Αγαπητοί αδελφοί εν Χριστώ, ευλογείτε!
Κατόπιν αίτησης του Πνευματικού μου και για την ωφέλεια όλων μας,
σας παραθέτω το παρακάτω πραγματικό γεγονός, το οποίο είναι προσωπική εμπειρία, όμως όχι σπάνια.
Διότι, ανά τους καιρούς, σύμφωνα με μαρτυρίες, κάτι παρόμοιο έχει συμβεί και σε άλλους συνανθρώπους μας,
για διάφορους λόγους και αιτίες και πάντοτε προς παιδαγωγία εκ μέρους του Θεού.
Πριν από μερικά χρόνια, 4-5 περίπου, ήταν που έγινε η επιστροφή μου στο Θεό,
ύστερα από πολλά χρόνια ζωής στην αμαρτία.
Ζούσαμε τότε σε άλλη χώρα, όχι στην Ελλάδα και δεν είχα Πνευματικό οδηγό.
Μόνο στον ιερέα της ενορίας πήγαινα μερικές φορές για εξομολόγηση,
χωρίς όμως να υπάρχει κάποια πνευματική καθοδήγηση στη ζωή μου,
κι έτσι, ακόμα και η εξομολόγηση ήταν απλά μια τυπική διαδικασία.
Μια μέρα, την ώρα που ήμασταν μαζί με τον ιερέα μέσα στο εξομολογητήριο, μου δημιουργήθηκε μία απορία.
“Ποιά είναι άραγε η σωστή προετοιμασία για να λάβουμε Θεία Κοινωνία” ;
Είχα ακούσει κάπου να λένε ότι πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι γι’ αυτό το Μυστήριο,
όμως άλλες λεπτομέρειες δεν ήξερα.
Κι έτσι ρώτησα τον ιερέα :
-
Πάτερ, ποιά είναι η σωστή προετοιμασία για να λάβουμε Θεία Κοινωνία ;
Εκείνος απάντησε :
-
Τι εννοείς ; Δεν χρειάζεται κάτι ιδιαίτερο.
Απλά να είσαι βαπτισμένος χριστιανός, να πιστεύεις στο Θεό, να Τον αγαπάς
και να έρχεσαι στην εκκλησία κάθε Κυριακή και να κοινωνάς.
-
Πάτερ, ρώτησα ξανά, άραγε δεν χρειάζεται να νηστεύω ;
-
Ο Θεός, μου απαντά, δεν κοιτάζει αυτά που μπαίνουν εις το στόμα σου,
δηλαδή το τι τρως, αλλά κοιτάζει αυτά που βγαίνουν από το στόμα σου, δηλαδή τις κακίες.
Τι να το κάνω εγώ να νηστεύεις, αλλά να κατακρίνεις το γείτονά σου ;
Προτιμώ να μην κουτσομπολεύεις και ας μη νηστεύεις όταν προσέρχεσαι στη Θεία Κοινωνία.
Πάνω απ’ όλα να σέβεσαι το Θεό και ν’ αγαπάς τον συνάνθρωπό σου.
Αυτό εννοούμε όταν βγαίνουμε στην Ωραία Πύλη με το Άγιο Δισκοπότηρο και λέμε :
“Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε.”
Ομολογώ ότι η απάντηση του ιερέα μου φάνηκε τότε, απολύτως λογική, ικανοποιητική και καθησυχαστική
και χάρηκα που ο Θεός δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στα φαγητά και στις νηστείες.
-
Μπορώ δηλαδή πάτερ να φάω κρέας το βράδυ του Σαββάτου και την Κυριακή το πρωί να κοινωνήσω ;
-
“Ναι”, μου είπε με σιγουριά.
-
Και γιατί στην Ελλάδα, απ’ όσο θυμάμαι, οι γιαγιές μας νήστευαν ;
-
Ήταν τα παλιά τα χρόνια έτσι. Τώρα όλα αυτά έχουν καταντήσει τυπικότητες.
Σημασία έχουν τα πιό βαθιά πράγματα της πίστης μας, όπως είναι η αγάπη για παράδειγμα.
“Αγαπάτε αλλήλους, … ίνα ώσιν εν.”
Πάλι θα πω ότι και αυτή η απάντηση με έπεισε, διότι, δεν ήξερα κι εγώ τίποτα για την Ορθοδοξία.
Δεν είχα λάβει καμία κατήχηση από τους Αγίους μας Πατέρες,
μόνο αυτά τα λίγα και διάφορα που είχε πιάσει το αυτί μου από εδώ και από εκεί,
που λέγανε κατά διαστήματα γυναίκες της εκκλησίας στις γειτονιές μας
και όταν μας βλέπανε εμάς τα παιδιά τότε, μας φωνάζανε για το Χριστό καποια λόγια,
χωρίς εμείς να καταλαβαίνουμε τι μας έλεγαν.
Τέλος, μία ακόμα ερώτηση με ενδιέφερε, επειδή είχα σύζυγο.
-Πάτερ, όσον αφορά την συζυγική σχέση,
υπάρχει άραγε κανένας περιορισμός σε αυτό το θέμα πριν κοινωνήσουμε ;
-Όχι, δεν υπάρχει.
Εμείς οι ιερείς δεν έχουμε καμία θέση να ασχολούμαστε με τις κρεβατοκάμαρες των παντρεμένων ζευγαριών.
Εφόσον είστε παντρεμένοι με ορθόδοξο γάμο στην εκκλησία, η σχέση σαν είναι νόμιμη στα μάτια του Θεού.
Μόνο να έχετε αγάπη και να μην πιέζετε ο ένας τον άλλον αν κάποιος κάποια στιγμή δεν θέλει.
Αγάπη, αγάπη να έχετε. Αυτό θέλει ο Θεός από εμάς.
Εκείνη την ημέρα έφυγα μετά την εξομολόγηση με ένα βάρος στην καρδιά μου.
Γιατί άραγε ;
Αφού στ’ αυτιά μου ακούστηκαν όλα μια χαρά και ο ιερέας τα απάντησε όλα τα ερωτήματα,
και μάλιστα λεπτομερέστατα και θεολογικά.
Τότε, γιατί αισθανόμουν σαν κάτι να έλειπε από τις απαντήσεις αυτές ;
Μπα, μάλλον ιδέα μου θα είναι, σκέφτηκα, και το προσπέρασα.
Ήταν νομίζω αρχές της εβδομάδας όταν έγινε αυτή η συζήτηση στο εξομολογητήριο.
Στη συνέχεια θα σας γράψω και για το πολύ σημαντικό περιστατικό,
που συνέβει την επόμενη εβδομάδα, το οποίο θα συνδέσει τελικά αυτά τα δύο γεγονότα,
διότι επέτρεψε ο Θεός από αγάπη και προς παιδαγωγία,
να έρθει ένα μεγάλο μάθημα, που έμελλε να μείνει ανεξίτηλο στην μνήμη και στην ψυχή μου.
Επόμενη εβδομάδα πρωί.
Ώρα να ξυπνήσουμε για να πάμε στην εκκλησία.
Δεν ξυπνούσαμε όμως. Θυμάμαι το ξυπνητήρι να χτυπάει κι εμείς να το κλείνουμε
κι αυτό μετά από 5 λεπτά να χτυπάει ξανά κι εμείς πάλι να το κλείνουμε.
Κάποια στιγμή μετά από πολύ αδιαφορία για το ότι ήταν ώρα να πάμε στην εκκλησία,
τελικά σηκωθήκαμε και αρχίσαμε να καβγαδίζουμε για το ποιός φταίει που έχουμε αργήσει.
Εσύ φταίς, όχι εσύ φταίς και μπαίνοντας στο αυτοκίνητο ο καβγάς συνεχιζόταν.
Κανείς δεν υποχωρούσε, κανείς δεν έριχνε τον εγωισμό του, κανείς δεν έβαζε μετάνοια.
Όλη η διαδρομή έτσι συνεχίστηκε, ο ένας να κατηγορεί τον άλλον,
και σαν να μην έφτανε η αργοπορία μας, στο δρόμο βρήκαμε και πολύ μεγάλη κίνηση.
Έτσι λοιπόν, φτάσαμε στα σκαλοπάτια της εκκλησίας, λίγο πριν το “Πάτερ ημών”.
Εγώ είχα ακόμη πολύ θυμό μέσα μου, και παρόλο που ζήτησα συγνώμη πριν μπούμε μέσα,
στην πραγματικότητα δεν το εννοούσα και η καρδιά μου ήταν σκληρή.
Με πολύ υπερηφάνεια, εγωισμό, μη συγχωρητικότητα, χωρίς κατάλληλη προετοιμασία,
χωρίς πίστη, χωρίς αγάπη και χωρίς φόβο Θεού, πλησίασα το Άγιο Ποτήριο να κοινωνήσω.
Να λοιπόν όμως, που ο Θεός από την πολύ αγάπη Του θέλησε να με “παιδαγωγήσει”
(και όχι να με τιμωρήσει, όπως έμαθα αργότερα).
Και έγινε το εξής αξιοθαύμαστο γεγονός:
Μόλις μπήκε η Θεία Κοινωνία στο στόμα μου, αμέσως χάθηκαν όλα γύρω μου.
Δεν υπήρχε ο ιερέας, δεν υπήρχαν οι άλλοι άνθρωποι, δεν υπήρχε η εκκλησία, το πάτωμα, οι τοίχοι.
Υπήρχα μόνο εγώ και μια φωτιά που κατέκαιε τα σωθηκά μου, τα χείλη μου, τα οστά μου και τους μυς.
Ο θάνατος έμοιαζε να είναι πολύ κοντά, ένιωθα ότι από στιγμή σε στιγμή θα πεθάνω,
ότι ζούσα τα τελευταία λεπτά εδώ στη γη
και πως αυτή η φωτιά θα ήταν από δω και στο εξής η νέα μου κατοικία για πάντα.
Αισθάνομαι μεγάλη λύπη αυτή τη στιγμή που γράφω για πρώτη φορά την εμπειρία που έζησα τότε,
όμως αισθάνομαι και χαρά που με λυπήθηκε ο Καλός μας Ποιμένας
και με αυτό τον τρόπο μου δίδαξε τόσα πολλά, που χίλια βιβλία να διάβαζα δεν θα τα μάθαινα.
Στη συνέχεια, και ενώ αυτό το κάψιμο ήταν απερίγραπτα δυνατό και έντονο,
άρχισα να μετανοώ, να ζητάω, συγνώμη από τον Κύριο, να Του ζητάω να με ελεήσει.
“Συγχώρεσέ με Θεέ μου”, έλεγα από μέσα μου, “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”.
Μόνο αυτά τα λόγια θυμάμαι πως έλεγα ξανά και ξανά με την εσωτερική φωνούλα,
μέχρι που χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα να κάθομαι και πάλι στην καρεκλίτσα εκεί στην εκκλησία,
η φωτιά και το κάψιμο είχε υποχωρήσει,
ο ιερέας κοινωνούσε τους υπόλοιπους πιστούς και όλα ήταν όπως πριν, “φυσιολογικά”.
Δάκρυα ευγνωμοσύνης άρχισαν να κυλούν στο πρόσωπό μου,
αγαλλίαση και ειρήνη γέμισε την καρδιά μου.
Κανείς από τους ανθρώπους γύρω μου δεν κατάλαβε και δεν είδε τίποτα.
Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας,
περίμενα με αγωνία τον ιερέα να βγει έξω στο προαύλιο για να του μιλήσω.
-Πάτερ, Πάτερ !
Σας παρακαλώ, έγινε κάτι τρομερό μέσα στην εκκλησία την ώρα που κοινωνούσατε.
