̎Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:Πῶς γινόμαστε ἀληθινά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ̎
Λέγαμε γιά τά Μυστήρια πού ἔχουν ἔτσι λίγο ἐκκοσμικευθεῖ. Στά χωριά εἶναι καλύτερα, γιατί ὅπως βλέπω ἐδῶ ὅλοι συμμετέχετε στό μυστήριο ἐπί τῶν κεκοιμημένων, ἔτσι λέγεται ἡ κηδεία, ἡ ὁποία εἶναι καί αὐτή μυστήριο. Αὐτή ἡ ἄποψη ὅτι τά μυστήρια εἶναι μόνο ἑφτά ἦρθε ἀπό τήν Δύση. Τά μυστήρια εἶναι πάρα πολλά. Ἄπειρα εἶναι τά μυστήρια στήν Ἐκκλησία. Καθετί πού κάνουμε μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι μυστήριο, μέ τήν ἔννοια ὅτι προκαλεῖ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί φανερώνεται ὁ Θεός. Ὁ Ἁγιασμός, γιά παράδειγμα, εἶναι μυστήριο. Δέν εἶναι μόνο ὁ Γάμος, ἡ Βάφτιση, τό Χρίσμα, ἡ Ἐξομολόγηση. Εἶναι κι αὐτά βεβαίως, ἀλλά μυστήριο εἶναι καί ὁ Μοναχισμός. Ἕνα μυστήριο εἶναι κι αὐτό. Μυστήριο εἶναι καί ἡ κηδεία καί τά Μνημόσυνα πού κάνουμε. Ὅλα αὐτά εἶναι μυστήρια. Στά μυστήρια συμμετέχει ὅλη ἡ ἐνορία, ὅλη ἡ κοινότητα, γιατί ὅλοι εἴμαστε ἐν Χριστῶ ἀδελφοί.
Δέν νοεῖται μυστήριο ἰδιωτικό. Δυστυχῶς ὑπάρχει καί αὐτός ὁ ὅρος νά κάνουμε ἰδιωτική βάφτιση ἤ ἰδιωτική Θεία Λειτουργία.Ἡ Θεία Λειτουργία δέν μπορεῖ νά εἶναι ἰδιωτική, δηλαδή νά εἶναι μόνο γιά σένα καί νά ἀποκλείσεις τούς ἄλλους. Στήν Θεία Λειτουργία, πού εἶναι ἕνα γεγονός πού συγκεντρώνεται ὅλη ἡ κοινότητα, εἶναι καλεσμένοι ὅλοι. Πρέπει νά πᾶνε ὅλοι. Κακῶς δηλαδή ἔχουμε κάνει τό μυστήριο ἰδιωτική ὑπόθεση, μέ προσκλητήρια κ.λ.π. Εἶναι σημαντικό νά συμμετέχει ὅλη ἡ κοινότητα, ὅλη ἡ ἐνορία. Αὐτό εἶναι τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας. Τελικά ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας αὐτός εἶναι: νά μᾶς κάνει ὅλους νά νιώσουμε ἕνα, ὄχι μόνο συναισθηματικά, νά συμμετέχουμε στόν πόνο τοῦ ἄλλου ἤ στήν χαρά τοῦ ἄλλου, ἀλλά καί ὀντολογικά, νά γίνουμε ἕνα πνεῦμα. Δηλαδή τό Ἅγιο Πνεῦμα νά λειτουργεῖ μέσα στόν καθένα καί αὐτό νά λειτουργεῖ σάν ἕνας κρίκος πού θά ἑνώνει ὅλους. Κι ὅταν ἔχουμε τό ἴδιο πνεῦμα, τό ἕνα Πνεῦμα, τότε θά ἔχουμε καί τήν ἴδια θέληση. Θά θέλουμε ὅλοι τό ἴδιο πράγμα.
Ὁ σκοπός τῆς οἰκογένειας εἶναι πάλι ὁ ἴδιος, νά γίνουνε ὅλοι ἕνα πνεῦμα. Γιατί τσακώνονται οἱ ἄνθρωποι καί μέσα στίς οἰκογένειες; Γιατί ὑπάρχει μιά διαφορά στό θέλημα. Μπορεῖ νά τσακωθοῦν γιατί ἡ κουρτίνα εἶναι πέντε ἑκατοστά πιό κάτω καί ὄχι δέκα, γιά ἀσήματα πράγματα. Ἄλλο θέλει ὁ ἕνας καί ἄλλο θέλει ὁ ἄλλος. Ὅταν ὅμως ὅλοι ἔχουμε ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μας, δηλαδή τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἔχει πάντα ἕνα θέλημα, δέν ἔχει πολλά θελήματα. Ὁπότε ὅταν ὅλοι ἔχουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργό, ὅλοι ἔχουμε τό ἴδιο θέλημα. Δέν ὑπάρχει τσακωμός, δέν ὑπάρχει διένεξη, δέν ὑπάρχει διαφορά κι αὐτό εἶναι ὁ Παράδεισος. Σκεφτεῖτε μέσα σέ μιά οἰκογένεια ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα νά ἔχουν τό ἴδιο θέλημα καί πρίν πεῖ κάτι ὁ ἄνδρας νά τό κάνει ἡ γυναίκα, νά ἔχουν αὐτή τήν ψυχική ἕνωση, πού δέν εἶναι μόνο μιά ἕνωση στόν χαρακτήρα, λίγο νά ταιριάζουν, ἀλλά εἶναι ἕνωση στό θέλημα. Αὐτό πού κατεξοχήν χαρακτηρίζει τόν ἄνθρωπο καί μᾶς διαφοροποιεῖ καί ἀπό τά ζῶα εἶναι ἡ ἐλευθερία, ἡ θέληση, τό θέλημα. Τά ζῶα δέν ἔχουν θέλημα, ἔχουν μόνο ἔνστικτα. Λειτουργοῦν μέ τά ἔνστικτα, δέν ἔχουν ἐλευθερία, δέν ἔχουν αὐτεξούσιο. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει αὐτεξούσιο καί μπορεῖ νά πεῖ «θέλω αὐτό, δέν θέλω αὐτό». Ἀκόμα νά πεῖ καί στόν Θεό «δέν Σέ θέλω» καί ὁ Θεός τό σέβεται. Δέν μᾶς ἀναγκάζει νά μποῦμε στόν Παράδεισο. Ἀπό τήν στιγμή ὅμως πού ἐσύ θά θελήσεις, ὁ Θεός εἶναι δίπλα σου. Πάντα εἶναι δίπλα μας ἀλλά ὅταν δέν θέλουμε, δέν παρεμβαίνει νά μᾶς φέρει μέ τό ζόρι. Ὅταν ἐμεῖς θελήσουμε, δεχόμαστε τήν βοήθειά Του, ἐνῶ ὅταν δέν θέλουμε δέν παίρνουμε αὐτή τήν βοήθεια. Ἔχουμε χτίσει ἕνα μονωτικό, ἕναν τοῖχο καί δέν μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει.
Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν αὐτόν τόν σκοπό ἔχει νά πέσουν τά τείχη, τά μονωτικά, πρῶτα μέ τόν Θεό, νά ἀποκτήσουμε τό ἴδιο πνεῦμα μέ τόν Θεό, τό ἴδιο θέλημα καί ὅ,τι θέλει ὁ Θεός, νά θέλουμε κι ἐμεῖς. Αὐτό εἶναι πού λέμε νά ἔχουμε ὑπακοή. Ἡ ὑπακοή εἶναι στόν Θεό. Δέν εἶναι μόνο γιά τούς καλόγερους ἡ ὑπακοή, εἶναι γιά ὅλους καί εἶναι στόν Θεό. Ἀλλά ἐπειδή τόν Θεό δέν Τόν βλέπουμε, δέν ἔχουμε μάθει νά κόβουμε τό θέλημά μας στόν Θεό, ὁ Θεός ὅρισε νά ἔχουμε ἕναν πνευματικό πατέρα, ἕναν πνευματικό ὁδηγό καί νά κάνουμε ὑπακοή σ’ αὐτόν. Γιατί ὅμως; Ὄχι γιά νά κάνεις ὑπακοή σέ ἕναν ἄνθρωπο, δέν θέλει ὁ Θεός νά γινόμαστε δοῦλοι σέ κάποιον ἄνθρωπο, ἀλλά διά τοῦ πνευματικοῦ νά μαθαίνεις τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά κάνεις τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Νά κάνεις δηλαδή ὑπακοή στόν Θεό τελικά.
– Γιατί χρειάζεται ὁ πνευματικός;
Γιατί ὁ πνευματικός, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἔχει γνώση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ στήν κάθε περίσταση. Θά μᾶς πεῖ δηλαδή στό συγκεκριμένο πρόβλημα πού ἐμεῖς ἔχουμε ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτό, ὅτι αὐτό πρέπει νά κάνουμε. Οἱ ἄνθρωποι ζώντας ἀρκετά μακριά ἀπό τόν Θεό καί μέ πολλές ἁμαρτίες, ἔχουμε μία σύγχυση, ἕναν σκοτισμό στόν νοῦ μας καί χρειαζόμαστε ἕναν ὁδηγό νά μᾶς πάρει ἀπό τό χέρι, θά λέγαμε, πνευματικά καί νά μᾶς ὁδηγήσει στό φῶς. Γι’ αὐτό λοιπόν χρειάζεται ὁ πνευματικός νά μᾶς φανερώνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν λοιπόν, γιά παράδειγμα, μέσα στήν ἐνορία ὅλοι ἔχουν τόν πνευματικό τους ὁδηγό -καί πρέπει νά ἔχουν ὅλοι- καί εἶναι ὁ πνευματικός πού ἔχει ὁρίσει ὁ ἐπίσκοπος, ὅταν μέσα στήν οἰκογένεια ἔχουν, ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα καί τά παιδιά μετά ἀπό τήν ἡλικία τῶν πέντε-ἕξι χρονῶν, τόν ἴδιο πνευματικό -τό ἄριστο εἶναι νά ἔχουν τόν ἴδιο- τότε κάνοντας ὑπακοή στόν πνευματικό, οὐσιαστικά εἴπαμε στόν Θεό, γιατί ὁ πνευματικός λέει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀποκτοῦν τό ἴδιο θέλημα. Διά τοῦ πνευματικοῦ τους θέλουν ὅ,τι θέλει ὁ Θεός. Καί τότε τί γίνεται; Γίνονται ἕνα καί μεταξύ τους. Γιατί εἴπαμε αὐτό πού μᾶς χωρίζει εἶναι τό θέλημα. Ἄλλο θέλει ὁ ἄνδρας, ἄλλο ἡ γυναίκα, ἄλλο τό παιδί καί δέν βρίσκεις ἄκρη, γίνεται ἡ οἰκογένεια ἀλαλούμ. Τό ἴδιο καί μιά ἐνορία καί μιά πόλη καί ἕνα ἔθνος ὁλόκληρο.
Γιατί φτάνουμε νά ἔχουμε ἐμφυλίους πολέμους; Γιατί δέν ἔχουμε τό ἴδιο θέλημα. Γιατί ἔχουμε κόμματα; Στήν Ἐκκλησία δέν ἔχουμε κόμματα, γιατί πρέπει ὅλοι νά ἔχουμε τό ἴδιο πνεῦμα. Τά κόμματα εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας, στήν πολιτική ὑπάρχουν, πού ὁ ἕνας θέλει τό ἕνα, ὁ ἄλλος θέλει τό ἄλλο. Ὅταν ὅμως ζήσουμε σωστά ἐκκλησιαστικά, τότε καταργοῦνται τά κόμματα καί ὅλοι εἴμαστε στό «κόμμα» τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε ἕνα πνεῦμα. Ὅλοι λειτουργοῦμε ὄχι γιά νά δοξάσουμε τόν Ὑπουργό, τόν Πρωθυπουργό ἤ τόν ὁποιοδήποτε Βουλευτή ἤ καί τόν ἑαυτό μας, ὅπως γίνεται στήν πολιτική, ἀλλά γιά νά δοξάσουμε τόν Θεό. Αὐτό εἶναι τό μεγαλεῖο καί αὐτός εἶναι ὁ Παράδεισος στή γῆ. Ἀλλά γιά νά γίνει αὐτό, πρέπει νά θελήσουν ὅλοι. Καί ἐπειδή δέν θέλουν ὅλοι, εἶναι ἀναγκαία καί ἡ Ἀστυνομία, εἶναι ἀναγκαῖοι καί οἱ κοσμικοί ἄρχοντες, γιά νά ὑπάρχει μιά ἰσορροπία καί μιά τάξη. Ἐκεῖνον πού δέν θέλει νά εἶναι μέ τόν Θεό, πῶς θά τόν συμμαζέψεις νά μήν ἐνοχλεῖ τούς ἄλλους πού θέλουν; «Ἵνα ἤρεμον καί ἡσύχιον βίον διάγωμεν» (Α΄Τιμ. 2,2), πού λέμε καί στίς εὐχές; Ἐμεῖς εἴμαστε χριστιανοί καί θέλουμε νά πᾶμε στήν Ἐκκλησία μας. Γιά σκέφτεῖτε νά μήν ὑπῆρχε Ἀστυνομία ἤ κοσμικός ἄρχοντας! Θά ἐρχόταν ὁ ἀναρχικός, ὁ βάρβαρος, ὁ ἄγριος καί θά σοῦ ἔλεγε «ὄχι δέν θά πᾶς στήν Ἐκκλησία, δῶσε μου τά λεφτά σου, θά σέ σφάξω..». Θά γινόταν ἕνα χάος. Ὁπότε χρειάζεται κι αὐτή ἡ κοσμική ἀρχή.
Ἀλλά ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά ἀγκαλιάσει ὅλους τούς ἀνθρώπους καί νά τούς κάνει ἕνα. Αὐτό ἐκφράζει αὐτό πού γίνεται λ.χ. στήν κηδεία πού συμμετέχει ὅλο τό χωριό. Εἶναι τό πνεῦμα τῶν πρώτων χριστιανῶν. Δυστυχῶς τό ἔχουμε χάσει κάπως, ἀλλά διασώζεται σέ κάποια μυστήρια (γάμους, κηδεῖες) πού ἔρχονται ὅλοι. Στή Θεία Λειτουργία ὅμως δέν ἔρχονται. Αὐτό εἶναι λάθος. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι γεγονός τῆς κοινότητας καί θά ἔπρεπε νά ἔρχεται ὅλο τό χωριό κάθε Κυριακή καί κάθε μεγάλη γιορτή. Νά σᾶς πῶ τί λένε οἱ Ἀποστολικές Διαταγές, δηλαδή οἱ Κανόνες πού εἶχαν οἱ Ἀπόστολοι γιά τούς χριστιανούς, πού ἰσχύουν καί γιά μᾶς; Κάθε μέρα πρέπει ὁ χριστιανός νά εἶναι στήν Ἐκκλησία, τό πρωί καί τό ἀπόγευμα, δύο φορές τουλάχιστον. Τό πρωί πού κάνουμε τόν Ὄρθρο καί ἄν εἶναι μεγάλη γιορτή κάνουμε καί Θεία Λειτουργία καί τό ἀπόγευμα. Στά Μοναστήρια κάνουμε κάθε μέρα Θεία Λειτουργία καί αὐτό εἶναι τό ἄριστο, ἀλλά στίς ἐνορίες δέν εἶναι πάντα ἐφικτό αὐτό. Καί ὁ Μέγας Βασίλειος, πού τόσο πολύ ἀγαποῦσε τόν Θεό, δέν μποροῦσε νά κάνει Θεία Λειτουργία κάθε μέρα καί ἔκανε τέσσερις φορές τήν ἑβδομάδα. Αὐτό δέν εἶναι γιά τούς μοναχούς, εἶναι γιά ὅλους.
– Πῶς προέκυψαν οἱ μοναχοί;
Ἡ πρώτη Ἐκκλησία δέν εἶχε μοναχούς ὅπως τούς ξέρουμε σήμερα. Ὅλοι οἱ χριστιανοί ζοῦσαν μοναχικά, δηλαδή ἀποστολικά. Ἡ ζωή τῶν Ἀποστόλων ἦταν ἡ ζωή πού σήμερα κάνουν οἱ μοναχοί. Ἤ πιό σωστά, αὐτό πού κάνουν σήμερα οἱ μοναχοί εἶναι ἡ συνέχεια τῆς ζωῆς τῶν Ἀποστόλων καί τῶν πρώτων χριστιανῶν. Γι’ αὐτό καί ἡ πρώτη ὀνομασία τῆς μοναχικῆς ζωῆς ἦταν ἀποστολική ζωή, δηλαδή ἡ ζωή τῶν Ἀποστόλων, ἡ ζωή πού δίδαξε ὁ Χριστός στούς ἀνθρώπους. Ὁ Χριστός ἤθελε νά ζοῦμε ὅλοι οἱ χριστιανοί, ὅπως ζοῦσαν οἱ Ἀπόστολοι. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί γιά διακόσια περίπου χρόνια τό ζοῦσαν αὐτό.
