«Ἀγαπητοί, ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὅτι ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι»[1], λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στήν Α΄ του καθολική ἐπιστολή. Καί συνεχίζει: «πᾶς ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται καί γινώσκει τόν Θεόν, ὁ μή ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τόν Θεόν, ὅτι ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν»[2]. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ μέ εἰλικρίνεια τούς ἄλλους, ἔχει ἀναγεννηθεῖ ἐν τῷ Θεῷ, ζεῖ ἐν τῷ Θεῷ, καί ὡς ἐκ τούτου γνωρίζει τόν Θεόν. Αὐτός ὁ ὁποῖος δέν ἀγαπᾶ, δέν γνωρίζει τόν Θεό, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη.
Καί πάλι λέγει καί ὁ Ἀποστολος Παῦλος, τονίζοντας τήν μεγάλη σημασία αὐτῆς τῆς ἀρετῆς ὅτι: «ἐάν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καί τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δέ μή ἔχω, γέγονα χαλκός ἠχῶν ἤ κύμβαλον ἀλαλάζον. καί ἐάν ἔχω προφητείαν καί εἰδῶ τά μυστήρια πάντα καί πᾶσαν τήν γνῶσιν καί ἐάν ἔχω πᾶσαν τήν πίστιν ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐθέν εἰμι. κἄν ψωμίσω πάντα τά ὑπάρχοντά μου, καί ἐάν παραδῶ τό σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν ὠφελοῦμαι»[3]. Δηλαδή, λέγει ὁ Ἀπόστολος, ἐάν ὑποθέσουμε ὅτι ὁμιλῶ ὅλες τίς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμα καί τῶν ἀγγέλων, δέν ἔχω ὅμως ἀγάπη, οἱ λόγοι μου ἀκούγονται ὡς χάλκινος κώδωνας ἤ ἀλαλαγμός κυμβάλου∙ κι ἄν ἔχω τό χάρισμα τῆς προφητείας καί κατέχω ὅλα τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ καί ὅλη τήν γνώση, ἀκόμα κι ἄν ἔχω ὅλη τήν πίστη, ὥστε νά μετακινῶ ἀκόμα καί βουνά, δέν ἔχω ὅμως ἀγάπη, δέν εἶμαι τίποτε. Κι ἄν διαθέσω τά ὑπάρχοντά μου στούς φτωχούς καί ἄν παραδώσω τό σῶμα μου γιά νά καῶ, δέν ἔχω ὅμως ἀγάπη, δέν ὠφελοῦμαι σέ τίποτε ἀπό αὐτές τίς θυσίες. Δηλαδή ἀκόμα καί τό μαρτύριο χωρίς ἀγάπη δέν λογίζεται ὡς ἀρετή καί ὡς κάτι καλό μπροστά στόν Θεό.
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει ἀγάπη, «μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, {ἡ ἀγάπη} οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τό κακόν, οὐ χαίρει ἐπί τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δέ τῇ ἀληθείᾳ»[4]. Δηλαδή, αὐτός πού ἔχει ἀγάπη εἶναι μακρόθυμος καί ἀνεκτικός, καλοσυνάτος, εὐεργετικός καί ὠφέλιμος. Δέν ζηλοφθονεῖ, δέν ὑπερηφανεύεται, δέν φέρεται μέ ἀλαζονεία καί προπέτεια, δέν πράττει ἄσχημα, δέν ζητεῖ τά δικά του συμφέροντα, δέν ἐρεθίζεται ἀπό θυμό καί ὀργή, δέν σκέπτεται ποτέ κακό κατά τοῦ πλησίον, δέν βάζει κακό λογισμό γιά τόν ἄλλον. Δέν χαίρεται ὅταν βλέπει νά γίνεται ἀδικία, χαίρεται ὅμως ὅταν βλέπει ἡ ἀλήθεια νά ἐπικρατεῖ. «Ἡ ἀγάπει πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει, ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει»[5]. Δηλαδή ἡ ἀγάπη τά ἀνέχεται ὅλα, ἐμπιστεύεται στά πάντα, ἐλπίζει γιά πάντα, ὑπομένει τά πάντα. Ἡ ἀγάπη ποτέ δέν ἐκπίπτει, ἀλλά πάντοτε μένει ἰσχυρή.