-Τι έγινε παιδί μου ;
-Πάτερ, με έκαψε η Θεία Κοινωνία.
Οι φλόγες μέσα στο στόμα μου και στο λαιμό μου και στα κόκκαλά μου ήταν τόσο φοβερές
και ένιωθα ότι πεθαίνω και ότι λύπησα το Θεό και Του ζητούσα να με συγχωρέσει
και ύστερα από λίγο υποχώρησε το κάψιμο και … …
-Ηρέμησε, ηρέμησε παιδί μου, τι είναι αυτά που λες ;
Με σιγουριά σου λέω ότι δεν γίνονται αυτά τα πράγματα.
Ήταν στην φαντασία σου. Ναι, ναι, σίγουρα τα φαντάστηκες.
-Μα Πάτερ, αλήθεια σας λέω, δεν τα φαντάστηκα.
Ήταν όλα πραγματικά και θα ήθελα να εξομολογηθώ.
Μπορείτε Πάτερ τώρα έστω και για λίγα λεπτά ;
-Όχι, όχι παιδί μου, δεν ήτανε τίποτα, αφού σου το λέω εγώ.
Πήγαινε σπίτι σου και ξέχασέ το.
Δεν ήτανε τίποτα, δεν συμβαίνουν τέτοια πράγματα.
“Δεν ήτανε τίποτα. Δεν συμβαίνουν τέτοια πράγματα”. Αυτό είπε ο ιερέας.
Γύρισα στο σπίτι, αλλά δεν μπορούσα να το ξεχάσω.
Μα πως μπορεί να ξεχάσει κάποιος κάτι τέτοιο ;
Θεέ μου, Παναγία μου, Άγιοι και Άγγελοι του Θεού,
πιστεύω πως μόνο εσείς μπορείτε να με βοηθήσετε να καταλάβω τι έγινε και για ποιό λόγο έγινε.
Γιατί, αν ήταν να πεθάνω, θα είχα πεθάνει εκείνη τη στιγμή,
μπροστά στα πόδια του ιερέα, μπροστά στα μάτια όλων κι όμως είμαι ακόμα εδώ.
Τι ήταν λοιπόν αυτό που έγινε ;
Προσευχήθηκα.
Προσευχήθηκα με πολλά δάκρυα, με πολύ συντριβή και μετάνοια.
Μετά την προσευχή, μου ήρθε στο μυαλό να ψάξω στο ίντερνετ,
μήπως υπήρχαν γραμμένες κάποιες πληροφορίες για το φαινόμενο αυτό.
Κι έτσι έγραψα στον υπολογιστή, για να δω τι αποτελέσματα θα βγουν, την εξής ερώτηση :
“Υπάρχει περίπτωση να κάψει κάποιον η Θεία Κοινωνία ;
Και ναι, υπήρχαν πολλές πληροφορίες και απαντήσεις.
Στις παρακάτω σελίδες, σας παραθέτω αναφορές περί του θέματος,
παρμένες από την Καινή Διαθήκη και από τους Αγίους Πατέρες.
Ο Θεός και οι Άγιοι μας μίλησαν, μας προειδοποίησαν και μας κατέθεσαν ότι
το φαινόμενο αυτό συμβαίνει, είναι πραγματικό, δεν είναι στη φαντασία μας και είναι πολύ σοβαρό.
Το Σώμα και το Αίμα του Χριστού είναι “Πυρ Καταναλίσκον”.
“Αναφορές περί της Θείας Κοινωνίας εις την Καινή Διαθήκη”
Α’ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ( Κεφ. 11, Στιχ. 27-30 )
Α’ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ( Κεφ. 11, Στιχ. 27-30 )
-
… Ώστε όποιος τρώγει τον άρτον τούτον
ή πίνει από το Ποτήριον του Κυρίου
χωρίς να είναι άξιος,
θα είναι ένοχος έναντι του σώματος και του αίματος του Κυρίου.
-
… Ας εξετάζει ο άνθρωπος τον εαυτό του
και έτσι ας τρώγει από τον Άρτον και ας πίνει από το Ποτήριον,
διότι εκείνος που τρώγει και πίνει κατά τρόπον ανάξιον,
τρώγει και πίνει την καταδίκην του εαυτού του,
επειδή δεν διακρίνει το Σώμα του Κυρίου.
-
… ΔΙΑ ΤΟΥΤΟ ΜΕΤΑΞΥ ΣΑΣ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΟΛΛΟΙ ΑΔΥΝΑΤΟΙ ΚΑΙ ΑΡΡΩΣΤΟΙ
ΚΑΙ ΑΡΚΕΤΟΙ ΕΠΕΘΑΝΑΝ.
Νεοελληνική Μετάφραση από:
Καινή Διαθήκη (Έκδοση Ζ)
Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος
Αθήνα 2005
“Ιωάννου Χρυσοστόμου – Άπαντα τα έργα (18Α)”
ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗΝ Α΄ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ
ΛΟΓΟΣ ΚΗ – Κεφ. 11:28
“Ας εξετάζει ο άνθρωπος τον εαυτόν του, και έτσι ας τρώγει από τον Άρτον και ας πίνει από το Ποτήριον…”
-
Δηλαδή, να προσέρχεται κανείς είς το Μυστήριο της Θείας Κοινωνίας με καθαρά συνείδηση.
Να επιδιώκουμε να προσερχόμαστε αφού προετοιμαστούμε και καθαρίσουμε τα κακά από τους εαυτούς μας
και αφού γεμίσουμε από κατάνυξη.
Δεν είναι επιτρεπτό να εγγίζουμε την Θεία Κοινωνία ενώ είμαστε κυριευμένοι από εμπαθείς επιθυμίες,
όπως τις επιθυμίες των σωμάτων, των χρημάτων, του θυμού, της μνησικακίας και όλες γενικώς τις εμπαθείς.
ΛΟΓΟΣ ΚΗ – Κεφ. 11:29
“… διότι εκείνος που τρώγει και πίνει κατά τρόπον ανάξιον, τρώγει και πίνει την καταδίκην του εαυτού του.”
-
-Η Θεία Κοινωνία που είναι αιτία τόσων αγαθών και αναβλύζει ζωή, αυτή γίνεται καταδίκη ;
-Ναι. Όχι όμως από την φύση της, αλλά από την προαίρεση του προσερχομένου.
Όπως ακριβώς δηλαδή η παρουσία του Κυρίου, η οποία έφερε εκείνα τα μεγάλα και μυστικά αγαθά,
εκείνους που δεν εδέχθησαν αυτήν με πίστη, τους καταδίκασε περισσότερο,
έτσι και τα μυστήρια γίνονται εφόδια διά φοβερότερο κολασμό είς όσους μετέχουν αναξίως.
“… επειδή δεν διακρίνει το Σώμα του Κυρίου.”
-
Δηλαδή δεν εξετάζει, δεν αντιλαμβάνεται όπως πρέπει, την αξία των όσων προσφέρονται,
καθ’ όσον δεν συλλογίζεται το μέγεθος της δωρεάς.
Διότι εάν γνωρίσεις Ποιός ακριβώς είναι ο Προσφερόμενος και εις ποιόν δίδει τον Εαυτό Του,
παρ’ ότι είναι Αυτός που είναι,
δεν θα χρειαστείς κανέναν άλλον λόγο, αλλά θα σου είναι αρκετό αυτό,
διά να είσαι πνευματικά άγρυπνος, εάν δεν βρίσκεσαι εις ανεπανόρθωτη πτώση.
ΛΟΓΟΣ ΚΗ – Κεφ. 11:30
“Διά τούτο μεταξύ σας υπάρχουν πολλοί αδύνατοι και άρρωστοι και αρκετοί επέθαναν.”
-
Εδώ ο Απόστολος Παύλος δεν απειλεί, αλλά διά να μη νομισθεί ότι λέει κενούς λόγους,
δεικνύει και έργα και καλεί μάρτυρες αυτούς, με το να δείξει ότι η απειλή έχει πραγματοποιηθεί.
Από αυτά έλαβε αφορμή διά να ομιλήσει και να βεβαιώσει διά την κόλαση.
Επειδή πολλοί απορούσαν μεταξύ τους, είς τι οφείλονται οι πρόωροι θάνατοι και οι μακροχρόνιες ασθένειες,
λέει ότι πολλά από αυτά τα απροσδόκητα προέρχονται από τις αμαρτίες.
ΛΟΓΟΣ ΚΗ – Κεφ. 11:32
“… όταν κρινώμεθα υπό του Κυρίου, παιδαγωγούμεθα, διά να μην κατακριθούμε μαζί με τον κόσμο.”
Λέγει δε αυτά, διά να παρηγορήσει τους αρρώστους
και συγχρόνως να κάνει τους άλλους ν’ αγωνιστούν με περισσότερο ζήλο.
“Όταν κρινόμαστε από τον Κύριο, παιδαγωγούμαστε”.
Δεν είπε “κολαζόμαστε”, αλλά “παιδαγωγούμαστε”, διότι αυτό που γίνεται,
γίνεται διά να νουθετήσει μάλλον, παρά διά να καταδικάσει,
διά να ιατρεύσει παρά διά να τιμωρήσει,
διά να διορθώσει παρά διά να κολάσει.
Επίσης και με την απειλή του χειροτέρου, κάνει ελαφρό το παρόν με τους λόγους :
“δια να μην κατακριθούμε μαζί με τον κόσμο.”
Όμως μας έδειξε ότι η γέενα και το φρικτό εκείνο δικαστήριο είναι αναγκαία
και ότι οπωσδήποτε θα γίνει εκείνη η εξέταση και τιμωρία.
Διότι εάν οι πιστοί και επιθυμούντες ν’ απολαύσουν τον Θεό,
δεν διαφεύγουν την κόλαση χωρίς τιμωρία διά τα πλημμελήματά τους,
(και αυτό είναι φανερό από την παρούσα ζωή),
πολύ περισσότερο οι άπιστοι και όσοι έπραξαν θανάσιμα και ανίατα αμαρτήματα.
«…τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ…καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων…»(Εβρ.θ,14)
«…τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ…καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων…»(Εβρ.θ,14)
Εδώ τονίζεται από τον Απόστολο ότι το Αίμα του Χριστού «καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν».
Ποιά κτιστή δύναμη μπορεί να εισχωρήσει στο βάθος αυτό του ανθρώπου και να το καθαρίσει;
Απολύτως καμμία. Αυτό το έργο γίνεται με την άκτιστη ενέργεια του Χριστού.
Αυτή καθαρίζει και ζωοποιεί τον εσωτερικό μας κόσμο
και κατά συνέπεια όλη την ανθρώπινη ψυχοσωματική μας φύση.
Αλλά ή ενέργεια της θείας Κοινωνίας είναι συνάρτηση της δικής μας ψυχικής καταστάσεως.
Ανάλογα με την προετοιμασία του ανθρώπου ενεργεί ή Χάρη του Χριστού.
Έτσι στον έναν η Θεία Κοινωνία γίνεται φωτιά και στον άλλον φως.
Στον έναν γίνεται τροφή και στον άλλον δηλητήριο.
Γι’αυτό από όλους τους αγίους τονίζεται η αξία της προετοιμασίας για την Θεία Κοινωνία.
Δηλαδή, πρέπει να δώσουμε και εμείς αίμα με την εν γένει ασκητική ζωή,
ώστε να γίνουμε κοινωνοί του Σώματος και Αίματος του Χρίστου.
Αν κατά τον Απόστολο «ει τις ου θέλει εργάζεσθαι μηδέ εσθιέτω» (Β’ Θεσ. γ’, 10),
αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για την πραγματική τροφή,
πού είναι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.
