιάτα του, αὐτές θά τίς ἔχει καί στά γεράματά του καί θά εὐφραίνεται.
 
Πάλι λέγει στήν Σοφία Σειράχ: «περιψύχων υἱόν καταδεσμεύσει τραύματα αὐτοῦ»[7]. Ἐκεῖνος πού παραχαϊδεύει καί δέν παιδαγωγεῖ ὀρθῶς τό παιδί του, θά τό ἐνθαρρύνει σέ παρεκτροπές καί ἔπειτα θά ἐπιδέσει τίς πληγές του.

 
«Ἵππος ἀδάμαστος ἀποβαίνει σκληρός, καί υἱός ἀνειμένος ἐκβαίνει προαλής. καί ἐπί πάσῃ βοῇ ταραχθήσεται σπλάγχνα αὐτοῦ»[8], λέγει πάλι στήν Σοφία Σειράχ. Ἐκεῖνος πού παραχαϊδεύει καί δέν παιδαγωγεῖ ὀρθῶς τό παιδί του, θά τό ἐνθαρρύνει σέ παρεκτροπές, καί ἔπειτα θά ἐπιδέσει τίς πληγές του «καί ἐπί πάσῃ βοῇ ταραχθήσεται», καί σέ κάθε κραυγή τοῦ πονόντος παιδιοῦ του, «ταραχθήσεται σπλάγχνα αὐτοῦ». Θά ταράζεται ἡ πατρική του καρδιά. «Ἵππος ἀδάμαστος ἀποβαίνει σκληρός». Ὅπως ἕνας ἀδάμαστος ἵππος γίνεται σκληροτράχηλος καί ἐπικίνδυνος, ἔτσι κι ἕνα παιδί «καί υἱός ἀνειμένος ἐκβαίνει προαλής», ἔτσι καί ἕνα παιδί ἐγκαταλελειμμένο στόν ἑαυτό του καταντᾶ ἀναιδές καί ἐπιβλαβές.
 
Λέγει πάλι στήν Σοφία Σειράχ: «τιθήνησον τέκνον, καί ἐκθαμβήσει σε»[9]. Χάιδεψε πολύ τό παιδί σου καί θά καταπλαγεῖς ἀπό τήν ἀπρεπῆ συμπεριφορά του. «Σύμπαιξον αὐτῷ, καί λυπήσει σε»[10]. Ἄν παιδιαρίζεις μαζί μέ αὐτό, θά δοκιμάσεις κατόπιν πολλές λύπες.
 
«Μή συγγελάσῃς αὐτῷ, ἵνα μή συνοδυνηθῇς, καί ἐπ᾿ ἐσχάτῳ γομφιάσεις τούς όδόντας σου»[11]. Μήν πολύ γελᾶς μαζί μέ αὐτό, γιά νά μήν δοκιμάσεις ἐξαιτίας του τούς πόνους καί στό τέλος μουδιάσουν τά δόντια σου ἐξαιτίας του. Μήν δίνεις στό παιδί σου ἐλευθερία καί δικαιώματα κατά τά χρόνια τῆς νεότητός του καί μήν κάνεις πώς δέν βλέπεις τίς ἀταξίες του.
 
«Μή δῷς αὐτῷ ἐξουσία ἐν νεότητι· θλάσόν τάς πλευρἀς αὐτοῦ, ὡς ἔστι νήπιος, μήποτε σκληρυνθείς ἀπειθήσῃ σοι καί μή παρίδῃς τάς ἀγνοίας αὐτοῦ. κάμψον τόν τράχηλον αὐτοῦ ἐν νεότητι»[12]. Μή δίνεις ἐξουσία στό παιδί σου ἐλευθερία καί δικαιώματα κατά τά χρόνια τῆς νεότητάς του καί μήν κάνεις πώς δέν βλέπεις τίς ἀταξίες σου. Κάμψε τόν τράχηλό του κατά τήν νεανική του ἡλικία, μωλώπισέ τον, μωλώπισέ του τά πλευρά ὅταν ἀκόμα εἶναι μικρός, μήπως τυχόν καί σκληρυνθεῖ ἀδιαπαιδαγώγητος καί δείξει σέ σένα ἀνυπακοή.
 
