Σκεπάστηκε από ουράνιο φως, πού τον θέρμαινε και τον λάμπρυνε ολόκληρο
Ένας επίσκοπος, περιοδεύοντας στην επαρχία του, έφθασε ένα Σάββατο βράδυ σ’ ένα χωριό. Πρώτη φορά περνούσε από εκεί. Τον φιλοξένησε ο πρόεδρος του χωρίου και σε λίγο ο επίσκοπος ζήτησε να δη τον ιερέα.
– Είναι στο χωράφι, του είπαν, δεν ήρθε ακόμα.
Ύστερα από αρκετή ώρα παρουσιάστηκε μπροστά του ο Ιερεύς, ντυμένος βέβαια με τα ρούχα της δουλειάς και καταλαβαίνετε σε ποια κατάστασι ήταν. Δεν έμεινε ευχαριστημένος ο δεσπότης, τον ήθελε πιο ευπρεπισμένο.
Την άλλη μέρα ήταν Κυριακή. Ετοιμάσθηκε ο ιερεύς για τη Θεία Λειτουργία. Ο επίσκοπος, ο οποίος θα παρευρίσκετο στη Θεία Λειτουργία, θα την παρακολουθούσε στην αρχή από τον επισκοπικό θρόνο και εν συνεχεία από το Ιερό Βήμα. Θα εύρισκε ασφαλώς πολλά λάθη σ’ εκείνον τον αγροίκο παπα!
Παράδοξο όμως! “Όταν ο παππούλης “έβαλε” “Ευλογημένη ή Βασιλεία…”, σκεπάστηκε από ουράνιο φως, πού τον θέρμαινε και τον λάμπρυνε ολόκληρο, χωρίς να τον καίει… κι αυτό συνεχίσθηκε μέχρι το “Δι ευχών”! Αφού μοίρασε Αντίδωρο ο ιερεύς στους εκκλησιαζόμενους χριστιανούς του χωριού και τελείωσε, πέρασε μέσα στο Ιερό Βήμα.
Ο δεσπότης πήγε κοντά του, έπεσε στα γόνατα και ζήτησε συγχώρηση για την κατάκριση, πού έκανε μέσα του γι’ αυτόν, και τον παρεκάλεσε να τον ευλόγηση.
Ο απλοϊκός εκείνος ιερεύς σάστισε.
Πως είναι δυνατόν, λέει, ο ανώτερος να ευλογηθεί από τον κατώτερο του; Συ ευλόγησε με, άγιε δέσποτα!
Αδύνατον να ευλογήσω εκείνον, πού στέκεται μέσα στη θεϊκή άκτιστη φλόγα, όταν ιερουργεί στο πανάγιο Θυσιαστήριο! “Το έλαττον υπό του κρείττονος ευλογείται”, απάντησε ο δεσπότης, κι ο ιερεύς ρώτησε:
Υπάρχει, τάχα, Σεβασμιότατε, δεσπότης ή παπάς, πού να τελή τη Θεία Λειτουργία και να μην κυκλώνεται από ουράνιο φως;
Αυτή ήταν η απορία του ιερέως, του απλοϊκού εκείνου παππούλη.
Τι να απάντηση ο επίσκοπος σ’ εκείνον τον ιερέα, πού έβλεπε το υπερφυσικό σαν το πλέον φυσικό πράγμα μέσα στη Θεία Λατρεία; Γι αυτό θαύμασε και την καθαρότητα, και την ταπείνωση και την αγιότητα εκείνου του Ιερέως από το χωριό και έφυγε ωφελημένος και διδαγμένος.
«Δικαίω νόμος ού κείται» (δηλ. ο νόμος δεν είναι για τον δίκαιο)
ΔΕΚΑ μίλια από την πόλη Αιγαιές της Κιλικίας, στο χωριό Μάρδαρδος, κατοικούσε ένας γέροντας λευίτης, φημισμένος για την αρετή του
Κάποτε όμως οι χωρικοί πήγαν και παραπονέθεικαν στον επίσκοπο Αιγαιών λέγοντας:
Πάρε αυτόν τον ιερέα από το χωριό μας, γιατί μας στενοχωρεί. Κάθε Κυριακή τελεί τη θεία λειτουργία στις 3 το απόγευμα και δεν τηρεί την καθιερωμένη τάξη.
