Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:«Πῶς μποροῦμε νά νικήσουμε τόν θάνατο»

Ὁμιλία στίς 22-04-2015

Λέγαμε τήν προηγούμενη φορά γιά τήν πλάση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Αὐτοῦ, γιά τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου λόγω τῆς πτώσης σέ μία, θά λέγαμε, κατάσταση ὑποδούλωσης στόν πονηρό καί στήν συνέχεια γιά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου μέσω τοῦ Χριστοῦ, μέσω τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ ἀπό αὐτή τήν δουλεία στόν διάβολο. Αὐτό τό γεγονός εἶναι πού γιορτάζουμε καί τώρα στήν Ἀνάσταση, τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν δουλεία στόν πονηρό.

Λέμε ὅτι ὁ Χριστός μας μέ τόν θάνατό Του νίκησε τόν θάνατο. «Θανάτῳ θάνατον πατήσας». Ἑπομένως γιά τόν χριστιανό δέν ὑπάρχει θάνατος, ὅταν αὐτός εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Χριστό. Γι’ αὐτό καί τά νεκροταφεῖα πρέπει νά τά λέμε κοιμητήρια. Ὑπάρχει καί ἕνα ποντιακό ἔθιμο νά κάνουν τραπέζι πάνω στούς τάφους. Αὐτό εἶναι πολύ ὡραῖο, γιατί δείχνει ὅτι ὁ χριστιανός πλέον δέν φοβᾶται τόν θάνατο καί τόν τάφο, γιατί ὅπως ἀκοῦμε καί στόν κατηχητικό λόγο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσης, «νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος». Δέν ὑπάρχει νεκρός στά μνήματα, ὅλοι εἶναι κεκοιμημένοι. Δηλαδή κοιμοῦνται. Δέν εἶναι νεκροί, δέν πέθαναν, ἀλλά ἔχουν ἕναν βαθύ ὕπνο καί ὅλοι περιμένουμε -κι ἐμεῖς μέ τήν κοίμησή μας- τήν ἔσχατη σάλπιγγα, πού λέει καί στήν Ἀποκάλυψη, ὅπου ὅλοι θά ἀναστηθοῦμε. Τί σημαίνει θά ἀναστηθοῦμε; Θά ἀναστηθοῦν τά σώματά μας. Γιατί οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀθάνατες. Ἔτσι θέλησε ὁ Θεός.Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου -πού εἶναι ἕνα ἀπό τά τρία συστατικά- ἔχει ἀρχή. Δέν ὑπάρχει πάντα. Δέν εἶναι ἄναρχη, ὅπως εἶναι ὁ Θεός. Ὁ Θεός εἶναι ἄναρχος. Ὁ Θεός ὑπάρχει πάντα, δέν ἔχει ἀρχή. Γιατί μερικοί ἀφελεῖς λένε: «ἐντάξει ὁ Θεός ἔφτιαξε τόν κόσμο, τόν Θεό ποιός Τόν ἔφτιαξε;». Κανένας δέν Τόν ἔφτιαξε τόν Θεό. Ὁ Θεός ὑπάρχει πάντα. Ὁ κόσμος εἶναι κτίσμα. Ὁ Θεός εἶναι ὁ Κτίστης. Γι’ αὐτό δέν λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι κτιστός, δηλαδή δημιουργημένος, ἀλλά ἄκτιστος. Ἄκτιστος θά πεῖ δέν τόν ἔχει φτιάξει κανένας, ἀδημιούργητος. Αὐτός δημιούργησε τά πάντα καί ἕνα ἀπό τά κτίσματα εἶναι καί ὁ ἄνθρωπος. Ἕνα ἀπό τά κτίσματα εἶναι καί ἡ γῆ. Ἕνα ἀπό τά κτίσματα εἶναι τό σύμπαν. Ἄλλο κτίσμα τοῦ Θεοῦ εἶναι οἱ ἄγγελοι. Κι αὐτοί εἶναι κτίσματα, δηλαδή φτιαγμένοι, δημιουργημένοι. Δέν ὑπῆρχαν πάντοτε οἱ ἄγγελοι, οὔτε οἱ ἄνθρωποι ὑπῆρχαν πάντα, οὔτε ἡ γῆ ὑπῆρχε πάντα, οὔτε τό σύμπαν. Ὅλα αὐτά ἔχουν ἀρχή. Τά κτίσματα ἔχουν ἀρχή. Τό ἄκτιστο πού εἶναι ὁ Θεός, δέν ἔχει ἀρχή, ὑπάρχει πάντα. 

Ὁ Θεός πῆρε τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὁ ἄκτιστος παίρνει τήν κτιστή ἀνθρώπινη φύση, γίνεται ἄνθρωπος. Ἀπό ποῦ; Ἀπό τήν Παναγία μας. Καί τί κάνει ὁ Θεός; Κατεβαίνει καί στόν Ἅδη. Πεθαίνει. Δέν ἐξαφανίζεται. Γιατί μερικοί νομίζουν ὅτι θά πεθάνουν καί θά ἡσυχάσουν. Δέν θά ἡσυχάσουν. Ὅπως εἶναι ἐδῶ ἀνήσυχοι, θά εἶναι καί μετά ἀνήσυχοι. Ἄν εἶναι ἐδῶ ἥσυχοι, θά εἶναι καί μετά ἥσυχοι. Τήν ἡσυχία πρέπει νά τήν βροῦμε ἀπό δῶ, τήν πραγματική δηλαδή ἡσυχία, τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς μας. Κάποιοι ἄλλοι ἀκόμα θεωροῦν ὅτι θά αὐτοκτονήσουν καί τελειώσανε. Δέν τελειώσανε ὅμως γιατί ὅπως ἦταν ἐδῶ, θά εἶναι καί μετά. Ἁπλῶς δέν θά ἔχουν τό σῶμα. Κατά τά ἄλλα θά εἶναι ὅπως εἶναι ἐδῶ. Ἐδῶ ἔχεις ψυχή, ἔχεις νοῦ, ἔχεις σκέψη, ἔχεις προβλήματα, ἔχεις ἀνησυχίες, ἔχεις ἄγχη, ἔχεις φοβίες… Αὐτά θά τά ἔχεις καί μετά, ἄν δέν φροντίσεις ἀπό δῶ νά τακτοποιηθεῖς. Γι’ αὐτό τό Πατερικό λέει: «ἐν τῷ Ἅδη οὐκ ἔστι μετάνοια». Δέν μπορεῖ στόν Ἅδη ὁ ἄνθρωπος νά μετανοήσει. Αὐτό πρέπει νά τό κάνει πρίν χωριστεῖ ἀπό τό σῶμα. Θάνατος εἶναι ὅταν φύγει ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα. Δηλαδή ὁ ἄνθρωπος δέν ἐξαφανίζεται, ἡ ψυχή χωρίζεται ἀπό τό σῶμα.

Θυμηθεῖτε τόν ληστή πάνω στόν σταυρό. Τελευταία στιγμή σώθηκε. Ἔκανε ἐγκλήματα καί ὅ,τι ἄλλο ἔκανε καί στό σταυρό εἶπε: «Μνήσθητί μου Κύριε ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου» (Λουκ. 23,42), γιατί πίστεψε. Πίστεψε ὅτι Αὐτός πού εἶναι δίπλα του δέν εἶναι ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος ἤ ἕνας ἐγκληματίας, ὅπως ἔλεγαν, ἀλλά εἶναι ὁ Θεός καί Τοῦ λέει: «Θεέ μου πάρε με κι ἐμένα στήν βασιλεία Σου». Καί ὁ Χριστός τοῦ λέει: «Σήμερα μαζί μου θά εἶσαι στόν Παράδεισο» (Λουκ. 23,43). Ὁ ληστής καλά ἔργα δέν ἔκανε, ἀφοῦ δέν πρόλαβε, ἀλλά μετανόησε καί ἔκανε ἕνα πολύ σπουδαῖο πράγμα. Ἔκανε ἕνα μόνο καλό ἔργο. Ἐνῶ ὁ ἄλλος ληστής ἀπό τά ἀριστερά ἔβριζε καί κορόιδευε τόν Χριστό καί Τοῦ ἔλεγε: «ἄν εἶσαι Θεός, κατέβα ἀπό τόν σταυρό, σῶσε τόν ἑαυτό σου, σῶσε κι ἐμᾶς. Τί Θεός εἶσαι;», Τόν εἰρωνευόταν καί Τόν ἐνέπαιζε, ὁ ἐκ δεξιῶν ληστής τοῦ ἔλεγε: «σταμάτα, ἐμεῖς δικαίως τιμωρούμαστε, Αὐτός τί κακό ἔκανε;». Δηλαδή ὁ ἐκ δεξιῶν ληστής, ἐνῶ ἐκείνη τήν ὥρα πέθαινε, δέν σκεφτόταν οὔτε ὅτι πέθαινε, οὔτε ὅτι πονοῦσε φρικτά.

Ἡ σταύρωση εἶναι φοβερό μαρτύριο. Ὁ ἄνθρωπος παθαίνει ἀσφυξία. Ἐπειδή εἶναι ἔτσι κρεμασμένος, δέν ἔχει ποῦ νά στηριχτεῖ καί πέφτει ὅλο τό βάρος στόν θώρακα καί δέν μπορεῖ νά πάρει ἀνάσα. Ἡ μόνη διέξοδος γιά νά πάρει ἀνάσα εἶναι νά πατήσει μέ δύναμη στά πόδια νά σηκωθεῖ λίγο ὁ θώρακας καί ν’ ἀναπνεύσει γιά νά μήν ξεψυχήσει. Ἀλλά αὐτό πόσο νά κρατήσει; Πόσο ἀντέχουν τά πόδια νά στηρίζονται πάνω στό καρφί; Γι’ αὐτό λέει τούς ἔσπασαν τά σκέλη. Ἐπειδή ἀκόμα ζοῦσαν οἱ δύο ληστές, τούς ἔσπασαν τά σκέλη, ὥστε νά μήν μποροῦν νά πατήσουν πάνω στά πόδια, ὁπότε μετά πέθαναν. Στόν Χριστό ὅμως δέν ἔσπασαν τά σκέλη γιατί εἶχε ἤδη παραδώσει τήν ψυχή Του στόν Θεό, ὅταν Ἐκεῖνος ἤθελε. Δηλαδή ὁ ἐκ δεξιῶν ληστής ἐνῶ ἐκείνη τήν ὥρα πέθαινε καί πονοῦσε φρικτά, ὑπερασπίστηκε τόν Θεό. Βγῆκε ἀπό τόν ἑαυτό του, ξέχασε τόν πόνο του, τόν θάνατό του καί ἔκανε αὐτό τό πολύ σπουδαῖο.

Ἐμεῖς αὐτό δέν τό κάνουμε οὔτε ὅταν εἴμαστε πολύ καλά! Λέμε: – Ἐγώ θά βγάλω τό φίδι ἀπ’ τήν τρύπα; Δέν ὑπερασπιζόμαστε τούς ἄλλους. Ἅμα ὅμως εἶναι γιά τόν ἑαυτό μας θυμώνουμε πάρα πολύ καί θέλουμε νά ἐκδικηθοῦμε, τό ὁποῖο δέν ἐπιτρέπεται, εἶναι ἁμαρτία. Ἐνῶ, ὅταν θυμώσεις γιά νά ὑπερασπιστεῖς τόν ἄλλον, δέν εἶναι ἁμαρτία, εἶναι καλό πράγμα ἤ ὅταν θυμώσεις γιά νά ὑπερασπιστεῖς τόν Θεό. Πρέπει νά θυμώσεις, ὅταν λ.χ. βλασφημεῖται ὁ Θεός. Γι’ αὐτό λέει: «ὀργίζεσθε καί μή ἁμαρτάνετε» (Ψαλμ. 4,5). Ὑπάρχει δηλαδή καί ὀργή ἀναμάρτητη, ὅταν ὀργιζόμαστε γιά αὐτούς τούς δύο λόγους: γιά νά ὑπερασπιστοῦμε τόν Θεό καί τόν πλησίον. Ὁ Θεός βέβαια δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ὑπεράσπιση, ἀλλά τό λέει γιά μᾶς. Ἐκεῖ λοιπόν ἡ ὀργή ἐπιβάλλεται, ὄχι μόνο ἐπιτρέπεται. Ἀλλά ὅταν ὀργιζόμαστε γιά νά ὑπερασπιστοῦμε τόν ἑαυτό μας, ἁμαρτάνουμε. Ὁ Χριστός εἶπε: «Ὄχι μόνο νά μήν ὀργίζεσθε ἀλλά οὔτε ρακά, οὔτε βλάκα νά μήν πεῖτε τόν ἄλλον» (Ματθ. 5,22). Ἔτσι καί πεῖς βλάκα κάποιον λέει: «εἶσαι ἔνοχος στήν γέενναν». Εἶσαι ἄξιος νά πᾶς στήν κόλαση γιατί ὀργίζεσαι γιά τόν ἑαυτό σου, γιά λανθασμένο λόγο.