– Πῶς ζοῦσαν οἱ Ἀπόστολοι;
Εἶχαν συνέχεια τόν Κύριο, ὡς Γέροντα θά λέγαμε, ἄκουγαν τό κήρυγμά Του, δέν εἶχαν ἰδιωτική περιουσία, πράγμα τό ὁποῖο συνέχισαν οἱ πρῶτοι χριστιανοί γιά διακόσια χρόνια. Εἶχαν κοινοκτημοσύνη, ὅπως γίνεται τώρα μόνο στά μοναστήρια. Ἐσεῖς στόν κόσμο ἔχετε ὁ καθένας τήν ἰδιωτική του περιουσία. Τότε, ὅποιος βαφτιζόταν χριστιανός, ἔδινε τήν περιουσία του στήν κοινότητα, στήν ἐνορία. Δέν εἶχαν ἰδιωτικές περιουσίες καί γι’ αὐτό δέν ὑπῆρχε κανένας φτωχός. Ὅ,τι περίσσευε σέ κάποιον τό ἔδινε στήν Ἐκκλησία καί ἡ Ἐκκλησία, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ διάδοχοί τους, τό ἔδιναν σ’ ἐκείνους πού εἶχαν ἀνάγκη. Κοιτᾶξτε τί σοφία! Δέν πήγαινε καθένας μόνος του νά δίνει τό περίσσευμά του καί τήν ἐλεημοσύνη του σέ ὅποιον ἔχει ἀνάγκη, ἀλλά τό ἔκαναν κρυφά. Ὅπως ἀκριβῶς λέει ὁ Χριστός. Ὁ Χριστός λέει: «ὅταν κάνεις ἐλεημοσύνη νά μήν ξέρει ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (Ματθ. 6,3). Οὔτε ἐσύ ὁ ἴδιος καλά-καλά νά μήν τό ξέρεις! Σήμερα ὅμως τί κάνουμε; Γράφουμε τό ὄνομά μας σέ ταμπελάκι πού κρέμεται ἀπό τόν πολυέλαιο καί ἀλλοίμονο ἄν πέσει τό ταμπελάκι… Στίς Ἁγιογραφίες προσφορά τοῦ τάδε… Μαρμάρινες πλάκες ἔξω μέ τούς δωρητές… Κακό εἶναι; Εἶναι κακό, γιατί εἶναι ἀντίθετο μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός λέει, γιά νά πάρεις τόν μισθό τῆς ἐλεημοσύνης σου ἀπό Αὐτόν, πρέπει νά τό κάνεις κρυφά, ἀλλιῶς τόν παίρνεις ἀπό τούς ἀνθρώπους.
Νά σᾶς πῶ καί ἕνα ἀνέκδοτο πάνω σ’ αὐτό. Ἦταν ἕνας Πατριάρχης στήν Ἀλεξάνδρεια, τότε πού ἀκόμα εἴχαμε ζωντανή κοινότητα στήν Ἀλεξάνδρεια πρίν δηλαδή τό 1950 περίπου πού τούς ἔδιωξε ὁ Νάσερ. Αὐτός ἤθελε νά χτίσει ἕνα ἵδρυμα γιά τούς χριστιανούς ἐκεῖ τῆς Ἀλεξάνδρειας. Παρακάλεσε τούς χριστιανούς νά βοηθήσουν, γιατί ὁ ἄνθρωπος δέν εἶχε χρήματα. Ἐλάχιστα χρήματα μαζεύτηκαν. Ὁπότε σκέφτηκε τό ἑξῆς: ἔβγαλε μιά ἀνακοίνωση πού ἔλεγε ὅποιος δώσει χρήματα, τό ὄνομά του θά γραφεῖ σέ μιά μαρμάρινη πλάκα καί θά μπεῖ στήν πρόσοψη τοῦ κτιρίου καί φυσικά θά εἶναι κατά σειρά μεγέθους προσφορᾶς! Δηλαδή, ὅποιος δώσει περισσότερα, θά εἶναι πρῶτο τό ὄνομά του, μετά δεύτερο, τρίτο κ.λ.π. Λοιπόν, μάζεψε τόσα χρήματα πού ἔφταναν νά φτιάξει πέντε ἱδρύματα, ὄχι ἕνα! Ἔφτιαξε λοιπόν τό ἵδρυμα καί ὅλοι περίμεναν μέ ἀγωνία τήν ἡμέρα τῶν ἐγκαινίων, ἰδιαίτερα οἱ πλούσιοι πού εἶχαν δώσει πολλά. Εἶχε καί τήν μαρμάρινη πλάκα σκεπασμένη μέχρι νά γίνουν τά ἀποκαλυπτήρια νά δοῦν ἐπιτέλους ποιοί εἶναι οἱ δωρητές. Ὅταν ἀποκάλυψε τήν πλάκα ἀντί νά γράφει τά ὀνόματα, ἔγραφε ὅτι «τό κτίριο αὐτό ἔγινε μέ τήν κενοδοξία τῶν ἀνθρώπων πού πρόσφεραν γι’ αὐτό». Πάτησε δηλαδή πάνω στό πάθος. Βλέπετε, ὅταν ἔχουμε κενοδοξία καί θέλουμε νά φανοῦμε στόν κόσμο, δίνουμε. Γιατί σκεφτόμαστε ὅτι μετά θά δεῖ ὁ κόσμος τό ὄνομά μας. Τούς ἔδωσε ἕνα καλό μάθημα πόσο κενόδοξοι ἦταν. Ἐνῶ πρίν πού δέν θά φαινόταν τό ὄνομά τους δέν ἔδιναν τίποτα, οὔτε οἱ πλούσιοι. Μετά μέ τό κίνητρο νά φανεῖ τό ὄνομά τους ἔδωσαν πάρα πολλά.
Γενικότερα θά λέγαμε, ὅτι πολλές φορές ἔχουμε χάσει τόν σωστό χριστιανισμό καί ὑπηρετοῦμε τά πάθη μας. Θέλουμε μάλιστα καί ἡ Ἐκκλησία νά μᾶς ὑπηρετήσει αὐτά τά ἄρρωστα θελήματα. Ἔχω ὑπόψη μου περιστατικό πού κάποιος ἐπειδή ἔπεσε τό ταμπελάκι πού ἔγραφε τό ὄνομά του, ἔκανε ὁλόκληρη φασαρία στόν ἱερέα. Ἄκουσον, ἄκουσον! Φοβερό δέν εἶναι! Ἔχουμε χάσει τό ὀρθόδοξο πνεῦμα καί αὐτό εἶναι πολύ ἄσχημο. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά μυστήρια πού λέγαμε προηγουμένως καί ἀκοῦς γιά ἰδιωτικές Λειτουργίες, ἀκοῦς ὅτι τόν τάδε δέν θά τόν καλέσω στήν βάφτιση ἤ στόν γάμο. Γιατί; Γιατί ἔχει χαθεῖ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἔχουμε ἀπενεργοποιήσει τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο πήραμε ὅταν βαφτιστήκαμε καί εἶναι τό τρίτο στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπό τόν Θεό πῆρε σῶμα, ψυχή καί τήν πνοή αὐτή τοῦ Θεοῦ καί ἔγινε «εἰς ψυχήν ζῶσαν» (Γεν. 2,7), ἡ ὁποία αὐτή πνοή ἦταν τό Ἅγιο Πνεῦμα. Κάνοντας τήν παρακοή ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα ἔχασαν αὐτό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁπότε ἔμειναν πάλι σκέτοι, σῶμα καί ψυχή. Καί ἐπειδή ἔκαναν παρακοή στόν Θεό καί ὑπακοή στόν διάβολο, ὑποδουλώθηκαν στόν διάβολο. Γίναμε αἰχμάλωτοι στόν διάβολο καί κάθε ἄνθρωπος πού πέθαινε πήγαινε στόν Ἅδη καί οἱ πιό ἅγιοι ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαάκ, ὁ Ἰακώβ, οἱ Προφῆτες, ὅλοι, ἦταν στόν Ἅδη φυλακισμένοι. Ἔπρεπε νά γίνει ἡ ἐνανθρώπηση, ὁ Υἱός καί Λόγος νά πάρει τήν ἀνθρωπίνη φύση, νά γεννηθεῖ ὁ Χριστός μας, νά πάθει, νά Σταυρωθεῖ, νά σκίσει τό χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν μας, νά λυθοῦν τά δικαιώματα τοῦ διαβόλου, νά κατέβει στό βασίλειο τοῦ διαβόλου πού ἦταν ὁ Ἅδης καί νά σπάσει τίς πύλες. Ὅπως τό βλέπουμε στήν εἰκόνα τῆς Ἀνάστασης πού πατάει πάνω στίς δύο πόρτες τίς σπασμένες καί εἶναι δεξιά-ἀριστερά κλειδιά καί κλειδαριές. Αὐτό δηλώνει ὅτι πλέον νικήθηκε ὁ Ἅδης καί ὁ θάνατος καί αὐτοί πού ἦταν ἐκεῖ μέσα φυλακισμένοι, μαντρωμένοι πλέον μποροῦν νά φύγουν, γιατί ἔχουν σπάσει οἱ πόρτες. Αὐτό εἶναι ἡ χαρά τῆς Ἀνάστασης.
Πόσοι ἀπό τούς Ὀρθοδόξους σήμερα τό ξέρουν; Πᾶνε καί χτυπᾶνε τουφέκια. Ἀπαράδεκτο πράγμα. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος λέει τήν Ἀνάσταση δέν ἐπιτρέπεται νά ρίχνουμε τουφέκια. Χαλᾶς τά πάντα. Δέν εἶναι αὐτό ἔνδειξη χαρᾶς. Ἄν θέλεις νά δείξεις τήν χαρά σου, ἄλλο πράγμα θά κάνεις. Πρῶτα-πρῶτα θά ἔχεις προετοιμαστεῖ μέ εὐλάβεια νά κονωνήσεις. Ὄχι μέ τό πού θά ἀκουστεῖ τό Χριστός Ἀνέστη, διασκορπισθήσονται οἱ ἐχθροί αὐτοῦ καί ἐπαληθεύουν τόν ψαλμό πού λέει «ἀναστήτω ὁ Θεός, καί διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροί αὐτοῦ» (Ψαλμ. 67,2). Στάσου, δέν τό ἀκοῦς τουλάχιστον; Εἶσαι ἐχθρός τοῦ Χριστοῦ; Ἔτσι φαίνεται. Στήν πράξη εἴμαστε ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ… καί μένουμε κάποιοι λίγοι, φανατικοί γιά τόν κόσμο, πού θά μείνουμε μέχρι τό τέλος τῆς Λειτουργίας καί δέν θά τρέξουμε νά φᾶμε τήν μαγειρίτσα. Ὅλα αὐτά εἶναι ἀλλοτρίωση, αὐτό πού λέμε ἐκκοσμίκευση.
Πρέπει νά γυρίσουμε στό πνεῦμα τῶν πρώτων χριστιανῶν, πού οὐσιαστικά εἶναι τό πνεῦμα πού ἔχει κρατηθεῖ σήμερα λίγο στά μοναστήρια. Λέω λίγο, γιατί καί τά μοναστήρια ἔχουν χαλάσει. Ἔχουν ἐκκοσμικευτεῖ καί τά μοναστήρια. Ἀλλά στά γενικά του ὅρια κρατιέται, ὅπως γιά παράδειγμα ἡ κοινοκτημοσύνη. Ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος ὁ φιλόσοφος καί μάρτυς εἶναι ἅγιος τοῦ 1ου αἰῶνα. Αὐτός ἔγραψε ἀπολογία τῶν πρώτων χριστιανῶν ἀπέναντι στούς εἰδωλολάτρες. Ἀπάντησε δηλαδή στίς κατηγορίες πού ἐκτόξευαν οἱ εἰδωλολάτρες ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Ἀνάμεσα στά ἄλλα τούς λέει καί ὅτι «ἐμεῖς οἱ χριστιανοί τά ἔχουμε ὅλα κοινά». Ἄν σκεφτοῦμε ὅτι εἶναι ἅγιος τοῦ 1ου αἰῶνος, σημαίνει ὅτι τουλάχιστον γιά τά 200 πρῶτα χρόνια οἱ χριστιανοί εἶχαν κοινοκτημοσύνη. Θυμᾶστε καί τό παράδειγμα τοῦ Ἀνανία καί τῆς Σαπφείρας πού πούλησαν τά κτήματά τους, ἀλλά κράτησαν λίγα χρήματα καί εἶπαν ψέματα στόν Ἀπόστολο Πέτρο ὅτι τάχατες αὐτά ἦταν ὅλα τά χρήματα. Μετά ἔπεσαν καί οἱ δύο νεκροί. Δέν μπορεῖς νά κοροϊδεύεις τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ὁ μοναχισμός σήμερα φυλάει και τό πνεῦμα τῆς καθημερινῆς προσευχῆς, τίς ἀκολουθίες πρωί καί βράδυ, τήν συνεχή λατρεία τοῦ Θεοῦ, τήν συνεχή Θεία Λειτουργία, τό κήρυγμα, τήν πνευματική μελέτη, ὅλα αὐτά πού ζοῦσαν οἱ πρῶτοι χριστιανοί. Ἄν διαβάσουμε στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων πῶς ζοῦσαν οἱ πρῶτοι χριστιανοί θά δοῦμε ὅτι εἶναι ὅπως ζοῦν σήμερα οἱ μοναχοί κι ἀκόμα καλύτερα. Ζοῦσαν μέ νηστεία καί μέ συνεχή ἀκρόαση τοῦ κηρύγματος ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί μετά ἀπό τούς διαδόχους τους.
Τά πρῶτα χρόνια συνέχεια ἀκούγανε κήρυγμα. Στίς μέρες μας ἔχει καταντήσει δέκα λεπτά καί πάλι ὅταν βγαίνει ὁ παπάς νά κάνει κήρυγμα, ἐξαφανίζονται. Τό παρατηροῦσα αὐτό στήν Θεσσαλονίκη πού κάποιοι μέ τό πού ἄρχιζε τό κήρυγμα ἔφευγαν. Φοβερό! Πόσο ἔχουμε ἀλλοτριωθεῖ ὡς χριστιανοί. Τότε οἱ χριστιανοί καθόντουσαν μέ τίς ὧρες καί ἄκουγαν κήρυγμα. Μέχρι πού ὁ καημένος ὁ Εὔτυχος νύσταξε καί ἔπεσε ἀπό τό παράθυρο, γιατί παρέτεινε τόν λόγο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί τήν νύχτα (Πραξ. 20,9) καί μετά ἀπό τόν λόγο τούς ἔκανε καί Θεία Λειτουργία, ἀγρυπνία δηλαδή. Ἔτσι ζοῦσαν τότε ὅλοι οἱ χριστιανοί, ὅπως ζοῦνε τώρα οἱ μοναχοί. Γι’ αὐτό δέν πρέπει νά παρεξηγοῦμε τούς μοναχούς οὔτε νά συμπλέουμε μέ τό ἀντιμοναχικό πνεῦμα, πού λέει: «Καλά καλόγερος θά γίνει τό παιδί μου;» ἤ «Καλόγερος θά γίνω; Ἐγώ εἶμαι κοσμικός».