Καλεί αμέσως ο επίσκοπος τον εφημέριο και του λέει ιδιαιτέρως:
Γιατί, γέροντα, κάνεις τέτοιο πράγμα; Δεν γνωρίζεις την τάξη της Εκκλησίας μας;
Τη γνωρίζω, δέσποτα, κι έχεις δίκιο. Αλλά νά τι συμβαίνει: Μετά τη νυχτερινή ακολουθία της Κυριακής, κάθομαι κοντά στο άγιο θυσιαστήριο περιμένοντας την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος. Κι όταν δω τον Παράκλητο να το επισκιάζει, τότε αρχίζω τη λειτουργία.
Ο επίσκοπος θαύμασε την αρετή του γέροντα και πληροφόρησε σχετικά τους χωρικούς, πού έφυγαν ειρηνικά δοξάζοντας το Θεό.
***
Το Άγιον Πνεύμα σαν Φως και Φωτιά στην θεία Λειτουργία
Ο άγιος Νήφων, επίσκοπος Κωνσταντιανής (4ος αι.) αξιώθηκε να δει πολλά θεϊκά οράματα με τα φωτισμένα από το Άγιο Πνεύμα μάτια της ψυχής του.
Κάποτε, σε μια θεία λειτουργία, μόλις ο λειτουργός εκφώνησε: «Ευλογημένη η βασιλεία… », ο άγιος είδε φωτιά να κατεβαίνει από τον ουρανό και να καλύπτει το άγιο θυσιαστήριο και τον ιερέα, χωρίς εκείνος να καταλάβει τίποτα.
Αργότερα, όταν άρχισε να ψάλλετε ο τρισάγιος ύμνος από το λαό, τέσσερις άγγελοι κατέβηκαν κι έψαλλαν μαζί τους.
Στον Απόστολο, φανερώθηκε ο μακάριος Παύλος να καθοδηγεί τον αναγνώστη.
Στο «Αλληλούια», μετά τον Απόστολο, οι φωνές του λαού ανέβαιναν ενωμένες στον ουρανό σαν ένα πύρινο σφιχτοπλεγμένο σχοινί.
Και στο Ευαγγέλιο, κάθε λέξη έβγαινε σαν φλόγα από το στόμα του ιερέα και υψωνόταν στα επουράνια.
Λίγο πριν από την είσοδο των τιμίων Δώρων, βλέπει ξαφνικά ο όσιος ν’ ανοίγει ο ουρανός και να ξεχύνεται μια άρρητη και υπερκόσμια ευωδία. «Άγγελοι κατέβαιναν από ψηλά, ψάλλοντας ύμνους και δοξολογίες στον Αμνό, το Χριστό και Υιό του Θεού και να!
Παρουσιάστηκε τότε ένα κατακάθαρο και τρισχαριτωμένο Βρέφος! Το κρατούσαν στα χέρια τους άγγελοι, πού το έφεραν και το απέθεσαν στο άγιο δισκάριο, όπου βρίσκονταν τα τίμια Δώρα. Γύρω Του μαζεύτηκαν πλήθος ολόλαμπροι και λευκοφόροι νέοι, πού ατένιζαν με θαυμασμό και δέος τη θεϊκή Του ομορφιά.
‘Ήρθε η στιγμή της μεγάλης εισόδου.
Ο λειτουργός πλησίασε για να πάρει στα χέρια του το άγιο δισκάριο και το άγιο ποτήριο, τα ύψωσε και τα έβαλε πάνω στο κεφάλι του, σηκώνοντας μαζί τους και το Βρέφος. ‘Όταν βγήκαν τα ‘Άγια, κι ενώ ο λαός έψαλλε κατανυκτικά, είδε ο όσιος αγγέλους να φτερουγίζουν κυκλικά πάνω απ’ το λειτουργό.
Δύο Χερουβείμ και Δύο Σεραφείμ προχωρούσαν μπροστά του και πλήθος άλλων αγγέλων τον συνόδευαν, ψάλλοντας με αγαλλίαση άρρητους ύμνους.