Λέγαμε λοιπόν ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα καί ὁ Χριστός μας νίκησε τόν θάνατο μέ τήν Ἀνάστασή Του. Ὁ Χριστός πῆρε τήν ἀνθρώπινη φύση, τό Ἄκτιστο δηλαδή πῆρε τό κτιστό καί ἔγινε ἄνθρωπος, μέ σκοπό λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, νά πάθει καί νά πεθάνει. Γι’ αὐτό πῆρε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν πῆρε παθητή, ὅπως λένε οἱ θεολόγοι, μέ τήν δυνατότητα νά πάθει καί νά πεθάνει. Καί ὄντως πέθανε. Γιατί ὅμως πέθανε; Ἐνῶ οἱ Φαρισαῖοι κάτω ἀπό τόν σταυρό Τοῦ ἔλεγαν: – Ἅμα εἶσαι Θεός, κατέβα καί θά πιστέψουμε. Δέν κατέβηκε ὁ Χριστός ἀπό τόν Σταυρό, γιατί ἄν κατέβαινε, δέν θά πέθαινε. Ἤθελε νά πεθάνει, γιατί ἤθελε νά κατέβει στό βασίλειο τοῦ διαβόλου, στόν Ἅδη, ἐκεῖ ὅπου ἦταν οἱ ψυχές ὅλων τῶν ἀνθρώπων πού εἶχαν πεθάνει μέχρι τότε. Ἀκόμα καί τῶν δικαίων οἱ ψυχές καί τῶν ἁγίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν στόν Ἅδη, τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἰακώβ κ.λ.π. Ἐνῶ εἶχαν φτάσει στήν θέωση, σέ μεγάλο ἁγιασμό, ἦταν ὅλοι δέσμιοι τοῦ διαβόλου, γιατί ἀκόμα δέν εἶχε θυσιαστεῖ ὁ Χριστός, ὥστε νά δώσει τό αἷμα Του ὡς ἀπολύτρωση γιά τίς ἁμαρτίες μας. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός μας ἤθελε νά πεθάνει, νά σχίσει τό χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν μας πάνω στό Σταυρό, νά καταλύσει αὐτό τό ἐμπόδιο πού μᾶς χώριζε ἀπό τόν Θεό, τήν ἁμαρτία καί μετά νά κατέβει καί στόν Ἅδη νά νικήσει καί τόν θάνατο μέσα στό βασίλειό του.

Ὁ διάβολος ξεγελάστηκε. Νόμιζε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἁπλός ἄνθρωπος γιατί Τόν ἔβλεπε πού πονοῦσε, πού δάκρυζε, πού ἔτρωγε. Ὡς ἄνθρωπος ὁ Χριστός τά ἔκανε ὅλα. Ἦταν τέλειος ἄνθρωπος. Ὁ διάβολος ἤθελε νά τόν βγάλει ἀπό τή μέση νομίζοντας ὅτι θά τελειώνει μέ αὐτόν τόν ̔ἐνοχλητικόʾ. Τί λέει ἐπίσης στόν κατηχητικό λόγο του ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος; «Νόμιζε ὅτι παίρνει ἄνθρωπο καί συνάντησε Θεό». Ὁ Χριστός κατέβηκε στόν Ἅδη μέ τήν ψυχή του, γιατί πάνω στόν Σταυρό πέθανε, δηλαδή χωρίστηκε ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα. Ἀλλά ἡ ψυχή δέν κατέβηκε μόνη της, κατέβηκε μαζί μέ τήν Θεότητα. Ἡ Θεότητα ὑπῆρχε πάντοτε ἑνωμένη καί μέ τήν ψυχή καί μέ τό σῶμα καί μέ τόν νοῦ τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἀδιαίρετη καί ἀχώριστη ἀπό τήν στιγμή πού ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος. Ὁπότε ἡ ψυχή μαζί μέ τήν Θεότητα κατέβηκε στόν Ἅδη καί ὁ Ἅδης συντρίφτηκε γιατί συνάντησε Θεό.

Ἔτσι νικήθηκε καί τό ἐμπόδιο αὐτό πού λέγεται θάνατος καί τώρα ὁ χριστιανός, ὁ ἄνθρωπος δηλαδή πού βαφτίζεται, εἶναι σάν νά θάβεται ὅπως μπαίνει μέσα στήν κολυμβήθρα. Συνθαπτόμεθα μαζί μέ τόν Χριστό. Μέσα στό νερό πού μπαίνουμε εἶναι σάν νά μπαίνουμε μέσα στόν τάφο. Τρεῖς φορές μπαίνουμε μέσα στό νερό, γιατί τρεῖς μέρες ἔμεινε καί ὁ Χριστός στόν τάφο καί μέ τό πού βγαίνουμε ἀπό τό νερό ἀνασταινόμαστε. Ἀνιστάμεθα μαζί μέ τόν Χριστό, βαφτιζόμαστε στόν θάνατο καί μετέχουμε στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή ὁ Χριστός πέθανε ἀντί γιά μᾶς. Ἐμεῖς ἔπρεπε νά πεθάνουμε, γιατί ὁ Χριστός ἦταν ἀναμάρτητος, ἐνῶ ἐμεῖς εἴμαστε οἱ ἁμαρτωλοί. Ἐμεῖς τώρα τό κάνουμε μυστηριακά. Γι’ αὐτό τό Βάπτισμα εἶναι μέγα μυστήριο καί χωρίς αὐτό δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε. Μέ τό Βάπτισμα μετέχουμε στά δῶρα τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί ἡ νίκη κατά τοῦ θανάτου. Μπαίνουμε λοιπόν κι ἐμεῖς στόν τάφο μαζί μέ τόν Χριστό καί μυστηριακά ἀνιστάμεθα. Γι’ αὐτό λέμε θανάτῳ θάνατον πατήσας. Ὁ Χριστός νίκησε τόν θάνατο καί μαζί μέ τόν Χριστό κι ἐμεῖς μυστηριακά μποροῦμε νά μετέχουμε σ’ αὐτή τήν νίκη τοῦ Χριστοῦ.

– Ἀλλά ἀφοῦ ὁ Χριστός νίκησε τόν θάνατο σημαίνει ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά πᾶνε στόν Παράδεισο;

Ὄχι. Θά πᾶνε αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἑνώνονται προσωπικά καί πραγματικά μέ τόν Χριστό. Δηλαδή γιά νά τό ποῦμε πιό σωστά μπαίνουν μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὀντολογικά, δηλαδή στήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε μόνοι μας, ὁ καθένας μόνος του. Τότε μόνο μποροῦμε νά σωθοῦμε, ὅταν εἴμαστε ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό, γιατί ὁ Χριστός εἶναι πού μᾶς σώζει.

– Καί πῶς ἑνωνόμαστε μέ τόν Χριστό;

Μέ τήν ἀσκητική ζωή πού κάνουμε καί μέ τά Ἅγια Μυστήρια. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός: «ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται» (Μάρκ. 16,16). Αὐτός πού ὄχι μόνο θά πιστέψει, ὅπως λένε οἱ Προτεστάντες «πίστεψε καί σώθηκες», δέν φτάνει αὐτό, πρέπει καί νά βαπτισθεῖς. Νά μπεῖς μέσα στήν Ἐκκλησία διά τῶν μυστηρίων, διά τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καί τοῦ ἁγίου Χρίσματος καί μετά νά συντηρήσεις αὐτή τήν ἕνωση μέ τόν Χριστό καί νά αὐξηθεῖς μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέ τό ἄλλο μυστήριο, τήν Θεία Κοινωνία. Ὁ Χριστός μας μᾶς δίνει τήν ὕπαρξη μέ τό Βάπτισμα, μᾶς δίνει καί τήν κίνηση μέ τό Ἅγιο Χρίσμα καί μᾶς συντηρεῖ μέ τήν Θεία Κοινωνία, ὅπως ἡ μητέρα γεννάει τό μωρό, ἀλλά ἄν δέν τοῦ δώσει φαγητό θά πεθάνει. Ἔτσι καί ὁ χριστιανός γεννιέται μέσα στήν Ἐκκλησία, μέσα στήν κολυμβήθρα πού εἶναι ἡ μήτρα, παίρνει καί τήν κίνηση μέ τό Χρίσμα, τήν σφραγίδα τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά πρέπει νά μεγαλώσει, νά τραφεῖ. Καί μᾶς τρέφει ὁ Χριστός μέ τό σῶμα Του καί τό αἷμα Του. Ἔτσι μεγαλώνουμε μέσα στήν Ἐκκλησία μέχρι νά φτάσουμε νά γίνουμε ὥριμοι πνευματικά, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 4,13). Νά φτάσουμε στήν ὥριμη πνευματική ἡλικία τοῦ Χριστοῦ καί νά πᾶμε μαζί Του στήν αἰώνια Βασιλεία Του, στόν Παράδεισο.

Στόν Ἅδη λοιπόν δέν ὑπάρχει μετάνοια. Θά πρέπει ἀπό δῶ νά γίνει αὐτή ἡ κίνηση. Νά μποῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Θά πεῖτε: – Ἐμεῖς μπήκαμε, βαφτιστήκαμε. Ὡραῖα. Ἀλλά, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, αὐτή τήν χάρη πού πήραμε στό ἅγιο Βάπτισμα τήν μπαζώσαμε. Πῶς σκάβει κανείς καί βρίσκει μιά πηγή; Ἅμα ὅμως δέν προσέξει, ὅπως σκάβει καί πέσουν πάλι μπάζα πάνω, πάει ἡ πηγή, χάνεται. Μετά πρέπει νά ξανασκάψει γιά νά τήν ξαναβρεῖ. Τό ἴδιο γίνεται καί στά πνευματικά. Ἐνῶ ὁ Θεός μᾶς δίνει αὐτή τήν πηγή μέ τό Βάπτισμα καί τό χρίσμα, δηλαδή τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μας, ἐμεῖς μετά τήν μπαζώνουμε. Πῶς τήν μπαζώνουμε; Μέ τίς κοτρῶνες πού λέγονται ἁμαρτίες. Ἁμαρτίες καί πάθη. Καί θά πρέπει νά κάνει τώρα ὁ ἄνθρωπος αὐτό πού λέμε ̔ξεμπάζωμα ̓. Νά τά πετάξει ὅλα αὐτά γιά νά ξαναβρεῖ τό καθαρό τό νεράκι, τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν πηγή αὐτή τῆς χαρᾶς. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τά πάντα. Θέλεις χαρά; Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ χαρά. Θέλεις εἰρήνη; Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ εἰρήνη. Θέλεις ἠρεμία; Πού λένε θέλω νά βρῶ τήν ἡσυχία μου; Μόνο τό Ἅγιο Πνεῦμα θά στή δώσει. Πουθενά ἀλλοῦ δέν θά βρεῖς ἡσυχία καί στό πιό ἥσυχο μέρος νά πᾶς δέν θά βρεῖς ἡσυχία γιατί θά ἔχεις ἀπό μέσα σου τό ταγκαλάκι, πού λέει ὁ π. Παΐσιος καί θά σέ τριβελίζει. Θά πρέπει νά κάνουμε λοιπόν τό ξεμπάζωμα.

– Πῶς γίνεται τό ξεμπάζωμα;

Μέ τήν διαδικασία τῆς μετάνοιας. Καί ἡ διαδικασία αὐτή περιλαμβάνει καί τήν ἱερά ἐξομολόγηση, τό μεγάλο αὐτό μυστήριο ὅπου ὁ ἄνθρωπος δηλαδή προσεύχεται καί παρακαλάει τόν Θεό πρῶτα-πρῶτα νά τοῦ δείξει τίς ἁμαρτίες, νά τοῦ δείξει τίς κοτρῶνες. Γιατί πολλοί λένε: – Τί νά πάω νά ἐξομολογηθῶ; Ἐγώ δέν ἔκανα τίποτα. Δέν σκότωσα κανέναν. Λές καί ἡ μόνη ἁμαρτία εἶναι νά σκοτώσεις. Ἀφήνω πού ἔχει σκοτώσει κιόλας… Πόσοι σήμερα ἀπό τούς βαφτισμένους Ἕλληνες δέν ἔχουν κάνει ἔκτρωση; Ἤ δέν ἔχουν συμμετάσχει σέ ἔκτρωση; Πάρα πολλοί. Δυστυχῶς. Ἡ ἔκτρωση δέν εἶναι φόνος; Οἱ γυναῖκες τίς κάνουν, ἀλλά συμμετέχουν καί οἱ ἄνδρες καί τίς παρακινοῦν πολλές φορές. Ἤ σέ ἄλλες περιπτώσεις, χωρίς νά τό θέλεις, μπορεῖ νά γίνεις αἰτία φόνου. Ἀκόμα καί μέ ἕναν λόγο μπορεῖ νά γίνεις αἰτία καί ὁ ἄλλος νά ἀπελπιστεῖ καί νά αὐτοκτονήσει ἀκόμα. Κι αὐτό ἔμμεσος φόνος εἶναι. Ἀλλά ἔστω ὅτι δέν ἔχει κάνει φόνο. Μόνο αὐτό εἶναι ἁμαρτία; Δέν τά βλέπει τά ἄλλα. Γιατί δέν τά βλέπει; Πρέπει νά τοῦ τά δείξει ὁ Χριστός. Κι ἐδῶ τώρα, ἄν κλείσουμε τό φῶς καί εἶναι νύχτα ἔξω, δέν θά βλεπόμαστε.