Πότε ὅμως ἀρχίζει ἡ ἀγωγή τῶν παιδιῶν; Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὅπως καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ὅτι ἡ ἀνατροφή τοῦ παιδιοῦ, «ἡ ἀγωγή τῶν παιδιῶν ἀρχίζει ἀπό τήν ὥρα τῆς συλλήψεως. Τό ἔμβρυο ἀκούει κι αἰσθάνεται μέσα στήν κοιλία τῆς μητρός του. Ἀκούει καί βλέπει μέ τά μάτια τῆς μητέρας», ἔλεγε ὁ Ὅσιος Πορφύριος. «Ἀντιλαμβάνεται τίς κινήσεις καί τά συναισθήματά της, παρόλο πού ὁ νοῦς του δέν ἔχει ἀναπτυχθεῖ, ἀλλά ὁπωσδήποτε λειτουργεῖ ἡ καρδιά. Σκοτεινιάζει τό πρόσωπο τῆς μάνας, σκοτεινιάζει καί αὐτό. Νευριάζει ἡ μάνα, νευριάζει κι αὐτό. Ὅ,τι αἰσθάνεται ἡ μητέρα, λύπη, πόνο, φόβο, ἄγχος κ.λπ., τά ζεῖ κι αὐτό. Ἄν ἡ μάνα δέν τό θέλει τό ἔμβρυο, ἄν δέν τό ἀγαπάει, αὐτό τό αἰσθάνεται καί δημιουργοῦνται τραύματα στήν ψυχούλα του πού τό συνοδεύουν σέ ὅλη του τή ζωή. Τό ἀντίθετο συμβαίνει μέ τά ἅγια συναισθήματα τῆς μάνας. Ὅταν ἔχει χαρά, εἰρήνη, ἀγάπη στό ἔμβρυο, τά μεταδίδει σ’ αὐτό μυστικά, ὅπως συμβαίνει μέ τά γεννημένα παιδιά.
 
Γι’ αὐτό πρέπει ἡ μητέρα νά προσεύχεται πολύ», λέει ὁ Ὅσιος, «κατά τήν περίοδο τῆς κυήσεως καί ν’ ἀγαπάει τό ἔμβρυο, νά χαϊδεύει τήν κοιλιά της, νά διαβάζει ψαλμούς, νά ψάλλει τροπάρια, νά ζεῖ ζωή ἁγία. Αὐτό εἶναι καί δική της ὠφέλεια. Ἀλλά κάνει θυσίες καί γιά χάρη τοῦ ἐμβρύου, γιά νά γίνει καί τό παιδί πιό ἅγιο, ν’ ἀποκτήσει ἀπ’ τήν ἀρχή ἅγιες καταβολές. Εἴδατε πόσο λεπτό πράγμα εἶναι γιά τήν γυναίκα νά κυοφορεῖ παιδί; Πόση εὐθύνη καί πόση τιμή!
 
Θά σᾶς πῶ κάτι σχετικό», ἔλεγε ὁ Ὅσιος Πορφύριος, «καί γι’ ἄλλα ἔμψυχα καί μή λογικά ὄντα καί θά τό καταλάβετε λίγο. Στήν Ἀμερική ἐφαρμόζουν πειραματικά τά ἑξῆς: Σέ δύο ἴδιες αἴθουσες, μέ ἴδιες θερμοκρασίες, ἴδιο πότισμα καί ἴδιο χῶμα, φυτεύουν λουλούδια. Ὑπάρχει, ὅμως, μιά διαφορά. Στήν μιά αἴθουσα, βάζουν ἁπαλή κι εὐχάριστη μουσική. Τό ἀποτέλεσμα; Τί νά σᾶς πῶ! Τά λουλούδια αὐτῆς τῆς αἴθουσας παρουσιάζουν τεράστια διαφορά σέ σχέση μέ τ’ ἄλλα. Ἔχουν ἄλλη ζωηράδα, τό χρῶμα τους εἶναι πιό ὡραῖο κι ἡ ἀνάπτυξή τους εἶναι ἀσύγκριτα μεγαλύτερη»[13].
 