Όταν ο ιερέας έφτασε στην αγία Τράπεζα κι ακούμπησε τα τίμια Δώρα, οι άγγελοι τη σκέπασαν με τις φτερούγες τους, τα δύο Χερουβείμ στάθηκαν στα δεξιά του λειτουργού και τα δύο Σεραφείμ στ’ αριστερά του, χωρίς όμως εκείνος να τα βλέπει.
Η θεία μυσταγωγία συνεχίστηκε.
Είπαν το «Πιστεύω» κι έφτασαν στον καθαγιασμό των τιμίων Δώρων.
Ο λειτουργός τα ευλόγησε και είπε το «…μεταβαλών τω Πνευματι σου τω Αγίω. Αμήν’ Αμήν’ Αμήν». Τότε βλέπει πάλι ο δίκαιος έναν άγγελο να παίρνει μαχαίρι και να σφάζει το Βρέφος. Το αίμα Του το έχυσε στο άγιο Ποτήριο, ενώ το σώμα Του το τεμάχισε και το τοποθέτησε στο Δισκάριο.
Ύστερα αποτραβήχτηκε πάλι στη θέση του και στάθηκε σεμνά κι ευλαβικά.
Όταν ο λειτουργός ύψωσε τον άγιο Άρτο εκφωνώντας «τα Άγια τοις Αγίοις», ενώ ο λαός έψαλλε «ΕΙς άγιος, εις Κύριος…», κάποιος από το εκκλησίασμα στράφηκε στον άγιο και τον ρώτησε σιγανά: Γιατί, πάτερ, ο ιερέας λέει «τα Άγια τοις Αγίοις»;
Για μας όλους το λέει, παιδί μου, και σημαίνει: στα άγια μέλη του Χριστού να προσέλθει όποιος είναι άγιος!
Και τι είναι αγιοσύνη, πάτερ; ξαναρώτησε ο άλλος, πού ήταν απλοϊκός.
Να… «Αν είσαι ακόλαστος, μην τολμήσεις να γίνεις μέτοχος σε τόσο μεγάλο μυστήριο. Αν έχεις έχθρα με κάποιον, μην πλησιάσεις. Αν περιγελάς ή βρίζεις ή κατακρίνεις το συνάνθρωπό σου, στάσου μακριά από τη θεία Κοινωνία. Πρώτα εξέτασε τον εαυτό σου, κι αν είσαι ενάρετος πλησίασε. Αν όμως δεν είσαι, φύγε….»
Στο μεταξύ ο λειτουργός εκφώνησε: «Μετα φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε».
Ο άγιος παρατηρούσε τώρα όσους κοινωνούσαν. «Άλλων τα πρόσωπα μαύριζαν, μόλις έπαιρναν τα θεία Μυστήρια, ενώ άλλων έλαμπαν σαν τον ήλιο. Οι άγγελοι στέκονταν εκεί κοντά και παρακολουθούσαν με σεβασμό τη μετάληψη. ‘Όταν κοινωνούσε κάποιος ευσεβής, του έβαζαν στο κεφάλι ένα στεφάνι. Όταν, αντίθετα, πλησίαζε κάποιος αμαρτωλός, γύριζαν αλλού το πρόσωπό τους με φανερή αποστροφή. Τότε τα άχραντα Μυστήρια σαν να εξαφανίζονταν από την αγία λαβίδα, έτσι πού ο αμαρτωλός φαινόταν να μην παίρνει μέσα του το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Κι έφευγε κατάμαυρος σαν αράπης, με την αποδοκιμασία του Κυρίου διάχυτη στην όψη του.
‘Όταν τελείωσε η λειτουργία και ο ιερέας έκανε την κατάλυση, παρουσιάστηκε και πάλι το Βρέφος σώο πάνω στα χέρια των αγίων Αγγέλων!
Ξαφνικά η στέγη του ναού σαν να σχίστηκε στα δύο. Από κει οι άγγελοι ανέβασαν το Παιδί στους ουρανούς με ύμνους και δοξολογίες, όπως το είχαν κατεβάσει, ενώ μία υπέροχη ευωδία ξεχύθηκε και πάλι ολόγυρα.