– Τί θά πεῖ κοσμικός;
Κοσμικός θά πεῖ ἐχθρός τοῦ Θεοῦ, ἄν τό φιλοσοφήσουμε. Γιατί, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή «ὁ κόσμος εἶναι ἐχθρός τοῦ Θεοῦ» (Ἰακ. 4,4), ἄρα καί ὁ κοσμικός ὡς μέρος τοῦ κόσμου εἶναι ἐχθρός τοῦ Θεοῦ. Φοβερό δέν εἶναι; Δέν πρέπει νά λέγεστε κοσμικοί, ἀλλά λαϊκοί. Εἶστε λαϊκοί χριστιανοί καί ἐμεῖς κληρικοί. Ὅλοι ὅμως εἴμαστε χριστιανοί, δέν εἴμαστε κοσμικοί. Καί οἱ κληρικοί πού εἶναι στόν κόσμο, δέν σημαίνει ὅτι εἶναι ὀπαδοί τοῦ κόσμου, ἀλλά λειτουργοῦν μέσα στόν κόσμο καί ἁγιάζουν τόν κόσμο καί τόν προσάγουν στόν Θεό προσπαθώντας νά τόν ἐντάξουν μέσα στήν Ἐκκλησία καί νά γίνει ὅλος ὁ κόσμος ἐκκλησία. Σήμερα δυστυχῶς ἔχει ἀλλάξει τό πνεῦμα καί προσπαθοῦμε νά κάνουμε τήν Ἐκκλησία κόσμο, νά ἐκκοσμικευτεῖ ἡ Ἐκκλησία. Τό ἀντίθετο πρέπει νά γίνει. Πρέπει ὁ κόσμος νά γίνει Ἐκκλησία καί νά μποῦνε ὅλοι στό πνεῦμα τοῦ χριστιανισμοῦ, τοῦ πρώτου χριστιανισμοῦ πού ἦταν ὁ αὐθεντικός, πού ὅπως εἴπαμε, τά εἶχαν ὅλα κοινά καί εἶχαν συνεχή λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Τώρα κατήντησαν οἱ χριστιανοί νά πηγαίνουν μιά Κυριακή στήν Ἐκκλησία καί δυστυχῶς πολλοί ἀπό αὐτούς μετά τό Χερουβικό. Τί ἐκκλησιασμός εἶναι αὐτός; Πρέπει νά εἴμαστε τουλάχιστον στό «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία..», γιά νά ποῦμε ὅτι ἐκκλησιαστήκαμε. Μοῦ ἔλεγαν σέ κάποιο μοναστήρι τῆς Πελοποννήσου ὅτι «ἔρχονται γιά τόν καφέ» καί μετά λένε ὅτι πῆγαν ἐκκλησία. Εἶναι αὐτό συμμετοχή στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας; Κοροϊδία εἶναι. Ἐνῶ εἴπαμε, σύμφωνα μέ τούς Κανόνες τῶν Ἀποστόλων, ὁ χριστιανός πρέπει κάθε μέρα, πρωί καί βράδυ, νά εἶναι στήν Ἐκκλησία. Νά προσεύχεται μέ τήν κοινή προσευχή, ἡ ὁποία εἶναι λογική.
– Τί θά πεῖ λογική προσευχή;
Εἶναι προσευχή πού γίνεται μέ τόν λόγο, τήν διάνοια δηλαδή, ἀλλά καί μέ τόν ἔναρθρο λόγο. Γι’ αὐτό ψέλνουμε, διαβάζουμε ψαλμούς, εὐχές ὁ ἱερέας κλπ. Λέγεται λογική λατρεία, γιατί τά λέμε μέ τόν λόγο. Σέ ἀντιδιαστολή μέ τήν ἄλλη λατρεία πού λέγεται νοερά καί γίνεται μόνο μέ τόν νοῦ. Ἔχετε ἀκούσει γιά τήν νοερά προσευχή. Αὐτή ἡ προσευχή γίνεται μόνο μέ τόν νοῦ. Δέν ἀκούγεται τίποτα μέ τό στόμα. Γίνεται μέσα στήν διάνοια καί, ὅταν προχωρήσει κανείς, γίνεται στήν καρδιά, μέ τήν καρδιά. Σήμερα δέν ξέρουμε κἄν τί θά πεῖ αὐτό. Μπορεῖ μέ τήν καρδιά νά μιλᾶς; Τά ἔχουμε ξεχάσει, τά ἔχουμε χάσει αὐτά. Ἀλλά αὐτό ἀκριβῶς εἶναι πού ἔχει δώσει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, τόν νοῦ -ὅπως τόν λέμε- ὁ ὁποῖος νοῦς εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς καί αὐτός ὁ νοῦς ἔχει ἀποστολή νά βλέπει στόν Θεό. Θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος μέ αὐτόν τόν νοῦ καί μέ τόν ἐνδιάθετο λόγο, τόν ἐσωτερικό λόγο πού ὑπάρχει συνδεδεμένος μέ τόν νοῦ νά μιλάει στόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ νοερά προσευχή. Ἔχουμε μέσα μας δηλαδή μία φωνούλα. Ἄν τό σκεφτεῖτε λίγο, κάποιες φορές μιλᾶμε μόνοι μας μέ τόν ἑαυτό μας, μέσα μας. Αὐτή ἡ φωνούλα εἶναι ὁ ἐνδιάθετος λόγος. Ὁ ἐσωτερικός λόγος δηλαδή, ὁ ὁποῖος αὐτός λόγος θά πρέπει νά μπεῖ στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ καί νά μιλάει στόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ νοερά λατρεία καί τότε ὁ ἄνθρωπος λειτουργεῖ σωστά.
Ἐμεῖς ἔχουμε κολλήσει τόν νοῦ μας στόν ἐγκέφαλο, στήν διάνοια καί μπερδεύεται ἡ καρδιά μέ τόν ἐγκέφαλο. Αὐτά πού ἔρχονται ἀπ’ ἔξω μέ τίς αἰσθήσεις κανονικά καταλήγουν στόν ἐγκέφαλο, τό τί βλέπουμε, τό τί ἀκοῦμε κ.λ.π. Ἐπειδή ὅμως ὁ νοῦς ἔχει κολλήσει στόν ἐγκέφαλο γίνεται ἕνα βραχυκύκλωμα μέ ἀποτέλεσμα αὐτά πού θά ἔπρεπε νά μένουν στήν διάνοια, στόν ἐγκέφαλο, κατεβαίνουν καί στήν καρδιά. Εἴπαμε ὁ νοῦς εἶναι τῆς καρδιᾶς, ἀλλά ἔχει κολλήσει στόν ἐγκέφαλο ἐπειδή δέν κάνει τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί δέν βλέπει στόν Θεό, ἀλλά εἶναι σκορπισμένος καί βλέπει κι αὐτός πρός τά ἔξω, πρός τά κτίσματα. Ποῦ καταλήγεῖ ὅλη αὐτή ἡ κατάσταση; Στό νά γίνει ὁ ἄνθρωπος εἰδωλολάτρης. Κι ἐνῶ ὁ νοῦς ἔπρεπε νά βλέπει τόν ἀληθινό Θεό, βλέπει τά κτίσματα, βλέπει τό χρυσάφι, τό χρῆμα καί κάνει θεό τό χρῆμα. Γιατί ὁ νοῦς του εἶναι στό χρῆμα. Ὅπου εἶναι ὁ νοῦς μας, ἐκεῖ εἶναι ὁ θεός μας. Αὐτό πού ἀγαπάει καί λατρεύει ὁ ἄνθρωπος, αὐτό εἶναι ὁ θεός του.
Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός: «Προσέξτε, γιατί ἀπό τήν καρδιά σας μολύνεστε, λερώνεστε. Ἀπό τήν καρδιά βγαίνουν λογισμοί πονηροί, αἰσχροί, βλάσφημοι, ἐπιθυμίες κακές» (Ματθ. 15,19). Ἡ καρδιά ἔχει μέσα της, αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες, τά πάθη. Αὐτά τά πάθη λειτουργοῦν ἀντίθετα ἀπό τόν Θεό καί δέν σέ ἀφήνουν νά κατευθυνθεῖς πρός τόν Θεό. Εἶναι κακές συνήθειες πού ἐκτρέπουν τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἐνῶ ὁ νοῦς εἶναι φτιαγμένος νά βλέπει τόν Θεό, ὑποδουλώνεται στά κτίσματα ἤ ὑποδουλώνεται ὁ ἄνθρωπος στό ἴδιο του τό σῶμα, στίς ἡδονές. Βλέπετε σήμερα πόσο ἔχει ἐπικρατήσει ἡ φιληδονία. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι φιλήδονοι, τί θά φᾶμε, τί θά πιοῦμε καί ζητοῦν ἡδονές, τά ὑπό τήν γαστέρα, τά ὑπογάστρια. Νά ἱκανοποιηθεῖ ἡ σάρκα. Αὐτό εἶναι πάθος, εἶναι διαστροφή. Ὁ νοῦς δηλαδή, ἀντί νά βλέπει στόν Θεό, βλέπει στήν σάρκα καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι σαρκικός, εἶναι φιλήδονος, εἶναι ὑποταγμένος στά σαρκικά πάθη.
Ἔρχεται λοιπόν τώρα ὁ Χριστός μας καί μᾶς λέει: «προσέξτε πρέπει νά καθαριστεῖτε, νά μετανοήσετε». Τό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ μας, ὅταν ἦρθε στήν γῆ, αὐτό δέν ἦταν; «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 4,17), πλησίασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἑπομένως ἐρχόμαστε σ’ αὐτό τό ζητούμενο πού εἶναι ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη. Θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος δηλαδή νά ξαναγυρίσει τόν νοῦ του ἀπό κεῖ πού εἶναι κολλημένος στόν ἐγκέφαλο καί ἔχει λατρέψει τό χρυσάφι, τίς ἡδονές καί τήν δόξα τοῦ κόσμου. Αὐτές εἶναι οἱ πιό κύριες ἀγάπες, οἱ τρεῖς μεγάλες ἄρρωστες ἀγάπες πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Ἀντί νά λατρεύει τόν Θεό μέ τόν νοῦ του, λατρεύει καί προσκυνάει τά χρήματα, τά κτήματα, τά ὑλικά ἀγαθά γενικά, λατρεύει τόν ἑαυτό του, τήν σάρκα, τίς ἡδονές τίς σαρκικές, τί θά φᾶμε, τί θά πιοῦμε καί τά ὑπόλοιπα καί λατρεύει καί τό τί θά πεῖ ὁ κόσμος, τά μπράβο-μπράβο τῶν ἀνθρώπων. Ζητάει τήν ἀναγνώριση, τήν δόξα τῶν ἀνθρώπων καί τόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Αὐτό λέγεται κενοδοξία, φιλοδοξία, τό τρίτο πάθος. Τό δεύτερο πάθος εἶναι ἡ φιληδονία καί τό πρῶτο πού εἴπαμε εἶναι ἡ φιλαργυρία. Αὐτές εἶναι οἱ τρεῖς ἄρρωστες ἀγάπες, οἱ ὁποῖες κυβερνοῦν σήμερα τόν κόσμο.
Οἱ πλεῖστοι ἄνθρωποι, γιά νά μήν πῶ ὅλοι, κυβερνοῦνται ἀπό αὐτά τά πάθη. Σκέφτονται: «Τί θά κερδίσω, ἄν τό κάνω αὐτό;», οἰκονομικά. Ἤ «Τί φήμη θά ἀποκτήσω ἤ τί θά ἀπολαύσω ἀπό αὐτό πού θά κάνω;». Αὐτά εἶναι τά κριτήρια. Δέν ὑπάρχει ἄλλο κριτήριο. Ἐνῶ τό σωστό κριτήριο ποιό εἶναι; Ἄν αὐτό πού πρόκειται νά κάνω ἀρέσει στόν Θεό. Ἀλλά κανείς δέν τό σκέφτεται αὐτό. Ὅλοι σκέφτονται τί ἔχω νά κερδίσω, τί ἔχω νά ἀπολαύσω ἤ τί ἔχω νά ἀκούσω, τί θά πεῖ ὁ κόσμος. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ντρέπονται νά πᾶνε στήν Έκκλησία. Γιατί τί θά πεῖ τό χωριό, ἄν δεῖ ἕνα νέο παιδί νά πηγαίνει στήν Ἐκκλησία! «Ἐγώ εἶμαι ἄντρας, εἶμαι σπουδαῖος». Καί ἐπειδή εἶσαι ἄντρας δέν πρέπει νά πᾶς στήν Ἐκκλησία, δέν πρέπει νά κόψεις τό θέλημά σου, δέν πρέπει νά ταπεινωθεῖς; Καταλάβατε πόσο αὐτά τά πάθη μᾶς ἐμποδίζουν νά πᾶμε στόν Θεό;
Οὐσιαστικά τά πάθη εἶναι μία ἐκτροπή τῶν δυνάμεων πού μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός, τίς ὁποῖες δυνάμεις ἀντί νά τίς κατευθύνουμε στόν Θεό, τίς πᾶμε ἀλλοῦ. Τά πάθη εἶναι δηλαδή ἕνας ἀποπροσανατολισμός. Ἐνῶ δηλαδή ὁ νοῦς μας πρέπει νά εἶναι στόν Θεό, ἐμεῖς τόν κολλᾶμε στά κτίσματα, στό τί θά πεῖ ὁ κόσμος καί στό σῶμα, στίς σαρκικές ἡδονές. Ὁ Θεός π.χ. μᾶς ἔχει δώσει μία δύναμη πού λέγεται θυμός. Αὐτή καθεαυτή ἡ δύναμη δέν εἶναι κακή. Ὁ Θεός δέν ἔχει δώσει τίποτα κακό. Ἀλλά, ὅταν φύγει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, κάνει κακή χρήση τοῦ θυμοῦ καί τῶν ἄλλων δυνάμεων, πού τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός.
Ὁ ἄνθρωπος γιά παράδειγμα δέν θυμώνει, ὅταν βλασφημεῖται ὁ Θεός, τό ὁποῖο ἐπιβάλλεται. Ὅταν βλασφημοῦν τόν Θεό, πρέπει νά θυμώσεις. Οὔτε θυμώνει ὅταν ἀδικεῖται ὁ πλησίον, πού κι αὐτό ἐπιβάλλεται. Ὅταν ἀδικεῖται ὁ πλησίον πρέπει νά θυμώσεις, νά τόν ὑπερασπιστεῖς. Πότε θυμώνει; Ὅταν ἀδικεῖται ὁ ἴδιος, πράγμα πού δέν ἐπιτρέπεται. Αὐτό εἶναι ἁμαρτία. Ὄχι μόνο θυμώνει, βρίζει κιόλας καί μπορεῖ νά φτάσει μέχρι καί νά φονεύσει. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός: «Ἀκούσατε ὅτι ἐῤῥέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐ φονεύσεις» (Ματθ. 5,21). Τό οὐ φονεύσεις εἶναι ἐντολή στόν Δεκάλογο. «Ἐγώ ὅμως σᾶς λέω καί τό νά πεῖς τόν ἀδελφό σου ρακά», ἠλίθιο, βλάκα δηλαδή, «σέ κάνει ἔνοχο γιά τήν αἰώνια κόλαση». Μά θά πεῖς μ’ ἕνα βλάκα πάω στήν κόλαση; Ναί, ἔτσι εἶπε ὁ Χριστός. Ὅταν τό πεῖς αὐτό, εἶναι σάν νά τό λές στόν ἴδιο τόν Χριστό, γιατί ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ἄν ἀποκαλέσεις ἔτσι τόν Χριστό μπορεῖς νά πᾶς στόν Παράδεισο; Ὅταν λοιπόν βρίζεις τόν ἀδελφό σου, τόν Χριστό βρίζεις, ἀπαξιώνεις τόν Χριστό. Αὐτή ἡ θυμωμένη ἀποστροφή «φύγε ἀπό δῶ βλάκα», ἄς ποῦμε, εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ θυμοῦ καί ἡ ἀρχή τοῦ φόνου. Ἅμα δέν προσέξει ὁ ἄνθρωπος, θά προχωρήσει σέ χειρότερη κατάσταση ἀπό τόν θυμό καί μπορεῖ νά φτάσει καί νά φονεύσει. Καί ἐπειδή ὁ Χριστός θέλει νά θεραπεύσει τήν ρίζα τῶν παθῶν μας, λέει στήν Καινή Διαθήκη: «θά πᾶτε ἕνα σκαλοπάτι πιό πάνω, ὄχι μόνο δέν θά φονεύετε, ἀλλά οὔτε θά θυμώνετε».
Ἄλλο παράδειγμα πού μᾶς βοηθάει ὁ Χριστός μας νά ἐλευθερωθοῦμε: «Ἀκούσατε ὅτι εἶπε ὁ Θεός στούς ἀρχαίους διά τοῦ Μωυσέως ̎οὐ μοιχεύσεις ̎» (Ματθ. 5,27). Εἶναι ἐντολή. Δέν ἐπιτρέπεται νά μοιχεύσεις, νά ἀπατήσεις τήν γυναῖκα σου. «Ἐγώ ὅμως σᾶς λέω», λέει ὁ Χριστός, «ἀκόμα κι ἄν ἕνας ἄνδρας δεῖ γυναῖκα πονηρά μέ σκοπό νά τήν ἐπιθυμήσει, ἤδη ἐμοίχευσε στήν καρδιά του». Δηλαδή ὁ Χριστός ἦρθε νά μᾶς θεραπεύσει καί τήν ρίζα τοῦ κακοῦ. Γιατί τό κακό ξεκινάει ἀπό τήν καρδιά. Ὅταν λοιπόν ὁ νοῦς, ἀντί νά εἶναι στόν Θεό, εἶναι στά πάθη τά σαρκικά, παίρνει καί τά μάτια βοηθό καί βλέπει τά ἄλλα πρόσωπα πονηρά, ὁ ἄνδρας τήν γυναῖκα καί ἡ γυναίκα τόν ἄνδρα ἀντίστοιχα. Ὁπότε λέει, ἄν τό κάνεις αὐτό, ἤδη κάνεις αὐτό τό θανάσιμο ἁμάρτημα στήν καρδιά σου. Ἀπό κεῖ ξεκινάει τό κακό.