Χρειάζεται εργασία πνευματική.
«Δός αίμα, λάβε πνεύμα» τονίζουν οι Πατέρες μας (Αββάς Λογγίνος).
Αυτή η εργασία λέγεται άσκηση και φανερώνεται στην μετάνοια.
Χωρίς άσκηση δεν μπορούμε να ζωοποιηθούμε από τον Χριστό.
Υπάρχει στενή σχέση μεταξύ ασκήσεως και Θείας Κοινωνίας.
Η πρώτη οδηγεί στην δεύτερη και η δεύτερη ζωοποιεί και ενισχύει την πρώτη.
Τελικά πρέπει να το καταλάβουμε ότι
Η ουσιαστική διαφορά της Ορθοδοξίας με άλλες θρησκείες,
είναι το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και η μετοχή μας στο Άγιο Θυσιαστήριο.
Αυτό είναι η πηγή της ζωής.
Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου«Παρακλητικά-Σχόλια σε αποστολικούς λόγους»
Η επιζήμια προσέλευση
«μηδέ παγίδα και βρόχον ημίν εξαρτυέτω την επιζήμιον ευλάβειαν ο βαθύς εις πανουργίαν διάβολος»
(Κύριλλος Αλεξανδρείας)
Στις ημέρες της Μεγάλης Σαρακοστής και των μεγάλων εορτών
όλοι οι χριστιανοί πλησιάζουν την Θεία Κοινωνία από μία συνήθεια ιερή και παράδοση αγία.
Αυτή η συνήθεια δείχνει τον πόθο της αιωνιότητος και την χαρά για τη γεύση του Θεού.
Είναι μία μυστική πηγαία ώθηση και ένας ακατάσχετος πόθος για να πλησιάσουν τον Θεό.
Έτσι πλάστηκε και έτσι γεννιέται με τον φυσικό αυτό πόθο ο άνθρωπος.
Όμως κάθε άγιο πράγμα και άγιο πόθο ο διάβολος προσπαθεί να το διαστρέψει.
Πιο εύκολα πιάνει η μέθοδος της διαστροφής παρά η επιβολή της τέλειας άρνησης.
Αφήνει μεν τον πόθο να υπάρχει μέσα στους χριστιανούς,
βάζει όμως την επιζήμια ευλάβεια σαν παγίδα και θηλιά στο λαιμό τους,
ώστε και να έχουν την ψευδαίσθηση ότι κοινωνούν σαν καλοί χριστιανοί,
αλλά και να κολάζονται με την ανάξια συμμετοχή τους στο μυστήριο.
Είναι η πονηριά του διαβόλου, ο οποίος με μαεστρία πλανεύει τον άνθρωπο.
Βρισκόμαστε μπροστά σε μία καλά οργανωμένη πλάνη του διαβόλου, που έχει το θρησκευτικό της περιτύλιγμα,
παρουσιάζεται ως ευλάβεια στον άνθρωπο και δημιουργεί μία ψευδή θρησκευτική αυτοπεποίθηση,
ενώ πίσω της κρύβει μεγάλη απάτη, δαιμονική,
ώστε ο άνθρωπος ποτέ του να μη νιώσει τη χαρά με την ένωσή του με τον Χριστό.
Είναι ο καθώς πρέπει καλός χριστιανός, που εκπληρώνει τις θρησκευτικές του υποχρεώσεις.
Σαν να είναι ο Θεός ένα παντοπωλείο όπου ο άνθρωπος δίνει και παίρνει.
Έτσι ο διάβολος δεν πολεμά τον πιστό άνθρωπο με την άμεση βεβήλωση του Μυστηρίου,
αλλά με την έμμεση βέβηλη προσέλευσή του σε αυτό.
α. Εθιμοτυπική και εορταστική προσέλευση
Η συμμετοχή πολλών ανθρώπων στο Άγιο Μυστήριο γίνεται σαν κάτι εθιμοτυπικό ανάμεσα στα θρησκευτικά τους καθήκοντα,
τα οποία πρέπει να επιτελέσουν απέναντι στον Θεό.
Ακόμη και η λέξη «καθήκοντα» που επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν κουβαλά μέσα της τον καθωσπρεπισμό και τη συνήθεια,
και όχι την καρδιακή πίστη και αγάπη.
Όλα γίνονται γιατί πρέπει και από μία προληπτική σχέση με τον Θεό για να Τον εξευμενίσουν, ώστε να είναι κοντά τους.
Η αληθινή ανάγκη να ενωθεί ο άνθρωπος με τον Θεό γίνεται μία τυπική πράξη,
βγαλμένη μέσα από την άγνοια και την συνεχή επανάληψη μιας παραδοσιακής κουλτούρας και εθίμου.
Όμως η Θεία Κοινωνία δεν είναι ένα έθιμο, αλλά ένωση με τον Θεό,
δεν είναι μία τυπική θρησκευτική πράξη, αλλά η μετοχή του ανθρώπου με το Θείο.
Δεν είναι μία μαγική πράξη για το καλό και την υγεία, αλλά η εν Χριστώ ζωή.
Δεν κοινωνεί ο χριστιανός δύο φορές τον χρόνο για το καλό των εορτών,
αλλά η Θεία Κοινωνία είναι συνεχής τρόπος της εν Χριστώ ζωής του.
β. Συνήθεια
Έτσι παρατηρεί κανείς πλήθος μεγάλο να κοινωνά στις μεγάλες εορτές.
Προσέρχονται στην Θεία Κοινωνία τις ημέρες αυτές,
των Αγ. Θεοδώρων, την Μ. Πέμπτη και το Μ. Σάββατο, τα Χριστούγεννα και της Παναγίας,
σαν μάζες ανθρώπων που σπρώχνουν, συνωθούνται, αγανακτούν
και απαιτούν να κοινωνήσουν πρώτοι τσαλαπατώντας τους άλλους.
Όλα αυτά γίνονται σαν να είναι μία υποχρέωση, ένα έθιμο αναγκαίο
που το εκπληρώνουν και φεύγουν γρήγορα για τις δουλειές τους.
Ο Ιερός Χρυσόστομος έβλεπε την προσέλευση του λαου να γίνεται «απλώς και ως έτυχε και συνήθεια»
όχι μόνο για μία ημέρα γιορτής, αλλά και για κάθε μέρα της ζωής του.
Στην Παλαιά Διαθήκη υπήρχε μία τεράστια διαδικασία καθαρμών πριν προχωρήσουν στις θυσίες.
Αυτό φανέρωνε την ευλάβεια που χρειάζεται ο άνθρωπος για να προσεγγίσει τον Θεό.
Ήταν παράλληλα και κάτι προφητικό και συμβολικό για την καθαρότητα όχι την εξωτερική,
αλλά της καρδιάς, που χρειάζεται για την μετοχή στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Σήμερα, στην εποχή της χάριτος, δεν μπορεί να συμμετέχει κάποιος στην θυσία του Χριστού
επειδή το λέει η γιορτή και χωρίς προετοιμασία.
Η σχέση του πιστού με τον Θεό δεν είναι περιστασιακή, ούτε ορίζεται μόνο από τις γιορτές.
Δεν είναι χριστιανός με δόσεις, ούτε εποχιακός και ακόλουθος της παράδοσης.
Δεν κοινωνά μία ή δύο φορές τον χρόνο για το καλό των ημερών του Πάσχα ή των Χριστουγέννων,
αλλά είναι κάθε Κυριακή ενωμένος με τον Θεό, με φόβο Θεού και πόθο Θεού.
Δεν τον κάνουν άγιο οι ημέρες, αλλά η προσωπική κάθαρση και μετάνοια.
Είναι ύβρις στον Θεό να πλησιάζει με βρώμικα χέρια και χείλη και καρδιά για να κοινωνήσει το Σώμα του Χριστού.
Ένας έλεγχος έρχεται να τραντάξει την κάθε ψυχή.
Κανείς δεν θα τολμούσε με στόμα που δυσοσμεί να ασπαστεί τον βασιλιά.
Κι όμως πώς τολμά με ψυχή που αναδύει την δυσοσμία της αμαρτίας να γευτεί ολόκληρο τον Χριστό;
«Πολλούς βλέπω να κοινωνούν το Σώμα του Χριστού, οι πιο πολλοί απροετοίμαστοι, όπως να ’ναι και από έθιμο,
παρά σύμφωνα με τον λόγο του Θεού, συνειδητά και με επίγνωση.
Αν έρθει ο καιρός της Σαρακοστής, όπως κι αν είναι κάποιος πηγαίνει και κοινωνεί των Μυστηρίων
και αν έρθουν τα Χριστούγεννα το ίδιο.
Όμως, δεν είναι η γιορτή των Χριστουγέννων ο κατάλληλος καιρός,
ούτε η Σαρακοστή τον κάνει άξιο να προσέλθει, αλλά η ειλικρίνεια της ψυχής και η καθαρότητα.
Με αυτήν την καθαρότητα πάντα να πλησιάζεις, και ποτέ σου χωρίς αυτήν.» -Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος-
Κοίταξε και τι άλλο λέγει, «όποτε το κάνετε αυτό, τον θάνατο του Κυρίου καταγγέλλετε».
Δηλαδή είναι σαν να λέει :
στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας ζείτε πραγματικά την σωτηρία που σας έδωκα, την δικιά Μου ευεργεσία.
Σκέψου εκείνους που συμμετείχαν στις θυσίες της Π. Διαθήκης, με τι φόβο τις τελούσαν.
Τι έπρατταν και τι έκαναν από πριν; Πάντοτε τελούσαν καθαρμούς για τον εαυτό τους.
«Συ όμως όταν πρόκειται να πλησιάσεις στην Θυσία του Χριστού, όπου και αυτοί οι άγγελοι φρίττουν,
την προσέλευσή σου την κανονίζεις σύμφωνα με τις ημέρες των εορτών;
Και πώς θα σταθείς μπροστά στο βήμα του Χριστού, με μιαρά χέρια και χείλη,
τολμώντας να κοινωνήσεις αυτό το Σώμα του Χριστού;
Και τον βασιλιά δεν θα τον πλησίαζες να τον ασπαστείς με το στόμα σου που βρωμά·
όμως τον Βασιλέα του ουρανού τον καταφιλείς με ψυχή που εκπνέει δυσωδία αμαρτίας;
Ύβρις είναι αυτή η προσέλευσή σου.
Πες μου, άραγε θα επέτρεπες στον εαυτό σου να προσέλθει στην Θυσία με λερωμένα χέρια;
Δεν το πιστεύω· αλλά θα προτιμούσες να μην έλθεις καθόλου παρά με χέρια ρυπαρά.
Κι αν είσαι ευλαβής στα μικρά πράγματα,
πώς μπορείς και τολμάς να προσέρχεσαι και να αγγίζεις τον Θεό έχοντας βρώμικη ψυχή;
Δεν βλέπεις τα άγια σκεύη πόσο καθαρά και λαμπερά είναι;
Πιο καθαρές πρέπει να είναι οι ψυχές μας, πιότερο άγιες και λαμπρές. Τι λοιπόν;
Εκείνα τα σκεύη έγιναν έτσι για μας.
Εκείνα δεν κοινωνούν με το περιεχόμενο που βαστάζουν, τον Χριστό, δεν αισθάνονται. Εμείς όμως ναι.
Και ενώ δεν τολμάς να χρησιμοποιήσεις ρυπαρό σκεύος, τολμάς με ρυπαρή ψυχή να προσέλθεις ; »
Μέσα σ’ αυτόν τον έλεγχο του Ιερού Χρυσοστόμου έρχεται με την σειρά του και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός
να προσθέσει την αγωνία του και τον προσωπικό έλεγχο
την ώρα που πρόκειται να δεχθεί μέσα του «όλο το Σώμα» του Χριστού.