Καί πάλι λέει ὁ Ἀπόστολος: «Πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω»[6]. Ὅ,τι κάνετε, ὅλα νά γίνονται μέ ἀγάπη. «Ὁ γάρ ἀγαπῶν τόν ἕτερον νόμον πεπλήρωκε»[7]. Γιατί ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ ὅλον τόν ἄλλον νόμο τόν ἔχει ἐκπληρώσει. Γιατί ὅλες οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό οὐ μοιχεύσεις, οὐ φονέυσεις, οὐ κλέψεις, οὐκ ἐπιθυμήσεις, καί ὅποια ἄλλη ἐντολή, «ἐν τούτῳ τῷ λόγῳ ἀνακεφαλαιοῦται, ἐν τῷ ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»[8]. Ὅλες οἱ ἐντολές συμπεριλαμβάνονται σέ αὐτή τήν ἐντολή: νά ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὅπως τόν ἑαυτό σου. Γιατί «ἡ ἀγάπη τῷ πλησίον κακόν οὐκ ἐργάζεται∙ πλήρωμα οὖν νόμου ἡ ἀγάπη»[9]. Ποτέ ἡ ἀγάπη δέν κάνει κακό στόν πλησίον. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ τέλεια τήρηση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ.
«Ὑπεράνω ὅλων ἡ ἀγάπη», ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Ἐκεῖνο πού πρέπει νά μᾶς ἀπασχολεῖ εἶναι ἡ ἀγάπη γιά τόν ἄλλον, ἡ ψυχή του. Ὅ,τι κάνουμε, προσευχή, συμβουλή, ὑπόδειξη, νά τό κάνουμε μέ ἀγάπη. Χωρίς τήν ἀγάπη ἡ προσευχή δέν ὠφελεῖ, ἡ συμβουλή πληγώνει, ἡ ὑπόδειξη βλάπτει καί καταστρέφει τόν ἄλλον, πού αἰσθάνεται ἄν τόν ἀγαπᾶμε ἤ δέν τόν ἀγαπᾶμε» καί ἀντιδρᾶ ἀναλόγως. «Ἡ ἀγάπη στόν ἀδελφό μᾶς προετοιμάζει ν’ ἀγαπήσομε περισσότερο τόν Χριστό», ἔλεγε ὁ Ὅσιος. «Ἄς σκορπίζομε σέ ὅλους τήν ἀγάπη μας ἀνιδιοτελῶς, ἀδιαφορώντας γιά τή στάση τους»[10]. Εἶναι αὐτό τό κύριο χαρακτηριστικό τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης, τό ὅτι ὁ ἀγαπῶν δέν σκέφτεται τό δικό του συμφέρον, ἀλλά μόνο τό συμφέρον τοῦ ἄλλου καί δέν ζητάει καμία ἀνταπόδοση στήν προσφορά τῆς ἀγάπης του.
«Ὅταν ἔλθει μέσα μας ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, δέν θά ἐνδιαφερόμαστε ἄν μᾶς ἀγαπᾶνε ἤ ὄχι, ἄν μᾶς μιλᾶνε μέ καλοσύνη». Ἀδιάφορο τό ποιά εἶναι ἡ στάση τοῦ ἄλλου καί ἡ ἀντίδρασή του ἀπέναντι στήν ἀγάπη μας. Ἐμεῖς θά πρέπει νά τόν ἀγαποῦμε πάντοτε. «Θά νιώθουμε τήν ἀνάγκη», λέει ὁ Ἅγιος, «ἐμεῖς νά τούς ἀγαπᾶμε ὅλους. Εἶναι ἐγωισμός νά θέλουμε οἱ ἄλλοι νά μᾶς μιλᾶνε μέ καλοσύνη. Ἄς μή μᾶς στενοχωρεῖ τό ἀντίθετο», δηλαδή ἄν μᾶς μιλᾶνε μέ ὄχι καλό τρόπο. «Ἄς ἀφήσουμε τούς ἄλλους νά μᾶς μιλᾶνε ὅπως αἰσθάνονται. Ἄς μή ζητιανεύουμε τήν ἀγάπη»[11], γιατί ἔχουμε τόσο ἄπειρη ἀγάπη ἀπό τόν Θεό, τόση μεγάλη ἄπειρη ἀγάπη ἀπό τόν Θεό, πού δέν μᾶς χρειάζεται καμία ἀνθρώπινη ἀγάπη.