«Ἡ ἀνατροφή τῶν παιδιῶν», ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «ἡ ἀνατροφή τοῦ παιδιοῦ ἀρχίζει ἀπό τήν ἐγκυμοσύνη. Ἄν ἡ μητέρα πού κυοφορεῖ συγχύζεται καί στεναχωριέται, τό ἔμβρυο μέσα στήν κοιλία της ταράζεται. Ἐνῶ ὅταν ἡ μάνα προσεύχεται καί ζεῖ πνευματικά, τό παιδάκι στήν κοιλία τῆς μάνας ἁγιάζεται. Γι’ αὐτό καί ἡ γυναίκα πού εἶναι ἔγκυος πρέπει νά λέει τήν εὐχή, νά μελετάει λίγο ἀπό τό Εὐαγγέλιο, νά ψάλλει, νά μήν ἔχει ἄγχος. Ἀλλά καί οἱ ἄλλοι νά προσέχουν νά μήν τήν στεναχωροῦν. Τότε τό παιδί πού θά γεννηθεῖ θά εἶναι ἁγιασμένο, καί οἱ γονεῖς δέν θά ἔχουν πρόβλημα μαζί του. Οὔτε ὅταν εἶναι μικρό, ἀλλά καί οὔτε ὅταν μεγαλώσει. Ὁ θηλασμός καί ἡ ἀγκαλιά τῆς μάνας ἀποτελοῦν προϋποθέσεις φυσιολογικῆς ἀναπτύξεως τῶν παιδιῶν. Ἄν οἱ γονεῖς κατά τό διάστημα πού τό παιδάκι εἶναι ἀκόμα στήν κοιλία τῆς μητρός του προσεύχονται, ζοῦν πνευματικά», λέει ὁ Ὅσιος Παΐσιος, «τό παιδάκι θά γεννηθεῖ ἁγιασμένο καί στή συνέχεια, ἄν τό βοηθήσουν πνευματικά, θά γίνει ἁγιασμένος ἄνθρωπος καί θά βοηθάει τήν κοινωνία»[14].
 
«Ἐκεῖνο πού σώζει καί φτιάχνει καλά παιδιά εἶναι ἡ ζωή τῶν γονέων μέσα στό σπίτι», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Οἱ γονεῖς πρέπει νά δοθοῦνε στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νά γίνουνε ἅγιοι κοντά στά παιδιά μέ τήν πραότητά τους, τήν ὑπομονή τους, τήν ἀγάπη τους. Νά βάζουνε κάθε μέρα μιά νέα σειρά, νέα διάθεση, νέο ἐνθουσιασμό κι ἀγάπη στά παιδιά. Καί ἡ χαρά πού θά τούς ἔλθει, ἡ ἁγιοσύνη πού θά τούς ἔχει ἐπισκεφθεῖ, θά ἐξακοντίσει στά παιδιά τήν χάρη. Γιά τήν κακή συμπεριφορά τῶν παιδιῶν φταῖνε γενικά οἱ γονεῖς. Δέν τά σώζουν οὔτε οἱ συμβουλές οὔτε ἡ πειθαρχεία οὔτε ἡ αὐστηρότητα. Ἄν δέν ἁγιάζονται οἱ γονεῖς, ἄν δέν ἀγωνίζονται, κάνουν μεγάλα λάθη καί μεταδίδουν τό κακό πού ἔχουν μέσα τους. Ἄν οἱ γονεῖς δέν ζοῦν ζωή ἁγία, ἄν δέν μιλοῦν μέ ἀγάπη, ὁ διάβολος ταλαιπωρεῖ τούς γονεῖς μέ τίς ἀντιδράσεις τῶν παιδιῶν. Ἡ ἀγάπη, ἡ ὁμοψυχία, ἡ καλή συνεννόηση τῶν γονέων, εἶναι ὅ,τι πρέπει γιά τά παιδιά. Μεγάλη ἀσφάλεια καί σιγουριά»[15]. Βλέπουμε πώς ὁ Ὅσιος λέει αὐτή τήν μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι ἄν οἱ γονεῖς δέν ζοῦν σωστά, παραχωρεῖ ὁ Θεός νά ταλαιπωροῦνται μέσῳ τῶν παιδιῶν τους.
 
«Τά φερσίματα τῶν παιδιῶν ἔχουν ἄμεση σχέση μέ τήν κατάσταση τῶν γονέων. Ὅταν τά παιδιά πληγώνονται ἀπ’ τήν κακή μεταξύ τῶν γονέων τους συμπεριφορά, χάνουν δυνάμεις καί διάθεση νά προχωρήσουν στήν πρόοδο. Κακοκτίζονται καί τό οἰκοδόμημα τῆς ψυχῆς τους κινδυνεύει ἀπό στιγμή σέ στιγμή νά γκρεμισθεῖ.
 