Χρειάζεται φῶς γιά νά δεῖς καί τόν ἑαυτό σου καί αὐτό τό φῶς πάλι ὁ Θεός θά πρέπει νά στό δώσει. Γι’ αὐτό πρέπει νά κάνουμε προσευχή νά μᾶς δείξει ὁ Χριστός τίς ἁμαρτίες μας. Τό πρῶτο εἶναι αὐτό. Ὅταν ἔρθει αὐτό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή ὁ Θεός εἶναι φιλάνθρωπος, δέν μᾶς τά δείχνει ὅλα μονομιᾶς, γιατί θά ἀπελπιζόμασταν. Θά σοῦ δείξει πρῶτα τίς πολύ μεγάλες κοτρῶνες καί θά πᾶς στόν Πνευματικό καί θά πεῖς: – Πάτερ αὐτά ἔχω, δέν ἔχω τίποτα ἄλλο. Μόλις τά πεῖς αὐτά καί σοῦ διαβάσει εὐχή ὁ Πνευματικός, θά δεῖς κι ἄλλα ἀπό πίσω, λίγο πιό μικρά. Τήν ἑπόμενη φορά θά πεῖς καί τά ἄλλα. Μετά καί τά ἄλλα, τά ἄλλα…. Μετά θά φτάσεις καί στήν ἀμμούδα, στά πολύ ψιλά χαλικάκια. Τά βγάζεις κι αὐτά καί μετά βρίσκεις τήν πηγή. Εἶναι ἀναγκαία λοιπόν αὐτή ἡ ἐργασία γιά νά ξεμπαζώσουμε καί νά ἀνακαλύψουμε τήν πηγή, τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτή λοιπόν ἡ ἐργασία λέγεται μετάνοια καί αὐτή εἶναι τό πρῶτο στάδιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς πού λέγεται κάθαρση. Νά καθαρίσει ὁ ἄνθρωπος τήν ψυχή του, τήν καρδιά του. Αὐτή ἡ πρώτη προσπάθεια πού κάνει, ἔχει ἀμέσως καί καρπούς.

– Τί καρπούς ἔχει;

Ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νά βλέπει λίγο τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Ἔχετε ἀκούσει πού λένε ὅτι οἱ ἀσκητές βλέπουν τό ἄκτιστο φῶς; Βλέπουν δηλαδή τόν Θεό ὡς φῶς. Ὄχι αὐτό τό φῶς πού ἔχουμε ἐδῶ. Τό ἄκτιστο φῶς. Τελείως διαφορετικό πράγμα. Δέν περιγράφεται ἡ χαρά καί ἡ εἰρήνη καί ὅλα αὐτά πού χαρίζει ὁ Θεός, γιατί αὐτό εἶναι ὁ Θεός. Λέει ὅμως ὁ Χριστός: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. 5,8). Εἶναι μακάριοι αὐτοί πού ἔχουν καθαρή τήν καρδιά τους γιατί αὐτοί θά δοῦν τόν Θεό. Ἡ μετάνοια εἶναι αὐτή λοιπόν ἡ διαδικασία τῆς κάθαρσης τῆς καρδιᾶς καί ἀμέσως ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει λίγο-λίγο νά βλέπει. Τό πρῶτο ἄκτιστο φῶς πού βλέπει ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ μετάνοια. Γιατί καί ἡ μετάνοια δῶρο Θεοῦ εἶναι.

Τό ὅτι ἤρθατε ἐδῶ σήμερα δέν εἶναι τυχαῖο. Πόσοι εἶναι στά καφενεῖα ἤ στήν τηλεόραση ἤ σέ ἄλλες ἁμαρτίες χειρότερες; Τίποτα δέν εἶναι τυχαῖο. Ὁ Θεός τά κανονίζει ὅλα. Ὑπάρχει μία ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού λέγεται Θεία Πρόνοια. Αὐτά ἄν ὁ ἄνθρωπος τά συναισθανθεῖ καί εὐχαριστήσει τόν Θεό καί δέν τά ἀκούει ἁπλά, ἀλλά προσπαθήσει νά τά βάλει σέ πράξη, θά φέρει καρπό. Γιατί ὁ Θεός μᾶς καλεῖ, δέν εἶναι τυχαῖα. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός μας στήν παραβολή τοῦ σπορέως: «Προσέξτε ποῦ θά πέσει ὁ σπόρος». Σπέρνει ὁ σποριάς καί ὁ σπόρος μπορεῖ νά πέσει στόν δρόμο πού εἶναι πατημένος, ὁπότε ἔρχονται τά πουλιά καί τόν τρῶνε. Ὁ δρόμος εἶναι οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἀκοῦν ἀδιάφορα καί ἀπό περιέργεια. Ξέρετε πόσοι τέτοιοι πήγαιναν στόν Χριστό!

Ὑπάρχει κι ἄλλη περίπτωση νά πέσει ὁ σπόρος σέ πέτρα καί μπορεῖ λίγο νά ζεσταθεῖ ἡ πέτρα μέ τόν ἥλιο ἤ νά βρεῖ λίγο χωματάκι καί ἡ πέτρα νά πετάξει καί φύτρα, ἀλλά μετά βγαίνει καλά ὁ ἥλιος καίει τήν φύτρα καί τελείωσε. Αὐτοί πού εἶναι σάν πέτρα εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν σκληρή καρδιά. Δέν ἔχουν καλλιεργημένη καρδιά, ἔχουν πάθη καί ἔχουν κάνει τήν ψυχή τους ὡς ̔μπετόν αρμέʾ καί μέ τόν παραμικρό πειρασμό τά πετᾶνε ὅλα. Εἶναι αὐτοί πού λένε: «Τί ἐγώ θά κάνω αὐτά πού λέει ὁ παπάς; Δέν γίνονται αὐτά σήμερα. Ἄν τά κάνεις αὐτά θά σοῦ ποῦνε ὅτι εἶσαι ἀναχρονιστικός καί φανατικός καί σκοταδιστής. Θά σέ ἐγκαταλείψουν ὅλοι, θά σέ περιφρονήσουν, θά σέ εἰρωνευτοῦν πού ἔμπλεξες μέ τούς παπάδες καί τούς καλογήρους. Ὁπότε», λέει, «θά κάνω ὅ,τι κάνουν οἱ πολλοί». Αὐτός εἶναι ἡ πέτρα. Δέν δέχεται τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, γιατί εἶναι δοῦλος στά πάθη του καί ἰδίως στό πάθος τῆς κενοδοξίας, πού μᾶς νοιάζει τί γνώμη ἔχουν οἱ ἄλλοι, ἄν μᾶς ἀγαποῦν, ἄν μᾶς ἐκτιμοῦν…. Ὅλα αὐτά εἶναι ἁμαρτία καί δέν πρέπει νά θέλει ὁ ἄνθρωπος οὔτε νά τόν ἀγαποῦν, οὔτε νά τόν ἐκτιμοῦν. Νά ζητάει μόνο τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή ὁ Θεός τήν δίνει τήν ἀγάπη Του, ἀλλά ἐκεῖνος νά ζητάει νά ἀγαπήσει τόν Θεό καί τότε αἰσθάνεται καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁ Θεός ἀγαπάει καί τούς καλούς καί τούς κακούς, ὅλους τούς ἀγαπάει. Κι ὅταν ἁμαρτάνουμε πάλι μᾶς ἀγαπάει, ἀλλά τότε ἐμεῖς δέν αἰσθανόμαστε τήν ἀγάπη Του γιατί μέ τήν ἁμαρτία χτίζουμε ἕνα μονωτικό τεῖχος καί δέν ἀφήνουμε τόν Θεό νά μᾶς βοηθήσει καί λέμε ὁ Θεός μέ τιμώρησε. Ἐνῶ ὁ Θεός δέν τιμωρεῖ. Ἐμεῖς τιμωροῦμε τόν ἑαυτό μας ὅταν ἁμαρτάνουμε. Τόν χωρίζουμε ἀπό τόν Χριστό, δηλαδή ἀπό τήν πηγή τῆς χαρᾶς.

Ὁπότε ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται νά κάνει αὐτή τήν προσπάθεια νά ξεμπαζώσει, νά καθαριστεῖ, ὁπότε ἀρχίζει σιγά-σιγά νά βλέπει τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Στή συνέχεια βέβαια, ἀφοῦ προσευχηθεῖ καί τοῦ δείξει ὁ Θεός τίς ἁμαρτίες, θά πρέπει νά μετανοήσει, νά ζητήσει συγχώρεση. Καί πρίν πάει νά ἐξομολογηθεῖ στόν Πνευματικό, θά πρέπει νά ἐξομολογηθεῖ στό σπίτι του, μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ νά ζητήσει συγχώρεση. Ἀλλά νά μήν μείνει ἐκεῖ, γιατί μερικοί νομίζουν ὅτι εἶναι ἀρκετό νά τά ποῦν στίς εἰκόνες. Ὄχι, πρέπει νά πᾶμε καί στόν Πνευματικό, ὅπως ἔχει ὁρίσει ἡ Ἐκκλησία καί νά ἐξομολογηθοῦμε καθαρά. Ἐπειτα, ἀφοῦ πάρουμε τήν ἄφεση, θά πρέπει νά προσέξουμε, γιατί τό ταγκαλάκι παραμονεύει. Μπορεῖ νά ἔφυγε ἡ ἐνοχή τῆς ἁμαρτίας ἀλλά παραμένει ἡ κακή συνήθεια.

Ὅταν κάνουμε λ.χ. μία ἁμαρτία πολλές φορές, μετά τήν κάνουμε πολύ εὔκολα, γιατί γίνεται πάθος, γίνεται κακή συνήθεια. Ἕνας π.χ. πού κάπνισε μιά φορά, ἔκανε μιά ἁμαρτία. Ἄν καπνίζει ὅμως δέκα χρόνια, ξέρετε πόσο δύσκολο εἶναι νά τό κόψει; Ἕνας πού θύμωσε μιά φορά, ἔκανε μιά φορά τήν ἁμαρτία τοῦ θυμοῦ, ἅμα θυμώσει ὅμως πενήντα ἤ ἑκατό φορές ἀποκτάει τό πάθος τοῦ θυμοῦ. Αὐτός λοιπόν ὅταν ἐξομολογηθεῖ, θά πάρει συγχώρεση καί θά φύγει ἡ ἐνοχή γιά τόν θυμό, ἀλλά θά πρέπει νά παλέψει νά μήν ξαναθυμώσει, γιατί ἡ κακή συνήθεια μένει μέσα του, ἡ εὐκολία δηλαδή μέ τήν ὁποία ἁμαρτάνει. Ἄν δέν προσέξει, πολύ εὔκολα θά ξαναθυμώσει, ὁπότε θά χρειάζεται πάλι ἐξομολόγηση. Ἄρα πρέπει ὁ χριστιανός νά προσέχει καί νά ἀγωνίζεται μετά τήν ἐξομολόγηση μέ τήν συνεχή προσευχή, ὥστε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ νά τόν βοηθήσει νά ξεπεράσει καί τίς κακές συνήθειες, δηλαδή τά πάθη. Νά μήν ξαναπέσει στήν ἴδια ἁμαρτία τήν ὁποία ἐξομολογήθηκε. Αὐτός εἶναι καί ὁ ἀγώνας τοῦ χριστιανοῦ.

Γιά τόν λόγο αὐτό οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς εἶπαν ὅτι εἶναι ἀναγκαία ἡ συνεχής προσευχή, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή. Ὑπάρχουν σύντομες προσευχές γιά νά διευκολυνόμαστε οἱ χριστιανοί καί νά μήν φεύγει ὁ νοῦς μας. Ἄν πεῖς μιά μακρά προσευχή εὔκολα θά φύγει ὁ νοῦς σου. Ἄν πεῖς ὅμως «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» ἴσως τό λές πιό εὔκολα. Μάλιστα ὄχι οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς τήν ἔχει παραδώσει καί ἡ σύνθεση αὐτῆς ἔχει γίνει μέ λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μέ αὐτή τήν ἀδιάλειπτη προσευχή ὁ χριστιανός κάνει ὅλα τά εἴδη τῆς προσευχῆς. Γιατί λέει ὁ Μέγας Βασίλειος ἡ προσευχή γιά νά εἶναι σωστή, θά πρέπει νά ἔχει καί δοξολογία καί ἐξομολόγηση καί εὐχαριστία καί νά ἔχει καί αἴτηση. Ἐμεῖς συνήθως ἔχουμε μόνο αἴτηση. Ξεχνᾶμε νά δοξολογήουμε τόν Θεό, ξεχνᾶμε νά Τόν εὐχαριστήσουμε, πολλές φορές ξεχνᾶμε καί νά ἐξομολογηθοῦμε.