«Ἐπιδίωξή μας εἶναι ἀγαπᾶμε καί νά προσευχόμαστε μέ ὅλη μας τήν ψυχή γιά ἐκείνους», γιά ὄλους, καί γι’ αὐτούς πού δέν μᾶς ἀγαποῦν. «Τότε θά προσέξουμε ὅτι ὅλοι θά μᾶς ἀγαποῦν χωρίς νά τό ἐπιδιώκουμε, χωρίς καθόλου νά ζητιανεύουμε τήν ἀγάπη τους. Θά μᾶς ἀγαπᾶνε ἐλεύθερα καί εἰλικρινά ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς τους, χωρίς νά τούς ἐκβιάζουμε. Ὅταν ἀγαπᾶμε χωρίς νά ἐπιδιώκουμε νά μᾶς ἀγαπᾶνε, θά μαζεύονται ὅλοι κοντά μας σάν τίς μέλισσες. Αὐτό ἰσχύει γιά ὅλους μας»[12]. Γιατί ὅπως λέει ὁ Ἅγιος, ὅταν ζητᾶμε τήν ἀγάπη ἀπό τούς ἄλλους, ἀσκοῦμε ἑνός εἴδους καταπίεση στόν ἄλλον καί ὁ ἄλλος ἀντιδρᾶ. Ἄν ἀγαποῦμε χωρίς νά ἐπιδιώκουμε τήν ἀγάπη του, τότε ἐλεύθερα ἐκεῖνος ἔρχεται καί μᾶς ἀγαπᾶ.
«Ἄν ὁ ἀδελφός σου σ’ ἐνοχλεῖ, σέ κουράζει, νά σκέπτεσαι: «Τώρα μέ πονάει τό μάτι μου, τό χέρι μου, τό πόδι μου, πρέπει νά τό περιθάλψω μ’ ὅλη μου τήν ἀγάπη». Γιατί εἴμαστε ὁ ἕνας κομμάτι τοῦ ἄλλου, ἀλλήλων μέλη, σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μας εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος. «Νά μήν σκεπτόμαστε, ὅμως, οὔτε ὅτι θά ἀμειφθοῦμε γιά τά δῆθεν καλά, οὔτε ὅτι θά τιμωρηθοῦμε γιά τά κακά πού διαπράξαμε. Ἔρχεσαι εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας, ὅταν ἀγαπάεις μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τότε δέν ζητᾶς νά σέ ἀγαπᾶνε∙ αὐτό εἶναι κακό. Ἐσύ ἀγαπᾶς, ἐσύ δίνεις τήν ἀγάπη σου∙ αὐτό εἶναι τό σωστό. Ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται νά σωθοῦμε. Ὁ Θεός τό θέλει. Ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «…πάντας θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»[13].
Ὅταν κάποιος μᾶς ἀδικήσει», λέει ὁ Ὅσιος, «μέ ὁποιονδήποτε τρόπο, μέ συκοφαντίες, μέ προσβολές, νά σκεπτόμαστε ὅτι εἶναι ἀδελφός μας πού τόν κατέλαβε ὁ ἀντίθετος. Ἔπεσε θύμα τοῦ ἀντιθέτου. Γι’ αὐτό πρέπει νά τόν συμπονέσουμε καί νά παρακαλέσουμε τόν Θεό νά ἐλεήσει κι ἐμᾶς κι αὐτόν, κι ὁ Θεός θά βοηθήσει καί τούς δύο. Ἄν, ὅμως, ὀργισθοῦμε ἐναντίον του, τότε ὁ ἀντίθετος ἀπό κεῖνον θά πηδήσει σέ ἐμᾶς καί θά μᾶς παίζει καί τούς δύο»[14]. Εἶναι ἀκριβῶς αὐτός ὁ πνευματικός νόμος, ὅταν κατακρίνεις τόν ἄλλον γιά τό σφάλμα στό ὁποῖο πέφτει, στό ἴδιο σφάλμα θά πέσεις κι ἐσύ μετά. Πρέπει νά συμπονέσουμε τόν ἄλλον. Ἄν ὀργισθοῦμε ἐναντίον του, ὁ ἀντίθετος θά ἔρθει σέ μᾶς. «Ὅποιος κατακρίνει τούς ἄλλους, δέν ἀγαπάει τόν Χριστό. Ὁ ἐγωισμός φταίει. Ἀπό κεῖ ξεκινάει ἡ κατάκριση.