Σε μία ευχή της Θείας Μεταλήψεως καταθέτει τον εαυτό του εν μετανοία και συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του.
Αγωνιά για τον εαυτό του και παρακαλεί τον Κύριο να τον ελεήσει και να τον αποδεχτεί όπως τον Ληστή, την Χαναναία,
τον Τελώνη, την Αιμορροούσα και την Πόρνη.
Όλα τα πρόσωπα αυτά εκφράζουν την δική του αμαρτωλότητα, την μετάνοια και τον πόθο του να ενωθεί με τον Χριστό.
«Μπροστά στις πόρτες του ναού Σου παρευρίσκομαι κι από τους κακούς λογισμούς δεν μπορώ να ξεφύγω,
αλλά Συ Χριστέ μου ο Θεός μου, που τον Τελώνη δικαίωσες και την Χαναναία ελέησες
και στο Ληστή τις πόρτες του Παραδείσου άνοιξες, άνοιξε και σε μένα τα σπλάχνα της φιλανθρωπίας Σου
και να με δεχτείς τώρα που προσέρχομαι και Σ’ αγγίζω σαν την Πόρνη και την Αιμορροούσα·
η μία, όταν άγγιξε το άκρο του ενδύματός Σου αμέσως πήρε την γιατρειά της,
ενώ η άλλη όταν κράτησε τα άχραντα πόδια Σου, έλαβε την λύση των αμαρτημάτων της.
Εμένα όμως τον ελεεινό που τολμώ όλο Σου το Σώμα να δεχτώ, μη με καταφλέξεις·
αλλά να με δεχτείς όπως και εκείνες, και να φωτίσεις τα αισθητήρια της ψυχής μου,
κατακαίγοντάς μου τα εγκλήματα της αμαρτίας,
με τις πρεσβείες της Παναγίας που Σε γέννησε με άσπορο σύλληψη και των επουρανίων δυνάμεων.
Ότι Συ είσαι ευλογητός εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν».
γ. Τα πανηγύρια και οι γιορτές
Στην εποχή μας η σχέση πολλών χριστιανών με την Εκκλησία είναι σχέση διακοπών και πανηγύρεων.
Στις ημέρες των εορτών η αργία είναι επιβεβλημένη και ο εκκλησιασμός με την Θεία Κοινωνία ένα κομμάτι του πανηγυρισμού. Γινόμαστε Εκκλησία των πανηγύρεων,
όπου συνωστίζεται ο λαός με μία θρησκευτικότητα που έχει στοιχεία παγανισμού και έντονη τυπικότητα.
Κοινωνούν οι εκκλησιαζόμενοι «για το καλό» χωρίς συναίσθηση, προσεύχονται και απαιτούν το θαύμα,
προσφέρουν αγαθά και περιμένουν την ανταπόδοση των Αγίων.
Το βλέπουν ως μία εμπορική συναλλαγή, κατά την οποία παίρνουν και δίνουν με μια τέτοια τυπικότητα,
που δεν είναι ούτε πίστη ούτε κοινωνία Θεού.
Είναι μία πανήγυρη που συνδυάζει την Θεία Λειτουργία με όλη την κοσμική έκφραση και παραδοσιακή εκδήλωση.
Όλα συνευδοκούν σε μία τυπική εκδήλωση. Οι ψάλτες φωνασκούν και αναδεικνύουν όλο το μεγαλείο της μουσικής,
χωρίς να γίνεται καταληπτός ο λόγος του Θεού που μεταφέρεται μέσα από αυτήν.
Και ο ακατήχητος λαός, που συμμετέχει παραδοσιακά, κοινωνεί των Αχράντων Μυστηρίων χωρίς συναίσθηση,
και με βιασύνη για να τελειώσει από αυτό το χρέος του προς τον Θεό και τον Άγιο.
Ας δούμε πώς μιλούσε στους χριστιανούς ο Ιερός Χρυσόστομος τις ημέρες των μεγάλων εορτών,
ενώπιον των αναμενόντων την Θεία Κοινωνία. Θα νιώσουμε μπροστά μας να ξετυλίγονται εικόνες από το σήμερα.
«Όμως σήμερα πολλοί πιστοί έφθασαν σε τέτοια απερισκεψία και καταφρόνηση,
ώστε ενώ είναι γεμάτοι από μύρια αμαρτήματα και δεν έχουν καμία πνευματική επιμέλεια,
όπως να ‘ναι προσέρχονται κατά τις εορτές στην Αγία Τράπεζα,
και δεν ξέρουν ότι ο κατάλληλος καιρός της Θείας Κοινωνίας δεν είναι ο ερχομός της γιορτής και της πανήγυρης,
αλλά η καθαρή συνείδηση και η ζωή χωρίς αμαρτήματα.
Και όπως για εκείνον που βλέπει πως η συνείδησή του δεν του καταμαρτυρεί κάτι φαύλο,
μπορεί κάθε μέρα να κοινωνεί, έτσι και γι’ αυτόν που είναι δεμένος από τις αμαρτίες του και δεν μετανοεί,
δεν είναι ασφαλές ούτε και στην γιορτή να κοινωνήσει.
Το να κοινωνάμε μία φορά το χρόνο, δεν μας απαλλάσσει από τα αμαρτήματά μας, αν ανάξια προσερχόμαστε,
αλλ’ αυτό μας καταδικάζει τεράστια, διότι και την μία φορά που προσερχόμαστε είναι κι αυτή ανάξια.
Γι’ αυτό σας παρακαλώ όλους σας να μην πλησιάζετε στα Θεία Μυστήρια απλώς και μόνον επειδή σας ωθεί η γιορτή· αλλά όταν πρόκειται να συμμετάσχετε στην αγία αυτή προσφορά,
από μέρες πριν να καθαρίζετε τους εαυτούς σας με την μετάνοια και την προσευχή και την ελεημοσύνη
και με την ασχολία στα πνευματικά,
και να μην ξαναγυρίζετε πάλι στις ίδιες αμαρτίες σας, σαν το σκυλί που γυρίζει πίσω και τρώει τον εμετό του…».
Στις μεγάλες γιορτές ένα σημαντικό κομμάτι των χριστιανών
είναι απλώς παρόντες και θεατές του μυστηρίου της εορτής και της Θείας Ευχαριστίας.
Ένα μεγάλο κομμάτι από την άλλη είναι οι τυπικά μετέχοντες και κοινωνούντες όπως έτυχε και κατά έθιμο, λόγω της εορτής. Ο πιστός όμως χριστιανός ζει την αληθινή γιορτή με την μετοχή του στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Κέντρο του εορτασμού είναι αυτό. Ζει την εορτή βιωματικά και πνευματικά μέσα του.
Το Πάσχα ζει τον προσωπικό του θάνατο και την ανάσταση μέσα στην Θεία Ευχαριστία
και τα Χριστούγεννα βιώνει την γέννηση του Χριστού μέσα στο σπήλαιο της καρδιάς του με την Θεία Κοινωνία.
Κέντρο όλων των εορτών και τελικός σκοπός των νηστειών είναι η ένωσή του με τον Θεό.
Πλησιάζει και αγγίζει τον Άγιο Θεό με την καθαρότητα της καρδιάς του και τα αγαθά έργα της αγάπης του.
Συνήθως ο καιρός των εορτών είναι καιρός κενοδοξίας και επίδειξης ρούχων, καθώς και γαστριμαργίας και ανάπαυσης. Όμως για έναν χριστιανό το κέντρο της ζωής του και του εορτασμού του
είναι μόνο η συμμετοχή του στο τραπέζι του Θεού, στην Θεία Κοινωνία.
Σε πολλά μέρη σε γιορτές αγίων δεν παραλείπουν και να τελούν θυσίες ζώων,
για να εξευμενίσουν τον Άγιο, να μην τους καταστρέψει τις δουλειές τους.
Είναι μία συνέχεια ειδωλολατρικών θυσιών που δεν μπόρεσαν οι χριστιανοί να τις αποβάλλουν,
διότι το όλο περιβάλλον του γλεντιού ντυμένο με το ένδυμα του παραδοσιακού είναι ριζωμένο μέσα τους.
Όμως ο Απόστολος Παύλος δεν μας πρόσταξε έτσι,
αλλά έναν μόνο καιρό γνωρίζει κατάλληλο για προσέλευση και Θεία Κοινωνία, την καθαρότητα της συνειδήσεως,
και πρέπει ο προσερχόμενος να έχει εξαντλήσει πρώτα όλη την προετοιμασία
και μετά νά συμμετάσχει στην καθαρή αυτή Θυσία,
και να μη στέκεται ράθυμα και ταλαίπωρα και από ανάγκη για την γιορτή να προσέρχεται,
να μην κοινωνεί επειδή δεν είναι εορτή.
Εορτή είναι φανέρωση των αγαθών και ευλάβεια ψυχής και ακρίβεια στην πνευματική ζωή·
κι αν τα έχεις όλα αυτά, συνέχεια μπορείς να γιορτάζεις και συνεχώς να κοινωνείς των Αχράντων Μυστηρίων.
Γι’ αυτό λέγει ο Απόστολος Παύλος :
« να δοκιμάζει ο καθένας τον εαυτό του», και μετά να προσέρχεται »..
Εφιστάται η προσοχή των κοινωνούντων σύμφωνα με τον λόγο του Αποστόλου Παύλου:
«ώστε ος αν εσθίη τον άρτον τούτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως,
ένοχος έσται του σώματος και αίματος του Κυρίου.
Δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν,
και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηριού πινέτω·
ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου.
Διά τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί…» (Α’ Κορ. 11, 27-30).
Ο ελεγκτικός λόγος πρέπει να φέρει την συμπάθεια και τον μοναδικό στόχο να μην ξεριζώσει,
αλλά να οδηγήσει στην μετάνοια και την σωτηρία.
Σκοπός τελικά είναι να υγιαίνουν οι χριστιανοί στην πίστη τους
και οι υπόλοιποι, οι αναίσχυντοι, να έχουν τον φόβο και να μην εμπαίζουν το μυστήριο.
Η ποιμαντική αυτή συμπεριφορά είναι τεκμήριο αληθούς ποιμένος,
«έστι γαρ και τούτο αγαθού ποιμένος τεκμήριον» (Κλίμαξ Ιωάννου, εκδ. “Παρακλήτου”, σελ. 382).
Και όντως ο Ιερός Χρυσόστομος, παρόλο που ήταν ο πατέρας της αγάπης και της φιλανθρωπίας,
θεωρούνταν και ο φορτικός ιεροκήρυξ λόγω του ελέγχου που ασκούσε. Και αυτός απαντούσε:
«Ο ελεγκτικός λόγος μοιάζει με τη φωτιά που καίει τα πήλινα σκεύη.
Δεν τα καίει για να τα καταστρέψει, αλλά για να τα κάνει άθραυστα και χρήσιμα.
Γι’ αυτό ο διδάσκαλος πρέπει να προσέχει πώς ελέγχει, πώς θα πληγώσει με τη χάρη του Θεού,
με σκοπό να μη συντρίψει το σκεύος, αλλά να το λειάνει, να το ορθώσει, να το κάνει εύχρηστο στον Χριστό.
Διότι το πήλινο εκείνο σκεύος, ο χριστιανός που δεν θα καεί σ’ αυτή τη ζωή από τη φωτιά του ελέγχου,
μπορεί να καεί στην άλλη ζωή, όπου η φωτιά εκείνη θα είναι η αιώνια κόλαση.»