Ἡ σωστή προσευχή ἀρχίζει μέ μία αὐτομεμψία, λένε οἱ Πατέρες, μέ μία αὐτοκατηγορία. Ὅταν πᾶς δηλαδή στόν Θεό, λένε οἱ Πατέρες, τό πρῶτο πού θά πεῖς νά εἶναι κάτι ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ σου, νά κατηγορήσεις τόν ἑαυτό σου. Νά πεῖς: «Θεέ μου, εἶμαι ἀνάξιος νά Σοῦ μιλήσω, συγχώρεσέ με, βοήθησέ με». Τό πρῶτο εἶναι αὐτό. Ἄν πᾶς ἔτσι, ἀμέσως αἰσθάνεσαι τήν ἀγάπη καί τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Μήν πᾶς μέ ὑπερηφάνεια, ὅπως πῆγε ὁ Φαρισαῖος, θεωρώντας ὅτι εἶναι καλύτερος ὅλων: «Σέ εὐχαριστῶ Θεέ μου πού δέν εἶμαι ὅπως οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων, οὔτε ὅπως αὐτός ὁ τελώνης…». Ὁ ταλαίπωρος νόμιζε ὅτι κάνει προσευχή καί ἔκανε ἁμαρτία. Πρόβαλλε τόν ἑαυτό του, κατέκρινε τόν τελώνη καί κατέβηκε κατακεκριμένος. Ἐνῶ ὁ τελώνης ἔκανε αὐτομεμψία, κατηγοροῦσε τόν ἑαυτό του: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι, τῶ ἁμαρτωλῶ (Λουκ. 18,13), οὔτε κοιτοῦσε πρός τόν Θεό γιατί θεωροῦσε τόν ἑαυτό του γιά τήν κόλαση. Ἄν ἀρχίζουμε ἔτσι τήν προσευχή μας, ξεκινᾶμε σωστά.

Αὐτή ἡ προσευχή τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με», τό ἔχει αὐτό, γιατί ζητᾶμε τό ἔλεος, τήν συγχώρεση, ἀναγνωρίζουμε ὅτι ἔχουμε ἀνάγκη τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Λέμε ̔Κύριεʾ καί αὐτό εἶναι δοξολογία, γιατί ἀναγνωρίζουμε τόν Θεό ὡς Κύριο τοῦ σύμπαντος. Μετά λέμε ̔Ἰησοῦʾ πού θά πεῖ Σωτήρας. Αὐτός πού μᾶς ἔσωσε. Αὐτό ἔχει καί δοξολογία, ἔχει καί εὐχαριστία. Τόν εὐχαριστοῦμε γιατί μᾶς ἔδωσε τήν σωτηρία. Εἴπαμε ὅτι νίκησε τόν διάβολο μέσα στό βασίλειό του. Κατέβηκε στόν Ἅδη καί συνέτριψε τό βασίλειο τοῦ διαβόλου. Ἔτσι λοιπόν ἐμεῖς τώρα δέν φοβόμαστε τόν θάνατο. Λέμε ̔Χριστέʾ πού θά πεῖ Θεάνθρωπε. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ χρισμένος, Αὐτός πού ἔχει καί ὡς ἄνθρωπος χρισθεῖ μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ποιός ἔχρισε τόν Χριστό; Ὁ ἴδιος ἔχρισε τόν ἑαυτό Του, τήν ἀνθρώπινη φύση δηλαδή μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὡς Θεός εἶχε πάντα τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν Θεία χάρη καί μᾶς σώζει πλέον τώρα μέ τό σῶμα Του καί τό αἷμα Του, γιατί αὐτό τό σῶμα καί αἷμα δέν εἶναι ἀνθρώπινο, ἀλλά τοῦ Θεανθρώπου, ἔχει δηλαδή καί τήν Θεία Χάρη, τήν Θεότητα. Γι’ αὐτό ὅταν κοινωνοῦμε ἑνωνόμαστε μέ τόν Θεό, μέ τήν Θεία Χάρη. Καί τό ̔Χριστέ ̓ εἶναι εὐχαριστία γιατί Τόν εὐχαριστοῦμε πού πῆρε τήν ἀνθρώπινη φύση καί εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Τέλος μέ τό ̔ἐλέησόν μεʾ ζητᾶμε τό ἔλεος, τήν εὐσπλαχνία, τήν συγχώρεση καί τήν βοήθεια.

Αὐτή ἡ προσευχή λοιπόν εἶναι πολύ δυνατή, γιατί τά ἔχει ὅλα καί ὁ χριστιανός θά πρέπει νά προσπαθεῖ νά τήν λέει συνέχεια. Εἶναι εὔκολο νά τήν λέμε κι ὅταν ἐργαζόμαστε κι ὅταν πᾶμε νά κοιμηθοῦμε καί στό τραπέζι ὅταν τρῶμε. Ὑπάρχουν κάποια ἐμπόδια, ὅπως εἶναι ἡ κατάκριση καί ἡ πολυλογία πού ἐμποδίζουν τήν προσευχή. Γιατί, ὅταν λές πολλά λόγια, ξεχνᾶς τήν προσευχή. Ἤ ὅταν κατακρίνεις, πού εἶναι ὑπερηφάνεια, δέν μπορεῖς νά προσευχηθεῖς. Ἐπίσης ἕνα ἄλλο ἐμπόδιο στήν προσευχή καί στήν ἀδιάλειπτη προσευχή εἶναι ἡ ἀκρασία, λένε οἱ Πατέρες, ἡ ἔλλειψη ἐγκράτειας. Ὅταν π.χ. τρῶς πολύ, δέν ἔχεις ὄρεξη γιά προσευχή ἀλλά θέλεις νά κοιμηθεῖς. Ἄν ὅμως ἔχεις ἐγκράτεια στό φαγητό, μετά θά ἔχεις ἐγκράτεια καί στίς ἄλλες αἰσθήσεις. Αὐτός πού συγκρατεῖται στό φαγητό, μπορεῖ νά προσέξει καί τά μάτια του, νά μή βλέπει πονηρά, τά αὐτιά του, τήν σκέψη του καί τήν φαντασία του, πού εἶναι ἀκόμα πιό δύσκολο. Γιατί ὁ Χριστός μᾶς θέλει καθαρούς σ’ ὅλα αὐτά.

Μήν ἀκοῦτε πού λένε «ὅτι αὐτά εἶναι γιά τούς καλόγερους». Ὁ Θεός εἶπε: «καθένας πού βλέπει πονηρά γυναῖκα, μέ σκοπό νά ἐπιθυμήσει αὐτήν, ἤδη κάνει μοιχεία στήν καρδιά του» (Ματθ. 5,28). Δέν εἶπε γιά μοναχό δέν ἐπιτρέπεται καί γιά λαϊκό ἐπιτρέπεται. Δέν ἐπιτρέπεται. Καμία ἁμαρτία δέν ἐπιτρέπεται εἴτε εἶσαι μοναχός, εἴτε εἶσαι λαϊκός, εἴτε εἶσαι παντρεμένος, εἴτε εἶσαι ἀνύπαντρος, εἴτε ἔχεις παιδιά, δέν ἔχει διαφορά. Γιατί ἐπικρατεῖ αὐτή ἡ ἰδέα: «ἐμεῖς εἴμαστε στόν κόσμο, εἴμαστε παντρεμένοι, δέν μποροῦμε νά κάνουμε αὐτά πού κάνουν οἱ καλόγεροι». Φυσικά δέν μπορεῖς νά κάνεις τίς μετάνοιες ἤ τίς ἀγρυπνίες πού κάνουν οἱ καλόγεροι ἀλλά τίς ἐντολές ὅμως πρέπει νά τίς τηρήσεις. Λένε μάλιστα οἱ Ἅγιοι Πατέρες ὅτι πιό πολύ ἄσκηση πρέπει νά κάνει ὁ λαϊκός ἀπό τόν μοναχό, γιατί στό μοναστήρι βλέπεις μόνο οὐρανό, γῆ καί μοναχούς, δέν ἔχεις πειρασμούς. Ἐνῶ μέσα στόν κόσμο βγαίνεις λίγο καί ἔχεις ἕνα σωρό πειρασμούς ἀπό τά μάτια, ἀπό τά αὐτιά κ.λ.π. Ὁπότε θέλει πιό πολύ ἀγῶνα ἐδῶ, γιά νά φυλάξεις καθαρή τήν σκέψη σου, τά μάτια σου, τήν φαντασία σου, τά αὐτιά σου, τήν καρδιά σου. Δηλαδή πρέπει νά ἔχεις πιό πολύ προσοχή καί ἄσκηση. Πιό πολύ νήψη πού εἶπαν οἱ Πατέρες – ἐξ οὗ καί νηπτικοί Πατέρες.

– Ξέρετε πῶς ἔχουμε προσοχή;

Ὅταν ἔχουμε προσευχή. Ἡ προσευχή φέρνει τήν προσοχή. Ὅταν προσεύχεσαι, προσέχεις κιόλας. Κι ὅταν προσέχεις, μπορεῖς καί νά προσευχηθεῖς πιό καλά. Τό ἕνα βοηθάει τό ἄλλο. Ὅπως λέγαμε στά μαθηματικά στό σχολεῖο, ἀμφιμονοσήμαντη ἀντιστοιχία. Τό ἕνα δηλαδή τρέφει τό ἄλλο. Ὅσο νήψη καί προσοχή ἔχεις, τόσο καί προσευχή. Ὅσο προσεύχεσαι, τόσο ἔχεις ἐγρήγορση καί προσοχή. Γι’ αὐτό χρειάζεται ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή. Δέν εἶπε μόνο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τό “Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε”. (Α’Θεσ. 5,17) καί ὁ Χριστός μας εἶπε μία εἰδική παραβολή γιά αὐτό τό θέμα. Τήν παραβολή τοῦ ἄδικου κριτοῦ καί τῆς χήρας. Σ’ αὐτή τήν παραβολή λέει πώς ἦταν ἕνας κριτής πού δέν φοβόταν οὔτε τόν Θεό, οὔτε τούς ἀνθρώπους. Ἄδικος. Πήγαινε μιά φτωχιά, κακομοίρα χήρα πού τήν εἶχαν ἀδικήσει καί τοῦ ἔλεγε: «σέ παρακαλῶ μέ ἀδίκησαν, δῶσε μου τό δίκιο μου». Αὐτός τήν ἔδιωχνε. Μιά, δυό, τρεῖς, αὐτή ἐπέμενε. Στό τέλος τήν βαρέθηκε καί τῆς λέει: «θά στήν κάνω τήν χάρη γιά νά σταματήσεις νά μέ ἐνοχλεῖς». Καί τῆς ἔδωσε τό δίκαιο της. Καί ρωτάει ὁ Χριστός: «Ἄν αὐτός ὁ ἄδικος κριτής ἔδωσε τελικά τό δίκαιο στή χήρα πού ἐπέμενε, ὁ Θεός πού εἶναι δίκαιος, δέν θά δώσει σ’ αὐτούς πού ἐπιμένουν καί Τοῦ ζητᾶνε τήν χάρη Του;» (Λουκ. 18,7). Θά τήν δώσει, γιατί εἶναι δίκαιος καί ἀγαθός καί θέλει νά τήν δώσει. Ὅταν λοιπόν ἐμεῖς ἐπιμένουμε καί λέμε: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με, θά μᾶς δώσει ὁ Θεός τήν χάρη Του.

Καί λέει ὁ Εὐαγγελιστής: «αὐτή τήν παραβολή τήν εἶπε ὁ Χριστός γιά νά προσευχόμαστε συνέχεια καί νά μήν ἀποκάμνουμε» (Λουκ. 18,1). Γιατί ἔρχεται καί ὁ διάβολος μέ τήν ἀκηδία καί σοῦ φέρνει σκέψεις γιά νά σταματήσεις νά προσεύχεσαι καί νά παρακαλᾶς. Ὄχι, πρέπει νά ἐπιμείνουμε. Τό εἶπε ὁ Χριστός. «Ζητεῖτε καί εὑρήσετε, κρούετε καί ἀνοιγήσεται» (Ματθ. 7,7) λέει. «Χτυπᾶτε τήν πόρτα καί θά σᾶς ἀνοίξω». «Ζητᾶτε Με καί θά Μέ βρεῖτε». Ἀκόμα λέει: «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ὅλα τά ἄλλα θά σᾶς προστεθοῦν» (Ματθ. 6,33). Τί θά φᾶμε, τί θά πιοῦμε, πῶς θά στεγαστοῦμε, τί θά γίνουν τά παιδιά μας, θά ἔχουμε χρήματα, θά ἔχουμε ἐργασία, δέν θά ἔχουμε… Καί δέν λέει ὅτι θά κάνετε ἐσεῖς κάτι. Λέει: «ταῦτα πάντα προστεθήσεται», δηλαδή θά σᾶς τά φέρω σ’ ἕναν δίσκο ἕτοιμα. Ἐσεῖς μόνο νά ζητᾶτε Ἐμένα. Ζητάω τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, σημαίνει ζητάω τόν Χριστό, γιατί ὁ Χριστός εἶναι ἡ Βασιλεία.