Θά σᾶς πῶ ἕνα μικρό παράδειγμα», λέγει ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι ἕνας ἄνθρωπος βρίσκεται μόνος του στήν ἔρημο. Δέν ὑπάρχει κανείς. Ξαφνικά ἀκούει κάποιον ἀπό μακριά νά κλαίει καί νά φωνάζει. Πλησιάζει κι ἀντικρίζει ἕνα φοβερό θέαμα: μία τίγρις ἔχει ἁρπάξει ἕναν ἄνθρωπο καί τόν καταξεσχίζει μέ μανία. Ἐκεῖνος ἀπελπισμένος ζητάει βοήθεια. Σέ λίγα λεπτά θά τόν κατασπαράξει. Τί νά κάνει γιά νά τόν βοηθήσει; Νά τρέξει κοντά του; Πῶς; Αὐτό εἶναι ἀδύνατον. Νά φωνάξει; Ποιόν; Κανείς ἄλλος δέν ὑπάρχει. Μήπως θά πάρει καμιά πέτρα νά τήν ρίξει στόν ἄνθρωπο καί νά τόν ἀποτελειώσει; «Ὄχι, βέβαια!», θά ποῦμε. Κι ὅμως αὐτό εἶναι δυνατό νά γίνει, ὅταν δέν καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ ἄλλος πού μᾶς φέρεται ἄσχημα κατέχεται ἀπό τόν διάβολο, τήν τίγρη». Εἶναι δηλαδή δέσμιος τοῦ πάθους του, τό ὁποῖο ὑποκινεῖ ὁ πονηρός. «Μᾶς διαφεύγει ὅτι κι ὅταν ἐμεῖς τόν ἀντιμετωπίζουμε χωρίς ἀγάπη, εἶναι σάν νά τοῦ ρίχνουμε πέτρες πάνω στίς πληγές του, ὁπότε τοῦ κάνουμε πολύ κακό καί ἡ «τίγρις», ὁ πονηρός δηλαδή, «μεταπηδάει σ´ ἐμᾶς καί κάνομε κι ἐμεῖς ὅ,τι ἐκεῖνος καί χειρότερα. Τότε, λοιπόν, ποιά εἶναι ἡ ἀγάπη πού ἔχομε γιά τόν πλησίον μας καί, πολύ περισσότερο, γιά τόν Θεό;»[15]. Γιατί ἄν ἀγαποῦμε τόν Θεό, ἀγαποῦμε καί τά πληγωμένα παιδιά τοῦ Θεοῦ, ὅλους τούς ἁμαρτωλούς.
«Νά αἰσθανόμαστε τήν κακία τοῦ ἄλλου σάν ἀρρώστια πού τόν βασανίζει καί ὑποφέρει καί δέν μπορεῖ νά ἀπαλλαγεῖ. Γι’ αὐτό νά βλέπουμε τούς ἀδελφούς μας μέ συμπάθεια καί νά τούς φερόμαστε μέ εὐγένεια λέγοντας μέσα μας μέ ἁπλότητα τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», γιά νά δυναμώσει μέ τήν θεία χάρη ἡ ψυχή μας καί νά μήν κατακρίνουμε κανένα.