« Η γαρ ημέρα Κυρίου εν πυρί αποκαλύπτεται ».
«Είναι προτιμότερη η φωτιά των λόγων του Θεού εδώ στη γη, που λίγα χρόνια θα διαρκέσει,
παρά η αιώνια εκείνη φλόγα της κολάσεως».
Ο διδάσκαλος που ελέγχει μοιάζει με τον σφυροκόπο.
« Μη δυσανασχετείτε με το βάρος των λόγων μου·
τα βαριά ελεγκτικά μου λόγια ελαφρύνουν τις ψυχές από τα αμαρτήματα.
Το σφυρί είναι βαρύ και το αμόνι πολύ βαρύτερο, αλλά κατασκευάζει εύχρηστα σκεύη, χρυσά και άργυρα,
κι ακόμη και στραβωμένα τα ισιώνει.
Αν δεν ήταν βαρύ το σφυρί, πώς θα μπορούσε να ισιώσει την άμορφη μάζα;
Έτσι και ο λόγος μας ο βαρύς και ελεγκτικός μπορεί να καλλιεργήσει την ψυχή.
Μη λοιπόν αποφεύγουμε τα βαριά ελεγκτικά λόγια, ούτε και τις πληγές που δημιουργούνται από αυτά.
Ο λόγος αυτός δεν έχει σκοπό να διαλύσει και να κομματιάσει την ψυχή και να την πληγώσει,
αλλά να την διορθώσει».
δ. Ευθύνη του κάθε πιστού
Ευθύνη για τους κοινωνούντας χωρίς μετάνοια δεν έχουν μόνο οι ιερείς,
αλλά και ο κάθε πιστός που βρίσκεται στην Εκκλησία.
Μία μητέρα δεν πρέπει να σπρώχνει τα μεγάλα παιδιά της να κοινωνούν εθιμοτυπικά, στις γιορτές ή και σε κάποια ανάγκη, λέγοντάς τους ότι αυτοί είναι νέοι και δεν έχουν αμαρτίες.
Ούτε πάλι να λέγει ότι αρκεί η τροφική μόνο νηστεία και το αλάδωτο των τριών ημερών
για να ετοιμαστούν για την Θεία Κοινωνία.
Οφείλει να τα διδάξει ότι η καθαρότητα της καρδιάς και η μετάνοια με την εξομολόγηση
κάνει τον άνθρωπο άξιο για την μετοχή του αυτή.
Κι αν δει το μεγάλο παιδί της να πλησιάζει, ενώ ξέρει ότι συζεί με την κοπέλα του
ή και βρίσκεται στην πορνεία και στην μοιχεία, έχει χρέος να το σταματήσει και να το οδηγήσει στην αληθινή προετοιμασία.
Γενικότερα, ο καθένας οφείλει από πνευματικής πλευράς να έχει την έγνοια του και την αγάπη του για τον διπλανό του,
και με γλυκύτητα και αγάπη να τον βγάζει από την άγνοια και να τον οδηγεί στην αλήθεια.
Η αγάπη του καθενός έχει αυτήν την έκφραση, την βοήθεια του πεσμένου.
Η μετοχή του Χριστιανού στην Θεία Κοινωνία είναι το κέντρο όλης της πνευματικής του ζωής
και οφείλουμε ο ένας τον άλλον να στηρίζουμε και να καλλιεργούμε την αληθινή μετοχή μας στο Ιερό Μυστήριο.
Κάπως έτσι ομιλεί ο μεγάλος διδάσκαλος της Θείας Ευχαριστίας, ο Ιερός Χρυσόστομος:
«Όταν αδιαφορήσεις για τον διπλανό σου, που είναι μέσα στην αμαρτία και δεν ενδιαφερθείς και δεν πονέσεις,
τότε πιο ράθυμη κάνεις την ψυχή σου και πιο ευάλωτη στην πτώση,
και μάλιστα τις πιο πολλές φορές την προετοιμάζεις να πέσει στα ίδια αμαρτήματα·
κι εκείνον τον αμαρτωλό δεν τον βλάπτεις λίγο μ’ αυτήν την παράκαιρη ευγένεια που δείχνεις,
όταν δεν κινείσαι με αυστηρότητα εδώ στην γη,
αφήνοντάς τον να πέσει σε μεγάλες ευθύνες και τιμωρίες ενώπιον του Θεού στο μέλλον
και κάνοντάς τον πιο ράθυμο για τα παρόντα…
Αν λοιπόν δεις κάποιον από την παρέα σου και τους δικούς σου να πορνεύει και να προσέρχεται στα Μυστήρια,
πες στους Διακόνους που την ώρα εκείνη προσφέρουν την Θεία Κοινωνία·
ο τάδε είναι ανάξιος των Μυστηρίων, εμπόδισε τα βέβηλα χέρια να πάρουν το Σώμα του Χριστού».
ε. Η κακότροπος προσέλευση
Το τραγικότερο όμως όλων είναι ότι, όταν έρθει η υψίστη ώρα της Θείας Κοινωνίας,
το αποκορύφωμα της όλης λατρείας, το πλήρωμα της χαράς του πιστού,
τότε δημιουργείται η μεγάλη ακαταστασία, για να μην πούμε η βλασφημία.
Πόσο όμορφο και ευλογημένο είναι όταν συνειδητά ο Επίσκοπος και ο ιερέας βάζουν τάξη στην ώρα της Θείας Κοινωνίας. Πρώτα η τάξη είναι απαραίτητο να υπάρχει στην καρδιά των πιστών.
Με τον λόγο του ο ιερέας δημιουργεί την κατάνυξη, τον φόβο του Θεού και τον πόθο,
και διατρανώνει με λόγο εμπνευσμένο την πίστη ότι αυτό που θα κοινωνήσουν είναι αυτό το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, μετά από το θαύμα που συνέβη κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας.
Και δεύτερον τακτοποιεί πρακτικά την τάξη στην προσέλευσή τους, με το να έρθουν πρώτον τα αγκαλοφορούμενα βρέφη, κατόπιν τα παιδιά και έπειτα οι μεγάλοι, απαιτώντας την σειρά του ενός πίσω από τον άλλο.
Ο λαός του Θεού είναι εικόνα του ποιμένα τους. Αυτός θα τους μάθει πώς να κοινωνούν με ευλάβεια και με τάξη.
Kι αυτό γίνεται με τον λόγο και την δική του κατάνυξη.
Είναι από τα πρώτα μαθήματα που διδάσκει ο ιερέας στο ποίμνιό του.
Πόσο δύσκολο είναι να στρώνει κανείς τράπεζα στο σπίτι του και άλλοι να προσέρχονται και να μην τρώνε,
και άλλοι να τρώνε αρπάζοντας με ατσαλοσύνη και να φεύγουν.
Αν αυτό είναι αγένεια και ατιμία, τότε στον χώρο της Θεία Ευχαριστίας πώς μπορεί να ονομαστεί;
Είναι αλήθεια ότι πολλή αναστάτωση και αταξία δημιουργείται την ώρα της Θείας Κοινωνίας
από τους πιστούς που πλησιάζουν στην Θεία Κοινωνία.
Είναι όντως μία βλασφημία που πρέπει να στιγματιστεί και να δημιουργηθεί η αρμόζουσα τάξη.
Ο Ιερός Χρυσόστομος περιγράφει με έντονη αγωνία την αθλία κατάσταση της αταξίας αυτής,
που μας θυμίζει και τις ανάλογες των ημερών μας.
Ας παρακολουθήσουμε την περιγραφή του Ιερού Πατρός,
αποκομίζοντας και εκ του αρνητικού το μεγάλο μήνυμα της ευλάβειας
που πρέπει να κοσμεί την καρδιά του προσερχόμενου πιστού εις τα Άγια των Αγίων:
«Βλέπω πως πολλοί από συνήθεια για την γιορτή προσέρχονται στην ιερά αυτή τράπεζα.
Πρέπει όμως, όπως πολλές φορές σας έχω ειπεί, να μην βλέπετε τις γιορτές, όταν είναι να κοινωνήσετε,
αλλά την συνείδησή σας να καθαρίζετε και μετά να αγγίζετε την ιερή αυτή Θυσία.
Διότι ο μεν μαγαρισμένος και ακάθαρτος ούτε και στην γιορτή δεν θα μπορούσε να μετέχει
της Αγίας εκείνης και φρικώδους Σαρκός του Χριστού·
ο δε καθαρός που έπλυνε τις αμαρτίες του με τα δάκρυα της μετανοίας του,
και στην εορτή αλλά και πάντοτε θα είναι δίκαιος για να μετέχει των Θείων Μυστηρίων,
και θα είναι άξιος για να απολαμβάνει τις δωρεές του Θεού.
Αλλά επειδή αυτό το θέμα κάπως έχει ξεφύγει από τα μάτια μερικών, και παρόλο που είναι γεμάτοι από αμαρτίες,
όταν θα δουν ότι έφτασε η γιορτή, σαν να σπρώχνονται από την ημέρα, πλησιάζουν στα ιερά μυστήρια,
που καλά – καλά ούτε να τα δουν δεν είναι σωστό με τέτοια κατάσταση αθλία του εαυτού τους·
και τους φανερά αμαρτάνοντας εμείς οι ίδιοι θα τους εμποδίσουμε,
τους αγνώστους όμως σε μας θα τους παραθέσουμε στον Θεό, που γνωρίζει τα απόρρητα της καρδιάς του καθενός·
εκείνη, λοιπόν, την αμαρτία που γίνεται φανερά μπροστά σε όλους θα προσπαθήσουμε να την διορθώσουμε σήμερα.
Και άραγε ποια είναι η αμαρτία αυτή;
Το να μην πλησιάζουν με φρίκη, αλλά να κλωτσούν, να χτυπούν, να είναι γεμάτοι με θυμό,
να φωνάζουν και να είναι γεμάτοι από ταραχή.
Αυτά πολλές φορές σας τα έχω ειπεί και δεν θα σταματήσω να τα λέω…
Γιατί θορυβείς, άνθρωπε, πες μου;
Γιατί βιάζεσαι; Ποια ανάγκη δουλειάς σε καλεί; Την ώρα αυτή σκέφτηκες πως έχεις δουλειές;
Δεν καταλαβαίνεις ότι δεν πατάς πάνω στην γη; Νομίζεις ότι είσαι ανάμεσα σε ανθρώπους;
Και δεν είναι λίθινης καρδιάς καρπός το να νομίζεις ότι την ώρα εκείνη στέκεσαι πάνω στην γη,
και δεν συγχορεύεις με αγγέλους, που μαζί τους ανέπεμψες εκείνο τον ύμνο
και μαζί τους έψαλλες την επινίκιο ωδή στον Θεό;
… γι’ αυτό και αετούς μας ονόμασε ο Χριστός λέγοντας, «όπου το πτώμα, εκεί συναχθήσονται και οι αετοί»,
για να ουρανοβατούμε, για να πετούμε ψηλά κι ανάλαφρα με τα φτερά του Αγίου Πνεύματος·
εμείς όμως σαν τα φίδια σερνόμαστε στην γη και τρώμε χώμα.
Θέλετε να σας πω από που γίνεται αυτός ο θόρυβος και οι κραυγές;
Διότι δεν κλείνουμε τις πόρτες, αλλά επιτρέπουμε πριν από την τελευταία ευχή της ευχαριστίας
να φεύγουν άτακτα και να αναχωρούν στο σπίτι τους· και πόσο μεγάλη καταφρόνηση είναι όλο αυτό.