– Πῶς Τόν ζητάω τόν Χριστό;

Κατεξοχήν μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Πέντε λεξοῦλες εἶναι ἀλλά πρέπει ὁ χριστιανός νά τό κάνει συνέχεια. Πρέπει νά τό κάνουμε, ὅπως κάνουμε τήν ἀναπνοή μας. Οὔτε πού τό σκεφτόμαστε νά ἀναπνεύσουμε, βέβαια. Ἔτσι πρέπει νά γίνει καί ἡ ἀναπνοή τῆς ψυχῆς, ἡ προσευχή. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί τό εἶχαν καταλάβει αὐτό καί τό ἔκαναν συνέχεια. Ἐπειδή λοιπόν ἦταν αὐτονόητο, δέν ἔχουμε πολλές γραμμένες μαρτυρίες γιά τήν ἀδιάλειπτη προσευχή τούς τέσσερις πρώτους αἰῶνες τοῦ χριστιανισμοῦ ἀπό τούς ἅγιους Πατέρες. Τό ἔκαναν ὅλοι. Σάν νά γράψει σήμερα κάποιος ἕνα βιβλίο γιά τό ὅτι πρέπει νά πίνουμε νερό. Χρειάζεται νά σέ διδάξουν ὅτι πρέπει νά πίνεις νερό; Τό καταλαβαίνεις καί μόνος σου. Δέν χρειάζεται νά διαβάσεις κανένα σχετικό βιβλίο. Ἔτσι καί οἱ πρῶτοι χριστιανοί, δέν χρειαζόταν νά γράψουν γιά αὐτό.

Μετά ὅμως τί ἔγινε; Μετά ξεχαστήκαμε. Τά πρῶτα τριακόσια – τετρακόσια χρόνια εἴχαμε διωγμούς. Ἔχουμε 11.000.000 γνωστούς μάρτυρες, χριστιανούς δηλαδή πού τούς ἔκαψαν, τούς ἔσφαξαν, τούς τηγάνισαν, τούς κρέμασαν, τούς ἔκαναν κομμάτια ἐξαιτίας τῆς πίστης τους στόν Χριστό. «Πιστεύεις στόν Χριστό; Μαρτύριο». Δέν ὑπῆρχε ἔλεος στούς εἰδωλολάτρες. Σκεφτεῖτε καί πόσοι ἀκόμα ἦταν ἄγνωστοι, πού δέν τούς ξέρουμε. Αὐτοί ὅλοι ὅμως γιά νά φτάσουν μέχρι ἐκεῖ εἶχαν τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ζωντανή μέσα τους, ἀλλιῶς δέν θά μποροῦσαν νά μαρτυρήσουν. Νά ἔρθει τώρα ὁ τσιχαντιστής καί νά σοῦ πεῖ μπροστά στά μάτια σου σφάζω τό παιδί σου, τήν γυναῖκα σου καί μετά καί σένα, ἄν δέν γίνεις μουσουλμάνος.

– Πόσοι θά προδώσουν τήν πίστη τους ἀπό τά 10.000.000 Ἕλληνες;

Οἱ περισσότεροι θά τήν προδώσουν. Θά ποῦν: «ἐντάξει θά πῶ ὅτι ἔγινα μουσουλμάνος». Μερικοί κιόλας σκεπτόμενοι πονηρά θά ποῦν: «θά πάω μετά καί νά ἐξομολογηθῶ καί τελείωσε». Οἱ πρῶτοι χριστιανοί δέν ἔλεγαν αὐτό τό πράγμα. «Εἶμαι χριστιανός κι ἄν θέλεις σφάξε με». Γιατί; Ἐπειδή εἶχαν ζωντανή τήν χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα τους, εἶχαν ξεμπαζώσει ὅπως λέγαμε προηγουμένως καί φάνηκε τό γάργαρο νεράκι, δέν φοβόντουσαν νά πεθάνουν ἀφοῦ στόν Χριστό θά πήγαιναν. Ὁ Χριστός δέν εἶναι καί στόν θάνατο; Τί ψάλλουμε Χριστός Ἀνέστη; Ὁ Χριστός δέν ἔχει κατατροπώσει τόν Ἅδη; Δέν ὑπάρχει Ἅδης. Μιά ὥρα ἀρχύτερα θά πάω στόν Χριστό! Κι αὐτόν πού τόν ἔσφαζε τόν ἀγαποῦσε καί τόν ἀγκάλιαζε σάν εὐεργέτη του. Σέ κάποιες περιπτώσεις ἔδιναν στούς δήμιους καί τό χρυσό τους δαχτυλίδι καί ἐκεῖνοι ἔμεναν ἄναυδοι.

– Ποιός ἀπό τούς σύγχρονους χριστιανούς σκέφτεται ἔτσι;

Λένε: «Τί λές τώρα; Καί πῶς θά ζήσουν τά παιδιά μου, ἡ γυναίκα μου..;». Λές καί αὐτός εἶναι ὁ Κύριος τῶν παιδιῶν. Δέν ἔχουν τά παιδιά Θεό! Αὐτός εἶναι πού προστατεύει τήν οἰκογένεια. Ὁ Χριστός εἶναι πού προστατεύει. Δέν θά τούς σώσεις ἐσύ. Ὁ Χριστός θά τούς σώσει. Ἐπειδή λοιπόν εἶχαν ζωντανή αὐτή τήν ἀδιάλειπτη προσευχή γιατί τήν ἔκαναν συνέχεια, μπόρεσαν καί ἔγιναν μάρτυρες. Ἐμεῖς ἐπειδή τήν ἔχουμε χάσει αὐτή τήν προσευχή καί ἔχουμε μπαζωμένη τήν χάρη τοῦ Θεοῦ τρέμουμε. Καί ὅλοι λένε: «Θά ἔρθει ὁ Ἀντίχριστος; Πότε θά ἔρθει ὁ Ἀντίχριστος;». Γιατί ἀγωνιᾶς γιά τόν Ἀντίχριστο; Φοβᾶσαι τόν Ἀντίχριστο; Σιγά τό πράγμα! Τί θά σοῦ κάνει ὁ Ἀντίχριστος; Θά σέ σφάξει. Ἔ, θά σέ πάει στόν Χριστό μιά ὥρα ἀρχύτερα! Θά γίνεις καί μάρτυρας καί ἅγιος! Ἀλλά ἐπειδή δέν ἔχουμε ζωντανή τήν χάρη τά τρέμουμε αὐτά. Καί τόν θάνατο τόν τρέμουμε…

– Καί πῶς κρατᾶμε ζωντανή τήν χάρη μέσα μας;

Μέ τήν μετάνοια, τό ξεμπάζωμα καί μετά μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Γιατί, ἄν δέν ἔχεις προσευχή, θά ξαναρίξεις μπάζα μέσα. Θά ξανακάνεις ἁμαρτίες δηλαδή καί ἄντε πάλι ἐξομολόγηση καί πάλι τά ἴδια. Ὁπότε εἶναι κομβικό σημεῖο αὐτό: νά καταλάβουμε ὅτι γιά νά φυλάξουμε τήν καλή μας κατάσταση, ἀφοῦ ἐξομολογηθοῦμε, χρειάζεται νά προσευχόμαστε συνέχεια. Καί γιά νά μπορέσουμε νά δοῦμε ἀκόμα καλύτερα τά μπάζα, ἀφοῦ πάντα κάτι ὑπάρχει πού λίγο μᾶς ἐνοχλεῖ, συνέχεια χρειάζεται μετάνοια καί προσευχή καί προσπάθεια γιά κάθαρση. Καί στό μάτι μιά τριχούλα νά ὑπάρχει σέ ἐνοχλεῖ, σέ κόβει. Ὅσο λοιπόν ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται, τόσο φωτίζεται, τόσο βλέπει καί καθαρότερα καί τόσο καθαρίζεται καί ἐξαγνίζεται περισσότερο καί βλέπει καθαρότερα καί τόν Θεό. Καί ἐπειδή ὁ Θεός εἶναι ἄπειρος, δέν μπορεῖς νά πεῖς «τώρα φτάνει, μέχρι ἐδῶ, δέν χρειάζεται ἄλλη μετάνοια».

Ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος, καθαριστεῖ ἀρκετά καί ἠρεμήσει, ἔρχεται τό δεύτερο σκαλοπάτι πού λέγεται φωτισμός. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει φωτιστεῖ, ἔχει καθαριστεῖ δηλαδή ἀπό τίς ἁμαρτίες καί ἀπό τά πάθη του, εἶναι μετά σάν βασιλιάς, αὑτοκράτορας μέ δασεία. Ὑπάρχει ἕνα σχετικό ἀνέκδοτο μέ ἕναν ἅγιο Πνευματικό, τόν π. Ἰωήλ Γιαννακόπουλο. Ἦταν ἀρχιμανδρίτης καί ὅταν γιόρταζε τοῦ ἔλεγαν εὐχές «Πάτερ, ἄντε νά γίνεις καί Δεσπότης», ὅπως λένε στούς ἀρχιμανδρίτες. Λέει: «Δεσπότης; Τόσο λίγο;». «Καλά πάτερ ἄντε νά γίνεις καί Πατριάρχης» τοῦ ἔλεγαν. «Πατριάρχης, μόνο Πατριάρχης;», λέει. «Ἔ, καλά τί ἄλλο νά γίνεις πάτερ; Δέν ἔχει παραπάνω». «Ἐγώ», λέει, «θέλω νά γίνω αὑτοκράτορας μέ δασεία». Τί θά πεῖ αὐτό; Ἑαυτόν κρατῶν. Νά κρατῶ τόν ἑαυτό μου. Νά κάνω κουμάντο τόν ἑαυτό μου. Αὐτό θέλω νά γίνω, λέει. Αὐτό εἶναι πάνω κι ἀπό Πατριάρχης. Γιατί μπορεῖς νά εἶσαι καί Πατριάρχης καί νά μήν μπορεῖς νά κρατήσεις τίς σκέψεις σου. Βλέπετε πᾶμε νά κάνουμε προσευχή καί φεύγει τό μυαλό μας. δέν μποροῦμε νά κάνουμε κουμάντο τόν ἑαυτό μας. Ἤ εἶναι νηστεία καί περνᾶς ἔξω ἀπό τό μαγαζί μέ τούς γύρους καί γεμίζει τό στομάχι σου μέ γαστρικά ὑγρά, σοῦ τρέχουν τά σάλια. Δηλαδή δέν μπορεῖς νά κυριαρχήσεις στόν ἑαυτό σου καί ἅμα δέν προσέξεις μπορεῖ νά πέσεις καί στήν ἁμαρτία, νά καταλύσεις, ἐνῶ δέν ἐπιτρέπεται. Καί πολλά ἄλλα στά ὁποῖα δέν μποροῦμε νά συγκρατηθοῦμε, γιατί δέν ἔχουμε αὐτή τήν χάρη ἐνεργό μέσα μας καί κυριαρχοῦν τά πάθη.

Ὁπότε ὁ ἄνθρωπος πού τελειώνει μ’ αὐτό, πάει στό σκαλοπάτι πού λέγεται φωτισμός. Σ’ αὐτό τό σκαλοπάτι τήν προσευχή αὐτή, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με», δέν τήν κάνει πλέον ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά τήν κάνει μέσα του τό Ἅγιο Πνεῦμα σέ τελειότερη μορφή. Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «τό Πνεῦμα τό Ἅγιον κράζει μέσα μας ἀββᾶ ὁ πατήρ» (Γαλ. 4,6), φωνάζει μέσα μας Πατέρα. Αὐτή εἶναι ἡ τελειότερη μορφή θά λέγαμε τοῦ φωτισμοῦ. Ἕνα ἀκόμα μεγαλύτερο σκαλοπάτι εἶναι ἡ θέωση, πού τό δίνει ὁ Θεός σ’ αὐτούς πού θέλει. Σ’ αὐτό τό σκαλοπάτι ἔφτασαν οἱ μεγάλοι ἅγιοι, πού εἶδαν τόν Θεό. Εἶδαν τό ἄκτιστο φῶς. Ἐμεῖς ἄς ἀρχίσουμε τήν κάθαρση. Ὅλοι λίγο-πολύ σ’ αὐτό τό στάδιο βρισκόμαστε. Ἀλλά δέν πρέπει νά μείνουμε ἐκεῖ. Νά τό παλέψουμε, νά πᾶμε καί λίγο πιό ψηλά, στόν φωτισμό. Νά τελειώσουμε μέ τά πάθη.