Ὅλους γιά ἁγίους νά τούς βλέπουμε. Ὅλοι μας μέσα φέρουμε τόν ἴδιο παλαιό ἄνθρωπο. Ὁ πλησίον, ὅποιος κι ἄν εἶναι, εἶναι «σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μας», εἶναι ἀδελφός μας καί «μηδενί μηδέν ὀφείλομεν, εἰ μή τό ἀγαπᾶν ἀλλήλους»[16], σύμφωνα μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Σέ ὅλους δέν χρωστᾶμε τίποτα, παρά μόνο νά τούς ἀγαποῦμε. «Δέν μποροῦμε ποτέ νά κατηγορήσουμε τούς ἄλλους, γιατί «οὐδείς τήν ἑαυτοῦ σάρκα ἐμίσησεν»[17]»[18]. Καί ἀφοῦ καί ὁ ἄλλος εἶναι σάρκα μας δέν μποροῦμε νά τόν μισήσουμε καί νά τόν κατηγοροῦμε.
«Ὅταν κάποιος ἔχει ἕνα πάθος, νά προσπαθοῦμε νά τοῦ ρίχνουμε ἀκτίνες ἀγάπης κι εὐσπλαχνίας, γιά νά θεραπεύεται καί νά ἐλευθερώνεται. Μόνο μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ γίνονται αὐτά. Νά σκέφτεστε ὅτι αὐτός ὑποφέρει περισσότερο ἀπό ἐσᾶς. Στό κοινόβιο, ὅταν κάποιος φταίει, νά μήν τοῦ ποῦμε ὅτι φταίει. Νά στεκόμαστε μέ προσοχή, σεβασμό καί προσευχή. Ἐμεῖς νά προσπαθοῦμε νά μήν τό κάνομε τό κακό. Ὅταν ὑπομένουμε τήν ἀντιλογία τοῦ ἀδελφοῦ, λογίζεται μαρτύριο. Νά τό κάνουμε μέ χαρά»[19]. Αὐτό εἶναι πολύ ὡραῖο καί πολύ λεπτή παρατήρηση. Ὅταν κάποιος σφάλλει, ἔχει μέσα του τόν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως καί θά πρέπει νά κάνουμε προσευχή κι ὄχι νά τόν κατακεραυνώνουμε.
«Ὁ χριστιανός εἶναι εὐγενής. Νά προτιμᾶμε ν’ ἀδικούμαστε», λέει ὁ Ὅσιος. «Ἅμα ἔλθει μέσα μας τό καλό, ἡ ἀγάπη, ξεχνᾶμε τό κακό πού μᾶς κάνανε. Ἐδῶ κρύβεται τό μυστικό. Ὅταν τό κακό ἔρχεται ἀπό μακριά, δέν μπορεῖτε νά τό ἀποφύγετε. Ἡ μεγάλη τέχνη, εἶναι ὅμως νά τό περιφρονήσετε. Μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ θά τό βλέπετε, δέν θά σᾶς ἐπηρεάζει, διότι θά εἶστε πλήρεις χάριτος.
Στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὅλα εἶναι ἀλλιώτικα. Ἐκεῖ κανείς τά δικαιολογεῖ στούς ἄλλους ὅλα. «Ὁ Χριστός βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους»[20]. Ἐγώ ἐσένα βγάζω φταίχτη, ἔστω κι ἄν μοῦ λέεις ὅτι φταίει ὁ τάδε ἤ ἡ τάδε. Τελικά σέ κάτι φταίεις καί τό βρίσκεις ὅταν σοῦ τό πῶ. Αὐτή τήν διάκριση ν’ ἀποκτήσετε στή ζωή σας. Νά ἐμβαθύνετε στό καθετί καί νά μήν τά βλέπετε ἐπιφανειακά». Κι ἄν ἐμβαθύνουμε ὅπως λέει ὁ Ὅσιος, θά δοῦμε ὅτι φταῖμε πράγματι γιά ὅλα, λίγο ὡς πολύ. «Ἄν δέν πᾶμε στόν Χριστό», λέει ὁ Ὅσιος, «ἄν δέν ὑπομένουμε, ὅταν πάσχομε ἀδίκως, θά βασανιζόμαστε συνέχεια. Τό μυστικό εἶναι ν´ ἀντιμετωπίζει κανείς τίς καταστάσεις μέ πνευματικό τρόπο»[21]. Δηλαδή ὅταν ἀδικεῖται, νά χαίρεται, διότι ἄν συγχωρήσει αὐτόν πού τόν ἀδικεῖ, συγχωρεῖται καί ὁ ἴδιος γιά τίς πολύ μεγαλύτερες δικές του ἁμαρτίες ἀπό τόν Θεό.