Τι κάνεις, άνθρωπε;
Του Χριστού παρόντος, των αγγέλων παρευρισκομένων, μπροστά σου η φρικτή αυτή Τράπεζα,
και των αδελφών σου ευρισκομένων σε μία τέτοια μυσταγωγία, εσύ τα παρατάς και φεύγεις;
Κι αν σε καλέσουν σε δείπνο, και ενώ έχεις φάει και χορτάσει, δεν τολμάς να σηκωθείς και να φύγεις,
ενώ οι φίλοι σου ακόμη κάθονται και τρώνε· εδώ όμως, ενώ ακόμη τα φρικτά μυστήρια του Χριστού επιτελούνται,
ενώ η Τράπεζα είναι ακόμη στρωμένη, τα παρατάς όλα στην μέση και φεύγεις;
Και μπορείς να συγχωρεθείς; Ποια απολογία θα βρεις;
Θέλετε να σας πω ποιανού έργο επιτελούν εκείνοι που φεύγουν πριν τελειώσει η Θεία Λειτουργία
και δεν προσφέρουν τις ευχαριστήριες ωδές στο τέλος της τραπέζης;
Είναι λίγο βαρύ αυτό που θα σας πω, αλλ’ όμως και πολύ αναγκαίο για την ραθυμία των πολλών.
Όταν κοινώνησε στο Μυστικό Δείπνο ο Ιούδας κατά την τελευταία εκείνη νύχτα,
ενώ ακόμη οι άλλοι κάθονταν στο τραπέζι, αυτός πετάχτηκε και έφυγε.
Εκείνον λοιπόν μιμούνται κι αυτοί που φεύγουν σαν κυνηγημένοι πριν από την τελευταία ευχαριστία.
Εκείνος, αν δεν είχε φύγει εκείνη την στιγμή, δεν θα γινόταν προδότης·
αν δεν εγκατέλειπε τους συμμαθητές του, δεν θα χανόταν στην απώλεια·
αν δεν έφευγε από το κοπάδι, δεν θα τον έβρισκε μονάχο του ο λύκος να τον καταφάει·
αν δεν απομακρυνόταν από τον ποιμένα, δεν θα τον έβαζε ο λύκος στα δόντια του.
Έτσι εκείνος βρέθηκε μαζί με τους Ιουδαίους, αυτοί όμως, αφού έψαλλαν τους ύμνους, με τον Δεσπότη έφυγαν.
Βλέπεις ότι η ευχαριστήρια ευχή μετά από την θυσία γίνεται κατά τον τύπο εκείνο;
Και τώρα, αγαπητοί, αυτά να εννοούμε, αυτά να σκεφτόμαστε, φοβούμενοι το πραγματικό αυτό κρίμα.
Αυτός ο Χριστός σου μεταδίδει την σάρκα Του·
συ όμως ούτε με τα λόγια σου δεν Του το ανταποδίδεις, ούτε Τον ευχαριστείς για όσα έλαβες,
αλλά ενώ, όταν τρως υλική τροφή μετά την τράπεζα, καταφεύγεις στην ευχαριστία,
όμως, όταν βρίσκεσαι σε πνευματική τράπεζα που ξεπερνάει όλη την κτίση την ορατή και την αόρατη,
ενώ είσαι άνθρωπος ευτελούς φύσεως, δεν παραμένεις για να ευχαριστήσεις και με λόγια και με πράγματα;
Και πώς δεν είναι όλα αυτά άξια της πιο έσχατης κολάσεως;
Τα λέγω αυτά όχι για να επαινείτε, ούτε για να θορυβείτε και να κράζετε,
αλλά θυμούμενοι καταλλήλως τα βήματα αυτά να δείχνετε την ανάλογη ευταξία.
Μυστήρια και λέγονται και είναι· και όπου μυστήρια πολλή η σιγή.
Με πολλή λοιπόν σιγή, με πολλή ευταξία, με την ανάλογη ευλάβεια, να απλώνουμε τα χέρια μας στην ιερή αυτή θυσία,
για να ελκύσουμε τον Θεό με περισσότερη εύνοια, και την ψυχή να καθαρίσουμε,
και να επιτύχουμε των αιωνίων αγαθών».
Η Θεία Κοινωνία είναι το φάρμακο της αθανασίας και γιατρεύει όλον τον άνθρωπο.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Κροστάνδης πήγαινε στους αρρώστους με την Θεία Κοινωνία και τους γιάτρευε.
Το θαύμα το έκανε ο Κύριός μας, ο Ιησούς Χριστός, με την παρουσία Του μέσα στον ασθενή,
διά της μεταδόσεως των Τιμίων Δώρων.
Όμως αυτά τα τίμια Δώρα δεν μπορούν από μόνα τους να ωφελήσουν τον άνθρωπο,
όταν ζει αναίσχυντα και αμετανόητα.
Όσο καλή κι αν είναι μία τροφή, δεν μπορεί να ωφελήσει εκείνον που έχει άρρωστο στομάχι.
Έτσι το λέει ο Ιερός Πατήρ:
«Τροφή πνευματική είναι η Θυσία που κοινωνούμε·
και όπως η γήινη τροφή όταν εισέλθει σε στομάχι που έχει γαστρίτιδα, κάνει χειρότερη την αρρώστια,
όχι που είναι προβληματική η τροφή, αλλά από την ασθένεια του στομάχου·
έτσι ακριβώς συμβαίνει και με τα πνευματικά Μυστήρια.
Και για την Θεία Κοινωνία όταν εισέλθει σε ψυχή γεμάτη από πονηρίες,
τότε πιο πολύ αυτοκαταστρέφεται και κολάζεται,
όχι που τα τίμια Δώρα αυτά από την φύση τους κάνουν αυτήν την χρήση,
αλλά που το παθαίνει από την αρρώστια της ψυχής που τα δέχτηκε.
Κανείς να μην έχει μέσα του κακούς λογισμούς, αλλά ας καθαρίσουμε τον νουν και την καρδιά μας·
και με καθαρότητα να εισερχόμαστε στην Θυσία· ας κάνουμε αγία την ψυχή μας·
και σε μία μόνο ημέρα μπορεί να γίνει όλο αυτό».
στ. Η πλάνη της νηστείας
Πέρα από την κακότροπη και εγωιστική προσέλευση των χριστιανών στην Θεία Κοινωνία,
μέσα στην καρδιά τους υπάρχει και μία ύπουλη ψευδής αυτοπεποίθηση της νηστείας.
Ως ευλάβεια και μέτρο για την άξια προσέλευση στο Μυστήριο θεωρείται η βασανιστική νηστεία του αλάδωτου.
Ο άνθρωπος κοινωνά των Αχράντων Μυστηρίων νομίζοντας ότι είναι έτοιμος και άξιος, επειδή νήστεψε.
Και ενώ η νηστεία είναι η αρχαιότερη εντολή του Θεού και η φιλόστοργος μητέρα του ανθρωπίνου γένους,
μπορεί να γίνει με την κακή της χρήση παγίδα υπερηφανείας και κενόδοξης παρρησίας στον Θεό.
Είναι αλήθεια ότι πολλοί κοινωνούν των Αχράντων Μυστηρίων,
επειδή μέσα τους δημιουργείται η αίσθηση-ψευδαίσθηση του καθαρού από την εξαντλητική νηστεία.
Ο εξαγνισμός του σώματος από την δουλεία της κοιλίας και η ευφορία που προέρχεται από την έλλειψη φαγητών,
δεν σημαίνει πως είναι και εξαγνισμός της ψυχής.
Η νηστεία των τροφών απομονωμένη σαν μία πράξη απλώς «δεν τρώω»,
δίδει την κενόδοξη αυτοβεβαίωση ότι είναι άξιος απέναντι στον Θεό.
Πολύ όμορφο είναι το περιστατικό που διαβάζουμε στο Γεροντικό, όπου ένας Γέροντας μία ημέρα είδε τον μαθητή του,
με τα διορατικά του μάτια, να τον έχουν αλυσοδέσει από τον λαιμό δύο δαιμόνια και να τον σβαρνίζουν ανελέητα.
Κατάλαβε ότι είναι τα δαιμόνια της κενοδοξίας και της υπερηφάνειας.
Ο νέος υποτακτικός άρχισε να καυχιέται υπερφίαλα ότι τρώγει μία φορά στις δύο ημέρες
και πως έτσι πρόκειται να τηρήσει την νηστεία της Μ. Σαρακοστής.
Ένιωθε έντονα μία αυτοβεβαίωση και ένα καύχημα για την νηστεία του.
Ο εγωισμός και η σύγκριση με τους άλλους καθώς και ο αυτοθαυμασμός του τον είχαν τυφλώσει
και πίστευε ότι είναι ο καλός ασκητής.
Η νηστεία όμως πηγαίνει μη την ταπείνωση και την μετάνοια και την υπακοή.
Ο γέροντάς του προς λύπη του επέβαλε στον μοναχό να τρώγει κρέας και να πίνει κρασί καθημερινά.
Έτσι διήνυσε την νηστεία κλαίγοντας, τρώγοντας και υπακούοντας.
Ήταν η λύτρωσή του από τα δαιμόνια που τον κατείχαν.
Βέβαια, το περιστατικό δεν μπορεί να γίνει κανόνας συμπεριφοράς,
αλλά θέλει να προσδώσει το μήνυμά του, ότι η νηστεία αυτή καθ’ αυτή ως αποχή μόνον τροφών
δεν κάνει άξιο τον άνθρωπο για να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων.
Μπορεί χειρότερα να τον βλάψει,
προσδίδοντάς του την ψευδαίσθηση ότι είναι άξιος και έτοιμος για να προσέλθει στα Άγια.
ζ. Η Νηστεία είναι τρόπος ζωής
Η νηστεία είναι ένας διαρκής αγώνας του πιστού και ένας μόνιμος τρόπος ζωής.
Είναι ο ασκητικός τρόπος της χριστιανικής ζωής.
Από την αρχή της ανθρωπότητος στον Παράδεισο ο Θεός έβαλε τους πρωτοπλάστους στην αγκαλιά της νηστείας
σαν σε αγκάλη μητέρας για να τους θρέψει και να τους ασφαλίσει πνευματικά.
«Διά τούτο και ο Θεός τον άνθρωπον ποιών εξ αρχής, ευθέως αυτόν ταις της νηστείας φέρων παρακατέθετο χερσίν,
ώσπερ φιλοστόργω μητρί και αρίστη διδασκάλω την εκείνου σωτηρίαν εγχειρίζων αυτή.
Το γαρ, Από παντός ξύλου του παραδείσου βρώσει φαγή,
από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν ου φάγεσθε· νηστείας είδος εστιν» (Ιερός Χρυσόστομος).
Λέγει δε ότι η νηστεία είναι το γιατρικό που ο ίδιος ο Θεός το επινόησε για να γιατρεύονται τα πάθη των ανθρώπων:
«διά τούτο καθάπερ πατήρ φιλόστοργος την από της νηστείας ημίν ιατρείαν επενόησεν ο φιλάνθρωπος Δεσπότης»
(Ιερός Χρυσόστομος).
Ο δε Μ. Βασίλειος λέγει ότι : η νηστεία «συνηλικιώτις εστι της ανθρωπότητος».
Κι αν το φάρμακο αυτό ήταν καλό πριν την πτώση των πρωτοπλάστων,
άραγε πόσο ωφέλιμο είναι μετά την πτώση;
«Ει δε εν παραδείσω αναγκαία η νηστεία, πολλώ μάλλον εκτός του παραδείσου·
ει προ της πληγής χρήσιμον το φάρμακον,
πολλώ μάλλον μετά την πληγήν ει μηδέπω του πολέμου των επιθυμιών αναστάντος επιτήδειον ημίν το όπλον ην,
πολλώ μάλλον μετά την τοσαύτην μάχην την από των επιθυμιών, την από των δαιμόνων,
αναγκαία η παρά της νηστείας συμμαχία» (Ιερός Χρυσόστομος).