Ἁπό ἀγάπη ὁ Χριστός μας μᾶς λέει «προσέξτε τήν ρίζα τοῦ κακοῦ». Καί ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ εἴπαμε εἶναι ὅτι ὁ νοῦς μας ἔχει φύγει ἀπό ἐκεῖ πού ἔπρεπε νά εἶναι. Ἔπρεπε νά εἶναι στήν καρδιά, νά προσεύχεται, νά κάνει τήν νοερά λατρεία καί νά βλέπει στόν Χριστό. Ὅταν ὁ νοῦς φύγει ἀπό τήν καρδιά καί κολλήσει στόν ἐγκέφαλο καί ἀρχίσει νά βλέπει στά κτίσματα, τότε κάνει θεούς αὐτά πού εἴπαμε προηγουμένως: τά χρήματα, τά κτίσματα, τίς ἡδονές τίς σαρκικές, ὅλα αὐτά πού ἔρχονται ἀπό τίς αἰσθήσεις, τήν εὐχαρίστηση τῶν αἰσθήσεων καί τό τί θά πεῖ ὁ κόσμος. Ἔρχεται τώρα ἡ Ἐκκλησία, ὁ Χριστός δηλαδή πού εἶναι ὁ γιατρός μας καί λέει πρέπει νά τό θεραπεύσουμε αὐτό. Πρέπει νά ξεκολλήσει ὁ νοῦς ἀπό τόν ἐγκέφαλο καί νά ξαναγυρίσει στήν βάση του πού εἶναι ἡ καρδιά καί νά βρεῖ τόν Θεό. Νά πάψει αὐτός ὁ ἀποπροσανατολισμός. Αὐτό γίνεται στήν Ἐκκλησία. Αὐτός εἶναι ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ νοῦς δηλαδή νά ἀρχίσει νά βλέπει πάλι τόν Θεό.
Πῶς γίνεται αὐτό τώρα; Γίνεται πολύ ἁπλά καί πρακτικά μέ τό νά ἀρχίσει ὁ ἄνθρωπος νά ἐπικαλεῖται τόν Χριστό, μέ σύντομες προσευχές. Μία σύντομη κλασσική προσευχή εἶναι τό ̎Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με ̎. Αὐτή τήν προσευχή ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νά τήν λέει μέ τό στόμα, γιατί εἴμαστε τόσο σκόρπιοι πού δέν μπορεῖ κατευθείαν νά τήν πεῖ μέ τόν νοῦ. Ἀκόμα καί ὅταν τήν λέμε μέ τό στόμα μπορεῖ νά φύγει ὁ νοῦς, ἀλλά θά ἐπιμείνουμε. Θά τό ποῦμε πολλές-πολλές φορές, μέρες, μῆνες, μέχρι νά τό συνηθίσει τό στόμα καί μετά θά δοῦμε ὅτι θά θέλουμε νά τό λέμε καί μέ τήν διάνοια, μέ τήν σκέψη δηλαδή. Στή συνέχεια τό λέμε καί μέ τήν σκέψη πολύ καιρό καί κάποια στιγμή τό παίρνει ἡ καρδιά καί ἀρχίζει νά τό λέει ἡ καρδιά.
Ἀρχίζει τότε νά λειτουργεῖ ἕνα σύστημα μνημονικό, τό ὁποῖο δέν τό ξέρουν οἱ ἐπιστήμονες. Τό ξέρουν ὅμως οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί λέγεται μνημονικό σύστημα τῆς καρδιᾶς. Εἶναι ἕνα σύστημα μνήμης δηλαδή πού ἡ καρδιά μνημονεύει, θυμᾶται τόν Θεό. Αὐτό τό σύστημα τό ἔχουμε ξεχάσει οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Τό ἔχουμε ἀπενεργοποιήσει. Γιατί ὅπως εἴπαμε ἀντί νά λειτουργεῖ ὁ νοῦς καί νά προσεύχεται, τόν ἔχουμε κολλήσει στόν ἐγκέφαλο καί ἁπλῶς δέχεται ὅ,τι ἔρχεται ἀπό τό περιβάλλον καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι σκόρπιος. Ὅταν ὁ νοῦς γυρίσει στήν καρδιά, ὁ ἄνθρωπος συγκεντρώνεται στόν ἑαυτό του καί ὅταν ἀρχίσει νά λέει τήν νοερά προσευχή ἀνεβαίνει στόν Θεό. Τότε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά κάνει σωστή προσευχή. Βλέπετε προσπαθοῦμε νά μιλήσουμε στόν Θεό καί δέν μποροῦμε νά μαζέψουμε τόν νοῦ μας, γιατί ἔχουμε συνηθίσει σ’ αὐτή τήν διάχυση, σ’ αὐτό τό σκόρπισμα καί δέν μποροῦμε νά αἰσθανθοῦμε τόν Θεό. Ἀφήνουμε τούς ἀνθρώπους στόν κόσμο πού δέν πατᾶνε στήν Ἐκκλησία, οἱ ὁποῖοι ἐπειδή ἔχουν τελείως σκοτάδι, λένε: «Ποῦ Τόν βλέπεις τόν Θεό;». Ἐμεῖς ὅμως πού προσπαθοῦμε λίγο νά προσευχηθοῦμε, δέν ἔχουμε μάθει τόν τρόπο νά φεύγει ὁ νοῦς ἀπό τόν ἐγκέφαλο, ἀπό ὅλα αὐτά πού εἶναι στόν κόσμο καί νά γυρνάει στήν καρδιά. Αὐτό γιά νά γίνει θέλει δουλειά.
Ἔλεγε ὁ π. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης, ν’ ἀρχίσεις μέ μισή ὥρα τήν ἡμέρα. Ἕνα ἥσυχο μισάωρο, ἄς ποῦμε τό βράδυ, νά κάθεσαι μόνος σου καί νά παρακαλεῖς καί λίγο κλαψιάρικα, ἔλεγε, νά μιλᾶς στόν Θεό καί νά λές Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με. Αὐτό ἄν τό κάνεις, ἔλεγε, μισή ὥρα κάθε μέρα σταθερά, σιγά-σιγά θά δεῖς σέ λίγο καιρό πόσο πιό εὔκολα θά συγκεντρώνεσαι. Καί ὄχι μόνο θά συγκεντρώνεσαι, θά ἔχεις καί χαρά.
Ὁ πρῶτος καρπός ἀπό αὐτή τήν νοερά λατρεία, τήν νοερά προσευχή εἶναι ἡ χαρά. Μετά θά ἔχεις κι ἄλλα πράγματα πολύ ἀνώτερα. Θά ἀρχίσεις νά βλέπεις τόν Θεό δηλαδή. Αὐτό λέγεται μετάνοια. Τί θά πεῖ μετάνοια; Μετακινῶ τόν νοῦ μου, μετανοῶ, παίρνω τόν νοῦ μου ἀπό τήν διάχυση πού ἔχει πρός τά ἔξω, πρός τά κτίσματα κ.λ.π. καί τόν πάω στήν καρδιά. Ἐκεῖ μέσα τόν βάζω νά δουλέψει γιά τόν Θεό, νά μιλήσει στόν Θεό. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά τό κάνει αὐτό, νά διώξει ὅλους τούς ἄλλους λογισμούς, ὅλες τίς ἄλλες ἐπιθυμίες καί νά κατευθύνει τόν νοῦ του στόν Χριστό. Αὐτό εἶναι καί ἡ ἀρχή τῆς θεραπείας. Εἶναι ἡ ἀρχή τῆς φυσιολογικῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καί τῆς ψυχῆς. Τότε λειτουργεῖ σωστά ὁ χριστιανός καί ὁ ἄνθρωπος γενικότερα. Γιατί ὁ ἄνθρωπος ἔτσι πλάστηκε ἀπό τόν Θεό, νά κοινωνεῖ μέ τόν Θεό διά τοῦ νοῦ του.
Ὁ νοῦς εἶναι τό μέσο, εἶναι τό ὄργανο μέ τό ὁποῖο μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Δέν μπορεῖς μέ ἄλλον τρόπο νά ἑνωθεῖς μέ τόν Θεό. Μέ τόν ἐγκέφαλο ἄν προσπαθήσεις νά βρεῖς τόν Θεό, μέ σκέψεις δηλαδή, νά κάνεις λογικές σκέψεις, συλλογισμούς, φιλοσοφία, νά διαβάσεις βιβλία, δέν θά Τόν συναντήσεις, δέν θά Τόν βρεῖς, δέν θά ἑνωθεῖς καί δέν θά καταλάβεις τίποτα γιά τόν Θεό. Μάλιστα, ἄν δουλέψεις μόνο μέ τήν λογική, θά φτάσεις νά πεῖς ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός. Θά γίνεις ἄθεος. Ἔτσι ἔχουν καταντήσει τήν Εὐρώπη. Στήν Εὐρώπη γεννήθηκε ἡ ἀθεΐα καί μετά ἦρθε κι ἐδῶ. Ἡ Εὐρώπη ἔχει χάσει τόν Θεό, γιατί ὑποτάχτηκε στήν λογική. Ἔκανε θεό τήν λογική. Ἡ λογική εἶναι δύναμη κι αὐτή τῆς ψυχῆς ἀλλά εἶναι λειτουργία τοῦ ἐγκεφάλου. Ἄλλη εἶναι ἡ λειτουργία τοῦ νοῦ, ἄλλος εἶναι ὁ νοῦς, ἄλλη δύναμη τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ νοῦς καί ἄλλη δύναμη τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ διάνοια, ἡ λογική.
Ἡ λογική εἶναι γιά νά ἐπεξεργάζεται ὁ ἄνθρωπος τά δεδομένα πού ἔρχονται ἀπ’ ἔξω, ἀπό τόν κόσμο. Ἔρχεται τό δεδομένο ἀπό τά μάτια, τό δεδομένο ἀπό τά αὐτιά, αὐτό πού πιάνει, ἀπό ὅλες τίς αἰσθήσεις καί ὅλα αὐτά μέσα στόν ἐγκέφαλο ὁλοκληρώνονται, ἐπεξεργάζονται μέ τήν λογική καί βγάζει ὁ ἄνθρωπος ἕνα λογικό συμπέρασμα. Αὐτή ἡ δύναμη ὅμως δέν μπορεῖ νά σέ πάει στόν Θεό γιατί εἶναι φτιαγμένη γιά νά βλέπει τά πράγματα τοῦ παρόντος κόσμου. Ἡ δύναμη πού θά σέ πάει στόν Θεό εἶναι ὁ νοῦς.
Μέ τόν νοῦ μπορεῖς νά δεῖς τόν Θεό. Νά τό ποῦμε ἁπλά ὁ νοῦς εἶναι σάν ἕνα τηλεσκόπιο, πνευματικό τηλεσκόπιο, μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό. Πότε ὅμως; Ὅταν τό τηλεσκόπιο μπροστά ἔχει μουντζοῦρες μπορεῖς νά δεῖς τίποτα; Τίποτα. Ὅσο καί νά κοιτᾶς τόν οὐρανό, ὅταν τό τηλεσκόπιο ἔχει μουντζοῦρες δέν μπορεῖς νά δεῖς τίποτα, ὅλα τά βλέπεις μαῦρα. Ἄν καθαρίσεις τόν φακό, ἀρχίζεις καί βλέπεις πολύ μακριά, ἀκόμα καί ἀστέρια πού δέν φαίνονται μέ τό γυμνό μάτι. Ἔτσι εἶναι καί ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά δεῖ τόν Θεό θά πρέπει νά καθαριστεῖ.
– Πότε καθαρίζεται ὁ νοῦς;
Ὁ νοῦς καθαρίζεται, ὅταν γυρίσει στήν καρδιά καί ἀρχίσει νά προσεύχεται. Τότε σιγά-σιγά διώχνει ὅλους τούς ἄλλους λογισμούς πού ἔχουν μπεῖ στήν καρδιά λόγω τοῦ ὅτι ὑπάρχει αὐτό τό βραχυκύκλωμα καί οἱ παραστάσεις πού θά ἔπρεπε νά εἶναι μόνο στήν διάνοια, ἔχουν κατεβεῖ στήν καρδιά καί ἔχουν γίνει ἐπιθυμίες. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος μιλάει στόν Θεό μέ τόν νοῦ του, τόσο ὁ νοῦς καθαρίζει.
Ἄν κάνετε αὐτή τήν προσπάθεια, θά τό δεῖτε. Παίρνεις τό κομποσκοίνι -γίνεται καί χωρίς κομποσκοίνι, δέν εἶναι ἀπαραίτητο- καί ἀρχίζεις νά λές: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με. Θά δεῖς καταιγισμό ἀπό λογισμούς. Θά λές: Ποῦ βρέθηκαν ὅλες αὐτές οἱ σκέψεις; Ποῦ τίς εἶχα ὅλες αὐτές; «Πρέπει νά κάνεις αὐτό, τό ἄλλο…». Ὅλα αὐτά εἶναι λογισμοί, τούς ὁποίους ἔχουμε μέσα στήν καρδιά μας καί βέβαια τούς τρέφει καί ὁ διάβολος καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά προσεύχεται, φανερώνονται. Ὑποκινεῖ ὁ διάβολος τούς λογισμούς γιά νά σταματήσει τόν ἄνθρωπο καί νά τόν ἀπογοητεύσει λέγοντάς του: «τί πᾶς νά κάνεις δέν πρόκειται νά συγκεντρωθεῖς ποτέ». Ἄν ἐπιμείνει ὅμως κανείς, θά δεῖ μετά ἀπό δέκα λεπτά, δεκαπέντε, εἴκοσι, μισή ὥρα, μία ὥρα, θά δεῖ ὅτι σιγά-σιγά δέν ἔχει τόσους λογισμούς, λιγοστεύουν. Μία ψυχή μοῦ ἔλεγε ὅτι μετά τίς δύο ὧρες καθαρίζω τελείως, δηλαδή δέν εἶχε κανέναν λογισμό. Ἀλλά θέλει δουλειά, θέλει νά δώσεις χρόνο. Μή περιμένεις μέ τό πού θά ἀρχίσεις νά λές Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ… νά πιάσεις καί ἐπικοινωνία!
Ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος στόν στρατό μέ τόν ἀσύρματο πού εἶχαν τότε, καλοῦσαν «κέντρο, κέντρο, κέντρο…», ἀλλά δέν ἦταν εὔκολο νά πιάσεις. Ἴσως περνοῦσε ἀρκετή ὥρα. Ἔτσι καί μέ τόν Θεό. Θέλει ὑπομονή αὐτή ἡ ἐργασία, πολλή ὑπομονή καί νά εἶναι ὁ νοῦς σου ἐκεῖ. Ὅταν λές Κύριε στό Κύριε, ὅταν λές Ἰησοῦ στό Ἰησοῦ, ὅταν λές Χριστέ στό Χριστέ, ἐλέησέ με. Αὐτή ἡ προσευχή εἶναι πολύ δυνατή. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος προχωράει, μετανοεῖ -αὐτή εἶναι ἡ μετάνοια- καί καθαρίζεται. Καθαρίζεται ὁ ἄνθρωπος σημαίνει καθαρίζεται ὁ νοῦς του καί ὁ καθαρός νοῦς μετά, λένε οἱ Πατέρες, φωτίζεται. Ἔτσι περνᾶμε ἀπό τό πρῶτο στάδιο πού εἶναι ἡ κάθαρση στό δεύτερο στάδιο πού λέγεται φωτισμός.