Νά σᾶς πῶ καί δύο παραδείγματα. Εἶχαν ἔλθει δύο κοπελίτσες σ’ ἐμένανε. Ἡ μιά εἶχε κάτι πολύ ἄσχημα βιώματα καί μέ ρωτοῦσαν ποῦ ὀφείλονται. Καί τούς εἶπα: – Εἶναι ἀπ’ τό σπίτι, ἀπ’ τούς γονεῖς σας. Κι ὅπως τήν «ἔβλεπα» τήν μία, λέω: – Ἐσύ ἀπ’ τήν μητέρα σου τά ἔχεις κληρονομήσει αὐτά. – Κι ὅμως, λέει, οἱ γονεῖς μας εἶναι τόσο τέλειοι ἄνθρωποι. Εἶναι χριστιανοί, ἐξομολογοῦνται, μεταλαμβάνουν, πού μπορεῖ νά πεῖ κανείς, ζήσαμε μέσα στή θρησκεία. Ἐκτός… ἄν φταίει ἡ θρησκεία, ἀπαντάει ἐκείνη.
 
Τούς λεω: – Τίποτα δέν πιστεύω ἀπ’ αὐτά πού μοῦ λέτε. Ἐγώ ἕνα μόνο βλέπω, οἱ γονεῖς σας δέν τήν ζοῦν τή χαρά τοῦ Χριστοῦ. Πάνω σ’ αὐτό ἡ ἄλλη εἶπε: – Ἄκουσε, Μαρία, καλά λέει ὁ παππούλης, ἔχει δίκιο. Οἱ γονεῖς μας πᾶνε στόν πνευματικό, στήν Ἐξομολόγηση, στήν Θεία Μετάληψη, ναί… Ἀλλά εἴχαμε ποτέ εἰρήνη στό σπίτι; Ὁ πατέρας συνεχῶς γκρίνιαζε μέ τήν μητέρα μας. Διαρκῶς πότε ὁ ἕνας δέν ἔτρωγε, πότε ὁ ἄλλος δέν ἤθελε νά πᾶνε κάπου μαζί. Ἔχει δίκιο, λοιπόν, ὁ παππούλης. – Πῶς τόν λένε τόν πατέρα σου; τήν ρωτάω. Μοῦ εἶπε. – Πῶς τήν λένε τήν μητέρα σου; Μοῦ εἶπε. – Ἔ, λέω, μέ τήν μητέρα σου δέν τά ἔχεις καθόλου καλά μέσα σου. Ἀκοῦστε με τώρα», λέει ὁ Ἅγιος ἑρμηνεύοντας τό χάρισμά του. «Τή στιγμή πού μοῦ ἔλεγαν τό ὄνομα, ἔβλεπα τόν πατέρα, ἔβλεπα τήν ψυχή του. Τή στιγμή πού μοῦ ἔλεγαν τήν μητέρα, ἔβλεπα πῶς κοίταζε ἡ κόρη τήν μητέρα της.
 