Η νηστεία είναι τρόπος ζωής του πιστού ανθρώπου.
Η Εκκλησία όντως έχει θεσπίσει τις νηστείες και τις έχει σπείρει κατάλληλα μέσα στον χρόνο,
ώστε η καλλιέργεια να είναι συνεχής μέσα στις ψυχές
και εκεί που η νωχέλεια και η αμέλεια των ημερών πάει να προβάλλει,
αμέσως να εμφανίζεται η νηστεία και να γίνεται αυτή η αναγέννηση και η ευκοσμία των ψυχών και η τροφή της ψυχής.
Πραγματικά, αν το φαγητό είναι η τροφή του σώματος, αντιστοίχως η νηστεία είναι η τροφή της ψυχής.
Και όσο το σώμα το περιποιούμαστε, τόσο αποδυναμώνεται η ψυχή.
«Όσω γαρ αν το σώμα λιπαίνηται και παχύνηται,
τοσούτω μάλλον εκείνη κατισχνούται και ασθενεστέρα γίνεται·
και όσω αν εκείνο θάλπηται, τοσούτω μάλλον αύτη θάπτεται» (Ιερός Χρυσόστομος).
Νηστεία δεν είναι η βασανιστική και καθ’ υπερβολή νευρωτική άσκηση της αφαγίας και του αλάδωτου,
σε συγκεκριμένες ημέρες του χρόνου,
αλλά η συνεχής και απλή υπακοή στην καθιερωμένη από την Εκκλησία τάξη των νηστειών όλου του έτους.
Η νηστεία δεν συγκεκριμενοποιείται μόνο σε μία αποχή από τα φαγητά
ή και σε μία παραφθορά νηστείας με την πολυτελή και ποικίλη νηστίσιμη δίαιτα,
αλλά είναι ένας συνδυασμός μιας άλλης πνευματικής ζωής.
Η νηστεία των τροφών είναι το πλέον κατάλληλο όχημα που μπορεί να μεταφέρει την προσευχή, την μετάνοια,
την αγάπη του ανθρώπου και να τον οδηγήσει στον τελικό προορισμό,
την καθαρή Θεία Κοινωνία, την ένωσή του με τον Θεό.
Η νηστεία βοηθά τον πιστό να προσευχηθεί καθαρά και να βρει την κατάνυξή του και την μετάνοιά του.
Δεν είναι μία αποχή από τις τροφές μόνον, αλλά ένας άλλος τρόπος ζωής.
Ας μάθουμε, λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος, τον τρόπο της αληθινής νηστείας, για να μη χάσουμε τον κόπο μας.
Το φάρμακο της νηστείας είναι καλό, αλλά πρέπει να μάθουμε πώς να το πίνουμε για να μη μας βλάψει.
«Ας μάθουμε τους τρόπους της νηστείας για να μην τρέχουμε στα χαμένα,
μήτε αέρα να κοπανάμε, μήτε με την σκιά μας να παλεύουμε.
Φάρμακο είναι η νηστεία, αλλά το φάρμακο, κι αν μυριάκις είναι ωφέλιμο,
πολλές φορές γίνεται άχρηστο από την απειρία αυτού που νηστεύει».
Έτσι την νηστεία μπορεί να την δει κανείς μέσα από μία προοπτική και συνδυασμό τεσσάρων πράξεων,
που την αναδεικνύουν ως αληθινή νηστεία, όπως αυτές διαγράφονται μέσα στους Πατέρες της Εκκλησίας.
Η νηστεία των τροφών συνδυάζεται με την μετάνοια, την αγάπη, την προσευχή και την συνεχή Θεία Κοινωνία.
Αυτός ο ποικίλος συνδυασμός του αγώνος,
σηματοδοτεί την ακρίβεια στην νηστεία και τον γνήσιο πνευματικό τρόπο ζωής.
η. Η κατά αραιά διαστήματα Θεία Κοινωνία
Έχει καλλιεργηθεί η εντύπωση ότι ευλάβεια στον Θεό είναι το να κοινωνά κανείς των Αχράντων Μυστηρίων λίγες φορές,
κι αυτές σε μεγάλες γιορτές του χρόνου.
Ευλάβεια θεωρείται ότι έχουν εκείνοι που είναι μακριά από το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Ευλάβεια είναι να βλέπουν αναξίους τους εαυτούς τους για την συχνή Θεία Κοινωνία και να μην πλησιάζουν.
Το χειρότερο όμως είναι ότι, όταν βλέπουν άλλους να κοινωνούν συνεχώς, εκπλήσσονται από το γεγονός,
το σχολιάζουν με βλάσφημο τρόπο και τους κατηγορούν ως ανευλαβείς και καταφρονητές του Θεού.
Εκλαμβάνουν ως ευλάβεια το να κοινωνεί κάποιος σε αραιά διαστήματα, κι αυτό από τον φόβο της εξοικείωσης.
Και βλέπεις στον χώρο της Εκκλησίας του Χριστού να επικρατούν διάφορες παραδόσεις,
καλυμμένες με το σχήμα της ευλάβειας που ποικίλλουν κατά τόπους.
Οι παραδόσεις αυτές έχουν υψωθεί σαν τεράστια τείχη ευλαβείας στις καρδιές των πιστών
και τους έχουν εγκλωβίσει ασφυκτικά και καταναγκαστικά
σε μία θανατηφόρα απομόνωση από την μετοχή τους στην συνεχή Θεία Κοινωνία.
Ακούς να λένε ότι κοινωνούν μόνο στις μεγάλες γιορτές,
διότι όλο τον χρόνο κάνουν αποφυγή τεκνογονίας ή και βρίσκονται σε άλλα πάθη σαρκικά,
λες και οι γιορτές τους κάνουν άξιους, επειδή κοινωνούν ελάχιστες φορές.
Έχουν καθιερώσει τη σχέση της εθιμοτυπικής μετοχής στο Μυστήριο.
Ακούς πολλούς να λένε ότι δεν κοινωνούν, γιατί αυτοτιμωρούνται επί δεκαετίες για τις μεγάλες τους αμαρτίες.
Η φυγή από την συνεχή Θεία Κοινωνία με όλους τους ποικίλους τρόπους
είναι φαινόμενο που μπορεί να χαρακτηριστεί μόνον ως «επιζήμιος ευλάβεια» και «αποστροφή».
Στον Β’ κανόνα της εν Αντιοχεία Συνόδου οι άγιοι πατέρες
ονομάζουν αποστροφή την φυγή από την συνεχή Θεία Κοινωνία.
Θεωρούν ότι αποστρέφονται τον Θεό εκείνοι που αποφεύγουν την Θεία Κοινωνία
από δήθεν ευλάβεια και ταπεινοφροσύνη,
και θα έπρεπε να τιμωρούνται το ίδιο με εκείνους
που μισούν και βλασφημούν και σιχαίνονται την Αγία Μετάληψη
(ΠΗΔΑΛΙΟΝ, εκδόσεις ΑΣΤΗΡ, 1982, σελ. 407).
Κατά τον ίδιο τρόπο και πιο σκληρά εκφράζεται ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας,
λέγοντας ότι αυτοί που είναι γνήσιοι ερασταί της αιωνίου ζωής δεν πρέπει να πέφτουν στην παγίδα
και ούτε να βάζουν σαν βρόχο (θηλιά) στο λαιμό τους την «επιζήμιον ευλάβεια».
Μόνιμα ακούγεται να λένε «δεν είμαι άξιος να κοινωνήσω» και από δήθεν ευλάβεια αποφεύγουν.
Αυτό σου το βάζει στη σκέψη «ο βαθύς εις πανουργίαν διάβολος» για να σε απομακρύνει από τον Θεό.
Και πότε θα γίνεις άξιος; Πότε θα παρουσιάσεις τον εαυτό σου μπροστά στον Χριστό;
Πότε επιτέλους θα μετανοήσεις ειλικρινά και θα σταματήσεις να απελπίζεσαι βλέποντας τα ολισθήματά σου,
στα οποία όλοι είμεθα πεσμένοι;
Το μόνο που συμβαίνει είναι να μένεις μακριά από τον αγιασμό του Θεού που σε οδηγεί στην σωτηρία.
«Εφόσον είμαστε ερασταί της αιωνίου ζωής,
αφού ευχόμεθα να έχουμε μέσα μας τον χορηγό της αθανασίας,
μην παραιτούμεθα από την ευλογία σαν οι πιο αμελείς,
ούτε παγίδα και θηλιά στο λαιμό μας να μας βάζει ο βαθιά πανούργος διάβολος.
Ναι αλλά, θα πουν οι προφασιζόμενοι ευλάβεια, είναι γραμμένο,
“αυτός που τρώγει από τον Άγιο Άρτο και πίνει από το άγιο ποτήριο ανάξια,
κρίμα στον εαυτό του τρώει και πίνει”.
Εξέτασα τον εαυτό μου και τον βλέπω ανάξιο.
Πότε επιτέλους θα γίνεις άξιος, και ας το ακούσει από μας αυτός που τα λέγει,
πότε θα παραστήσεις τον εαυτό σου άξιο μπροστά στον Χριστό;
Αν πρόκειται συνέχεια να απελπίζεσαι με τις πτώσεις σου,
δεν θα σταματήσεις ποτέ να πέφτεις στην αμαρτία·
“διότι όποιος συναισθανθεί τα αμαρτήματά του”, κατά τον άγιο Ψαλμωδό,
θα απελπισθεί και θα απομακρυνθεί παντελώς από τον αγιασμό που σώζει.
Γι’ αυτό λοιπόν προσπάθησε να ζεις πιο ευσεβή και σύμφωνα με τον νόμο του Θεού βίο
και τότε θα μεταλάβεις της ευλογίας και θα πιστεύσεις ότι αυτή εκδιώκει όχι μόνο τον θάνατο,
αλλά και τα νοσήματά μας·
ο Χριστός που έρχεται μέσα μας με την Θεία Κοινωνία κατακοιμίζει τον νόμο της αμαρτίας,
που αγριεύει στα μέλη της σαρκός μας,
και αναζωπυρώνει μεν την ευλάβεια στον Θεό, απονεκρώνει δε τα πάθη,
μη λογαριάζοντας τόσο τα παραπτώματά μας που είναι μέσα μας,
αλλά πιο πολύ θεραπεύοντάς μας ως αρρώστους.
Ως βοσκός αγαθός περιποιείται τον συντετριμμένο, ανασταίνει τον πεσμένο,
και την ίδια του την ζωή δίνει για τα πρόβατα». (Αγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας)
Μέσα στην παράδοση την Ιερή των Πατέρων της Εκκλησίας μας
βλέπουμε ξεκάθαρα πως η συμμετοχή των πιστών στην Θεία Κοινωνία ήταν συνεχής.
Μόνον οι κατηχούμενοι και οι μετανοούντες που είχαν επιτίμια απείχαν.
Η Θεία Κοινωνία ήταν το κέντρο της πνευματικής ζωής και το τέρμα όλων των αγώνων τους.
Δεν ήταν το στεφάνι μόνο των τελείων, αλλά και το φάρμακο των αδύναμων
και η αγκάλη της αγάπης του Χριστού για τους μετανοούντας πεπτωκότας χριστιανούς.