Οἱ πρῶτοι χριστιανοί πού βαφτίζονταν τό Μεγάλο Σάββατο ὅλοι μαζί, λεγόντουσαν νεοφώτιστοι καί μέσα σέ πενήντα μέρες κάνοντας ἐντατική προσευχή, τήν Πεντηκοστή, ἔπαιρναν τό Χρίσμα, τό ὁποῖο λεγόταν στά λατινικά confirmation. Γιατί στό λεγόμενο ‘Βυζάντιο’ εἴχαμε δύο γλῶσσες τήν ἑλληνική καί τήν λατινική. Confirmation θά πεῖ ἐπιβεβαίωση. Τίνος ἐπιβεβαίωση; Τοῦ γεγονότος ὅτι οἱ χριστιανοί αὐτοί πού πῆραν τό βάπτισμα ἔχουν ἀποκτήσει καί τήν νοερά προσευχή. Ὁπότε μετά τούς ἔδινε ἡ Ἐκκλησία καί τό ἅγιο Χρίσμα.
Ἡ νοερά προσευχή στήν τέλεια μορφή της εἶναι ἡ προσευχή πού κάνει τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Εἴπαμε ὅτι ὁ χριστιανός ἐπικαλεῖται τό Ἅγιο Πνεῦμα, τόν Χριστό καί λέει Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με, μέ τόν νοῦ του. Ὅταν αὐτό τό κάνει πολύ καιρό, μετά ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἐπισκέπτεται τόν ἄνθρωπο, ἀρχίζει τό Ἅγιο Πνεῦμα νά λέει αὐτή τήν προσευχή καί ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς τήν ἀκούει καί συμμετέχει. Αὐτό πιά εἶναι ἡ τέλεια κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ καί μακάρι νά φτάσουμε σ’ αὐτή τήν κατάσταση, ὅπου πλέον ἡ νοερά προσευχή λέγεται αὐτενεργοῦσα. Δηλαδή ἀπό μόνο του τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἡ καρδιά μας μιλάει στόν Θεό καί ὅταν ἀκόμα κοιμᾶσαι ἡ προσευχή δουλεύει μέσα σου. Ὅπως λέει στό Ἄσμα Ἀσμάτων «Ἐγώ καθεύδω καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» (Ἄσμα 5,2). Δηλαδή καί στήν Παλαιά Διαθήκη εἶχαν τήν νοερά προσευχή, ἐνῶ πολλοί ἀπό μᾶς οὔτε πού ξέρουμε περί τίνος πρόκειται, ἴσως νά τά ἀκοῦμε γιά πρώτη φορά. Κι ὅμως οἱ πρῶτοι χριστιανοί ἔκαναν ὅλοι νοερά προσευχή.
Σήμερα τά ξεχάσαμε αὐτά καί οἱ χριστιανοί ἔχουμε ἐκκοσμικευθεῖ πολύ. Πρέπει νά γυρίσουμε σ’ αὐτά πού εἶναι ἡ ρίζα τῆς πνευματικῆς ὑγείας. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού σήμερα ἔχουμε ἕνα σωρό ψυχολογικά, ἕνα σωρό καταθλίψεις, ἕνα σωρό διαζύγια, ἕνα σωρό φόνους κ.λ.π. Ὅλες οἱ κακοδαιμονίες ξεκινοῦν ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι βρώμικος. Τί θά πεῖ βρώμικος; Ἔχει λογισμούς. Τό τηλεσκόπιό του ἔχει μουντζουρωμένο τόν φακό του καί ὁ ἄνθρωπος δέν βλέπει τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι γεμάτος λογισμούς, γεμάτος σκέψεις, γεμάτος ἐπιθυμίες καί ἔχει χάσει τόν Θεό. Ἀλλά ἐκτός πού ἔχει χάσει τόν Θεό, ἔχει χάσει καί τόν ἑαυτό του καί εἶναι ὁ ἄνθρωπος χίλια κομμάτια μέσα του καί ἄλλα χίλια κομμάτια μέ τούς ἄλλους. Γιατί ὅταν ὁ ἄνθρωπος χάνει τόν Θεό, δέν χάνει μόνο τόν Θεό, χάνει καί τούς ἄλλους, χάνει καί τόν ἑαυτό του. Ἡ διάσπαση δηλαδή δέν εἶναι μόνο μέ τόν Θεό. Ἡ ἁμαρτία, τά πάθη πού εἴπαμε, δέν χωρίζουν τόν ἄνθρωπο μόνο ἀπό τόν Θεό, τόν χωρίζουν καί ἀπ’ τούς ἄλλους, τόν χωρίζουν καί ἀπ’ τόν ἑαυτό του τόν ἴδιο καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι διασπασμένος.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ, γυρνάει τόν νοῦ του στήν καρδιά καί διά τῆς καρδιᾶς στόν Θεό, βρίσκει τόν Θεό καί ὅταν βρίσκεις τόν Θεό, βρίσκεις καί τούς ἄλλους, ἑνώνεσαι καί μέ τούς ἄλλους καί βρίσκεις καί τόν ἑαυτό σου, ἀποκαθίσταται ἡ εἰρήνη καί μέσα σου. Οἱ ἄνθρωποι στήν ἐξομολόγηση τό λένε «ἔχω χάσει τόν ἑαυτό μου». Ἔχουμε χάσει τόν ἑαυτό μας καί τά παιδιά μας καί τήν γυναῖκα μας καί τούς συγγενεῖς μας καί ὅλους τούς ἀνθρώπους καί τόν Θεό.
– Πότε ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τούς ἄλλους;
Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος ἕνα ὡραῖο σχῆμα ὅτι: ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε στήν περιφέρεια ἑνός κύκλου καί στό κέντρο τοῦ κύκλου εἶναι ὁ Θεός. Ὅσο οἱ ἄνθρωποι προχωρᾶμε πιό κοντά στό κέντρο, πλησιάζουμε τόν Χριστό δηλαδή, πλησιάζουμε καί μεταξύ μας, μικραίνουν οἱ ἀποστάσεις. Ὅταν οἱ ἄνρθωποι πέσουμε στό κέντρο, ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό, ἑνωνόμαστε καί μεταξύ μας. Νά τό μυστικό γιά νά πετύχει ἡ οἰκογένεια. Γιατί σήμερα ὅλοι παίρνουν διαζύγιο; Τό διαζύγιο εἶναι φοβερή ἁμαρτία, εἶναι φόνος, δέν εἶναι ἀσήμαντο πράγμα. Γιά τήν Ἐκκλησία ἕνας γάμος ὑπάρχει. Ὁ δεύτερος γάμος δέν εἶναι γάμος. Κακῶς λέγεται γάμος. Ἄν διαβάσετε τήν ἀκολουθία εἰς δίγαμον, θά δεῖτε ὅτι ἐκεῖ μιλάει γιά πορνεία, γιά μοιχεία. Δέν εἶναι κανονικός γάμος. Ἕνας εἶναι ὁ γάμος στήν Ἐκκλησία. Κανονικά, ὅποιος χωρίζει, δέν πρέπει νά ξαναπαντρεύεται. Ἀλλά κατά ἄκρα οἰκονομία τό κάνει ἡ Ἐκκλησία προκειμένου νά μήν πέσει κανείς πάλι στήν σαρκική ἁμαρτία καί γιά νά μήν εἶναι ἀφημένος στά πάθη του, τοῦ δίνει μιά εὐχή.
– Πῶς θά πετύχει ὁ γάμος; Πῶς θά γίνουν οἱ δύο ἕνα;
Σκοπός τοῦ γάμου αὐτός εἶναι, ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα νά γίνουν ἕνα πνεῦμα, αὐτό πού λέγαμε στήν ἀρχή. Μόνο ἄν πέσουν στό κέντρο, δηλαδή στόν Χριστό, ὅταν δηλαδή εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό, εἶναι ἑνωμένοι καί μεταξύ τους. Ὅσο εἶναι μακριά ἀπό τόν Χριστό, εἶναι μακριά καί μεταξύ τους. Γι’ αὐτό ἔχουμε τά διαζύγια σήμερα. Γιατί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν φύγει πολύ μακριά ἀπό τόν Χριστό, ὁπότε ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ καί μεταξύ τους. Τό ἴδιο καί στίς ἐνορίες, τό ἴδιο καί σέ ὁλόκληρα ἔθνη. Γιατί ἔχουμε τέτοιες διαμάχες, τέτοιες φοβερές καταστάσεις; Ὁ ἕνας γίνεται λύκος γιά τόν ἄλλον, γιατί ἀκριβῶς ἔχουμε φύγει ἀπ’ τό κέντρο πού εἶναι ὁ Χριστός. Καί φεύγουμε άπό τό κέντρο ὅταν ὁ νοῦς μας ἀντί νά εἶναι στήν νοερά προσευχή, στήν νοερά λατρεία, στήν καρδιά, ἔχει κολλήσει στόν ἐγκέφαλο καί ἀσχολεῖται μέ τά κτίσματα καί λατρεύει ὡς θεούς τά χρήματα, τίς ἡδονές, τήν δόξα. Αὐτή εἶναι ὅλη ἡ ἀρρώστια μας.
Δέν εἶναι ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας ἁπλῶς νά κάνει κάποιες τελετές. Δέν εἶναι μουσεῖο ἡ Ἐκκλησία μέ ὡραῖα ἐκθέματα, νά δείξουμε τίς στολές μας οἱ παπάδες καί οἱ δεσποτάδες ἤ νά κάνουμε μιά ὡραία τελετή νά μᾶς πάρει καί ἡ τηλεόραση. Ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά θεραπευθεῖ ἡ ψυχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί αὐτῶν πού εἶναι ἀβάφτιστοι καί αὐτῶν πού εἶναι βαφτισμένοι. Τήν κάθαρση κανονικά τήν ἔχουμε κάνει ὅταν βαφτιστήκαμε, ἀλλά κι ἐμεῖς οἱ βαφτισμένοι ἔχουμε ἀνάγκη κάθαρσης.
Ὁ ἄνθρωπος πρίν βαφτιστεῖ, λένε οἱ Πατέρες, ἔχει στό κέντρο τῆς καρδιᾶς του, τῆς ὕπαρξῆς του τόν διάβολο. Οἱ ἀβάπτιστοι δηλαδή ἔχουν στό κέντρο τῆς καρδιᾶς τους τόν διάβολο. Ὅπως εἴπαμε, ἅπαξ καί ὁ ἄνθρωπος στόν Παράδεισο ἔκανε παρακοή, ὑποτάχθηκε στόν διάβολο, ὁπότε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού γεννιόμαστε στή γῆ, γεννιόμαστε ὑποταγμένοι στόν διάβολο. Καί τό μεγάλο εὐτύχημα γιά μᾶς τούς ὀρθοδόξους πού γεννιόμαστε στήν Ἑλλάδα εἶναι πού βαφτιζόμαστε. Ξέρετε τί εἶναι τό βάπτισμα; Μέγιστη δωρεά! Λένε κάποοι ἐξυπνάκηδες: «μέ ρώτησε γιά νά μέ βαφτίσει;». Δέ σέ ρώτησε. Μπορεῖς νά μήν τό ἀξιοποιήσεις τό βάπτισμα, ἅμα δέν θέλεις. Κράτα το ἀνενεργό, ὅπως οἱ περισσότεροι Ἕλληνες σήμερα πού ἔχουν τό βάπτισμα ἀνενεργό. Εἶναι σάν νά λένε: «μέ ρώτησες γιά νά μέ γεννήσεις;». Δέν σέ ρώτησε, ἀλλά εἶναι εὐλογία νά σέ γεννήσει καί μεγαλύτερη εὐλογία νά σέ ἀναγεννήσει μέ τό βάπτισμα. Εἶναι ἐρωτήσεις αὐτές πού κάνουμε! Ἀλλά τόση εἶναι ἡ ἀνοησία μας.
Λοιπόν, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι γεννῶνται ψυχοπαθεῖς, σύμφωνα καί μέ τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη καί μέ ὅλους τούς Πατέρες, μέ τήν πατερική ἔννοια, ὄχι μέ τήν ἔννοια τῶν ψυχιάτρων. Δηλαδή ἔχουμε πάθος ψυχῆς. Τί πάθος ψυχῆς; Εἴμαστε ὑποταγμένοι στόν διάβολο. Ἀντί δηλαδή στό κέντρο τῆς καρδιᾶς νά εἶναι ὁ Χριστός, ὅπως ἦταν στούς Πρωτόπλαστους πρίν τήν παρακοή, ἔχει μπεῖ ὁ πονηρός. Ὁ ἄνθρωπος ἔκανε ἀνταρσία, αὐτό ἦταν τό ἁμάρτημά μας στόν Παράδεισο, κάναμε τήν παρακοή στόν Θεό καί τήν ὑπακοή στόν διάβολο, ὁπότε ὁ διάβολος μετά μπῆκε στό κέντρο τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου καί ὁ κάθε ἄνθρωπος γεννιέται ψυχοπαθής. Δηλαδή ἔχει στό κέντρο του τόν διάβολο καί εἶναι ὑποταγμένος στά πάθη. Πάσχει δηλαδή ἡ ψυχή του, αὐτό θά πεῖ ψυχοπαθής.
Ἔρχεται τώρα ἡ δυνατότητα διά τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἄνθρωπος νά ἐλευθερωθεῖ καί νά θεραπευθεῖ, νά φύγει ἡ ψυχοπάθεια. Καί πῶς γίνεται αὐτό; Μέ τό βάπτισμα καί τό χρίσμα. Ἄν προσέξετε στήν ἀκολουθία τοῦ βαπτίσματος, ὁ παπάς πρίν βαπτίσει τό μωράκι, τό πηγαίνει στόν νάρθηκα τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ διαβάζει ἐξορκισμούς. Ἐξορκίζει τόν διάβολο πού ὑπάρχει στό κέντρο τῆς καρδιᾶς καί ὁ νονός φτύνει τόν διάβολο ἀντί τοῦ παιδιοῦ πού δέν καταλαβαίνει νά τό κάνει. Ρωτάει: «Ἀποτάσσεσαι τόν σατανᾶ;». «Ἀποτάσσομαι». Τρεῖς φορές. Καί φύσα τον καί φτύσ’ τον. Αὐτά δέν εἶναι σχήματα λόγου. Ἐκείνη τήν ὥρα φεύγει ὁ διάβολος ἀπό τήν καρδιά τοῦ μωροῦ, ἐξοστρακίζεται καί μετά τό παιδάκι βαφτίζεται. Θάβεται μέσα στά νερά, ὅπως ὁ Χριστός στόν τάφο καί μετά ἀνσταίνεται. Γι’ αὐτό λέμε βαφτιζόμαστε στόν σταυρό – τήν ταφή καί τήν Ἀνάσταση. Συσταυρούμεθα καί συνανιστάμεθα μέ τόν Χριστό. Εἶναι μέγα μυστήριο. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή, ὅταν βγαίνει ἀπό τήν κολυμβήθρα, εἶναι ἅγιος, τό μωράκι εἶναι ἅγιο. Εἶναι πεντακάθαρο, σάν νά βλέπεις τόν Χριστό. Ἔχουν φύγει οἱ δαίμονες καί ἔχει τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μάλιστα, ὅταν τοῦ κάνουμε τό Ἅγιο Χρίσμα, τό ὁποῖο τώρα γίνεται μαζί μέ τό Βάπτισμα, ἔχει ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Μετά ὅμως κάνουμε ξανά τά ἴδια πού κάναμε στόν Παράδεισο. Ξανακάνουμε παρακοή. Θά πεῖτε τό μωράκι ἔχει συνείδηση; Κάνει ἁμαρτία τό μωράκι; Στήν ἀρχή δέν κάνει, κάνουν οἱ γονεῖς καί κάνουν τό πᾶν νά τό «ξεβαφτίσουν», νά ἀπενεργοποιήσουν τήν χάρη. Μοῦ ἔχουν πεῖ ὅτι βάζουν τά νεοβάπτιστα μωρά νά χορέψουν στό κέντρο! Ἀλλά ἡ μεγαλύτερη ζημιά γίνεται ἀργότερα ἀπό τούς γονεῖς μέ τά «μπράβο-μπράβο», τά κανακέματα, τά στολίδια, τά ροῦχα, τά χάδια καί τήν ἱκανοποίηση ὅλων τῶν θελημάτων. Ὅλα αὐτά δίνουν τό μήνυμα στό παιδί -τό ὁποῖο καταλαβαίνει μιά χαρά- ὅτι εἶναι τό κέντρο τοῦ σύμπαντος κόσμου καί τοῦ τρέφουν τό θέλημα καί τόν ἐγωισμό, τήν φιλαυτία καί τήν ὑπερηφάνεια. Ξυπνοῦν στό μωρό τό μεγαλύτερο πάθος πού λέγεται ὑπερηφάνεια.