Ξέρετε τί λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες; Ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος μπαίνει στήν κάθαρση μοιάζει λίγο μέ τόν διάκο. Στήν Ἐκκλησία ἔχουμε τρεῖς βαθμούς ἱερωσύνης: τόν διάκο-διάκονο, τόν πρεσβύτερο-ἱερέα καί τόν ἐπίσκοπο. Αὐτά τά τρία ἀντιστοιχοῦν στούς τρεῖς βαθμούς πού εἴπαμε. Ὁ διάκος εἶναι αὐτός πού κάνει τήν κάθαρση, παλεύει μέ τά πάθη του. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος πού παλεύει μέ τά πάθη του καί δέν ἔχει κάποιο κώλυμα ἱερωσύνης, μπορεῖ νά γίνει διάκος. Μέ τήν ἄδεια δηλαδή καί τήν εὐλογία τοῦ ἐπισκόπου καί τήν σύμφωνη γνώμη τῆς Ἐκκλησίας νά χειροτονηθεῖ διάκος. Ὅταν τελειώσει μέ τήν κάθαρση, τελειώσει μέ τά πάθη του, χαλιναγωγήσει τά πάθη του καί περάσει ἀπό τό στάδιο τῆς κάθαρσης στό στάδιο τοῦ φωτισμοῦ, αὐτός μπορεῖ νά γίνει καί ἱερέας. Γιατί ἔτσι ὅπως ἔχει τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά βοηθήσει καί τούς ἄλλους χριστιανούς νά καθαριστοῦν. Αὐτός λοιπόν μπορεῖ νά γίνει πρεσβύτερος πού ἔχει τήν ἀδιάλειπτη προσευχή μέσα του καί ἀφοῦ φτάσει στό ἀνώτερο στάδιο τοῦ φωτισμοῦ καί φτάσει καί στήν θέωση, τότε μπορεῖ νά γίνει καί ἐπίσκοπος. Ἐπίσκοπος κανονικά γίνεται αὐτός πού ἔχει φτάσει στήν θέωση.

Βέβαια τί γίνεται σήμερα ἄς μήν τό θίξουμε, γιατί ἔχουμε ρίξει πάρα πολύ χαμηλά τόν πήχη καί ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς καί ἐσεῖς οἱ λαϊκοί. Ἀπό τούς λαϊκούς βγαίνουν καί οἱ ἱερεῖς… «Κατά τόν λαόν καί οἱ ἄρχοντες», ὅπως λέμε. Ἅμα ἀνέβει ὁ λαός πνευματικά, θά ἀνέβει καί ὁ κλῆρος πνευματικά. Ὅλοι παραπονοῦνται γιά τούς παπάδες, γιά τούς δεσποτάδες… Τί κατηγορεῖς; Ἐσύ ἑτοίμασες τό παιδί σου νά γίνει παπάς σωστός; Δέν ξέρει κἄν πῶς νά τό ἑτοιμάσει, ἀφοῦ δέν ἔχει ἑτοιμάσει κατ’ ἀρχάς τόν ἑαυτό του. Κατηγορεῖ τούς παπάδες καί τούς δεσποτάδες, ἐνῶ δέν ἔχει πάει ποτέ νά ἐξομολογηθεῖ. Κάνε πρῶτα αὐτή τήν ἐργασία στήν οἰκογένειά σου. Ὑπάρχει κάποιο παιδί στήν οἰκογένεια ἔξυπνο καί καλοδιάθετο καί λένε «νά γίνει γιατρός, τί παπάς θά γίνει;». Τό θεωροῦν ὑποτιμητικό. Ἄν εἶναι κανένα παιδί κάπως χαζούλικο, λένε: «ἔ αὐτό δέν θά πάει μπροστά, ἄς τό κάνουμε παπά». Δυστυχῶς ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀντίληψη. Δηλαδή ὅ,τι χειρότερο νά τό δώσουμε στόν Θεό καί τά ἄλλα νά τά δώσουμε ἐκεῖ πού θά ἔχουν κοσμική ἐξέλιξη. Δέν εἶναι σωστό αὐτό. Στόν Θεό πρέπει νά δίνουμε τό καλύτερο.

Ἄς σταματήσουμε ἐδῶ. Ἀνοίξαμε βέβαια διάφορα θέματα μέ ἄξονα τήν πλάση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, τά τρία στοιχεῖα πού λέγαμε τήν προηγούμενη φορά πού πῆρε ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Θεό: τό σῶμα, τήν ψυχή καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν ἀπώλεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λόγω τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας καί τό δόσιμο πάλι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διά τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν βαφτιζόμαστε καί χριόμαστε παίρνουμε αὐτό τό τρίτο στοιχεῖο πού ἔχασε ὁ Ἀδάμ στόν Παράδεισο. Τό παίρνουμε μυστηριακά μέ τό ἅγιο Βάφτισμα καί κατεξοχήν μέ τό ἅγιο Χρίσμα. Ἑπομένως ὅλος ὁ ἀγώνας μας τῶν χριστιανῶν εἶναι νά φυλάξουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργό γιατί, ὅπως εἴπαμε, ὅλοι ἔχουμε κάνει αὐτή τήν διαδικασία τῆς ἀπενεργοποίησης ἤ τοῦ μπαζώματος τῆς χάριτος μέ τίς ἁμαρτίες. Γι’ αὐτό εἶναι ἀναγκαία ἡ μετάνοια. Ὅλη ἡ χριστιανική ζωή βασίζεται στή μετάνοια. Καί ὁ Χριστός μας ὅταν ἦρθε στήν γῆ δέν εἶπε: ἐλᾶτε νά συζητήσουμε καί νά σᾶς πείσω ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός, ἀλλά εἶπε: «μετανοεῖτε· ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 4,17). Σᾶς πλησίασε ἡ Βασιλεία, μετανοεῖστε. Ἄν μετανοήσουμε, θά δοῦμε τόν Χριστό. Δέν χρειάζεται νά μᾶς πείσει κανένας μετά ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεός καί ὅτι εἶναι ἡ ζωή, εἶναι ἡ ἀλήθεια, εἶναι τό φῶς. Σοῦ λέει: «Τί μοῦ τά λές; Ἀφοῦ τά βλέπω». Προηγουμένως δέν τά ἔβλεπε, γιατί εἶχε μπαζωμένη τήν πηγή τοῦ φωτός, τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἔλεγε «γιατί νά ἐξομολογηθῶ; Δέν ἔχω σκοτώσει, δέν, δέν, δέν..».

Εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀρχίσει ὁ ἄνθρωπος νά φοβᾶται τήν κόλαση. Λένε οἱ Πατέρες ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει ἀπό τόν φόβο μήν κολαστεῖ, ὅπως ὁ ληστής, λέει «μήν πάω στήν κόλαση, μνήσθητί μου Κύριε ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου». Αὐτό εἶναι καλό. Νά ἀρχίσει νά φοβᾶται λίγο ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό, νά φοβᾶται τήν κόλαση, ὁπότε μετά λέει: «γιά στάσου, γιατί νά πάω στήν κόλαση, κρίμα δέν εἶναι;». Γιατί ἡ κόλαση δέν ἔχει τέλος. Νά πεῖς θά πάω δέκα χρόνια, ὅπως πάει κανείς στή φυλακή καί βγαίνει… Δέν ἔχει τέλος. Εἶναι φυλακή χωρίς τέλος. Φοβερό πράγμα. Ὁπότε μετά σκέφτεται γιά νά μήν πάω, γιά νά δῶ τί λέει ὁ Χριστός καί ἀρχίζει νά ἔχει τήν καλή ἀνησυχία. Γι’ αὐτό λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος: «νά βάζουμε στούς ἀνθρώπους τήν καλή ἀνησυχία».

Μιά ἐξομολόγηση σέ πέντε λεπτά τήν κάνεις. Πόσα πεντάλεπτα σοῦ χαρίζει ὁ Θεός στή ζωή σου; Πάρα πολλά. Κρίμα δέν εἶναι γιά πέντε λεπτά νά χάσεις ὁλόκληρη αἰωνιότητα; Ἔτσι ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νά τηρεῖ τίς ἐντολές. Γιατί λέει ὁ Χριστός «γιά νά μήν πᾶμε στήν κόλαση, πρέπει νά Τόν ἀγαπήσουμε. Γιά νά Τόν ἀγαπήσουμε, πρέπει νά τηρήσουμε τίς ἐντολές. Ἀγαπάω τόν Χριστό αὐτό σημαίνει. Δέν εἶναι ἁπλῶς συναισθήματα, πού λέει ὁ κόσμος, μέ ἀγάπες καί λουλούδια. Ποιός μ’ ἀγαπάει, λέει ὁ Χριστός: «ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς» (Ἰω. 14,21). Δηλαδή στήν πράξη δείχνεις ἄν ἀγαπᾶς τόν Χριστό, ὅταν τηρεῖς τίς ἐντολές Του. Καί τίς ἐντολές δέν τίς τηρεῖς γιά τόν Χριστό. Δέν ἔχει ἀνάγκη ὁ Χριστός νά τηρήσουμε τίς ἐντολές Του. Γιά μᾶς τό κάνει. Γιατί οἱ ἐντολές εἶναι οἱ προδιαγραφές μας.

Ἀγοράζεις ἕνα ἀμάξι, ἕνα τρακτέρ. Δέν σοῦ δίνουν καί ἕνα βιβλίο πού λέγεται manual, μέ ὁδηγίες χρήσης; Ἄν πεῖ ὁ ἀγρότης δέν μέ ἐνδιαφέρουν, ξέρω ἐγώ τί θά κάνω ἤ θά ρωτήσω καί τόν γείτονα καί πετάξει τό βιβλίο, τό πιό πιθανό εἶναι νά τό καταστρέψει τό μηχάνημα. Γιατί κάθε κατασκευαστής ἔχει καί τό δικό του ἐγχειρίδιο καί πρέπει νά ἀκολουθήσεις τίς ὁδηγίες. Ἔτσι κατ’ ἀναλογία εἶναι καί ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος πῆρε ἀπό τόν Θεό ἕνα τέλειο σῶμα, μία τέλεια ψυχή καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Πῆρε ὅμως καί τίς ὁδηγίες χρήσης, πῶς θά τά χρησιμοποιήσει. Ποῦ εἶναι οἱ ὁδηγίες χρήσης; Στήν Ἁγία Γραφή, στούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, στό Πηδάλιο, στή ζωντανή παράδοση πού εἴπαμε εἶναι κάθαρση, φωτισμός καί θέωση. Ὅλα αὐτά πού ἔχουμε στήν ἁγία μας Ἐκκλησία εἶναι οἱ ὁδηγίες χρήσης. Οἱ νηστεῖες πού κάνουμε, οἱ προσευχές πού ἔχουμε, αὐτά πού μᾶς λένε οἱ Πνευματικοί μας εἶναι ὁδηγίες γιά τό πῶς θά χρησιμοποιήσουμε σωστά τό σῶμα καί τήν ψυχή μας γιά νά μήν τά καταστρέψουμε καί τά διαλύσουμε.

– Πόσοι ἄνθρωποι σήμερα ἔχουν ψυχολογικά προβλήματα;

Ἔχουν διαλύσει τήν ψυχή τους. Δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο αὐτό. Πῶς τήν διέλυσες τήν ψυχή σου; Κάτι ἔκανες. Δέν ἀκολούθησες τίς ὁδηγίες χρήσης. Λέει, γιά παράδειγμα, ὁ Χριστός: «τό σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ» (Α΄Κορ. 6,13). Τό σῶμα δέν πρέπει νά τό χρησιμοποιεῖς γιά πορνεία.

– Τί εἶναι πορνεία;

Μερικοί νομίζουν ὅτι πορνεία εἶναι μόνο ὅταν δίνεις χρήματα. Δέν εἶναι μόνο αὐτό. Κάθε σχέση πού εἶναι ἔξω ἀπό τόν γάμο εἶναι πορνεία. Ὅταν δέν ὑπάρχει δηλαδή νόμιμη εὐλογία ἀπό τήν Ἐκκλησία. Αὐτή ἡ ἁμαρτία λοιπόν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀκολουθεῖ τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, καταστρέφει σῶμα καί ψυχή. Ὅπως μία μηχανή διαλύεται ὅταν πάρει ἀνάποδες στροφές. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος διαλύεται ψυχοσωματικά καί μετά λέει «ἔχω κατάθλιψη, ἔχω ἀνασφάλειες, ἔχω φοβίες» καί παίρνει χάπια ἀπό τόν ψυχίατρο. Δέν γίνεται τίποτα ὅμως μέ τά χάπια. Λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος τά χάπια σέ ναρκώνουν ἀλλά δέν σέ θεραπεύουν. Ἡ θεραπεία ἔρχεται ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά μετανοεῖ καί λέει: «Γιά νά δῶ τί λέει ὁ Κατασκευαστής μου»! Ὅπως ὅταν χαλάσει τό τρακτέρ, θά τό πᾶς στό συνεργεῖο τῆς ἀντιπροσωπείας, ὄχι ὁπουδήποτε, γιατί μπορεῖ νά σοῦ κάνουν μεγαλύτερη ζημιά ἄν δέν ξέρουν.

Ἑπομένως χάλασε τό μηχάνημα, ἡ ψυχή σου, θά πᾶς στόν Κατασκευαστή, δέν θά πᾶς στόν ψυχολόγο. Στόν Χριστό, στήν Ἐκκλησία, στόν Πνευματικό θά πᾶς καί ἐκεῖ θά σοῦ πεῖ τί θά κάνεις τουλάχιστον νά τό διορθώσεις. Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὅλα διορθώνονται. Χρειάζεται ὅμως νά κοπιάσεις καί νά μπεῖς στή διαδικασία τῆς μετάνοιας. Αὐτό εἶναι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ μεγάλη προσφορά τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι πολύ σημαντικά αὐτά πού λέμε γιατί εἶναι προδιαγραφές ζωῆς. Ὅποιος δέν τά ἀκολουθεῖ, καταστρέφεται. Γι’ αὐτό μᾶς εἶπε ὁ Χριστός προσέξτε νά μή χάσετε τήν ψυχή σας. Ἐννοεῖ ὅτι αὐτό θά συμβεῖ ἄν δέν ἀκολουθήσουμε τίς ὁδηγίες τοῦ κατασκευαστή. Παίρνεις τό αὐτοκίνητο καί λές: «ἐγώ θά τό πάω στήν θάλασσα». Ἀφοῦ δέν εἶναι φτιαγμένο γιά τήν θάλασσα, δέν εἶναι ὑποβρύχιο. «Ἔ, ἐγώ θά τό κάνω», λέει. Κάντο. Δέν θά ἔχεις αὐτοκίνητο μετά.