Δεν πήγαιναν στην ιερά σύναξη για να προσευχηθούν μόνο και για να υμνήσουν τον Κύριο,
αλλά κυρίως για να κοινωνήσουν τον Θεό, να ενωθούν με τον Κύριο και με τους αδελφούς ως σώμα Χριστού.
Αλλά ενώ από την μία μεριά υπάρχουν χριστιανοί που δεν κοινωνούν από την επίπλαστη ευλάβεια,
κάτω από την οποία στην πραγματικότητα κρύβουν την πνευματική τους ακηδία
και την έλλειψη του πόθου τους για τον Χριστό,
από την άλλη πλευρά υπάρχουν πολλοί που έχουν αναπαυμένη την συνείδησή τους,
διότι θεωρούν ότι κοινωνώντας πολύ σπάνια δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προετοιμασία.
Είναι μία συνήθης πρακτική των πολλών στις ημέρες του Πάσχα.
Και οι δύο πλευρές είναι μέσα στην ανευλάβεια και βλασφημία προς τον Θεό.
Είναι μία φανερή και αφανής υποκρισία και υπεκφυγή από την αλήθεια.
Ο Ι. Χρυσόστομος μιλά πολύ σκληρά για εκείνους που κοινωνούσαν αμετανόητοι,
με την πρόφαση ότι προσέρχονται μία ή δύο φορές τον χρόνο στις μεγάλες γιορτές
και επομένως το δικαιούνται και δεν αμαρτάνουν.
Πολλοί εκλαμβάνουν τον λόγο του Ιερού Πατρός στον Κατηχητικό Λόγο της Αναστάσεως
«νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες»,
ότι και αμαρτωλοί και μη αμαρτωλοί μπορούν να κοινωνήσουν το βράδυ της Αναστάσεως.
Νομίζουν ότι είναι ευλάβεια να κοινωνούν τις ημέρες των εορτών
χωρίς να βλέπουν την καθαρότητα ή μη της καρδιάς τους.
Και μία φορά να κοινωνήσει ανάξια ο άνθρωπος κηλίδωσε τον εαυτό του,
διότι μία φορά ο Ιούδας πρόδωσε τον Χριστό και μία φορά Τον σταύρωσαν οι Ιουδαίοι.
«Επειδή οι ιερείς δεν γνωρίζουν όλους τους αμαρτωλούς και εκείνους που μετέχουν των Μυστηρίων ανάξια,
ο Θεός πολλές φορές κάνει το ίδιο και τους παραδίνει στον Σατανά.
Διότι όταν συμβαίνουν νόσοι, κίνδυνοι, πένθη, συμφορές και άλλα τέτοια γεγονότα, γι’ αυτό τον λόγο γίνονται.
Αυτό και ο Απόστολος Παύλος το δηλώνει λέγοντας:
“γι’ αυτό και πολλοί ανάμεσά μας είναι ασθενείς και άρρωστοι και πεθαίνουν”.
Και γιατί θα πουν κάποιοι, εφόσον μία φορά τον χρόνο προσερχόμαστε στα Άγια Μυστήρια;
Αυτό είναι το παράξενο, που όχι από την καθαρότητα της καρδιάς,
αλλά από το διάστημα του χρόνου καθορίζεις την αξιότητα για την προσέλευσή σου στην Θεία Κοινωνία,
κι αυτό το θεωρείς ευλάβεια, το να μην προσέρχεσαι πολλές φορές, μη γνωρίζοντας ότι το να κοινωνήσεις ανάξια,
κι αν και μία φορά το κάνεις, σε κηλίδωσε, το να κοινωνήσεις άξια, και πολλές φορές να το κάνεις, σε έσωσε.
Δεν είναι θράσος το να κοινωνάς πολλές φορές,
αλλά το να κοινωνάς ανάξια, ακόμη κι αν μία φορά στην ζωή σου προσέλθεις.
Εμείς όμως τόσο ανόητοι είμαστε και άθλιοι, που ενώ τόσα κακά μέσα στον χρόνο συνέχεια κάνουμε,
από τη μία μεριά το να τα πετάξουμε από πάνω μας καθόλου δεν φροντίζουμε,
από την άλλη δε νομίζουμε ότι είναι καλό το να μην τολμάμε συνεχώς να κοινωνούμε
και παράλληλα να εισπηδούμε υβριστικά και να κοινωνούμε το Σώμα του Χριστού,
χωρίς να εννοούμε ότι και αυτοί που σταύρωσαν τον Χριστό μία φορά Τον σταύρωσαν.
Άρα λοιπόν, επειδή μία φορά έγινε, είναι μικρότερο αμάρτημα;
Και ο Ιούδας μία φορά πρόδωσε τον Χριστό, τι λοιπόν; Τούτο τον απαλλάσσει από την ενοχή;
Γιατί τα εξετάζουμε με τον χρόνο προσέλευσης;
Χρόνος προσέλευσης στην Θεία Κοινωνία ας είναι η καθαρή μας συνείδηση.
Καμία διαφορά δεν έχει η Θεία Λειτουργία του Πάσχα από την σημερινή που τελούμε, εν και το αυτό είναι,
η ίδια Χάρις του Αγίου Πνεύματος επενεργεί, πάντα Πάσχα είναι.
Γνωρίζουν καλά οι μεμυημένοι τι λέγω.
Και την Παρασκευή και το Σάββατο και την Κυριακή και στην ημέρα των Μαρτύρων η ίδια θυσία τελείται.
Το λέγει η Γραφή:
“κάθε φορά που τρώτε τον Άρτο τούτο και πίνετε το ποτήριο τούτο, τον θάνατο του Κυρίου καταγγέλλετε».
Δεν καθόρισε την θυσία ανάλογα με τους καιρούς.
Τότε γιατί λέγεται Πάσχα θα πουν κάποιοι; Διότι τότε έπαθε ο Χριστός για μας.
Κανένας να μην κοινωνεί αλλιώτικα την μία και αλλιώτικα την άλλη,
μία είναι η δύναμη, μία η αξία, μία είναι η Χάρις,
ένα Σώμα του Χριστού είναι και το αυτό, δεν είναι αγιώτερο το Σώμα του Πάσχα,
ούτε το σημερινό είναι κατώτερο του Πάσχα.
Έχουν όμως κάτι παραπάνω οι ημέρες του Πάσχα από την σημερινή,
διότι η σωτήρια ημέρα μας άρχισε τότε,
διότι εκείνη την ημέρα θυσιάστηκε ο Χριστός,
αλλά ως προς τα Μυστήρια είναι το ίδιο χωρίς καμία διαφορά.
Και όταν είναι να φας υλική τροφή, πλένεις τα χέρια σου, πλένεις το στόμα σου,
όταν όμως είναι να μεταλάβεις πνευματική τροφή,
δεν καθαρίζεις την ψυχή σου, αλλά γεμάτος με ακαθαρσία προσέρχεσαι;
Μην αμελούμε την σωτηρία μας, παρακαλώ, για να μην πάει χαμένος ο κόπος μας. ».
Η τάση των χριστιανών να κοινωνούν λίγες φορές τον χρόνο, κι αυτές χωρίς δοκιμασία του εαυτού τους,
είναι στην ουσία μία φυγή από την αληθινή βίωση της πνευματικής ζωής.
Η σχέση τους με την Εκκλησία είναι μόνο τυπική με θρησκευτικά απλώς χρώματα,
μόνο και μόνο για να ικανοποιούν την θρησκευτική τους ανάγκη,
όπως απλώς ικανοποιούν και όλες τις ανάγκες της αυτοσυντήρησής τους.
Τους αρκεί να μπορούν μόνο τα Χριστούγεννα και το Πάσχα να κοινωνήσουν και κάνουν το παν,
ακόμη και προσέρχονται και στην εξομολόγηση όπου στήνονται με τις ώρες σε ουρές,
για να τους διαβάσει ο παπάς την ευχή ώστε να κοινωνήσουν.
Η ζωή τους μετά τις γιορτές είναι απόμακρη από το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Είναι σαν τα εποχιακά φρούτα, χριστιανοί της εποχής και των εορτών.
Όλα τα δικαιολογούν με το πρόσχημα της ευλάβειας.
Τι το περάσαμε, φαγητό, λέγουν, κάθε Κυριακή να κοινωνούμε;
Με μία ψιλή και αδιάφορη σκέψη τα βάζουν όλα στην άκρη.
Έτσι βολεύει, διότι μπορούν μετά από την πνευματική έξαρση των ημερών των εορτών
να επανέλθουν ξανά στην ζωή της αμαρτίας τους, στην αμέλεια και στην κοσμικότητα.
Είναι ο τρόπος που βολεύει εκείνους που στην ζωή τους δεν πήραν ποτέ στα σοβαρά την σωτηρία τους
και δεν είδαν την ματαιότητα του κόσμου τούτου.
Όλα τα κόβουν στα μέτρα τους, ανάλογα με τις προσωπικές τους απόψεις.
Και οι αλήθειες της Εκκλησίας διαμορφώνονται ανάλογα με την ζωή τους.
Επηρεάζουν δε με τα κουτσομπολιά τους και τις κρίσεις τους την γνώμη του κόσμου,
όταν μόνιμα μιλάνε για εκείνους που κοινωνούν κάθε Κυριακή.
Σχολιάζουν διότι έμμεσα καλύπτουν τις δικές τους ενοχές,
γιατί δεν μπορούν να μπουν στο θέλημα του Θεού για να συμμετέχουν συνεχώς.
Επίσης, εκδηλώνουν με αυτή την αντίδρασή τους την ενδόμυχη ζήλεια τους, γιατί εκείνοι μπορούν κι αυτοί δεν δύνανται.
Και πώς να κοινωνούν, όταν η αποφυγή τεκνογονίας έγινε τρόπος ζωής αμαρτωλής
και δεν πρόκειται για μία περιστασιακή πτώση λόγω αδυναμίας;
Η αποφυγή και ο προγραμματισμός είναι το αμάρτημα του Αυνάν,
αμάρτημα κατεξοχήν απιστίας και ολιγοπιστίας που ξεκόβει τον άνθρωπο από τον Θεό
και τον απομακρύνει κλεισμένο στον εγωκεντρισμό και την αυτολύπηση.
Σαν τον πλούσιο νεανίσκο που έφυγε λυπημένος,
διότι δεν είχε την δύναμη να κάνει το θέλημα του Χριστού που θα τον ελευθέρωνε στην ζωή της χαράς και της αγάπης.
Νόμιζε πως όλα μπορούσε να τα βολέψει, και την ζωή με την λατρεία του πλούτου και την ζωή εν Χριστώ.
Είναι αλήθεια πως εκείνος που ποθεί να γνωρίσει τον Θεό
παλεύει πώς να βρίσκεται συνεχώς μπροστά στο Ποτήριο της Ζωής.
Η ζωή του είναι εν μετανοία και κάτω από το θέλημα του Θεού
και ένας πόθος μένει μέσα του ασίγαστος και μεγάλος, πώς να κοινωνεί τον Θεό πάντοτε.
Λίγα είναι τα χρόνια της ζωής στην γη αυτή και η σχέση μας με τον Θεό δεν είναι σχέση παζαρέματος,
αλλά σχέση καρδιάς και ένωσης μαζί Του.
Είναι καιρός πλέον να δούμε τον τρόπο που συμμετέχουμε στο Ποτήριο της Ζωής
και να ψάξουμε να βρούμε τον αληθινό τρόπο προετοιμασίας,
για να αρχίσουμε επιτέλους να κοινωνούμε συχνά και άγια.
Posted By alopsis On Μαΐου 19, 2016 @ 12:05 πμ In ΘΕΟΛΟΓΙΑ
– Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ – http://alopsis.gr –