Μεγαλώνοντας τό μωράκι λοιπόν συνεχίζει στήν ἴδια κατεύθυνση, ὁπότε ἀπενεργοποιεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί χρειάζεται πλέον πάλι κάθαρση. Αὐτό δυστυχῶς τό παθαίνουμε ὅλοι, γιατί οἱ γονεῖς δέν ξέρουν νά μεγαλώσουν τά παιδιά τους. Ἄν οἱ γονεῖς φύλαγαν τό βάπτισμα, θά εἴχαμε ἅγιους ἀπό μωρά. Θά ἔκαναν θαύματα τά μικρά παιδιά, ἀλλά καί οἱ γονεῖς. Ἐπειδή ὅμως δέν ξέρουν πῶς νά μεγαλώσουν τό παιδί, πῶς νά μήν θρέψουν τά πάθη στό παιδί, οἱ ἴδιοι τοῦ ἐνεργοποιοῦν τά πάθη.
Γιά παράδειγμα, πηγαίνει ἡ θεία στήν κλινική νά δεῖ τό παιδί καί τήν ρωτᾶνε «τό χρύσωσες τό μωρό;». Τοῦ ἔβαλες δηλαδή δίπλα καμιά χρυσή λίρα; Γιατί τοῦ βάζουν λίρα; Γιατί λένε τό χρυσάφι εἶναι καλό πράγμα. Λέει ὁ Χριστός ν’ ἀγαπήσουμε τό χρυσάφι; Γιατί τό μωρό, ὅταν τοῦ βάλεις τό χρυσάφι καί βλέπει καί τήν δική σου ἔκφραση τοῦ προσώπου, θά πάρει τό μήνυμα ὅτι αὐτό εἶναι κάτι σπουδαῖο. Αὐτό πού ὁ Χριστός λέει νά μισήσουμε, ἐσύ τοῦ τό βάζει ἀπό τήν στιγμή πού γεννιέται γιά νά τό ἀγαπήσει. Τοῦ τρέφεις τό πάθος τῆς φιλαργυρίας, τήν κορυφαία ἄρρωστη ἀγάπη.
Μέ ὅλα τά κανακέματα, τί θέλει τό παιδί, χαϊδέματα, ἀγκαλιές, φιλιά, φιογκάκια, «χρυσό μου, κορώνα μου», ὑποκοριστικά τοῦ τρέφουν τήν κενοδοξία, τό ἄλλο κορυφαῖο πάθος καί μαθαίνει τό παιδί ὡς ὑπεραξία νά θεωρεῖ τά ‘μπράβο’. Νά καί τό δεύτερο πάθος, ἡ κενοδοξία, πού τήν τρέφουμε στό παιδί ἀπό τά γεννοφάσκια. Οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος, μπαζώνουν τό παιδί, ὅπως ὅταν ἔχεις μιά πηγή καί ρίχνεις πέτρες καί θάβεται. Ἐκεῖ πού μποροῦσες νά πίνεις γάργαρο νερό, ἔχεις μόνο κοτρῶνες. Ἑπομένως χρειάζεται ὁ κάθε ἄνθρωπος καί ὁ βαπτισμένος, ξανά κάθαρση. Νά βγάλεις δηλαδή τίς ἁμαρτίες καί τά πάθη, πού συσσώρευσαν πάνω σου πρῶτα-πρῶτα οἱ γονεῖς, παπποῦδες, γιαγιάδες κλπ μέ τόν τρόπο πού εἴπαμε καί στή συνέχεια κι ἐσύ ὁ ἴδιος. Γιατί κι ἐσύ δυστυχῶς ἀκολουθεῖς αὐτά πού ἔμαθες ἀπό τούς γονεῖς σου. Κι ὅταν μεγαλώνουν οἱ ἄνθρωποι ἐφαρμόζουν τά ἴδια στά παιδιά τους καί δέν διορθώνεται τίποτα γιατί ὅλοι μεγαλώνουν τά παιδιά τους ἐνθυμούμενοι τί ἔκαναν ἡ μάνα τους καί ὁ πατέρας τους καί διαιωνίζεται ἡ ἀρρώστια.
Ἐνῶ τό σωστό θά ἦταν νά σκεφτοῦν: «Γιά στάσου ἐγώ εἶμαι χριστιανός, γιά νά δῶ τί λέει ὁ Χριστός γιά τήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν. Τί λένε, αὐτοί πού μιμήθηκαν τόν Χριστό, οἱ Ἅγιοι Πατέρες, γιά τήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν». Νά σᾶς πῶ ὅτι λένε πολύ ὡραῖα πράγματα. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λ.χ. ἔχει ὁλόκληρη ὁμιλία περί κενοδοξίας καί πῶς πρέπει οἱ γονεῖς νά μεγαλώνουν τά παιδιά τους καί αὐτά πού σᾶς εἶπα τά λέει ἐκεῖ μέσα. Πῶς οἱ γονεῖς δηλαδή καταστρέφουν οἱ ἴδιοι τά παιδιά τους, γιατί μετά άπό κάποια ἡλικία, ἀφοῦ τοῦ ἔχεις δώσει τά πάντα, τοῦ ἔχεις θρέψει τόν ἐγωισμό μέ τά κανακέματα καί τά μπράβο-μπράβο, φτάνει κάποια στιγμή πού θά τοῦ πεῖς καί ὄχι. Καί θά σοῦ πεῖ «γιατί μοῦ λές ὄχι, μέχρι τώρα μοῦ ἔλεγες σ’ ὅλα ναί». Καί θά ἔχει δίκαιο, μεγάλο δίκαιο. Γιατί δέν τοῦ εἶχες πεῖ ποτέ ὄχι, ὅτι δέν τό θέλει ὁ Θεός. Ποιός Θεός; Ἐδῶ λένε: «ἐγώ μιλάω, τό εἶπε ὁ μπαμπάς, ἡ μαμά». Ἄκου ἐπιχείρημα! Ἀντί νά πεῖ ὁ Θεός τί λέει. Ἀλλά καί οἱ γονεῖς ἔχουν κάνει κέντρο τόν ἑαυτό τους, ὁπότε εἶναι τελείως λάθος ἡ ἀγωγή. Λέει ὁ γονιός «ἐγώ τόσα ἔκανα γιά τό παιδί μου καί αὐτό μοῦ ’δωσε μιά κλωτσιά». Βέβαια, τί θά σοῦ δώσει; Ἀφοῦ δέν τό ἔμαθες ποτέ νά κάνει ὑπακοή στόν Θεό. Τό ἔμαθες νά εἶναι ἐγωιστής καί ὅταν μετά τοῦ πολεμήσεις ἐσύ τό θέλημα, θά σοῦ πεῖ: «Γιατί μοῦ τό πολεμᾶς; Εἶσαι κακός. Σηκώνομαι καί φεύγω». Καί ἔχει δίκαιο!
Τά πράγματα ὅμως θά ἦταν διαφορετικά, ἄν μάθαινε τό παιδί ἀπό μικρό τήν ὑπακοή στόν Θεό καί τοῦ ἔλεγαν οἱ γονεῖς «ξέρεις παιδί μου κι ἐμεῖς δέν κάνουμε τό δικό μας θέλημα, κάνουμε αὐτό πού θέλει ὁ Θεός κι ἐσύ λοιπόν πρέπει νά κάνεις αὐτό, αὐτό κι αὐτό». Βλέπω μικρά κοριτσάκια πού τούς βάζουν σκουλαρίκια, τά βάφουν, τά κανακεύουν, τά μάθαινουν νά λατρεύουν τό χρυσό καί ὄχι τόν Χριστό, νά ἔχουν ὡραιοπάθεια κλπ, ὅλα αὐτά ξεκινοῦν ἀπό τήν μικρή ἡλικία. Τί θά γίνει αὐτό τό κοριτσάκι ὅταν μεγαλώσει; Θά ὑποταχθεῖ στά πάθη στά ὁποῖα εἶναι ὑποταγμένες καί οἱ περισσότερες γυναῖκες, τά ὁποῖα εἶναι μιά διαστροφή. Γιατί δέν ἐπιτρέπεται νά ἀλλοιώνεις τό πρόσωπό σου. Τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖς νά πάρεις μιά εἰκόνα καί νά τήν ζωγραφίσεις; Εἶναι βλασφημία. Τό ἴδιο εἶναι καί τό πρόσωπο τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Δέν ἐπιτρέπεται καμία ἀλλοίωση. Ἀλλά ὅλα αὐτά, ἄν δέν τά ξέρει καί δέν τά ζεῖ ἡ μητέρα, πῶς θά τά περάσει στό παιδί;
Ἄν εἴχαμε σωστή ζωή οἱ γονεῖς, δέν θά εἴχαμε αὐτή τήν μεγάλη ἀνάγκη γιά διόρθωση τῶν παιδιῶν μας. Εἶναι ἀπαραίτητη λοιπόν αὐτή ἡ κάθαρση καί μετά τό βάπτισμα, γιατί δυστυχῶς ὅλοι «μπαζώνουμε» τό Ἅγιο Πνεῦμα καί χρειάζεται μετάνοια.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : Μοῦ δημιουργήθηκαν δύο ἐρωτήματα. Εἴπαμε στήν ἀρχή ὅτι πρέπει ὁ χριστιανός νά βρίσκεται στήν Ἐκκλησία τουλάχιστον πρίν τό «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία..». Ἄν δέν εἴμαστε ἀπό πρίν, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι πήγαμε Ἐκκλησία; Ὅταν ἐρχόμαστε μετά τό ἀντίδωρο, δικαιούμαστε νά κοινωνήσουμε;
Ἀπ. : Ὄχι βέβαια. Δέν δικαιούμαστε. Ποτέ δέν δικαιούμαστε! Καί πρίν τόν παπά νά πᾶμε δέν δικαιούμαστε! Ἀλλοίμονο! Κατά χάρη παίρνουμε τόν Χριστό. Ἀλλά τουλάχιστον νά δείχνουμε μιά διάθεση. Κανονικά ξέρετε πότε πρέπει νά πηγαίνουν οἱ χριστιανοί στήν Ἐκκλησία; Πρίν τόν παπά. Ὁ παπάς νά ἔρθει μετά, νά πάρουν τήν εὐχή του καί ὅλοι μαζί νά ξεκινήσουν τό Μεσονυκτικό, τόν Ὄρθρο, ὅπως ξεκινάει ἡ Λειτουργία. Ὄχι νά πάει ὁ παπάς νά κάνει τά δικά του… καί ἐμεῖς νά πᾶμε ὅποτε θέλουμε. Μερικοί φτάνουν ἀφοῦ τελειώσει ἡ Λειτουργία καί προσπαθοῦν νά προλάβουν τήν κατάλυση. Δέν εἶναι ἔτσι. Νά στό στέλνουμε καί στό σπίτι μέ τό ταχυδρομεῖο, ὅπως ἔχουν φτάσει νά κάνουν οἱ Ἀγγλικανοί, πού στέλνουν τήν Θεία Κοινωνία μέ τό ταχυδρομεῖο! Ἄν εἶναι δυνατόν! Αὐτό κι ἄν δέν εἶναι ἀλλοτρίωση.
Ποῦ εἶναι ἡ ἀγάπη μας στόν Χριστό; Ποῦ εἶναι οἱ Μυροφόρες; Οἱ Μυροφόρες πῆγαν ἀξημέρωτα στόν Τάφο. Οὔτε ἔβαλαν λογική… τίποτα…. μέ τήν καρδιά. Δούλευε ἡ καρδιά. Ἐμεῖς πᾶμε μέ τή λογική. Λένε: «Νά κοιμηθῶ λίγο ἀκόμα, κουρασμένος εἶμαι… Μιά μέρα ἔχω νά ξεκουραστῶ τήν Κυριακή». «Προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις» (Ψαλμ. 140,4). Ὅταν εἶναι ὅμως νά πᾶνε στό σκί, ἀπ’ τίς ἕξι τό πρωί, τούς ἔβλεπα ὅταν ἤμουν στήν Θεσσαλονίκη, νέα παιδιά, ὅλοι ἕτοιμοι. Ἄν τούς πεῖς νά πᾶνε στή Θεία Λειτουργία ἀπ’ τίς ἕξι τό πρωί, κανένας… ποιός πάει; Βλέπετε, ἔχει σημασία ποῦ εἶναι ἡ καρδιά μας. Ὅταν ἡ καρδιά σου εἶναι στόν Χριστό, θά ξυπνήσεις. Γι’ αὐτό λέμε ἡ ἀρρώστια εἶναι μέσα μας.
Λέμε πρέπει νά πᾶμε πρίν τό Εὐλογημένη. Λέει ὁ ἄλλος, γιατί πρέπει; Ἐγώ νομίζω πρέπει λίγο πιό μετά. Πόσο πιό μετά; Νά τό συζητήσουμε. Μέχρι πόσο μπορῶ νά παραβῶ; Ἔ, αὐτά δέν εἶναι κουβέντες, εἶναι πολύ γύφτικα πράγματα. Ἀγάπα τόν Χριστό καί μετά ἡ καρδιά σου θά σέ πάει πολύ πρίν τόν παπά.
Ἐρ. : Αὐτό πού λένε κάποιοι «ἐγώ ἀγαπάω τόν Θεό, ἀλλά δέν πάω ἐκκλησία, εἶμαι καλός ἄνθρωπος…».
Ἀπ. : Ὁ Χριστός μᾶς εἶπε: «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰω. 14,6). Ἐπίσης μᾶς εἶπε ὅτι: «ἐκεῖνος εἶναι πού Μέ ἀγαπάει, ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς» (Ἰω. 14,21). Δηλαδή ὁ Χριστός μᾶς εἶπε καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά δείξουμε τήν ἀγάπη μας. Ἡ ἀγάπη δέν εἶναι αὐτό πού λέει ὁ λαός ‘ἀγάπες καί λουλούδια’, ὡραῖα συναισθήματα, νά ἔχουμε καλά αἰσθήματα γιά τόν Χριστό. Δέν θέλει αὐτό ὁ Χριστός. Ὁ Χριστός θέλει τήν καρδιά σου καθαρή. Καί γιά νά καθαρίσεις τήν καρδιά σου, πρέπει νά τηρήσεις αὐτά πού λέει. Οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ εἶναι προδιαγραφές ζωῆς. Ἄν δέν τηρήσουμε τίς ἐντολές χαθήκαμε, πᾶμε στήν κόλαση, στόν θάνατο, καταστρεφόμαστε. Οἱ ἐντολές δέν εἶναι γιά τόν Χριστό. Ἄν τηρήσουμε τίς ἐντολές δέν προσθέτουμε κάτι στόν Χριστό, ὁ Χριστός δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό τίς ἐντολές. Μᾶς ἔδωσε τίς ἐντολές ὡς ὁδηγίες χρήσεως τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς μας, γιά νά μήν τά διαλύσουμε καί τά καταστρέψουμε.
Ὅπως ὅταν ἀγοράζεις ἕνα τρακτέρ, θά πάρεις καί τό manual γιά νά δεῖς τίς ὁδηγίες. Ἄν δέν τηρήσεις τίς ὁδηγίες, ἀγαπᾶς τό τρακτέρ σου; Ὄχι βέβαια. Τό ἔχεις ἤδη καταστρέψει. Ἔτσι εἶναι καί ὀ Χριστός. Σοῦ ἔδωσε τίς ὁδηγίες χρήσης, γιά νά ἀγαπήσεις τόν Θεό καί νά ἀγαπήσεις σωστά καί τόν ἑαυτό σου. Νά διασώσεις τόν ἑαυτό σου. Ὅπως διασώζεις ἕνα μηχάνημα, ὅταν τηρεῖς τίς ὁδηγίες τοῦ κατασκευαστή, ἔτσι διασώζεις καί τό σῶμα καί τήν ψυχή σου. Σωτηρία εἶναι ὅταν τηρεῖς τίς ὁδηγίες πού σοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός.
Μιά ὁδηγία χρήσεως λέει: «τό σῶμα οὐ τῆ πορνεία» (Α΄ Κορ. 6,13). Εἶναι μία ὁδηγία χρήσεως αὐτή. Εἶναι ὁδηγία χρήσεως γιά τό σῶμα. Τό σῶμα δέν ἐπιτρέπεται νά πορνεύει. Πορνεία εἶναι καθετί ἐκτός γάμου, ὁποιαδήποτε σχέση ἐκτός γάμου. Καί μετά ἀρχίζουν οἱ συζητήσεις. Τί ἐπιτρέπεται πρίν τόν γάμο; Τό λέει κι αὐτό ἠ Ἐκκλησία, ἄν θέλεις νά τό μάθεις. Ὅταν πᾶμε στό μυστήριο τοῦ γάμου, βλέπουμε τόν ἱερέα πού παίρνει τό χέρι τοῦ νυμφίου καί τῆς νύφης καί τά ἑνώνει. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη ἐπαφή πού ἔχει ὁ ἄνδρας μέ τήν γυναῖκα. Μέχρι τότε δέν πρέπει νά ἔχουμε καμία σωματική ἐπαφή.