«Κάτι παρόμοιο γράφει ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος: ««Ὅλους τούς πιστούς ὀφείλουμε νά τούς βλέπουμε σάν ἕνα καί νά σκεπτόμαστε ὅτι στόν καθένα ἀπό αὐτούς εἶναι ὁ Χριστός. Καί νά ἔχομε γιά τόν καθένα τέτοια ἀγάπη, ὥστε νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά θυσιάσομε γιά χάρη του καί τή ζωή μας. Γιατί ὀφείλουμε νά μήν λέμε οὔτε νά θεωροῦμε κανένα ἄνθρωπο κακό, ἀλλά ὅλους νά τούς βλέπουμε ὡς καλούς. Κι ἄν δεῖς ἕναν ἀδελφό νά ἐνοχλεῖται ἀπό τά πάθη, μήν τόν μισήσεις αὐτόν, μίσησε τά πάθη πού τόν πολεμοῦν»[22]. Ἔτσι θά πρέπει νά κάνουμε πάντα διάκριση, διαχωρισμό πράξεως καί προσώπου. Τήν πράξη ἄν εἶναι κακή, τήν μισοῦμε, τήν ἀποστρεφόμαστε, ἀλλά τό πρόσωπο, ὡς εἰκόνα Θεοῦ, πάντοτε τό σεβόμαστε καί τό ἀγαπᾶμε.
«Κι ἄν τόν δεῖς», λέει ὁ Ὅσιος, τόν ἄνθρωπο «νά τυραννεῖται ἀπό ἐπιθυμίες καί συνήθειες προηγούμενων ἁμαρτιῶν, περισσότερο σπλαχνίσου τον, μήν τυχόν δοκιμάσεις καί ἐσύ πειρασμό, ἀφοῦ εἶσαι ἀπό ὑλικό πού εὔκολα γυρίζει ἀπό τό καλό στό κακό. Ἡ ἀγάπη πρός τόν ἀδελφό σέ προετοιμάζει νά ἀγαπήσεις περισσότερο τόν Θεό. Τό μυστικό, λοιπόν, τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν ἀδελφό». Ἄν δέν ἀγαπᾶς τόν ἀδερλφό σου πού τόν βλέπεις, πῶς εἶναι δυνατόν ν’ ἀγαπᾶς τόν Θεό πού δέν Τόν βλέπεις;. Ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος: «Ὁ γάρ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ, ὅν ἐώρακε, τόν Θεό, ὅν οὐχ ἐώρακε, πῶς δύναται ἀγαπᾶν;»[23]» [24].
Ἄς παρακαλοῦμε τόν Θεό καί τόν Ἅγιο Πορφύριο καί τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο νά μᾶς δίνουν τήν χάρη τους, νά παρακαλοῦν τόν Κύριο, ὥστε μέ τήν θεία Του χάρη νά μᾶς δυναμώνει, ὥστε νά ἀγαποῦμε ἔτσι ὅπως μᾶς δίδαξαν, μέ ἀνιδιοτέλεια, μέ αὐταπάρνηση μέ θυσία, μέ πνεῦμα σύμφωνο μέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, μέ ὑπακοή στίς θεῖες ἐντολές, μέ ἀγάπη πού πηγάζει ἀπό τήν ἀγάπη στόν Θεό.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Α΄ Ἰωάν. 4, 7-8.
[2] Ὅ.π.
[3] Α΄ Κορ. 13, 1-3.
[4] Α΄ Κορ. 13, 4-6.
[5] Α΄ Κορ. 13, 7-8.
[6] Α΄ Κορ. 16, 14.
[7] Ρωμ. 13, 8.
[8] Ρωμ. 13, 9.
[9] Ρωμ. 13, 10.
[10] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[11] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[12] Ὅ.π.
[13] Α΄ Τιμ. 2, 4.
[14] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[15] Ὅ.π.
[16] Ρωμ. 13, 8.
[17] Ἐφ. 5, 29.
[18] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[19] Ὅ.π.
[20] Ματθ. 5, 45.
[21] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[22] Ὅ.π.
[23] Α΄ Ἰωάν. 4, 20.
[24] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.