Όσιος Παΐσιος ο Μέγας (4ος αι.).

Κάποτε, την ώρα που ο όσιος Παΐσιος ο Μέγας προσευχόταν στο κελλί του, τον επισκέφτηκε ο Χριστός με δύο Αγγέλους -όπως πήγε και στον Πατριάρχη Αβραάμ- και του λέει: Χαίρε Παΐσιε! Σήμερα πρέπει να με φιλοξενήσεις. 

Και πράγματι, ο όσιος Παΐσιος, κατά μίμηση του Πατριάρχη, τον φιλοξένησε με μεγάλη προθυμία! Αλλά αυτός δεν φρόντιζε να ετοιμάσει φαγητά και ποτά, όπως εκείνος, αλλά φιλοξένησε Τον πανταχού παρόντα με “γνώμην καθαράν”.
Έπειτα, βάζοντας νερό μέσα στον νιπτήρα, ένιψε, ω του θαύματος διά την άκρα συγκατάβαση του Κυρίου, τους άχραντούς Του πόδας!
 Και ενώ ο όσιος Παΐσιος Τον φιλοξενούσε με πάσαν επιμέλεια, ο Σωτήρας, έδειχνε σ’ αυτόν την μεγάλην Του αγάπη φιλανθρώπως. Αφού, από αυτά που ταιριάζουν στην φιλοξενία, τίποτε άλλο δεν είναι πιο ευγενές από το να πλύνει κάποιος τα πόδια αυτών που τον επισκέπτονται. Πράγμα, βεβαίως, που ο όσιος Παΐσιος το έπραξε! Και για τον λόγο αυτό, ο Σωτήρας, αφού του είπε: “Ειρήνη σοι τω εκλεκτώ μου θεράποντι”, έγινε άφαντος.
 Τότε, ο θείος Παΐσιος φλεγόμενος από Θείο έρωτα, λόγω της συνομιλίας αυτής, και μιμούμενος τον Κλεόπα -δηλαδή έχοντας την καρδιάν του καιομένην- έτσι και αυτός, όπως και εκείνος, έτρεξε ασυγκράτητος προς το νερό, δηλαδή σε κείνο το απόνιμμα, που είχαν πλυθεί τα πόδια του Κυρίου, (το οποίο του άφησε ο Χριστός ως ένα πράγμα μεγάλο και αξιόλογο), και το ήπιε προθύμως και με μεγάλη επιθυμία. Ο όσιος Παΐσιος, όμως, δεν το ήπιε όλο, αλλά άφησε και λίγο για τον μαθητή του, που έλειπε στην Αίγυπτο.
Έτσι όταν αυτός επέστρεψε εξουθενωμένος από την οδοιπορία, ο Όσιος του είπε: Πήγαινε παιδί μου στον νιπτήρα, και για να σβήσεις τη δίψα που έχεις από την κάψα του ήλιου, πιες αυτό που έχει μέσα.
Ο μαθητής του, του είπε πως θα κάνει αυτό που τον πρόσταξε, αλλά μέσα στο μυαλό του σκεφτόταν αντίθετα πράγματα. Έλεγε, λοιπόν, στον εαυτόν του: Εγώ ήλθα μέσα σε τέτοιο καύσωνα, και ο γέροντας αντί να με στείλει στη βρύση να πιω καθαρό και κρύο νερό, με προστάζει αδιάκριτα να πιω το νερό του νιπτήρα, που είναι απόνιμμα;
 Αυτά συλλογιζόταν ο μαθητής, ο δε Όσιος του είπε ξανά: Πήγαινε παιδί μου στο νιπτήρα και πιες. Και ο μαθητής είπε πάω. Αλλά δεν πήγε. Και τρίτη φορά του επανέλαβε ο Όσιος να πιει το νερό αυτό, αλλά τελικά αυτός δεν υπάκουσε. Τότε ο Όσιος του είπε: Έλαβες, παιδί μου, την πληρωμή της παρακοής σου! Στερήθηκες τα θεία χαρίσματα!
 Όταν ο μαθητής άκουσε αυτά τα λόγια, λυπήθηκε πολύ, και γι’ αυτό έτρεξε στον νιπτήρα, αλλά δεν βρήκε τίποτε. Και είπε στον Γέροντα: Πάτερ, δεν βρίσκω νερό στο νιπτήρα για να πιω. Ο δε θείος Παΐσιος του είπε: Και πώς είναι δυνατόν να βρεις, αφού έκανες τον εαυτό σου ανάξιο; Γιατί η παρακοή διώχνει από τον παρήκοο το χάρισμα, όπως αντιθέτως η υπακοή το φέρνει στον υπάκουο.
 Και επειδή ο υποτακτικός ακούγοντας αυτά λυπήθηκε, ρώτησε τον Όσιο να μάθει, τι ήταν αυτό το μεγάλο χάρισμα που στερήθηκε. Και επιπλέον πώς εξαφανίστηκε το νερό από τον νιπτήρα; Τότε, ο Όσιος Παΐσιος του διηγήθηκε όλα όσα συνέβησαν και συμπλήρωσε κι’ αυτό επίσης: Επειδή φάνηκες παρήκοος και δεν καταδέχτηκες να πιεις εκείνο το νερό, που προστάχτηκες τρεις φορές, για τον λόγο αυτό κατέβηκε από τον ουρανό Άγγελος Κυρίου, και αφού με κάθε ευλάβεια, πήρε το απόνιμμα στα χέρια του, ανέβηκε και πάλιν στον ουρανό.
Το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο «Νέον Εκλόγιον» του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη (εκδόσεις «Αστήρ») και διασκευάστηκε στην καθομιλουμένη.