Θά μοῦ πεῖτε στήν πράξη μπορεῖ νά τό κάνει αὐτό κάποιος νέος; Ἄν θέλει, μπορεῖ, γιατί ὁ Χριστός δέν ζητάει πράγματα ἀδύνατα. Ἀλλά πότε μπορεῖ νά τό κάνει καί νά μήν τρελαθεῖ; Ὅταν προσέχει τά μάτια του, γιατί εἶπε ὁ Χριστός γιά νά μήν πορνεύσεις καί νά μήν μοιχεύσεις, πρέπει νά προσέχεις τί βλέπεις. Ἄν φυσικά δέν προσέχεις τί βλέπεις, ὅλα αὐτά μετά θά γίνουν θεοί γιά σένα, ὅπως εἴπαμε, γιατί ὁ νοῦς κολλάει στόν ἐγκέφαλο καί κάνει θεούς ὅ,τι βλέπει, ἀκούει, πιάνει κ.λ.π. καί μετά δέν μπορεῖ νά ἀντισταθεῖ. Ἄν τρῶς ὅλα αὐτά τά δηλητήρια πού σοῦ δίνουν ἡ τηλεόραση, τό ἴντερνετ καί τά κινητά, φυσικά δέν μπορεῖς ν’ ἀντισταθεῖς καί νά φυλάξεις τήν ἁγνότητά σου καί τήν καθαρότητά σου.
Ὁπότε χρειάζεται μία ὁλόκληρη διαδικασία γιά νά τηρήσουμε τίς ἐντολές. Ἕνας λοιπόν πού λέει «Ἐγώ ἀγαπάω τόν Χριστό, ἀλλά ἐκκλησία δέν πάω. Τήν βρίσκω στά ξωκλήσια. Μέ πειράζει καί τό θυμίαμα καί ἡ πολυκοσμία..», οὐσιαστικά δέν ξέρει τίποτε γιά τόν Χριστό, γιατί ὁ Χριστός εἶπε ὅτι: «τότε Μέ ἀγαπᾶτε, ὅταν τηρεῖτε αὐτά πού σᾶς λέω». Μιά βασική ὁδηγία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὑπακοή στίς ἐντολές Του καί μία ἐντολή εἴπαμε εἶναι ὁ χριστιανός νά εἶναι στήν Ἐκκλησία πρωί καί βράδυ.
Δέν εἶναι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων οἱ Κανόνες, γιατί οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας πού ὑπάρχουν, εἶναι τοῦ Χριστοῦ πράγματα. Ὁ Χριστός τά εἶπε. Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ζοῦσαν μέ βάση τίς ὁδηγίες τοῦ Χριστοῦ. Καί μή μοῦ πεῖτε ὅτι αὐτό δέν τό γράφει στήν Ἁγία Γραφή, ὅπως λένε οἱ Προτεστάντες. Ἡ Ἁγία Γραφή γράφει κάποια πράγματα, δέν τά λέει ὅλα. Ἀλλά στήν Ἱερά Παράδοση ἔχουμε θά λέγαμε τό σύνολο τῶν ὁδηγιῶν τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἱεροί Κανόνες, οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἡ λατρεία καί ἡ Ἁγία Γραφή, ὅλα μαζί ἀποτελοῦν τήν Ἱερά Παράδοση καί τότε ζοῦμε ὀρθόδοξα. Ἀλλιῶς ζοῦμε κατά τήν ἀντίληψή μας καί ἔχουμε κάνει ἕναν χριστιανισμό στά μέτρα μας. «Ἐγώ νομίζω ἔτσι. Ὁ παπάς δέν εἶναι ἐντάξει. Ὁ δεσπότης δέν εἶναι ἐντάξει. Ἡ Ἐκκλησία δέν τά κάνει καλά, πρέπει νά διορθωθεῖ». Ἐσύ πρέπει νά διορθωθεῖς. Νά μάθεις τίς προδιαγραφές σου, νά μάθεις τί ζητάει ὁ Χριστός ἀπό σένα καί τότε θά Τόν ἀγαπήσεις, ὅταν ἀρχίσεις νά τηρεῖς τίς ἐντολές. Τότε μπαίνεις στή διαδικασία νά Τόν ἀγαπήσεις.
Ἐρ. : Γιά νά μάθει ὁ ἄνθρωπος, πρέπει νά τοῦ πεῖ κάποιος «ἔλα νά σέ μάθω», δέν πρέπει κι αύτός νά ἐνδιαφερθεῖ καί νά θέλει νά μάθει;
Ἀπ. : Φυσικά νά θέλει.
Ἐρ. : Αὐτόν πού λέει «ξέρω τούς Κανόνες τῆς ἐκκλησίας, ξέρω τί θέλει ὁ Θεός ἀπό μένα», δηλαδή δέν ἔχει ὄρεξη νά μάθει. Πῶς τόν προσεγγίζουμε αὐτόν νά τόν βοηθήσουμε;
Ἀπ. : «Τοῖς πᾶσι γέγονα τά πάντα» (Α΄Κορ. 9,22) λέει ὁ Ἀπόστολος. Ὅ,τι μποροῦμε παππούλη μου, νά κάνουμε. Λίγο μέ συμβουλή, λίγο μέ τό κήρυγμα, λίγο μέ τήν καμπάνα πού χτυπάει, λίγο μέ ἕναν κύκλο, ὅπως τώρα, λίγο μέ συζήτηση, λίγο μέ τό μάλωμα… χρειάζεται καί μάλωμα, μιά παρατήρηση δηλαδή. Δέν μπορεῖ ὁ ἄλλος νά κάνει πολιτικό γάμο καί μετά νά σοῦ λέει: «Δέν ἔκανα καί κανένα κακό». Πῶς δέν ἔκανες; Μεγάλο κακό ἔκανες.
Φταῖμε κι ἐμεῖς οἱ παπάδες. Οἱ δήμαρχοι τελοῦν πολιτικούς γάμους καί ἐμεῖς τούς δεχόμαστε στήν Ἐκκλησία καί λέμε «Γειά σας κ. Δήμαρχε, τί κάνετε; Ἐλᾶτε νά βαφτίσετε καί τό τάδε παιδί». Δέν ἐπιτρέπεται νά βαφτίσει παιδί αὐτός. Ἀφοῦ αὐτός τελεῖ πολιτικό γάμο, πῶς θά βαφτίσει παιδί; Δηλαδή παραβαίνει θεσμικά αὐτό πού λέει ἡ Ἐκκλησία κι ἕνας ἀπό σᾶς ἐάν κάνει πολιτικό γάμο, δέν ἐπιτρέπεται νά βαφτίσει παιδί. Ἀλλά ἅμα εἶναι ὁ δήμαρχος, λένε ἐπειδή εἶναι ὁ δήμαρχος τώρα τί νά κάνουμε; Τό ἴδιο θά κάνεις. Θά πεῖ ὁ παπάς ὅτι δέν ἐπιτρέπεται νά βαφτίσει παιδί ἐξαιτίας τῶν πολιτικῶν γάμων πού κάνει. Ὅταν σταματήσει νά κάνει πολιτικούς γάμους, θά βαφτίσει παιδί. Λέει: «Μοῦ λένε νά τούς κάνω πολιτικό γάμο, γι’ αὐτό». Κι ἐπειδή σοῦ λένε; Ἄν αὔριο σοῦ ποῦν νά σκοτώσεις, θά σκοτώσεις δηλαδή; Ἄν δέν μπορεῖς ν’ ἀντισταθεῖς, καλύτερα νά παραιτηθεῖς, παρά νά χάσεις τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ πολιτικός γάμος εἶναι ὕβρις τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι γάμος, εἶναι ἐπίσημη πορνεία μέ τή βούλα τῆς πολιτείας. Κι ἕνας πού κάνει πολιτικό γάμο δέν μπορεῖ νά βαφτίσει, ἀλλά κι ἕνας πού τελεῖ αὐτή τήν τελετή πολύ περισσότερο δέν μπορεῖ νά βαφτίσει.
Αὐτό εἶναι ἕνα ἀπό τά πολλά παραδείγματα πού δείχνουν τήν ἀντινομία τῆς πίστης μας μέ τήν ζωή μας. Ἄλλα πιστεύουμε, ἤ μᾶλλον δέν ξέρουμε τί πιστεύουμε, τί ζητάει ὁ Θεός ἀπό μᾶς, καί ἄλλα κάνουμε. Ὁπότε τό θέμα εἶναι νά ἔχουμε ἕναν πνευματικό ὁδηγό. Νά ρίχνουμε τουφεκιές ἐδῶ κι ἐκεῖ δέν γίνεται. Θέλεις πράγματι νά θεραπευτεῖς, νά μήν χαλάσεις τό μηχάνημα ἤ τουλάχιστον νά τό διορθώσεις; Γιατί ὅλοι τό χαλάσαμε, ὅλοι τό κάναμε τό μπάζωμα. Μᾶς τό ἄρχισαν οἱ καλοί γονεῖς μας κι ἐμεῖς τό συνεχίσαμε. Ἄν θέλεις, τό πρῶτο καί τό σπουδαιότερο εἶναι νά ἔχεις πνευματικό ὁδηγό. Νά βρεῖς ἕναν πνευματικό, νά ἀκολουθήσεις τίς ὁδηγίες του καί ἔτσι σιγά-σιγά θά καθαρίσεις τήν καρδιά. Θά ἀρχίσει νά λειτουργεῖ τό μνημονικό σύστημα τῆς καρδιᾶς. Τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται πραγματικά μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοί θεωροῦνται μέλη τῆς Ἐκκλησίας πού ἔχουν ἀποκατεστημένη μέσα τους αὐτή τήν λειτουργία, τήν νοερά προσευχή. Κανονικά δηλαδή δέν εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Τυπικά εἴμαστε, ἀλλά οὐσιαστικά εἴμαστε ἐκτός, γιατί στήν πράξη κάνουμε ὅλα τά ἀνάποδα ἀπό αὐτά πού λέει ὁ Χριστός καί πρῶτα-πρῶτα ἐμεῖς οἱ παπάδες καί οἱ δεσποτάδες. Ἐμεῖς πρῶτοι τά ἔχουμε ξεχάσει αὐτά.
Ἐνῶ οἱ πρῶτοι χριστιανοί, σᾶς εἶπα, ἔκαναν ὅλοι νοερά προσευχή. Τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες δέν ἔχουμε βιβλία νά μιλοῦν γιά νοερά προσευχή, γιατί τό ἔκαναν ὅλοι, ἦταν αὐτονόητο. Τόν τέταρτο αἰῶνα βγῆκε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί λέει: «προσέξτε μή σταματᾶτε τήν νοερά προσευχή, πρωί καί βράδυ, ἡμέρα καί νύχτα, μή σταματᾶτε, μέχρι νά καταπιεῖ ἡ καρδιά τόν Χριστό καί ὁ Χριστός τήν καρδιά». Νά ἑνωθεῖ ὁ Χριστός μέ τήν καρδιά, ὅπως εἴπαμε καί ἡ καρδιά νά δουλεύει γιά τόν Χριστό, νά προσεύχεται συνέχεια. Γιατί βγῆκε τότε καί τό εἶπε; Γιατί τότε οἱ χριστιανοί εἶχαν χαλαρώσει. Εἶχαν σταματήσει οἱ διωγμοί μετά τό διάταγμα τῶν Μεδιολάνων καί οἱ χριστιανοί χαλάρωσαν, ἐκκοσμικεύτηκαν. Ἔγινε καί ἐπίσημη θρησκεία μετά μέ τόν Μέγα Θεοδόσιο ὁ χριστιανισμός, ὁπότε ἦταν καί θέμα πρεστίζ, ἦταν κοινωνικά σπουδαῖο νά εἶσαι χριστιανός. Γινόσουν ἀποδεκτός ὡς χριστιανός, ὁπότε βαφτιζόντουσαν χωρίς ὅμως νά ἔχουν ἀληθινή μετάνοια.
Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χρυσόστομος: προσέξτε, μή σταματᾶτε νά ἐπικαλεῖστε τόν Κύριο. Εἶναι βασική λειτουργία τοῦ χριστιανοῦ. Ὁ Χριστός σχετικά μ’ αὐτό μας εἶπε τήν παραβολή τοῦ ἄδικου κριτοῦ καί τῆς χήρας. Πού πήγαινε ἡ χήρα στόν κριτή ἐκεῖνον κι ἐκεῖνος τήν ἔδιωχνε. Αὐτή ἐπέμενε, ξαναπῆγε δεύτερη καί τρίτη φορά καί στό τέλος ὁ κριτής ἐπειδή τήν βαρέθηκε τῆς ἔκανε τήν χάρη. Ὁπότε λέει ὁ Χριστός: ἄν αὐτός ὁ ἄδικος κριτής ἐπειδή τόν πίεζε αὐτή ἡ χήρα, τελικά τῆς ἔκανε τό χατίρι, πόσο μᾶλλον ὁ δίκαιος Θεός! Ὅταν ἐπιμένουμε καί τοῦ ζητᾶμε τό ἔλεος δέν θά μᾶς τό δώσει; Θά μᾶς τό δώσει. Γι’ αὐτό νά ἐπιμένουμε. Αὐτό εἶναι μιά βασική λειτουργία πού πρέπει νά κάνουμε, ἀλλα χρειάζεται καί γενικότερη διόρθωση τῆς ζωῆς μας, γι’ αὐτό χρειάζεται ὁ πνευματικός ὁδηγός πού θά μᾶς δώσει ὁλόκληρο τό πακέτο, πόση νηστεία θά κάνουμε, πόση προσευχή, πόση ἄσκηση κ.λ.π. Εἶναι ὁλόκληρο θεραπευτικό πακέτο, ὅπως πᾶς στόν γιατρό καί σοῦ λέει «θά πάρεις αὐτά τά φάρμακα, θά κάνεις αὐτές τίς ἀσκήσεις, θά τρῶς αὐτά τά πράγματα», ἕνα ὁλόκληρο θεραπευτικό πακέτο. Ἄν ὁ ἄρρωστος πεῖ: «σιγά νά μήν τά κάνω ἐγώ αὐτά», θά γίνει καλά; Δέν θά γίνει.
Ἐρ. : Γέροντα στήν ἐξομολόγηση ποιά εἶναι ἡ γνώμη σας νά ἐξομολογοῦνται μαζί τά ζευγάρια;
Ἀπ. : Ἐντάξει, αὐτό εἶναι εὐχῆς ἔργο, ἀλλά δέν τό ἀντέχουν. Εἶναι ἀνάλογα μέ τό πνευματικό ἐπίπεδο στό ὁποῖο βρίσκονται. Σέ πρώτη φάση, εὐχῆς ἔργο εἶναι νά ἔχουν τόν ἴδιο πνευματικό. Τουλάχιστον ἐγώ περιμένω νά μοῦ τό ζητήσουν οἱ ἴδιοι, δέν τούς τό ἐπιβάλλω. Γιατί πολλές φορές μπορεῖ νά πεῖ κάτι ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα νά σκανδαλιστεῖ καί στό σπίτι νά γίνει μεγάλη φασαρία γιατί δέν ἔχουν φτάσει ἀκόμα στό ἐπίπεδο νά ἔχουν τό ἕνα πνεῦμα. Ἄν ἔχουν τό ἕνα πνεῦμα, λειτουργεῖ καί στούς δύο μέσα ἡ νοερά προσευχή τότε δέν ὑπάρχει πρόβλημα. Καί μαζί στήν ἐξομολόγηση τά λένε μιά χαρά. Γιατί εἶναι στό ἴδιο πνεῦμα καί πλέον δέν ἀγωνίζεται ὁ ἕνας νά κυριαρχήσει στόν ἄλλον, ὅπως γίνεται συνήθως. Ἀπό τήν πρώτη μέρα τοῦ γάμου βλέπετε ἡ γυναίκα προσπαθεῖ νά πατήσει τό πόδι τοῦ ἄνδρα, δηλαδή νά κυριαρχήσει. Ἐνῶ στήν Ἐκκλησία, ὅταν λειτουργοῦμε σωστά, προσπαθοῦμε νά ὑπηρετήσουμε, ὄχι νά κυριαρχήσουμε. Αὐτό πρέπει νά γίνει καί στήν οἰκογένεια. Ὅταν ὁ ἕνας δηλαδή ἀγωνίζεται νά ὑπηρετήσει τόν ἄλλον, νά κάνει ὑπακοή στόν ἄλλον, τότε λειτουργεῖ σωστά ἡ οἰκογένεια. Ὅταν ἀγωνίζεται νά κυριαρχήσει στόν ἄλλον, τότε ἔχουμε τούς τσακωμούς, τά διαζύγια καί ὅλα αὐτά.