Σήμερα ὅλοι πορνεύουν. Κι ἐπειδή τό κάνουν ὅλοι; Θά πεῖ ὅτι δέν θά πάθεις ζημιά; Πάλι θά πάθεις ζημιά. Γι΄ αὐτό ὅλοι ἔχουν ψυχολογικά. Σπάνιο νά βρεῖς στίς μέρες μας ἄνθρωπο ἤρεμο καί χωρίς ἄγχος. Ἀκόμα καί αὐτοί πού πηγαίνουν στήν Ἐκκλησία ἄγχος ἔχουν, γιατί ὑποτίθεται ὅτι εἶναι τῆς Ἐκκλησίας. Δέν εἶναι τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἄγχος εἶναι δαιμονική ἐνέργεια. Ὁ χριστιανός δέν ἐπιτρέπεται νά ἔχει ἄγχος καί ἀγωνία. Γιατί ἔχεις ἀγωνία; Σημαίνει ὅτι κάτι φοβᾶσαι. Ὁ Χριστός διώχνει κάθε φόβο, κάθε ἀνασφάλεια, κάθε κατάθλιψη. Σημαίνει ὅτι δέν χρησιμοποιοῦμε σωστά τίς ὁδηγίες χρήσης καί μᾶς βγαίνουν ὅλα αὐτά τά μπερδέματα καί ὅλα αὐτά τά ψυχοσωματικά. Ὅταν ἀρρωστήσει ἡ ψυχή, μετά ἀρρωσταίνει καί τό σῶμα, γιατί αὐτά τά δύο εἶναι ἀλληλένδετα καί ἔχουμε τά λεγόμενα ψυχοσωματικά νοσήματα, τό ἕλκος τοῦ στομάχου, τοῦ δωδεκαδακτύλου, χίλια δυό. Καί γιά νά μήν σᾶς πῶ ὅλα, τά περισσότερα νοσήματα τοῦ σώματος ἔχουν αἰτία τήν ψυχή. Πρῶτα ἀρρωσταίνει ἡ ψυχή καί μετά ἀρρωσταίνει τό σῶμα.

Ὁπότε, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θεραπευτεῖ μέσα στό θεραπευτήριο πού λέγεται Ἐκκλησία, πού εἶναι -θά λέγαμε- τό ἐξουσιοδοτημένο συνεργεῖο, μετά θεραπεύεται καί τό σῶμα πολλές φορές. Ἠρεμεῖ καί τό σῶμα καί ἀποκτάει ὁ ἄνθρωπος ψυχική καί σωματική ὑγεία.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Ἐρ. : Ὑπάρχει μία λαθεμένη ἐντύπωση Γέροντα ὅτι ὁ Θεός εἶναι καλός καί θά συγχωρέσει ὅλο τόν κόσμο κι ἄς κάνουν ἁμαρτίες.

Ἀπ. : Ὑπάρχει ὁλόκληρη αἵρεση τοῦ Ὠριγένη «περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων». Ἀπό παλιά ὑπῆρχε αὐτή ἡ ἀντίληψη ὅτι ὁ Χριστός θά μᾶς βάλει ὅλους στόν Παράδεισο. Νά σᾶς πῶ κάτι πολύ ἁπλό: Ὁ Χριστός θέλει νά μᾶς βάλει ὅλους στόν Παράδεισο, ἐμεῖς δέν θέλουμε. Πάρτε ἕναν κοσμικό ἄνθρωπο καί πεῖτε του: «ἔλα νά πᾶμε στήν ἀγρυπνία». Τέσσερις ὧρες. Θά ἀντέξει; Κόλαση θά τοῦ φανεῖ. Οὔτε πέντε λεπτά δέν ἀντέχει. Λέει μέ πειράζει τό θυμίαμα κ.λ.π. Ἄν τόν βάλεις μιά αἰωνιότητα νά εἶναι στήν Θεία Λειτουργία, γιατί αὐτό εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μιά συνεχής Θεία Λειτουργία, πῶς θά τό νιώθει αὐτός; Σάν Παράδεισο; Σάν κόλαση θά τό νιώθει. Γιατί; Γιατί δέν ἀγαπάει τόν Χριστό. Ἡ χαρά μας δηλαδή στόν Παράδεισο ποιά θά εἶναι; Ὅτι θά βλέπουμε τόν Χριστό, θά βλέπουμε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τό φῶς τοῦ Χριστοῦ καί θά χαιρόμαστε. Ὅπως χαιρόμαστε, ὅταν βλέπουμε ἕναν δικό μας ἄνθρωπο. Ὅμως πολλοί ἀπό αὐτούς ὄχι μόνο δέν ἔχουν ἀγάπη, ἀλλά ἔχουν καί μίσος καί ἐχθρότητα γιά τόν Χριστό καί Τόν πολεμοῦν. Πῶς λοιπόν ὅταν Τόν βλέπουν συνέχεια μπροστά τους θά ἀντέχουν; Θά τούς φαίνεται κόλαση. Ἑπομένως δέν εἶναι ὅτι ὁ Χριστός δέν μᾶς βάζει στόν Παράδεισο, ἀλλά ἐμεῖς δέν θέλουμε νά πᾶμε.

Τελικά ὁ Παράδεισος καί ἡ κόλαση εἶναι τό ἴδιο πράγμα. Ὁ Χριστός εἶναι καί ὁ Παράδεισος καί ἡ κόλαση. Ἐμεῖς δηλαδή ἀνάλογα μέ τό πῶς εἴμαστε, θά βλέπουμε τόν Χριστό ἤ ὡς Παράδεισο ἤ ὡς κόλαση. Ἕνας ἄνθρωπος πού ἔχει μάτια γερά καί βλέπει καλά, ὅταν βγεῖ στόν ἥλιο, τόν βλέπει καί χαίρεται. Ἕνας τυφλός ὅμως πού δέν βλέπει τό φῶς, ἄν τό βγάλεις στόν ἥλιο, θά νιώσει μόνο τό κάψιμο. Ἔτσι εἶναι καί ἕνας ἄνθρωπος πού δέν ἀγάπησε τόν Χριστό. Εἶναι σάν τόν τυφλό. Δέν αἰσθάνεται τό φῶς τοῦ Θεοῦ ὡς φῶς γλυκύτατο, ἀλλά ὡς φωτιά. Ἔχετε δεῖ τήν εἰκόνα τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ; Ὁ Χριστός κάθεται στόν θρόνο καί ἀπό τό θρόνο Του βγαίνει ἕνα λευκό ποτάμι καί μέσα ἐκεῖ εἶναι ὅλοι οἱ Ἅγιοι. Ἀπό τόν ἴδιο θρόνο τοῦ Χριστοῦ βγαίνει καί ἕνα κόκκινο ποτάμι, ὁ λεγόμενος ̔πύρινος ποταμόςʾ καί ἐκεῖ μέσα εἶναι ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί πού δέν ἔχουν μετανοήσει, οἱ ἀμετανόητοι καί καίγονται. Ἀπό τόν ἴδιο θρόνο βγαίνει καί τό γλυκύτατο φῶς πού θά βλέπουν οἱ μετανοημένοι, οἱ Ἅγιοι καί ἡ φωτιά. Γιατί κατά τήν Δευτέρα Παρουσία ὅλοι θά δοῦν τόν Θεό. Ὅλοι καί αὐτοί πού δέν Τόν πίστεψαν καί αὐτοί πού Τόν πολέμησαν, θέλουν δέν θέλουν. Ἀλλά δέν θά Τόν δοῦν ὅλοι μέ τόν ἴδιο τρόπο. Ὅσοι ἔχουν μετανοήσει κι ἔχουν ἀνοιχτά τά μάτια τῆς ψυχῆς, θά Τόν δοῦν ὡς φῶς γλυκύτατο καί θά εἶναι ὁ Παράδεισός τους. Αὐτός θά εἶναι ὁ Παράδεισος. Οἱ ἄλλοι πού ἔχουν κλειστά τά μάτια τῆς ψυχῆς, θά Τόν δοῦν ὡς κόλαση, ὡς φωτιά γιατί δέν θά Τόν ἔχουν ἀγαπήσει καί θά τούς καίει. Αὐτό θά εἶναι ἡ κόλαση. Ὁ Χριστός εἶναι καί στήν κόλαση, γιά νά μή σᾶς πῶ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι καί ἡ κόλαση, δηλαδή εἶναι πάλι τό φῶς, τό ὁποῖο ὅμως ὁ ἄλλος τό μισεῖ. Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στό Εὐαγγέλιό του: «ἦλθε τό φῶς στόν κόσμο καί ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς» (Ἰω. 3,19).

– Γιατί ἀγάπησαν τό σκοτάδι οἱ ἄνθρωποι καί ὄχι τό φῶς;

Γιατί, λέει, «εἶναι πονηρά τά ἔργα τους». Ὁπότε λένε, ἄν πᾶμε στό φῶς, θά φανερωθοῦν τά πονηρά μας ἔργα, καλύτερα στό σκοτάδι. Νομίζουν ὅτι θά κρυφτοῦν. Εἶναι σάν τήν στρουθοκάμηλο, πού βάζει μόνο τό κεφάλι της στήν ἄμμο καί λέει δέν μέ κυνηγάει κανένας! Πῶς δέν σέ κυνηγᾶνε; Ἐπειδή δέν βλέπεις κανέναν; Τά ἴδια τά ἔργα μας μᾶς κυνηγᾶνε. Ἡ ἴδια ἡ ζωή μας δηλαδή μᾶς βάζει στήν κατάσταση τοῦ Παραδείσου ἤ τῆς κόλασης. Δέν εἶναι τόπος. Ἀλλά μᾶς τά λέει ἔτσι ὁ Χριστός καί στό Εὐαγγέλιο τῆς κρίσεως, γιατί εἴμαστε χονδροί στή διάνοια καί ἔτσι τά καταλαβαίνουμε. Οὐσιαστικά εἶναι ὁ Χριστός, τόν Ὁποῖο βλέπουμε ἀνάλογα, ἄν Τόν ἀγαπήσαμε ὡς φῶς καί ἄν δέν Τόν ἀγαπήσαμε ὡς φωτιά καί καιγόμαστε.

Ὁπότε δέν εἶναι πρόβλημα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός θέλει ὅλοι νά πᾶμε στόν Παράδεισο. Εἶναι δικό μας πρόβλημα. Ἐμεῖς δέν θέλουμε νά πᾶμε καί ὁ Θεός σέβεται τήν ἐλευθερία μας. Αὐτό εἶναι τό μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ. Ἄν μᾶς ἔβαζε ὅλους μέσα στόν Παράδεισο ἀναγκαστικά, οἱ τυφλοί θά Τοῦ ἔλεγαν: «ἐμεῖς δέν θέλουμε, δέν Σέ θέλουμε, γιατί μᾶς ἔβαλες ἐδῶ;». Καί θά εἶχαν δίκαιο, γιατί μᾶς εἶπε πώς εἴμαστε ἐλεύθεροι. «Πῶς εἴμαστε ἐλεύθεροι; Ἐμεῖς δέν θέλουμε Παράδεισο». Ἐδῶ βλέπουμε πῶς βλασφημοῦν τόν Χριστό. Κάποιοι ρόκ τραγουδιστές φώναζαν: «κάτω ὁ Χριστός, ἐμεῖς εἴμαστε πιό διάσημοι ἀπό τόν Χριστό». Ἄκουσον, ἄκουσον! Ἔ, πάρε αὐτόν τόν ἄνθρωπο νά τόν βάλεις στόν Παράδεισο…

Ὁ Θεός λοιπόν θέλει ὅλους νά μᾶς ἀποκαταστήσει, ἀλλά ἐμεῖς ἀπό ἐγωισμό δέν θέλουμε. Τά πάθη μας! Ἡ ὑπερηφάνεια. Αὐτή ἡ νόσος τοῦ ἑωσφόρου. Αὐτό μᾶς κάνει καί μᾶς νά συγγενεύουμε μέ τόν διάβολο καί νά γινόμαστε σκοτάδι. Ὁ Θεός νά μᾶς φυλάει, νά ἔχουμε ταπεινό φρόνημα.