Κάποια ἄλλη μέρα, ἦλθε μιά μητέρα μέ τήν μιά της κόρη καί μ’ ἐπισκέφθηκαν. Ἦταν στενοχωρημένη, ἔκλεγε μέ λυγμούς. Ἔνιωθε πολύ δυστυχισμένη. – Τί ἔχεις; τήν ρωτάω. – Εἶμαι ἀπελπισμένη μέ τήν μεγάλη μου κόρη, ἡ ὁποία ἔδιωξε τόν ἄντρα της ἀπ’ τό σπίτι καί μᾶς παραπλανοῦσε λέγοντας ψέματα. – Τί ψέματα; τῆς λέω. – Ἔδιωξε πρό πολλοῦ τόν ἄνδρα της ἀπ’ τό σπίτι καί δέν μᾶς εἶπε τίποτα. Τήν ἐρωτούσαμε ἀπό τηλεφώνου, «Τί κάνει ὁ Στέλιος;». «Καλά, μᾶς ἀπαντοῦσε, αὐτή τήν στιγμή πῆγε νά πάρει ἐφημερίδα». Κάθε φορά ἔβρισκε κάποια πρόφαση, ὥστε νά μήν ὑποψιασθοῦμε τίποτα. Αὐτό κράτησε δύο χρόνια. Μᾶς τό ἔκρυβε, πού τόν εἶχε διώξει. Πρό ἡμερῶν τό μάθαμε ἀπ’ τόν ἴδιο, πού τυχαῖα τόν συναντήσαμε. Τῆς λέω, λοιπόν», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, σέ αὐτή τήν μητέρα: «- Ἐσύ φταίεις. Ἐσύ κι ὁ ἄνδρας σου. Καί πιό πολύ ἐσύ. – Ἐγώ; Πού ἀγαποῦσα τόσο τά παιδιά μου, πού δέν ἔβγαινα ἀπ’ τήν κουζίνα, πού δέν εἶχα προσωπική ζωή, πού τά ὁδηγοῦσα στόν Θεό καί στήν Ἐκκλησία, πού τά συμβούλευα στό καλό! Ποῦ φταίω; Πῶς φταίω ἐγώ;.. Ἀπευθύνθηκα στήν ἄλλη κόρη, πού ἦταν παροῦσα: – Ἐσύ τί λές; – Ναί, μαμά, ἔχει δίκιο ὁ παππούλης. Ποτέ μά ποτέ δέν φάγαμε γλυκό ψωμί ἀπ’ τά μαλώματα πού κάνατε μιά ζωή μέ τόν μπαμπά. – Βλέπεις πώς ἔχω δίκιο; Ἐσεῖς φταῖτε, ἐσεῖς τά τραυματίζετε τά παιδιά. Δέν φταῖνε ἐκεῖνα, ὑφίστανται ὅμως τίς συνέπειες.
 
Δημιουργεῖται μιά κατάσταση στήν ψυχή τῶν παιδιῶν ἐξαιτίας τῶν γονέων τους, πού ἀφήνει ἴχνη μέσα τους γιά ὅλη τους τή ζωή. Ἡ συμπεριφορά τους στή συνέχεια τῆς ζωῆς τους, ἡ σχέση μέ τούς ἄλλους ἔχουν ἄμεση ἐξάρτηση ἀπό τά βιώματα πού φέρουν ἀπ’ τά παιδικά τους χρόνια. Μεγαλώνουν, μορφώνονται, ἀλλά κατά βάθος δέν ἀλλάζουν, δέν διορθώνονται. Αὐτό φαίνεται καί στίς πιό μικρές ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς. Γιά παράδειγμα, σοῦ συμβαίνει μιά λαιμαργία, νά θέλεις νά τρώεις. Πῆρες, ἔφαγες, βλέπεις κάτι ἄλλο, τό θέλεις καί ἐκεῖνο, τό θέλεις καί τ’ ἄλλο. Αἰσθάνεσαι ὅτι πεινάεις, ὅτι ἅμα δέν φάεις, σέ πιάνει μιά λιγούρα, μιά τρεμούλα. Φοβᾶσαι ὅτι θ’ ἀδυνατίσεις. Εἶναι κάτι ψυχολογικό, πού ἔχει ἐξήγηση. Μπορεῖ, ἄς ποῦμε, νά μήν ἐγνώρισες πατέρα, νά μήν ἐγνώρισες μητέρα, νά εἶσαι ὑστερημένος καί πεινασμένος, φτωχός κι ἀδύνατος. Κι αὐτό ἀπό πνευματικό γεγονός ἐκδηλώνεται ἀντανακλαστικῶς ὡς ἀδυναμία τοῦ σώματος»[16].
 
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
 
 
 
 
[1] Κολ. 3, 21.
 
 
[2] Παρ. 13, 24.
 
 
[3] Παρ. 23, 13-14.
 
 
[4] Σοφ.Σειρ. 7, 23.
 
 
[5] Σοφ.Σειρ. 30, 1.
 
 
[6] Ὅ.π.
 
 
[7] Σοφ.Σειρ. 30, 7.
 
 
[8] Σοφ.Σειρ. 30, 7-8.
 
 
[9] Σοφ.Σειρ. 30, 9.
 
 
[10] Ὅ.π.
 
 
[11] Σοφ.Σειρ. 30, 10.
 
 
[12] Σοφ.Σειρ. 30, 11-12.
 
 
[13] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
 
 
[14] Οἰκογενειακή ζωή, Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Δ’, Ἱερό Ἡσυχαστήριο Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, 2002.
 
 
[15] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
 
 
[16] Ὅ.π.