Τὰ λόγια του, ἦταν σίγουρα, ἦταν βέβαια, ἦταν πειστικά. Δὲν χρειάζονταν οὔτε διευκρινίσεις, οὔτε δευτερολογίες. 
Ἔτσι, μιὰ φορὰ ἀπὸ τὴν ἀντανάκλαση τῆς Χάριτος ποὺ εἶχε ὁ Γέροντας, αἰσθάνθηκε ἡ ψυχή μου πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀχαριστία μου στὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ. 
Ὁ Γέροντας ἀμέσως μοῦ ἔδωσε τὴν ἀπάντηση ὑπομειδιῶντας καὶ λέγοντας: «ἰσαρίθμους γὰρ τῆ ψάμμω ὠδάς, ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε, οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ἡμῖν…». 
 
Ἄλλη φορά, μόλις τελείωσα τὴν ἐξέταση καὶ νοσηλεία του, κάθισα δίπλα στὸ κρεβατάκι του. 
Ὁ Γέροντας μὲ κρατοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι, χωρὶς νὰ μιλάει. 
Ἐγώ, ἐκείνη τὴ στιγμή, εἶδα ὅλη τὴ ζωή μου, ὅλα τὰ πάθη μου καὶ τὶς ἁμαρτίες μου καὶ ἡ ψυχή μου ἔκλαιγε νοερὰ γιὰ τὸ πόσο λύπησα τὸ Χριστό. 
Ἀφοῦ πέρασε πολὺ ὥρα σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση, γυρίζει ὁ Γέροντας καὶ μοῦ λέει: 
-Καλὸ ἦταν κι αὐτό!
Κατάλαβα ὅτι περίμενε κάτι ὑψηλότερο, ὅπως ἡ εὐγνωμοσύνη καὶ ἡ ἀγάπη σὰν τὸν πατέρα ποὺ θέλει τὸ παιδί του νὰ τὸ δεῖ ἄρχοντα. 
Ἀλλὰ ποῦ τέτοια κατάσταση! 
Ἕνα βράδυ ὁ Γέροντας μὲ ἔβαλε νὰ κοιμηθῶ στὸ κελί του, στὸ κρεβάτι του. 
Ἐκεῖνος πῆγε σὲ ἄλλο κελί. 
Θὰ μοῦ μείνει ἀξέχαστη ἡ προσευχὴ ποὺ μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, μὲ τὶς εὐχές του, μέσα στὸ μαρτυρικὸ κελάκι του. Ἡ προσευχὴ ἦταν ἀρέμβαστος, καθαρή. Ἡ ψυχή μου ἔγινε διορατική. Ἔβλεπα τοὺς λογισμοὺς νὰ προσπαθοῦν νὰ μὲ προσβάλλουν ἀλλὰ πρὶν πάρουν σχῆμα, ἐξαφανίζονταν. Αὐτὴ ἡ προσευχὴ ἦταν ἀποτέλεσμα ὄχι μόνο τῶν εὐχῶν τοῦ Γέροντα ἀλλὰ καὶ τοῦ μαρτυρικοῦ κελιοῦ του στὸ ὁποῖο εἶχε δεχθεῖ τόσες ἐπισκέψεις τῆς Θείας Χάριτος. 
Ὅταν ἄλλη φορὰ τὸν παρακάλεσα νὰ ξαναμείνω στὸ κελί του, μοῦ εἶπε: 
Ἐσύ, παιδί μου, σὲ ἕναν τόπο βρῆκες μιὰ δραχμὴ καὶ νομίζεις ὅτι ἂν ξαναπᾶς ἐκεῖ, θὰ βρεῖς κι ἄλλη. 
Μοῦ ἐξήγησε δὲ ὅτι: καὶ ὁ τόπος ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν προσευχή. Ἐκεῖ ποὺ ἔγιναν ἁμαρτίες ἔχει ἐξουσία ὁ πειρασμὸς καὶ δὲν ἀναπαύεται ἡ ψυχή. Σὲ ἄλλους τόπους ποὺ ἔγιναν προσευχὲς καὶ «ἐπισκέψεις» τῆς Χάριτος ὁ ἄνθρωπος εὔκολα κατανύσσεται καὶ προσεύχεται. 
Ἀκόμη, εὐκολότερα προσεύχεται ὁ ἄνθρωπος σὲ ἕνα μικρὸ κελὶ καὶ δυσκολότερα σὲ ἕνα μεγάλο δωμάτιο. Γιατί ἡ ψυχή μας περιορίζεται ἢ διαχέεται ἀνάλογα μὲ τὸν χῶρο. 
Κάποτε, τὴν ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ, στὸ «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχὴ μοῦ ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου…» κοιτῶντας πρὸς τὸ τέμπλο εἶδα νὰ ἀνεβαίνει καπνὸς θυμιάματος μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Τιμίου Προδρόμου. 
Νόμισα ὅτι ὑπῆρχε ἀπὸ κάτω κάποιο θυμιατήρι. Κοίταξα, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε. Ὁ καπνὸς τοῦ θυμιάματος σιγά-σιγά χάθηκε. 
Μετὰ τὸν Ἑσπερινὸ εἶπα στὸν Γέροντα: 
-Εἶδα αὐτὸ καὶ αὐτό. 
Καὶ ὁ Γέροντας μοῦ ἀπάντησε: 
Ἦταν, παιδί μου, ἡ προσευχὴ ποὺ ἀνεβαίνει ὡς θυμίαμα. 
Τότε τὸν ρώτησα: Πῶς ἐγὼ Γέροντα, ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, βλέπω τέτοια πράγματα; 
Καὶ μοῦ λέει: Ναί, παιδί μου, εἶσαι ἁμαρτωλὸς ἀλλὰ εἶσαι ἐν μετανοίᾳ. 
 
Διηγεῖτο ὁ Γέροντας: 
Μιὰ φορά, μὲ κάλεσαν νὰ λειτουργήσω σὲ ἕνα κελί, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένο στὴ Σύναξη τῶν Ἀρχαγγέλων.Την ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας εἶδα ζωντανοὺς τοὺς Ἁγίους Ἀρχαγγέλους, οἱ ὁποῖοι ἔψαλλαν ἐν χορῷ λέγοντας: 
Πότε θὰ «ἀναλύσεις» ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή, π. Ἐφραίμ, γιὰ νὰ ἔρθεις μαζί μας νὰ ὑμνοῦμε τὸν Κύριο; 

 

https://proskynitis.blogspot.com/2024/01/blog-post_594.html#more