Ἐρ. : Εἴπατε τήν προσευχή, τό Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με, νά τό λέμε καί στήν ἐργασία μας. Ἀλλά ἐνῶ τό λέμε τό μυαλό μας πάει ἀλλοῦ…

Ἀπ. : Παντοῦ θά τό λέμε. Κι ἄν φεύγει τό μυαλό μας πάλι θά προσπαθοῦμε. Ἀνθρώπινο εἶναι αὐτό. Ἔλεγε ὁ παπα-Ἐφραίμ στά Κατουνάκια: Ἔφυγε τό μυαλό; Ἀνθρώπινο εἶναι. Ξαναγύρνα το. Μήν ἀπελπίζεσαι. Μήν τά παρατᾶς. Δέν εἶναι θέμα μυαλοῦ. Εἶναι θέμα καρδιᾶς.

Κοιτάξτε στά ἀνθρώπινα, ἔνα ἁπλό παράδειγμα, ἕνας νέος ἀγαπάει μιά κοπέλα. Αὐτό τόν ἐμποδίζει νά κάνει τίς δουλειές του; Καθόλου! Ὁ νοῦς του εἶναι στήν κοπέλα πού ἀγαπάει ἀλλά τό χέρι εἶναι στή δουλειά. Τά κάνει ὅλα. Μήπως τόν ἐμποδίζει νά φάει; Ὄχι, μιά χαρά τρώει. Ἔτσι κι ὅταν ἀγαπήσουμε τόν Χριστό. Γιατί εἶναι θέμα καρδιᾶς, δέν εἶναι θέμα μυαλοῦ. Μέ τό μυαλό μας θά κάνουμε ὅλες τίς δουλειές καί μέ τήν καρδιά μας θά φωνάζουμε τόν Χριστό καί θά αἰσθανόμαστε τόν Χριστό. Στήν ἀρχή ὅμως θά βιάσουμε τόν ἑαυτό μας ἐπειδή ἔχουν σκουριάσει τά μηχανήματα μέσα μας γιατί γιά πολύ καιρό δέν θυμόμαστε τόν Θεό κι ἔχει ἀτονίσει τό μνημονικό σύστημα τῆς καρδιᾶς. Αὐτό τό σύστημα οἱ ἐπιστήμονες δέν τό ξέρουν. Ξέρουν μόνο τήν ἐγκεφαλική μνήμη. Ὑπάρχει καί καρδιακή μνήμη. Ὑπάρχει ἕνα ὁλόκληρο μηχάνημα στήν καρδιά μέ τό ὁποῖο μπορεῖς νά δεῖς τόν Θεό. Εἶναι ἕνα τηλεσκόπιο πού ἔχει βάλει ὁ Θεός μέσα μας. Ἀλλά τό ἔχουμε σέ ἀχρηστία. Ἄν καθαρίσουμε αὐτό τό τηλεσκόπιο, θά δεῖς ὅτι βλέπεις πράγματα πού δέν ἔχεις δεῖ ποτέ σου. Αὐτό τό τηλεσκόπιο καθάρισαν οἱ ἅγιοι καί εἶχαν αὐτό πού λέμε τό διορατικό χάρισμα καί ἔβλεπαν τόν Θεό, τήν ψυχή τοῦ ἄλλου, τίς σκέψεις τοῦ ἄλλου κ.λ.π. Αὐτό καθαρίζει μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τήν ὁποία στήν ἀρχή πρέπει νά τήν κάνουμε μέ τό ζόρι καί νά τήν ψιθυρίζουμε ὅσο εἴμαστε μόνοι μας. Ὅταν αὐτό χρονίσει, μετά τό παίρνει καί ἡ σκέψη, ὁ ἐγκέφαλος. Ἔπειτα ὅταν χρονίσει καί στόν ἐγκέφαλο, τό παίρνει καί ἡ καρδιά καί τό λέει ἡ καρδιά.

Ἔτσι ξεχωρίζουν τά δύο κέντρα. Τό κέντρο τῆς καρδιᾶς ἀπό τό κέντρο τοῦ ἐγκεφάλου. Μέ τόν ἐγκέφαλο μπορεῖς νά κάνεις ὅ,τι θέλεις, τίς δουλειές σου, τά μαθηματικά σου, τούς λογαριασμούς σου καί μέ τήν καρδιά νά μιλᾶς στόν Χριστό. Εἶναι δύο διαφορετικά κέντρα. Τώρα ἐμεῖς, ἐπειδή δέν τό ἔχουμε βάλει σέ πράξη ὅλο αὐτό, ἔχουμε μπερδεμένα τά δύο αὐτά κέντρα. Ὁπότε λογισμοί πού ἔπρεπε νά ὑπάρχουν μόνο στόν ἐγκέφαλο, ἔχουν κατέβει καί στήν καρδιά καί ἔχουν γίνει ἐπιθυμίες. Καί ὁ ἄνθρωπος ἔχει μπερδέψει τόν Θεό μέ τά εἴδωλα. Καί σκέφτεται τά λεφτά του, τόν ἑαυτό του, τό σῶμα του, τήν ὑγεία του… Γιατί; Γιατί ὅλες αὐτές οἱ σκέψεις πού ἔπρεπε νά εἶναι μόνο στόν ἐγκέφαλο ἔχουν κατέβει στήν καρδιά καί ὁ ἄνθρωπος ἔχει μπερδευτεῖ. Ὑπάρχει ἕνα βραχυκύκλωμα, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης. Ὅταν ὅμως ἀρχίσει ὁ ἄνθρωπος νά ἐπικαλεῖται τόν Θεό, σιγά-σιγά λύεται τό βραχυκύκλωμα καί ξεχωρίζουν τά δύο αὐτά κέντρα. Ὁπότε μπορεῖ κανείς νά προσεύχεται συνέχεια καί συγχρόνως νά κάνει ὅλες τίς δουλειές.

Ὅ,τι σκεφτόμαστε καί θυμόμαστε, αὐτό καί ἀγαπᾶμε. Ὅταν λοιπόν θυμόμαστε τόν Χριστό, θά Τόν ἀγαπήσουμε. Ὅταν Τόν ἀγαπήσουμε καί δουλέψει ἡ καρδιά, τότε τηροῦμε καί τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ: «νά μέ ἀγαπήσεις ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου» (Λουκ. 10,27). Θά πρέπει ὅλη τήν ὕπαρξή μας νά τήν δώσουμε στόν Χριστό. Ὁ πραγματικός χριστιανός εἶναι αὐτός πού ἔχει τήν ἀδιάλειπτη προσευχή.

Ἐρ. : Αὐτό πού λέει ὅτι «ἄν δέν ἀρνηθεῖς πατέρα, μητέρα, ἀδέλφια… καί τήν ἴδια σου τήν ψυχή, δέν θά μπορέσεις νά εἶσαι μαθητής Μου» (Λουκ. 14,26), εἶναι πραγματικά μεγάλο πράγμα. Εὔκολα δέν γίνεται, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ βέβαια…

Ἀπ. : Αὐτό ἐννοεῖ καθετί πού μᾶς ἐμποδίζει ν’ ἀγαπήσουμε τόν Χριστό.

Ἐρ. : Θά πάρεις ὅμως λέει ἀπό αὐτή τήν ζωή πιό πολλά…

Ἀπ. : «Ἑκατονταπλασίονα λήψεται καί ζωήν αἰώνιον κληρονομήσει» (Ματθ. 19,29). Αὐτό κατεξοχήν τό κάνουν οἱ μοναχοί, πού εἶναι ἑκατό τοῖς ἑκατό ἀφιερωμένοι στόν Θεό. Ἀλλά δέν σημαίνει ὅτι δέν πρέπει νά τό κάνει καί κάποιος πού εἶναι ἔγγαμος. Ὅλοι πρέπει νά τό κάνουμε στό μέτρο πού μποροῦμε, στό μέτρο τῆς ζωῆς πού κάνουμε. Μπορεῖ νά μήν ἔχεις πλήρη ἀκτημοσύνη, ὅπως ἕνας μοναχός, ἐπειδή εἶσαι μέσα στόν κόσμο, ἀλλά θά πρέπει νά ἔχεις τήν ἀκτημοσύνη τοῦ νοός. Δηλαδή νά μήν ἔχεις προσκόλληση. Κι ἄν θέλει ὁ Θεός νά τά χάσεις ὅλα, ἄς τά χάσεις. Ὁ Ἰώβ ἦταν ἔγγαμος. Εἶχε καί παιδιά καί κτήματα καί ζῶα καί σέ μιά μέρα τά ἔχασε ὅλα! Τί εἶπε; «Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τούς αἰῶνας» (Ἰωβ 1,21). Νά εἶναι δοξασμένο τό ὄνομα τοῦ Κυρίου εἶπε. Δέν εἶπε: «Τί Θεός εἶναι αὐτός; Γιατί μοῦ τά πῆρε; Πῶς θά ζήσω;». Ὅπως λένε μερικοί «δουλειά δέν ἔχει τό παιδί μου». -Ἐξομολογεῖται τό παιδί σου; – Ὄχι. – Ἐκκλησία πάει; – Ὄχι. Ἡ ἀγωνία της ὅμως δέν εἶναι αὐτή. Ἡ ἀγωνία της εἶναι πού δέν ἔχει δουλειά. Δηλαδή ἡ δουλειά μᾶς ζεῖ.

Δέν μᾶς ζεῖ ἡ δουλειά. Μᾶς ζεῖ ὁ Χριστός. Γιατί εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι ἡ ζωή. Ἄν δέν μέ φᾶτε καί δέν μέ πιεῖτε δέν ἔχετε ζωή» (Ἰω. 6,53). Ἐμεῖς ὅμως σήμερα τά ἔχουμε ἀλλάξει, δέν ζοῦμε σωστά τήν χριστιανική ζωή.

Κι αὐτό πού λέει «ἄν δέν μισήσεις τόν πατέρα, τήν μητέρα σου…», μά τί μίσος μᾶς λές Χριστέ μου; Ἐδῶ μᾶς λές νά ἀγαπᾶμε… Ἐννοεῖ νά ξεκοποῦμε. Μισεύω θά πεῖ ἀπομακρύνομαι. Ἀπό τί; Ἀπό καθένα ἀπό τόν ὁποῖο μᾶς ἐμποδίζει στήν ἀγάπη μας στόν Χριστό. Ἔρχεται ἕνας διωγμός ἄς ποῦμε καί σοῦ λένε ἤ θά ἀρνηθεῖς τόν Θεό ἤ θά σέ σφάξουμε. Λές ἐγώ εἶμαι χριστιανός, δέν ἀλλάζω πίστη. Ἔρχεται ἡ μάνα σου καί λέει: «παιδάκι μου μήν τό κάνεις αὐτό, ἔχεις γυναῖκα, ἔχεις παιδιά, πές μιά κουβέντα, δέν πειράζει… ἄστους νά νομίζουν ὅτι ἀρνήθηκες τόν Χριστό». Ἡ μάνα τώρα παίζει τόν ρόλο τοῦ ἀντιχρίστου. Ὁπότε λέει ὁ Χριστός, ἄν δέν ἀπομακρυνθεῖς ἀπό τήν μάνα σου, χάθηκες. Γιατί ἡ μάνα τώρα γίνεται ἐμπόδιο στό νά πᾶς στόν Παράδεισο, σοῦ λέει νά ἀρνηθεῖς τόν Χριστό. Ἄν διαβάσετε τά μαρτύρια ἔχουμε πάρα πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Ἤ πήγαινε ἄλλη μάνα καί ἔδειχνε στήν κόρη της τό μωρό της γιά νά τήν ἀποτρέψει ἀπό τό μαρτύριο. Αὐτή τήν ἔννοια ἔχει αὐτό, νά ξεκοποῦμε ἀπό κάθε ἕναν πού μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Χριστό.

Σέ κάποια ἄλλη περίπτωση θυμᾶστε πού λέει κάποιος στόν Κύριο: «Χριστέ μου θέλω νά σέ ἀκολουθήσω ἀλλά προηγουμένως ἄφησέ με νά πάω νά θάψω τόν πατέρα μου». Τί τοῦ εἶπε ὁ Χριστός; Πήγαινε θάψ’ τον; Ὄχι. «Ἄφησε τούς νεκρούς νά θάψουν τούς νεκρούς τους» (Ματθ. 8,22). Θά πεῖ κανεις: – Σκληρός λόγος, οὔτε τόν πατέρα του τόν ἄφησε νά πάει νά θάψει. Ναί, γιατί ἤξερε ὁ Χριστός ὅτι, ἄν πήγαινε πίσω στό σπίτι του, θά ἔμπλεκε μέ τά κληρονομικά καί πάει ἡ κλήση καί θά ἔχανε τόν Χριστό. Κι ἀπό ὅτι φαίνεται Τόν ἔχασε, γιατί ἀλλιῶς θά γινόταν ἀπόστολος. Καί λέει ὁ Χριστός, ἄν δοθεῖς στόν Χριστό ἑκατό τοίς ἑκατό, θά πάρεις ἑκαντοταπλάσια καί σ’ αὐτή τήν ζωή καί χρήματα καί κτήματα καί ἀδέλφια καί πατέρα καί μητέρα καί θά κληρονομήσεις καί τήν αἰώνια ζωή. Θά ἔχεις ὅμως καί διωγμούς, ὅπως λέει ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος, «μετά διωγμῶν» (Μαρκ. 10,30), τό ὁποῖο βλέπουμε στήν πράξη, στήν ζωή τῶν ἁγίων.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

http://www.hristospanagia.gr/