Ἐρ. : Ἐμεῖς εἴμαστε χριστιανοί καί θέλουμε νά ἐξουσιάσουμε…
Ἀπ. : Γι΄ αὐτό λέω, δέν εἴμαστε χριστιανοί, κάνουμε ὅλα τά ἀνάποδα. Ὁ Χριστός εἶπε: «ὁ θέλων πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων πάντων διάκονος» (Μαρκ. 9,35). Ἔτσι ζοῦμε τόν Παράδεισο. Γιατί ὁ Χριστός ἦρθε γιά τώρα. Δέν ἦρθε γιά τήν μετά θάνατον ζωή, ὅπως νομίζουν κάποιοι. Ἄν κάνουμε αὐτά πού λέει ὁ Χριστός, θά ζήσουμε τόν Παράδεισο ἀπό τώρα. Ὁ Χριστός ἦρθε καί γιά μετά, ἀλλά καί γιά τώρα.
Ἐρ. : Γίνεται ὅμως πάντα ὁ ἕνας νά ὑπηρετεῖ τόν ἄλλον; Κάποια στιγμή θά πεῖ: «πάντα ἐγώ θά κάνω πίσω;».
Ἀπ. : Ἐάν ἔχει τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, θά τό κάνει. Θά τό κάνει ἀκόμα κι ἄν ὁ ἄλλος δέν μπαίνει στό ἴδιο πνεῦμα. Γιατί παίζει ρόλο ποίον ἤ ποιά πῆρες… Ἄν ὅμως ἐσύ ἔχεις ζωντανή σχέση μέ τόν Χριστό, θά ὑπομείνεις καί θά κάνεις μέ χαρά αὐτή τήν ὑπομονή καί τήν ὑποταγή καί ὁ Χριστός θά σοῦ δώσει μεγάλη χάρη. Ἔχουμε τέτοιες περιπτώσεις πού τελικά κατάφεραν νά σώσουν καί τόν ἄλλον μέ πολλή ὑπομονή, πολλά χρόνια… Ἤξερα γυναίκα πού τῆς εἶχε σπάσει καί τό χέρι ἀπ’ τό ξύλο κι αὐτή μέ ὑπομονή, μέ προσευχή, σπούδασε τά παιδιά της, τά πάντρεψε ἔδινε καί στόν ἴδιο ὅ,τι ἤθελε, ἐκτός ἁμαρτίας φυσικά. Αὐτός πήγαινε στό καφενεῖο κι αὐτή πήγαινε στήν Ἐκκλησία. Τελικά τῆς εἶπε «εἶσαι ἕνας ἄγγελος», μετάνιωσε κι αὐτός, ἐξομολογήθηκε στά τελευταῖα του καί σώθηκε κι αὐτός. Ἀγῶνας μιᾶς ζωῆς βέβαια.
Θά ἔλεγα, ἄν εἴχαμε κι ἐμεῖς λίγο μυαλό, θά μπορούσαμε καί ὅλα αὐτά νά τά ἀποφύγουμε, ἄν λειτουργούσαμε σωστά ἀπό μικροί, ἄν εἴχαμε σωστή ἀγωγή ἀπ’ τούς γονεῖς μας. Ἄν φυλάγαμε τό βάφτισμα ἤ τό ἐπανενεργοποιούσαμε ἀπό μικρή ἡλικία, θά τά γλιτώναμε κι αὐτά. Γιατί δέν θά ἔκανες γάμο μέ ἕναν ἄσχετο, νομίζοντας ὅτι θά τόν ἀλλάξεις. Θά σοῦ ἀλλάξει τά φῶτα. Δέν εἶναι εὔκολο νά ἀλλάξεις κάποιον ἄνθρωπο. Γιατί νά κάνεις ἕναν γάμο μέ ἕναν ἄσχετο, πού δέν ἔχει δηλαδή σχέση μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα; Θά ὑποφέρεις. Ἀλλά ἔχουμε τόσο ἐγωισμό πού νομίζουμε ὅτι θά τόν καταφέρουμε καί μετά τά εἰσπράττουμε στήν πορεία.
Ἐρ. : Ἴσως βλέπουν ἄλλα πράγματα, δέν βλέπουν τήν πνευματική κατάσταση.
Ἀπ. : Ἀκριβῶς, γιατί δέν ἔχουμε ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί κοιτᾶμε ἄν εἶναι ψηλός, ψηλή, ἄν ἔχει χρήματα κ.λ.π.
Ἐρ. : Ἄν ἑνωθεῖ ἕνα ζευγάρι ἀταίριαστο ὑπάρχει περίπτωση νά πέσει αὐτός πού στέκεται πιό καλά πνευματικά;
Ἀπ. : Βέβαια ὑπάρχει. Ἦταν μία πού πῆγε στόν π. Πορφύριο καί τόν ρώτησε γιά νά παντρευτεῖ κάποιον. Ἐκεῖνος ἦταν μασόνος καί ὁ Γέροντας τῆς εἶπε ὄχι. Ἐκείνη τόν πῆρε μέ σκοπό νά τόν ἀλλάξει. Τό ἀποτέλεσμα ποιό ἦταν; Κόντεψε νά γίνει μασόνα καί ἡ ἴδια, ἔχασε καί τήν Ἐκκλησία καί αὐτό τό λίγο πού εἶχε δηλαδή πρίν τόν γάμο.
Ἐρ. : Θέλει κανείς νά τόν ἀλλάξει τόν ἄλλον, ἀλλά ἔχει σχέση καί πῶς αἰσθάνεται καί γιά ποιό λόγο τό κάνει, ἄν ἔχει καλό ἐγωισμό….
Ἀπ. : Καλός ἐγωισμός δέν ὑπάρχει παππούλη μου, ἔ; Ἀφοῦ εἶναι ἐγωισμός, εἶναι πάντα κακός. Συγχωρέστε με. Κατάλαβα τό πνεῦμα σας ποιό εἶναι, ἀλλά αὐτό πρέπει νά τό κάνει μέ ταπείνωση, νά πεῖ «μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ θά τό παλέψω». Ὁπότε, ἄν τό πεῖ ἔτσι, θά ξέρει καί μέ τί ἔχει νά παλέψει. Σάν τόν ἅγιο ἐκεῖνον πού εἶπε στόν δαίμονα «ἔλα μπές μέσα μου». Δέν εἶναι εὔκολο νά τό πεῖς. Τό εἶπε ὁ ἅγιος, ἀλλά τό εἶπε καί κάποιος ἄλλος καί δέν ἄντεξε. Θέλει προσοχή. Ἕνας πού εἶναι ταπεινός δηλαδή, δέν τό λέει εὔκολα αὐτό. Δέν εἶναι ἁπλό πράγμα νά πάρει τόν ἄλλον στήν πλάτη του νά τόν σώσει.
Ἐρ. : Ἄρα λοιπόν Γέροντα, μέ τήν νοερά προσευχή πού εἴπατε προηγουμένως μέ τήν φωνούλα πού ἀκούγεται μέσα μας, μήπως ὑπάρχει καί μία ἄλλη φωνούλα τοῦ διαβόλου;
Ἀπ. : Ὑπάρχει. Βέβαια, ὑπάρχει ἡ φωνή τῶν παθῶν. Εἶναι οἱ λογισμοί, οἱ ὁποῖοι κυριαρχοῦν στόν ἐμπαθή ἄνθρωπο καί φέρνουν αὐτά τά ἄσχημα ἀποτελέσματα. Μετά ἀπό τούς λογισμούς πᾶμε στίς πράξεις. Γιά νά φτάσεις νά κάνεις μιά ἁμαρτία, τό ἔχεις μέσα σου ὡς λογισμό. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός: «Δέν σᾶς μολύνουν αὐτά πού εἰσέρχονται στό στόμα, ἀλλά αὐτά πού βγαίνουν ἀπό μέσα σας» (Ματθ. 15,11). Μᾶς λερώνουν οἱ λογισμοί πού μετά γίνονται πράξεις. Ἔτσι ὁ Χριστός στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία διορθώνει τήν ρίζα, τήν καρδιά. Λέει «ὄχι μόνο δέν θά φονεύεις, οὔτε θά θυμώνεις, οὔτε καί θά βρίζεις. Ὄχι μόνο δέν θά μοιχεύεις, ἀλλά οὔτε καί θά βλέπεις πονηρά, οὔτε καί θά διαλογίζεσαι ἀκόμα».
Ἐρ. : …………………
Ἀπ. : Εἶναι ἡ παρερμηνεία. Ἡ παρερμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ ὁποία κυριαρχεῖ στούς χριστιανούς μας δυστυχῶς, γιατί ἀκριβῶς εἴμαστε προτεστάντες. Οἱ λαϊκοί ὀρθόδοξοι χριστιανοί εἶναι προτεσταντίζοντες. Γιατί λένε: «ἐγώ νομίζω ἔτσι…, ἐγώ νομίζω ὅτι αὐτό πού λέει ὁ παπάς εἶναι λάθος». Οἱ λαϊκοί εἶναι προτεστάντες καί ἐμεῖς οἱ κληρικοί εἴμαστε παπίζοντες. Πάει νά μπεῖ τό παπικό πνεῦμα στούς κληρικούς, δηλαδή τί θά πεῖ ὁ πρῶτος. Ἅμα ὁ πρῶτος σοῦ πεῖ κάτι πού εἶναι ἀντίθετο μ’ αὐτό πού ἔχει πεῖ ὁ Χριστός, πρέπει νά τό κάνεις; Δέν ἐπιτρέπεται, ἄς εἶναι Δεσπότης. Δυστυχῶς καί μερικοί δεσποτάδες ἔχουν αὐτό τό πνεῦμα, τί θά πεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, τί θά πεῖ ὁ Πατριάρχης. Στάσου καί ὁ Πατριάρχης ἐπίσκοπος εἶναι, δέν εἶναι κάτι διαφορετικό. Τί λέει ὁ Χριστός. Καί ὁ Νεστόριος ἐπίσκοπος ἦταν. Θά ἔπρεπε νά λέμε ὅ,τι ἔλεγε ὁ Νεστόριος, πού ἔβριζε τήν Παναγία; Ἀλλοίμονό μας τότε. Καταλάβατε; Ἔχουμε χάσει τό ὀρθόδοξο πνεῦμα καί οἱ λαϊκοί καί οἱ κληρικοί.
Ἐρ. : Ἅμα δέν πᾶμε μέ αὐτό τό πνεῦμα, θά ἔχουμε πόλεμο μεγάλο μέ τούς δεσποτάδες…
Ἀπ. : Θά ἔχουμε παππούλη μου. Ἀλλά αὐτό εἶναι πού θά μᾶς σώσει, γιατί ὁ Χριστός τί εἶπε; «Πρέπει νά μισήσεις τήν ψυχή σου». Τί ἐννοεῖ; Νά μισήσεις δηλαδή καθετί πού σέ χωρίζει ἀπ’ τόν Χριστό. Λέει κάποιος: «ἄν ἐγώ τά βάλω μέ τόν ἐπίσκοπο ἤ μέ τούς χριστιανούς μου στό χωριό, θά λένε ὅτι δέν εἶμαι καλός παπάς». Θά στό ποῦν. Στόν Χριστό τί εἶπαν; Καί ἀρχηγό τῶν δαιμόνων ἀκόμα, Τόν εἶπαν. Ὅτι διώχνει τά δαιμόνια ἐπειδή εἶναι ἀρχηγός τῶν δαιμόνων. (Ματθ. 9,34). Ἄλλοι Τοῦ ἔλεγαν: «εἶσαι φάγος καί οἰνοπότης» (Ματθ.11,19). Φαγάς καί μπεκρής! Γιατί ἦταν ἁπλός καί ἔτρωγε μέ ὅλους. Ἤ ἄλλοι Τοῦ ἔλεγαν: «δαιμόνιον ἔχεις» (Ἰω. 7,20). Ἄκουσε τέτοια πράγματα ὁ Χριστός! Γιατί νά μήν τά ἀκούσουμε κι ἐμεῖς;
Καί ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄν δεῖτε, ἤρεμα πέθαναν; Ὄχι. Ὁ Ἄγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος πέθανε καθηρημένος, ἐξόριστος. Ἄν εἶναι δυνατόν νά τό φανταστεῖ κανείς, ὁ Ἄγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος πού τόν μνημονεύουμε κάθε μέρα στήν Θεία Λειτουργία, νά εἶχε χάσει τήν ἱερωσύνη του! Γιατί ἀκριβῶς τά ἔβαλε μέ τήν Βασίλισσα. Ἄν ἔλεγε: «ἔ τώρα νά τά βάλω ἐγώ μέ τή βασίλισσα ἐπειδή ἀδίκησε μία χήρα… τί πειράζει;». Ὄχι πειράζει. Μά γιά μία χήρα ἐπειδή τῆς πῆρε τό χωράφι ἡ Βασίλισσα, θά χάσεις τόν θρόνο σου; Ναί νά τόν χάσω. Ἔχασε τόν θρόνο του γι’ αὐτό τό πράγμα. Ὁ Ἄγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος μέ ποιόν τά ἔβαλε; Μέ ἕναν εἰδωλολάτρη βασιλιά, τόν Ἡρώδη. Θά ἔλεγε κανείς: Ἄστον αὐτόν, εἰδωλολάτρης εἶναι, τί ἀσχολεῖσαι; «Ὄχι εἶναι ἡγέτης καί δίνει ἀρνητικό πρότυπο στόν λαό, ἀπάτησε τήν γυναῖκα του, θά τόν ἐλέγξω». Καί ἔχασε τό κεφάλι του γι’ αὐτό. Ὁ μεγαλύτερος καί ἁγιότερος τῶν ἀνθρώπων, ὁ Ἄγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Ὁ Ἄγιος Νεκτάριος συκοφαντήθηκε, ἐκδιώχθηκε. Ἔτσι εἶναι ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ. Ἔτσι θά ἔπρεπε νά εἶναι ἡ ζωή ὅλων μας. Ἀλλοίμονο λέει ὁ Χριστός, ἄν σᾶς ποῦν μπράβο ὅλοι οἱ ἄνθρωποι! Κάτι δέν πάει καλά.
Σήμερα ποιός θεωρεῖται ἐπιτυχημένος; Ὁ πολιτικάντης, ὁ πολιτικός, αὐτός πού τά βολεύει μέ ὅλους. Αὐτός εἶναι σπουδαῖος. Αὐτός γιά τόν Χριστό εἶναι ἤδη στήν κόλαση. Εἶναι ὅπου φυσάει ὁ ἄνεμος. Φοράει τήν ἀνάλογη προσωπίδα κάθε φορά. Ἀρεστός σέ ὅλους. Γιά τόν κόσμο εἶναι πρῶτος καί γιά τόν Χριστό εἶναι στόν πάτο. Εἶναι ὁ ὑποκριτής. Ὑποκριτής εἶναι ὁ ἠθοποιός, πού φοράει μάσκες. Εἶμαι μέ τούς ἄθεους κι ἐγώ ἄθεος. Εἶμαι μέ τούς χριστιανούς κι ἐγώ χριστιανός, πηγαίνω Ἐκκλησία, ἀνάβω τήν λαμπάδα. Τό βλέπουμε, δέν τό βλέπουμε στούς πολιτικούς μας; Καί στήν Ἐκκλησία θά πᾶνε καί μέ τόν διάβολο θά εἶναι.
Ἐρ. : Καί τίς ἀπόκριες θά κάνουν διάφορα…
Ἀπ. : Καί θά γελοιοποιοῦν τήν Θεία Κοινωνία. Τά ἔχουμε δεῖ αὐτά τά πράγματα. Αὐτό εἶναι ὅ,τι χειρότερο. Ὁ Χριστός τά «οὐαί» δέν τά εἶπε στούς ἁμαρτωλούς, στούς ὑποκριτές τά εἶπε, σ’ αὐτούς πού τά βολεύανε καί προσπαθοῦσαν νά κερδίσουν τήν καλή γνώμη τῶν ἀνθρώπων.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης